• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 137
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 141
  • 24
  • 22
  • 15
  • 14
  • 12
  • 12
  • 11
  • 10
  • 9
  • 9
  • 9
  • 9
  • 8
  • 8
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
81

Η φωνηεντική ιεραρχία στην ελληνική και ο ρόλος της στην αντιμετώπιση της χασμωδίας

Χόνδρου, Ευγενία 01 September 2008 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε το θέμα της φωνηεντικής ιεραρχίας στην Ελληνική και τις διαλέκτους της και ο ρόλος της στην αντιμετώπιση της χασμωδίας. Η χασμωδία δημιουργείται στην ελληνική λόγω της γειτνίασης φωνηέντων και λύνεται μέσω φωνολογικών διαδικασιών όπως η έκθλιψη, η αφαίρεση, η εισαγωγή / επένθεση, η συνίζηση, η τροπή, η φωνηεντική αρμονία, η αφομοίωση κ.ά.Υπάρχουν όπως αναφέρθηκε μέσω και παραδειγμάτων και οι περιπτώσεις διατήρησης της χασμωδίας. Εξετάσαμε την κλίμακα ηχηρότητας η οποία καθορίζει τον ισχυρό ή ασθενή χαρακτήρα του φωνήεντος ανάλογα με τη θέση που κατέχει στην εν λόγω κλίμακα. Το ποιο από τα φωνήεντα θα φύγει εξαρτάται από τη θέση που κατέχει στην κλίμακα ισχύος ή κλίμακα ηχηρότητας. Η εν λόγω κλίμακα καθορίζεται ως η ακόλουθη: a > o > u > e > i ή i > e. Εξετάσαμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο η ισχύς αυτή επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως η σύνταξη, το είδος του λόγου, ο τόνος, ο βαθμός ανοίγματος των φωνηέντων, η θέση τους στη λέξη, ο τόπος άρθρωσής τους, το λόγιο στοιχείο, ο μορφολογικός ρόλος, η σημασιολογία καθώς και ο παράγοντας σύνθεση, και επομένως είναι αυτοί οι παράγοντες βάσει της έρευνάς μας και πάντα με βάση τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας που φαίνεται ότι καθορίζουν την ισχύ ή όχι της ιεραρχίας και τη διατήρηση ή όχι του φαινομένου της χασμωδίας. Επίσης αναφέρθηκε ότι και στα αρχαία ελληνικά αλλά και σε διαλέκτους της ελληνικής συμβαίνουν διαδικασίες φωνολογικές με σκοπό την αντιμετώπιση της χασμωδίας - ενώ παρατηρούμε ταυτόχρονα ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα με αποτέλεσμα να έχουμε και διατήρηση της χασμωδίας. Αναφέρονται παραδείγματα - όσο αυτό είναι δυνατό μέσα από την έρευνα και τις πηγές - ούτως ώστε μέσα πάντα από τα ίδια τα γλωσσολογικά δεδομένα, μέσα από τα κείμενα, να αποδεικνύεται κατά πόσον ισχύουν οι κανόνες και οι θεωρητικές θέσεις. Ξεκινούμε λοιπόν από τη μια μεριά από τις θεωρητικές θέσεις, τους κανόνες και από την άλλη όμως ταυτόχρονα αντλούμε πληροφορίες για το βαθμό εφαρμογής τους από τα ίδια τα γλωσσικά δεδομένα της ελληνικής και των διαλέκτων και από δεδομένα σε παλαιότερες χρονικές φάσεις αποδεικνύοντας μέσα από αυτό και μέσα από την κανονικότητα των φαινομένων διαχρονικά, τη συνέχεια της γλώσσας μας. / The present study explores the validity of vowel hierarchy in Greek and its dialects, as well as its role in dealing with hiatus. Hiatus emerges in adjacent vowels and it is resolved through phonological processes such as vowel deletion, vowel epenthesis, fusion, substitution, vowel harmony, assimilation etc., though there are instances in which hiatus is retained. The Sonority Scale (SS) is also investigated given that the (SS) determines the strong or weak status of the vowel, which, in turn, is driven by the position of the vowel in the SS. In other words, vowel loss is governed by its degree of sonority. In most, studies the vowel SS is considered to be the following: a > o > u > e > i ή i > e. Moreover, we examined the extent to which vowel sonority and the SS are circumscribed by other extra-phonological and phonological factors, such as the syntax, the semantics and the morphology of the language, the general linguistic context, the position of the vowels on the vowel space/ triangle, as well as their place of articulation. Additionally, we discuss phonological processes which repair hiatus occuring in Ancient Greek and its dialects and we test the conditions under which this happens. We present interesting data which lead us to adopt specific theoretical approaches regarding the vowel hierarchy. Finally, we evaluate the validity of the vowel hierarchy in the diachrony of Greek.
82

Δια βίου μάθηση : μια συγκριτική μελέτη πολιτικών και πρακτικών στο παράδειγμα Ελλάδας και Ιρλανδίας

Πανδής, Προκόπης 07 December 2010 (has links)
Η μελέτη αυτή έχει ως βασική επιδίωξη την καταγραφή, τη συστηματική παρουσίαση και τη σύγκριση των πολιτικών Δια βίου μάθησης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στόχος είναι να αποκτηθεί ολοκληρωμένη εικόνα για τις πολιτικές αντιλήψεις, τους θεσμούς και τις πρακτικές Δια Βίου μάθησης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών. Επιπλέον στόχος, η ανίχνευση της σχέσης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπερεθνικές πολιτικές) με τις εκπαιδευτικές πολιτικές Ελλάδας και Ιρλανδίας (εθνικές πολιτικές). Για την επίτευξη των στόχων της έρευνας χρησιμοποιείται η συγχρονική συγκριτική μέθοδος, η οποία αφορά τη μελέτη του εκπαιδευτικού φαινομένου σε διαφορετικούς χώρους αλλά στον ίδιο χρόνο. Η διαδρομή που ακολουθεί η έρευνα είναι: αφήγηση των γεγονότων, κατανόηση και ερμηνεία. Οι κατηγορίες σύγκρισης και ανάλυσης των δύο χωρών είναι πέντε και είναι το ιστορικό υπόβαθρο, το νομοθετικό πλαίσιο, η χρηματοδότηση, οι φορείς και οι δομές Δια Βίου μάθησης καθώς επίσης η συμμετοχή στη Δια Βίου μάθηση και οι δείκτες της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Τα συμπεράσματα της διατριβής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω: Oι δύο χώρες ξεκίνησαν την προσπάθεια για δημιουργία ολοκληρωμένης πολιτικής Δια Βίου μάθησης από διαφορετική αφετηρία, εξαιτίας του ιστορικού τους υπόβαθρου. H Ιρλανδία, αν και στο νομοθετικό τομέα της Δια Βίου έχει μεγαλύτερο παρελθόν, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να εκμεταλλευτεί την εμπειρία της και να δημιουργήσει ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, που να καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του συνόλου της Δια Βίου μάθησης στη χώρα. Αντίθετα, η Ελλάδα παρά την σχετική απειρία και την έλλειψη νομοθετικού παρελθόντος γύρω από θέματα Δια Βίου μάθησης ψήφισε ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τη Δια Βίου. Οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει παρόμοιες δομές για την ανάπτυξη και την προώθηση της Δια Βίου, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ Ιρλανδίας και Ελλάδας: Στην Ιρλανδία πέρα από τους δημόσιους φορείς και τις αυτόνομες δομές, δραστηριοποιούνται δύο μεγάλοι ιδιωτικοί/εθελοντικοί φορείς, ο AONTAS και η NALA. Η διαδρομή που είχαν να καλύψουν οι δύο χώρες απέχει πάρα πολύ, κάτι που τελικά αποτυπώνεται σήμερα στους συγκριτικούς δείκτες και εν τέλει στα ποσοστά συμμετοχής στη Δια Βίου μάθηση (2,1% η συμμετοχή στη Δια Βίου στην Ελλάδα για το έτος 2007 και 7,6% το αντίστοιχο ποσοστό για την Ιρλανδία). Πριν την Λισσαβόνα, η Ιρλανδία ήταν πιο κοντά σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «υπάκουη» ευρωπαϊκή χώρα, σε σχέση με τις πολιτικές Δια Βίου μάθησης. Οι δύο χώρες, μετά την Λισσαβόνα (2000), είναι εξίσου «υπάκουες» στις ευρωπαϊκές επιθυμίες και οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν επιβληθεί (σχεδόν πλήρως) στις εθνικές πολιτικές. / The purpose of this study is to detect, present and compare the lifelong learning policies in Greece and Ireland. The main aim is to obtain an integrated view about the political perceptions, the institutions and the practices of lifelong learning in the national education systems of those two countries. An additional target is to trace the relation between the supra-national education policies and the national educational policies. In order to achieve the forth mentioned targets the comparative method is used. The route of the study is: narration of the phenomena, comprehension and finally interpretation. There are five categories of comparison and analysis between the two countries: historical background, legislative framework, financing, structures, participation in lifelong learning as well as the indicators of the Lisbon Strategy. The conclusions of the study can be summarized in the followings: these two countries began their efforts for the formation of a coherent lifelong learning policy from a totally different starting point, due to their historical background. In the legislative field, Ireland has greater tradition (mainly in education training) but until today has not yet create o coherent legislative framework for lifelong learning. On the other hand, Greece despite the lack of experience has created (in 2005) a coherent legislative framework for lifelong learning. The two countries have also developed similar structures to promote and to develop lifelong learning, following the guidelines from the European Union. The greatest diversification between those two countries is the involvement of the private sector. In Ireland, AONTAS and NALA, which are private-volunteer structures, are mega actors in the field of lifelong learning while in Greece there is almost no interest from the private sector for the lifelong learning policies. Today, the participation percentage in lifelong learning activities shows a 5,5% difference between the two countries, as Ireland has a 7,6% of participation in lifelong learning while Greece has only a 2,1% being the worst country in European Union. Finally, we could say that both countries are very obedient to the wills of European Union and the supra national policies have overruled the national policies.
83

