• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 137
  • 2
  • 1
  • Tagged with
  • 141
  • 24
  • 22
  • 15
  • 14
  • 12
  • 12
  • 11
  • 10
  • 9
  • 9
  • 9
  • 9
  • 8
  • 8
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
61

Ανάπτυξη περιφερειακού εμπορίου και συνεργασίας χωρών της Μεσογείου (Ν. Ευρώπη, Β. Αφρική, Μ. Ανατολή), σύγκλιση οικονομικής μεγέθυνσης και περιφερειακής ολοκλήρωσης

Βαρούχας, Γεώργιος 04 August 2011 (has links)
Ο ρόλος του εμπορίου στην οικονομία και τα οφέλη που επιφέρει είναι σχεδόν τόσο παλιά, όσο και η ίδια η οικονομική επιστήμη. Τις τελευταίες δεκαετίες ο ρόλος της απελευθέρωσης του εμπορίου και τα υποθετικά οφέλη που προκύπτουν από αυτό επεκτάθηκε και θεωρείται ένας από τους επιταχυντές της οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και πρωταρχική πηγή σύγκλισης των οικονομιών των κρατών. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο η σταδιακή απελευθέρωση των αγορών και πρόσφατα το «δόγμα» της παγκοσμιοποίησης άνοιξε νέους ορίζοντες στο διεθνές εμπόριο και προώθησε την δημιουργία εμπορικών συνασπισμών μεταξύ των χωρών παγκοσμίως. Σε μια εν δυνάμει παγκόσμια αρένα συναλλαγών η γνώση για την επιρροή που μπορεί να ασκήσει στην προώθηση της οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί κρίσιμο ζήτημα. Παρά τη μεγάλη προσπάθεια που έχει αφιερωθεί στη μελέτη του ζητήματος, υπάρχουν λίγα πειστικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση του εμπορικού ανοίγματος στο εισόδημα των κρατών και στη σύγκλιση της οικονομικής τους μεγέθυνσης. Η παρούσα διατριβή έχει ως θεματικό πυρήνα τη διερεύνηση της επίδρασης που είχε η Σύνοδος της Βαρκελώνης το 1995, στη σύγκλιση της οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών της λεκάνης της Μεσογείου. Για τον έλεγχο της ύπαρξης της σύγκλισης αρχικά εφαρμόστηκαν οι έλεγχοι του Dickey-Fuller και Philips-Perron. Κατόπιν στα πλαίσια της ενδογενούς θεωρίας υιοθετήθηκε η ανάλυση με πάνελ παρατηρήσεις. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν την παρουσία σύγκλισης μετά τη σύνοδο και με την μεταβλητή του εμπορικού ανοίγματος να συμβάλει σημαντικά. / The role of commerce in economy and the benefits incurred by it, are almost as old as the science of economy itself. Over the last decades, the role of free trade police and the potential benefits of it expanded and this considered to be one of the main factor of economic growth as well as the primary source of convergence of the economies of nations. After the second world war, the gradual free trade policy and recently the “dogma” of globalization opened new horizons in the international commerce and encouraged the establishment of commercial coalitions between countries worldwide. In an existing global arena of transactions, the insight on the influence it can exert in promoting the economic development, remains a crucial matter. In spite of the great effort given on the study of the issue, there is little convincing evidence for the influence of the trade gap concerning the income of nations and the convergence of the economic development. The present dissertation has its thematic core on the study of the influence which the Barcelona summit had in 1985 on the convergence of the economic growth of the Mediterranean countries. To ensure the existence of this convergence initially Dickey – Fuller’ s and Phillips – Perron’s proof techniques were applicable. Then, in the scope of the endogenous theory the analysis through panel observations was adopted. The results proved the existence of convergence after the summit, with the variable of the trade gap contributing significantly.
62

Η μάθηση της θεμελιακής ανάγνωσης στην ελληνική γλώσσα

Σαρρής, Μενέλαος 22 November 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει τις στρατηγικές μάθησης της ανάγνωσης και της ορθογραφημένης γραφής, τις οποίες εφαρμόζουν οι Έλληνες μαθητές που φοιτούν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και το κατά πόσο αυτές είναι σύμφωνες με το μοντέλο της διττής θεμελίωσης της ανάγνωσης που έχει προταθεί για τη μάθηση της ανάγνωσης στην αγγλική γλώσσα. Η συγκεκριμένη έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο μια ευρύτερης διευρωπαϊκής προσπάθειας (LiteracyAcquisitioninEuropeanOrthographies) για τη διερεύνηση της μάθησης της ανάγνωσης σε διαφορετικά ορθογραφικά συστήματα γραφής. Συγκεκριμένα, στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να διερευνηθεί διαχρονικά η μάθηση της ανάγνωσης και της ορθογραφημένης γραφής των μαθητών. Για το λόγο αυτό η έρευνα κινήθηκε σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορούσε τη μελέτη της ανάπτυξης των αναγνωστικών και ορθογραφικών δεξιοτήτων 50 μαθητών της Α΄ τάξης, οι οποίοι εξετάσθηκαν σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στην Α΄ Δημοτικού. Στο δεύτερο άξονα της μελέτης αξιολογήθηκε η αναγνωστική και ορθογραφική ανάπτυξη 100 μαθητών της Α΄, Β΄, Γ΄και Δ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου. Η αναγνωστική επίδοση των μαθητών αξιολογήθηκε με βάση το χρόνο και την ακρίβεια ανάγνωσης λέξεων και ψευδολέξεων, ενώ συνυπολογίστηκαν μεταβλητές όπως η ορθογραφική συνέπεια, το μήκος, η συλλαβική δομή, η συχνότητα κ.α. Επιπλέον, η μελέτη περιελάμβανε και την αξιολόγηση μεταβλητών ελέγχου, το επίπεδο γλωσσικής επίγνωσης, τη νοημοσύνη, τη μνήμη κ.α. Με βάση την ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα: (1) οι μαθητές φαίνεται να κατακτούν γρήγορα και με σχετική ευκολία το στάδιο της θεμελιακής ανάγνωσης, (2) η ταχεία μάθηση των γραμμάτων, η γρήγορη ανάπτυξη των δεξιοτήτων φωνολογικής επίγνωσης και η ακολουθούμενη μέθοδος διδασκαλίας προωθούν την υιοθέτηση της αλφαβητικής στρατηγικής στην ανάγνωση κατά τα πρώτα στάδια, (3) δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη του λογογραφικού σταδίου της ανάγνωσης στην ελληνική γλώσσα, (4) αντίθετα τα δεδομένα φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της ορθογραφικής στρατηγικής ανάγνωσης, (5) στο τέλος της Α΄ τάξης υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Έλληνες μαθητές βρίσκονται στο στάδιο της μορφογραφικής ανάγνωσης, (6) η βασική μονάδα αποκωδικοποίησης στην ανάγνωση φαίνεται ότι είναι η συλλαβή, (7) προς το τέλος της Α΄ τάξης οι μαθητές χρησιμοποιούν μια πιο ολική στρατηγική ανάγνωσης, η οποία δε φαίνεται να επηρεάζεται από τη δομή της συλλαβής ή τις ορθογραφικές συμβάσεις τις γλώσσας, (8) η θέση της εξαιρέσιμης συλλαβής αποτελεί παράγοντα που επιδρά τόσο στο χρόνο ανάγνωσης όσο και στο ποσοστό αναγνωστικής επιτυχίας και, (9) η απόδοση των μαθητών στην άσκηση της ταχείας κατονομασίας είναι δυνατό να προβλέψει τη μεταγενέστερη αναγνωστική επίδοση έως την τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου. / The aim of this study was to examine the learning strategies of reading and spelling that Greek primary school children apply. Moreover, it is evaluated whether these strategies are compatible with the dual foundation model of reading development that has been proposed for learning to read in the English language. This study is part of a wider cross-european project (Literacy Acquisition in European Orthographies) that focuses on the investigation of learning to read in different orthographic writing systems. More specifically, the present thesis attempted to investigate reading development over time and for that reason a two-axis design was adopted. The first axis focused on the reading and spelling development of 50 children attending primary 1, who were evaluated in four different testing points throughout the year. The second axis assessed the reading and orthographic growth of 100 students of grades A΄, B΄, C and D΄. Reading achievement was evaluated on the basis of word and nonword reading fluency and accuracy, while variables as orthographic consistency, item length, syllabic structure, frequency etc were taken into account. Furthermore, this study included the evaluation of testing variables such as the level of phonological awareness, intelligence, working memory as well as control processes. Data analysis revealed the following conclusions: (1) children quite quickly and relatively easy acquire the foundation level of reading development, (2) the rapid acquisition of letter knowledge, the phonological awareness skills, as well as the standard reaching approach induce the development of the alphabetic process in the early stages of reading acquisition, (3) evidence acquired from data analysis does not support the existence of a logographic phase in reading development in the Greek language, (4) on the contrary, data analysis confirms the existence of an orthographic reading phase, (5) at the end of primary 1, children’s reading strategies appear compatible with the development of the morphographic phase of reading, (6) syllable seems to be the basic linguistic unit used in decoding, (7) towards the end of Primary 1 children tend to use a more holistic strategy in reading, which is not affected by either the syllabic structure or the orthographic conventions of the Greek language, (8) a position-of-irregularity effect can be detected on both reading speed and accuracy and, last but not least, (9) performance on rapid naming task may predict later reading performance through fourth grade.
63

