• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 137
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 141
  • 24
  • 22
  • 15
  • 14
  • 12
  • 12
  • 11
  • 10
  • 9
  • 9
  • 9
  • 9
  • 8
  • 8
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
121

Η εργαλειοκρατική αντίληψη για την επιστήμη ως αντιρεαλιστική θέση : η περίπτωση του Bas. C. van Fraassen

Βενέτη, Άννα 27 April 2015 (has links)
Αφορμή για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας συνιστά η διαμάχη μεταξύ του επιστημονικού ρεαλισμού και της εργαλειοκρατίας σχετικά με τις μη παρατηρήσιμες οντότητες Στόχος είναι να μελετηθεί και να αξιολογηθεί η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης , με έμφαση στην μορφή εργαλειοκρατίας που υποστηρίζεται στο έργο του Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), δηλαδή τον κατασκευαστικό εμπειρισμό (constructive empiricism). Τα βασικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι τα εξής: 1)Τι πρεσβεύει ο επιστημονικός ρεαλισμός; 2)Τι εννοούμε όταν μιλάμε για την εργαλειοκρατική θεώρηση στην επιστήμη; 3)Ποια είναι η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης στο έργο του van Fraassen. Το πρώτο μέρος της εργασίας πραγματεύεται τον όρο «ρεαλισμός» θέτοντας ως αφετηρία τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνος, φτάνοντας μέχρι τον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό. Έτσι έχουμε: 1) τον Πλατωνισμό, 2) τον Άμεσο Ρεαλισμό, 3) τον Έμμεσο Ρεαλισμό, 4) τον Επιστημονικό Ρεαλισμό. Το καθένα από τα παραπάνω εκφράζουν τον όρο ρεαλισμό με διαφορετικό τρόπο. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί περισσότερο ο επιστημονικός ρεαλισμός, διότι θα την αντιπαραβάλουμε με τις εργαλειοκρατικές προσεγγίσεις για την επιστήμη. Ο Επιστημονικός ρεαλισμός υποστηρίζει οτι ο σκοπός της επιστήμης είναι να μας δώσει μία κυριολεκτικά αληθή περιγραφή για τον κόσμο και ότι οι καλύτερες (πιο ώριμες) επιστημονικές θεωρίες μας προσφέρουν προσεγγιστικά αληθείς περιγραφές του κόσμου. Επομένως, οι οντότητες που περιγράφουν είναι πραγματικές (πχ. ηλεκτρόνια). Θα διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού, όπως: Α) το επιχείρημα του μη θαύματος: (Νo Μiracle Αrgument, ΝΜΑ): «ο ρεαλισμός είναι η μόνη φιλοσοφία της επιστήμης που δεν καθιστά την επιτυχία της επιστήμης ένα θαύμα». (Putnam, 1975). Β)το επιχείρημα της συναγωγής στη βέλτιστη εξήγηση(Inference to the Best Explanation, IBE): συνίσταται στο ότι από την ικανότητα μιας θεωρίας να προσφέρει την καλύτερη δυνατή εξήγηση των φυσικών φαινομένων έπεται η αλήθεια της. Συνεχίζουμε με τις βασικές μορφές της εργαλειοκρατίας: 1) την εξαλειπτική: οι όροι που δηλώνουν φυσικές μη παρατηρήσιμες οντότητες (θεωρητικοί όροι) , π.χ. ‘ηλεκτρόνιο’, μπορούν να εξαλειφθούν εντελώς από την επιστημονική γλώσσα και 2) την μη εξαλειπτική: δεν είναι σκοπός των επιστημονικών θεωριών να αναζητήσουν κάτι περισσότερο πίσω από τα φαινόμενα είτε αυτά υπάρχουν είτε όχι. Η αντιρεαλιστική θέση του van Fraassen ονομάζεται κατασκευαστικός εμπειρισμός (constructive empiricism)και υποστηρίζει οτι η επιστήμη σκοπεύει να μας δώσει θεωρίες, οι οποίες είναι εμπειρικά επαρκείς και η αποδοχή μιας θεωρίας ενέχει την πεποίθηση μόνο ότι αυτή είναι εμπειρικά επαρκής. Προϋπόθεση της θέσης του είναι η διάκριση παρατηρήσιμου και μη παρατηρήσιμου, η οποία εγείρει ενστάσεις. Από την ανάλυσή μας καταλήγουμε ότι η προσέγγισή του van Fraassen είναι ενδιαφέρουσα γιατί επιχειρεί να αποδώσει συστηματικά τη θέση της μη εξαλειπτικής εργαλειοκρατίας ότι η επιστήμη επιδιώκει να περιγράψει με ακρίβεια τα φαινόμενα χωρίς να μπορεί να αποφανθεί για κάτι βαθύτερο που βρίσκεται πίσω από αυτά. Οπότε, δεν έχει καταφέρει να καταρρίψει την οντολογική θέση του ρεαλισμού ότι υπάρχουν μη παρατηρήσιμες οντότητες. Η προσπάθειά του να αποδείξει τη διάκριση παρατηρήσιμου – μη παρατηρήσιμου ακολουθώντας τον δρόμο του κατασκευαστικού εμπειρισμού τον οδήγησε μάλλον στο να κάνει λήψη του ζητουμένου και άρα σε αδιέξοδο. Βέβαια , κάτι τέτοιο δεν μειώνει την αξία της προσφοράς του van Fraassen, αφού εκείνος είναι εισηγητής μιας νέας θεωρίας και νέων όρων, όπως η εμπειρική επάρκεια, δίνοντας έτσι το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη και έρευνα στο πεδίο της φιλοσοφίας της επιστήμης. / The occasion of this dissertation is the conflict between the scientific realism and instrumentalism with regard to the unobservable entities. Specifically, the aim is to study and evaluate the instrumentalist approach to science, emphasising on the form of instrumentalism supported in the work of Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), the constructive empiricism. The basic questions to be dealt with are:1) What advocates scientific realism? 2)What do we mean when we talk about the instrumentalist approach to science? 3) What is the instrumentalist approach to science in van Fraassen's work? The first part of the thesis deals with the term "realism" setting as a starting point the theory of Ideas of Plato, reaching the modern scientific realism. So we have: 1) Platonism, 2) the Direct Realism, 3) the Indirect Realism, 4) the Scientific Realism. Each of the above-expressing the term "realism" differently. This thesis focus more on the analysis of the scientific realism, because it will be compared with the instrumentalist approaches to science. The Scientific realism argues that the purpose of science is to give us a literally true description of the world and that the best (more mature) scientific theories offer us approximately true descriptions of the world. Therefore, entities that describe is real (eg. electrons). Arguments in favor of the scientific realism are the following: A)the argument of non-miracle (NMA), according to which "realism is the only philosophy of science that does not make the success of science a miracle." (Putnam, 1975). B)the argument of the Inference to the Best Explanation( IBE) is that from the ability of a theory to offer the best possible explanation of natural phenomena follows the truth of a theory. We continue with the basic forms of instrumentalism: 1) the eliminative: the terms that indicate physical unobservable entities (theoretical terms), eg 'electron', can be eliminated completely by the scientific language and 2) the non-eliminative: the aim of the scientific theories is not to seek something more behind the phenomena whether they exist or not. The van Fraassen's antirealistic view called constructive empiricism and it can be classifiable in the non-eliminative instrumentalism. Supports that science aims to give us theories which are empirically adequate and acceptance of a theory involves the belief that this is only empirically adequate. Precondition of his position is the distinction between observable and non-observable, which raises objections. His attempt to distinguish the observable from unobservable seem to have led his to an impasse. Of course, this does not diminish the value of its offer, since he is rapporteur of a new theory and new terms, such as empirical adequacy, thus triggering further study and research in the field of philosophy of science.
122

Απάντηση της αυξητικής ορμόνης μετά από προκλητή εξέταση με GHRH και GHRP-6 σε παιδιά με κλασσική ανεπάρκεια και με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της αυξητικής ορμόνης / Combined growth hormone-releasing hormone and growth hormone-releasing peptide-6 test for the evaluation of growth hormone secretion in children with growth hormone deficiency and growth hormone neurosecretory dysfunction