Ο λόγος του διαδικτύου στη διαμόρφωση κοινοτήτων γνώσης : το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων (NILE) : μελέτη περίπτωσης / Technocratic discourse in adult education : the reason of internet in (to) the Articulation of Communities of Knowledge : the European Network on Intercultural Adult Learning : a case study

Τσεκούρα, Βασιλική 15 February 2011 (has links)
Η διαδικτυακή επικοινωνία αποτελεί σύγχρονο μέσο πραγματοποίησης αλληλοδράσεων και στον εκπαιδευτικό χώρο. Η Εκπαίδευση Ενηλίκων ως ενεργός χώρος έκφρασης του προτάγματος της Δια Βίου Μάθησης έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη συλλογικών υποκειμένων – Δίκτυα – δια των οποίων το Διαδίκτυο, μέσω των ποικίλων εφαρμογών του, αξιοποιείται ως μέσο επικοινωνίας και μάθησης μεταξύ των μελών που εργάζονται σε κοινούς στόχους. Η επικοινωνία μεταξύ των μελών δομείται με αξιώσεις εγκυρότητας, δηλαδή με εκείνες τις αναγκαίες προϋποθέσεις που καθιστούν την διυποκειμενική συνάντηση, πεδίο της συναινεσιακής θεωρίας της αλήθειας. Στην παρούσα εργασία το διακύβευμα αφορά στην κριτική διερεύνηση των αξιακών απαιτήσεων των συμμετεχόντων στο διαδικτυακό διάλογο, όπως τον μεταφέρουν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων (NILE) σε μια αναστοχαστικά διατυπωμένη εμπειρία καθώς και τη συσχέτιση της στάσης τους με την νομιμοποιημένη σε επίπεδο ευρωπαϊκής ρητορικής χρήσης του Διαδικτύου, ως απόδειξη της διαλεκτικής που διέπει τον τεχνοκρατικό λόγο στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και του λόγου του στην διαμόρφωση Κοινοτήτων Γνώσης. / The digital communication consists a modern medium for the implementation of interactions in the field of Education. In particular The Adult Education as active agent where the Life Long Learning doctrine grounded, proceeds in articulating collective subjects – Networks – where Communication and learning is possible among participants collaboration within the Internet multiple applications. The Communication is articulated in validity claims, named those prerequisites that validate the intersubjectivity as the space of ‘the consensual theory of Truth’. The present thesis is referred to the claims that participants of the European Network on Intercultural Adult Learning (NILE) critical reveal through reflective utterances, concerning the internet discourse development. Hence, we are looking into the relationship of their attitude towards internet discourse with the legitimation of the digital communication in European policy rhetoric. Our basic aim is to justify the dialectics that regulates the technοcratic discourse of the Communication in Adult Education and its reason to the articulation of the Communities of Knowledge.
84

Διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με την παρουσία των δύο φύλων στην οργάνωση και διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης : η περίπτωση του Ν. Αχαΐας στις κρίσεις του 2007

Ανδρικογιαννοπούλου, Αναστασία 21 October 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η συστηματική διερεύνηση και η ερμηνεία των παραγόντων και μηχανισμών παρεμπόδισης των γυναικών από την ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση, με συνέπεια την υποεκπροσώπησή τους στην εκπαιδευτική διοικητική ιεραρχία. Επιπλέον η παρούσα εργασία διερευνά και την ανίχνευση των παραγόντων εκείνων που οδηγούν στη διεκδίκηση ή μη διοικητικών-διευθυντικών θέσεων από τους εκπαιδευτικούς, παίρνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Αχαΐας κατά τις κρίσεις του 2007 στην εκπαίδευση. Ως μεθοδολογικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο, μέσα από το οποίο αξιοποιήθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα. Το ερωτηματολόγιο ήταν δομημένο με ερωτήσεις ως επί το πλείστον κλειστού τύπου και περιορισμένο αριθμό ανοικτών ερωτήσεων όπου αναμέναμε την προσωπική παρέμβαση-πρόταση των εκπαιδευτικών, για τη διερεύνηση του ζητήματος της παρουσίας των δύο φύλων στην εκπαιδευτική διοίκηση και συμπληρώθηκε από 185 εκπαιδευτικούς διοικητικά στελέχη και μη, της Πρωτοβάθμιας Δημοτικής Εκπαίδευσης του Νομού Αχαΐας. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα δεδομένα και αναλύονται ενώ στο τέλος της έρευνας γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας των δεδομένων αυτών και παρατίθενται οι προβληματισμοί για περαιτέρω έρευνα. / The purpose of this study is to systematically assess and evaluate the factors and mechanisms which prevent women from equal participation in management, resulting in their underrepresentation in educational administrative hierarchy. Furthermore, this work explores the detection of factors leading to the claim or non-claim of administrative-managerial positions by teachers, taking as an example the case of Primary Education of Achaia, in the 2007 selection procedure in education. The methodological tool was a questionnaire through which both quantitative and qualitative data were utilized. The questionnaire included mostly closed-type questions and a limited number of open questions through which we expected the teachers’ personal intervention-proposal, for exploring the issue of presence of the two genders in educational administration. The questionnaire was completed by 185 teachers, holders and non-holders of managerial posts working in Primary Education in the Prefecture of Achaia. Next the data are presented and analyzed while an attempt to interpret these data is ventured concluding the research. Finally, questions for further consideration and research are posed.
85

Συγκριτική μελέτη φωτοσυνθετικών και φωτοπροστατευτικών χαρακτηριστικών σε φύλλα με υψηλό και χαμηλό περιεχόμενο ανθοκυανινών