Θεματολογικές και θεωρητικές τάσεις στην αρθρογραφία της τελευταίας πενταετίας (2004-2009) στην ιστορία της εκπαίδευσης στο παράδειγμα των επιστημονικών περιοδικών "History of Education Quatrerly", "History of Education", "Historica Paedagogica" και "Θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης" / Thematological and theoritical tedencies in the atricles of the last five years (2004-2009) in history of education in the example of the scientific journals "History of Education Quatrerly", "History of Education", "Historica Paedagogica" and "Subjects of History of Education"

Κοκκινάκη, Δήμητρα 09 January 2012 (has links)
Σε αυτήν την εργασία αξιοποιούνται οι συνεισφορές από τα τέσσερα πλέον σημαντικά επιστημονικά περιοδικά Ιστορίας της Εκπαίδευσης: History of Education Quarterly, History of Education, Historica Paedagogica και Θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης, τα οποία εξετάζονται σε θεματολογικό και θεωρητικό επίπεδο. Στόχος της είναι: η ανίχνευση, συστηματική καταγραφή και ανάδειξη θεματολογικών και θεωρητικών τάσεων στα τέσσερα αυτά περιοδικά το διάστημα 2004-2009, η διερεύνηση της προέλευσης, ακαδημαϊκής και γεωγραφικής των αρθρογράφων τους, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα με βάση τις πρόσφατες διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις στην Ιστορία της Εκπαίδευσης. Πρόκειται για έρευνα σε τρία αγγλόφωνα περιοδικά και ένα ελληνικό, ή με βάση την ακαδημαϊκή προέλευση των αρθρογράφων τους δύο ευρωπαϊκά, ένα αμερικάνικό και ένα ελληνικό. Βασική σε αυτήν την εργασία είναι η αντίληψη ότι τα επιστημονικά περιοδικά αποτελούν σημαντικούς φορείς εκφοράς επιστημονικής γνώσης σε ειδικούς τομείς εκπαίδευσης. Παρουσιάζονται οι θεματικές και θεωρητικές τάσεις των τεσσάρων περιοδικών και συγκρίνονται οι σχέσεις ομοιότητας και διαφοράς που προκύπτουν. Η θεωρητική κατάταξη στηρίζεται στην αναζήτηση και τον εντοπισμό των κοινωνικών θεωριών στην εκπαίδευση και ειδικότερα στην ανίχνευση των συγκρουσιακών και φιλελεύθερων κοινωνικών θεωριών των άρθρων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλες σημαντικές θεωρίες που δε συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα πλαίσια. Η ανάλυση δείχνει ότι τα ευρωπαϊκά περιοδικά συγκλίνουν ως προς τη θεματικής τους κατάταξη, ενώ το αμερικανικό διαφοροποιείται. Αναφορικά όμως με τη θεωρητική τους κατάταξη παρατηρείται αξιοσημείωτη ομοιογένεια. Τα αποτελέσματα συζητούνται λαμβάνοντας υπόψιν τις σχέσεις τους με τα ευρύτερα κοινωνικο-πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμικά και εκπαιδευτικά δεδομένα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Βασική θεωρείται η αντίληψη ότι οι συστατικές συνθήκες των διανοητικών σχηματισμών αλλάζουν μαζί με τις κοινωνικές συνθήκες. Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στην πενταετία 2004-2009, διότι το διάστημα αυτό σημειώθηκαν ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς της ζωής. Η ερμηνεία των εκπαιδευτικών εξελίξεων, ειδικά των τελευταίων χρόνων και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι αποτέλεσμα πρωτίστως των τεράστιων αλλαγών που έχουν συντελεστεί έξω από το χώρο του σχολείου: μεταβιομηχανική, μετανεωτερική κοινωνία παγκοσμιοποίηση, κοσμοπολιτισμός, πλανητική αλληλεξάρτηση, διαπολιτισμική επικοινωνία, εποχή του διεθνισμού κυριαρχία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, οικονομία της γνώσης και των παγκόσμιων πόλεων μονοκρατορία μιας υπερδύναμης, κοινωνία της γνώσης ή των πληροφοριών, εποχής πληροφορίας, επιστημονική διεθνοποίηση, εισαγωγή της έννοιας του δικτύου, είναι ορισμένες από τις βασικές έννοιες που εξετάζονται. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν και την παγκόσμια ιστορία. Από τα τέλη του 20ου αι. σημειώθηκε το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και των καθολικών θεωριών, που υποκίνησε την εμφάνιση των μαύρων, Λατίνων, ομοφυλοφίλων, γυναικών, αντρών, μετα-αποικιακές, μετα-κοσμικές, μετα-εθνικές, οπτικές, υλικές και άλλες ιστορίες. Τα σύγχρονα δεδομένα επιβάλλουν τη διαμόρφωση σφαιρικής ιστορικής συνείδησης, οι ιστορικοί, επιζητούν να καταστήσουν τον κόσμο ως σημείο αναφοράς. Και η εκπαίδευση προσπαθεί να συμβαδίσει με τις σύγχρονες ανάγκες των καιρών, όπως προκύπτουν από την κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας που ξεπρόβαλλε από την τεχνολογική επανάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι θεματικές και θεωρητικές τάσεις των τεσσάρων περιοδικών παρουσιάζονται, οι βασικοί θεωρητικοί και θεματικοί τους άξονες περιγράφονται και οι ιδιαίτερες σχέσεις τους με την κοινωνική πραγματικότητα αξιολογούνται. Τα συμπεράσματα που προκύπτον είναι ενδεικτικά της στενής σχέσης που υπάρχει μεταξύ εκπαίδευσης και κοινωνίας και λειτουργούν ενθαρρυντικά για περαιτέρω έρευνα, και προτρεπτικά για μεγαλύτερη συμμετοχή των Ελλήνων κυρίως επιστημόνων στο διεθνή επιστημονικό χώρο Iστορίας της Εκπαίδευσης. / In this study the contributions of the most important scientific journals in the History of Education, are valuated in a thematological and theoritical level. Its aim is: the detection, systematic recording and appointment of thematological and theoritical tendencies og this four magazines during the period 2004-2009, the investigation of the origin, academic and geografic of the writters, in order to conduct conclusions due to the recent international scientific developments ih the History of Education. It involves research into three anglophone magazines and one greek or due to ths academic origin of its writters, two europpean, one american and one greek. Basic to this work is the view that scintific magazines constitute significant institutions of scientific knowledge of srecific aducational sectors.The thematological and theoritical tedencies of ths four journals are presented and the relations of difference and resemblance are compared. The theoretical classification is supported in the search and the localisation of social theories in the education and more specifically in the detection the conflict and liberal social theories of the articles, without meaning the absence of other important theories that are not included in these frames.The analysis shows that the European magazines converge as for their thematic classification, while American is differentiated. Relatively however with their theoretical classification is observed remarkable homogeneity.The results are discussed taking in mind their relations with the wider sociopolitical, economically, cultural and educational data, in national and international level. Basic is considered the perception that the constitutive conditions of mental shapings change with the social conditions. This study is focused in the period 2004-2009, because during this interval rapid developments in all the sectors of life were taken place. The interpretation of educational developments, specifically the last years and in Greece and in the abroad, is result of mainly enormous changes that has taken place outside from the space of school: industrial society globalisation, cosmopolitanism, planitjki' interdependence, cross-cultural communication, season of internationalism sovereignty of economy of free market, economy of knowledge and world cities autocracy of superpower, society of knowledge or information, season of information, scientific internationalisation, import of significance of network, are certain from the basic significances that are examined.This conditions shaped also the world history. The 20th century was marked by the end of big narrations and catholic theories, that instigated the appearance of blacks, Latins, homosexuals, women, men, colonial, secular, national, optical, material and other histories. The modern data impose the configuration of overall historical conscience, the historians, seek to render the world as point of report. Education as well tries to keeps pace with the modern needs of times, as they result from the society of knowledge and information that emerged from the technological revolution. In this frame, the thematic and theoretical tendencies of four journals are presented, their main theoretical and thematic axes are described, their particular relations with the social reality are also evaluated. The conclusions that emegre are indicatively of narrow relation that exists between education and society and function encouraging for further research, and bigger attendance of Greek mainly scientists in the international scientific space of History of Education.
64