Παπαδημητρίου, Δημήτριος Θ. 27 April 2009 (has links)
Η προκλητή δοκιμασία με GHRH + GHRP-6 είναι ένα από τα πιο ισχυρά ερεθίσματα για την έκκριση της GH. Προκειμένου να εκτιμηθεί η διαγνωστική της ικανότητα σε παιδιά με κλασσική ανεπάρκεια GH (Growth Hormone Deficiency, GHD) αλλά και με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της GH (GH Neurosecretory Dysfunction, GHND), 35 παιδιά με μέγιστη απάντηση της GH < 10 μg/L μετά από πρόκληση με levo-dopa/κλονιδίνη (GHD), 15 με φυσιολογική απάντηση στις προκλητές εξετάσεις αλλά παθολογική αυτόνομη 24ωρη έκκριση της GH (GHND) και 20 φυσιολογικοί μάρτυρες έλαβαν 1 μg/kg GHRH και GHRP-6 i.v. και η GH μετρήθηκε στο χρόνο -15΄, 0΄, 5΄, 10΄, 15΄, 30΄, 45΄, 60΄. Έξι ασθενείς δεν απάντησαν στην συνδυασμένη προκλητή εξέταση με GHRH και GHRP-6 (μη αποκριτές), με σημαντικά χαμηλότερη μέγιστη τιμή GH: 20.7 μg/L (7.8-31.8) από τους μάρτυρες και τους υπόλοιπους ασθενείς (αποκριτές). Η απάντηση της GH (μg/L) ήταν παρόμοια μεταξύ των προεφηβικών μαρτύρων: 167±88, των προεφηβικών παιδιών με κλασσική ανεπάρκεια: 202±110 και των προεφηβικών παιδιών με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της GH: 155±83. Οι εφηβικοί μάρτυρες είχαν υψηλότερη απάντηση: 328±149 από τους εφηβικούς ασθενείς με GHD: 203±105 και GHND: 186±105. Ενώ οι εφηβικοί μάρτυρες είχαν υψηλότερη απάντηση GH από τους προεφηβικούς, οι εφηβικοί και προεφηβικοί ασθενείς και των δύο ομάδων (GHD και GHND) είχαν παρόμοια μέγιστη απάντηση GH. Tα δεδομένα της μελέτης επιβεβαιώνουν ότι ο συνδυασμός GHRH και GHRP-6 είναι ένα ισχυρό ερέθισμα για την έκκριση της GH που μπορεί να κινητοποιήσει τα υποφυσιακά αποθέματα αυξητικής ορμόνης σε παιδιά που παρουσιάζουν τόσο κλινικά, όσο και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανεπάρκειας αυξητικής ορμόνης. Πρόκειται για μία ασφαλή και σύντομη δοκιμασία χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες για τα παιδιά, η οποία μπορεί να διακρίνει τους ασθενείς με σημαντική έκπτωση των υποφυσιακών αποθεμάτων αλλά και εκκριτικής ικανότητας της GH, που παρουσιάζουν και την πιο σημαντική ανεπάρκεια στην αύξηση. Είναι πιθανό οι ασθενείς «αποκριτές» να παρουσιάζουν υποθαλαμική δυσλειτουργία στη νευρορύθμιση της έκκρισης της GH και να μπορούν να απαντήσουν θεραπευτικά σε συνθετικά εκλυταγωγά της GH.Κατά συνέπεια, η εξέταση με GHRH+GHRP-6 μπορεί να χρησιμεύσει στην επιλογή ασθενών όχι μόνο με ανεπάρκεια GH αλλά και με άλλες διαταραχές της αύξησης με θεραπευτική ένδειξη τη χορήγηση GH, οι οποίοι θα μπορούσαν να απαντήσουν στη χορήγηση συνθετικών εκλυταγωγών της GH. Περαιτέρω μελέτες χρειάζονται για να απαντήσουν στα πολύ σημαντικά αυτά κλινικά ερωτήματα. / The combined growth hormone-releasing hormone and growth hormone-releasing peptide-6 (GHRH + GHRP-6) test is most potent in evaluating GH secretion. The aim of this research was to assess its capability in children with GH deficiency and low spontaneous GH secretion (GH neurosecretory dysfunction). Thirty-five children with GH <10 ng/ml after levo-dopa/clonidine (GHD), 15 with normal provocative tests but abnormal 24-hour spontaneous GH secretion (GHND), and 20 controls (C) were given 1 μg/kg of GHRH and GHRP-6 i.v. and GH (ng/ml) was measured at -15, 0, 5, 10, 15, 30, 45 and 60 min. Six were non-responders to the combined test, with significantly lower peak GH 20.7 (7.8-31.8) than C and the rest of the patients (responders). Peak GH was similar between prepubertal (PP) controls 167 +/- 88, GHD 202 +/- 110 and GHND 155 +/- 83. Pubertal (P) controls had higher peak GH 328 +/- 149 than P-GHD 203 +/- 105 and P-GHND 186 +/- 105. While P-C had higher peak GH than PP-C, PP and P children had similar responses within the GHD and GHND groups. The GHRH + GHRP-6 test detects children with severe GH insufficiency. Patients with GHD respond similarly to those with GHND, indicating a possible hypothalamic GH neuroregulatory dysfunction in GHD. Responders to the combined test may be eligible for treatment with a synthetic GH secretagogue.
123

Νέοι αντιδραστήρες και λεπτά υμένια για την πρακτική εφαρμογή του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης της κατάλυσης σε αντιδράσεις περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος / Novel reactors and thin films for the practical utilization of the electrochemical promotion of catalysis for environmentally important reactions

