Spelling suggestions: "subject:"σύνδεση"" "subject:"σύνδεσης""
31 |
Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκίαΣδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα
κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και
προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από
καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία.
Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της
εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει
προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της
απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η
εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη
γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των
αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό
βάθος χρόνου.
ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ):
42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους
γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6
(IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής
ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη
νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή
-‐
106
-‐
Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12
μήνες μετεγχειρητικά.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του
πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά
και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP,
μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και
στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα
αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα
επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης
αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς
εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής
(επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε
στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής,
όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν
αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του
προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με
τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών
καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική
επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic
complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic
inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a
bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations
and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate
the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing
sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory
status and weight loss.
Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or
with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor
α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose,
insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3
and 12 months after surgery.
Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in
both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly
compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between
groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were
significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups.
Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in
-‐
108
-‐
the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in
TNF-α levels in either group.
Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and
obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study.
Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory
status in patients undergoing SG.
|
32 |
Θεραπευτικές παρεμβάσεις στη μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα και εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους με βάση δείκτες εξέλιξης της νόσου / Treatment regimens for membranous glomerulonephritis and evaluation of their effectiveness according to disease progression indicatorsΚουτρούλια, Ελένη 30 March 2015 (has links)
Η Ιδιοπαθής Μεμβρανώδης Σπειραματονεφρίτιδα (ΙΜΣ) ή νεφροπάθεια, η πιο συχνή αιτία νεφρωσικού συνδρόμου στους ενήλικες, συνήθως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση κορτικοειδών και κυτταροτοξικών φαρμάκων ή κυκλοσπορίνης (cyclosporine-A, CsA). Σκοπός της μελέτης ήταν η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της μακροχρόνιας χορήγησης CsA στην πρόκληση ύφεσης του νεφρωσικού συνδρόμου και των ιστολογικών αλλοιώσεων σε επαναληπτικές βιοψίες νεφρού μετά τη χορήγηση του δυνητικά νεφροτοξικού αυτού φαρμάκου. Επιπλέον, εκτιμήθηκε η αποτελεσματικότητα του Mycophenolate Mofetil (MMF) ως σχήματος θεραπείας της ΙΜΣ σε μικρό αριθμό ασθενών και η προγνωστική αξία των επιπέδων του αυξητικού παράγοντα TGF-β1 στα ούρα και στο πλάσμα ως δεικτών εξέλιξης της νόσου.
Μελετήθηκαν 32 ασθενείς με ΙΜΣ οι οποίοι εμφάνιζαν νεφρωσικό σύνδρομο και είχαν ικανοποιητική νεφρική λειτουργία κατά τη διάγνωση της νόσου και στους οποίους χορηγήθηκε συνδυασμός πρεδνιζολόνης και CsA. Παρατηρήθηκε πλήρης ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου σε 18 (56%) και μερική ύφεση σε 10 ασθενείς (31%) μετά από 12 μήνες θεραπείας (συνολικά στο 87% των ασθενών). Επεισόδια υποτροπών παρατηρήθηκαν στο 39% και 60% των ασθενών με πλήρη ή μερική ύφεση αντίστοιχα, και πολλαπλές υποτροπές στο 25% των ασθενών, οι οποίοι παρουσίασαν βαθμιαία μείωση της απαντητικότητας στη CsA και επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Επαναληπτική βιοψία νεφρού έγινε σε 18 ασθενείς με ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου μετά από 24 μήνες θεραπείας για να εκτιμηθεί η δραστηριότητα της νόσου και οι πιθανές ιστολογικές αλλοιώσεις σε πλαίσια τοξικότητας από κυκλοσπορίνη. Στις επαναληπτικές βιοψίες παρατηρήθηκαν: εξέλιξη του σταδίου της νόσου, επιδείνωση της σπειραματοσκλήρυνσης και της διαμεσοσωληναριακής βλάβης στο 60% των ασθενών. Δεν παρατηρήθηκαν χαρακτηριστικές αλλοιώσεις νεφροτοξικότητας από την κυκλοσπορίνη. Η βαρύτητα των ιστολογικών αλλαγών συσχετίστηκε με το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από την πρώτη βιοψία νεφρού (r = 0.452, p < 0.05) και θεωρήθηκε ως φυσική εξέλιξη της νόσου.
