• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 34
  • Tagged with
  • 34
  • 27
  • 7
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

Μελέτη εξέλιξης φυσιολογικών αιμοποιητικών σειρών σε ασθενείς με οξεία λευχαιμία και συσχέτισή τους με τα κυτταρικά χαρακτηριστικά των νεοπλασματικών κυττάρων

Χάδλα, Παναγιώτα 20 April 2011 (has links)
Η Οξεία λευχαιμία (ΟΛ) αποτελεί νεοπλασματικό, αιμοποιητικό νόσημα, που οφείλεται στον πολλαπλασιασμό και την επέκταση κυττάρων, που προέρχονται από τους λευχαιμικούς βλάστες. Η φυσική εξέλιξη του νοσήματος είναι η αντικατάσταση των φυσιολογικών κυττάρων του αιμοποιητικού ιστού από τους απόγονους των λευχαιμικών βλαστών και θάνατος, λόγω των επιπλοκών της έλλειψης των ώριμων αιμοποιητικών κυττάρων, όπως λοιμώξεις, αναιμία και αιμορραγία. Θεραπευτικά για την αντιμετώπιση της ΟΛ χρησιμοποιούνται σχήματα χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας, που έχουν σαν σκοπό την καταστροφή των λευχαιμικών βλαστών και την αποκατάσταση της φυσιολογικής αιμοποίησης. Συχνά η ΟΛ, ιδιαίτερα σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας, εμφανίζεται ταυτόχρονα με δυσπλαστικές διαταραχές των αιμοποιητικών κυττάρων που ωριμάζουν ή εξελίσσεται σε μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο μετά από χημειοθεραπεία. Από την βιβλιογραφία είναι γνωστό ότι, τόσο η ΟΛ μπορεί να είναι στάδιο εξέλιξης των μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων και κατά συνέπεια μετά τη θεραπεία της ΟΛ επανέρχεται η δυσπλαστική κατάσταση της αιμοποίησης, όσο ότι η χημειοθεραπεία καθαυτή μπορεί να προκαλέσει μυελοδυσπλασία. Είναι σημαντική η διάγνωση των πρωτοπαθών μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων που εξελίσσονται σε ΟΛ, ως προς την πρόγνωση των ασθενών, αλλά και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Επίσης, είναι σημαντική η διάκριση ομάδων ασθενών που θα αναπτύξουν δυσπλασία μετά από χημειοθεραπεία, σε σχέση με αυτούς που δεν θα αναπτύξουν και ως προς την πρόγνωση και ως προς τη θεραπευτική αντιμετώπιση. Μέχρι σήμερα, κατά την εμφάνιση της ΟΛ η διάγνωση υποκείμενης μυελοδυσπλασίας είναι δύσκολη και στηρίζεται σε μορφολογικά χαρακτηριστικά των ώριμων κυττάρων και στην παρουσία ορισμένων κυτταρογενετικών διαταραχών. Η διάκριση ομάδων που θα αναπτύξουν δυσπλασία μετά από χημειοθεραπεία είναι αδύνατη. Σκοπός της μελέτης ήταν να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων πρωτοκόλλων στο λογισμικό της κυτταρομετρίας ροής, που θα διευκολύνουν τη διάγνωση πρωτοπαθών δυσπλαστικών συνδρόμων κατά την εμφάνιση της ΟΛ, αλλά και θα διακρίνουν τις ομάδες που μπορούν να αναπτύξουν δυσπλασία μετά από θεραπεία. Για τον σκοπό αυτό, παρακολουθήσαμε την έκφραση χαρακτηριστικών αντιγονικών συνδυασμών, που εκφράζονται σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης των φυσιολογικών κυττάρων, παράλληλα με την έκφραση των αντιγόνων των βλαστών. Τα δεδομένα αυτά μελετήθηκαν, τόσο κατά την εμφάνιση της ΟΛ, όσο και κατά τη παρακολούθηση της. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με συστήματα ταυτόχρονης ανάλυσης και συσχέτισης 15-20 παραμέτρων, με σκοπό τον καθορισμό συσχετισμών που θα έχουν διαγνωστική και προγνωστική σημασία για τους ασθενείς με ΟΛ. Τα αποτελέσματα του ανοσοφαινοτύπου αναλύθηκαν, επιπλέον, με το λογισμικό πακέτο στατιστικής ανάλυσης SPSS 16.0. Για τους σκοπούς της μελέτης αναλύθηκαν αναδρομικά τα αποτελέσματα της κυτταρομετρίας ροής στο μυελό των οστών 148 ασθενών με ΟΜΛ κατά την εμφάνιση της νόσου, κατά την διάρκεια και μετά από θεραπεία. Αναλύθηκε η έκφραση των αντιγόνων CD11b/CD16/CD13 σε όλα τα στάδια ωρίμανσης της μυελικής σειράς, ενώ η έκφραση των αντιγόνων CD34/CD117 μόνο στα άωρα κύτταρα. Τα ευρήματα του ανοσοφαινοτύπου συγκρίθηκαν με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων μυελών των οστών. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, η έκφραση των αντιγόνων CD11b και CD13 στα μεταμυελοκύτταρα και ουδετερόφιλα των ασθενών διακρίνει αποτελεσματικά τους ασθενείς με de novo ΟΜΛ σε σχέση με αυτούς που εμφάνισαν ΟΜΛ μετά από ΜΔΣ. Στους ασθενείς με de novo ΟΜΛ η έκφραση των αντιγόνων CD11b, CD13, CD16 δεν διέφερε κατά την εμφάνιση της ΟΛ στους υποπληθυσμούς των προμυελοκυττάρων, μυελοκυττάρων, μεταμυελοκυττάρων και ουδετερόφιλων μεταξύ των ασθενών που κατά ή μετά την θεραπεία εμφάνισαν μυελοδυσπλασία, σε σχέση με αυτούς που δεν εμφάνισαν. Επίσης, η θετική συν- έκφραση των αντιγόνων CD34/CD117 στους λευχαιμικούς βλάστες κατά την εμφάνιση δεν συσχετίζονταν με την εμφάνιση ΜΔΣ μετά την θεραπεία. Αντίθετα, η υψηλή έκφραση του λευχαιμικού φαινοτύπου CD34+/CD117- στα άωρα κύτταρα της μυελικής σειράς κατά την εμφάνιση της ΟΜΛ, έδειξε ότι σχετίζεται με την εμφάνιση μυελοδυσπλαστικών χαρακτηριστικών μετά τη θεραπεία. Η ανάλυση των ανοσοφαινοτύπων του μυελού των οστών κατά ή μετά την θεραπεία έδειξε παθολογική έκφραση CD11b, CD13, CD16 στα μεταμυελοκύτταρα και ουδετερόφιλα των ασθενών που εμφάνισαν ΜΔΣ μετά θεραπεία για de novo ΟΜΛ και ασθενών (5/17) που δεν εμφάνισαν ΜΔΣ. Συμπερασματικά, η έκφραση των αντιγόνων CD11b, CD16 και CD13 στα ώριμα κύτταρα της μυελικής σειράς κατά την εμφάνιση της ΟΜΛ διαχωρίζει αποτελεσματικά την de novo ΟΜΛ από την δευτεροπαθή μετά ΜΔΣ. Η έκφραση αυτών των αντιγόνων κατά την εμφάνιση της ΟΜΛ δεν μπορεί, όμως, να προβλέψει την εξέλιξη της de novo ΟΜΛ και την εμφάνιση δυσπλαστικών χαρακτηριστικών μετά τη θεραπεία. Αντιθέτως, η μελέτη των λευχαιμικών φαινοτύπων CD34+/CD117- και CD34+/CD117+ μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρόγνωση της εμφάνισης μυελοδυσπλαστικών χαρακτηριστικών κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία του ασθενούς. / --
22

Ανίχνευση μεταλλάξεων στο γονίδιο FGFR 1, στο γονίδιο GPR54, και στο γονίδιο της Prokineticin 2 και του υποδοχέα της Prokineticin receptor 2 σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH (ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό και σύνδρομο Kallmann) και διερεύνηση της παρουσίας μεταλλαγών στο γονίδιο KAL1 σε ασθενείς με αγενεσία/δυσγενεσία νεφρού