Ζέλιου, Κωνσταντίνα 07 October 2011 (has links)
Στα φύλλα κάποιων φυτικών ειδών παρουσιάζεται παροδική ερυθρότητα, λόγω συσσώρευσης ανθοκυανινών, η οποία μπορεί να είναι τόσο έντονη που να καλύπτεται το χρώμα της χλωροφύλλης. Δεδομένου ότι απορροφούν και στο ορατό φάσμα (κυρίως στην πράσινη και ελαφρώς στη μπλε και κίτρινη περιοχή) οι ανθοκυανίνες πρακτικώς λειτουργούν ως φίλτρα, αφού απορροφούν μέρος της προσπίπτουσας φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας και ανταγωνίζονται τις χλωροφύλλες στην απορρόφηση του φωτός. Εξ αιτίας αυτής της ιδιότητάς τους, ένας από τους ρόλους που τους έχει αποδοθεί είναι η φωτοπροστατευτική δράση, ενώ παράλληλα (και ανεξαρτήτως ρόλου που επιτελούν) έχει προταθεί ότι διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο μικροπεριβάλλον σκιάς στο εσωτερικό του φύλλου. Προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανή συνεισφορά των ανθοκυανινών στη φωτοπροστασία αλλά και στην επαγωγή σκιόφιλων χαρακτήρων, στην παρούσα διατριβή παρακολουθήσαμε την πορεία των φωτοσυνθετικών και φωτοπροστατευτικών χαρακτηριστικών, παράλληλα με τη μεταβολή της ερυθρότητας, σε φύλλα του ίδιου είδους που διαφέρουν ως προς το ανθοκυανικό περιεχόμενο. Εξετάστηκαν πέντε είδη, τρία ως κύρια πειραματόφυτα (Cistus creticus L., Photinia x fraseri Dress και Quercus coccifera L.) και δύο ως συμπληρωματικά στον προσδιορισμό της στοιχειομετρίας των δύο φωτοσυστημάτων (Ricinus communis L., Rosa sp. L.). Στο C. creticus, η παροδική ερυθρότητα εμφανίζεται στα ώριμα φύλλα και σχετίζεται με αβιοτικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, συγκεκριμένα το συνδυασμό χαμηλών θερμοκρασιών και υψηλών εντάσεων φωτός. Στα υπόλοιπα, η παροδική συσσώρευση ανθοκυανινών επάγεται από οντογενετικούς παράγοντες (νεαρά κόκκινα φύλλα που πρασινίζουν με την ωρίμανση). Στα P. x fraseri και R. communis, η χρωματική ποικιλομορφία αφορά φύλλα διαφορετικής ηλικίας, που ανήκουν όμως στο ίδιο άτομο (νεαρά κόκκινα-ώριμα πράσινα). Tα υπόλοιπα τρία είδη εμφανίζουν ενδο-ειδική ποικιλομορφία ως προς τον ανθοκυανικό χαρακτήρα, και επομένως συγκρίνονται φύλλα ίδιας κάθε φορά φυσιολογικής ηλικίας, που ανήκουν σε άτομα διαφορετικών φαινοτύπων. Στην περίπτωση που οι ανθοκυανίνες λειτουργούν φωτοπροστατευτικά, αναμένεται τα φύλλα που τις περιέχουν να αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο φωτοαναστολής και να έχουν μικρότερη ανάγκη για μη-φωτοχημική απόσβεση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα πράσινα. Ωστόσο, από τις μετρήσεις του in vivo φθορισμού της χλωροφύλλης σε προ-σκοτεινιασμένα δείγματα (OJIP-ανάλυση) δεν διαπιστώθηκε τα ανθοκυανικά φύλλα να διαθέτουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα όσον αφορά στη φωτοσυνθετική τους λειτουργία. Αντιθέτως, τα κόκκινα φύλλα των ειδών P. x fraseri και C. creticus εκτός του ότι παρουσιάζουν ελαφρώς, αλλά στατιστικώς σημαντικά, χαμηλότερες τιμές μέγιστης φωτοχημικής απόδοσης του PSII (Fv/Fm) συναντούν και σαφώς μεγαλύτερους περιορισμούς στα μετέπειτα στάδια ηλεκτρονιακής ροής και μετατροπής της ενέργειας σε σχέση με τα αντίστοιχα πράσινα. Και στις δυο περιπτώσεις είναι πιθανό να συμβαίνει απενεργοποίηση κάποιων λειτουργικών ενεργών κέντρων του PSII. Στο Q. coccifera, τα όμοιας ηλικίας φύλλα των δύο φαινοτύπων δεν παρουσιάζουν διαφορές στις ανωτέρω παραμέτρους. Οι μετρήσεις φθορισμού της χλωροφύλλης κάτω από συνθήκες ακτινικού φωτός έδειξαν ότι τα κόκκινα φύλλα έχουν όμοιες (P. x fraseri και C. creticus) ή χαμηλότερες (Q. coccifera) τιμές τρέχουσας φωτοχημικής απόδοσης (YII) και αντίστοιχα όμοιες ή υψηλότερες τιμές μη-φωτοχημικής απόσβεσης (YNPQ). Ωστόσο, λόγω της απορρόφησης των ανθοκυανινών, οι χλωροπλάστες των κόκκινων φύλλων δέχονται πραγματική ένταση φωτός χαμηλότερη της προσπίπτουσας, και επομένως τα ανωτέρω αποτελέσματα είναι αντίθετα των αναμενόμενων. Διαφωτιστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι μετρήσεις φθορισμού της κάτω (πράσινης) φυλλικής επιφάνειας σε φωτιζόμενα φύλλα των δύο φαινοτύπων του C. creticus. Σ’ αυτήν την περίπτωση, έχοντας παρακάμψει το πρόβλημα της απορρόφησης των ανθοκυανινών, τα φύλλα του κόκκινου φαινοτύπου εμφανίζουν υψηλότερη ανάγκη μη-φωτοχημικής απόσβεσης (YNPQ) και υψηλότερη ευαισθησία έναντι της φωτοαναστολής (YNΟ), παρ’ όλη τη θεωρούμενη προστασία των υπερκείμενων ανθοκυανινών της άνω επιφανείας. Η μεγαλύτερη ανάγκη μη φωτοχημικής απόσβεσης των κόκκινων φύλλων διαφαίνεται και από την υψηλότερη επένδυση σε συστατικά του κύκλου των ξανθοφυλλών (P. x fraseri) ή την καλύτερη λειτουργικότητα του κύκλου (C. creticus), σε συνθήκες έντονου φωτισμού. Μάλιστα, κατά την καταπονητική περίοδο του χειμώνα ο κόκκινος φαινότυπος του C. creticus εμφανίζει μείωση των περιεχομένων χλωροφυλλών, πιθανόν σε μια προσπάθεια περαιτέρω ελάττωσης της απορροφούμενης ενέργειας διεγέρσεως, παρ’ όλη την ύπαρξη του ανθοκυανικού φίλτρου. Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα, η υπόθεση του φωτοπροστατευτικού ρόλου των ανθοκυανινών δεν ενισχύεται, εκτός εάν υποτεθεί είτε ότι ο στόχος για την προστασία δεν συνδέεται με τη φωτοσύνθεση είτε ότι τα κόκκινα φύλλα εάν δεν τις διέθεταν θα ήταν σε πολύ πιο δυσμενή θέση, σε σύγκριση πάντα με τα πράσινα. Όσον αφορά στη συνεισφορά των ανθοκυανινών στην επαγωγή σκιόφιλων χαρακτήρων βρέθηκαν κάποιες ισχυρές ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τον παράγοντα που επάγει τη συσσώρευσή τους. Έτσι, και στα πέντε είδη που εξετάστηκαν, παρατηρήθηκε αύξηση της σχετικής αναλογίας PSII/PSI στα κόκκινα φύλλα, η οποία είναι στατιστικά σημαντική (εκτός από την περίπτωση του Q. coccifera) και βαίνει μειούμενη με τη μείωση των περιεχομένων ανθοκυανινών. Αύξηση της αναλογίας PSII/PSI έχει συσχετισθεί με την ποιοτική αλλοίωση του φωτός σε συνθήκες σκιάς και στοχεύει στην εξισορροπημένη διέγερση των δύο φωτοσυστημάτων. Από τον τρόπο προσδιορισμού της (ως F686/F735), η ανωτέρω αναλογία δεν κάνει διάκριση μεταξύ φωτοσυλλεκτικής κεραίας και ενεργών κέντρων των δύο φωτοσυστημάτων. Μία άλλη παράμετρος, που θεωρείται τυπικός δείκτης σκιοφιλίας και μετρήθηκε στο σύνολο των πειραματοφύτων, είναι η αναλογία Chl a/b. Μειωμένη αναλογία Chl a/b σε συνθήκες σκιάς υποδεικνύει αύξηση των φωτοσυλλεκτικών κεραιών σε σχέση με τα ενεργά κέντρα. Στατιστικά σημαντική μείωση της ανωτέρω αναλογίας βρέθηκε στα κόκκινα φύλλα των ειδών C. creticus, Q. coccifera και Rosa sp.. Στα P. x fraseri και R. communis δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ κόκκινων και πράσινων φύλλων. Τέλος, στα είδη C. creticus, P. x fraseri και Q. coccifera προσδιορίσθηκε και η παράμετρος ABS/RC (όπως προκύπτει από την OJIP-ανάλυση), όπου παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική αύξηση στα κόκκινα φύλλα των δύο πρώτων ειδών. Στο Q. coccifera η ίδια τάση δεν είναι στατιστικά σημαντική. Αύξηση της αναλογίας ABS/RC, η οποία αποτελεί θα λέγαμε έναν λειτουργικό περισσότερο δείκτη, μπορεί να αποδοθεί σε αυξημένο μέγεθος της φωτοσυλλεκτικής κεραίας ή/και σε μείωση του αριθμού των λειτουργικών ενεργών κέντρων του PSII. Από το συνδυασμό των παραπάνω αποτελεσμάτων διαφαίνεται ότι στα είδη C. creticus, Rosa sp. και Q. coccifera η επίδραση των ανθοκυανινών εντοπίζεται κυρίως σε αύξηση του μεγέθους της φωτοσυλλεκτικής κεραίας. Στα P. x fraseri και R. communis, η αύξηση του λόγου PSII/PSI αντανακλά πιθανώς μια αύξηση των ενεργών κέντρων του PSII. / Leaves of some plant species appear transiently red because of the accumulation of anthocyanins, at levels sufficient to mask the green chlorophyll color. Given that leaf anthocyanins absorb also in the visible spectrum (strongly in the green and less in the blue-violet and yellow region), they act as sunscreens attenuating part of the photosynthetically active radiation and hence they compete with chlorophylls for photon capture. Due to this attribute, one of the ascribed roles of leaf anthocyanins is the photoprotection of the photosynthetic mesophyll. Additionally (and regardless of the proposed role) it has been suggested that they shape a particular shade microenvironment in the leaf interior. In order to investigate these two hypotheses, in the present study we monitored the course of photosynthetic and photoprotective characteristics in leaves of the same species with different anthocyanic content. Five species have been used, three of them as main experimental material (Cistus creticus L., Photinia x fraseri Dress και Quercus coccifera L.) and two additional (Ricinus communis L., Rosa sp. L.) for the assessment of the stoichiometry of the two photosystems. In Cistus creticus (L.) transient redness is induced in mature leaves by abiotic environmental factors, i.e. the combination of low temperatures and high light intensity during winter. In the rest species redness is developmentally determined (young red leaves which become red upon maturation). In P. x fraseri and R. communis the color variation concerns leaves of different age from the same individual (comparison of young red and mature green). The rest three species show intra-species variation of the anthocyanic trait. Thus, leaves of the same physiological age from different individuals and phenotypes (occupying the same habitat) were compared. The photoprotective hypothesis of leaf anthocyanins entails that red leaves would be less sensitive against photoinhibition and have a reduced need of non-photochemical quenching, compared to their green counterparts. However, according to our chlorophyll fluorescence measurements with dark adapted samples (OJIP-analysis), anthocyanic leaves did not display a comparative advantage in their photosynthetic function. On the contrary, red leaves of P. x fraseri and C. creticus, apart from their slightly, yet statistically significant, lower maximum PSII yield (Fv/Fm), they also confront higher limitations in the further steps of excitation energy processing and its transformation compared to greens. In both species, a transformation of active PSII centers to non-QA -reducing ones, could be inferred. In Q. coccifera, no differences were observed between leaves of the same physiological age from the two phenotypes in the above parameters. Moreover, chlorophyll fluorescence measurements in light acclimated samples have shown that red leaves have similar (P. x fraseri και C. creticus) or lower (Q. coccifera) PSII effective yield (YII) and similar or higher corresponding non-photochemical energy quenching (YNPQ). It has to be noted, however, that the actual PAR levels penetrating to the red leaf mesophyll are in fact lower compared to their green counterparts, due to anthocyanin absorption of the white and blue actinic light used during these measurements. Accordingly, for the same incident PAR, the opposite trend was expected in red leaves. In C. creticus, measurements performed in the lower leaf side by-pass this problem, since anthocyanins accumulate only in the palisade mesophyll (of the upper side) and the abaxial leaf surface is always green. In that case, red leaves showed a higher need for non-photochemical quenching (YNPQ) and a higher vulnerability to photoinhibition (YNΟ), in spite of the supposed photoprotective function of the overlying anthocyanins. The trend for an enhanced need of non-photochemical dissipation in red leaves is indicated also by the higher investment in “xanthophyll cycle” components (P. x fraseri) and/or the lower EPS values (P. x fraseri and C. creticus) during midday. In addition, during the superimposed winter stress, red leaves of C. creticus proceed to a Chl loss, possibly as an attempt to decrease further the absorbed excitation energy, in spite of the anthocyanic screen. The above results weaken the photoprotective hypothesis for leaf anthocyanins, unless it is assumed either that photosynthesis is not the target for protection or that red leaves would be in a worse position, compared to greens, if anthocyanins were absent. Some of our results support the shade acclimation hypothesis in red leaves, irrespectively of the factor that induces the accumulation of anthocyanins. In all tested species, red leaves display a higher, statistically significant, relative PSII/PSI ratio compared to greens (except of Q. coccifera, where the same was observed as a trend). PSII/PSI ratio declines in parallel with the decrease of anthocyanin accumulation. A higher PSII/PSI ratio is considered as an acclimation to the altered light quality under shade conditions in order to adjust the excitation pressure of two photosystems. Chl a/b was statistically lower in red leaves of C. creticus, Q. coccifera και Rosa sp., while in P. x fraseri and R. communis no differences were observed. A decrease in Chl a/b ratio is a typical shade acclimation feature, indicating an increased ratio of light harvesting antennae per reaction center. Finally, another parameter indicative of shade acclimation is the mean antenna size (calculated as ABS/RC ratio), which was considerably higher in red leaves of C. creticus and P. x fraseri (again in Q. coccifera only a similar trend was observed). Yet, according to the JIP-analysis the antenna size is expressed per active RC, hence the increased ABS/RC ratio could be the combined effect of an increase in the antenna size and a decrease in active PSII centers. The combination of the above results indicates that anthocyanin accumulation in C. creticus, Rosa sp. and Q. coccifera contributes mainly to a higher relative size of LHC. In the case of P. x fraseri and R. communis, the enhanced PSII/PSI ratio of red leaves reflects rather an increase of PSII centers.
86

