Spelling suggestions: "subject:"σύνδεση"" "subject:"σύνδεσης""
11 |
Μελέτη του πολυμορφισμού deletion/insertion του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ως δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη σε γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών ΩοθηκώνΚατσαντώνη, Ελένη 17 September 2012 (has links)
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) αποτελεί την πιο συχνή ενδοκρινολογική διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από κεντρικού τύπου παχυσαρκία, ακμή , υπερτρίχωση και διαταραχές των εμμηνορησιακών κύκλων που οφείλονται στην υπερανδρογοναιμία και την χρόνια ανωοθυλακιορρηξία. Οι γυναίκες με PCOS αναπτύσσουν και μεταβολικού τύπου διαταραχές όπως η υπερινσουλιναιμία λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία και το μεταβολικό σύνδρομο.
Σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της των παραπάνω μεταβολικών διαταραχών ασκεί το σύστημα Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης (Renin-Angiotensin-Aldosterone System – RAAS) που διακρίνεται σε ενδοκρινές κι ιστικό. Στο ιντρόνιο 16 του γονιδίου του ενζύμου ACE(17q23) έχει βρεθεί ο πολυμορφισμός I/D που προκύπτει από την παρουσία ( Insertion– I) ή την απουσία (Deletion–D) μιας Αlu αλληλουχίας μήκους 287 bp, δημιουργώντας τρείς διακριτούς γονότυπους: II, ID και DD
Με δεδομένο το ρόλο του συστήματος RAAS σε σχέση με τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και κυρίως με την αντίσταση στην ινσουλίνη, ο ρόλος του πολυμορφισμού ACE I/D έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης ως προς την εκδήλωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Στην παρούσα μελέτη προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός ACE I/D σε 156 φυσιολογικές γυναίκες και σε 212 γυναίκες με την πιο βαριά μορφή του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών που είναι η ύπαρξη βιοχημικής υπερανδρογοναιμίας και χρόνιας ανωοθυλακιορηξίας. Το συμπέρασμα μετά τη στατιστική ανάλυση ήταν ότι ο γονότυπος ΙΙ συνδέεται στατιστικώς σημαντικά με την την αντίσταση στην ινσουλίνη κι ο γονότυπος ΙD με τα επίπεδα της 17-OH προγεστερόνης, πρόδρομης ορμόνης κατά την βιοσύνθεση των ανδρογόνων που ίσως σημαίνει με τοπικά αυξημένη ενεργότητα του RAS. Tα ευρήματα αυτά ανάγουν τον πολυμορφισμό της ACE σε ένα πιθανά πολύτιμο δείκτη αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου στις γυναίκες με PCOS. / The polycystic ovary syndrome (PCOS) is the most common endocrine disorder of women of reproductive age, characterized by central obesity, acne, hirsutism and disorders menstrual cycles due to hyperandrogonemia and chronic anovulation. Women with PCOS develop type and metabolic disorders such as hyperinsulinemia due to insulin resistance, hypertension, diabetes mellitus, dyslipidemia and metabolic syndrome.
Important role in the pathophysiology of these metabolic disorders has the renin-angiotensin-aldosterone system (Renin-Angiotensin-Aldosterone System - RAAS), which is divided into endocrine and tissue. In intron 16 of the gene of the enzyme ACE (17q23) has found a polymorphism I / D resulting from the presence (Insertion-I) or absence (Deletion-D) of an Alu sequence length of 287 bp, creating three distinct
genotypes: II,ID,DD.
Given the role of the RAAS system in relation to risk factors for cardiovascular disease and especially with insulin resistance, the role of polymorphism ACE I / D has become a subject of study as to the occurrence of cardiovascular events. This study identified a polymorphism ACE I / D in 156 healthy women and 212 women with the most severe form of polycystic ovarian syndrome is the presence of biochemical hyperandrogonemia and chronic anovulation. The conclusion after statistical analysis was that the II genotype is associated statistically significant with insulin resistance and ID genotype with levels of 17-OH progesterone hormone precursor in the biosynthesis of androgens which it might means locally increased activity of RAS. These findings suggest the polymorphism of the ACE in a potentially valuable indicator of increased cardiovascular risk in women with PCOS.
|
12 |
Προγνωστικοί παράγοντες του μεταδιασειστικού συνδρόμου μετά από ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση / Prognostic factors of post-concussion syndrome following mild head injuriesΤσιντώνη, Ασπασία 07 June 2013 (has links)
Η υψηλή συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου μετά από ελαφριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις έχει σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να προσδιοριστούν οι προγνωστικοί παράγοντες του μεταδιασεισικού συνδρόμου. Για τον λόγο αυτό, συγκεντρώθηκαν έρευνες που έχουν γίνει κατά το παρελθόν στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Για κάθε έρευνα προσδιορίστηκαν κάποια στοιχεία όπως: η χώρα στην οποία έγινε η έρευνα, η χρονολογία, ο αριθμός των ασθενών που έλαβαν μέρος, η μέθοδος στατιστικής ανάλυσης καθώς και τα αποτελέσματα που καταλήγει η καθεμία. Όλα αυτά τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν σε ένα πίνακα για καλύτερη ανάλυση. Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι οι προγνωστικοί παράγοντες ποικίλουν από έρευνα σε έρευνα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους όπως : οι πολιτιστικές διαφορές κάθε χώρας, οι διαφορετικοί ορισμοί της διάσεισης καθώς και οι διαφορετικοί τρόποι στατιστικής ανάλυσης. / The high incidence of postconcussion syndrome following mild traumatic brain injury hαs severe social and economic impact. The purpose of this study is to identify predictors of postconcussion syndrome. For this reason, gathered studies done in the past in Greece and abroad. For each study identified some elements such as the country in which the research took place, the date, the number of patients included in, the statistical analysis method and the results that ends each. All these elements were gathered together in one table for better analysis. The conclusion of the research is that the predictors vary from study to study. This is due to many reasons such as: the cultural differences of each country, different definitions of concussion and the different modes of statistical analysis.
|
13 |
Αυτισμός : Η γλωσσική ικανότητα ατόμων που εμπίπτουν στο φάσμα του αυτισμούΧαλκιοπούλου, Χριστίνα 07 October 2014 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης των γλωσσικών κι επικοινωνιακών δεξιοτήτων των ατόμων με αυτιστικές διαταραχές. Στόχος της είναι η περιγραφική προσέγγιση των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος κι η αναζήτηση των γλωσσικών περιοχών που εμφανίζονται προβληματικές στα αυτιστικά άτομα.