Ικανοποιητικά αποτελέσματα διαπιστώθηκαν από τη χορήγηση Mycophenolate Mofetil σε 6 ασθενείς με ΙΜΣ, στους οποίους το MMF χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με μικρή δόση πρεδνιζολόνης, είτε λόγω ανθεκτικότητας του νεφρωσικού συνδρόμου στην CsA, είτε ως αρχική θεραπεία σε περιπτώσεις αντένδειξης στην χορήγηση CsA. Ύφεση του νεφρωσικού συνδρόμου παρατηρήθηκε σε 4 από τους 6 ασθενείς.
Τα επίπεδα του TGF-β1 στα ούρα ασθενών με ΙΜΣ και λευκωματουρία ήταν σημαντικά υψηλότερα συγκριτικά με αυτά υγιών εθελοντών και ασθενών με άλλες σπειραματοπάθειες που δεν παρουσίαζαν λευκωματουρία και μειώθηκαν σημαντικά μετά από χορήγηση κορτικοειδών και κυκλοσπορίνης. Η συγκέντρωση του TGF-β1 στο πλάσμα δε διέφερε σημαντικά μεταξύ υγιών εθελοντών και ασθενών με ΙΜΣ και νεφρωσικό σύνδρομο, καθώς και μεταξύ ασθενών με ή χωρίς ύφεση της λευκωματουρίας μετά από τη θεραπευτική αγωγή. / Idiopathic membranous nephropathy (IMN), the most common cause of nephrotic syndrome in adults, is usually treated with a combination of corticosteroids with cytotoxic drugs or cyclosporin A (CsA). The aim of this study was the estimation of the effectiveness of long-term use of CsA in the remission and relapse rate of nephrotic syndrome along with histological changes in repeat renal biopsies after treatment with this potentially nephrotoxic drug, and the evaluation of Mycophenolate Mofetil (MMF) as a treatment regimen for IMN. In addition, urinary and plasma TGF-β1 levels were evaluated as markers of progression of kidney disease.
Thirty-two nephrotic patients with well-preserved renal function treated by prednisolone and CsA were studied. Complete remission of nephrotic syndrome was observed in 18 (56%) and partial remission in 10 patients (31%) after 12 months of treatment (total 87%). Relapses were observed in 39% and 60% of patients with complete and partial remission, respectively, and multiple relapses in 25% of patients, who showed gradual unresponsiveness to CsA and decline of renal function. A repeat biopsy was performed in 18 patients with remission of nephrotic syndrome, after 24 months of treatment, to estimate the activity of the disease and features of CsA toxicity. Progression of the stage of the disease, more severe glomerulosclerosis and tubulointerstitial injury were recognized in 60% of patients in repeat renal biopsies. Features of CsA nephrotoxicity were not observed. The severity of histological changes was related to the time elapsed from the first biopsy (r = 0.452, P < 0.05).
MMF was proved effective in a small number of nephrotic patients with IMN and well-preserved renal function. MMF in combination with small dose of prednisolone was given in 6 patients with either persistent nephrotic syndrome to CsA or as initial therapy because of contraindication to CsA administration. Remission of nephrotic syndrome was observed in 4 out of 6 MMF treated patients.
Urinary and plasma TGF-β1 levels were examined as markers of progression of the disease. TGF-β1 levels in the urine of patients with proteinuria were significantly higher compared with those of healthy individuals and patients with other types of nephropathy without proteinuria. Furthermore, urinary TGF-β1 of nephrotic patients with membranous nephropathy significantly reduced after treatment with CsA and corticosteroids. Plasma TGF-β1 levels showed no difference between patients and healthy subjects as well as between patients with and without remission of proteinuria after treatment.