Επίδραση της βλάβης στο DNA στη χωροχρονική ρύθμιση των παραγόντων αδειοδότησης της αντιγραφής

Κωτσαντής, Παναγιώτης 30 May 2012 (has links)
Η αδειοδότηση της αντιγραφή του DNA συνίσταται στη συγκρότηση προαντιγραφικών συμπλόκων στη χρωματίνη, στα οποία μετέχουν οι πρωτεΐνες ORC, Cdt1, Cdc6 και MCM2-7. Η πρωτεΐνη Cdt1 αποικοδομείται μετά από βλάβη στο DNA και ενδέχεται να συνδέει το σύστημα αδειοδότησης και το σύστημα απόκρισης σε βλάβη στο DNA. Στη διδακτορική αυτή διατριβή μελετήθηκε η αλληλεπίδραση των συστημάτων αδειοδότησης και απόκρισης σε βλάβη στο DNA με μεθόδους λειτουργικής μικροσκοπίας σε ανθρώπινα κύτταρα, εστιάζοντας στους παράγοντες αδειοδότησης Cdt1 και MCM4. Ο παράγοντας Cdt1 μελετήθηκε μετά από καθολική και εντοπισμένη έκθεση ανθρώπινων κυττάρων σε υπεριώδη ακτινοβολία (UV). Δείχθηκε ότι ακτινοβόληση με UV οδηγεί στην αποικοδόμηση του παράγοντα Cdt1 σε διαφορετικές κυτταρικές σειρές. Ο χρόνος αποικοδόμησης της πρωτεΐνης Cdt1 όμως διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τον κυτταρικό τύπο και συγκεκριμένα παρουσιάζει καθυστέρηση στην κυτταρική σειρά καρκινώματος μαστού MCF7 σε σχέση με άλλες καρκινικές σειρές (HeLa, U2OS) και φυσιολογικούς ανθρώπινους ινοβλάστες. Μελέτη της πρωτεΐνης Cdt1 στο χώρο μετά από εντοπισμένη ακτινοβόληση μιας μικρής υποπεριοχής του πυρήνα έδειξε ότι η πρωτεΐνη Cdt1 συσσωρεύεται στην περιοχή της βλάβης από υπεριώδη ακτινοβολία πριν από την αποικοδόμηση της. Παράλληλα, παρατηρήθηκε συσσώρευση στην περιοχή της βλάβης από UV των πρωτεϊνών PCNA, Cdt2 (συστατικό του Cul4-DDB1Cdt2 συστήματος ουβικουιτίνωσης, που είναι υπεύθυνο για την αποικοδόμηση του παράγοντα Cdt1), καθώς και της πρωτεΐνης p21 που στοχεύεται από το ίδιο σύστημα. Πειράματα επαναφοράς φθορισμού σε ζωντανά κύτταρα (Fluorescence Recovery After Photobleaching, FRAP) έδειξαν ότι στις περιοχές εντοπισμένης ακτινοβόλησης με UV οι πρωτεΐνες Cdt1, Cdt2, PCNA και p21 εμφανίζουν τροποποιημένη κινητική συμπεριφορά. Πειράματα αποσιώπησης της έκφρασης της πρωτεΐνης Cdt1 ανέδειξαν έναν ανασταλτικό ρόλο για το Cdt1 στο μονοπάτι επιδιόρθωσης διπλών θραύσεων με ομόλογο ανασυνδυασμό κατά τη διάρκεια της G1 φάσης. Στο δεύτερο μέρος αυτής της εργασίας, εισάγαμε μια νέα in vivo μέθοδο μελέτης της αδειοδότησης που στηρίζεται στην εφαρμογή της FRAP τεχνικής σε MCF7 κύτταρα σταθερά διαμολυσμένα με την πρωτεΐνη MCM4 σημασμένη με την πράσινη φθορίζουσα πρωτεΐνη GFP (GFP-MCM4). Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τη μελέτη της κινητικής συμπεριφοράς της πρωτεΐνης MCM4 σε ζωντανά κύτταρα και σε πραγματικό χρόνο. Δείχθηκε ότι το σύστημα αναπαράγει τη λειτουργία της ενδογενούς MCM4 πρωτεΐνης και μπορεί να διακρίνει επιτυχώς μεταξύ αδειοδοτημένης και μη κατάστασης. Ακολούθως, το σύστημα χρησιμοποιήθηκε για να μελετηθεί η επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στην αδειοδότηση της χρωματίνης για αντιγραφή. Διαπιστώθηκε ότι επίδραση με υπεριώδη ακτινοβολία οδηγεί σε μείωση του κλάσματος της MCM4 που είναι προσδεδεμένο στη χρωματίνη. Περαιτέρω μέλετη έδειξε ότι η μείωση αυτή παρουσιάζεται στη φάση G1 του κυτταρικού κύκλου και περιορίζεται στην περιοχή της βλάβης, δείχνοντας ότι αποτελεί εντοπισμένη απόκριση του κυττάρου στην ύπαρξη βλάβης. Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή ανέδειξε την αλληλεπίδραση των συστημάτων αδειοδότησης της αντιγραφής του DNA και της κυτταρικής απόκρισης σε βλάβη στο DNA και εισήγαγε μια νέα μέθοδο μελέτης της αδειοδότησης της αντιγραφής του DNA. Μελετήθηκαν οι παράγοντες του συστήματος αδειοδότησης Cdt1 και MCM4, οι οποίοι αποκρίνονται στη βλάβη στο DNA, με το Cdt1 να παίζει ρόλο στην επιλογή επιδιορθωτικού μηχανισμού μετά από πρόκληση βλάβης διπλών θραύσεων του DNA και την πρωτεΐνη MCM4 να εμφανίζει μειωμένη πρόσδεση στη χρωματίνη στην περιοχή της βλάβης μετά από ακτινοβόληση με UV. / Licensing DNA for replication involves the formation of pre-replicative complexes on chromatin, consisting of the proteins ORC, Cdt1, Cdc6 and MCM2-7. Cdt1 is degraded following DNA damage and this suggests a regulatory crosstalk between DNA licensing and DNA damage response (DDR) systems. Here the molecular interplay between these two systems was studied in human cell cultures. The kinetics of Cdt1 degradation in response to UV irradiation was shown to differ in different human cell lines, exhibiting a delay in MCF7 cells in comparison to HeLa, U2OS and human fibroblasts, which implies a difference in the DDR sensitivity of these cells. By studying the spatial regulation of Cdt1 in response to localized DNA damage, the accumulation of Cdt1 in UV irradiated sites prior to its degradation was recorded. Proteins participating in the degradation of Cdt1 through ubiquitin dependent proteolysis (PCNA and Cdt2), as well as protein p21 which is targeted by the same ubiquitin ligase following DNA damage, were also shown to accumulate at UV irradiated sites. Fluorescence Recovery After Photobleaching (FRAP) experiments showed that Cdt1, Cdt2, PCNA and p21 exhibit altered kinetics at UV irradiated sites. Silencing of Cdt1 expression revealed an inhibitory role of Cdt1 in the repair of double strand breaks through homologous recombination during the G1 phase of the cell cycle. In the second part of this thesis, we introduced an in vivo licensing assay based on FRAP in MCF7 cells stably expressing MCM4 tagged with the Green Fluorescent Protein (GFP). This assay allows the study of the kinetic behaviour of MCM4 in live cells and in real time. A plasmid expressing GFP-MCM4 was constructed and MCF7 cells stably expressing this plasmid were produced. The GFP-MCM4 cell line was further characterized to ensure a correct cell cycle profile, GFP-MCM4 levels, subcellular localization, interactions with other MCM proteins and binding to chromatin. FRAP experiments on the stable GFP-MCM4 cells verified that the assay could successfully distinguish between licensed and unlicensed state. Using this assay, the effect of UV irradiation on MCM4 kinetics was studied. UV irradiation led to a decrease in the fraction of MCM4 binding to chromatin. This effect was more profound in middle G1 phase and was restricted to the site of UV irradiation. In conclusion, this thesis addressed the interaction of DNA licensing and DNA damage response systems and introduced an in vivo DNA licensing assay. Licensing proteins Cdt1 and MCM4 were shown to respond to DNA damage, with Cdt1 affecting the double strand break repair choice pathway and MCM4 exhibiting reduced chromatin binding following UV irradiation.
87