Στο πρώτο μέρος γίνεται μια εισαγωγή στο φάσμα του αυτισμού και μια περιγραφή του θεωρητικού κι ιστορικού πλαισίου του. Κατόπιν της εισαγωγής, γίνεται παρουσίαση της σύγχρονης κατηγοριοποίησης των αυτιστικών διαταραχών, εξετάζοντας κάθε μία ξεχωριστά ως προς τα περιγραφικά τους στοιχεία κι επιδημιολογικά τους δεδομένα.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται το κύριο μέρος της εργασίας που αποτελείται από το θέμα της γλωσσικής ικανότητας των ενηλίκων και παιδιών με αυτισμό. Συγκεκριμένα, γίνεται ανάλυση της γλωσσικής ανάπτυξης αυτών μέσα από μια σύγκριση τους με τα φυσιολογικά αναπτυσσόμενα παιδιά και τα παιδιά με σύνδρομο Άσπεργκερ, αλλά και άλλων πτυχών της γλωσσικής κι επικοινωνιακής ικανότητας όπως το επίπεδο παραγωγής, χρήσης και κατανόησης και επεξεργασίας. Σε αυτό το σημείο της εργασίας παρατίθενται κι αναλύονται δύο έρευνες από Έλληνες επιστήμονες που εξετάζουν τις γραμματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αυτιστικοί πληθυσμοί. Η πρώτη έρευνα αφορά στη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών στην ελληνική γλώσσα από αυτιστικά παιδιά, συγκρίνοντας τα με άτομα με τυπική ανάπτυξη και με σύνδρομο Άσπεργκερ (Βογινδρούκας, 2005), ενώ η δεύτερη εξετάζει την κατανόηση και την ερμηνεία των αντωνυμιών (προσωπικές κι αυτοπαθείς) και της αναφοράς τους, αλλά και των ρημάτων με μη ενεργητική μορφολογία (παθητικά και αυτοπαθή) από παιδιά με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας καθώς και με υψηλού επιπέδου λεκτικές και μη λεκτικές ικανότητες. Τα αποτελέσματα των ερευνών συζητούνται σε σχέση με ευρήματα άλλων ερευνητών από τη διεθνή κι ελληνική βιβλιογραφία. Σε επόμενο στάδιο γίνεται περιγραφή της γλωσσικής συμπεριφοράς των αυτιστικών ατόμων στο πραγματολογικό επίπεδο βασισμένη σε σύγχρονες επιστημονικές μελέτες, αλλά κι επιπρόσθετες δυσκολίες στη φωνολογία και το φαινόμενο της ηχολαλίας, το οποίο κάνει πολύ συχνά την εμφάνισή του κατά την ανάπτυξη των παιδιών με αυτιστικές διαταραχές. Στο τέλος αυτού του μέρους, παρουσιάζονται νευρογλωσσολογικές
5
μελέτες κι έρευνες για τα συστήματα της δηλωτικής και διαδικαστικής μνήμης, τα οποία σχετίζονται με τη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου και παρουσιάζουν διαφορετική συμπεριφορά στους αυτιστικούς.
Στο επόμενο μέρος ασχολούμαστε με εναλλακτικά συστήματα επικοινωνίας ή επικοινωνιακούς τρόπους που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του προφορικού λόγου και της γλωσσικής ικανότητας των αυτιστικών ατόμων, όπως το Makaton και το Pecs. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη νοηματική γλώσσα και στη χρήση της από αυτιστικούς πληθυσμούς ως υποβοήθηση της γλωσσικής ανάπτυξης ή κι ως μοναδικό εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας.
Στο τελευταίο μέρος της παρούσας εργασίας συζητούνται τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα από τις μελέτες κι έρευνες που παρατέθηκαν αλλά αναφέρονται και σημεία στα οποία θα πρέπει να σταθούν και να λάβουν υπ’ όψιν τους τυχόν μελλοντικές έρευνες πάνω στο ζήτημα της γλωσσικής ικανότητας σε άτομα που εμπίπτουν στο φάσμα του αυτισμού. / --
|
14 |
Μελέτη των πολυμορφισμών των γονιδίων του υποδοχέα της βαζοπρεσίνης και του υποδοχέα ανδρογόνων και συσχέτισή τους με τη σεξουαλική συμπεριφορά και γενετική προδιάθεση σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών / The study of genetic polymorhisms of the androgen and vasopressin receptor genes and their correlation with sexual behaviour and genetic predisposition in women with Polycystic Ovarian SyndromeΔαμιανάκη, Αικατερίνη 03 December 2014 (has links)
Η συμμετοχή της γενετικής, έναντι της περιβαλλοντικής επίδρασης στη συμπεριφορά αποτελεί θεμελιώδες ερώτημα για τις νευροεπιστήμες και αποτελεί πεδίο έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος. Η σεξουαλικότητα είναι μια σύνθετη αλληλεπίδραση πολλαπλών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων ανατομικών, φυσιολογικών, ψυχολογικών, αναπτυξιακών, πολιτιστικών και σχεσιακών παραγόντων. Παρά την υψηλή συχνότητα εμφάνισης της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας, λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στη μελέτη της από την επιστημονική κοινότητα. Το βιολογικό και ψυχολογικό υπόβαθρό της παραμένει ένα υποσχόμενο πεδίο έρευνας καθώς οι διαθέσιμες θεραπείες είναι πολύ λιγότερες συγκριτικά με την ανδρική σεξουαλική δυσλειτουργία.