Θεσμικό πλαίσιο και τεχνολογική ανάπτυξη : BRICs & οικονομία της γνώσης

Ηλιόπουλος, Δημήτριος 08 May 2012 (has links)
Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η προσπάθεια των αναπτυσσόμενων χωρών του συνόλου BRIC, στην πορεία μετάβασής τους προς τις «Οικονομίες της Γνώσης». Πρόκειται για τέσσερις από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, που στο μέλλον αναμένεται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις παγκόσμια οικονομική σκηνή. Οι αγορές όλων τους είναι υπερμεγέθεις, με την μεγαλύτερη από αυτές την Κίνα, να απαριθμεί 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους και να έχει γεωγραφικά διαμερίσματα με πληθυσμό μεγαλύτερο ακόμα και από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Η αξιολόγηση των χωρών έγινε στην βάση των τεσσάρων πυλώνων των «Οικονομιών της Γνώσης»: i) Πληθυσμός με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ικανότητες, που θα αξιοποιήσει παραγωγικά και θα εξελίξει τη Γνώση, ii) αποτελεσματικό σύστημα καινοτομιών, που θα αποτελέσει την υποδομή για τον σχηματισμό ενός δικτύου φορέων Ε&Α, iii) υποδομή δυναμικής πληροφόρησης, που θα διευκολύνει αποτελεσματικά την ενημέρωση και διάδοση της Γνώσης και iv) οικονομικό και οργανωσιακό καθεστώς, που θα παρέχει τα απαραίτητα κίνητρα για τη δημιουργία, ανάπτυξη και αποτελεσματική χρήση της Γνώσης. Μέσα από την μεταξύ τους σύγκριση συναντήσαμε σημαντικές διαφορές σε πολλά από τα στοιχεία που απαρτίζουν τον κάθε πυλώνα. Κάθε μία, όμως, από τις χώρες BRIC κατόρθωσε να παρουσιάσει σημεία σημαντικής προόδου. Αποδείχτηκε, πως μολονότι αξιοποιούνται διαφορετικά μέσα και δοκιμάζονται εναλλακτικές προσεγγίσεις, ο δρόμος για την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών BRIC είναι κοινός. Αυτός της Οικονομίας της Γνώσης. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση, διαπιστώνεται ότι πολλά από τα συμπεράσματα της μελέτης θα μπορούσαν να έχουν γενικότερη εφαρμογή, πλαισιώνοντας έναν μεγαλύτερο αριθμό αναπτυσσόμενων ή ακόμα και ανεπτυγμένων χωρών. Με την κατάλληλη προσαρμογή στις κοινωνικές, θεσμικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε χώρας, τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον δεκάλογο της επιτυχούς μετάβασης μιας χώρας σε μία Οικονομία που βασίζεται στη Γνώση / This study evaluated the efforts of the "BRIC" developing economies, in their transition towards a "knowledge-based economy". The evaluation was based on the four pillars of the "knowledge-based economy»: i) Population with higher education and skills for the creation and development of knowledge, ii) an effective innovation system and an efficient R&D network, iii) a dynamic information infrastructure that will facilitate information and knowledge dissemination effectively and iv) an economic and organizational regime, which will provide the necessary incentives for the creation, development and effective use of knowledge. Through the comparison between them, significant differences emerge in many of the elements that comprise each pillar. However, each one of the BRIC countries has shown signs of significant progress. Despite all differences in their approaches, we have seen that the road to development runs through a knowledge-based economy. Many of the conclusions of this study could have broader applications to a larger number of developing or even developed countries. With the proper adaptation to social, institutional and economic conditions of each country, these findings could form the decalogue of a country's successful transition to knowledge-based economy.
65

Οικολογική αξιολόγηση των λιμνών της ΒΔ Ελλάδας με έμφαση στις σχέσεις υδροβίων μακρόφυτων - ζωοπλαγκτού και της ποιότητας του νερού / Ecological assessment of lakes of NW Greece with emphasis on the associations between aquatic macrophytes, zooplankton and water quality

