• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 22
  • Tagged with
  • 22
  • 10
  • 10
  • 9
  • 8
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Τοπογραφική διερεύνηση της Ηπείρου από μικροσεισμικές καταγραφές

Μαρτάκης, Νίκος 05 July 2010 (has links)
- / -
12

Οι οφιόλιθοι της οροσειράς του Κόζιακα : γεωλογική μελέτη - πετρογενετική εξέλιξη - γεωτεκτονική ερμηνεία

Πομώνης, Παναγιώτης Γ. 12 July 2010 (has links)
- / -
13

Συστηματική ανάλυση υποθαλάσσιων ριπιδίων στη γεωτεκτονική ζώνη της Πίνδου

Ανανιάδης, Γεώργιος Ε. 13 July 2010 (has links)
- / -
14

Τεκτονική ανάλυση και πεδίο τάσεων των ρηγμάτων στη λεκάνη Ξάνθης-Κομοτηνής με χρήση του προγράμματος Win-Tensor

Δημητρίου, Ιωάννης 04 May 2011 (has links)
Με την τεκτονική ανάλυση μελετάμε τις μορφές των τεκτονικών δομών στους γεωλογικούς σχηματισμούς, τον τρόπο που διατάσσονται αυτές στον χώρο, αλλά και τις αιτίες που δημιούργησαν τις παραμορφώσεις αυτές. Ξεκινώντας λοιπόν από την απλή παρατήρηση και τη λεπτομερή περιγραφή μιας τεκτονικής δομής (π.χ. πτυχή, ρήγμα κλπ), μπορούμε να καταλήξουμε στο μηχανισμό γένεσης (κινήσεις που έλαβαν χώρα) και τέλος στην αιτία (π.χ στη δύναμη), που δημιούργησε τη δομή αυτή. Με το τρόπο αυτό, μελετώντας δηλαδή τα σημάδια που αφήνει η δράση των εξωγενών και ενδογενών παραγόντων, μπορούμε να ερμηνεύουμε τα γεγονότα και τις διεργασίες έχουν συμβεί κατά το παρελθόν αλλά και να κάνουμε εκτιμήσεις για την μελλοντική εξέλιξη μιας περιοχής. Για την εκτίμηση του πεδίου τάσεων βασιζόμαστε κυρίως στους μηχανισμούς γένεσης των μεγάλων σεισμών. Αυτό μπορεί να βρεθεί επίσης από την μελέτη σύγχρονων ενεργών ρηγμάτων και γραμμώσεων ολίσθησης (κυρίως Τεταρτογενών σχηματισμών) μιας περιοχής και από την ανάλυση τέτοιων δεδομένων καθώς και από ιστορικά στοιχεία και παλαιότερες μελέτες της περιοχής. Η σημαντικότητα του πεδίου τάσεων είναι στο γεγονός ότι μας δείχνει αν μια περιοχή παραμορφώνεται σε ένα καθεστώς εφελκυσμού, συμπίεσης ή οριζόντιας μετατόπισης. Σε κάθε σημείο ενός σώματος που υπόκειται σε τάση υπάρχουν τρία κάθετα μεταξύ τους επίπεδα επί των οποίων οι διατμητικές τάσεις μηδενίζονται. Κάθετοι σε αυτά τα επίπεδα είναι οι κύριοι άξονες της τάσης. Οι άξονες αυτοί στην γενική περίπτωση που είναι άνισοι μεταξύ (σ1<σ2<σ3) τους καθορίζουν το ελλειψοειδές της τάσης (εικ.1). Ο μικρότερος άξονας δείχνει την διεύθυνση ελαχίστης συμπίεσης (σ3), ο μεγαλύτερος την μέγιστη συμπίεσης (σ1) και ο ενδιάμεσος την ενδιάμεσο συμπιεστική τάση (σ2). Για το πρόγραμμα Win-Tensor που χρησιμοποιήσαμε στην παρούσα πτυχιακή μελέτη, εκτενέστερη αναφορά θα γίνει σε πιο κάτω κεφάλαιο. Στο πιο κάτω σύγγραμμα λοιπόν θα γίνει τεκτονική ανάλυση αλλά και εκτίμηση του πεδίο τάσεων που επικρατεί στην περιοχή μελέτης (τμήμα λεκάνης Ξάνθης – Κομοτηνής) βάση επιπέδων ρηγμάτων και γραμμώσεων ολίσθησης επ’αυτών με την χρήση του προγράμματος Win-Tensor. / Tectonic and stress analysis of the Xanthi-Komotini faults using the Win-Tensor programme.
15