Η σεξουαλική λειτουργία των γυναικών έχει μελετηθεί κατά καιρούς στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, λαμβάνοντας υπόψη ερωτηματολόγια σεξουαλικής δραστηριότητας και επίπεδα φυλετικών ορμονών αλλά όχι τους γενετικούς πολυμορφισμούς που μπορεί να εμπλέκονται και να δημιουργούν συγκεκριμένο βιολογικό υπόβαθρο. Η αλληλεπίδραση ορμονών, νευροδιαβιβαστών και περιβαλλοντικών παραγόντων είναι ευρέως αποδεκτή στη διαμόρφωση του υποστρώματος της γυναικείας σεξουαλικότητας αλλά οι τρόποι παραμένουν ακόμα ασαφείς.
Για το λόγο αυτό, ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η συσχέτιση των πολυμορφισμών του ανδρογονικού υποδοχέα και του υποδοχέα της βαζοπρεσίνης με τη γυναικεία σεξουαλικότητα στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Η επίδραση των ανδρογόνων στη γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελεί πεδίο έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος καθώς οι μηχανισμοί αλληλεπίδρασης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι. Τα ανδρογόνα ασκούν τη δράση τους μέσω πρόσδεσης και ενεργοποίησης των ανδρογονικών υποδοχέων. Το γονίδιο του υποδοχέα των ανδρογόνων αποτελείται από δύο μοτίβα πολυμορφικών επαναλήψεων CAG & GGN που κωδικοποιούν ποικίλου μήκους πολυγλουταμινικών και πολυγλυκινικών περιοχών αντίστοιχα. Έχει επίσης φανεί ότι το αυξημένο μήκος της CAG επαναληπτικής αλληλουχίας πιθανόν να σχετίζεται με μειωμένη δραστικότητα του AR και ως εκ τούτου και με διαταραχές που σχετίζονται με μειωμένη δράση ανδρογόνων
Διάφορα νευροπεπτίδια όπως η βαζοπρεσίνη, η αδενοκορτικοτροπίνη, η ωκυτοκίνη κ.α. επιδρούν στην ενήλικο σεξουαλική συμπεριφορά διαφόρων οργανισμών. Η βαζοπρεσίνη και ο υποδοχέας της αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης για την ερμηνεία της ανθρώπινης κοινωνικής και σεξουαλικής συμπεριφοράς. Οι πολυμορφισμοι του AVPR έχουν επίσης σχετιστεί με αλτρουισμό, με μονογαμία και ανάπτυξη σχέσεων δεσμού, γνώση μουσικής και χορού που αντανακλούν αρχέγονες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όπως ιεροτελεστικές κινήσεις και επικοινωνία μέσω ήχων. Το γονίδιο του υποδοχέα της βαζοπρεσίνης διαθέτει τέσσερα μικροδορυφορικά μοτίβα. Ακολουθώντας τις μελέτες στον αρουραίο του αγρού (vole), η προσοχή έχει κυρίως επικεντρωθεί στις μικροδορυφoρικές επαναλήψεις στην περιοχή του υποκινητή. Πρόκειται για τις RS1 {(GATA)14} και RS3 {(CT)4-TT-(CT)8-(GT)24}, που είναι εξαιρετικά πολυμορφικές.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της συσχέτισης της πολυμορφικής CAG περιοχής του ανδρογονικού υποδοχέα και του RS1 πολυμορφισμού του υποδοχέα της βαζοπρεσίνης με την γυναικεία σεξουαλική συμπεριφορά στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Για το λόγο αυτό η παρούσα μελέτη συμπεριέλαβε 40 γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και 94 υγιείς γυναίκες, στις οποίες διενεργήθηκαν ορμονικοί προσδιορισμοί, ψυχομετρικά τεστ για αξιολόγηση της σεξουαλικής λειτουργίας τους και διερεύνηση της συσχέτισης με τα γονοτυπικά τους χαρακτηριστικά (αριθμός επαναλήψεων των πολυμορφικών μοτίβων στα αλληλόμορφά τους).
Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας έδειξαν ότι στην κατηγορία των γυναικών με PCOS η ενεργότητα του υποδοχέα συσχετίστηκε με μειωμένα επίπεδα oιστρογόνων και με αυξημένη ικανοποίηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι σε καθεστώς περίσσειας ανδρογονικού ερεθίσματος η γυναικεία σεξουαλικότητα επάγεται. Επίσης στην ίδια ομάδα γυναικών φάνηκε συσχέτιση μεταξύ των υψηλών επιπέδων FSH και των υψηλών αριθμών επαναλήψεων του RS1 πολυμορφισμού, υποδεικνύοντας έναν κεντρικό ρόλο του AVPR στη ρύθμιση της ωοθυλακιορρηξίας των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. / The contribution of genetic versus environmental influence in behavioral analysis is a fundamental question for neuroscience and it is also an area of strong research interest, Sexuality is distinguished by a complex interaction between anatomic, physiologic, psychological, developmental, relational and cultural factors. Despite the high frequency of sexuality disorders in women, scientists have not placed emphasis on this. The biological and psychological background of women’s sexuality disorder still remains a promising field of research, since the available therapies are fewer than those that are used in male sexual dysfunction.
Female sexuality has been studied frequently in women with PCOS and has been based on questionnaires of female’s sexual functionality and serum levels of sex steroid hormones. These studies didn’t take account of the genetic polymorphisms which can be involved in a specific biological background. The interaction of hormones, neurotransmitters and environmental factors is widely accepted in the composition of female’s sexual function but the ways that this interaction happens are still unclear.
Thus, the aim of our study was to consider the possible association between the genetic polymorphism of androgen receptor gene and vasopressin receptor gene and female sexuality in women with PCOS.