Σουεντίε, Σταμάτιος 25 May 2009 (has links)
Η ηλεκτροχημική ενίσχυση της κατάλυσης (EPOC ή αλλιώς μη-φαρανταϊκή τροποποίηση της καταλυτικής ενεργότητας, φαινόμενο NEMCA) είναι ένα φαινόμενο όπου εφαρμογή μικρών ρευμάτων ή δυναμικών (±2V) σε ένα καταλύτη που είναι υποστηριγμένος σε ένα ηλεκτρολύτη, ιοντικό ή μικτό ιοντικό-ηλεκτρονικό αγωγό, μπορεί να επιφέρει τροποποιήσεις στην καταλυτική ενεργότητα αλλά και εκλεκτικότητα, με τρόπο ελεγχόμενο, αντιστρεπτό και έως ένα βαθμό προβλέψιμο. Η ηλεκτροχημική ενίσχυση έχει βρεθεί, με χρήση διαφόρων τεχνικών, ότι πηγάζει από την ηλεκτροχημικά ελεγχόμενη παροχή ενισχυτικών ιοντικών ειδών από το φορέα-ηλεκτρολύτη στα καταλυτικά σωματίδια. Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας διατριβής γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά στους στερεούς ηλεκτρολύτες, στις ιδιότητες τους και τους τομείς στους οποίους χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη σημασία στη σταθεροποιημένη με οξείδιο του υττρίου ζιρκονία (YSZ), που αποτελεί ένα πολύ συχνά χρησιμοποιούμενο αγωγό ιόντων οξυγόνου. Επίσης, εισάγονται οι έννοιες της μετανάστευσης (spillover) και της αντίστροφης μετανάστευσης (backspillover), οι οποίες χρησιμοποιούνται στην ερμηνεία και την κατανόηση του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης και των αλληλεπιδράσεων μετάλλου-φορέα (MSI). Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται εισαγωγή στις γενικές αρχές του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης όπου παρουσιάζονται μερικά παραδείγματα εφαρμογής του και γίνεται ανασκόπηση όλων των εργασιών που έχουν εμφανιστεί στη βιβλιογραφία και αφορούν στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Συζητείται, επίσης, η μελέτη του φαινομένου με χρήση διαφόρων πειραματικών τεχνικών, όπως ηλεκτροκινητικών πειραμάτων δυναμικής απόκρισης, μετρήσεων έργου εξόδου, κυκλικής βολταμμετρίας, XPS, TPD και STM, καθώς και θεωρητικών μελετών, με σκοπό την κατανόηση της αρχής του φαινομένου σε ατομικό επίπεδο καθώς και την επίλυση σημαντικών προβλημάτων που αφορούν στην ετερογενή κατάλυση. Με βάση τα αποτελέσματα από τις ανωτέρω μελέτες, παρουσιάζεται το μαθηματικό μοντέλο που έχει αναπτυχθεί και εξηγεί τα παρατηρούμενα φαινόμενα σε μοριακό επίπεδο καθώς και οι πρόσφατα εδραιωμένοι κανόνες που το διέπουν. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αξιοποίηση του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης στην αντιμετώπιση ενός εκ των δυσκολότερων και προκλητικότερων προβλημάτων της ετερογενούς κατάλυσης που είναι η αναγωγή του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) από αιθυλένιο παρουσία υψηλής περίσσειας (10%) οξυγόνου. Στην μελέτη χρησιμοποιήθηκε ένας πρόσφατα ανεπτυγμένος και βελτιωμένος για την παρούσα διατριβή, μονολιθικός ηλεκτροχημικά ενισχυόμενος αντιδραστήρας (monolithic electrochemically promoted reactor, MEPR) εξοπλισμένος με 22 ηλεκτροχημικά καταλυτικά στοιχεία του τύπου Rh/YSZ/Pt με μικρό πάχος ηλεκτροδίων (~40 nm). Βρέθηκε, δε, ότι η βέλτιστη λειτουργία επιτυγχάνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες (220-240οC) με σημαντική ηλεκτροχημική ενίσχυση ακόμα και κάτω από τις ανωτέρω ισχυρά οξειδωτικές συνθήκες (λόγος αέρα-καυσίμου=16.7, περίσσεια οξυγόνου=9.43). Σε αυτό το στενό θερμοκρασιακό εύρος η εκλεκτικότητα προς Ν2 που επετεύχθη από τα Rh/YSZ/Pt ηλεκτροκαταλυτικά στοιχεία, είναι περίπου 100% ενώ η παραγωγή των ανεπιθύμητων CO, ΝΟ2, Ν2Ο ήταν σχεδόν μη-ανιχνεύσιμη. Στο τέταρτο κεφάλαιο μελετάται η χρήση λεπτών καταλυτικών ηλεκτροδίων Pt σκελετικής δομής (Pt-skeletal/YSZ/Au) στην έκταση του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης, χρησιμοποιώντας την πρότυπη αντίδραση οξείδωσης αιθυλενίου, στον μονολιθικό ηλεκτροχημικά ενισχυόμενο αντιδραστήρα. Βρέθηκε ότι και τέτοιου τύπου ηλεκτρόδια – καταλυτικά υμένια είναι ιδιαίτερα καταλυτικά ενεργά και είναι δυνατό να ενισχυθούν ηλεκτροχημικά σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, ο αντιδραστήρας λειτούργησε επιτυχώς και παρατηρήθηκε ηλεκτροχημική ενίσχυση, υπό υψηλές ογκομετρικές παροχές (25 l/min), με ταχύτητες χώρου αντιδραστήρα που είναι κοντά σε αυτές που λειτουργούν οι βιομηχανικοί αντιδραστήρες (12000 h-1). Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ηλεκτροχημική ενίσχυση της αντίδρασης υδρογόνωσης του CO2 με στόχο την παραγωγή μεθανίου χρησιμοποιώντας ηλεκτροχημικά στοιχεία του τύπου Rh/YSZ/Pt. Βρέθηκε ότι η αντίδραση μπορεί να ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό και επιπλέον να τροποποιηθεί και η εκλεκτικότητά της σε CΗ4 που είναι και το επιθυμητό προϊόν. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μελέτη της αντίδραση οξείδωσης του SO2 προς SO3, μιας πολύ σημαντικής αντίδρασης από βιομηχανική (παραγωγή H2SO4) αλλά περιβαλλοντική άποψη, με χρήση του φαινομένου της ηλεκτροχημικής ενίσχυσης, σε λεπτά (~40 nm) ηλεκτροχημικά στοιχεία του τύπου Pt/YSZ/Au. Βρέθηκε πως ηλεκτροχημική ενίσχυση μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και σε πολύ υψηλές ογκομετρικές παροχές (30 l/min), όπου αντιστοιχούν σε ταχύτητες χώρου αντιδραστήρα (14000 h-1) πολύ κοντά σε αυτές που λειτουργούν οι βιομηχανικοί αντιδραστήρες και να επιτευχθούν σχετικά υψηλές μετατροπές SO2. / Electrochemical Promotion of Catalysis (EPOC or Non-Faradaic Electrochemical Modification of Catalytic Activity, NEMCA effect) is a phenomenon where the application of small currents or potentials (±2V) alters the activity and selectivity of catalysts supported on ionic or mixed ionic-electronic conductors and modifies the catalytic activity and selectivity, in a controllable, reversible and to some extend predictable manner. As shown by numerous surface science techniques, including STM, electrochemical promotion is due to electrochemically controlled migration (backspillover) of promoting or poisoning ionic species (Oδ- in the case of YSZ) between the ionic or mixed ionic-electronic conductor and the gas exposed catalytic surface. The utilization of electrochemical promotion of catalysis, in order to tackle one of the most difficult and challenging problems of heterogeneous catalysis, which is the NO reduction under high excess oxygen (10%), has been performed. This gas mixture is a typical mixture in a lean-burn engine (or Diesel engine) exhaust. In this study, a recently developed and improved monolithic electrochemically promoted reactor (MEPR) has been used, equipped with 22 thin (~40 nm catalyst-electrode thickness) electrochemical catalytic elements Rh/YSZ/Pt type. It was found that there is an optimum operation temperature of the reactor, in the range from 220oC to 240oC, where the maximum electropromotion effect occurs, even under these extremely oxidizing conditions (air/fuel ratio = 16.7 and oxygen excess = 9.43%). In this narrow temperature window the selectivity to N2 was almost 100% since the production of the undesired N2O and NO2 was almost undetectable. Also, the use of thin catalytic Pt electrodes with skeletal structure (Ptskeletal/ YSZ/Au) was examined in the MEPR for the model reaction of C2H4 oxidation. It was found that such skeletal structure electrodes are catalytically active and can be electropromoted even under high gas flow rates (25 l/min) or high space velocity (HSV~12000 h-1), close to those that the industrial reactors operate. The electrochemical promotion of the CO2 hydrogenation reaction was also examined, towards methane production using Rh/YSZ/Pt type electrochemical catalytic elements. It was found that the reaction rates can be enhanced and similarly the selectivity to CH4 which found to increase upon polarization. Finally, the effect of electrochemical promotion was examined in the study of the SO2 oxidation to SO3 reaction, which is a very important reaction by industrial (H2SO4 production) and environmental point of interest. The monolithic reactor was equipped with 5 or 22 thin (~40 nm) Pt/YSZ/Au type electrocatalytic elements. It was found that electrochemical promotion can be obtained by positive polarization even under high hourly space velocities (14000 h-1), close to those that the industrial reactors operate, with relatively high SO2 conversions.
124

Βέλτιστος σχεδιασμός υψίσυχνου μονοφασικού αντιστροφέα για τη διασύνδεση φωτοβολταϊκών συστημάτων μικρής ισχύος με το δίκτυο χαμηλής τάσης