Τεκτονική ανάλυση και παραμόρφωση των μεταμορφωμένων σχηματισμών της Β. Άνδρου

Γαλανόπουλου, Γεωργία 07 October 2011 (has links)
Η εξετασθείσα περιοχή καταλαμβάνει το δυτικότερο τμήμα της βόρειας Άνδρου και περιλαμβάνει μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Μακροταντάλου. Η περιοχή μελέτης έχει έκταση περίπου 21 τ.χλμ. Περιορίζεται προς βορρά από το Ακ. Περιστέρι και το χωριό Χάρται, ανατολικά από τα χωριά Α.Γαύριο, Καρδαρά και Σιδόντα, δυτικά από την ακτογραμμή του Αιγαίου Πελάγους και νότια από την παραλία Κούρταλη και το χωριό Ξηρόκαμπο. Η περιοχή έχει λοφοειδές ανάγλυφο με μεγαλύτερα υψόμετρα κοντά στους οικισμούς Μακροτάνταλο (356) και Κ.Φελλός (198). Χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί η εμφάνιση δυο διαφορετικών μυλωνιτικών ζώνων, με βάση τις οποίες η περιοχή διακρίθηκε σε τρείς ενότητες (ανώτερη, κατώτερη Α και κατώτερη Β ενότητα). Η περιοχή μελέτης ανήκει στην Ανώτερη Ενότητα (Ενότητα Μακροταντάλου, κατά Παπανικολάου 1978), η οποία επώθειται επί των υπολοίπων προς νότο αναπτυσσομένων σχηματισμών, οι οποίοι σχηματισμοί αποτελούν την κατώτερη τεκτονική ενότητα Κεντρικής – Νοτίου Άνδρου. Άρα οι τρείς ενότητες που αναφερονται παραπάνω ανήκουν στη Ανώτερη Ενότητα (Ενότητα Μακροταντάλου). Τα μεταμορφωμένα πετρωμάτα της βόρειας Άνδρου ανήκουν στην πρασινοσχιστολιθική φάση μεταμόρφωσης. / --
16