The influence of androgens in female sexuality is a field of intense interest in the scientific community, but the ways this interaction occurs are very complicated. Androgens bind and activate androgen receptors.The androgen receptor gene consists of eight exons and encodes a protein with 919 amino acid residues. Exon 1 of the gene consists of two polymorphic repeat (CAG and GGN) motifs, encoding variable lengths of polyglutamine and polyglycine stretches, respectively. Also, it has been proposed that that the increased length of the CAG repeat should associate with decreased AR activity and hence the disorders related to the reduced androgen actions.
Many neuropeptides such as vasopressin, oxytocin, adrenocorticotropic hormone (ACTH) etc, affect sexual behavior in many species. Vasopressin and it’s receptor has been well studied in order to interpret human social and sexual behavior. The genetic polymorphisms of the vasopressin receptor gene has been also associated with altruism, monogamy, pair bonding, musical and dancing ability. The latter reflects primitive social interactions such as ritual movements and vocalization. Vasopressin receptor gene is distinguished by three microsatellites in the 5’ flanking region and a fourth in the single intron. Following the vole studies, attention has been primarily focused on two microsatellites in the promoter region, RS1 {{GATA)14} and RS3 {(CT)4-TT-(CT)8-(GT)24}, which are highly polymorphic.
The aim of our study is to investigate the association between the polymorphic CAG region of androgen receptor gene and RS1 polymorphism of vasopressin receptor gene with sexual behavior in women with PCOS. Thus, our study included 40 women with PCOS and 94 healthy women. We performed hormonal analysis, psychometric tests to evaluate their sexual functionality and looked into the association with their genetic characteristics (the number of repeats of polymorphic motifs in their alleles).
Our results showed that androgen receptor’s activity is associated with low estrogen levels and high sexual satisfaction in women with PCOS. This indicates that in a state of androgen excess, female sexuality is induced. In the same group of women, we noted an association between high levels of FSH and a high number of repeats of RS1 polymorphism. This suggests a central role of vasopressin receptor in the regulation of ovulation in women with PCOS.
|
15 |
Συγκριτική ουροδυναμική αξιολόγηση της δραστικότητας της οξυβουτυνίνης και τολτεροδίνης στην ιδιοπαθή υπερδραστήρια κύστη : συσχετισμός με το βαθμό ουροδυναμικής βαρύτητας της υπερδραστηριότητας και το "δείκτη υπερδραστηριότητας"Γιαννίτσας, Κωνσταντίνος 22 January 2009 (has links)
Η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα μυ της κύστης, που αποτελεί το αντικείμενο
της παρούσας μελέτης, είναι μια ουροδυναμική παρατήρηση. Κατά κανόνα, η
εργαστηριακή αυτή παρατήρηση συνοδεύει ένα κλινικό σύνδρομο, που
χαρακτηρίζεται από συνδυασμό συμπτωμάτων από το κατώτερο ουροποιητικό
σύστημα, και ονομάζεται σύνδρομο της υπερδραστήριας κύστης ή σύνδρομο
έπειξης ή σύνδρομο συχνουρίας-έπειξης.
Αν και το κλινικό σύνδρομο είναι εξαιρετικά συχνό και αποτελεί αναπόσπαστο
τμήμα του καθημερινού όγκου δουλειάς κάθε ουρολόγου ή και γενικού ιατρού, η
χρήση της σχετικής ονοματολογίας για τα συμπτώματα, τα σημεία και
εργαστηριακά ευρήματα είναι πολλές φορές καταχρηστική και, ως εκ τούτου, η
προκαλούμενη σύγχυση αναπόφευκτη.
Η αιτιολογία της υπερδραστηριότητας του εξωστήρα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις
όπου ανιχνεύσιμη νευρολογική βλάβη μπορεί να ενοχοποιηθεί αιτιολογικά
(νευροπαθής υπερδραστηριότητα εξωστήρα) είναι άγνωστη (ιδιοπαθής) παρά τις
σχετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την ερμηνεία της.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση της σχετικής συμπτωματολογίας υπάρχει
πληθώρα μεθόδων τόσο συντηρητικών όσο και επεμβατικών. Η ποικιλία των
διαθέσιμων φαρμακευτικών σκευασμάτων και διαφόρων επεμβατικών τεχνικών, αν
όχι ανεξάντλητη είναι σίγουρα μεγάλη και αποδεικνύει την έλλειψη ιδανικής
θεραπευτικής προσέγγισης.
Η εκτίμηση του αποτελέσματος της όποιας θεραπευτικής παρέμβασης γίνεται
άλλοτε με αντικειμενικά και άλλοτε με υποκειμενικά κριτήρια. Αδιαμφισβήτητα η
υποκειμενική εκτίμηση του αποτελέσματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας,
καθώς, δικαιωματικά, ο ίδιος ο ασθενής αποτελεί τον τελικό αποδέκτη των
ενεργειών και παρενεργειών της θεραπείας. Όμως, η επιστημονική μέθοδος,
απαραίτητη για την βελτίωση της κατανόησης της αιτιολογίας , της
παθοφυσιολογίας της φυσικής ιστορίας και της θεραπευτικής προσέγγισης
οποιασδήποτε παθολογίας, απαιτεί αυστηρά αντικειμενικά κριτήρια .