Στεφανίδης, Κωνσταντίνος 28 February 2013 (has links)
Οι λίμνες αποτελούν πλέον ένα εκτενές ερευνητικό αντικείμενο για πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Ο ρόλος τους ως αναπόσπαστο μέρος του υδρολογικού κύκλου και ως «πηγή» νερού καθιστά τις λίμνες οικοσυστήματα ύψιστης σημασίας που προσελκύουν το παγκόσμιο ερευνητικό ενδιαφέρον. Γι αυτό το λόγο άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την έκδοση της οδηγίας 2000/60 Πλαίσιο για τα ύδατα απαιτεί από τα κράτη μέλη της Ε.Ε να εφαρμόσουν βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης των εσωτερικών υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής ώστε έως το 2015 να έχει επιτευχθεί τουλάχιστο «Καλή οικολογική κατάσταση». Η ανάγκη για μεγαλύτερη κατανόηση της λειτουργίας των λιμναίων οικοσυστημάτων αυξήθηκε, γεγονός που οδήγησε στη διεξαγωγή πολυάριθμων ερευνητικών εργασιών που προσεγγίζουν διαφορετικές πτυχές της πολύπλοκης λειτουργίας των λιμνών. Μεγάλο μέρος της έρευνας επικεντρώνεται σε ομάδες οργανισμών που αποτελούν βιοδείκτες σύμφωνα με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60, όπως τα ψάρια, το φυτοπλαγκτό, τα βενθικά μακροασπόνδυλα και τα υδρόβια μακρόφυτα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως προκαλούν και οι αλληλεπιδράσεις των διάφορων βιοκοινωνιών οι οποίες αποδεικνύονται καθοριστικές για την καλή λειτουργία των οικοσυστημάτων. Το αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας επτά λιμνών της Δυτικής και Βόρειοδυτικής Ελλάδας βάσει φυσικοχημικών χαρακτηριστικών, της σύνθεσης των ειδών της υδρόβιας βλάστησης και των κύριων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού. Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάζονται σε τέσσερις ενότητες-κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις εποχικές διακυμάνσεις και τις χωρικές διαφοροποιήσεις των συγκεντρώσεων των θρεπτικών αλάτων του αζώτου και του φωσφόρου (νιτρικά, νιτρώδη, αμμωνιακά, φωσφορικά και ολικός φώσφορος) και των φυσικοχημικών παραμέτρων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των δειγματοληψιών στις επτά υπό διερεύνηση λίμνες της ΒΔ Ελλάδας. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στη σύνθεση των ειδών των υδρόβιων μακροφύτων και των Κλαδοκερωτών και των Τροχόζωων, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο εφαρμόζονται δείκτες αξιολόγησης της τροφικής και οικολογικής κατάστασης των υπό διερεύνηση λιμνών με βάση τα αβιοτικά χαρακτηριστικά, τα υδρόβια μακρόφυτα και το ζωοπλαγκτό. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνήθηκε η επίδραση της υδρόβιας βλάστησης στη χωρική διακύμανση της αφθονίας και της σύνθεσης των κύριων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού. Σε όλες τις λίμνες μετρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις ολικού φωσφόρου που υποδεικνύουν την ισχυρή επίδραση του ευτροφισμού. Όσον αφορά τη συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α υπήρχαν σημαντικές διαφορές με τις βαθύτερες λίμνες να παρουσιάζουν μικρότερες τιμές. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές παραμέτρους που παρουσιάζονται στο πρώτο κεφάλαιο, η χλωροφύλλη-α θεωρείται ως περισσότερο αντιπροσωπευτική παράμετρος των συγκεκριμένων υδατικών οικοσυστημάτων που αντικατοπτρίζει τις διαφοροποιήσεις των λιμνών αναφορικά με τα κλιματολογικά και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης λεκάνης απορροής. Αναφορικά με τα υδρόβια μακρόφυτα, στις περισσότερες λίμνες επικρατούν λίγα υφυδατικά είδη με πολύ μεγάλες αφθονίες. Τα είδη Ceratophyllum demersum, Trapa natans, Potamogeton pectinatus, Vallisneria spiralis αποτελούν χαρακτηριστικά είδη για τις λίμνες Λυσιμαχία, Μεγάλη Πρέσπα, Πετρών και Βεγορίτιδα αντίστοιχα. Τα κυρίαρχα υφυδατικά είδη που καταγράφηκαν στις υπό διερεύνηση λίμνες είναι κοινά και χαρακτηριστικά των ευτροφικών συνθηκών. Όσον αφορά τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού στις τέσσερις λίμνες όπου πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές δειγματοληψίες, συνολικά αναγνωρίστηκαν 14 είδη Κλαδοκερωτών που ανήκουν σε 11 γένη και 6 οικογένειες και 39 είδη Τροχόζωων σε 17 γένη και 12 οικογένειες. Όσον αφορά τα Κλαδοκερωτά τα πιο κοινά είδη που βρέθηκαν και στις τέσσερις λίμνες ήταν τα Bosmina longirostris, Chydorus sphaericus και Diaphanosoma brachyurum. Το Κλαδοκερωτό Bosmina longirostris βρέθηκε σε μεγαλύτερη αφθονία και με μεγαλύτερη συχνότητα κατά τη διάρκεια των δειγματοληψιών ενώ από τα τροχόζωα το είδος Keratella cochlearis βρέθηκε να απαντά σε υψηλές αφθονίες και στις τέσσερεις λίμνες. Η ελάχιστη συμμετοχή μεγάλων Κλαδοκερωτών (Daphnia sp.) στη σύνθεση του ζωοπλαγκτού, ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της έντονης θηρευτικής πίεσης που μπορεί να προέρχεται είτε από την ιχθυοπανίδα είτε από τα μακροασπόνδυλα. Στις λίμνες Πετρών και Καστοριάς το είδος Keratella cochlearis απαντά σε πολύ μεγαλύτερη αφθονία συγκριτικά με τα υπόλοιπα Τροχόζωα, ενώ για τις λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα συμμετέχουν με σημαντικές αφθονίες περισσότερα είδη όπως για παράδειγμα το Keratella quadrata και είδη του γένους Lecane και Polyarthra. Όσον αφορά τις αφθονίες των σημαντικών ειδών και γενών των Καρκινοειδών, το γένος Bosmina απαντά σε μεγαλύτερη αφθονία στις λίμνες Καστοριά και Πετρών. Στις λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα καταγράφηκαν επίσης σε μεγαλύτερη αφθονία σε σχέση με τις λίμνες Καστοριάς και Πετρών είδη της οικογένειας Chydoridae. Επίσης μεγάλα σε μέγεθος είδη που ανήκουν στο γένος Daphnia βρέθηκαν να συμμετέχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στη λίμνη Μικρή Πρέσπα. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή των τροφικών δεικτών του Carlson δείχνουν πως οι δείκτες που βασίζονται στη συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α και στο βάθος Secchi κατατάσσουν τις λίμνες Μικρή Πρέσπα, Καστοριάς και Πετρών σε ευτροφική έως υπερευτροφική κλάση, τη Μεγάλη Πρέσπα και τη Τριχωνίδα σε μεσοτροφική και ολιγοτροφική έως μεσοτροφική κλάση αντίστοιχα και τη Λυσιμαχία σε μεσοτροφική ως ευτροφική κλάση. Οι τιμές του Μακροφυτικού Δείκτη (MI) σε γενικές γραμμές συμφωνούν με το ευρύτερο πλαίσιο των αποτελεσμάτων και υποδεικνύουν την Τριχωνίδα ως τη λίμνη με τη «λιγότερο ανεκτική» στον ευτροφισμό υδρόβια βλάστηση. Σύμφωνα με την εφαρμογή του δείκτη Wetland Zooplankton Index, ο οποίος αναπτύχθηκε ως εργαλείο αξιολόγησης των υγροτόπων των Μεγάλων Λιμνών της Β. Αμερικής βάσει της αφθονίας ενδεικτικών στον ευτροφισμό ειδών του ζωοπλαγκτού, προκύπτει πως καλύτερη οικολογική ποιότητα παρουσιάζουν οι λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα συγκριτικά με τις λίμνες Πετρών και Καστοριάς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η εφαρμογή του δείκτη WZI κρίνεται ως ικανοποιητική αφού φαίνεται πως αντικατοπτρίζει τις διαφοροποιήσεις των λιμνών σχετικά με τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού και τη γενικότερη οικολογική κατάσταση. Η αναπροσαρμογή του δείκτη WZI σύμφωνα με τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού στις συνθήκες των Μεσογειακών υγροτόπων, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο της οικολογικής αξιολόγησης των λιμναίων οικοσυστημάτων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής η πυκνότερη υδρόβια βλάστηση συμβάλλει σε μεγαλύτερη αφθονία παρόχθιων ειδών ζωοπλαγκτού και πελαγικών ειδών που μπορεί περιστασιακά να βρεθούν στην παρόχθια ζώνη, αλλά δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι συμβάλλει στην παροχή καταφυγίου μεγάλων Κλαδοκερωτών. Εξάλλου, τα μεγάλα Κλαδοκερωτά απαντούν σε πολύ μικρούς αριθμούς στις υπό μελέτη λίμνες γεγονός που μπορεί να οφείλεται στον ευτροφικό χαρακτήρα των λιμνών όσο και στην ύπαρξη θηρευτικής πίεσης από ψάρια και άλλους θηρευτές. Επίσης σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Αναλύσεων Πλεονασμού RDA και του ελέγχου Monte Carlo τα υδρόβια μακρόφυτα Potamogeton pectinatus, Potamogeton lucens, Trapa natans και Myriophyllum spicatum φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τα είδη του ζωοπλαγκτού. Οι περαιτέρω αναλύσεις ταξιθέτησης που πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά μεταξύ των Τροχόζωων και των Κλαδοκερωτών και των υδρόβιων μακροφύτων ανέδειξαν ως περισσότερο στατιστικά σημαντικά είδη υδρόβιων μακροφύτων τα είδη Trapa natans και Potamogeton natans για τα Τροχόζωα, και τα είδη Myriophyllum spicatum και Potamogeton perfoliatus για τα καρκινοειδή. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των Καρκινοειδών και των Τροχόζωων ίσως αποτελεί ένδειξη της προτίμησης των μεγάλων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού σε διαφορετικού τύπου ενδιαίτημα, είτε αυτό της παρόχθιας ζώνης όπου κυριαρχούν υφυδατικά μακρόφυτα, είτε αυτό της μεταβατικής ζώνης μεταξύ παρόχθιας ζώνης και ανοικτών νερών όπου κυριαρχούν περισσότερο εφυδατικά είδη μακροφύτων. Η πολυπλοκότητα των δομών ορισμένων υφυδατικών μακροφύτων φαίνεται να σχετίζεται με παρόχθια είδη ζωοπλαγκτού, όπως για παράδειγμα το γένος Chydorus, ενώ μακρόφυτα με απλούστερες δομές σχετίζονται περισσότερο με πελαγικά είδη των οποίων η αφθονία δε διαφοροποιείται στην πελαγική ή στην παρόχθια ζώνη. Άλλες περιβαλλοντικές παράμετροι όπως η αγωγιμότητα, και η συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α παρουσίασαν συσχέτιση κυρίως με Τροχόζωα και Κλαδοκερωτά όπως το γένος Bosmina. Η αδυναμία των υπολοίπων αβιοτικών παραμέτρων να εξηγήσουν ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της σύνθεσης και της κατανομής του ζωοπλαγκτού στις τέσσερις υπό διερεύνηση λίμνες επιβεβαιώνει το γεγονός ότι σε κάθε λίμνη υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες που καθορίζουν τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού και που σχετίζονται με «από πάνω προς τα κάτω» (top-down) και «από κάτω προς τα πάνω» (bottom-up) διαδικασίες, όπως η σύνθεση και η αφθονία της ιχθυοκοινωνίας και η αφθονία της υδρόβιας βλάστησης. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής επισημαίνουν την επίδραση των ευτροφικών συνθηκών στις βιοκοινωνίες των υδρόβιων μακροφύτων και του ζωοπλαγκτού. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις πως ανθρωπογενείς επεμβάσεις όπως η εισαγωγή αλλόχθονων ειδών ψαριών ενδέχεται να καθορίζουν επίσης σε σημαντικό βαθμό τη σύνθεση ειδών του ζωοπλαγκτού ενισχύοντας έμμεσα το φαινόμενο του ευτροφισμού. Περαιτέρω διερεύνηση της σύνθεσης της ιχθοκοινωνίας της παρόχθιας ζώνης σε συνδυασμό με τη μελέτη της οριζόντιας μετακίνησης του ζωοπλαγκτού από και προς την παρόχθια ζώνη ενδεχομένως να συμβάλλει εκτενέστερα στη διελεύκανση του ρόλου της παρόχθιας ζώνης και των υδρόβιων μακροφύτων ως καταφύγιο για το ζωοπλαγκτό. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διατριβής φαίνεται πως η αφθονία της υδρόβιας βλάστησης συμβάλλει στην αφθονία του ζωοπλαγκτού και ως ένα βαθμό φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των υδρόβιων μακροφύτων με πολύπλοκες δομές και της αφθονίας των Κλαδοκερωτών. Επερχόμενες έρευνες που εστιάζουν στη διαφοροποίηση της σύνθεσης του ζωοπλαγκτού μέσα στις μακροφυτικές συναθροίσεις σε επίπεδο μικροενδιαιτήματος θα μπορούσαν επίσης να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το ρόλο των υδρόβιων μακροφύτων ως ενδιαίτημα και καταφύγιο για το ζωοπλαγκτό. Αναμφισβήτητα, οι σχέσεις μεταξύ των υδρόβιων οργανισμών σε ένα λιμναίο οικοσύστημα είναι πολυδιάστατες, ωστόσο η κατανόηση των μηχανισμών που τις διέπουν είναι σημαντική ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης και ανάκαμψης των επιβαρυμένων οικοσυστημάτων. Επιπλέον, όσον αφορά τα Μεσογειακά υδατικά οικοσυστήματα λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών η διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο τις βιοτικές αλληλεπιδράσεις χρήζει μεγάλης σπουδαιότητας. / Lakes are extremely invaluable ecosystems due to their significance as a crucial component of the water circle and a source of fresh water. The last few decades there is an increasing interest of the scientific community for the functions and mechanisms associated with the lake ecosystems. Moreover, the Water Framework Directive requires the implementation of sustainable fresh water management, including the lake ecosystems, in order to achieve a minimum good ecological quality by 2015. Consequently, there is a lot of research focused on important biotic groups used as biological indicators by the WFD. However, it is well known that the biotic interactions between the various groups of aquatic organisms can often provide key background information regarding the ecological quality of the ecosystem. The main objective of the present thesis is the evaluation of the ecological status of seven lakes in West and NW Greece based on physicochemical characteristics, aquatic macrophyte composition and the major zooplankton taxonomic groups composition. The results of the current thesis are presented in four basic parts. The first part is focused on the seasonal and spatial variations among the seven studied lakes regarding the nutrient concentrations and the abiotic parameters. The second part describes the composition of aquatic macrophytes and the composition of Cladocera and Rotifera in the studied lakes. In the third part the ecological status of the studied lakes was assessed using Trophic State Indices and indices based on aquatic macrophytes and zooplankton. Finally, the fourth part investigates the effects of the aquatic vegetation on the spatial distribution and abundances of the major zooplankton taxonomic groups. According to the results of the current thesis, several statistically significant differences were found among the studied lakes regarding the abiotic parameters. Most notable differences include those of chlorophyll-a concentrations between the deeper and the shallower lakes reflecting the variations in nutrient loading, geomorphology and local climate. During the present thesis, high concentrations of total phosphorus were recorded indicating the influence of eutrophic conditions. As far as the aquatic macrophytes are concerned, few submerged species were found in high abundances which are indicative of the eutrophic conditions. Ceratophyllum demersum, Trapa natans, Potamogeton pectinatus, Vallisneria spiralis were characterized as dominant indicator species for the lakes Lysimachia, Megali Prespa, Petron and Vegoritis respectively. Regarding the zooplankton composition a total of 14 Cladocera and 39 Rotifera were identified in lakes Mikri Prespa, Kastoria, Vegoritis and Petron. Most common Cladocerans were the species Bosmina longirostris, Chydorus sphaericus and Diaphanosoma brachyurum. The small sized Cladoceran Bosmina longirostris was found in greater density while Keratella cochlearis was the most abundant among the Rotifera. The high abundance of small Cladocerans combined with the low contribution of large Daphnia indicates the high predation pressure on the zooplankton. Lakes Mikri Prespa and Vegoritis were characterized by a larger contribution of Cladocera in relation with lakes Kastoria and Petron, including littoral species such as Chydorus. Other Rotifera species such as Keratella quadrata, Lecane and Polyarthra were also recorded in significant abundances in lakes Mikri Prespa and Vegorits. The ecological assessment of the studied lakes based on the application of Trophic State Indices classified lakes Mikri Prespa, Kastoria and Petron as eutrophic to hypereutrophic class, lake Lysimachia as mesotrophic to eutrophic class, lake Megali Prespa as mesotrophic and lake Trichonis as oligotrophic to mesotrophic class. The results from Macrophyte Index evaluation highlight the high nutrient enrichment and the eutrophic influence on the aquatic macrophyte composition. According to the results of Wetland Zooplankton Index, an index based on zooplankton developed for the assessment of wetlands in Great Lakes of N. America, lakes Mikri Prespa and Vegoritis are characterized by higher ecological status than lakes Kastoria and Petron. Wetland Zooplankton Index can provide an important tool for a holistic approach of the ecological assessment of lake ecosystems in Greece. According to the results of the present thesis, dense aquatic macrophyte assemblages contribute to a higher total zooplankton species richness. Specifically, in macrophyte assemblages occupying the whole water column were found higher abundances of littoral Cladocerans and Rotifers in relation with the abundances found among thinner macrophyte stands. Moreover, Redundancy Analysis revealed Potamogeton pectinatus, Potamogeton lucens, Trapa natans and Myriophyllum spicatum as most statistically significant aquatic macrophytes that influence the spatial distribution of zooplankton. Further analysis conducted separately for the Cladocera and Rotifera taxa suggest that Trapa natans and Potamogeton natans have a larger influence on Rotifera spatial variation while the submerged macrophytes Myriophyllum spicatum and Potamogeton perfoliatus will influence mostly the crustacean spatial distribution. These differences can be attributed to a preference of littoral Cladocerans for more complex macrophyte structures that provide habitat for foraging. Few abiotic parameters were found to have a significant effect on zooplankton spatial variability which highlights the importance of top-down and bottom-up factors for determination of biotic community interactions. In conclusion, the results of this thesis underline the influence of eutrophication on the biological communities of aquatic macrophytes and zooplankton. However, there are indications that other human induced activities, such as introduction of exotic fish species, may have a significant effect on the zooplankton composition. Additional research, focused on the composition of littoral fish communities combined with studies on the horizontal distribution of zooplankton in the littoral zone could provide solid information on the role of littoral aquatic vegetation as refuge. Moreover, the results of this thesis indicate that the aquatic vegetation has a significant effect on the zooplankton abundance and there is a possible relationship between complex macrophyte structures and Cladocera density. Further investigation of the spatial variation of zooplankton composition inside the macrophyte assemblages may also elucidate the role of aquatic vegetation as microhabitats for the zooplankton communities. Although the interactions between the biotic communities in a lake ecosystem can be quite complex, the comprehension of the background mechanisms is necessary in order to implement successive management and restoration strategies. Especially, in Mediterranean region, because of the special climate, environmental and socioeconomic conditions, the research on lake ecosystems is particularly important and highly significant for an effective sustainable water management.
66