Τεκτονική ανάλυση στη περιοχή της Αρκίτσας με τη χρήση GIS

Φράγκου, Τζέννη 14 February 2012 (has links)
Οι ρηξιγενείς ζώνες περιλαμβάνουν συνήθως ασυνεχή, υποπαράλληλα, κλιμακωτά ρηξιγενή τμήματα τα οποία χωρίζονται από ζώνες μεταβίβασης (relay zones). Καθώς οι ρηξιγενείς ζώνες εξελίσσονται, τα τμήματα των ζωνών αυτών, μπορούν να αλληλεπιδρούν μηχανικά και να ενώνονται σταδιακά, σχηματίζοντας έτσι δομές μεγαλύτερης κλίμακας με την αύξηση της παραμόρφωσης. Ο τρόπος με τον οποίο τα τμήματα αλληλεπιδρούν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των ζωνών, έχει γίνει αντικείμενο αρκετών ερευνών. "στόσο ακόμα και σήμερα οι γνώσεις μας για τις διεργασίες της αλληλεπίδρασης και της σύνδεσης των τμημάτων είναι περιορισμένες. Στην παρούσα εργασία, για τη μελέτη της τμηματοποίησης και τρόπου σύνδεσης κανονικών ρηγμάτων, επιλέχθηκαν οι ρηξιγενής ζώνες της Αρκίτσας στο Ευβοϊκό κόλπο. Οι ρηξιγενείς αυτές ζώνες έχουν διεύθυνση ΔΒΔ. Η επιλογή της περιοχής έγινες με βάση την σημαντική τεκτονική της δραστηριότητα τα τελευταία 1,5 εκατομμύρια χρόνια και την σπουδαιότητά της στη νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντρικής Ελλάδας. Στην παρούσα διατριβή υπολογίστηκαν παράμετροι που αντανακλούν έμμεσα την κατανομή της τάσης γύρω από τα ρήγματα, όπως είναι η κατακόρυφη μετατόπιση (D), το μήκος των ρηγμάτων (L), ο αριθμός των ρηξιγενών τμημάτων κάθε ζώνης (n), η επικάλυψη (OL), η κλιμάκωση (S) και το μήκος της ζώνης μεταβίβασης (Lr). Οι παράμετροι αυτοί αποτελούν δείκτες του βαθμού σύνδεσης μεταξύ των ρηξιγενών τμημάτων καθώς και του βαθμού ωριμότητα μιας ενεργού ζώνης. Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά Ψηφιακά Μοντέλα Αναγλύφου (DEM) από τα οποία κατασκευάστηκαν τοπογραφικά προφίλ σε κάθε ρηξιγενή ζώνη, με σκοπό τον υπολογισμό της κατακόρυφης μετατόπισης των ρηγμάτων τόσο στα επί μέρους τμήματα όσο και στις ζώνες μεταβίβασης καθώς και η κατανομή της μετατόπισης κατά μήκος οροφής- βάσης των ρηγμάτων. Επίσης προσδιορίστηκε η γεωμετρία των ζωνών μεταβίβασης μεταξύ των ρηξιγενών τμημάτων, με σκοπό να εξετασθούν οι τρόποι σύνδεσης των τμημάτων με υπολογισμό του μήκους των μη επικαλυπτόμενων ζωνών (underlapping zone), των ζωνών επικάλυψης (overlap zone) και των κλιμακώσεων (separation/spacing). Τα μήκη των τμημάτων των ρηξιγενών ζωνών προβλήθηκαν σε διαγράμματα αθροιστικής συχνότητας με σκοπό την περιγραφή των πληθυσμών των ρηγμάτων. Τα διαγράμματα δηλώνουν μια πολυκλασματική κατανομή, που αντιπροσωπεύει διαφορετικούς πληθυσμούς ρηγμάτων που αλληλεπιδρούν ή μια εκθετική κατανομή που δείχνει ένα πρώιμο στάδιο κορεσμού των ρηγμάτων. Στη συνέχεια, κατασκευάστηκαν διαγράμματα της μέγιστης κατακόρυφης μετατόπισης των τμημάτων με το μήκος (D-L), με σκοπό να προσδιοριστεί σε ποιο στάδιο σύνδεσης βρίσκονται οι συγκεκριμένες ζώνες. Τέλος εξετάστηκαν και συσχετίστηκαν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των ζωνών μεταβίβασης (μήκος κλιμάκωσης, μήκος επικαλυπτόμενων ή μη τμημάτων), με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ικανοποίηση ή μη κριτηρίων αλληλεπίδρασης των τμημάτων και της πιθανής σύνδεσης αυτών. Η κατανόηση του ρόλου της τμηματοποίησης και του τρόπου σύνδεσης των τμημάτων των ρηξιγενών