Γίνεται κιόλας φανερό ότι υπάρχουν αρκετά κενά όσον αφορά την
ονοματολογία, την αιτιολογία και τη διάγνωση της υπερδραστηριότητας του
εξωστήρα. Όμως και στον τομέα της θεραπείας ή έλλειψη τόσο προγνωστικών
κριτηρίων για την ανταπόκριση στη θεραπεία όσο και γενικά αποδεκτών, κλινικά
σημαντικών, παραμέτρων εκτίμησης του αποτελέσματος επιβάλλουν την περαιτέρω
μελέτη για την ανεύρεσή τους. Σ’ αυτή την κατεύθυνση επικεντρώνεται και
προσπάθεια της συγκεκριμένης μελέτης. / -
|
16 |
Μελέτη του βασικού μεταβολισμού, της αντίστασης στην ινσουλίνη και των πολυμορφισμών των α2Β και β3 αδρενεργικών υποδοχέων, του γονιδίου του υποδοχέα της ινσουλίνης, του PPARγ γονιδίου και του γονιδίου του HSD17B5 σε ελληνίδες με σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκώνΣαλταμαύρος, Αλέξανδρος 27 April 2009 (has links)
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) είναι η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, προσβάλλοντας το 6%-10% του πληθυσμού και είναι το κυριότερο αίτιο ανωοθηλακιορηκτικής υπογονιμότητας στις γυναίκες. Χαρακτηρίζεται από υπερτρίχωση, ανωοθηλακιορηξία και υπερανδρογοναιμία και σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη (IR). Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να διερευνήσουμε αν πολυμορφισμοί των γονιδίων τα οποία σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά του PCOS συνδέονται με κλινικές παραμέτρους του συνδρόμου, όπως η υπερανδρογοναιμία, ο βασικός μεταβολικός ρυθμός (BMR) και αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα υποψήφια γονίδια τα οποία επιλέχθηκαν σε αυτήν την μελέτη ήταν τα γονίδια των αδρενεργικών υποδοχέων α2Β, β3, το γονίδιο της 17β-Υδροξυστεροειδούς Δεϋδρογενάσης τύπος 5 (HSD17B5), το γονίδιο του υποδοχέα της ινσουλίνης (IRS-1) και το γονίδιο PPARγ.
Τα γονίδια των αδρενεργικών υποδοχέων α2Β, β3 είχαν συσχετισθεί με χαμηλό μεταβολικό ρυθμό και αύξηση του σωματικού βάρους σε προηγούμενες μελέτες. Καθώς η παχυσαρκία αποτελεί χαρακτηριστικό των γυναικών με PCOS, διερευνήσαμε εάν ο πολυμορφισμός του α2Β βρίσκεται στο PCOS.
Το γονίδιο της 17β-Υδροξυστεροειδούς Δεϋδρογενάσης τύπος 5, (HSD17B5) είναι το γονίδιο του ενζύμου για την αναγωγή της ανδροστενεδιόνης σε τεστοστερόνη.
Το γονίδιο IRS-1 έχει ένα σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση του κυτταρικού αποτελέσματος της ινσουλίνης. Ο πολυμορφισμός της πρωτεΐνης του IRS-1 (Gly972Arg refSNP ID: rs1801278) απαντά στο 5-6% του γενικού πληθυσμού, διαταράσσει την λειτουργία του IRS-1 και σχετίζεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη, την υπερλιπιδαιμία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Το γονίδιο PPARγ ρυθμίζει την έκφραση πολλών γονιδίων τα οποία ενέχονται στην ομοιοστασία της γλυκόζης και των λιπιδίων.
Εμείς βρήκαμε ότι ο πολυμορφισμός του α2Β (έλλειψη 301-303) δεν επηρεάζει τον βασικό μεταβολικό ρυθμό, την αντίσταση στην ινσουλίνη ή την αύξηση του σωματικού βάρους σε γυναίκες με PCOS και η επίπτωση του δεν διαφέρει από ότι στον γενικό πληθυσμό. Ο πολυμορφισμός του HSD17B5 σχετίσθηκε με αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης ορού και ελαττωμένο τον λόγο ανδροστενεδιόνης (Α)/ τεστοστερόνη (Τ). Η διάγνωση του PCOS βασίσθηκε στην ταυτόχρονη παρουσία βιοχημικής υπερανδρογοναιμίας, η οποία ορίσθηκε ως αυξημένη τεστοστερόνη ορού και/ή αυξημένο δείκτη ελευθέρων ανδρογόνων, χρόνια ανωορρηξία και πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών στους υπερηχογραφικό έλεγχο. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν προηγούμενη αναφορά ότι ο πολυμορφισμός δεν έχει σημαντικό ρόλο στην γενετική παθογένεια του PCOS. Ωστόσο η παρουσία του πολυμορφισμού έχει κλινική σημασία καθώς συμβάλλει στην βαρύτητα της υπερανδρογοναιμίας. Οι συχνότητες των πολυμορφισμών των γονιδίων Pro12Ala στο PPARγ και Gly972Arg στο IRS-1στις γυναίκες με PCOS δεν διαφέρουν από το γενικό πληθυσμό, αν και η παρουσία του πολυμορφισμού Pro12Ala του PPARγ σχετίσθηκε με χαμηλό μεταβολικό ρυθμό (BMR). / Polycystic ovary syndrome (PCOS) is the most common endocrinopathy
of reproductive-age women, affecting 6%–10% of the population and is the leading cause of anovulatory infertility in women. It is characterized by hirsutism, anovulation, and hyperandrogenemia and is highly associated with obesity and insulin resistance (IR). The aim of our study was to investigate, whether polymorphisms of genes associated with certain characteristics of PCOS were linked with various clinical parameters of PCOS, such as hyperandogenemia, basic metabolic rate (BMR) and insulin resistance. The candidate genes chosen for this study were the α2Β, β3 adrenergic receptor gene, 17b-Hydroxysteroid dehydrogenase type 5 gene, the IRS-1 gene, and the PPARγ gene.
The α2Β, β3 adrenergic receptor gene polymorphisms were associated with low basal metabolic rate and weight gain in previous studies. As obesity is a characteristic of PCOS women, we investigated whether α2Β adrenergic receptor polymorphism is present in PCOS.
17b-Hydroxysteroid dehydrogenase type 5 (HSD17B5) is the enzyme responsible for reduction of androstenedione to testosterone.
IRS-1 has an important role in regulating the cellular effect of insulin. (Gly972Arg refSNP ID: rs1801278) the polymorphism of IRS-1 protein which occurs in about 5-6% of the general population, significantly impairs IRS-1 function and is associated with IR, lipid abnormalities, and type 2 diabetes mellitus.
PPARγ gene modulates the expression of many genes involved in glucose and lipid homeostasis.