|
33 |
Σύνδρομο αποφολίδωσης και νευροαισθητήρια απώλεια ακοήςΠαπαδόπουλος, Θεόδωρος-Αθανάσιος 10 August 2011 (has links)
Η παρούσα προοπτική ελεγχόμενη κλινική μελέτη διεξήχθη για να ερευνήσει τη συσχέτιση του συνδρόμου αποφολίδωσης με τη νευροαισθητήρια απώλεια ακοής. Τα άτομα της ομάδας μελέτης εμφάνιζαν το σύνδρομο στον ένα ή αμφοτέρους τους οφθαλμούς, ενώ τα άτομα της ομάδας ελέγχου δεν εμφάνιζαν το σύνδρομο σε κανένα οφθαλμό. Κριτήρια αποκλεισμού από τη μελέτη ήταν: προηγηθείσα ωτολογική επέμβαση, οξείες ή χρόνιες ωτολογικές παθήσεις, τραύμα κεφαλής ή ωτός, έκθεση σε θόρυβο, λήψη ωτοτοξικών φαρμάκων, λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος, γλαύκωμα, οφθαλμική υπερτονία και διάφορες συστηματικές παθήσεις. Οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε μέτρηση οπτικής οξύτητας, βιομικροσκόπηση, τονομέτρηση, γωνιοσκοπία, βυθοσκόπηση μετά από μυδρίαση, εξέταση οπτικών πεδίων, επισκόπηση και ψηλάφηση ώτων, ωτοσκόπηση, εξέταση ρινοφάρυγγα, εξέταση με τονοδότες και ακοομετρία καθαρών τόνων. Κατά την ακοομετρία υπολογίστηκε για κάθε ους ο ουδός ακοής, για την αέρινη και την οστέινη αγωγή, στις συχνότητες των 0.25, 0.5, 1, 2, 4 και 8kHz.
Συνολικά έλαβαν μέρος στη μελέτη 69 άτομα (47 στην ομάδα μελέτης και 22 στην ομάδα ελέγχου). Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 74,7 ετών και στις δύο ομάδες. Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην κατανομή ηλικιών και φύλων ανάμεσα στις δύο ομάδες. Σε όλους τους εξετασθέντες οι ουδοί ακοής αέρινης και οστέινης αγωγής ήταν ταυτόσημοι για κάθε συχνότητα, γεγονός που υποδήλωνε αμιγή νευροαισθητήρια απώλεια ακοής ή φυσιολογική ακοή. Δεν προέκυψαν κλινικά σημαντικές διαφορές, μεταξύ ουδών ακοής δεξιού και αριστερού ωτός, σε κανένα άτομο. Τα άτομα της ομάδας μελέτης, σε σύγκριση με εκείνα της ομάδας ελέγχου, παρουσίασαν: Α) Σημαντικά υψηλότερα ποσοστά επιπολασμού απώλειας ακοής στις συχνότητες των 1, 2, 4 και 8kHz. Β) Σημαντικά υψηλότερους μέσους ουδούς ακοής και σοβαρότερη απώλεια ακοής στις συχνότητες των 4 και 8kHz. Η μεγαλύτερη διαφορά στη σύγκριση των μέσων ουδών ακοής παρατηρήθηκε στα 8kHz.
Τα ανωτέρω αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ πολλαπλής συσχέτισης του συνδρόμου αποφολίδωσης με τη νευροαισθητήρια απώλεια ακοής και αφενός επιβεβαιώνουν μαρτυρίες από προηγούμενες έρευνες, αφετέρου παρέχουν ένα εντελώς νέο εύρημα που είναι η στατιστικά σημαντική επίδραση του συνδρόμου στη σοβαρότητα απώλειας ακοής στις υψηλές συχνότητες. Σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες, η παρούσα μελέτη πλεονεκτεί διότι η διερεύνηση της επίδρασης του συνδρόμου στον επιπολασμό και στη σοβαρότητα απώλειας ακοής έγινε με πιο αναλυτική διαδικασία, ετέθησαν λεπτομερέστερα κριτήρια αποκλεισμού υποψηφίων, o ακοομετρικός έλεγχος αφορούσε σε μεγαλύτερο αριθμό συχνοτήτων και αποκλείστηκαν γλαυκωματικοί ασθενείς, ώστε η σχέση μεταξύ συνδρόμου αποφολίδωσης και απώλειας ακοής να εξεταστεί με πιο αντικειμενικό τρόπο. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης επαληθεύουν τη θεωρία ότι το σύνδρομο αποφολίδωσης δεν αποτελεί μόνο οφθαλμολογική πάθηση, αλλά συστηματική διαταραχή με πολυάριθμες επιπλοκές, μία εκ των οποίων αφορά το έσω ους. Συνεπώς, στους ασθενείς με σύνδρομο αποφολίδωσης, εκτός από την οφθαλμολογική εξέταση, συνιστάται η εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας με ακοομετρική δοκιμασία. / The present prospective case control clinical study was conducted to investigate the relationship between exfoliation syndrome and sensorineural hearing loss. Study group subjects manifested the syndrome in one or both eyes, whereas control group subjects didn’t manifest the syndrome in either eye. Exclusion criteria from the study were: previous ear surgery, acute or chronic ear diseases, ear or head trauma, noise exposure, oto-toxic drug intake, upper respiratory system infection, glaucoma, ocular hypertension and various systemic diseases. All participants underwent visual acuity measurement, biomicroscopy, tonometry, gonioscopy, dilated fundoscopy, visual field testing, ear inspection and palpation, otoscopy, nasopharyngeal examination, tuning fork testing and pure-tone audiometry. During audiometry the hearing threshold was calculated for every ear, using air and bone conduction, at frequencies of 0.25, 0.5, 1, 2, 4 and 8kHz.