Η ιστορία και η πρόσληψή της από έφηβους μαθητές

Αλεξοπούλου, Παναγιώτα 01 February 2013 (has links)
Η παρούσα εργασία διερεύνησε τις απόψεις των μαθητών σχετικά με τη σχολική ιστορία. Στόχοι της έρευνας αποτέλεσαν η ανάδειξη της εικόνας που έχουν σχηματίσει οι μαθητές για την ιστορία και η διατύπωση προτάσεων για τη σημαντικότητα της συμμετοχής τους τόσο στη λήψη αποφάσεων κατά το σχεδιασμό του Αναλυτικού Προγράμματος της ιστορίας και κατ’ επέκταση των υπολοίπων σχολικών μαθημάτων, όσο και στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος. Η έρευνα διεξήχθη κατά το σχολικό έτος 2011- 2012 με δεκατέσσερις μαθητές ηλικίας 14- 15 χρόνων από διαφορετικά σχολεία της Πάτρας. Συγκεντρώθηκαν τα ποιοτικά δεδομένα από τις 14 ημι-δομημένες τύπου συνεντεύξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στη διερεύνηση των απόψεών τους σχετικά με το μάθημα της ιστορίας με έμφαση στη γνώμη τους για τη χρησιμότητα, το ενδιαφέρον ή μη του μαθήματος, τα συναισθήματα που τους δημιουργεί, την άποψή τους για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος, τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά που έχει η ιστορία για αυτούς, το σκοπό της διδασκαλίας της στην εκπαίδευσή τους, για τις προτάσεις που θα έδιναν στους υπευθύνους της δημιουργίας του Αναλυτικού Προγράμματος του μαθήματος, για τη σχέση τους με την ιστορία εκτός του σχολικού πλαισίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τους μαθητές η σχολική ιστορία είναι δημοφιλές μάθημα, για το οποίο έχουν άποψη και ότι το ενδιαφέρον του μαθήματος εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο διδασκαλίας του. Αναγνώρισαν την αξία της σχολικής ιστορίας στην εκπαίδευσή τους και εξέφρασαν την επιθυμία τους να εμπλέκονται ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία. / This study investigated pupils’ perceptions on history as a school subject in Greece. The aims of the study were to highlight the image pupils have formed for history subject and to make suggestions about the importance of their participation in decision-making during history curriculum designing and by extension the other school subjects, as well as in teaching approaches. The survey was conducted during the school year of 2011 - 2012 with fourteen students aged 14 to 15 years from different schools of Patras. Qualitative data were drawn from 14 semi-structured interviews which aimed to explore pupils’ views on history subject with emphasis on their opinion about the usefulness, interest, their feelings arising from history learning, their view on teaching approaches, the definition and the characteristics of history, the purpose of history teaching in education, the proposals pupils would give to the education policy makers and other history learning sources outside school context. The results showed that history is a popular subject according to pupils. They think that their interest for school history depends mainly on teaching approaches. They acknowledged the value of school history and they expressed their willingness to be actively involved in the learning process.
67