Βαρνάβας, Πέτρος 05 August 2014 (has links)
Εισαγωγή: Το σύνδρομο της μεμονωμένης ανεπάρκειας της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (IGD) χαρακτηρίζεται από μεμονωμένη λειτουργική ανεπάρκεια της υποθαλαμικής παραγωγής ή/και έκκρισης της GnRH οδηγώντας σε μεμονωμένη ανεπάρκεια των γοναδοτροπινών με φυσιολογική λειτουργικότητα των υπολοίπων υποφυσιακών ορμονών. Η συνύπαρξη IGD και ανοσμίας αναφέρεται ως σύνδρομο Kallmann (ΣΚ), ενώ η απουσία οσφρητικής διαταραχής αναφέρεται ως ιδιοπαθής υπογοναδοτροφικός υπογοναδισμός (ΙΥΥ). Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η περιγραφή των φαινοτυπικών χαρακτηριστικών ασθενών με μεμονωμένη ανεπάρκεια GnRH (ΙΥΥ και ΣΚ), η διερεύνηση της ύπαρξης μεταλλάξεων στα γονίδια KAL1, FGFR1 (υποδοχέας του αυξητικού παράγοντα των ινοβλαστών 1), PROK2 (προκινετισίνη 2), PROKR2 (υποδοχέας της προκινετισίνης 2) και GPR54 (KISS1R: υποδοχέας της κισσπεπτίνης) στους ασθενείς αυτούς, καθώς και η συσχέτιση μεταξύ του γονότυπου των ασθενών και ειδικών κλινικών φαινοτύπων. Επίσης διερευνείται η παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL1 σε ομάδα φαινομενικά υγιών παιδιών με ετερόπλευρη αγενεσία/δυσγενεσία νεφρού (ΕΝΑ), σε μια προσπάθεια καθορισμού της συχνότητας των μεταλλάξεων του γονιδίου KAL1 στην ΕΝΑ. Τέλος πραγματοποιείται in-vitro λειτουργικός έλεγχος δύο σημειακών μεταλλάξεων του γονιδίου FGFR1 που επηρεάζουν το ίδιο αμινοξύ της πρωτεΐνης (R254W και R254Q), με στόχο τη συσχέτιση των in-vitro ευρημάτων με τον κλινικό φαινότυπο των ασθενών. Ασθενείς: Μελετήθηκαν συνολικά εξήντα έξι (66) ασθενείς με μεμονωμένη ανεπάρκεια GnRH (26 με ΣΚ και 40 με ΙΥΥ), στους οποίους πραγματοποιήθηκε μοριακός έλεγχος των γονιδίων KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 και GPR54. Επίσης μελετήθηκαν 13 παιδιά (ηλικίας κάτω των 15 ετών) στα οποία υπήρχε απεικονιστικά επιβεβαιωμένη συγγενής ετερόπλευρη νεφρική αγενεσία/δυσγενεσία, η οποία δεν παρατηρήθηκε στα πλαίσια γνωστού συνδρόμου και τα οποία ελέχθησαν για την παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL1. Μέθοδοι: Η μεθοδολογία του μοριακού γονιδιακού ελέγχου περιλάμβανε την απομόνωση DNA γονιδιώματος από δείγμα ολικού αίματος, τον εκλεκτικό πολλαπλασιασμό των εξονίων των υπό μελέτη γονιδίων με την αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR amplification) και τον προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA στα προϊόντα της PCR (DNA sequencing). Ο in-vitro λειτουργικός έλεγχος των δύο μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα FGFR1 (R254W και R254Q) περιλάμβανε την μελέτη της σηματοδοτικής δραστηριότητας του υποδοχέα κατόπιν διέγερσής του από τον προσδέτη FGF2, καθώς και τον προσδιορισμό των επιπέδων έκφρασης των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα FGFR1, τα οποία συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα του φυσιολογικού υποδοχέα (WT=wild type). Η μετάδοση σήματος του υποδοχέα FGFR1 αξιολογήθηκε με την τεχνική ανίχνευσης δραστηριότητας του γονιδίου αναφοράς της λουσιφεράσης. Η μέτρηση των επιπέδων της ολικής έκφρασης του FGFR1 πραγματοποιήθηκε με την τεχνική της ανάλυσης πρωτεϊνών με ηλεκτροφόρηση σε πήκτωμα πολυακριλαμιδίου, ακολουθούμενη από την τεχνική της ανάλυσης κατά Western. Η εκτίμηση της ενδοκυττάριας ωρίμανσης του πρωτεϊνικού μορίου του υποδοχέα FGFR1 έγινε μέσω ενζυμικής πέψης της γλυκοπρωτεΐνης με ενδογλυκοσιδάσες, ενώ ο υπολογισμός των επιπέδων έκφρασης του FGFR1 στην κυτταροπλασματική μεμβράνη έγινε με την πρόσδεση ραδιοσημασμένου αντισώματος (radiolabelled antibody binding assay). Αποτελέσματα: Εκ του μοριακού γονιδιακού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στους ασθενείς με IGD εντοπίσθηκαν πέντε διαφορετικές μεταλλάξεις στο γονίδιο KAL1 σε τρεις άρρενες ασθενείς με σύνδρομο Kallmann (Ε514Κ, Α660Τ, Ε37Κ, T235S, έλλειψη εξονίων 5-10), καθώς και μια σημειακή μετάλλαξη στο γονίδιο FGFR1 (R254W) σε έναν άρρενα ασθενή με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό. Εκ του in-vitro λειτουργικού ελέγχου των δύο σημειακών μεταλλάξεων του γονιδίου FGFR1 (R254W και R254Q) που μελετήθηκαν, προέκυψε ότι η μέγιστη σηματοδοτική δραστηριότητα για τη μεταλλαγμένη μορφή του υποδοχέα R254W παρουσιάζει μείωση κατά 45% σε σύγκριση με τον wild-type υποδοχέα (p<0.01), ενώ η μέγιστη απάντηση της μεταλλαγμένης μορφής R254Q μειώνεται κατά 15% σε σχέση με το wild-type υποδοχέα, διαφορά που δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική. Ωστόσο και οι δυο μεταλλαγμένες μορφές R254W και R254Q εμφανίζουν ελαττωμένα επίπεδα ολικής έκφρασης (40% και 30% μείωση σε σχέση με τον wild-type, αντίστοιχα), ενώ η πρωτεϊνική ωρίμανση δεν φαίνεται να επηρεάζεται. Τέλος η έκφραση των μεταλλαγμένων μορφών R254W και R254Q επί της κυτταρικής επιφάνειας παρουσιάζεται σημαντικά ελαττωμένη (35%, p<0.01 και 15%, p<0.05, αντιστοίχως). Εκ του μοριακού γονιδιακού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στους ασθενείς με ΕΝΑ βρέθηκε μετάλλαξη του KAL1 σε έναν ασθενή 12 ετών, ο οποίος εμφάνιζε συνοδό ανοσμία, συγκινησία άνω άκρων και κρυψορχία. Στον ασθενή αυτόν τέθηκε η γενετική διάγνωση του ΣΚ και αργότερα υποβλήθηκε σε έγκαιρη έναρξη θεραπευτικής αγωγής. Συμπεράσματα: Το ποσοστό των γνωστών μεταλλάξεων που έχουν εντοπισθεί στους ασθενείς με IGD του Ελλαδικού χώρου είναι πολύ μικρό και επομένως παραμένει πρόσφορο το πεδίο για περαιτέρω έρευνα προς την κατεύθυνση της διευκρίνησης της μοριακής αιτιοπαθογένειας της νόσου. Η σύγκριση φαινότυπου-γονότυπου των ασθενών με σύνδρομο Kallmann υποδεικνύει ότι η παρουσία συνοδού ετερόπλευρης αγενεσίας νεφρού αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη μεταλλαγών στο γονίδιο KAL1. Η ανεύρεση μεταλλάξεων του γονιδίου KAL1 σε παιδιά με ΕΝΑ έχει διττή σημασία· αφενός επιβεβαιώνει την εμπλοκή της ανοσμίνης-1 (του προϊόντος του γονιδίου KAL1) στην οργανογένεση του νεφρού και αφετέρου οδηγεί στην πρώιμη διάγνωση του ΣΚ. Ο μοριακός έλεγχος του γονιδίου KAL1 σε παιδιά με ΕΝΑ συστήνεται επί συνύπαρξης και άλλων κλινικών σημείων του ΣΚ (ανοσμία, κινήσεις καθρέπτη, κρυψορχία, μικροφαλλία) ή ανάδειξης οικογενειακού ιστορικού υπογοναδισμού και ανοσμίας. Ο συγκριτικός λειτουργικός έλεγχος δύο μεταλλάξεων του FGFR1 που επηρεάζουν το ίδιο αμινοξύ (R254W, R254Q) αναδεικνύει την απώλεια της λειτουργικότητας των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα in-vitro. Αν και από τον in-vitro λειτουργικό έλεγχο προκύπτει ότι η μετάλλαξη R254W είναι πιο σοβαρή από τη μετάλλαξη R254Q, ωστόσο δεν παρατηρείται συσχέτιση του βαθμού της απώλειας της in-vitro λειτουργικότητας των μεταλλαγμένων μορφών του υποδοχέα με τον κλινικό φαινότυπο των ασθενών που φέρουν αυτές τις μεταλλάξεις. / Background: Isolated GnRH deficiency (IGD) is characterized by a functional deficit of GnRH production or secretion in the hypothalamus resulting in the loss of pulsatile secretion of GnRH and in impaired gonadotropin release, in the setting of otherwise normal anterior pituitary anatomy and function and in the absence of secondary causes of hypogonadotropic hypogonadism (HH). Kallmann syndrome (KS) is characterized by the association of IGD and anosmia, whereas patients with normal olfactory function are referred as having normosmic Idiopathic Hypogonadotropic Hypogonadism (nIHH). Objective: The objective of the study was to describe the different patients phenotypes with IGD (KS and nIHH), to identify mutations in the KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes and to correlate specific phenotypes with the patients genotypes. We also studied the presence of KAL1 mutations in young children with unilateral renal agenesis/dysgenesis, in order to determine the incidence of KAL1 gene mutations in this population. In addition, we attempted to define the in vitro functionality of two FGFR1 mutants (R254W and R254Q), resulting from two different amino acid substitutions of the same residue, and to correlate the in vitro findings to the patients phenotypes. Patients: A total of 66 patients with IGD (26 with KS and 40 with nIHH) were included in this study and mutation analysis of KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes was performed for this group of patients. We also studied 13 children (up to the age of 15) with unilateral renal agenesis/dysgenesis, confirmed by imaging studies. Mutation analysis of KAL1 gene was performed for the later group of patients. Methods: Gene mutation analysis methodology included DNA extraction, polymerase chain reaction amplification, and DNA sequence analysis of all exons of the KAL1, FGFR1, PROK2, PROKR2 and GPR54 genes. The in-vitro functional studies of two FGFR1 mutants (R254W and R254Q) included evaluation of the mutant signaling activity and the expression levels, which were compared to the wild type (WT) receptor signaling activity and expression. Signaling activity was determined by a FGF2/FGFR1dependent transcription reporter assay. Receptor total expression levels were assessed by Western blot assay and receptor cell surface expression was measured by radiolabelled antibody binding assay. Results: We identified 5 different mutations in KAL1 gene in three unrelated male patients with KS (Ε514Κ, Α660Τ, Ε37Κ, T235S, deletion of exons 5-10 of KAL1 gene with STS gene deletion) and one point mutation in FGFR1 gene (R254W) in a male patient with nIHH. The in-vitro functional studies of the two FGFR1 mutants (R254W and R254Q) showed that R254W maximal receptor signaling capacity was reduced by 45% (p<0.01), while maximal signaling of R254Q was also reduced (−15%) but the reduction was not statistically significant relative to WT. However, both mutants displayed diminished total protein expression levels (40% and 30% reduction relative to WT, respectively), while protein maturation was unaffected. Accordingly, cell surface expression levels of the mutant receptors were also significantly reduced (35% p<0.01 and 15% p<0.05, respectively). Sequence analysis of KAL1 gene in the group of patients with unilateral renal agenesis/dysgenesis revealed genetic defects in KAL1 gene in a 12 year old child with associated anosmia, bimanual synkinesis of upper limbs and cryptorchidism. The genetic diagnosis of Kallmann syndrome was established in this case, enabling a prompt therapeutic intervention for puberty induction at a later stage. Conclusions: Up to date very few mutations have been described in patients with IGD in the Greek population and the genetic causes of IGD still remains unclear in the majority of cases, pointing out the importance of further studies for determining the molecular pathogenesis of the disease. The phenotype of renal agenesis/dysgenesis strongly indicates the existence of KAL1 gene defects in the genotype of patients with sporadic KS, providing evidence for the X-linked mode of inheritance and offering the opportunity for genetic counseling. The detection of KAL1 gene mutations in children with unilateral renal agenesis (URA) not only confirms the involvement of anosmin-1 (the product of KAL1 gene) in kidney organogenesis, but it can also lead to an early prepubertal diagnosis of KS. Sequence analysis of KAL1 gene in patients with URA is recommended in those cases with associated clinical signs of KS (e.g. anosmia, mirror movements, cryptorchidism, microphallus) or with familial history of hypogonadism or/and anosmia. The comparative functional analysis of two FGFR1 mutations affecting the same residue (R254W, R254Q) in two unrelated patients with IGD showed that both are loss-of-function mutations and that a tryptophan substitution at R254 (R254W) is more disruptive to receptor structure than the more conserved glutamine substitution (R254Q). However, no clear correlation between the severity of in vitro loss-of-function and phenotypic presentation could be assigned.
23