A total of 69 subjects participated in the study (47 in study group and 22 in control group). Mean age of participants was 74.7 years in both groups. Differences in age and gender distribution between the two groups were not statistically significant. Hearing thresholds were identical for both air and bone conduction, in all examined subjects at each frequency, signifying pure sensorineural hearing loss or normal hearing. No clinically significant differences were found, between hearing thresholds of left and right ear, in any subject. Compared to control group, study group subjects displayed: A) Significantly higher prevalence rates of hearing loss at frequencies of 1, 2, 4 and 8kHz. B) Significantly higher mean hearing thresholds and more severe hearing loss at frequencies of 4 and 8kHz. The greatest difference in the comparison of mean hearing thresholds was observed at 8kHz.
The above results advocate for a multiple association between exfoliation syndrome and sensorineural hearing loss and on the one hand support evidence from previous research, on the other hand provide a totally new finding, that is the statistically significant effect of the syndrome on severity of hearing loss at high frequencies. Compared to previous studies, the present study has advantages because the syndrome effect on prevalence and severity of hearing loss was investigated in a more thorough manner, the candidate exclusion criteria were more detailed, audiometric testing involved a greater number of frequencies and glaucomatous patients were excluded, in order the relationship between exfoliation syndrome and hearing loss to be examined in a more objective way. The findings of the present study verify the theory that exfoliation syndrome is not only an ocular disease, but also a systemic disorder with numerous complications, one of which concerns the inner ear. Consequently, in patients with exfoliation syndrome, besides the ophthalmologic examination, an assessment of hearing ability with audiometric testing is recommended.
|
34 |
Οροεπιδημιολογική μελέτη του ιού του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό και των χανταϊών με τεχνικές ELISA και ανοσοφθορισμού σε πληθυσμό της βόρειας Πελοποννήσου / Seroepidemiological study of Crimean-Congo hemorrhagic fever virus and hantaviruses in northern Peloponnese with ELISA and immunofluorescence techniquesΣαργιάνου, Μαρία 05 February 2015 (has links)
Ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό (Crimean-Congo Hemorrhagic Fever Virus, CCHFV), καθώς και οι χανταϊοί (hantaviruses) προκαλούν στον άνθρωπο αιμορραγικό πυρετό. Αυτοί παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική κατανομή και αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία, λόγω του υψηλού ποσοστού θνητότητας που σημειώνουν και της απουσίας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής. Παρότι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν την παρουσία αντισωμάτων στον ελληνικό πληθυσμό, περιορισμένες είναι οι αναφορές κλινικών περιστατικών CCHF και HFRS στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιορίσει τον επιπολασμό της μόλυνσης με τον CCHFV και τους χανταϊούς στον Ν. Αχαΐας, που αν και παρουσιάζει ευνοϊκές συνθήκες για την κυκλοφορία των δύο ιών, δεν έχει μελετηθεί στο παρελθόν.