Αξιολόγηση της απόδοσης των ηλεκτρονικών τραπεζικών συστημάτων

Χαλικιά, Ναυσικά 12 June 2015 (has links)
Η είσοδος των ηλεκτρονικών λύσεων, εφαρμογών και διευκολύνσεων στις τραπεζικές συναλλαγές δεν είναι κάποια νέα υπόθεση. Το διαφορετικό, σήμερα, βρίσκεται στις τεράστιες δυνατότητες, που προσφέρει η τεχνολογία για την άμεση και συνεχόμενη διασύνδεση της τρα-πεζικής πελατείας με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες του τραπεζικού συστήματος. Οι νέες αυτές δυνατότητες περιγράφονται με τον όρο ηλεκτρονική τραπεζική. Αυτόματες ταμειακές μηχανές σε όλα τα τραπεζικά καταστήματα, ηλεκτρονικές αγορές μέσω καρτών και τηλεφωνικές συναλλαγές προσφέρουν υπηρεσίες που εφαρμόζονται ήδη με μεγάλη επιτυχία. Επίσης και η τραπεζική μέσω του Διαδικτύου αναπτύσσεται με αξιοσημείωτους βαθμούς. Η σχέση των πελατών με την τράπεζά τους ενδύεται πλέον τις ανάγκες της εποχής και προσαρμόζονται στους ρυθμούς με τους οποίους εργάζεται η σύγχρονη, παγκοσμοποιούμενη και συνεχώς ανταγωνιστικότερη οικονομία. Συνεχής λειτουργία επί 24 ώρες και για τις 7 ημέρες της εβδομάδες, με παράλληλη εντυπωσιακή μείωση του χρόνου εκτέλεσης των εντολών και περιορισμού του κόστους. Το ηλεκτρονικό δίκτυο, όπως απεικονίζεται στη φιλική μορφή του Διαδίκτυο (internet) προσφέρει πολλαπλές δυνατότητες εμπορικής ανάπτυξης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Με το ηλεκτρονικό χρήμα να αποτελεί, εδώ και πολύ καιρό, μια καθημερινή συνήθεια ο δρόμος για ριζοσπαστικές αλλαγές έχει ανοίξει. / The entrance of electronic solutions, applications and facilities in banking is not a new case. The different today is the enormous possibilities offered by technology for direct and con-tinuous connection of bank customers with all products and services of the banking system. These new features are described by the term electronic banking. Cash machines in all bank branches, electronic shopping cards and telephone transactions offer services that are be-ing applied with great success. Also the bank via the Internet is growing at a remarkable degree. The customer relationship with their bank now wears the needs of the times and adapt to the rhythms with which modern works, globalized and increasingly competitive economy. Contin-uous operation for 24 hours and 7 days of the week, while striking reduction in the time of exe-cution and cost containment. The electronic network, as illustrated in the friendly form of Internet offers multiple pos-sibilities for commercial development of electronic transactions. With electronic money to be here a long time, a daily habit the way for radical changes has opened.
88

Η επιρροή της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολίτικης στην ανωτάτη εκπαίδευση (2000-2007): οι περιπτώσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας

Γιαννοπούλου, Άννα 27 October 2008 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας αποτελεί η απόπειρα ανάλυσης του ευρωπαϊκού πλαισίου περί εκπαιδευτικής πολιτικής όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τη διαδικασία της Λισσαβόνας και τη διακήρυξη της Μπολόνια σχετικά με τη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ). Επίσης θα διερευνηθούν οι πρακτικές που επηρέασαν τα κράτη μέλη, τα οποία προσανατολίστηκαν σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της δομής και της οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αλλά και ένας βαθμός σύγκλισης μεταξύ των διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων. Στα πλαίσια λοιπόν των παραπάνω εξελίξεων θα διερευνηθούν τα πρόσφατα μέτρα που λήφθηκαν από το γερμανικό, το γαλλικό και το ελληνικό κράτος με στόχο τον εκσυγχρονισμό και τη δημιουργία αγοράς στο εσωτερικό των ανώτατων ιδρυμάτων καθώς επίσης και η αξιολόγηση του βαθμού επιτυχίας αυτών των μέτρων. Στην μελέτη που ακολουθεί προσδιορίζουμε την μέθοδο ανάλυσης και το θεωρητικό υπόβαθρο που επιλέξαμε ως εργαλεία για την επίτευξη του στόχου μας. Κατόπιν αναλύουμε την Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική για την Ανώτατη Εκπαίδευση από το 2000 έως και το 2007. Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφεται η οργάνωση της Γερμανικής Ανώτατης Εκπαίδευσης, στο έκτο κεφάλαιο η οργάνωση της Γαλλικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και στο έβδομο κεφάλαιο η οργάνωση της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Παράλληλα αναφέρονται και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη όσο αφορά τη βελτίωση και τη συμμόρφωση των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης σύμφωνα με τη διαδικασία της Μπολόνια. Στο όγδοο κεφάλαιο επιχειρείται μια ερμηνευτική προσέγγιση των ευρημάτων και τέλος στο ένατο και τελευταίο κεφάλαιο παραθέτουμε συνοπτικά τα συμπεράσματά μας. / In this research we have tried to find out, to interpret and to analyze the influence of the European’s Higher Education Policy upon the Higher Education Institutions from 2000 until 2007, in Germany, France and Greece through the Bologna Process. We interpret also the implementation of recent reforms upon the Higher Education Institutions in the three countries. We have tried to clarify the present trends but also the future challenges in this issue.
89

Μορφολογική ασυμμετρία, αναπαραγωγική προσπάθεια, συσσώρευση ανθοκυανινών και φωτοσυνθετική ικανότητα ως δείκτες αρμοστικότητας των φυτών / Morphological asymmetry, reproductive effort, accumulation of anthocyanins and photosynthetic performance as indicators of fitness in plants