Κυρίτσης, Αναστάσιος 02 November 2009 (has links)
Η επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος από τους συμβατικούς τρόπους ηλεκτροπαραγωγής έστρεψε τα τελευταία χρόνια την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική στην ανάπτυξη και βελτίωση μεθόδων ηλεκτροπαραγωγής βασισμένων σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Αν και η ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο δίκτυο μέσης τάσης δε συνοδεύεται από ιδιαίτερες πρακτικές δυσκολίες, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το ηλεκτρικό δίκτυο των αστικών περιοχών, εξαιτίας της δομής των σύγχρονων μεγάλων αστικών κέντρων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μεγάλοι καταναλωτές (εργοστάσια και βιομηχανίες) θεωρούνται κατά κοινή πρακτική ως σταθερά φορτία, γίνεται κατανοητό πως ο βαθμός ανάπτυξης των αστικών κέντρων διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στη διαμόρφωση της αιχμής της καταναλισκόμενης ισχύος. Στο Ελληνικό Σύστημα Ηλεκτρικής Ενέργειας οι μήνες κατά τους οποίους βάλλεται περισσότερο η επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος επικεντρώνονται στη διάρκεια της θερινής περιόδου. Από την άλλη πλευρά, η μέγιστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την ηλιακή συμπίπτει χρονικά με τις ημερήσιες αιχμές ζήτησης των καλοκαιρινών μηνών. Συνεπώς, η χρήση μικρών ευέλικτων φωτοβολταϊκών (Φ/Β) συστημάτων, που μπορούν να εγκατασταθούν τόσο σε κατοικίες, όσο και σε εμπορικά ή δημοσία κτίρια (Διασυνδεδεμένα κτιριακά Φ/Β συστήματα) μπορεί να συμβάλει τόσο στην εξομάλυνση των αιχμών φορτίου όσο και στη μείωση του συνολικού κόστους ηλεκτροπαραγωγής. Η τελευταία και νεώτερη τεχνολογική τάση στα διασυνδεδεμένα κτιριακά φωτοβολταϊκά συστήματα είναι γνωστή με τον όρο Φωτοβολταϊκά Πλαίσια Εναλλασσομένου Ρεύματος (Φ/Β Πλαίσια Ε.Ρ). Πρόκειται για Φ/Β διατάξεις μικρής ισχύος (έως 300W), οι οποίες δημιουργούνται από την ενσωμάτωση ενός μόνο Φ/Β πλαισίου και ενός μονοφασικού αντιστροφέα σε μια αυτοτελή ηλεκτρονική διάταξη. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συμβολή της στον τομέα των Φ/Β μονάδων διεσπαρμένης παραγωγής, με την αναζήτηση μιας διάταξης διασύνδεσης φωτοβολταϊκών γεννητριών μικρής ισχύος με το ηλεκτρικό δίκτυο των αστικών περιοχών. Συγκεκριμένα, διερευνάται η δυνατότητα ανάπτυξης μιας ηλεκτρονικής διάταξης με απομόνωση, η οποία αφ’ ενός μεν θα εξασφαλίζει υψηλό συντελεστή ισχύος και υψηλό βαθμό απόδοσης για ευρύ φάσμα λειτουργίας, αφ’ ετέρου δε θα διέπεται από μικρό βαθμό πολυπλοκότητας στο κύκλωμα ισχύος της προκειμένου να εξασφαλίζεται υψηλή αξιοπιστία. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της διάταξης θα πρέπει να είναι ο μικρός όγκος και το μικρό βάρος, ιδιότητες πολύ σημαντικές εάν αναλογιστούμε τις εφαρμογές για τις οποίες προορίζεται (ενσωμάτωση σε Φ/Β γεννήτριες που θα τοποθετηθούν σε όψεις ή οροφές κτιρίων). Το ενδιαφέρον της εργασίας εστιάσθηκε στον υψίσυχνο αντιστροφέα ρεύματος τοπολογίας Flyback. Για τη διάταξη αυτή διερευνήθηκαν δύο διαφορετικές τεχνικές ελέγχου (οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικές καταστάσεις λειτουργίας) και ελέγχθηκε η καταλληλότητα τους για διαφορετικά επίπεδα ισχύος. Για τις δύο αυτές τεχνικές ελέγχου αναπτύχθηκαν μαθηματικά μοντέλα που συνδέουν τη μεταφερόμενη στο δίκτυο ισχύ με τις κατασκευαστικές παραμέτρους του αντιστροφέα και εξήχθησαν κριτήρια για τα ασφαλή όρια λειτουργίας του αντιστροφέα, με γνώμονα την καταπόνηση των ημιαγωγικών στοιχείων ισχύος. Επιπλέον, προτάθηκε η συνδυασμένη εφαρμογή των δύο τεχνικών ελέγχου και παρουσιάστηκε μια στρατηγική σχεδιασμού του αντιστροφέα, ώστε να γίνεται βέλτιστη επιλογή όλων των επιμέρους λειτουργικών του στοιχείων με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του όγκου του, επίτευξη υψηλού συντελεστή ισχύος καθώς και υψηλού βαθμού απόδοσης, για ευρύ φάσμα της παραγόμενης ισχύος. Τέλος, διερευνήθηκε η δυνατότητα ανάπτυξης ενός ενεργού φίλτρου, για την αποτελεσματική εξομάλυνση της έντονης κυμάτωσης του ρεύματος εισόδου του προτεινόμενου αντιστροφέα. Η κυμάτωση αυτή είναι αποτέλεσμα της τροφοδότηση του μονοφασικού ηλεκτρικού δικτύου Ε.Ρ. από τη συνεχή τάση και το συνεχές ρεύμα που παράγουν οι φωτογεννήτριες και ο περιορισμός της είναι ιδιάζουσας σημασίας προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποδοτική λειτουργία της όλης διάταξης. Η λειτουργία του προτεινόμενου ενεργού φίλτρου είναι ανεξάρτητη τόσο των καταστάσεων λειτουργίας του αντιστροφέα τύπου Flyback, όσο και γενικότερα της τοπολογίας του αντιστροφέα, καθιστώντας την έτσι ως μια ελκυστική λύση και για διαφορετικές τοπολογίες μετατροπέων. Η ακρίβεια των μαθηματικών μοντέλων, η ορθότητα της προτεινόμενης στρατηγικής σχεδιασμού και η αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου ενεργού φίλτρου επιβεβαιώθηκαν μέσω προσομοίωσης και πειραματικών δοκιμών, ενώ τέλος παρατίθενται τα συμπεράσματα από το σύνολο της εργασίας. Η εργασία αυτή συγχρηματοδοτείται κατά: 80% της Δημόσιας Δαπάνης από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, 20% της Δημόσιας Δαπάνης από το Ελληνικό Δημόσιο – Υπουργείο Ανάπτυξης – Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και από τον Ιδιωτικό Τομέα, στο πλαίσιο του Μέτρου 8.3 του Ε.Π. Ανταγωνιστικότητα – Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. / The aggravation of natural environment from the conventional ways of electricity generation turned during past few years the worldwide energy policy to the development and the improvement of electricity generation methods based on Renewable Energy Sources (RES). Although the interconnection of RES in the medium voltage network is not accompanied by particular practical difficulties, this is not the case for the electric network of urban regions, by reason of the structure of modern big urban centres. Taking into consideration that in common practice the big consumers (factories and industries) are considered as constant loads, it becomes comprehensible that the growth of urban centres plays very important role both in the demand of electrical energy and the formation of peak electricity power consumption. Τhe time period where the sufficiency of the Greek Electric Energy System is threatened is during the aestival period. On the other hand, the peak electricity production from solar energy coincides with the daily peak consumption of summer months. Consequently, the use of small flexible photovoltaic (PV) systems, installed in residences or in commercial and public buildings (BIPV – Building Integrated Photovoltaic’s), can contribute to the normalisation of electrical energy consumption as well as to the reduction of electricity generation total cost. The latest technology on small scale grid-connected residential PV systems is the Alternative Current Photovoltaic Modules (AC-PV Modules) where the power production varies under 0.3kW. An AC-PV Module is the combination of a single PV module and a single-phase power electronic inverter in a single electrical device. The scope of the present work is to contribute in the sector of the Dispersed Power Generation PV systems, with the development of an inverter that will be used for the interconnection of small PV generators with the electric network of urban regions. In more details, the development of an inverter with electrical isolation is investigated, which on the one hand it will ensure high power factor regulation and high efficiency for wide power range and on the other hand it will be characterised by simple power electronic circuit structure in order to ensure high reliability. Moreover, particular characteristics of this inverter should be the small volume and the small weight, attributes very important considering its applications (incorporation in PV generators that will be placed in aspects or roofs of buildings). The interest of present work is focused in the high frequency current source Flyback inverter. For this topology two different control techniques were investigated, leading to different operation modes. Moreover, their suitability is studied for different power levels. For both control techniques mathematic models were developed, connecting the transferred power in the public grid with the inverter operational parameters, as well as criteria for the inverter safe operation area were exported, considering the acceptable peak voltage and current values for the semiconductor switches. Moreover, the combined application of two control techniques is proposed and an optimum inverter design strategy is presented, aiming to the development of an inverter with the smallest possible volume, as well as to the achievement of high power factor regulation and high efficiency for wide power range. Last but not least, a current pulsation smoothing active filter is investigated and developed, which permits the elimination of the low frequency inverter input current. The current pulsation is a result of the power pulsation, due to the single-phase power generation, and its elimination is of great importance in order to exploit the maximum PV generated electricity power. The active filter configuration is independent from the inverter topology and its operation mode and hence it can be applied for various single stage topologies. The precision of the mathematic models, the correctness of the proposed design strategy and the effectiveness of the proposed active filter are validated via simulation and experimental results. Finally, the conclusions of whole study are exhibited. This thesis is part of the 03ED300 research project, implemented within the framework of the “Reinforcement Programme of Human Research Manpower” (PENED) and cofinanced by National and Community Funds (20% from the Greek Ministry of Development-General Secretariat of Research and Technology and 80% from E.U.- European Social Fund).
125

Μοντελοποίηση μη-στάσιμων ταλαντώσεων μέσω συναρτησιακών μοντέλων TARMA: μέθοδοι εκτίμησης και ιδιότητες αυτών

Πουλημένος, Άγγελος 22 May 2008 (has links)
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η διατριβή αφορά στη μοντελοποίηση μη-στασίμων τυχαίων ταλαντώσεων επί τη βάσει μετρήσεων του σήματος της ταλάντωσης, μέσω μοντέλων FS-TAR/TARMA. Οι στόχοι της διατριβής περιλαμβάνουν την αποτίμηση της εφαρμοσιμότητας των μεθόδων FS-TAR/TARMA για την μοντελοποίηση και ανάλυση της ταλάντωσης χρονικά μεταβαλλόμενών κατασκευών, καθώς και τη σύγκρισή τους με εναλλακτικές παραμετρικές μεθόδους του πεδίου του χρόνου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στην αντιμετώπιση θεμάτων που σχετίζονται με την εκτίμηση μοντέλων FS-ΤAR/TARMA, καθώς και στην θεωρητική ασυμπτωτική ανάλυση των ιδιοτήτων των εκτιμητριών που χρησιμοποιούνται. Η διατριβή αρχικά παρουσιάζει μια συγκριτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στο θέμα της μοντελοποίησης μη-στασίμων ταλαντώσεων μέσω παραμετρικών μεθόδων του πεδίου του χρόνου, η οποία και επιδεικνύει τα πλεονεκτήματα των μεθόδων FS-TAR/TARMA. Στη συνέχεια αντιμετωπίζεται μια σειρά προβλημάτων που εμφανίζονται κατά την εκτίμηση (των παραμέτρων) και την επιλογή της δομής του μοντέλου. Η αποτελεσματικότητα των μεθόδων FS-TAR/TARMA για την μοντελοποίηση και ανάλυση μη-στάσίμων ταλαντώσεων επιδεικνύεται και πειραματικά μέσω εφαρμογής στην οποία πραγματοποιείται επιτυχής εξαγωγή των δυναμικών χαρακτηριστικών μιας εργαστηριακής χρονικά μεταβαλλόμενης κατασκευής. Στη συνέχεια, η διατριβή εστιάζει στην αναζήτηση ακριβέστερων εκτιμητριών, καθώς και στην ασυμπτωτική ανάλυση των ιδιοτήτων των εκτιμητριών «γενικών» (όχι αναγκαστικά περιοδικά μεταβαλλόμενων) μοντέλων FS-TAR/TARMA. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι περιπτώσεις των εκτιμητριών σταθμισμένων ελαχίστων τετραγώνων [Weighted Least Squares (WLS)], μέγιστης πιθανοφάνειας [Maximum Likelihood (ML)], καθώς και μια εκτιμήτρια πολλαπλών σταδίων [Multi Stage (MS)], η οποία αναπτύσσεται στην παρούσα διατριβή και είναι ασυμπτωτικά ισοδύναμη με την εκτιμήτρια ML ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από μειωμένη υπολογιστική πολυπλοκότητα. Στη διατριβή αποδεικνύεται η συνέπεια (consistency) των εκτιμητριών αυτών και εξάγεται η ασυμπτωτική κατανομή (asymptotic distribution) τους. Παράλληλα, αναπτύσσεται μια συνεπής εκτιμήτρια του ασυμπτωτικού πίνακα συνδιασποράς και μια μέθοδος για τον έλεγχο εγκυρότητας των μοντέλων FS-TAR/TARMA. Η ορθότητα των αποτελεσμάτων της ασυμπτωτικής ανάλυσης επιβεβαιώνεται μέσω μελετών Monte Carlo. / The thesis studies the problem of non-stationary random vibration modeling and analysis based on available measurements of the vibration signal via Functional Series Time-dependent AutoRegressive / AutoRegressive Moving Average (FS-TAR/ TARMA) models. The aims of the thesis include the assessment of the applicability of FS-TAR/TARMA methods for the modeling and analysis of non-stationary random vibration, as well as their comparison with alternative time-domain parametric methods. In addition, significant attention has been paid to the FS-TAR/TARMA estimation problem and to the theoretical asymptotic analysis of the estimators. A critical overview and comparison of time-domain, parametric, non-stationary random vibration modeling and analysis methods is firstly presented, where the high potential of FS-TAR/TARMA methods is demonstrated. In the following, a number of issues concerning the FS-TAR/TARMA model (parameter) estimation and model structure selection are considered. The effectiveness of the FS-TARMA methods for non-stationary random vibration modeling and analysis is experimentally demonstrated, through their application for the recovery of the dynamical characteristics of a time-varying bridge-like laboratory structure. In the sequel, the thesis focuses on the asymptotic analysis of “general” (that is not necessarily periodically evolving) FS-TAR/TARMA estimators. In particular, the Weighted Least Squares (WLS) and Maximum Likelihood (ML) estimators are both investigated, while a Multi Stage (MS) estimator, that approximates the ML estimator at reduced complexity, is developed. The consistency of the considered estimators is established and their asymptotic distribution is extracted. Furthermore, a consistent estimator of the asymptotic covariance matrix is formulated and an FS-TAR/TARMA model validation method is proposed. The validity of the theoretical asymptotic analysis results is assessed through several Monte Carlo studies.
126

Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικού

Χατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες. Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει. Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων. Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα: 1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου; 2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου; 3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία); 4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου; 5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών]; 6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου; 7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου; Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς: α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα) β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα) γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας. Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή. Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά". Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective. For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design. The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general. The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production. The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed. The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results. Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy. So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling. The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.
127

Το "παράδοξο της ενέργειας" στην ελληνική βιομηχανία : έκταση, υιοθέτηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας και αντιρρύπανσης και επιδράσεις στην απόδοση, αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα

Κουνετάς, Κωνσταντίνος 13 April 2009 (has links)
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αποτελεί έναν από τα κυριότερα σημεία έντονου ενδιαφέροντος για τις περισσότερες χώρες. Μάλιστα, τα επόμενα χρόνια αναμένεται να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην ανάπτυξη πολιτικών που θα μειώνουν τις εκπομπές ρυπογόνων αέριων ρύπων. Η εξοικονόμηση ενέργειας, ως μέτρο πολιτικής, θα συνεχίσει να αποτελεί μια σημαντική στρατηγική ανάπτυξης για την οικονομία της χώρας μας, μια και συνδέεται σε σημαντικό βαθμό, με την κατανάλωση ενέργειας όπως και με την μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων. Επιπλέον, συντονισμένες προσπάθειες τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από άλλους οργανισμούς (IEA, OECD) θέτουν σε βασικό άξονα προτεραιότητας την μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, την χρησιμοποίηση εναλλακτικών μορφών και ανανεώσιμων πηγών και την μείωση των ρυπογόνων εκπομπών ιδιαίτερα στον βιομηχανικό κλάδο. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής αναλύονται θέματα που σχετίζονται με την υιοθέτηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας από Βιομηχανικές επιχειρήσεις. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι το “Παράδοξο της Ενεργειακής Αποδοτικότητας”. Τρία συγκεκριμένα θέματα εξετάζονται σε αυτή την κατεύθυνση. Πρώτον, η διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση του “παραδόξου της ενεργειακής αποτελεσματικότητας” και συγκεκριμένα αν οι αποφάσεις των επιχειρήσεων για υιοθέτηση τέτοιων τεχνολογιών συνυπολογίζουν το στοιχείο της αποδοτικότητας των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Δεύτερον, και με δεδομένο ότι στα αποτελέσματα του προηγούμενου σταδίου ανάλυσης αναδεικνύουν την σημαντικότητα του παράγοντα της πληροφορίας, αναπτύσσεται μια εκτενής προσέγγιση που αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και τον ρόλο του παράγοντα της πληροφορίας στην διαδικασία υιοθέτησης ΤΕΕ. Τρίτο, διερευνάται η επίδραση της υιοθέτησης των ΤΕΕ στην παραγωγική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Για τις ανάγκες της ανάλυσης αυτών των θεμάτων αναπτύσσονται δύο επιμέρους μικροοικονομικά υποδείγματα και μια μέθοδος μέτρησης της παραγωγικότητας σε ετερογενής τεχνολογίες. Το πρώτο μικροοικονομικό υπόδειγμα διερευνά την διαδικασία λήψης επενδυτικών αποφάσεων σε ΤΕΕ υπό το πρίσμα της συσχέτισης της επενδυτικής επιλογής με την κερδοφορία, σε πλαίσιο μερικής παρατηρησιμότητας. Το δεύτερο μικροοικονομικό υπόδειγμα επανατοποθετεί την έννοια της πληροφορίας και διερευνά τους παράγοντες που προσδιορίζουν το επίπεδο πληροφόρησης της επιχείρησης για ΤΕΕ. Τέλος για την μέτρηση της επίδρασης των ΤΕΕ στην παραγωγική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα αναπτύσσεται μια μέθοδος που λαμβάνει ρητά υπόψη της την τεχνολογική ετερογένεια. Η διερεύνηση των τριών αυτών ζητημάτων βασίζεται στην ανάλυση εμπειρικών δεδομένων που αφορούν επιχειρήσεις οι οποίες ενέταξαν στην παραγωγική τους διαδικασία τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας στην περίοδο 1990-2004. Οι επενδύσεις αυτές επιδοτήθηκαν κυρίως στα πλαίσια του Β’ και Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με την μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων (ερωτηματολόγια). Συμπληρωματικά δεδομένα αντλήθηκαν από την βάση δεδομένων της ICAP. / The improvement for energy efficiency is generally viewed as an important option to reduce greenhouse gas emissions and environmental damage caused by other pollutants (e.g. NOX,SOX). Moreover, is clearly interwoven with the exploitation of new and innovative technologies through the production process and its consequent paradox, the so called “energy efficiency paradox”. This paradox has recently attracted the interest of researchers and organizations (IEA,OECD) in an attempt to bring to light the source of it, the causalities between the adoption of energy efficient technology (EET) and the behaviour of firms . Three research questions have been examined in the specific Phd Thesis. Our first main research question were examined by formulating and testing the following hypothesis: the decision of the firms to adopt or not EET, is correlated to their profitability. Our second research project develops in two stages. The first stage aims at examining the factors influencing retrieval of information concerning EETs by manufacturing firms, while at the second stage we distinguish between readily available and emerging energy efficiency technologies and examine the factors affecting information acquisition for each one of these two broad sets of technologies. Finally, in order to disentangle firm’s heterogeneity we developed a methodological framework to calculate total factor productivity and its components differences arising from EETs adoption. Our first research question examines the energy efficiency paradox demonstrated in Greek manufacturing firms through a partial observability approach. Maximum likelihood estimates that arise from an incidental truncation model reveal that the adoption of the energy saving technologies is indeed strongly correlated to the returns of assets that are required in order to undertake the corresponding investments. The source of the energy efficiency paradox lies within a wide range of factors. Policy schemes that aim to increase the adoption rate of energy saving technologies within the field of manufacturing are significantly affected by differences in the size of firms. Finally, mixed policies seem to be more effective than polices that are only capital subsidy or regulation oriented. Answering the second research question, we aim to redefine the notion of awareness regarding the adoption of EETs. In a second stage we explore the crucial factors that affect the information level of EET adopters, distinguishing between epidemic and emerging technologies information. Our empirical findings reveal that the main factor that exerts positive influence on the level of information acquired by the firms may be encompassed in a set of variables that reflect what may be called a “business culture” regarding the EET Finally, we examined the impact of EETs adoption to Greek manufacturing firms operating under heterogeneous technology sets and we measured the components of total factor productivity (TFP) and its components arising from scale and technological differences. In order to examine our research questions we formulate a unique database. Our database came to light from the necessity of the Greek government to conserve energy in manufacturing and to reduce dangerous emissions in order to meet the criteria of the Kyoto Protocol. An extensive questionnaire was addressed to the 298 firms across the country that adopt EETs that have been subsidized from (i) the Support Frameworks for Regional and Industrial Development, (ii) the Energy Operational Program (OPE), which was part of the second European Union Support Framework (1994-2000) and (iii) the Operational Program ‘Competitiveness’, which is part of the third European Union Support Framework (2000-2006). Finally, 161 of them agreed to be interviewed on the basis of the questionnaire. Face to face interviews took place in the first six months of 2004. Additional data derived from ICAP financial database.
128