Η μελέτη της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) και η συσχέτιση της με τις ορμονικές και μεταβολικές παραμέτρους

Βερβίτα, Βασιλική 09 October 2009 (has links)
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι ίσως η συχνότερη διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου είναι η υπερανδρογοναιμία και η χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, ενώ σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η αντίσταση στην ινσουλίνη έχει ένα σημαντικό ρόλο τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα του συνδρόμου. Στις γυναίκες τόσο η υπερινσουλιναιμία όσο και η υπερανδρογοναιμία σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Το PCOS σχετίζεται με αυξημένο καρδιοαγγειακό κίνδυνο, ενώ τόσο η αλλαγή τρόπου ζωής και η φαρμακολογική παρέμβαση έχει δειχθεί ότι βελτιώνει την υπερανδρογοναιμία και την υπογονιμότητα και ελαττώνει τον καρδιοαγγειακό κίνδυνο. Μαζί με τους κλασικούς καρδιοαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, αιμοδυναμικές και αιματολογικές μεταβλητές παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της αθηρωσκλήρυνσης. Η γλοιότητα του πλάσματος είναι σημαντική αιματολογική μεταβλητή και εξαρτάται απο μακρομόρια όπως το ινωδογόνο, οι ανοσοσφαιρίνες και οι λιποπρωτεϊνες. Ο σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να ερευνήσει τις μεταβολές της γλοιότητας του πλάσματος σε γυναίκες με PCOS και την συσχέτιση τους με την υπερανδρογοναιμία, την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η μελέτη συμπεριέλαβε 96 ασθενείς με PCOS και 72 γυναίκες με φυσιολογική έμμηνο ρύση ως ομάδα ελέγχου. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.243±0.670 mm2/s στην ομάδα ελέγχου (n=72), και 1.250±0.079 στιν γυναίκες με PCOS (n=96) (p=0.524). Η γλοιότητα του πλάσματος εμφάνισε σημαντική συσχέτιση με BMI (b=0.315, p=0.013), Ολικές Πρωτείνες (b=0.348, p=0.005), AUCIns (b=0.320, p=0.011). Στις γυναίκες με PCOS με αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-IR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.300 ± 0.055 mm2/s, ενώ στις γυναίκες με PCOS χωρίς αντίσταση στην ινσουλίνη (PCOS-ΝIR) η γλοιότητα του πλάσματος ήταν 1.231± 0.49 mm2/s (p=0.004). Στη συνέχεια χωρίσαμε όλες τις γυναίκες με PCOS σε 2 υποομάδες: αυτές με BMI<25 και αυτές με BMI>25. Η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.235±0.786mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI<25, και 1.273±0.756mm2/s στις γυναίκες με PCOS και BMI>25 (p=0.024). Σε νέες γυναίκες με PCOS η αύξηση της γλοιότητας του πλάσματος συσχετίσθηκε με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Συμπερασματικά στις νέες γυναίκες με PCOS η γλοιότητα του πλάσματος επιδεινώθηκε από την αντίσταση στην ινσουλίνη. Καθώς η αυξημένη γλοιότητα του πλάσματος είναι ένας πρώιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιοαγγειακή νόσο, ο κλινικός χειρισμός των νέων υπέρβαρων γυναικών με PCOS θα πρέπει πάντα να περιλαμβάνει μία μείωση του σωματικού τους βάρους και τη λελογισμένη και με προσοχή χρήση των αντισυλληπτικών δισκίων ως θεραπευτική προσέγγιση. / Polycystic ovary syndrome (PCOS) is the leading cause of anovulatory infertility in women. PCOS is characterized by hirsutism, anovulation, hyperandrogenemia and is also highly associated with obesity and insulin resistance. Insulin resistance plays a significant role, both as a cause and as a result of the syndrome. Both hyperinsulinemia and androgen excess in women is associated with increased cardiovascular risk. PCOS is linked to cardiovascular disease, while, altering lifestyle or pharmacological intervention has been shown to improve hyperandrogenism and infertility and reduce cardiovascular risk. Along with classic cardiovascular risk factors, hemodynamic and hemorheologic variables play an important role in the pathogenesis of atherosclerosis. Plasma viscosity is an important hemorheologic variable and is mainly determined by several macromolecules, including fibrinogen, immunoglobulins, and large lipoproteins. Our objective was to investigate plasma viscosity in women with PCOS. The acquired data were tested for association with hyperandrogenemia, obesity and insulin resistance in PCOS patients. The study included 96 young PCOS women and 72 healthy controls. Plasma viscosity was 1.243±0.670 mm2/s in the control group and 1.250±0.079 in PCOS women (p=0.524). Total protein (B=0.348, p=0.005), AUC for Insulin (B=0.320, p=0.011) and BMI (B=0.315, p=0.013) were proven to be significantly correlated to plasma viscosity. Plasma viscosity was significantly increased in PCOS women with Insulin Resistance (IR) compared to matched for age and BMI PCOS women without IR (1.300±0.055 mm2/s versus 1.231±0.049 mm2/s) (p=0.004). Then we divided all PCOS women in two separate groups, lean PCOS with BMI<25 and obese PCOS with BMI>25. Plasma viscosity was 1.235±0.786mm2/s in PCOS women with BMI<25, in the group of women was and 1.273±0.756mm2/s in PCOS women with BMI>25 (p=0.024). Young PCOS women presented a plasma viscosity which was increased by obesity and IR. In conclusion, young PCOS women presented a plasma viscosity which was deteriorated by IR. As increased plasma viscosity is an early risk factor for cardiovascular disease, clinical management of young overweight PCOS women with IR should always include a serious reduction in body weight and the use of oral contraceptive treatment with cautious.
24

Μελέτη του ρόλου των δενδριτικών κυττάρων του μυελού στη διαταραχή της αιμοποίησης που παρατηρείται σε ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο / The role of dendritic cells in the hematopoietic defect in patients with myelodisplastic syndrome