We found that α2Β adrenoreceptor 301–303 deletion polymorphism does not influence basal metabolic rate, insulin resistance or weight gain in women with PCOS and its prevalence did not differ from the general population. HSD17B5 variant was associated with increased serum testosterone levels and decreased androstenedione (A)/testosterone (T) ratio. Diagnosis of PCOS was based on the simultaneous presence of biochemical hyperandrogenism, which was defined as increased serum Testosterone and/or increased free androgen index, chronic anovulation, and polycystic ovarian morphology on ultrasound. The results of our study confirm an earlier report that the polymorphism can not play a major role in the genetic pathogenesis of PCOS. However the presence of the polymorphism has a clinical significance as it contributes to the severity of hyperandrogenemia in PCOS patients with biochemical hyperandrogenism. Genotype frequencies of the Pro12Ala in PPARγ2 and the Gly972Arg in IRS-1 gene polymorphisms among PCOS women did not differ from that of the general population, still the presence of Pro12Ala polymorphism of PPARγ2 was associated with lower Basic Metabolic Rate (BMR).
|
17 |
Τα αισθητικά προκλητά δυναμικά του μέσου νεύρου σε ερεθισμό και των πέντε δακτύλων στην διάγνωση του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήναΤερζής, Στάθης 24 July 2008 (has links)
Στην μελέτη μας - που σκοπό είχε την αναζήτηση των ηλεκτροφυσιολογιών
παραμέτρων εκείνων οι οποίες πρωϊμώτερα καθίστανται παθολογικές σε αρχόμενη
συμπιεστική βλάβη του μέσου νεύρου στον καρπό - εξετάσαμε συνολικά 72 ασθενείς (42
χέρια δεξιά, 30 αριστερά) από τους οποίους οι 66 ήταν γυναίκες και οι 6 άνδρες. Ο
μέσος όρος ηλικίας των ασθενών ήταν 49.6±9.8 έτη. Όρος επιλογής των προς μελέτη
ασθενών ήταν να παρουσιάζουν συμπτώματα και σημεία τέτοια ώστε κλινικά να τίθεται
βάσιμα η υπόνοια συνδρομής καρπιαίου σωλήνα, ταυτόχρονα όμως, στον
ηλεκτρονευρογραφικό έλεγχο η τιμή του τελικού κινητικού χρόνου να μην υπερβαίνει τα
4.2 msec, ώστε να εξασφαλίζεται το αρχόμενο - μη προχωρημένο της συμπιεστικής
συνδρομής.
Στην μελέτη χρησιμοποιήθηκαν και 43 μάρτυρες (19 χέρια δεξιά, 24 χέρια
αριστερά). Οι μάρτυρες επελέγησαν με κριτήρια την παντελή απουσία συμπτωμάτων και
σημείων από το περιφερικό νευρικό σύστημα και με τον περιορισμό της ουδέποτε λήψης
νευροτοξικών ουσιών. Από αυτούς οι 31 ήταν γυναίκες και οι 12 άνδρες, είχαν δε μέσο
όρο ηλικίας 41.3±16.4 έτη.
Τόσο στους ασθενείς όσο και στους μάρτυρες μελετήθηκαν οι αισθητικές
αγωγιμότητες με την ορθοδρομική μέθοδο. Σε κάθε χέρι η μελέτη έγινε με ερεθισμό ένα
προς ένα όλων των δακτύλων (1ου, 2ου, 3ου και 4ου) και καταγραφή με επιφανειακό
ηλεκτρόδιο στον καρπό από το μέσο νεύρο επιπλέον ερεθίστηκε και ο 5ος δάκτυλος και
κατεγράφη το αισθητικό δυναμικό στον καρπό από το ωλένιο νεύρο.
Τα αποτελέσματα αυτών των καταγραφών αφορούσαν όλες τις παραμέτρους του
αισθητικού δυναμικού (λανθάνων χρόνος, εύρος, διάρκεια) καθώς και αλλοιώσεις της
μορφολογίας του, από όλους τους δακτύλους.
Στη συνέχεια προχωρήσαμε σε πολλαπλές συσχετίσεις κάθε μιας παραμέτρου σε
διαφορετικούς δακτύλους, διαφορετικών παραμέτρων στον ίδιο δάκτυλο, αλλά και σε
διαφορετικούς δακτύλους καθώς και στην απαρίθμηση των ανώμαλων κυματομορφών
όπου αυτές εμφανίζονταν.
Η στατιστική επεξεργασία όλων αυτών των δεδομένων κατέληξε στην συγκρότηση
μιας κλίμακος ευαισθησίας ως προς την εγκαιρότερη αλλοίωση ηλεκτροφυσιολογιών
παραμέτρων σε αρχόμενη συνδρομή καρπιαίου σωλήνα.
Συμπερασματικά από τη μελέτη μας προκύπτουν τα εξής:
1) Η ανάδειξη δικόρυφου δυναμικού ενεργείας σε ερεθισμό είτε του 4ου είτε του 1ου
δακτύλου είναι συχνό και ισχυρό εύρημα ως προς την τεκμηρίωση αρχόμενης συνδρομής
καρπιαίου σωλήνα.
2) Σε αρχόμενη συνδρομή καρπιαίου σωλήνα πρώιμα παρατείνεται ο λανθάνων χρόνος
από 4ο και από 1ο δάκτυλο, αλλοιώνονται όλες οι παράμετροι από τον 4ο δάκτυλο και
παρατείνεται ο λανθάνων χρόνος από 3ο δάκτυλο.
Δεν υπήρξε διαφοροποίηση των παραπάνω αποτελεσμάτων που να συσχετίζονται με
το φύλο ή την ηλικία. / The purpose of the present work was to investigate cases with early median nerve
entrapment neuropathy (carpal tunnel syndrome) and to identify the most sensitive
neurophysiological parameter by which an early diagnosis of the syndrome can be
established.
We examined 72 patients (42 right hands and 30 left hands) 66 women and 6 men.
The mean age was 49.6±9.8 years. The inclusion criteria were symptoms and signs
compatible with the diagnosis of carpal tunnel syndrome and the distal motor latency
to be less than 4.2msec. We also examined 43 control subjects (19 right hands and 24
left hands) 31 women and 12 men with a mean age 41.3±16.4 years The control subjects
were free of peripheral neurological problems.