ζωνών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής, στην κατανόηση των ιζηματογενών διαδικασιών μπροστά από τα ρήγματα και στον προσδιορισμό παγίδων ρευστής φάσης και της μετανάστευσής τους, μιας και οι ζώνες μεταβίβασης δύναται να αποτελούν περιοχές διαφυγής ή εμπόδια στη ροή των ρευστών. / The fault zones typically contain discontinuous, sub parallel, banded west fault segments separated by zones of transfer (relay zones). As fault zones evolve, sections of these zones can interact mechanically and gradually come together, forming larger structures with increasing strain. The way the parts interact during the development zones, has been the subject of several investigations. But even today our knowledge of the processes of interaction and connection of parts is limited. In this work, to study the segmentation and how to connect normal faults, fault zones were selected Arkitsa the Evian Gulf. The Rift these areas have WNW direction. The choice of region was based on the significant tectonic activity in the last 1.5 million years and its importance of Neotectonics evolution of Central Greece. In this thesis calculated parameters indirectly reflect the distribution of stress around the cracks, as is the vertical displacement (D), the length of the fault (L), the number of sections of a Rift Zone (n), overlapping (OL) The scaling (S) and the length of the zone transfer (Lr). These parameters are indicators of the degree of association between the Rift and parts of the degree of maturity of an active zone. So, first used Digital Elevation Models (DEM) from topographic profiles constructed in each fault zone in order to calculate the vertical displacement of faults both in the individual sections and transfer zones and the distribution of displacement along the ceiling; base faults. We also determined the geometry of the zone transfer between the Rift segments in order to examine the ways to connect the parts to calculate the length of non-overlapping zones (underlapping zone), zones of overlap (overlap zone) and step (separation / spacing). The lengths of the parts of Rift zones were shown in cumulative frequency diagrams to describe the populations of faults. The charts indicate a multi-fractional distribution, representing different populations of faults that interact or an exponential distribution that shows an early saturation of the faults. Then constructed graphs of the maximum vertical displacement of the segments with the length (DL), in order to determine at what stage are the actual connection zones. Finally examined and correlated with the geometrical characteristics of the transfer belt (length scaling, length or non-overlapping segments) in order to draw conclusions on the satisfaction or non-interaction criteria section and the possible connection of these. Understanding the role of segmentation and how to connect the parts of the Rift zones can help considerably in assessing the seismic hazard of a region, an understanding of sedimentary processes in front of the faults and identify traps liquid phase and their migration, since the transfer zones may be areas of escape or barriers to the flow of fluids.
17