Micheva, Ilina 27 June 2007 (has links)
Το Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο (ΜΔΣ) αποτελεί νόσημα με διαταραχή σε επίπεδο αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου (stem cell) που χαρακτηρίζεται από μη αποδοτική αιμοποίηση και κυτταροπενίες του περιφερικού αίματος που περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες αιμοποιητικές σειρές. Διάφορες ανοσολογικές διαταραχές των ασθενών με ΜΔΣ, όπως, αυξημένη ευαισθησία σε βακτηριακές λοιμώξεις, αυτοάνοσα φαινόμενα και υψηλή συχνότητα κακοηθειών του λεμφικού ιστού, υποδεικνύουν αδυναμία των ασθενών με ΜΔΣ για ανοσολογική απάντηση, οι αιτίες των οποίων παραμένουν άγνωστες μέχρι σήμερα. Τα Δενδριτικά Κύτταρα (ΔΚ) είναι κύτταρα του ανοσολογικού μηχανισμού που προέρχονται από το μυελό των οστών. Ως αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα (APC), είναι εξειδικευμένα για τη πρόσληψη, επεξεργασία, μεταφορά και παρουσίαση του αντιγόνου στα Τ λεμφοκύτταρα. Στη παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε ανάλυση διαφορετικών ποσοτικών και λειτουργικών παραμέτρων των ΔΚ από ασθενείς με Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο, in vivo ή in vitro. Αρχικά διερευνήθηκε ο αριθμός, ο φαινότυπος, η ικανότητα ενδοκύττωσης και η αλλογενής διεγερτική δυνατότητα των ΔΚ, προερχόμενων από μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος (ΜοΔΚ) ασθενών με ΜΔΣ και υγιών μαρτύρων, σε διαφορετικά στάδια διαφοροποίησης. Τα μονοκύτταρα των ασθενών με ΜΔΣ χαρακτηρίστηκαν από μειωμένη ικανότητα διαφοροποίησης σε ΔΚ, λόγω του μειωμένου αριθμού των διαφοροποιημένων κυττάρων και τη χαμηλή έκφραση του CD1a αντιγόνου επιφανείας. Τα ΜοΔΚ των ΜΔΣ ασθενών παρουσίασαν χαμηλή έκφραση του υποδοχέα της μανόζης και μειωμένη ικανότητα ενδοκύττωσης. ΜοΔΚ των ΜΔΣ ασθενών επέδειξαν μειωμένη απάντηση ύστερα από διέγερση με TNF-α, καθώς η έκφραση των CD83, CD80 και CD54 αντιγόνων και η αλλοδιεγερτική ικανότητα ήταν μειωμένη, ενώ η επίδραση με LPS είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίσουν φαινοτυπικά χαρακτηριστικά και ικανότητα διέγερσης των Τ-κυττάρων, όμοια με τα ΜοΔΚ των φυσιολογικών μαρτύρων. Σε δύο από τους ασθενείς με σύνδρομο 5q-, σχεδόν όλα τα μονοκύτταρα και τα ΜοΔΚ περιείχαν τη χρωμοσωμική διαταραχή, υποδηλώνοντας την προέλευσή τους από τον παθολογικό κλώνο. Στη συνέχεια διερευνήθηκε το δυναμικό πολλαπλασιασμού και διαφοροποίησης των CD34+ προγονικών κυττάρων του μυελού ασθενών με ΜΔΣ σε δενδριτικά κύτταρα (CD34-ΔΚ) σε υγρή καλλιέργεια παρουσία κυτοκινών. Παράλληλα, έγινε ανάλυση των κυκλοφορούντων ΔΚ περιφερικού αίματος στους ίδιους ασθενείς. Τα CD34+ προγονικά κύτταρα παρουσίασαν χαμηλή δυνατότητα ανάπτυξης ΔΚ in vitro, καθώς ο αριθμός των παραγόμενων ΔΚ ανά CD34+ κύτταρο ήταν χαμηλότερος συγκριτικά με τα δείγματα των υγιών μαρτύρων. Παρά την αυξημένη απόπτωση των προγονικών κυττάρων του μυελού των ΜΔΣ ασθενών, η επιβίωση και ο πολλαπλασιασμός των CD34+ κυττάρων στην καλλιέργεια, δεν συσχετίστηκε με την απόπτωση και αποτελεί αξιοσημείωτη παρατήρηση. Φαινοτυπικά, τα CD34-ΔΚ των ΜΔΣ ασθενών δεν διέφεραν από τα ΔΚ που παρήχθησαν από τα CD34+ κύτταρα του μυελού των φυσιολογικών μαρτύρων καθώς επέδειξαν όμοια έκφραση των CD83, CD80, CD40, HLA-DR και CD54 αντιγόνων. Κυτταροεπιλεγμένα CD1a+ κύτταρα ασθενών είχαν όμοια διεγερτική ικανότητα αλλογενών Τ κυττάρων με τα CD34-ΔΚ των φυσιολογικών ατόμων. Το ποσοστό των κυκλοφορούντων μυελοειδών- και πλασματοκυτταροειδών- ΔΚ στους ασθενείς με ΜΔΣ ήταν σημαντικά μειωμένο συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες. Στους ασθενείς με 5q έλλειψη, τόσο τα CD34-ΔΚ, όσο και τα ΔΚ του αίματος, είχαν τη χρωμοσωμική ανωμαλία. Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η διαδικασία παραγωγής δενδριτικών κυττάρων από το μυελό (‘δενδριτοποίηση’) των ασθενών με ΜΔΣ, είναι μέρος της κλωνικής διαταραχής με αποτέλεσμα την μη αποδοτική παραγωγή ΔΚ από τα προγονικά κύτταρα του μυελού και το χαμηλό ποσοστό των κυκλοφορούντων πρόδρομων ΔΚ. Όλες οι ΔΚ υποομάδες προέρχονται από τον παθολογικό κλώνο και χαρακτηρίζονται από ποσοτικές και ποιοτικές ανωμαλίες. Το σύνολο αυτών των διαταραχών που παρατηρήθηκαν στα ΔΚ πολύ πιθανόν να συμβάλει στη διαταραγμένη ανοσολογική απάντηση έναντι παθογόνων οργανισμών, στην επιβίωση και στην επικράτηση του παθολογικού κλώνου, όπως επίσης και στην εμφάνιση αυτοάνοσων φαινομένων, που παρατηρούνται στους ασθενείς με ΜΔΣ. / Myelodysplastic syndrome (MDS) is a stem cell disorder characterized by ineffective hematopoiesis and blood cytopenias involving one or several myeloid lineages. Various immune disturbances in MDS such as increased susceptibility to bacterial infections, autoimmune phenomena and high incidence of lymphoid malignancies reveal an underlying defect of the immune response in MDS patients, the reasons for which still remain unclear. Dendritic cells (DCs) are bone marrow derived cells. As the most potent antigen presenting cells (APC), they are specialized for the uptake, processing, transport and presentation of Ag to T cells. In the present study different quantitative and functional parameters of DCs in patients with MDS were analyzed either in vivo or in vitro. The number, phenotype, endocytic ability, and allostimulatory capacity of DCs derived from peripheral blood monocytes (MoDCs) were investigated in patients with MDS and healthy controls at different stages of differentiation using the maturation stimuli-TNF-á and LPS. Monocytes in MDS showed low potential to differentiate into DCs, as determined by low cell yield and CD1a expression. MDS-MoDCs exhibited low expression of Mannose receptor and reduced endocytic capacity. When stimulated with TNF-á, MoDCs obtained from MDS patients showed a diminished response with low CD83, CD80 and CD54 expression and allostimulatory capacity, whereas in the presence of LPS MDS-MoDCs acquired phenotypic characteristics and ability to stimulate T-cells similar to MoDCs derived from controls. In two patients with 5q- syndrome the vast majority of both monocytes and MoDCs were positive for the 5q deletion, suggesting that they originate from the malignant clone. Second, we investigated the potential of bone marrow CD34+ progenitors in patients with MDS to proliferate and differentiate into DCs in a liquid cytokine supplemented culture system and also analyzed the status of blood DC subsets in those patients. CD34+ progenitors had low potential to generate DCs in vitro, as the number of DCs obtained from one CD34+ cell was significantly lower compared to controls. Interestingly, although the increased apoptotic level of bone marrow progenitors in MDS, the survival and proliferation of CD34+ cells in culture was not correlated to the degree of apoptosis. Phenotypically the MDS CD34-DCs did not differ from DCs obtained from normal BM CD34+ cells, exhibiting similar expression of CD83, CD80, CD40, HLA-DR, and CD54. FACsorted CD1a+ cells from MDS patients were as efficient stimulators of allogeneic T cells as normal CD34-DCs. The percentage of both circulating DC subsets, MDCs and PDCs in MDS patients was extremely diminished compared to controls. In cases with the 5q deletion both CD34-DCs and blood DCs harbor the cytogenetic abnormality. The results indicate that “dendritopoiesis” in MDS is affected by the transformation process resulting in ineffective production of DCs from bone marrow progenitors with low circulating blood precursors. All DC subsets were derived from the malignant clone and exhibited quantitative and qualitative abnormalities. This constellation of DCs defects probably contribute to the defective immune response against pathogens, escape and expansion of the malignant clone, as well as autoimmune phenomena, observed in MDS patients.
25

Μελέτη της συμβολής της απόπτωσης και της έκφρασης των heat shock proteins στη μη αποδοτική αιμοποίηση του μυελοδυσπλαστικού συνδρόμου και στην πρόοδο της νόσου