Σχεδιάσθηκε διατμηματική μελέτη και συγκεντρώθηκαν προοπτικά 207 δείγματα ορού φαινομενικά υγιών ατόμων-κατοίκων της περιοχής, τα οποία εξετάστηκαν με τη μέθοδο ELISA και έμμεσου ανοσοφθορισμού για την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του CCHFV και των χανταϊών.
Ο επιπολασμός για τη μόλυνση με CCHFV βρέθηκε 3,4% και 9,7% για τη μόλυνση με χανταϊούς, ενώ κανένα από τα οροθετικά άτομα δεν ανακαλούσε συμπτώματα παρόμοια με αυτά του CCHF ή του HFRS. Για τον CCHFV, βρέθηκε ότι η ηλικία, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση, η κατοχή/εκτροφή αιγοπροβάτων, το ιστορικό νύγματος κρότωνα, η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ., η μόνιμη διαμονή σε μη αρδευόμενες αρόσιμες εκτάσεις ή σε αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης, καθώς και η μόνιμη διαμονή σε αγροτική περιοχή είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Από αυτούς, το νύγμα κρότωνα, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση και η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ. βρέθηκαν να προβλέπουν καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επίσης, βρέθηκε ότι παράγοντες που σχετίζονται με τη μόλυνση με χανταϊούς είναι: η ηλικία, η θέαση τρωκτικών σε ακτίνα <200μ. γύρω από την οικία και η ιδιοκτησία υπόγειας αποθήκης. Από αυτούς, μόνο η ηλικία βρέθηκε να προβλέπει καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 75% των θετικών ατόμων για αντισώματα έναντι των χανταϊών παρουσίαζαν ήπια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Εντοπίστηκαν, επίσης, ενδημικές εστίες των ιών στον νομό: ο Δ. Ερυμάνθου για τον CCHFV και ο Δ. Δυτικής Αχαΐας για του χανταϊούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αποτελέσματα, θα πρέπει οι κλινικοί γιατροί της περιοχής να συμπεριλαμβάνουν τον CCHF και τον HFRS στη διαφορική διάγνωση εμπύρετων νοσημάτων, ιδίως όταν αυτά συνοδεύονται από θρομβοπενία ή επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. / Crimean-Congo hemorrhagic fever virus (CCHFV) and hantaviruses cause to humans fever with hemorrhagic manifestations. These viruses present wide geographic distribution and represent major threats for public health, because of the high fatality rate that they present and the lack of appropriate treatment. Although seroprevalence studies show the presence of antibodies against CCHFV and hantaviruses in the greek population, only some reports of human cases have been reported to date in Greece. The aim of the present study is to estimate seroprevalence for CCHFV and hantaviruses in humans in the prefecture of Achaia, where the local conditions potentially favor the circulation of these viruses and which has not been previously studied.
A cross-sectional study was designed and 207 human sera were collected from apparently healthy individuals living in Achaia, which were tested for CCHFV and hantaviruses IgG antibodies by ELISA and by indirect immunofluorescence assay (IFA).
Seroprevalence for CCHFV infection was estimated at 3.4%, whereas for hantaviruses at 9.7%; none recalled any illness resembling CCHF or HFRS. For CCHFV, it was found that age, agro-pastoral occupation, tending sheep and/or goats, tick bite, living in areas at an altitude of ≥400m., living at rural areas, living on non-irrigated arable land or on land principally occupied by agriculture, with significant areas of natural vegetation are significantly related to seropositivity. Among them, tick bite, agro-pastoral occupation and living in areas at an altitude of ≥400m. better predict seropositivity of an individual. For hantaviruses, it was found that age, rodent sighting around home and the ownership of an underground shed are significantly related to seropositivity. Among them, it seems that only age can predict seropositivity of an individual. Moreover, it was observed that almost 75% of the seropositive for hantaviruses individuals presented mild renal dysfunction. In this study, endemic foci were also detected: the municipality of Erimanthos for CCHFV and the municipality of Western Achaia for hantaviruses. Clinicians should include CCHF and HFRS in the differential diagnosis of an acute febrile case, especially when thrombocytopenia or impaired renal function is encountered.
|
Page generated in 0.0351 seconds