Φάσεις πλαστικής παραμόρφωσης στα μεταμορφωμένα πετρώματα της ανατολικής Καρυστείας

Πιπερίδης, Γρηγόρης 21 December 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την τεκτονική ανάλυση δύο μεγασκοπικών επωθήσεων στην περιοχή της νότιας Εύβοιας. Αναλύονται τα εξελικτικά στάδια της παραμόρφωσης στην περιοχή μελέτης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την κατανόηση των παραμορφωτικών φάσεων είναι εικόνες καθώς επίσης και μετρήσεις με γεωλογική πυξίδα οι οποίες προβλήθηκαν σε στερεογραφικά δίκτυα για εξαγωγή συμπερασμάτων. Τονίζεται ότι τα παραπάνω παρουσιάζουν ορθή ερμηνεία πάντα σε συσχέτιση με υπαίθριες παρατηρήσεις. / The present work deals with the tectonic analysis of two megascopic structures in the region of southern Evia. Are analyzed the evolutionary stages of deformity in the region of study,the means that are used for the comprehension of the deforming phases are pictures as well as measurements with geological compass.
18

Ο Γρανίτης της Τήνου και οι συνδεόμενοι με αυτόν σχηματισμοί Skarn

Μάστρακας, Νικόλαος 19 November 2007 (has links)
Η παρούσα έρευνα αναφέρεται στην πετρολογική και κοιτασματολογική μελέτη του πλουτωνίτη της νήσου Τήνου και την συνδεδεμένη μ' αυτόν μεταλλοφορία σεελίτη (βολφραμιούχος) τύπου skarn. Ο ασβεσταλκαλικού χαρακτήρα πλουτωνίτης δείχνει τεκτονικού-θερμομεταφορικού τύπου επαφή με τα πετρώματα του πλαισίου. Συνίσταται άπό δύο βασικές λιθολογικές φάσεις: έναν μεταργιλικού χαρακτήρα βιοτιτικό-κεροστιλβικό γρανοδιορίτη που τοποθετήθηκε γύρω στους 17 Μα σε καθεστώς συμπίεσης σε θερμοκρασία ~770οC και πίεση ~5,2 Kbars. Ο γρανοδιορίτης προήλθε από ένα μάγμα που ήταν αποτέλεσμα μερικής τήξης υλικών μανδυακής προέλευσης και πετρωμάτων του ανώτερου φλοιού. Ο δεύτερος λιθότυπος πλουτωνίτη είναι ένας περιφερειακά αναπτυσσόμενος υπεραργιλικός γρανιτικός - βιοτιτικός λευκογρανίτης. Ο λευκογρανίτης τοποθετήθηκε γύρω στα 14 Μα σε καθεστώς διαστολής σε θερμοκρασία ~680οC και πίεση ~2Kbars. Κρυσταλλώθηκε από μάγμα που προήλθε από την μερική τήξη του γρανοδιορίτη και των περιβαλλόντων μεταϊζημάτων. Γύρω από τον πλουτωνίτη σχηματίσθηκε άλως επαφής πάχους ~1km. Μέσα στην ζώνη του πυροξενικού κερατίτη εντοπίστηκαν σε δύο περιοχές της δυτικής επαφής του πλουτωνίτη οι σχηματισμοί skarn πυροξένου - γρανάτη. Ο τύπος του skarn είναι "οξειδωτικός" εντούτοις διατηρούνται υπολέιμματα του αναγωγικού σταδίου (πλούσιοι σε εδεμβεργίτη πυρόξενοι και πλούσιοι σε γροσσουλάριο πυρήνες γρανατών που έχουν υποστεί ανθρακορρωγμάτωση). Η μεταλλοφορία του σεελίτη εντοπίστηκε μέσα στην ζώνη του πυροξενικού κερατίτη ως αποτέλεσμα διηθητικών - μετασωματικών διαδικασιών. Οι μεγακρύσταλλοί του βρίσκονται σε ισορροπία με τον υδροθερμικό γρανάτη (ζωνώδεις κρύσταλλοι πλούσιοι σε ανδραδίτη με παλμική ζώνωση και ανισοτροπία) και έχουν αποτεθεί σε θερμοκρασία ~375 οC (από ρευστά εγκλείσματα) και πίεση μικρότερη των 500 bars. / The present work is a petrological and mineralization study of the Tinos pluton and particularly of the tungsten skarn ie scheelite mineralization associated with this intrusion. the calcalkaline pluton displays a thermal - tectonic contact with the country rocks. It consists of two lithotypes: a metaluminous biotite- hornblende granodiorite and emplaced ca.17Ma under compression at T~700oC and P ~ 5.2kbars. The granodiorite represents a partial melt of mantle derived and upper crustal materials. The second lithotype of Tinos pluton is a peripherally occurring metaluminous garnet - biotite leucogranite that was emplaced ca. 14Ma at T ~ 680oC and P ~ 2kbars. The leucogranite crystallized from a magma representing a hybrid partial melt from the granodiorite and the encasing metasedimentary rocks. A contact halo of ~1km was formed around the Tinos pluton. In the pyroxene hornfels zone in the western part of the halo, mineralized pyroxene - garnet skarns were developed in two areas as a result of pyrometasomatism followed by infiltration metasomatism. The type of the Tinos skarn is "oxidized" however retains "reduced" characteristics such as hedenbergite and garnet rich in grossular component. The carbofractured grossular garnet cores with hourglass twinning are overgrown by anisotropic, oscillatory - zoned andradite - rich mantles. The scheelite megacrysts are in equilibrium with the latter, hydrothermal garnet. Fluid inclusion studies indicate that the scheelite has crystallized at T~375oC and pressure lesser than 500bars.
19