Μιχαλοπούλου, Σωτηρία 30 July 2008 (has links)
Το Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο (ΜΔΣ) αποτελεί μια ετερογενή ομάδα κλωνικών αιματολογικών διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό τη μη αποδοτική αιμοποίηση που οδηγεί σε ανθεκτικές κυτταροπενίες και συχνή εκτροπή προς Οξεία Λευχαιμία (ΟΛ). Η παράδοξη συνύπαρξη ενός πληθωρικού ή νορμοκυτταρικού μυελού των οστών και κυτταροπενιών στην περιφέρεια έχει αποδοθεί στην αυξημένη απόπτωση προγονικών και ώριμων αιμοποιητικών κυττάρων του μυελού των ασθενών αυτών. Παρ'όλ'αυτά, αιτιοπαθογενετική σχέση της υπέρμετρης απόπτωσης με την ανεπαρκή κλωνογόνο ικανότητα των προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων του μυελοδυσπλαστικού μυελού δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα. Αντίθετα, αδιαμφισβήτητη είναι η συσχέτιση της κατάργησης των μηχανισμών του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου στο προχωρημένο ΜΔΣ με την εκτροπή της νόσου προς ΟΛ. Η αυξημένη έκφραση αντιαποπτωτικών πρωτεϊνών όπως οι Bcl-2, Bcl-xL, IAPs, survivin έχει προταθεί ότι υποστηρίζει την πρόοδο της νόσου και την επακόλουθη λευχαιμική εξέλιξη. Οι Heat Shock Proteins αποτελούν θεμελιώδεις πρωτεΐνες, ως προς τις αποφάσεις των κυττάρων σχετικά με την επιβίωση ή το θάνατό τους. Η Hsp73, ένα σταθερά εκφραζόμενο μέλος, και οι Hsps 72 και 27, δύο ισχυρά επαγόμενες από ποικίλα στρεσσογόνα ερεθίσματα πρωτεΐνες, είναι τρεις από τις πιο σημαντικές Hsps εκδηλώνοντας πολυδιάστατη αντι-αποπτωτική δράση και παρέχοντας ισχυρή κυτταροπροστασία. Σε αρκετά είδη συμπαγών όγκων αλλά και αιματολογικών κακοηθειών έχει δειχθεί υπερέκφραση των Hsps, ενώ έχει προταθεί ακόμη και αιτιοπαθογενετική σχέση της διαταραχής της έκφρασης των πρωτεϊνών αυτών με την ογκογένεση. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η εκτίμηση του βαθμού της απόπτωσης στα προγονικά και ώριμα κύτταρα μυελού ασθενών με ΜΔΣ και η περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής συνεισφοράς του φαινομένου στην ανεπαρκή κλωνογόνο ικανότητα των προγονικών κυττάρων και, κατ' επέκταση, στη μη αποδοτική αιμοποίηση που χαρακτηρίζει το σύνδρομο. Εν συνεχεία, διερευνήθηκαν οι αποπτωτικές μεταβολές κατά την πρόοδο της νόσου οι οποίες συσχετίσθηκαν με την έκφραση των αντι-αποπτωτικών Heat Shock Proteins. Η έκφραση των Hsps 72, 27 & 73 μελετήθηκε υπό συνθήκες ηρεμίας (βασική έκφραση, ΒΕ), ενώ ελέγχθηκε η επαγωγιμότητα των Hsps 72 και 27 κατόπιν εφαρμογής θερμικού shock ή ο-αποπτωτικής διέγερσης με συνδυασμό κυτταροκινών (TNFα+IFNγ). Η προσδιοριζόμενη έκφραση των Hsps συσχετίσθηκε, κατόπιν, με την απόπτωση και το στάδιο της νόσου. Η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει την παρουσία αυξημένης απόπτωσης τόσο στα ώριμα CD34- όσο και στα προγονικά CD34+ κύτταρα του μυελού ασθενών με ΜΔΣ με αξιοσημείωτη ετερογένεια να διέπει τα αποτελέσματα ακόμη και μεταξύ ασθενών της ίδιας κατά FAB κατηγορίας νόσου. Τα επίπεδα ανιχνευόμενης απόπτωσης υπερείχαν σημαντικά στο μυελό των ασθενών με "πρώιμη" (RA και RARS) έναντι εκείνων με "προχωρημένη" (RAEB και RAEB-t) νόσο, ενισχύοντας τη θεωρία της κατάργησης των αποπτωτικών μηχανισμών κατά την πρόοδο της νόσου. Μετά από 24 ώρες υγρής καλλιέργειας, το ποσοστό των ανιχνευόμενων πρώιμων αποπτωτικών CD34+ κυττάρων μυελού ασθενών με ΜΔΣ μειώθηκε σημαντικά. Προκειμένου να διερευνηθεί η πραγματική συμβολή της απόπτωσης στη μη αποδοτική αιμοποίηση του ΜΔΣ in vitro, αποπτωτικά και μη αποπτωτικά προγονικά CD34+ φρέσκα κύτταρα μυελού διαχωρίστηκαν με τη μέθοδο του Κυτταροδιαχωρισμού ενεργοποιούμενου από φθορισμό και τοποθετήθηκαν σε βραχείας διάρκειας ημιστερεές καλλιέργειες, όπου ελέγχθηκε η σχετική κλωνογόνος ικανότητά τους. Τόσο τα αποπτωτικά όσο και τα μη αποπτωτικά CD34+ κύτταρα των ασθενών με ΜΔΣ επέδειξαν εξίσου ανεπαρκή ανάπτυξη in vitro, υποδεικνύοντας ότι η παρουσία απόπτωσης δεν επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά των κυττάρων στην καλλιέργεια. Η βασική ενδοκυττάρια έκφραση των αντιαποπτωτικών Hsps 27, 72 και 73 βρέθηκε σημαντικά αυξημένη στο μυελό ασθενών με ΜΔΣ. Η υπερέκφραση των Hsps αφορούσε κυρίως τα ολικά μονοπύρηνα κύτταρα του μυελού των ασθενών, ενώ τα προγονικά CD34+ κύτταρα δεν επέδειξαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα των υπό μελέτη πρωτεϊνών. Επιπλέον, η εφαρμογή θερμικού shock οδήγησε επιτυχώς στην επαγωγή των Hsps 27 και 72 στο μυελό ασθενών και μαρτύρων, προσεγγίζοντας όμως υψηλότερα τελικά επίπεδα έκφρασης στο μυελό των ασθενών. Tόσο η βασική όσο και η εκ θερμικού stress επαγόμενη έκφραση της Hsp72 βρέθηκε σημαντικά ενισχυμένη στα μονοπύρηνα κύτταρα του μυελού ασθενών με "προχωρημένου τύπου" ΜΔΣ, ενώ σημαντικά θετική συσχέτιση τεκμηριώθηκε μεταξύ της έκφρασης ηρεμίας των τριών Hsps και του ποσοστού των βλαστών του μυελού των ασθενών. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ενδεχόμενο ρόλο της υπερέκφρασης των Hsps στην ευνοϊκή επιλογή και εξάπλωση των κλωνικών κυττάρων και, συνεπακόλουθα, στην πρόοδο της νόσου. Η συνδυασμένη επίδραση κυτταροκινών σε κύτταρα φυσιολογικών μυελών οδήγησε σε σημαντική μείωση της έκφρασης της Hsp72, ενώ στο 36% των ασθενών παρατηρήθηκε αύξηση της έκφρασης της Hsp72. Τέλος, αρνητική ήταν η συσχέτιση της βασικής ή επαγόμενης έκφρασης των Hsps με την αυτόματη ή προκλητή απόπτωση σε ολικά ή προγονικά κύτταρα μυελού ασθενών με ΜΔΣ, επιβεβαιώνοντας τον κυτταροπροστατευτικό τους ρόλο. Συνοψίζοντας, τα ευρήματα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν την παρουσία αυξημένης απόπτωσης στο μυελό των ασθενών με ΜΔΣ, ιδιαίτερα πρώιμου τύπου. Τα πρώιμα αποπτωτικά προγονικά κύτταρα επιδεικνύουν δυνατότητα διαφυγής από τον κυτταρικό θάνατο και σχετική λειτουργική ανάνηψη κατά την απομάκρυνσή τους από το προαποπτωτικό μικροπεριβάλλον του μυελού. Εναλλακτικά, πρόκειται για κύτταρα που, εξ'αιτίας αποτυχίας του αποπτωτικού μηχανισμού να περατωθεί, υφίστανται "ατελή απόπτωση" και διασώζονται, φέροντα όμως δυνητικά ογκογόνες μεταλλάξεις. Η γενική αντίληψη, πάντως, που καθιστά την απόπτωση ως την αιτία της μη αποδοτικής αιμοποίησης του συνδρόμου κλονίζεται, καθώς αποπτωτικά και μη αποπτωτικά προγονικά κύτταρα διαθέτουν παρόμοια κλωνογόνο ικανότητα, in vitro; φαίνεται ότι επιπρόσθετες ενδογενείς ανωμαλίες περιορίζουν το κλωνογόνο δυναμικό αποπτωτικών και μη προγονικών κυττάρων. Η υπερέκφραση Hsps που τεκμηριώθηκε στο μυελό ασθενών με ΜΔΣ ενδεχομένως υποστηρίζει την διαδικασία κακοήθους εξαλλαγής μέσω της σιωπηρής συσσώρευσης μεταλλάξεων στα κύτταρα του κλώνου. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα των αντι-αποπτωτικών αυτών πρωτεϊνών θα μπορούσε να ευθύνεται για την προτεινόμενη ατελή απόπτωση των κυττάρων του μυελοδυσπλαστικού μυελού. Όπως προκύπτει από τη σημαντική συσχέτιση της έκφρασης των Hsps τόσο με το ποσοστό βλαστών όσο και με το στάδιο της νόσου, τα υπερεκφράζοντα ώριμα με τα αντίστοιχα προγονικά τους παθολογικά κύτταρα, ενέχοντας πλεονέκτημα επιβίωσης έναντι των φυσιολογικών στο προ-αποπτωτικό μικροπεριβάλλον του δυσπλαστικού μυελού, φαίνεται ότι επιλέγονται και επικρατούν κατά την πρόοδο της νόσου. Σε ένα τέτοιο υπόστρωμα αντίστασης στην απόπτωση ένα επιγενετικό συμβάν που αναστέλλει τη διαφοροποίηση ενδέχεται να πυροδοτήσει τη λευχαιμική εκτροπή. / Myelodysplastic syndrome comprises a heterogeneous group of clonal stem cell disorders characterized by ineffective hematopoiesis leading to refractory cytopenias and frequent evolution to acute myeloid leukemia (AML). The existing inconsistency between normal or hypercellular bone marrow and peripheral blood cytopenias remains a paradox that has been attributed to excessive intramedullary apoptosis. However, a causative relationship of apoptosis to the progenitor’s defective clonogenic growth has not been sufficiently demonstrated. On the other hand, it is widely accepted that abrogation of apoptotic control in advanced MDS favours the expansion of the malignant clone and contributes to the frequently observed evolution to acute myeloid leukaemia (AML). Enhanced expression of antiapoptotic proteins Bcl-2, Bcl-xL, IAPs, survivin has been proposed to contribute to elimination of apoptosis, disease progression and subsequent leukemic evolution. Heat Shock Proteins (Hsps) are fundamental for cell life and death decisions and essential for the coordination between proliferation, differentiation and apoptosis. Hsp73, one of the constitutively expressed Hsps, and Hsps 72 and 27, two strongly inducible by several stress stimuli proteins, are three of the most important Hsps. These three Hsps regulate programmed cell death by interfering with multiple key-regulatory points of the apoptotic cascade, acting as apoptosis inhibitors and conferring strong cytoprotection. Hsps 72 and 27 are overexpressed in a number of human cancers and haematological malignancies, while a causative relationship of these proteins to oncogenesis has even been proposed. The aim of our study was to determine the degree of programmed cell death in progenitor and mature bone marrow cells of MDS patients. Moreover, apoptosis' actual contribution to defective clonogenic capacity of MDS progenitors and, subsequently, to ineffective hematopoiesis in MDS was assessed. Furthermore, apoptosis modifications during disease progression were detected and correlated to the expression of antiapoptotic Hsps. Hsps 72, 27 and 73 intracellular expression was studied under conditions of tranquillity in bone marrow and progenitor cells of MDS patients, while the inducibility of Hsps 27 and 72 was further tested after application of an environmental type of stress (heat shock) and pro-apoptotic stimulation under combined cytokine treatment (TNFα+IFNγ). Finally, we determined an existing link between Hsps' levels, apoptosis and disease progression. Apoptosis was significantly augmented in both progenitor and mature bone marrow cell fractions from MDS patients. Apoptosis determined in the bone marrow of patients with "early" MDS (RA and RARS) significantly exceeded cell death levels detected in those with "advanced" (RAEB and RAEB-t) disease, supporting the theory of apoptosis' abrogation as the disease evolves. We should remark, however, that even inside the same FAB-category, a great heterogeneity existed in results. After 24 hours of liquid culture the percentage of early apoptotic progenitors in MDS BM significantly decreased. In order to determine apoptosis' actual contribution to defective clonogenic capacity of MDS progenitors, “apoptotic” and “non-apoptotic” bone marrow CD34+ cells were sorted by FACS (Fluorescence Activated Cell Sorting) and their differential clonogenic capacity was assessed in a short-term semisolid culture system. There was no correlation between apoptosis’ existence and culture performance, since non-apoptotic as well as apoptotic CD34+ bone marrow cells both exhibited similar defective growth. Basal intracellular expression of antiapoptotic Hsps 27, 72 and 73 was found significantly elevated in bone marrow cells of MDS patients. Hsps overexpression mainly involved total BMMC, while higher protein levels were also detected within patients’ progenitor bone marrow cells, but the differences noted did not attain statistical significance. Moreover, HS treatment provoked the effective induction of Hsps 27 and 72 in both MDS and normal subjects leading to the achievement of even higher final protein levels in the patients’ marrow, despite the already enhanced basal expression. Both basal and HS-induced Hsp72 expression were significantly enhanced in BMMC of MDS patients with advanced disease, while a positive correlation between all three Hsps basal expression and blast percentage was established in the patients' marrow. These findings suggest a probable role of Hsps overexpression in the favored selection and expansion of clonal cells, further hematopoiesis depression and disease progression. Combined pro-apoptotic treatment of normal BM cells caused a significant downregulation of Hsp72. On the contrary, BM cells from MDS patients responded by elevating the expression of cytoprotective Hsp72 in about 36% of cases. Finally, in accordance to the well-demonstrated cytoprotective role of Hsps, an inverse correlation was noted between spontaneous or induced apoptosis and Hsps basal or induced expression. In conclusion, our findings support the previous observations of increased apoptosis in MDS marrow, especially in "early" disease. Interestingly, early apoptotic MDS progenitors exhibit the potential to escape from apoptosis and even recover functionally, as shown in CFU-assays, when separated from the bone marrow microenvironment, the main source of pro-apoptotic signalling. Alternatively, these cells, due to intrinsic defects in cell death activated pathways, may undergo incomplete apoptosis and get rescued possibly carrying, though, potentially transforming mutations. However, apoptosis does not seem to be the only cause of impaired clonogenic growth in MDS, as apoptotic and non-apoptotic progenitors exhibit similar patterns of growth, both defective compared to normal. Apparently, additional intrinsic abnormalities limit the clonogenic potential of apoptotic and non-apoptotic progenitors. Augmented Hsps expression established in MDS marrow may support the underlying transformation process through the suppression and silent gathering of mutations, probably promoting viability and growth of otherwise mutant cells. Moreover, increased levels of anti-apoptotic Hsps may account for the proposed incomplete apoptosis of MDS marrow cells. Hsps appear to provide resistance against spontaneous or induced apoptosis to the overexpressing cell population. Hsps' positive correlation to blast count and disease stage implies that the overexpressing mature cells along with their abnormal progenitors, encompassing a survival advantage over normal cells in the pro-apoptotic MDS marrow, get selected and expanded during disease progression. On such a background of non-susceptibility to apoptosis a secondary event blocking differentiation could lead to leukaemic transformation.
26