Νικηφόρου, Κωνσταντίνος 07 June 2013 (has links)
Η διακυμαινόμενη ασυμμετρία των φύλλων, δηλαδή η τυχαία απόκλιση από τη συμμετρία, θεωρείται ένα μέτρο της καταπόνησης που υπέστησαν κατά την ανάπτυξή τους. Η ασυμμετρία υποδηλώνει αναπτυξιακή αστάθεια και έχει προταθεί ότι συσχετίζεται αρνητικά με την αρμοστικότητα (fitness). Εάν η φωτοσύνθεση αποτελεί έναν έμμεσο δείκτη της αρμοστικότητας, αναμένεται, ένα φύλλο με μειωμένη αρμοστικότητα να είναι και φωτοσυνθετικά υποδεέστερο. Προς επιβεβαίωση αυτού, στην παρούσα διατριβή εξετάστηκαν εκατοντάδες άθικτα φύλλα σε συνολικά 7 διαφορετικά είδη ως προς τη διακυμαινόμενη ασυμμετρία, καθώς και ως προς τη φωτοσυνθετική τους απόδοση (δείκτες PItotal & Fv/Fm). Ο δείκτης PItotal υπολογίζεται με βάση την κινητική ανάλυση των in vivo μεταβολών του φθορισμού της χλωροφύλλης και λαμβάνεται εύκολα και γρήγορα (εντός δευτερολέπτων). Ο δείκτης αυτός θεωρείται ανάλογος της φωτοσυνθετικής αφομοίωσης του CO2 και περιγράφει την απόδοση τόσο του φωτοσυστήματος Ι (PSI) όσο και του φωτοσυστήματος ΙΙ (PSII). Ο παραδοσιακός δείκτης Fv/Fm προκύπτει άμεσα από τις in vivo μετρήσεις φθορισμού της χλωροφύλλης και υποδεικνύει τη μέγιστη φωτοχημική ικανότητα του PSII. Δύο φυτικά είδη (Pistacia lentiscus, Olea europea) επέδειξαν θετική συσχέτιση μεταξύ διακυμαινόμενης ασυμμετρίας και φωτοσυνθετικής ικανότητας, αποτελέσμα αντίθετο από τις αρχικές προβλέψεις. Το μόνο φυτικό είδος που επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση ήταν το Ceratonia siliqua. Στα υπόλοιπα είδη (Arbutus unedo, Cercis siliquastrum, Platanus orientalis, Populus alba) δεν υπήρξε συσχέτιση μεταξύ των δύο παραμέτρων. Τα φυτικά είδη που εμφάνισαν μεγάλες τιμές διακυμαινόμενης ασυμμετρίας ήταν και αυτά στα οποία η ασυμμετρία συχετίστηκε θετικά με τη φωτοσύνθεση. Συμπεραίνεται, εμμέσως ότι η ισχυρή ένταση της καταπόνησης κατά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης των φύλλων σε μερικά φυτά ενδεχομένως να οδηγεί σε πιο σφριγηλή φωτοσύνθεση κατά την ωριμότητά τους ή σε μεγαλύτερη ικανότητα αντοχής στην καταπόνηση. Αν το συμπέρασμα είναι αληθές, τότε μπορεί μεν η συμμετρία να είναι ομορφότερη, δεν είναι όμως και αποδοτικότερη. Σε γενικές γραμμές, και με βάση τη βιβλιογραφία, ο δείκτης διακυμαινόμενης ασυμμετρίας των φύλλων δεν φαίνεται από μόνος του να επιτυγχάνει αξιόπιστη εκτίμηση της αρμοστικότητας. Για αυτό τον λόγο η χρησιμοποίησή του πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και συνάμα θα πρέπει να συνδυάζεται με σειρά άλλων δεδομένων-δεικτών. Ένας ακόμη δείκτης περιβαλλοντικής καταπόνησης μπορεί να είναι η εποχική συσσώρευση ερυθρών χρωστικών (ανθοκυανινών) που παρατηρείται στα ώριμα φύλλα ορισμένων φυτικών ειδών. Έχει προταθεί ότι οι ανθοκυανίνες των φύλλων λειτουργούν ως «ομπρέλα» προστασίας για τη φωτοσυνθετική συσκευή ενάντια στη φωτοαναστολή. Ως προς την εξέταση αυτής της υπόθεσης, η παρούσα διατριβή χρησιμοποίησε δύο πειραματόφυτα που εμφανίζουν εποχική ερυθρότητα στα φύλλα ορισμένων ατόμων τους. Αυτά είναι το Pistacia lentiscus και το Cistus creticus. Αρχικά όσον αφορά το P. lentiscus, εξετάστηκε η συσχέτιση του βαθμού φωτοπροστασίας με τις πραγματικές συγκεντρώσεις ανθοκυανινών σε φύλλα ατόμων που φύονται σε συνθήκες πεδίου. Το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελεί καινοτομία, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί η φωτοπροστασία σε σχέση με τη διαβάθμιση της ερυθρότητας των φύλλων. Προς αυτή τη κατεύθυνση χρησιμοποιήθηκαν μη επεμβατικές οπτικές μέθοδοι (φάσματα ανακλαστικότητας και φθορισμός χλωροφύλλης) για να αποτιμήσουν τα επίπεδα ανθοκυανινών και χλωροφυλλών καθώς και τη φωτοχημική απόδοση του PS II, σε εκατοντάδες ώριμα φύλλα του φυτικού είδους P. lentiscus (σχίνος). Ο σχίνος κατά τη χειμερινή περίοδο εμφανίζει κόκκινους (όλων των διαβαθμίσεων ερυθρού χρώματος) και πράσινους φαινότυπους. Αντίθετα με την υπόθεση που υποστηρίζει το φωτοπροστατευτικό ρόλο των ανθοκυανινών, η ένταση της ερυθρότητας συσχετίστηκε θετικά με τη φωτοαναστολή και αρνητικά με τα επίπεδα των εμπεριεχόμενων χλωροφυλλών στα φύλλα. Έτσι, ο πιθανός φωτοπροστατευτικός ρόλος των ανθοκυανινών δεν επιβεβαιώθηκε. Ωστόσο, η χειμερινή ερυθρότητα των φύλλων στο σχίνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας ρεαλιστικός, γρήγορος και μη επεμβατικός τρόπος εντοπισμού ατόμων «ευάλωτων» στη χειμερινή καταπόνηση. Σε μετέπειτα στάδιο στο ίδιο φυτικό είδος, εξετάστηκε in situ η σχέση της χειμερινής ερυθρότητας των φύλλων με σειρά άλλων φωτοσυνθετικών παραμέτρων. Συγκρινόμενοι με τους πράσινους φαινότυπους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ερυθροί (ανθοκυανικοί) φαινότυποι παρουσίασαν χαμηλότερες ταχύτητες αφομοίωσης CO2. Βρέθηκε ότι αυτό οφείλεται στη χαμηλή περιεκτικότητα ή/και ενεργότητα του ενζύμου καρβοξυλάση/οξυγονάση της διφωσφορικής ριβουλόζης (Rubisco) των ερυθρών φύλλων, ενώ ταυτόχρονα η στοματική αγωγιμότητα δεν φάνηκε να είναι περιοριστική για τη φωτοσύνθεση. Συγχρόνως, οι ερυθροί φαινότυποι βρέθηκε ότι περιέχουν λιγότερο άζωτο σε σχέση με τους πράσινους. Το εύρημα αυτό πιθανώς συνδέεται με την παρατηρούμενη χαμηλή περιεκτικότητα του ενζύμου Rubisco και τον μειωμένο φωτοσυνθετικό ρυθμό των ερυθρών φύλλων. Η περιορισμένη ικανότητα των αντιδράσεων καρβοξυλίωσης να χρησιμοποιήσουν αναγωγική δύναμη και ηλεκτρόνια, ενδεχομένως εξηγεί και τη μειωμένη απόδοση παγίδευσης φωτονίων του PSII που σημειώνεται στους ερυθρούς φαινοτύπους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ανάπτυξη της ανθοκυανικής «ομπρέλας» δεν φαίνεται να αποσοβεί το κίνδυνο φωτοαναστολής της φωτοσύνθεσης στον ερυθρό φαινότυπο του σχίνου. Ως παραπροϊόν της εργασίας με το P. lentiscus, εξετάστηκε η πιθανή επίδραση των φυσικών διακυμάνσεων του αζώτου των φύλλων του στις φωτεινές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης. Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν οι φυσιολογικές διακυμάνσεις του αζώτου ώριμων φύλλων σε συνδυασμό με την ανάλυση των αντίστοιχων καμπυλών ταχείας ανόδου του φθορισμού της χλωροφύλλης. Η μαθηματική ανάλυση των καμπυλών έγινε σύμφωνα με το λεγόμενο «JIP-test», γεγονός που επέτρεψε την εκτίμηση της εν δυνάμει δραστηριότητας των δύο φωτοσυστημάτων. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν εξάρτηση από την εποχή, επιτρέποντας την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η έλλειψη αζώτου επηρεάζει επιλεκτικά και αρνητικά το PSI, ενώ η αρνητική επίδραση στο PSII περιορίζεται μόνο κατά τη δυσμενή-χειμερινή περίοδο του έτους. Ένας δεύτερος Μεσογειακός θάμνος που εξετάστηκε ήταν το είδος Cistus creticus. Όπως και ο σχίνος, το είδος αυτό επιδεικνύει χαρακτηριστική ενδοειδική ποικιλομορφία στην έκφραση του ανθοκυανικού χαρακτήρα στα φύλλα του. Συγκεκριμένα, μερικά άτομα κοκκινίζουν το χειμώνα, ενώ γειτονικά τους κάτω από τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες παραμένουν πράσινα. Η ερυθρότητα των φύλλων διατηρείται μέχρι τα μέσα της άνοιξης. Αυτό το σύστημα απεδείχθη κατάλληλο, όχι μόνο για τη μελέτη του φυσιολογικού ρόλου των ανθοκυανινών αλλά και για τη προσέγγιση οικολογικών ερωτημάτων που σχετίζονται με την αρμοστικότητα (fitness) των δύο φαινότυπων. Επίσης, απεδείχθη πως η φυλλική ερυθρότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας οπτικός δείκτης καταπόνησης. Ως τελικές παράμετροι αρμοστικότητας χρησιμοποιήθηκαν, η αναπαραγωγική προσπάθεια ως ο αριθμός ανθέων ανά άτομο, η αναπαραγωγική επιτυχία ως ο αριθμός σπερμάτων ανά άτομο καθώς και η επικονιστική επιτυχία ως ο αριθμός καρπών ανά αριθμό ανθέων και ως ο αριθμός σπερμάτων ανά καρπό. Η μελέτη αυτή, συνδιαζόμενη με σειρά φυσιολογικών δεικτών που εξέτασαν άλλα μέλη της ερευνητικής ομάδας του εργαστηρίου μας έδειξαν ότι, παρόλο που οι φυσιολογικοί δείκτες εμφανίζουν τον ερυθρό φαινότυπο υποδεέστερο, αντίθετα οι αναπαραγωγικοί