Μύθος και διαλεκτική στον Πλάτωνα

Γιασουμή, Αθανασία 12 April 2013 (has links)
Η παρούσα εργασία καταπιάνεται με το μύθο και τη διαλεκτική όπως αυτά παρουσιάζονται σε συγκεκριμένους διαλόγους του Πλάτωνα. Στο πρώτο μέρος δίνεται ένα γενικό σχεδιάγραμμα για το μύθο όπως αυτός νοούταν πριν και μετά από τον Πλάτωνα αλλά και στον τρόπο που ο Πλάτωνας κατηγοριοποίησε στην Πολιτεία του, τους μύθους. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην προσέγγιση του μύθου ως λόγου και στα στοιχεία που εν γένει διακρίνουν έναν μύθο από ένα λόγο με επιχειρήματα. Ακολούθως, εξετάζεται η διαλεκτική και οι δύο σημαντικότερες προσεγγίσεις της στην πλατωνική φιλοσοφία, δίνοντας περισσότερη έμφαση στον τρόπο παρουσίασης της, στην Πολιτεία, στον Φαίδρο, στον Φίληβο, στο Σοφιστή, και στον Πολιτικό. Η συνοπτική παρουσίαση της διαλεκτικής που επιχειρείται σε αυτή την εργασία, έχει σαν στόχο της, να μπορέσει ο αναγνώστης να διακρίνει τις γνωσιολογικές και μεταφυσικές διαφορές ανάμεσα στον μύθο και τη διαλεκτική του Πλάτωνα. Επίσης, χρησιμεύει στο να προετοιμαστεί ο αναγνώστης για την ερμηνευτική προσέγγιση των τριών μύθων που έπεται, η οποία επικεντρώνεται στη σχέση μύθου και λόγου. Επιλέξαμε τρείς επειδή δεν θα ήταν δυνατό να μελετήσουμε εδώ το σύνολο των μύθων του Πλάτωνα. Συγκεκριμένα, επιλέξαμε τον μύθο του Ηρός από την Πολιτεία, τον μύθο των κοσμικών περιόδων από τον Πολιτικό και τον μύθο της Ατλαντίδας όπως παρουσιάζεται στον Τίμαιο. Οι τρεις συγκεκριμένοι μύθοι επιλέχθηκαν για δύο κυρίως λόγους: αφενός διότι καθένας τους ανήκει σε διαφορετική κατηγορία μύθων και αφετέρου διότι καθένας τους βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο του διαλόγου στον οποίο τον συναντάμε. Ειδικότερα, ο μύθος του Ηρός είναι εσχατολογικός και τον συναντάμε στο τέλος της Πολιτείας, ο μύθος από τον Πολιτικό είναι κοσμολογικός και βρίσκεται στη μέση του διαλόγου και ο μύθος της Ατλαντίδας είναι ψευδο-ιστορικός και βρίσκεται στην αρχή του Τίμαιου. Εδώ, επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση αυτών των τριών, κυρίως υπό το πρίσμα της διάκρισης μύθου και διαλεκτικής. Συγκεκριμένα, εξετάζεται κατά πρώτον, σε ποιο σημείο του κάθε διαλόγου εισάγεται έκαστος εκ των τριών μύθων και για ποιους λόγους. Κατά δεύτερον, δίδεται εν συντομία το περιεχόμενο του, στη συνέχεια ακολουθεί μια ερμηνευτική προσέγγιση και εν τέλει μια συμπερασματική εκτίμηση για το πώς ο κάθε μύθος συμβάλλει στο σύνολο του διαλόγου, του οποίου αποτελεί μέρος. Εν κατακλείδι, παρουσιάζονται κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από το σύνολο της παρούσας διπλωματικής εργασίας, αναφορικά με τα στοιχεία που διακρίνουν το μύθο από τη διαλεκτική στο πλατωνικό έργο. / In this paper, three of the myths of Plato are presented : the myth of Er, myth of Statesman and myth of Atlantis. The myths of Plato are presented in comparison but in relation too with his dialectics. However, before the intepretation of those three myths a brief but enlighting presentation of myth before and after Plato was attempted as well as his dialectic in particulars Platonic dialogues such as Republic, The Statesman, The Philibus, The Sophist and The Phaedrus. At the end of this paper some conclusions are presented in accordance with the content of the earlier chapters.
68

Η παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών (Correspondence analysis) και εφαρμογή της, με χρήση του Spss, σε δεδομένα έρευνας για την αξιοποίηση Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Μαντζούνη, Αικατερίνη 06 December 2013 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με πολυδιάστατα κατηγορικά δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν από συλλογή μέσω ερωτηματολογίων. Για να αναλυθεί όμως ένα ερωτηματολόγιο το οποίο περιλαμβάνει πλήθος ερωτήσεων-μεταβλητών και να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα θα πρέπει, πρώτα από όλα να γίνει η κατάλληλη κωδικοποίηση των δεδομένων. Χρησιμοποιώντας στατιστικές τεχνικές και μεθόδους κατάλληλες για κατηγορικά δεδομένα μπορούμε πιο εύκολα να μελετήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών. Για τον σκοπό αυτό, παρουσιάζουμε και αναλύουμε τη θεωρία της Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών και της Πολλαπλής Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών. Ύστερα, αναλύουμε τα αποτελέσματα που δίνουν οι μέθοδοι όταν τις χρησιμοποιήσουμε για την ανάλυση του ερωτηματολογίου. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η δυναμικότητα των μοντέλων αυτών παρουσιάζεται μέσα από μία εφαρμογή από τον χώρο των κοινωνικών επιστημών σε θέματα που αφορούν τα σχολεία και τους μαθητές της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στις μεθόδους αυτές δίνεται έμφαση κυρίως στα γραφικά αποτελέσματα αλλά και στις εκτιμήσεις των σκορ των κατηγοριών των μεταβλητών. Όλα τα παραπάνω τα συγκρίνουμε κριτικά μεταξύ τους στη θεωρία και στη πράξη έτσι ώστε ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να κατανοήσει περισσότερο τις μεθόδους αυτές και να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες που θα τον βοηθήσουν για την εφαρμογή τους. / This dissertation deals with multivariate categorical data of a raw data set produced by a questionnaire designed for a research purpose. However, in order to analyze a questionnaire and extract some fruitful results, that includes a great number of questions-variables, we must first impose a structure on it especially on situations this specific structure is missing. Whenever the structure is imposed, by using statistical techniques and methods designed for categorical data, we can then study more efficiently the relations among the variables in concern for further analyses. The capacity of these models is presented through an application from the social sciences on issues concerning schools and pupils in primary education. The analysis on a smaller subset is further explored by describing the issues of Correspondence Analysis, and Multiple Correspondence Analysis. With these methods, we focus on the interpretation of the results on the graphical displays of the data but also on the estimated category scores of the variables. The above methods described in this dissertation and the results after implementing them are all critically compared with each other at each chapter. This gives to the interesting reader the possibility to fully understand them and to obtain additional information on their implementation.
69