Ανοσολογικό προφίλ πρόωρων νεογνών με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας

Θωμάς, Ιάσων 05 January 2011 (has links)
Το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ΣΑΔ) είναι ένα από τα συνηθέστερα προβλήματα και η κύρια αιτία θανάτου σε πρόωρα νεογνά. Παρά τη μείωση της νοσηρότητας και θνητότητας μετά την εισαγωγή της χρήσης εξωγενούς επιφανειοδραστικού παράγοντα στη θεραπεία του ΣΑΔ, υπάρχουν περιπτώσεις νεογνών που όχι μόνο δεν παρατηρείται βελτίωση, αλλά εμφανίζεται αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης πνευμονικής αιμορραγίας. Η φλεγμονή, όχι μόνο τοπική αλλά και συστηματική, παίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια του ΣΑΔ. Για να καθορίσουμε το ανοσολογικό προφίλ και την κατεύθυνση της πόλωσης της ανοσολογικής απόκρισης, μετρήσαμε με Cytometric Bead Array τις κυτταροκίνες type 1 (IL-2, TNF-α, IFN-γ) και type 2 (IL-4, IL-5, IL-10) 47 πρόωρων νεογνών με ΣΑΔ, και μιας ομάδας ελέγχου 30 υγειών, κατάλληλων για την ηλικία κύησης, τελειόμηνων νεογνών. Τα επίπεδα IL-6 και TGF-β1 ορού μετρήθηκαν με ELISA. Τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν κατά τη γέννηση (αίμα ομφάλιου λώρου) τόσο από τα πρόωρα νεογνά όσο κι από την ομάδα ελέγχου, και από νεογνά που έλαβαν επιφανειδραστικό παράγοντα και από εκείνα που εμφάνισαν πνευμονική αιμορραγία. Αξιοσημείωτη αύξηση στα επίπεδα όλων των κυτταροκινών παρατηρήθηκε τη στιγμή της γέννησης (p <0.05, εκτός των IL-5 και TNF-α). Η type 1 αυτή ‘’πόλωση’’ του ανοσοποιητικού συστήματος δεν επηρεάστηκε από την ηλικία κύησης, και παρέμεινε η ίδια ακόμη και μετά τη χορήγηση επιφανειοδραστικού παράγοντα (ανεξαρτήτως προέλευσης). Ωστόσο, τα νεογνά που εμφάνισαν πνευμονική αιμορραγία και είχαν χειρότερη πρόγνωση, εμφάνισαν διαφορετικό ανοσολογικό προφίλ στο οποίο κυριαρχούν οι προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες. Η type 1 ‘’πόλωση’’ διατηρήθηκε, αλλά εμφανίζεται πιο έντονη. Τα επίπεδα των IL-10 και TGF-β1 στον ορό αυτών των νεογνών είναι μειωμένα. Ο ρόλος της φλεγμονής στην εξέλιξη του ΣΑΔ είναι φανερός. Τα πρόωρα νεογνά με ΣΑΔ εμφανίζουν μια έντονη type 1 ‘’πόλωση’’ του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία παραμένει ανεξαρτήτως της θεραπευτικής αγωγής που χορηγείται και ενισχύεται όταν οι πιθανές επιπλοκές εμφανιστούν. / Respiratory distress syndrome (RDS) is one of the most common problems and the leading cause of death in premature infants. Although the introduction of surfactant treatment for RDS management was beneficial lowering mortality and morbidity, some neonates do not improve, while others are at increased risk for pulmonary hemorrhage. Inflammation, not only local but also systemic, plays an important role in the pathogenesis of RDS. In order to determine the immunological profile and direction of polarization of immune response, we used Cytometric Bead Array to measure type 1 (IL-2, TNF-α, IFN-γ) and type 2 (IL-4, IL-5, IL-10) cytokines of forty-seven premature infants with established RDS, and a control group of 30 healthy, appropriate for gestational age, full-term neonates. Serum IL-6 and TGF-β1 levels were measured by ELISA. Blood samples were obtained at time of delivery (cord blood) for both premature and control group, and from neonates who received surfactant treatment and those who developed pulmonary hemorrhage. A remarkable increase to all cytokine levels was noted at time of delivery (p <0.05, except for IL-5 and TNF-α). This type 1-polarized immunological pattern was not affected by gestational age, and remained the same even after surfactant administration (irrespective of extract’s origin). However, neonates who developed pulmonary hemorrhage and had worse final outcome, presented different cytokine profile in which pro-inflammatory cytokines prevail. Type 1 polarization was maintained, though more intense; serum IL-10 and TGF-β1 levels appeared suppressed in these newborns. Overall, the role of inflammation in the progress of neonatal RDS is evident. Premature infants with established disease present a strong type 1 polarization, which persists irrespective of treatment provided, and is amplified when possible complications appear.
27