δείκτες (αποτελέσματα παρούσας διατριβής) δεν παρουσίασαν διαφορές. Εν τέλει, μπορεί ίσως να λεχθεί πως η παρουσία της ερυθρότητας υποδεικνύει μεν «ασθενέστερα» άτομα (που με τη βοήθεια των ανθοκυανινών ίσως επιτυγχάνουν κάποια αντιστάθμιση αυτών των ενδογενών φυσιολογικών και γενετικών αδυναμιών τους), όχι όμως τόσο ασθενικά ώστε να επηρεάζεται αρνητικά η αναπαραγωγική τους επιτυχία και αρμοστικότητα. / Fluctuating asymmetry, small nondirectional deviations from perfect symmetry, has been proposed as a useful indicator of environmental stress. The developmental instability of an organism may induce asymmetric characters. Hence, a high degree of developmental instability, morphologically manifested as fluctuating asymmetry, may indicate less fitness. According to that, less fit individuals are expected to have asymmetric leaves and this may have a negative impact in their photosynthetic yield. In this investigation, fluctuating asymmetry and two photosynthetic indices (PItotal, Fv/Fm) has been measured in a great number of leaves in 7 plant species. PItotal, is an index which expresses the relative photosynthetic performance. It is calculated from the kinetics of fast chlorophyll a fluorescence rise curves according to the so-called «JIP-test». It is considered to be positively correlated to CO2 assimilation rates, hence to productivity based on photosynthesis. Fv/Fm, is a second photosynthetic index which indicates the maximum photosystem II (PSII) photochemical efficiency. Fluctuating asymmetry was positively correlated to both photosynthetic indices in two plant species (Pistacia lentiscus, Olea europea). These results do not support the initial hypothesis of this investigation. Contrary, the species Ceratonia siliqua shows a negative correlation between fluctuating asymmetry and the two photosynthetic indices. Furthermore, in four plant species (Arbutus unedo, Cercis siliquastrum, Platanus orientalis, Populus alba), fluctuating asymmetry and photosynthetic performance were not correlated. It happened that the two species deviating from the initial hypothesis (P. lentiscus and O. europea) display the maximum mean fluctuating asymmetry values among all species included in this investigation. In conclusion, it seems that in some plants whose leaves have experienced high stress as young are more photosynthetically potent as mature. Moreover, these results suggest that the relation between fluctuating asymmetry and photosynthesis is species-specific. Finally, the results show that fluctuating asymmetry may not be a reliable index of developmental instability and stress exposure in plants. Leaf anthocyanins are believed to afford protection against photoinhibition, yet the dependence of protection on actual anthocyanin concentrations has not been investigated. To that aim, non-invasive optical methods (spectral reflectance and chlorophyll fluorescence) were used to assess levels of anthocyanins and chlorophylls as well as photosystem II (PSII) photochemical efficiency in hundreds of leaves from the mastic tree (Pistacia lentiscus). This species displays a continuum of leaf tints during winter from fully green to fully red under field conditions. Contrary to expectations based on the photoprotective hypothesis, the strength of leaf redness was positively correlated to the extent of mid-winter chronic photoinhibition and negatively correlated to leaf chlorophyll contents. Hence, a photoprotective role for anthocyanins is not substantiated. Instead, we argue that winter leaf redness may be used reliably, quickly and non-invasively to locate vulnerable individuals in the field. Given that winter-red leaf phenotypes in the mastic tree are more vulnerable to chronic photoinhibition during the cold season, we asked whether corresponding limitations in leaf gas exchange and carboxylation reactions could also be manifested. During the cold («red») season, net CO2 assimilation rates (A) and stomatal conductances (gs) in the red phenotype were considerably lower than the green phenotype, while leaf internal CO2 concentration (Ci) was higher. The differences were abolished in the «green» period of the year, the dry summer included. Analysis of A versus Ci curves indicated that CO2 assimilation during winter in the red phenotype was limited by Rubisco content and/or activity rather than stomatal conductance. Concomitant to that, leaf nitrogen levels in the red phenotype were considerably lower during the red-leaf period. Hence, we suggest that the inherently low leaf nitrogen levels are linked to the low net photosynthetic rates of the red plants through a decrease in Rubisco content. Accordingly, the reduced capacity of the carboxylation reactions to act as photosynthetic electron sinks may explain the corresponding loss of PSII photon trapping efficiency, which cannot be fully alleviated by the screening effect of the accumulated anthocyanins. In a next step we examined whether leaf nitrogen level affects photosynthetic light reactions. Although it is amply documented that CO2 assimilation rates are positively correlated to leaf nitrogen, corresponding studies on a link between this nutrient and photosynthetic light reactions are scarce, especially under natural field conditions. In this final investigation with mastic tree, we exploited natural variation in nitrogen content of mature leaves of P. lentiscus in conjunction with fast chlorophyll a fluorescence rise (the OJIP curves) analysed according to the so-called «JIP-test», as this was recently modified to allow also for the assessment of events in or around photosystem I (PSI). The results depended on the sampling season, with low nitrogen leaves displaying lower efficiencies for electron flow from intermediate carriers to final PSI acceptors and lower relative pool sizes of these acceptors, both during the autumn and winter. However, parameters related to the PSII activity (i.e. quantum yields for photon trapping and electron flow along PSII, efficiency of a trapped exciton to move an electron from QA- to intermediate carriers) were limited by low nitrogen only during the winter period. As a result, parameters like the quantum yield of total electron flow along both photosystems as well as the total photosynthetic performance index (PItotal) were positively correlated to leaf nitrogen independently of season. We conclude that nitrogen deficiency under field conditions preferentially affects PSI activity while the effects on PSII are evident only during the stressful period of the year. In the last part of this dissertation we asked whether the leaf anthocyanic trait confers long term benefits to the plant and to that aim parameters directly related to fitness, i.e. reproductive effort and success as well as seed germinability were registered in winter-red and green phenotypes of Cistus creticus growing in the field under apparently similar conditions. The results indicated that both phenotypes displayed similar flower numbers, pollination success and seed yield, mass and germinability. As judged by the similar final reproductive output, vulnerability to the winter stress does not render the red phenotype less fit, nor anthocyanin accumulation render it more fit. Although an apparent compensating function for anthocyanins may be inferred, it can not be linked to a protection against photoinhibition of photosynthesis. Moreover, the photosynthetic inferiority of the red phenotype although linked to slightly reduced leaf number, (results from other members of our laboratory) it was not limiting for reproductive effort and success. Regardless of function, winter leaf redness may indicate photosynthetically weak, yet not necessarily less fit individuals in C. creticus.
90