Η δομή του τεκτονικού καλύμματος των κυανοσχιστόλιθων στην ευρύτερη περιοχή Χάρτες - Άνδρου

Καπιζιώνης, Παναγιώτης 12 June 2015 (has links)
Μια τεκτονική και δομική ανάλυση του Κυκλαδικού καλύμματος των κυανοσχιστόλιθων [CBU] και μια επιπλέον προσέγγιση στην μεταμορφική και παραμορφωτική του εξέλιξη. Περιλαμβάνεται επίσης ένας νεότερος, πιο περιεκτικός γεωλογικός χάρτης. / A tectonic and structural analysis of the cyclades blueschist unit [CBU] and a further look into its metamorphic and deformational evolution. A new, more comprehensive geological map is also included.
20

Ενεργός τεκτονική της ΝΑ Στερεάς Ελλάδας

Τσόδουλος, Ιωάννης 21 March 2011 (has links)
Η περιοχής της διατριβής βρίσκεται στη ΝΑ Στερεά Ελλάδα μεταξύ του συστήματος τάφρων-ζωνών, του Κορινθιακού και του Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου και η κατανόηση της τεκτονικής εξέλιξής της κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της πιθανής αλληλεπίδρασής τους ή ακόμη και της σύνδεσης τους. Για να σκιαγραφηθεί αυτή η σχέση έγινε τεκτονική ανάλυση στη Λεκάνη Θηβών όπου αναγνωρίσθηκαν τέσσερις (4) κύριες ρηξιγενείς ζώνες με μήκη που κυμαίνονται από ~18 έως ~27 km. Κάθε μια από τις ρηξιγενείς ζώνες αποτελείται από επιμέρους κύρια ρήγματα. Αναλύθηκαν συνολικά 10 κύρια ρήγματα με μήκος που κυμαίνεται από ~7 έως ~15 km. Τα ρήγματα και οι αντίστοιχες ρηξιγενείς ζώνες, που αυτά συνθέτουν, αποτελούν, κατά την εξέλιξη της Λεκάνης Θηβών, περιθώρια επιμέρους λεκανών. Η διατριβή συνεισφέρει στην κατανόηση της τεκτονικής εξέλιξής της περιοχής μελέτης, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της πιθανής αλληλεπίδρασής των γειτονικών ρηξιγενών ζωνών, ή ακόμη και της σύνδεσης τους. Στόχοι της διατριβής αποτέλεσαν: (1) η αναγνώριση και λεπτομερής χαρτογράφηση των κύριων ρηξιγενών ζωνών της Λεκάνης Θηβών και η σύνδεσή τους με τις τεκτονικές και σεισμολογικές παρατηρήσεις στην περιοχή της ΝΑ Στερεάς Ελλάδας, (2) η κατανόηση του τρόπου σύνδεσης και εξέλιξης των ρηγμάτων, (3) η εκτίμηση του «βαθμού ενεργότητας» των ρηξιγενών δομών, και (4) η κατανόηση του ρόλου της ενεργού τεκτονικής στην εξέλιξη του αναγλύφου της περιοχής μελέτης. Οι σεισμοί, ως φυσικό φαινόμενο, έχουν την δυνατότητα να προκαλούν εκτεταμένες υλικές καταστροφές και πολλές φορές και την απώλεια ανθρώπινων ζωών, επιδρούν κατά κανόνα αρνητικά στην πρόοδο της οργανωμένης κοινωνίας. Συνεπώς, ο καθορισμός των ενεργών τεκτονικών διεργασιών είναι σημαντικός για την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων αλλά και για τη σχεδίαση της αντισεισμικής πολιτικής μιας περιοχής ή μιας χώρας. Το βασικό ‘’εργαλείο’’ της παρούσας μελέτης αποτέλεσε ένα ευρύ φάσμα ‘’τεχνικών’’ της Ενεργού Τεκτονικής και της Τεκτονικής Γεωμορφολογίας. Η ποσοτική μορφοτεκτονική ανάλυση των ρηξιγενών ζωνών με τη χρήση μορφομετρικών δεικτών, επιτρέπει τόσο την ακριβή χαρτογράφηση και ανάλυση των ρηγμάτων όσο και την εκτίμηση του ‘’βαθμού ενεργότητάς’’ τους. Τα όρια των ρηγμάτων και οι ζώνες μεταβίβασης που αναπτύσσονται μεταξύ των ρηγμάτων στις ρηξιγενής ζώνες αναλύθηκαν με την κατασκευή διαγραμμάτων κατανομής της μετατόπισης. Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της μετατόπισης του ρήγματος με το επιφανειακό του μήκος, βοηθάει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται τα ρήγματα και των κλασματικών ιδιοτήτων της μετατόπισης σε σχέση με το μήκος. Επιπρόσθετα, η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ αναγλύφου και λεκανών απορροής στη βάση των ρηξιγενών ζωνών, αποτελεί ένα ακόμα ‘’βήμα’’ για την κατανόηση της εξέλιξης του αναγλύφου των ρηξιγενών ορεογραφικών μετώπων. Τα νεοτεκτονικά στοιχεία που συλλέχθηκαν συμπληρώθηκαν με την εκσκαφή παλαιοσεισμολογικών τομών και την εφαρμογή μεθόδων και αρχών της Παλαιοσεισμολογίας και οδήγησαν στη διερεύνηση της σεισμικής ιστορίας του Ρήγματος Καπαρέλλιου, με γεωλογικές μεθόδους, ώστε να εκφράζεται αυτή με όρους ανάλογους της σεισμολογίας. Η χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S) αποτέλεσε ένα ‘’δυναμικό εργαλείο’’ συλλογής, διαχείρισης και απεικόνισης χωρικών δεδομένων που προέκυψαν από την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων στην περιοχή μελέτης. Η ποιοτική και ποσοτική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου της περιοχής μελέτης, έδειξε ότι η εξέλιξη των λεκανών απορροής επηρεάζεται σημαντικά από τη δράση των επιμέρους ρηξιγενών ζωνών, και σε μικρότερο βαθμό και από τις τοπικές γεωλογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής. Ο υπολογισμός της ασυμμετρίας των κύριων λεκανών απορροής της περιοχής μελέτης υπολογίσθηκε με το Συντελεστή Ασυμμετρίας (Αf) και το Συντελεστή Εγκάρσιας Τοπογραφικής Συμμετρίας (Τ). Κατά μήκος των ρηξιγενών ζωνών υπολογίσθηκαν οι μορφοτεκτονικοί δείκτες: δείκτης ευθυγράμμισης ορεογραφικού μετώπου (Smf), δείκτης λόγου πλάτους κοιλάδας προς ύψος κοιλάδας (Vf), δείκτης σχήματος λεκάνης απορροής (Bs) και δείκτης μήκους-κλίσης ρέματος (SL). Οι τιμές των μορφοτεκτονικών δεικτών καταδεικνύουν ότι όλες οι ρηξιγενείς ζώνες είναι ενεργές και υπόκεινται σε υψηλό ρυθμό ανύψωσης σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεκτά δεδομένα. Η ανάλυση με μεθόδους της Τεκτονικής Γεωμορφολογίας, που πραγματοποιήθηκε στις τέσσερις ρηξιγενής ζώνες της περιοχής μελέτης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες οι ζώνες μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν υψηλής ενεργότητας. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των παλαιοσεισμολογικών τομών διαπιστώθηκε ότι το Βόρειο Ρήγμα Καπαρελλίου παρουσιάζει συνεχή τεκτονική δραστηριότητα. Σε μια περιοχή όπως ο ευρύτερος Αιγιακός χώρος, η μελέτη του αναγλύφου με τη χρήση μορφοτεκτονικών παραμέτρων μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την κατανόηση των επιφανειακών επιπτώσεων των σεισμών επί του ανάγλυφου. / The study area is located in the easternmost sector of the Gulf of Corinth, the Beotia area in SE Central Greece, which is an area with active normal faults located between two major rift structures of Central Greece, the Gulf of Corinth and the South Gulf of Evia. The Gulf of Corinth is an active rift with high rates of uplift and high seismicity, on the contrary the South Gulf of Evia is an area with low rates of uplift, compared with the Gulf of Corinth, moderate seismicity but with strong seismic events. The research is focused on four fault zones, which are described from west to east: the Neochori-Leontari, the Livadostras-Kaparelli, the Erithres-Dafnes and the Kallithea-Asopia fault zones with lengths from ~18 