Μελέτη αντλητικών φαινομένων σε ιατροβιολογικές εφαρμογές, μέσω αλληλεπίδρασης ροής ρευστού και κίνησης σώματος / A study of pumping phenomena for biomedical applications by means of fluid flow interaction with a moving body

Μανόπουλος, Χρήστος 11 January 2010 (has links)
Φαινόμενα άντλησης με ή χωρίς βαλβίδες εξετάζονται πειραματικά και θεωρητικά μέσω κυλινδρικών εύκαμπτων αγωγών. Το φαινόμενο της άντλησης ρευστού χωρίς βαλβίδες μελετάται πειραματικά σε κλειστό βρόχο αποτελούμενο από δύο αγωγούς, έναν εύκαμπτο και έναν άκαμπτο. Αναπτύσσεται μη μηδενική μέση χρονικά παροχή ρευστού όταν διεγείρεται τμήμα του εύκαμπτου αγωγού σε συγκεκριμένες συχνότητες και πλάτη διέγερσης. Η διέγερση επιτυγχάνεται μέσω συμπίεσης και αποσυμπίεσης του εύκαμπτου αγωγού από έναν κατάλληλο παλινδρομικό μηχανισμό. Εξετάζονται τέσσερις παράμετροι επιρροής του φαινομένου, η συχνότητα, το μήκος, το πλάτος και η θέση της διέγερσης. Καταγράφονται τα σήματα μέτρησης της παροχής στο μέσον του άκαμπτου αγωγού, οι τιμές της στατικής πίεσης στα άκρα του άκαμπτου αγωγού και η κατακόρυφη μετατόπιση της πλάκας συμπίεσης. Επιπλέον, προσδιορίζεται η παραμόρφωση της εγκάρσιας διατομής του ελαστικού αγωγού στην περιοχή της διέγερσης, κατά τη συμπίεση και αποσυμπίεσή του για διάφορα πλάτη διέγερσης. Τα αποτελέσματα φανερώνουν την ανάπτυξη ροής προς μία κατεύθυνση με την αύξηση της συχνότητας διέγερσης. Η ροή αυτή μεγιστοποιείται όταν η συχνότητα διέγερσης ταυτίζεται με την ιδιοσυχνότητα του υδραυλικού κυκλώματος. Η μέση χρονικά παροχή αυξάνει καθώς το σημείο διέγερσης απομακρύνεται από το μέσον του εύκαμπτου αγωγού και επίσης με την αύξηση του πλάτους ή του μήκους διέγερσης. Θεωρητικά το φαινόμενο της άντλησης χωρίς βαλβίδες μελετάται μέσω της ανάπτυξης ενός κατάλληλου ψευδο-μονοδιάστατου μοντέλου που επιλύεται αριθμητικά, θεωρώντας ξανά κλειστό βρόχο ενός εύκαμπτου και ενός άκαμπτου αγωγού. Οι εξισώσεις του μοντέλου διαμορφώνονται με την ολοκλήρωση των εξισώσεων ροής (συνέχειας και ορμής) επί της εγκάρσιας διατομής του κλειστού βρόχου, θεωρώντας αξονοσυμμετρική ροή ασυμπίεστου ρευστού με σταθερό ιξώδες. Χρησιμοποιείται επίσης μία καταστατική εξίσωση που σχετίζει την αναπτυσσόμενη πίεση με την μεταβαλλόμενη εγκάρσια διατομή του βρόχου, έχοντας υποθέσει λεπτά ελαστικά τοιχώματα αγωγών με γραμμικές παραμορφώσεις. Επιλύεται αριθμητικά μη γραμμικό σύστημα μερικών διαφορικών εξισώσεων υπερβολικού τύπου, μέσω τριών αριθμητικών σχημάτων: Lax-Wendroff, MacCormack, και Dispersion Relation Preserving (DRP), το οποίο παρουσιάζει και την υψηλότερη ακρίβεια. Οι τρεις άγνωστες συναρτήσεις που υπολογίζονται στο χώρο και το χρόνο είναι η εγκάρσια διατομή του κλειστού κυκλώματος, η αναπτυσσόμενη εσωτερική πίεση του ρευστού και η ταχύτητά του. Σε κάποιο σημείο του εύκαμπτου αγωγού η περιοδική διέγερση προκαλεί κατευθυνόμενη ροή του ρευστού υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Όταν η διέγερση απομακρύνεται από το μέσον του εύκαμπτου αγωγού, αναπτύσσεται διαφορά φάσης μεταξύ των κυματομορφών της πίεσης στα σημεία σύνδεσης των δύο αγωγών. Η κυματομορφή της πίεσης που προηγείται είναι αυτή που διαμορφώνεται στο σημείο σύνδεσης των δύο αγωγών που είναι πιο κοντά στη διέγερση. Με αύξηση του πλάτους ή του μήκους του διεγειρόμενου τμήματος του κλειστού κυκλώματος, η μέση χρονικά παροχή αυξάνει και μεγιστοποιείται στην ιδιοσυχνότητα του συστήματος. Μεταβάλλοντας τη συχνότητα διέγερσης στο πεδίο μακριά της συχνότητας συντονισμού, εμφανίζονται τοπικά ακρότατα της συνάρτησης της μέσης χρονικά παροχής με τη συχνότητα, τα οποία αναδεικνύουν τον περίπλοκο χαρακτήρα του φαινομένου της άντλησης χωρίς βαλβίδες. Τα αποτελέσματα του μοντέλου παρουσιάζουν την ίδια συστηματικότητα με τα αντίστοιχα του πειράματος, διατηρώντας τα περισσότερα χαρακτηριστικά και τάσεις στις μεταβολές. Κατά το πρώιμο στάδιο κύησης του εμβρύου το αίμα κυκλοφορεί προς μία κατεύθυνση στο πρωταρχικό κυκλοφορικό σύστημα του εμβρύου, παρότι οι βαλβίδες απουσιάζουν. Το παραπάνω θεωρητικό μοντέλο επιλύεται με αριθμητικά δεδομένα από τη φυσιολογία του εμβρύου, γι’ αυτό το πρώιμο στάδιο κύησης, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο DRP 4ης τάξης ακρίβειας στο χώρο και το χρόνο. Το μέγεθος της μέσης παροχής του αίματος εξαρτάται από τους εμβρυϊκούς καρδιακούς παλμούς και το βαθμό συστολής του αρχέγονου καρδιακού σωλήνα. Η αντλητική ικανότητα του κυκλοφορικού συστήματος του εμβρύου εκφράζεται με τη μέση παροχή αίματος ως συνάρτηση των καρδιακών παλμών και του βαθμού συστολής του αρχέγονου καρδιακού σωλήνα. Το φαινόμενο της άντλησης με βαλβίδες μελετάται πειραματικά μέσω ενός ανατάξιμου εύκαμπτου αγωγού, ο οποίος συμπιέζεται από ένα μηχανισμό δίχρονης περισταλτικής αντλίας. Μία πρότυπη συσκευή έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί, ώστε να αναλυθεί η συμπεριφορά και να εξαχθούν οι χαρακτηριστικές καμπύλες της δίχρονης περισταλτικής αντλίας. Περισταλτικές αντλίες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται στην ιατρική σε εφαρμογές παρεντερικής διατροφής, άντλησης του αίματος και ειδικότερα σε έγχυση φαρμάκων. Για την κατασκευή της πρότυπης αντλίας, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ένας καινοτομικός μηχανισμός εκκεντροφόρου άξονα, ο οποίος επιτυγχάνει σταθερό ρυθμό έγχυσης. Η πειραματική διάταξη αποτελείται από δύο δεξαμενές υπερχείλισης που συνδέονται μέσω ενός σωλήνα ελαστικού σιλικόνης. Το όλο σύστημα πληρώνεται με αποσταγμένο νερό και η άντληση επιτυγχάνεται από τη μία δεξαμενή στην άλλη με κατάλληλη προοδευτική συμπίεση ενός τμήματος του ελαστικού αγωγού μέσω του μηχανισμού της αντλίας. Η παροχή μετράται ζυγίζοντας τη δεξαμενή κατάθλιψης, η οποία είναι τοποθετημένη σε δυναμοκυψέλη γι’ αυτό το σκοπό. Για χαμηλές συχνότητες λειτουργίας η έγχυση είναι σχεδόν ομαλή χωρίς πάλμωση. Επίσης, η παροχή εξαρτάται κυρίως από τη συχνότητα περιστροφής του άξονα της αντλίας και μεγιστοποιείται γύρω από την ιδιοσυχνότητα της συσκευής. / Valveless and valvate pumping phenomena are investigated experimentally and theoretically through cylindrical distensible tubes. The phenomenon of valveless pumping is studied experimentally in a loop consisting of two tubes, a soft and a hard one filled with salted water. A non zero mean flow-rate is established via a reciprocating flat plate mechanism compressing and decompressing a portion of the flexible tube with a controllable frequency and depth of compression. Four parameters of the problem were examined, namely the frequency of the oscillating plate, its length, the depth of compression and the location where the tube is compressed. Four signals were simultaneously recorded, namely the flow-rate at the mid length of the hard tube, the static pressure at the tube’s ends and the displacement of the oscillating plate. Also, the tube cross-sectional area was measured versus the displacement of the oscillating plate for various values of the maximum depth of compression. Analysis of the obtained data showed that a unidirectional flow is established increasing the frequency of compression and it maximizes when the compression frequency coincides with the natural frequency of the hydraulic loop. The mean value of the flow-rate increases when the point of compression moves far from the mid length of the flexible tube, when the length of the reciprocating plate increases and when the depth of compression increases. Additionally, the development of a theoretical model of valveless pumping and its numerical solution is presented, applied for the case of the closed hydraulic loop, consisting of a flexible and a rigid tube. The integration of the governing flow equations (continuity and momentum), over the tube cross-sectional area results in a quasi-one-dimensional unsteady model, considering axisymmetric flow of incompressible fluid with constant viscosity. There was also used a constitutive state equation, relating pressure and cross-sectional area, and assuming that the deformations of the thin-walled tubes are purely elastic. A system of nonlinear partial differential equations of the hyperbolic type is solved numerically, employing three finite difference schemes: Lax-Wendroff, MacCormack, and Dispersion Relation Preserving (DRP), the last being the most accurate one. Three functions in time and space are calculated, the cross-sectional area of the closed loop, the building up internal pressure and the velocity of the fluid inside the loop. A periodic compression and decompression of the flexible tube causes a unidirectional flow, under certain conditions. When the excitation takes place far from the midlength of the flexible tube, a phase difference between the pressures at the two edges of each tube is developed, being in advance the one that is closer to the excitation area. Increasing the tube occlusion or the length of the excited part of the loop the mean flow rate increases and maximizes at the natural frequency of the loop. Varying the excitation frequency both above and below the resonance frequency, local flow rate extremes appear, manifesting the complex character of the valveless pumping phenomenon. The simulated results maintain most of the characteristics found in the experiment. During early embryonic life, blood circulates in one direction through the primitive circulatory system, in spite of the complete lack of valves. The above mathematical model described the coordinated fashion of the blood circulation in the circulatory system of the embryo. The one-dimensional model is analysed numerically and solved with the DRP scheme, which is of fourth order accurate in time and space. The mean blood flow-rate depends on the embryonic heart rate and the contraction grade of the primordial heart tube. The pumping activity of the embryo circulatory system is shown by presenting the mean blood flow-rate as a function of embryonic heart rate for several contraction grades of the primordial heart tube. Furthermore, the phenomenon of valvate pumping is studied experimentally through a resilient tube, compressed by a two-cycle peristaltic pump mechanism. A prototype device was designed and manufactured in order to analyze the behaviour and reveal the characteristic curves of such a pump. This kind of pump can be used in medicine for nutrition, pumping blood and especially for drug infusion therapies. Concerning the manufacturing of this prototype device, an innovative mechanism was applied, regarding the camshaft of the pump, in order to achieve constant infusion flow-rate in time. The experimental set-up consists of two rigid overflow vessels filled with distilled water, communicating via a silicone rubber tube. Pumping is achieved from one vessel to the other by inducing a progressive deformation (shrinkage) on a segment of the silicone rubber tube through the pump. The flow-rate is measured by weighing the fluid-receiver vessel, which is placed on a single point load-cell platform. At low pumping frequencies the flow-rate is almost steady. Also it is shown that the flow-rate is mainly dependent on the rotating frequency of the pump and maximizes when the excitation frequency coincides with the natural frequency of the device.
129