Νοσηρότητα μετά από ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις

Σπίνος, Παναγιώτης 28 February 2013 (has links)
Η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου μετά από ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στις ανεπτυγμένες χώρες κυμαίνεται από 40% έως 80% κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τραυματισμό. Ωστόσο, σχεδόν το 50% των ασθενών αναφέρουν συμπτώματα έως και 3 μήνες μετά και το 10-15% από αυτούς για περισσότερο από ένα χρόνο. Οι ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και το μεταδιασεισικό σύνδρομο αποτελούν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, μιας και το ποσοστό επαγγελματικής ανικανότητας που οφείλεται σε αυτά εκτιμάται από 12% για 2 μήνες έως και 20% για 1 χρόνο, με τον αντίστοιχο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά και να εκτιμηθεί η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου σε έναν ενήλικο ελληνικό πληθυσμό, ταυτόχρονα με την καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων και των παραμέτρων που αφορούν αποκλειστικά στις ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα. Υλικό-Μέθοδοι: Η προοπτική αυτή μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, στη Δυτική Ελλάδα. Η συλλογή των ασθενών με ελαφρά κρανιοεγκεφαλική κάκωση ξεκίνησε τον Μάιο του 2006 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2008. Πεντακόσιοι τριάντα εννέα ασθενείς με ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κεφαλής συμπεριλήφθηκαν με τυχαία διαλογή στην μελέτη. Συνολικά, 223 ασθενείς (223/539: 41,5%) (άνδρες 63% και γυναίκες 37%) πληρούσαν τα κριτήρια του "Colorado Medical Society Guidelines" για τον καθορισμό της διάσεισης, με μέση ηλικία τα 30 έτη (εύρος: 18.5-57.5). Η παρακολούθηση των ασθενών συνεχίστηκε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων στους 1, 3 και 6 μήνες μετα-τραυματικά, οπότε ρωτήθηκαν εάν εμφάνισαν οποιοδήποτε από τα κοινά μεταδιασεισικά συμπτώματα (ICD-10 κριτήρια). Αποτελέσματα: Το ποσοστό του μεταδιασεισικού συνδρόμου στο τέλος του πρώτου, του τρίτου και του έκτου μήνα μετά τον τραυματισμό υπολογίστηκε σε 10,3%, 6%, και 0,9%, αντίστοιχα, δηλαδή 4-8 φορές μικρότερο σε σχέση με τις άλλες μελέτες. Το μεταδιασεισικό σύνδρομο βρέθηκε να είναι συχνότερο μεταξύ των γυναικών (17%) και μεταξύ των ατόμων με αιμορραγική διάθεση (26%), σε σύγκριση με τους άνδρες και τους ασθενείς χωρίς διαταραχές πήξεως, αντίστοιχα. Επιπλέον, το μεταδιασεισικό σύνδρομο παρατηρήθηκε σε υψηλότερα ποσοστά σε ανθρώπους που υπέστησαν επίθεση ή κακοποίηση, σε σύγκριση με άλλου είδους ατυχήματα καθώς και σε ασθενείς με μετατραυματική ανοσμία. . Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας βρίσκονται σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες άλλων ανεπτυγμένων χωρών, όπου η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου ήταν αξιοσημείωτα υψηλή. Οι πολιτιστικές διαφορές όσον αφορά στα προσδοκώμενα συμπτώματα μετά την κάκωση, οι διαφορές στο νομικό πλαίσιο και το ασφαλιστικό καθεστώς μεταξύ των χωρών και η έλλειψη αξίωσης αποζημίωσης, θα μπορούσαν να εξηγήσουν το χαμηλό ποσοστό των χρόνιων συμπτωμάτων στους Έλληνες. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη προοπτική μελέτη για τον καθορισμό της επίπτωσης του μεταδιασεισικού συνδρόμου σε Έλληνες ενήλικες και η πρώτη που καταγράφει δημογραφικά στοιχεία και παραμέτρους που να αφορούν αποκλειστικά στις ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τα συμπεράσματα αυτά , εάν επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες σειρές, θα μπορούσαν να εγείρουν ερωτήματα , όπως π.χ. ποιοι ασθενείς πάσχουν πραγματικά και εάν θα μπορούσε να αποφευχθεί η απουσία τους από την εργασία, μιας και το κόστος της χαμένης παραγωγικότητας λόγω του μεταδιασεισικού συνδρόμου στις ανεπτυγμένες χώρες φαίνεται να είναι ιδιαίτερα υψηλό. / The prevalence of postconcussion syndrome following mild traumatic brain injury in developed countries varies from 40% to 80% during the first weeks after injury. However, as many as 50% of patients report symptoms for up to 3 months and 10-15% of them for more than a year. Mild head injuries and postconcussion syndrome represent a very serious public health issue, as estimates of occupational disability range from 12% at 2 months to 20% at 1 year, with severe concomitant social and financial impact. The objective of this study is to determine the characteristics and estimate the prevalence of postconcussion syndrome in an adult Greek population and to reveal demographics and injury characteristics concerning exclusively mild head injuries in the same cohort. Material-Methods: This prospective study was undertaken in the University Hospital of Patras in Western Greece. Recruitment of patients with mild traumatic brain injury began on May 2006 and finished on May 2008. Five hundred and thirty nine patients (539) with mild head injury were randomly recruited. Overall, 223 patients (223/539: 41,5%) (male 63% and female 37%) met the inclusion criteria of the ΄΄Colorado Medical Society Guidelines΄΄ for concussion, with median age 30 years (range: 18.5-57.5). The patients had a follow-up through telephone interviews at 1, 3 and 6 months post-injury and were asked about having any of the common postconcussion symptoms (ICD-10 criteria). Results: The rate of postconcussion syndrome at the end of the first, third and sixth month post-injury, was estimated at 10.3%, 6%, and 0.9%, respectively, which was 4-8 time less than other studies. Postconcussion syndrome was found to be more frequent among women (17%) and among individuals with bleeding diathesis (26%), compared with men and patients without clotting disorders, respectively. In addition, postconcussion syndrome affected in higher rates people who sustained assaults in comparison with other types of accident and was also more frequent among patients with posttraumatic anosmia. Conclusions: Our results are in contrast with previous studies in other developed countries, where the prevalence of the postconcussion syndrome was remarkably higher. The cultural differences regarding symptom expectation and the lack of compensation might explain the low rate of chronic symptoms in Greeks. To our knowledge, this is the first prospective study to estimate the prevalence of postconcussion syndrome among Greek adults and also the first trial in recording demographics and injury characteristics concerning exclusively mild head injuries in the same cohort. If further studies confirm our results in the future, reasonable queries could emerge, such as which patients really do suffer and whether their absence from work could have been avoided, as the cost of the lost productive work time after mild head injuries is extremely high.
28

Συγκριτική μελέτη της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y (BPDRYGBP) και της επιμήκους γαστρεκτομής (SG) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο

Τσώλη, Μαρίνα 09 July 2013 (has links)
Η χολοπαγκρεατική εκτροπή αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο της βαριατρικής χειρουργικής όσο αφορά την απώλεια του βάρους και την υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, συνοδεύεται όμως συχνά από σημαντική έλλειψη θρεπτικών συστατικών. Η επιμήκης γαστρεκτομή είναι μια σχετικά νέα επέμβαση, η οποία σύμφωνα με μελέτες προκαλεί σημαντικού βαθμού απώλεια βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Σκοπός: Η προοπτική εκτίμηση και σύγκριση της επίδρασης της χολοπαγκρεατικής εκτροπής μακρών ελίκων και της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής στην υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, της υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας, καθώς επίσης και στα επίπεδα ινσουλίνης, γλυκαγόνης, γκρελίνης, PYY και GLP-1( σε νηστεία αλλά και μετά από τη λήψη γλυκόζης ) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου2. Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς (ΔΜΣ 57.6±9.9 kg/m2) υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων και δώδεκα (ΔΜΣ 43.7±2.1 kg/m2 ) σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή. Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μελετήθηκαν προεγχειρητικά και σε 1, 3 και 12 μήνες μετά το χειρουργείο. Σε όλους τους χρόνους υποβλήθηκαν σε από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης. Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος σημείωσε σημαντική και αναλόγου μεγέθους μείωση και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Στους 12 μήνες η ποσοστιαία απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες (Ρ=0.8) και ο σακχαρώδης διαβήτης είχε υποχωρήσει σε όλους τους ασθενείς. Η γλυκόζη, η ινσουλίνη και η αντίσταση στη δράση της παρουσίαζαν σημαντική μείωση έπειτα και από τις δύο επεμβάσεις, όμως η ευαισθησία στην ινσουλίνη ενισχύθηκε περισσότερο έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.003). Η αρτηριακή πίεση, η ολική και η LDL χοληστερόλη μειώθηκαν σημαντικά έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ<0.001), όχι όμως και μετά την επιμήκη γαστρεκτομή. Τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν σημαντικά και στις δύο ομάδες, ενώ η HDL χοληστερόλη παρουσίασε σημαντική αύξηση μόνο μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά μετά τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.2), ενώ σημείωσαν σημαντική μείωση μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Η απόκριση των ΡΥΥ και GLP-1 ενισχύθηκε σημαντικά και στις δύο ομάδες ασθενών (Ρ=0.001). Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή οδήγησε σε αναλόγου βαθμού απώλεια σωματικού βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με τη χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή όμως ήταν περισσότερο αποτελεσματική όσο αφορά τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, της δυσλιπιδαιμίας και της αρτηριακής υπέρτασης. / Biliopancreatic diversion (BPD) is the most effective bariatric procedure in terms of weight loss and remission of diabetes type 2 (DM2) but it is accompanied by nutrient deficiencies. Sleeve gastrectomy (SG) is a relatively new restrictive operation that has shown promising results concerning DM2 resolution and weight loss. Objective: To evaluate and compare prospectively the effects of BPD long limb (BPDLL) and SG on remission of DM2, hypertension and dyslipidemia and also on fasting, and glucose-stimulated insulin, glucose, glucagon, ghrelin, PYY and glucagon-like peptide-1 (GLP-1) levels in morbidly obese patients with DM2. Methods: Twelve patients (BMI 57.6±9.9 kg/m2) underwent BPDLL and 12 (BMI 43.7±2.1 kg/m2) underwent SG. All patients had DM2 and were evaluated before and 1, 3 and 12 months after surgery. Oral glucose tolerance test and blood sampling were carried out after an overnight fast and 30, 60 and 120 minutes after glucose ingestion. Results: Body weight decreased markedly in both groups (P<0.001); excess weight loss was similar in both groups at 12 months (P=0.08) and DM2 resolved in all patients. Glucose, insulin and insulin resistance decreased significantly after both procedures, but the BPDLL group had higher insulin sensitivity than the SG group at 1 year (P=0.003). Blood pressure, total and LDL cholesterol decreased markedly after BPDLL (P<0.001) but not after SG. Triglycerides decreased significantly after both operations but HDL increased significantly after SG only (p<0.001). Fasting ghrelin did not change significantly after BPDLL (P=0.2), but decreased markedly after SG (P<0.001). Fasting GLP-1 and PYY increased significantly after BPDLL only (P=0.01), however GLP-1 and PYY responses to glucose were significantly enhanced in both groups (P=0.001). Conclusion: SG results in weight loss and resolution of DM2 comparable to BPDLL, but BPDLL is more effective in terms of dyslipidemia resolution and blood pressure reduction.
29

Κακώσεις κατώτερης αυχενικής σπονδυλικής στήλης : κλινική πορεία των ασθενών - αλγόριθμοι – νευρολογικές κλίμακες – κλίμακες κατάθλιψης - κλίμακες ποιότητας ζωής και προσωπικότητας