km to ~27 km. Each one of the fault zones consist from a number of discrete main faults with lengths ranging from ~7 to ~15 km. The purpose of this study is to analyze the drainage pattern and landscape evolution in order to evaluate the tectonic activity and the fault growth within the actively deformed easternmost sector of the Gulf of Corinth. In order to achieve this aim, a variety of morphotectonic parameters is used additionally with detailed mapping of faults to refine geometry and evolution of fault systems in the study area. In addition, we used G.I.S. techniques to estimate the morphotectonic parameters. In addition, three palaeoseismological trenches were excavated across the Kaparelli fault scarp, in order to understand the seismic history of the Kaparelli normal fault that ruptured during the March 1981 Gulf of Corinth earthquakes. All faults or fault zones analyzed in this study control a basin and range topography accommodating the current extension in the South Sterea Hellas region. These faults follow two trends: ENE to NE and WNW to E-W. The former fault system prevails in western Greece, with Rio Graben as a typical structure controlled by these faults. In eastern Peloponnese and south Sterea Hellas this fault system appears to be weaker. The Livadostras, Neochori and Dafnes faults belong to this fault trend. The WNW to E-W trending faults control a series of typical grabens, like the Gulf of Corinth, Tithorea, Sperchios-Atalanti as well as the Thiva graben. The Kaparelli, Leontari, Tanagra, Kallithea, Asopia, Kirikion and Erithres faults belong to this fault trend. All mentioned faults are organized in fault zones. It is also commonly observed that faults belonging to the two fault trends show a physical or mechanical linkage and thus in the same fault zone both fault trends are included. The results of this study shows that vertical motions and tilting associated with normal faulting influence the drainage geometry and its development. Values of stream-gradient indices (SL) are relatively high close to the fault traces of the studied fault zones suggesting high activity. Mountain-front sinuosity (Smf) mean values along the fault zones ranges from 1.08 to 1.26. Valley floor width to valley height ratios (Vf) mean values along the studied fault zones range between 0.5 and 1.6. Drainage basin shape (BS) mean values along the fault zones range from 1.87 to 3.54. Drainage density (Dd) mean values along the studied fault zones range from 1.56 to 5.65. All these morphotectonic parameters and geomorphological data suggest that the analyzed normal faults are highly active. Although fault zones controlling the Thiva Basin show lateral growth both westwards and eastwards, in several cases the tendency for eastward lateral growth is more predominant. The analyzed trenches expose evidence of at least three events, for the past 10,000 years, with the 1981 event included. Displacements per event on different fault segments within the trenches vary between 0.7 and 1 m. Average vertical displacements associated with interpreted paleoearthquakes at the trench site are in the order of 2.7 m. Average slip rates derived from the trenches is in the order of c. 0,3 mm/yr.

Page generated in 0.0392 seconds