Ενδοκλαδική δυναμική ανάλυση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης και των υπηρεσιών: ο ρόλος των χρηματοδοτικών περιορισμών και των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας

Γιωτόπουλος, Ιωάννης 19 April 2010 (has links)
Κύριο αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εξετασθεί και να αξιολογηθεί η επίδραση ποικίλων παραγόντων στην πορεία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Για την πραγματοποίηση της έρευνας χρησιμοποιείται ένα σύνολο δεδομένων για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους ελληνικούς τομείς μεταποίησης και υπηρεσιών κατά την διάρκεια της χρονικής περιόδου 1995-2001. Η ενδοκλαδική δυναμική μεγέθυνση των επιχειρήσεων αναλύεται στο πλαίσιο της στοχαστικής θεωρίας της μεγέθυνσης, η οποία εκφράζεται κυρίως από το νόμο του Gibrat. Σε αυτό το πλαίσιο, το αρχικό μέγεθος των επιχειρήσεων θεωρείται ως κρίσιμη μεταβλητή για την διερεύνηση της συμπεριφοράς μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η παρούσα διατριβή διερευνά εάν κάποιοι παράγοντες - όπως είναι το μέγεθος και η ηλικία των επιχειρήσεων, η διατήρηση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, η ύπαρξη χρηματοδοτικών περιορισμών και η ένταση χρησιμοποίησης Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) - διαδραματίζουν οποιοδήποτε ρόλο στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από 6 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο προσφέρει μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα της διατριβής. Το κεφάλαιο 2 προσφέρει μια εκτενή παρουσίαση της θεωρητικής και εμπειρικής βιβλιογραφίας αναφορικά με την μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο 3 διερευνά τη δυναμική διαδικασία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στο πλαίσιο του νόμου του Gibrat και λαμβάνει υπόψη την πιθανή διατήρηση της μεγέθυνσης με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιώντας ένα σύνολο δεδομένων από 3685 επιχειρήσεις που λειτουργούν στον ελληνικό τομέα μεταποίησης. Σε αυτό το εμπειρικό κεφάλαιο, εφαρμόζοντας την Μέθοδο των Ελαχίστων Τετραγώνων και την Δέλτα Μέθοδο, τα αποτελέσματα προτείνουν ότι στο συνολικό δείγμα οι μικρές επιζούσες επιχειρήσεις παρουσιάζουν μία υψηλότερη εν δυνάμει μεγέθυνση σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η ταξινόμηση των επιχειρήσεων σε 4 κατηγορίες μεγέθους και σε 4 κατηγορίες ηλικίας αποδίδει ενδιαφέροντα ευρήματα. Συγκεκριμένα, παρατηρείται για τις μικρές, τις μίκρο και τις νέες επιχειρήσεις μία τάση διατήρησης των ποσοστών μεγέθυνσής τους στις επόμενες χρονικές περιόδους. Από την άλλη πλευρά, οι πορείες μεγέθυνσης των μεγάλων, μεσαίων και ηλικιωμένων επιχειρήσεων ακολουθούν έναν τυχαίο περίπατο. Στο κεφάλαιο 4 εξετάζονται οι πορείες μεγέθυνσης 4975 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό τομέα των υπηρεσιών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των ΤΠΕ. Η συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιεί τη Γενικευμένη Μέθοδος Ροπών συστήματος εφαρμόζοντας ξεχωριστές εκτιμήσεις για κάθε έναν από τους 14 διαθέσιμους κλάδους των υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα προτείνουν ότι οι πορείες μεγέθυνσης των επιχειρήσεων εμφανίζονται να είναι ετερογενείς ανάλογα με τον τύπο ΤΠΕ των κλάδων και ότι η δυναμική διαδικασία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στις υπηρεσίες που σχετίζονται με ΤΠΕ μπορεί να μην απεικονίζει την αντίστοιχη που ισχύει στην μεταποίηση. Στο κεφάλαιο 5 εξετάζεται η επίδραση των χρηματοδοτικών περιορισμών στην μεγέθυνση 1734 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό τομέα μεταποίησης. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση διερευνά πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν την δυνατότητα πρόσβασης των επιχειρήσεων σε εξωτερική χρηματοδότηση, χρησιμοποιώντας την Γενικευμένη Μέθοδο Ροπών συστήματος για την εκτίμηση των υπό εξέταση υποδειγμάτων μεγέθυνσης. Ταξινομώντας τις επιχειρήσεις σε 3 ηλικιακές ομάδες επιχειρήσεων και σε 2 μεγάλες ομάδες κλάδων με κριτήριο την έντασή τους σε ΤΠΕ, αποδεικνύεται ότι στους μη-ΤΠΕ κλάδους οι νέες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα χρηματοδότησης σε σχέση με τις πιο ηλικιωμένες επιχειρήσεις. Αντίθετα, στους ΤΠΕ κλάδους οι νέες επιχειρήσεις εμφανίζονται να είναι ικανές να αποκτήσουν όμοια πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση όπως οι ηλικιωμένες επιχειρήσεις. Στο τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζονται αρχικά τα βασικά ευρήματα και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα τρία εμπειρικά κεφάλαια της διατριβής, κατόπιν διατυπώνονται κάποιες προτάσεις αξιοποίησης των ευρημάτων της παρούσας διατριβής στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής, μετέπειτα αναφέρονται κάποιοι περιοριστικοί παράγοντες που παρουσιάστηκαν κατά την εκπόνηση της διατριβής, και τέλος προτείνονται κάποιες κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα. / The main objective of the present thesis is to examine and evaluate the impact of various factors on the growth patterns of firms. In doing so, we make use of a dataset on firms that operate in the Greek sectors of manufacturing and services during the period 1995-2001. Intra-industry growth dynamics of firms are analyzed in the context of the stochastic theory of growth, which is expressed mainly by Gibrat’s Law. In this framework, initial firm size is considered as a critical variable for the investigation of the behaviour of firm growth. At the same time, the present thesis investigates whether relevant factors - such as firm size, firm age, persistence of firm growth, financing constraints, Information and Communication Technologies (ICT) - play any role in the growth process of firms. The thesis consists of 6 chapters. The first chapter provides a short introduction in the subject of thesis. Chapter 2 provides an extensive empirical and theoretical literature review on firm growth. Chapter 3 investigates the dynamic growth process of firms in the context of Gibrat’s Law and considers the potential persistence of firm growth over time, using a dataset of 3685 firms that operate in the Greek manufacturing sector. In this empirical chapter, applying the OLS and the delta method, the results suggest for the total sample that small surviving firms have a higher potential of growth than larger ones. The classification of firms in 4 size groups and 4 age groups yields interesting findings. In particular, it is observed that the growth rates of micro, small and young firms tend to persist in subsequent periods. On the other hand, the growth patterns of medium, large and old firms follow a random walk. Chapter 4 examines the growth patterns of 4975 firms that act in the Greek service sector, focusing particularly on the role of ICT. This empirical analysis uses the GMM system technique to estimate separately each of the 14 available disaggregated service industries. The results show that the firm growth patterns are heterogeneous for different ICT groups of industries and the dynamic growth process of firms in ICT-related services might not resemble the firm growth patterns holding in manufacturing. Chapter 5 examines the impact of financing constraints on the growth of 1734 firms that operate in the Greek manufacturing sector. At the same time, this empirical analysis investigates possible factors that affect the ability of firms to have access to external finance, using the GMM system method in order to estimate the examined growth models. By classifying firms in 3 age groups and in 2 major groups of industries with respect to their intensity in the use of ICT, it is found that young firms face greater financing constraints than their older counterparts. On the contrary, in ICT sectors young firms appear to be able to acquire similar access to external finance as the older firms. The last chapter, summarizes the main findings of the three empirical chapters, points at relevant policy implications, limitations and directions for further research.
130