Ματζάρογλου, Χαράλαμπος 14 October 2008 (has links)
Ε1. Ποιότητα της ζωής, άγχος και κατάθλιψη σε ασθενείς με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Αυτή η μελέτη έχει σκοπό να αξιολογήσει την ποιότητα ζωής, το άγχος και την κατάθλιψη αλλά και τη νευρολογική θέση, σε ένα σύνολο ασθενών που ζουν με κάκωση του νωτιαίου μυελού (SCI). Μία «διατομική» μελέτη χρησιμοποιήθηκε σε 92 ανθρώπους που ζουν με κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Ολοκλήρωσαν το ερωτηματολόγιο της νοσοκομειακής κλίμακας άγχους και κατάθλιψης HADS (ν=42 ), την κλίμακα ποιότητας ζωής SF-36 (ν=42), καθώς επίσης τυποποιήθηκαν οι νευρολογικές (κλίμακα Frankel, Asia motor score), και οι λειτουργικές κλίμακές τους(FIM, MBI). Οι αναλύσεις μελετήθηκαν για ολόκληρο το δείγμα, κατά φύλο, κατά την κλίμακα Frankel, το Asia motor score, την FIM, και το επίπεδο νευρολογικής βλάβης. Αυτή η μελέτη παρουσιάζει τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, τα οποία υποστηρίζουν υψηλά αποτελέσματα άγχους και κατάθλιψης (HADS) σε αυτό τον πληθυσμό των ασθενών με SCI, καθώς επίσης και πολύ χαμηλή ποιότητα ζωής. Ε 2. Σεξουαλική λειτουργία σε γυναίκες με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η σεξουαλικότητα των γυναικών με βαριές κακώσεις νωτιαίου μυελού (SCI) χρησιμοποιώντας την κλίμακα γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας. Το ερωτηματολόγιο με 19 ερωτήματα εκφάνσεις της σεξουαλικότητας του FSFI αφορά τη σεξουαλική λειτουργία και την ικανοποίηση στη σεξουαλική ζωή των γυναικών. Σε αυτή τη μελέτη, χρησιμοποίησαμε ένα δείγμα 39 γυναικών ασθενών με σοβαρή κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Συγκρίναμε δε αυτές τις ασθενείς με ένα υγιές δείγμα γυναικών αντίστοιχο σε οικονομικό –εκπαιδευτικό –επίπεδο ηλικίας - και συζυγική θέση- του γενικού πληθυσμού. Η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν χαμηλότερη μεταξύ των γυναικών με SCI, αλλά η επιθυμία, η συναισθηματική ποιότητα της ζωής φύλων και η γενική σεξουαλική ικανοποίηση δεν διέφεραν από τις «υγιείς» γυναίκες του γενικού πληθυσμού. Αυτά τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική ζωή σε γυναίκες με κάκωση νωτιαίου μυελού παραμένει σχεδόν απρόσβλητη. E3. Ίλιγγος μετά από κάκωση ΑΜΣΣ δίκην μαστιγίου. Ο ίλιγγος συνοδεύει περιστασιακά μία κάκωση τύπου «whiplash». Η πιστοποίηση του συνδρόμου είναι ιδιαίτερης αξίας, αν αναλογιστούμε τις πολλές προσφυγές στα δικαστήρια και τις υψηλές δαπάνες που προκύπτουν μετά από τέτοιου τύπου κάκωση. Δώδεκα ασθενείς, που αναφέρθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής μας, εξαιτίας μακράς διαρκείας υποκειμενικών ενοχλημάτων με κύριο σύμπτωμα τον ίλιγγο μετά από τον αυχενικό τραυματισμό τύπου “whiplash”, υποβλήθηκαν σε κλινικές, εργαστηριακές και ψυχομετρικές εξετάσεις. Κανένας από τους ασθενείς δεν είχε σημαντικά νευρολογικά συμπτώματα,ούτε ιδιαίτερη επίδραση στη ποιότητα ζωής του, και κανένα σημαντικό τραύμα της αυχενικής σπονδυλικής στήλης δεν προσδιορίστηκε με MRI. Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι ο ίλιγγος τύπου “whiplash” είναι σημαντικά δυσκολότερο να το χειριστεί και να το αντιμετωπίσει ένας ιατρός συγκριτικά με τον ιδιοπαθή ίλιγγο. Η επαλήθευση του συνδρόμου αυτού απαιτεί ίσως αντικειμενικότερα κλινικά μέσα. Αυτή η έρευνα προτείνει ότι υπάρχει μια οργανική βάση του συνδρόμου αυτού, αλλά δεν δίνει λύση στην πλήρη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που το προκαλούν, δείχνει ότι το σύνδρομο αυτό δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ελληνικό πληθυσμό και προτείνει αυτό το σύνδρομο να εξετάζεται ως τμήμα του χρόνιου συνδρόμου κάκωσης τύπου “whiplash”, του γενικού όρου δηλαδή στην διεθνή βιβλιογραφία : Chronic or Late Whiplash. / Ε1. Quality of life, anxiety and depression in adults with spinal cord injuries: This study aimed to evaluate Life Satisfaction, the Anxiety and Depression and neurologic status, in a community sample of adults living with a spinal cord injury (SCI). A cross-sectional design was used with 92 people living in the community with an SCI. They completed the HADS (42 pts) and SF-36 (42 pts), Life Satisfaction Questionnaire. Analyses were conducted for the whole sample, by gender, Frankel Scale, ASIA motor score, FIM, and level of injury. No correlation findings between motor neurologic scales and quality of life assessment. Additionally this study presents preliminary findings, which support the psychometric integrity of HADS and high HADS scores within an outpatient population with SCI. Items that included potential somatic components revealed a more complex factor loading profile. E2. Sexual function in females with severe spinal cord injuries: The objective of this study was to identify the sexual adjustment of females with severe cervical spinal cord injuries (SCI) using the Female Sexual Function Index (FSFI). The 19-item questionnaire of the FSFI concerns sexual function and satisfaction in sex life. This study, conducted by the Orthopaedic and Psychiatry Departments of Patras University, used a sample of a series of 39 consecutive female patients with severe traumatic SCI. We compared these female patients with an age–economic–educational level- and marital status-matched control group of the general population. Sexual activity was lower among females with SCI, but the desire, the emotional quality of sex life and overall sexual satisfaction did not differ from the controls. These results demonstrate that sexual life in females with SCI remains almost unaffected. E3. Whiplash vertigo: Vertigo or dizziness occasionally accompanies a rear –end, neck injury or is provoked by a neck posture no matter what the orientation of the head is to gravity. Whiplash vertigo is matter of considerable concern because of the high litigation related costs of whiplash injuries. When Whiplash cervical vertigo is diagnosed, the usual symptoms are vertigo, dizziness associated with neck movement. Twelve patients, which were referred to our Outpatient Clinic because of long-lasting subjective vertigo complaints after cervical whiplash spine injury, underwent clinical, laboratorial and psychometric examinations. None of the patients had typical neurological symptoms, and no important lesions of the cervical spine were identified with MRI. Our data indicate that Whiplash Vertigo significantly is more difficult to treat than idiopathic Vertigo. The verification of Whiplash Vertigo Syndrome requires more objective clinical means. This investigation proposes that an organic base of the syndrome might be considered, but does not promote the comprehension of pathophysiologic mechanisms that induces it and of course this syndrome considered as part of the general term Chronic Whiplash Syndrome.
30

Η επίδραση της αντισυλληπτικής αγωγής στους γενετικούς, αγγειακούς, βιοχημικούς και ορμονικούς πρώιμους δείκτες αυξημένου κινδύνου σε νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)

Μαρκαντές, Γεώργιος 26 July 2013 (has links)
Σκοπός: η μελέτη της επίδρασης εξάμηνης θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης στη γλοιότητα πλάσματος νέων γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Σχεδίαση: Η γλοιότητα πλάσματος μετρήθηκε σε ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών πριν και 6 μήνες μετά από τη χορήγηση αντισυλληπτικού δισκίου περιέχοντος 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης. Η μέτρηση της γλοιότητας έγινε σε ιξωδόμετρο τύπου 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz στους 37ο C. Ασθενείς: Οι ασθενείς στρατολογήθηκαν από το τμήμα Αναπαραγωγικής Ενδοκρινολογίας της Μαιευτικής - Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών Ελλάδας. Στη μελέτη περιλήφθηκαν 66 νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Βασικοί προσδιορισμοί: Γλοιότητα πλάσματος Αποτελέσματα: Στις ασθενείς ως σύνολο, η γλοιότητα πλάσματος ήταν 1.249±0.049 mm2/s (n=66). Μετά από 6 μήνες θεραπείας με από του στόματος αντισυλληπτικό δισκίο περιέχον 35μg αιθινυλ-οιστραδιόλης και 2mg οξικής κυπροτερόνης, η γλοιότητα πλάσματος αυξήθηκε σε 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038). Η διαφορά στη γλοιότητα πλάσματος πριν και 6 μήνες μετά τη θεραπεία (Δ Γλοιότητας) ήταν 0,01864±,071452 mm2/s. Η Δ Γλοιότητας σχετιζόταν με τη Δ Ινωδογόνου (r=0.270, p=0.046), τη Δ Αιματοκρίτη (r=0.514, p=0.09) και τη Δ Τριγλυκεριδίων (r=0.292, p=0.021). Συμπέρασμα: Νέες γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφάνισαν αυξημένη γλοιότητα πλάσματος μετά από θεραπεία με από του στόματος αντισυλληπτικό, το οποίο θα πρέπει για το λόγο αυτό να χρησιμοποιείται με προσοχή στον εν λόγω πληθυσμό. / Objectives: To investigate the influence of 6 months of treatment with an oral contraceptive (OC) containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate on plasma viscosity in young women with PCOS. Design: PCOS patients were assessed for plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an OC containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate. Plasma viscosity was determined by a viscometer Type 53610/I SCHOTT-Instruments, Mainz at 37o C. Settings: Subjects were recruited from the Department of Obstetrics and Gynaecology, Division of Reproductive Endocrinology at the University Hospital of Patras, Greece. Patients: The study included 66 young PCOS women. Main Outcome measures: Plasma viscosity. Results: In PCOS women as a whole, plasma viscosity at baseline was 1.249±0.049 mm2/s (n=66). After 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate, plasma viscosity increased to 1.268±0.065 mm2/s (p=0.038). The difference between plasma viscosity before and after 6 months of treatment with an oral contraceptive containing 35μg ethinyl estradiol and 2mg cyproterone acetate (Δviscosity) was 0,01864±,071452 mm2/s. Δviscosity was related to Δfibrinogen (r=0.270, p=0.046), to Δhaematocrit (r=0.514, p=0.09) and to Δtriglycerides (r=0.292, p=0.021). Conclusion: Young PCOS women presented an increased plasma viscosity under OC treatment, which therefore should be used with caution.

Page generated in 0.0305 seconds