In all patients and control subjects we studied the sensory conduction parameters
using the orthodrom method. In all hands we stimulated all five fingers and we recorded
the sensory potentials from the wrist for both nerves (the median nerve for the 4 first
fingers and the ulnar nerve for the 5th finger).
In all patients and controls median distal motor latency, amplitude and duration of
compound sensory nerve action potentials and sensory nerve conduction velocity of all
five fingers were measured.
The statistical analysis of the results showed the following conclusions.
1. Double peak potentials after stimulation of the 4th finger was the most sensitive test
for detecting early carpal tunnel syndrome. Double peak potentials after stimulation of
the 1st finger was a less frequent finding.
2. In early carpal tunnel syndrome there is a prolongation of the latency of the 4th and
1st finger Also there are changes in all parameters of the 4th finger potential and there
is a prolongation of the latency of 3rd finger. Finally there were no differences between
male and female measurements.
|
18 |
Ο ρόλος των κυτταροκινών αντιπονεκτίνης TNF-α του λιπώδους ιστού στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμουΠαναγοπούλου, Παρασκευή 20 September 2010 (has links)
Ο λιπώδης ιστός είναι πλέον ένα ενδοκρινές όργανο το οποίο εκκρίνει ένα μεγάλο αριθμό βιοδραστικών μεσολαβητών που στοχεύουν σε όργανα μεταβολικής σημασίας όπως ο εγκέφαλος, το ήπαρ, οι σκελετικοί μύες και το ανοσοποιητικό σύστημα, ρυθμίζοντας την ομοιόσταση, την αρτηριακή πίεση, το μεταβολισμό των λιπιδίων και της γλυκόζης, την φλεγμονή και την αθηροσκλήρυνση. Η αντιπονεκτίνη κύρια πρωτεΐνη παραγόμενη από τον λιπώδη ιστό δρα προστατευτικά στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, φλεγμονής και αθηρωμάτωσης. Η παχυσαρκία και κυρίως η κεντρική παχυσαρκία συνδέεται με την εμφάνιση πολλών νοσογόνων καταστάσεων. Στο σπλαχνικό λίπος εκκρίνεται TNF-α από τα λιποκύτταρα και τα μακροφάγα του στρώματος, ο οποίος καταστέλλει την παραγωγή και την δράση της αντιπονεκτίνης δρώντας ευωδοτικά στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου.
Μελετήσαμε τις διαφορές της έκφρασης της αντιπονεκτίνης και του TNF-α σε σπλαχνικό και υποδόριο λιπώδη ιστό με τη μέθοδο της έμμεσης ανοσοϊστοχημείας σε τρεις ομάδες ασθενών: υγιείς, παχύσαρκους υγιείς και σε παχύσαρκους με μεταβολικό σύνδρομο και Σ.Δ. / Adipose tissue, besides of its energy producting role, is now considered as an endocrine organ which releases numerous cytokines and adipokines. Adipose tissue crosstalks with immune, cardiovascular reproductive and other systems. In obesity (BMI>30) the adipocytes become hypertrophic, loosing their normal activity and increasing the risk of appearence of the Metabolic Syndrome (a cluster of risk factors which may lead to Coronary Artery Disease). Adiponectin is an adipokine which plays pivotal role protecting from Diabetes Melitus t. 2 and inflammation. In obesity, the level of serrum adiponektin is remarkably low. TNF-α is a multifunctional cytokine released mostly from the immune cells. Central obesity (waist circumference >102cm) is characterized of a low grade inflammation combined with decreased secretion of TNF-α from adipocytes and stroma cells of visceral adipose tissue. In central obesity TNF-α acts against insulin leading to the appearance of insulin resistance and M.S. In our study we examined the different levels of secretion of adiponectin and TNF-α from the adipocytes of subcutaneous and visceral fat between three categories of patients: a) Controls, b) Obese without central obesity M.S. and c) Obese with M.S.
|
19 |
Μελέτη μιας νέας μετάλλαξης στο γονίδιο STAT3 που ενέχεται στο σύνδρομο ανοσοανεπάρκειας Hyper-IgE / A novel mutation in the signal transducer and activator of transcription 3 (STAT3) gene, in hyper-IgE syndrome.Παπαναστασίου, Αναστάσιος 27 December 2010 (has links)
Το σύνδρομο Hyper-IgE (HIES) είναι μια σπάνια πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα IgE στον ορό, υποτροπιάζουσες σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις του δέρματος και επεισόδια πνευμονίας με σχηματισμό κύστεων. Επιπλέον, στο φαινότυπο του συνδρόμου περιλαμβάνονται και μη-ανοσολογικού τύπου ανωμαλίες όπως χαρακτηριστικό προσωπείο, υπερεκτασιμότητα των αρθρώσεων, σκολίωση, αυτόματα κατάγματα και διατήρηση των νεογιλών οδόντων. Προσφάτως, διαπιστώθηκε πως ετερόζυγες μεταλλάξεις στον μετγραφικό παράγοντα STAT3, ευθύνονται για την αυτοσωμική επικρατούσα μορφή του HIES. Στην παρούσα ερευνητική εργασία ταυτοποιήθηκε και χαρακτηρίστηκε μια νέα μετάλλαξη στην περιοχή δέσμευση του DNA (DNA-binding domain) του μεταγραφικού παράγοντα STAT3 σε έναν ασθενή με σύνδρομο Hyper IgE. Ανάλυση της αλληλουχίας του γονιδίου του STAT3 αποκάλυψε μια de novo ετερόζυγη αντικατάσταση βάσης από G (γουανίνη) σε A (αδενίνη), η οποία προκαλεί την αντικατάσταση στο επίπεδο της αμινοξικής αλληλουχίας του αμινοξέος γλυκίνη από το ασπαρτικό οξύ (G342D). Η ασθενής έχει φυσιολογικά επίπεδα της πρωτεΐνης STAT3, η οποία και εισέρχεται στον πυρήνα των κυττάρων κατόπιν ενεργοποίησης με ιντερλευκίνη-6 (IL-6). Παρoλ’ αυτά, μελέτη της ικανότητας της πρωτεΐνης STAT3 να δεσμεύεται στο DNA έδειξε πως η μετάλλαξη G342D επηρεάζει σημαντικά αυτή τη λειτουργία. Επιπλέον, ανάλυση με ποσοτική RT-PCR έδειξε πως η μετάλλαξη G342D αναστέλλει την STAT3-εξαρτώμενη επαγωγή του γονιδίου ROR γt, απαραίτητου γονιδίου για την διαφοροποίηση και ανάπτυξη των Th17 κυττάρων. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, φαίνετε πώς η νέα μετάλλαξη στο μεταγραφικό παράγοντα STAT3 επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργικότητά του, και προκαλεί το σύνδρομο Hyper-IgE στην ασθενή. / The Hyper-IgE syndrome (HIES) is a rare primary immunodeficiency characterized by a highly elevated serum IgE, recurrent staphylococcal skin abscesses and cyst-forming pneumonia. Non-immunological abnormalities, including a distinctive facial appearance, hyperextensive joints, scoliosis, fracture following minor trauma, and the retention of primary teeth are also observed in many patients. Recently, it was shown that heterozygous mutations in signal transducer and activator of transcription 3 (STAT3), can cause autosomal-dominant HIES. Here we identify and characterize a novel mutation in the DNA binding domain of STAT3 in a patient with hyper-IgE syndrome. Sequence analysis revealed a de novo heterozygous transition of a G to A, causing a substitution of a glycine residue for an aspartic acid in the translated sequence (G342D). The patient has normal levels of STAT3, which is able to translocate to the nucleus upon IL-6 stimulation. However, enzyme-linked DNA–protein interaction analysis showed that the G342D mutation affects the binding ability of STAT3 to target DNA sequences. In addition, as shown by qRT-PCR, the mutation abrogates the STAT3 dependent transcription of the retinoid-related orphan receptor γt (ROR γt) gene, an indispensable transcription factor for the commitment of naive CD4+ T cells to the Th17 lineage. These data suggest that the novel G342D mutation affects the binding of STAT3 on DNA and the STAT3 dependent expression of ROR γt mRNA, leading to the HIES phenotype.
|
20 |
Μελέτη απόπτωσης και οξειδωτικού στρες σε κύτταρα μυελικής σειράς με διαταραγμένο φαινότυπο ασθενών με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομοΣκαρλάτος, Παράσχος 24 January 2011 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) χαρακτηρίζονται από μη αποδοτική αιμοποίηση, αναστολή ωρίμανσης των προγονικών κυττάρων του μυελού και αυξημένη ενδομυελική απόπτωση. Η συσχέτιση του ΜΔΣ με την παρουσία αυξημένου οξειδωτικού στρες και οξειδωτικά τροποποιημένων πρωτεϊνών στα προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα του μυελού έχει προηγουμένως αναφερθεί. Πρόσφατα βιβλιογραφικά δεδομένα δηλώνουν τη δυνατότητα διάκρισης δύο υποπληθυσμών της μυελικής σειράς βάσει σκεδαστικών χαρακτηριστικών και της έκφρασης του CD45, CD45dim (Neutrophil granulocytic subpopulation-1, NGS1) και CD45high (Neutrophil granulocytic subpopulation-2, NGS2). Ο υποπληθυσμός CD45dim φέρει άωρα κύτταρα, που στην πλειοψηφία τους δεν ωριμάζουν έως τελικού σταδίου[1]. Ο πλήρης χαρακτηρισμός των πληθυσμών αυτών, καθώς επίσης, και η συμμετοχή τους στη μη αποδοτική αιμοποίηση των ΜΔΣ και στην εξέλιξη της νόσου είναι στοιχεία άγνωστα.
Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η διερεύνηση δεικτών απόπτωσης και οξειδωτικού φορτίου (ελεύθερες ρίζες οξυγόνου-ROS) στους υποπληθυσμούς της μυελικής σειράς CD45dim και CD45high.
Μελετήθηκαν 17 δείγματα μυελού ασθενών με ΜΔΣ μετά από ανάλυση συνδυασμού 5 χρωμάτων με κυτταρομετρία ροής, για τους δείκτες CD11b/CD16, annexin-V/7-AAD και 2,7-dichlorodihydrofluo-rescein-diacetate(DCF). Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του κατάλληλου προγράμματος με μη παραμετρικά κριτήρια (Wilcoxon & Mann-Whitney).
Το ποσοστό των αποπτωτικών 7-AAD/annexin-V+ κυττάρων ήταν σημαντικά αυξημένο στα CD45high/ CD11b+/CD16+ της μυελικής σειράς συγκριτικά με τα CD45dim/CD11b+/CD16- κύτταρα. Τα CD45dim και CD45high κύτταρα μυελού με τη χρήση του ειδικού ανιχνευτή των επιπέδων των ελεύθερων ριζών οξυγόνου DCF αναλύθηκαν σε ROSLow και ROSHigh πληθυσμούς. Η ανάλυση με τη χρήση των παραπάνω κριτηρίων έδειξε σημαντική αύξηση του ποσοστού των ROSHigh κυττάρων στα CD45high κύτταρα, συμπεραίνοντας έτσι ότι ο υποπληθυσμός CD45dim έχει χαμηλότερα επίπεδα ενδοκυττάριων ROS εν συγκρίσει με τον CD45high υποπληθυσμό.
Ο CD45high υποπληθυσμός της μυελικής σειράς χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερα ποσοστά έκφρασης αποπτωτικών δεικτών καθώς επίσης και από τη παρουσία αυξημένου οξειδωτικού φορτίου συγκριτικά με τα CD45dim κύτταρα. Η περεταίρω διερεύνηση του ρόλου των πληθυσμών αυτών στις διαδικασίες ανάπτυξης του ΜΔΣ και στην εξέλιξη της νόσου είναι υπό εξέλιξη. / --
|
Page generated in 0.0414 seconds