Πολιτικές για τη σχολική υγιεινή στην ελληνική εκπαίδευση (1911 – 1949). Μια ιστορικο-συγκριτική προσέγγιση

Λεβεντάκης, Χαράλαμπος 27 December 2010 (has links)
Η πραγματοποίηση αυτής της μελέτης έγινε με σκοπό να διερευνήσει τις θεσμικές ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους τρόπους με τους οποίους σχεδιάσθηκε, συγκροτήθηκε, οργανώθηκε και ασκήθηκε η εκπαιδευτική πολιτική για την Σχολική Υγιεινή στη χώρα μας κατά την περίοδο 1911 - 1949. Η εργασία εστιάζεται στη συγκέντρωση, αξιολόγηση και θεματολογική ταξινόμηση του πρωτογενούς υλικού με την μέθοδο της ιστορικής έρευνας (ιστορικοσυγκριτική ανάλυση: Καζαμίας, 2002) με στόχο την κατανόηση με φαντασία (Carr, 1983) και την ερμηνεία των ιστορικών τεκμηρίων (ιστορική ερμηνευτική προσέγγιση: Πυργιωτάκης, Ι. & Παπαδάκης, Ν., 1998). Με την ενδελεχή διερεύνηση των ιστορικών μας τεκμηρίων επιχειρούμε την ανασύνθεση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά και την ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων σε μια χρονική περίοδο (1911-1949) που καλύπτει την περίοδο, όπου παρατηρούνται οι σημαντικότερες πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και αντίληψης στο χώρο της σχολικής υγιεινής. Η δική μας, επομένως προσέγγιση δεν είναι γεγονοτογραφική (Δημαράς, 1988), δε μένει στο τι έγινε αλλά επιχειρεί και απαντήσεις στα γιατί; Ερμηνεύει (ερμηνεύουσα ιστορία: Δερτιλής, 1995) στηριγμένη σε θεωρητικές προσεγγίσεις περί Κράτους Πρόνοιας και Νέας Αγωγής. Χρησιμοποιώντας την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου (Berelson, 1952), εξετάσαμε τις διαφοροποιήσεις που υπήρξαν για τη θεσμική εξέλιξή της στις χρονικές περιόδους – τομές και για τις εξής παραμέτρους – κατηγορίες ανάλυσης: την υγιεινή των διδακτηρίων, του μαθητή, των διδασκόντων, την σχολιατρική υπηρεσία και τον σχολιατρικό έλεγχο, τα μέτρα σχολικής μέριμνας που ελήφθησαν από το κράτος με ιδιαίτερες αναφορές στα μαθητικά – σχολικά συσσίτια καθώς και στην δημιουργία θεσμών ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης όπως: οι παιδικές εξοχές – μαθητικές κατασκηνώσεις, τα υπαίθρια σχολεία, τα σχολικά λουτρά, τα μαθητικά ιατρεία – σχολικές κλινικές και τα κέντρα μαθητικής αντίληψης. Επίσης, τη διδασκαλία του μαθήματος της υγιεινής και τέλος, την εκλαΐκευση και τα περιοδικά σχολικής υγιεινής, ξεκινώντας από τις δύο βενιζελικές περιόδους, προχωρώντας στη μεταξική περίοδο και συνεχίζοντας στη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και το 1949. Ιστορικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, επιστημονικοί και γεωγραφικοί παράγοντες επηρέαζαν την υγεία των παιδιών, η οποία ήταν συνυφασμένη με τις πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες και τους όρους διαβίωσης κάθε κοινωνικής ομάδας ή ατόμου σε κάθε εποχή στην χώρας μας. Εν κατακλείδι, η πρόβλεψη υπηρεσιών υγιεινής για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας, σύμφωνα και με τις επιστημονικές επιταγές, κατείχε υψηλή προτεραιότητα στα προγράμματα υγειονομικής και κοινωνικής πολιτικής του κράτους, χαρακτηριζόμενη όμως, συχνά, από μια αναντιστοιχία των νομοθετημάτων με την πορεία υλοποίησης και εφαρμογής τους. Ως αιτίες αυτών των αναντιστοιχιών, πέραν των εσωτερικών πολιτικών αντιφάσεων, μπορούν να εντοπισθούν η πολιτική ρευστότητα της εποχής και η οικονομική δυσπραγία όσον αφορά στα δημοσιονομικά μεγέθη του Ελληνικού δημοσίου / The purpose of this study is to investigate the institutional regulations, processes and modes of planning, formation, organization and making education policy for the school sanitation and hygiene in Greece during the period 1911-1949. The study focuses on the collection, evaluation and thematic classification of the primary sources with the method of historical research (comparative-historical analysis: Kazamias, 2002) in order to comprehend with imagination (Carr, 1983) and to interpret the historical presumptions (an interpretive-historical approach: Pyrgiotakis, I. & Papadakis, N. 1998). Through the detailed research of our historical documents, we are attempting not only to recompose the historical reality but also to analyse and to interpret the facts during the period 1911-1949, a period characterized by the most important welfare state policies in the area of the school sanitation and hygiene. Thus, our approach is not a fact-based approach (Dimaras, 1988), it does not confine itself to what happened but it also attempts to provide answers to “why”. It interprets (interpreting history: Dertilis, 1995), based on welfare state and new education theoretical approaches. Using the qualitative content analysis (Berelson, 1952), we examined the differentiations of the institutional progress in the periods-sections and for the following parameters-analysis categories: school sanitation, students’ hygiene, teachers’ hygiene, medical and health service/control in school, medicare and perception measures in schools on behalf of the state (with special references to school lunch mess and to the creation of wider social perception institutions like: childhood countries-student camps, outdoor schools, student baths, student health centers-student clinics and the centers of student perception), hygiene education, popularization and the school hygiene magazines, from the two “venizelians” periods, the metaxian and the post war period to 1949. Historical, political, financial, scientific and geographical factors were affecting the children’s health, connected to the cultural and social conditions and the living conditions of every social group or individual during all epochs of our country. In conclusion, the health services for school age children were having a big priority in sanitation and social policy programs, characterised although quite often by discrepancy between laws and their implementation. This is due not only to the internal political contradictions but also to the political fluidity of that era and to the economic recession related to the greek state financial sizes.

Page generated in 0.1522 seconds