Η θέση των πλατωνικών νόμων στο έργο του Πρόκλου : Προς μια αναβίωση της πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Πλάτων επανέρχεται στην Αθήνα

Κάσση, Λυδία 15 July 2013 (has links)
Η εργασία αφορά στο πώς προσλαμβάνει ο Πρόκλος τους πλατωνικούς Νόμους μέσα από τους οποίους αντλεί διάφορες θεματικές ενότητες, οι οποίες συνθέτουν την πλατωνική φιλοσοφία στο σύνολό της. Αναδύονται τα θέματα της πλατωνικής ψυχολογίας, θεολογίας και κοσμολογίας και δίδονται σε αυτά κοινωνικές προεκτάσεις φέροντας τον αναγνώστη πλησίον της πλατωνικής θεώρησης περί της παιδείας και της ανίχνευσης των θείων αρχετύπων των αρετών και της κοινωνικής δικτύωσης. Τέλος, η εργασία στο σύνολό της συνιστά έναν φόρο τιμής προς την Φιλοσοφία ως πνευματική-διαλεκτική πράξη και ως διακριτό επιστημονικό κλάδο. / The essay describes how Proclos receives and analyses the platonic Laws, through which he draws various topics, which compose the platonic philosophy as a whole. They emerge the subjects of platonic psychology, theology and cosmology and they acquire social extensions, bringing the reader close to the platonic view of education and to the recognition of the divine origines-archetypes of virtues and of the social networking. In the end, the essay as a whole constitutes a tribute to the Philosophy as an intellectual-dialectic practice and as a discrete scientific branch.

Page generated in 0.0447 seconds