Μέθοδοι και εργαλεία αξιολόγησης συνεργατικής μάθησης με χρήση χρονοσειρών

Χούντα, Αγγελική-Ειρήνη 15 September 2014 (has links)
Η διδακτορική διατριβή εντάσσεται στο πεδίο της Υπολογιστικά Υποστηριζόμενης Συνεργατικής Μάθησης, ΥΥΣΜ (Computer Supported Collaborative Learning, CSCL). ‘Eχει ως στόχο την ανάπτυξη και πρόταση μίας μεθόδου για την αυτοματοποιημένη ανάλυση, ταξινόμηση και αξιολόγηση της ποιότητας συνεργατικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Αφενός βασίζεται σε ευρήματα ποιοτικής έρευνας και αφ’ ετέρου συνδυάζει την χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης και ανώτερων μαθηματικών που χρησιμοποιούνται ευρέως σε πλήθος άλλων ερευνητικών πεδίων, μελετώντας τους τρόπους που μπορούν να υιοθετηθούν και να συνεισφέρουν στο πεδίο της Υπολογιστικά Υποστηριζόμενης Συνεργατικής μάθησης (χρονοσειρές). Βασικό μέλημα είναι η προτεινόμενη μέθοδος να επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την ποιότητα των συνεργατικών δραστηριοτήτων με τρόπο ποσοτικό και αυτόματο ώστε να είναι δυνατή η χρήση της σε μεγάλα σύνολα δεδομένων. Η παρούσα μελέτη έδειξε πως η ποιότητα της συνεργασίας αποτυπώνεται στον τρόπο που κατανέμεται η συνεργατική δραστηριότητα στον χρόνο και η χρήση χρονοσειρών αποτυπώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνεργασίας με ικανοποιητικό τρόπο. Η μέθοδος αξιολογήθηκε ξεχωριστά αλλά και σε αντιπαράθεση με αντίστοιχα μοντέλα και μεθόδους. Η προτεινόμενη μέθοδος πλεονεκτεί ως προς την απλότητα κατασκευής και λειτουργίας ενώ διαπιστώθηκε με στατιστικά σημαντικό τρόπο η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της. H μέθοδος δεν απαιτεί την ολοκλήρωση της δραστηριότητας αλλά ενδείκνυται και για την αξιολόγησή της σε πραγματικό χρόνο. Οι χρονοσειρές δραστηριότητας περιγράφουν ικανοποιητικά βασικές συνεργατικές διαστάσεις που ορίζονται ως «χαμηλού επιπέδου» όπως η Επικοινωνία και η Κοινή Επεξεργασία Πληροφορίας και οι οποίες θεωρείται ότι αντικατοπτρίζονται ιδιαίτερα στην διαλογική δραστηριότητα που εκτυλίσσεται μεταξύ των συνεργατών. Από την άλλη, για διαστάσεις ανωτέρου επιπέδου που αντιπροσωπεύονται από πιο περίπλοκες δομές αλληλεπίδρασης, όπως για παράδειγμα ο Συντονισμός και η Διαπροσωπική Σχέση μεταξύ συνεργαζόμενων μερών, οι χρονοσειρές δραστηριότητας δεν καταφέρνουν να τις αποτυπώσουν ικανοποιητικά. Αποδείχθηκε στατιστικά πως για την συγκεκριμένη περίπτωση συνεργατικών μαθησιακών δραστηριοτήτων οι ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των χρηστών που υποδηλώνουν μεταφορά και οικοδόμηση κοινής γνώσης και κοινού τόπου επικοινωνίας αλλά και σχέσεις αιτιότητας, είναι δυνατόν να ανιχνευθούν μέσα σε χρονικά παράθυρα μικρού μεγέθους, της τάξης των τριάντα δευτερολέπτων. Σύνθετες δομές που αποτυπώνουν την δημιουργία στρατηγικής προσέγγισης ή διαμοιρασμού χώρου και χρόνου και απαιτούν μεγαλύτερους χρόνους εξέλιξης, δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθούν επαρκώς με αυτή την προσέγγιση. Η έρευνα αυτή δεν αποσκοπεί κατά κανένα τρόπο στην αντικατάσταση της ανθρώπινης κρίσης ή γενικότερα του ανθρώπινου παράγοντα αλλά αντίθετα επιδιώκει να υποστηρίξει το έργο του. / The PhD thesis is part of ongoing research in the field of Computer-Supported Collaborative Learning (CSCL). The main contribution of this thesis is to design and propose a method for the automatic analysis, classification and evaluation of the quality of collaboration of learning activities. On one hand, the method is based and reflects the findings of qualitative research and on the other hand, it uses machine learning algorithms and statistical methods that allow the quantitative analysis of data. We used modeling techniques widely used in other scientific fields (time series) and studied how they can be used in CSCL to contribute new knowledge. The objective of the study is to implement a method for the representation, classification and evaluation of collaborative activities. It was shown that the quality of collaboration and its fundamental aspects is portrayed in the way the activity itself is distributed in time. It was shown through visualizations and statistical analysis that time series allow the effective representation of collaboration and its qualitative characteristics. The classification and evaluation method that was proposed is supported by a machine-learning model. The model was further evaluated as an automated rater of collaboration quality and compared to other similar models. The advantage of the proposed method over others is the simple structure and low-cost, as well as the potential to be used in real-time. The proposed approach attempts to describe and portray the interaction of users through their concurrent activity on different but common workspaces. For that reason we make use of common, basic activity metrics and time series. The time series of activity can describe successfully low level construct such as Communication and Information Processing. For more advanced and complicated constructs however, such as Coordination and Interpersonal Relationship, time series could not capture adequately the qualitative characteristics and underlying mechanisms. This finding comes in agreement with similar studies that point out the need of combined analysis methods that will use in combination content analysis techniques and natural language processing. It was also shown that in the particular context, the meaningful interactions that point to constructive collaboration, successful knowledge building and reciprocal activity can be mapped in small time frames, of about 30 seconds. More complicated structures that signify e.g. strategy planning and effective coordination, take more time to unfold and therefore cannot be traced in such small time frames. This study does not attempt in any way to substitute or overcome the human judgment and human factor, either in the analysis or teaching activity. On the contrary, we believe that the teacher cannot be replaced by automated tools and methods but should be supported and empowered.
70

Ο στατιστικός γραμματισμός στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών των μαθηματικών του δημοτικού σχολείου

Κοντογιάννη, Αριστέα (Αριστούλα) 05 October 2014 (has links)
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία μεταρρύθμιση στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών των Μαθηματικών, διεθνώς, ως προς την θέση που κατέχουν τα Στοχαστικά Μαθηματικά (Στατιστική και Πιθανότητες) σε αυτά. Στη χώρα μας αυτή η αλλαγή συντελείται με την εισαγωγή του νέου Α.Π.Σ. (2011) των Μαθηματικών για την υποχρεωτική εκπαίδευση, στο οποίο η Στατιστική κατέχει ιδιαίτερη θέση. Για να μπορέσει, όμως, το νέο Α.Π.Σ. να εφαρμοστεί με αποτελεσματικότητα είναι απαραίτητο πρώτα οι δάσκαλοι να έχουν κατανοήσει σε βάθος το αντικείμενο της Στατιστικής που καλούνται να διδάξουν. Με αφορμή την διαπίστωση αυτή, στην παρούσα διατριβή διερευνήθηκαν οι γνώσεις που χρειάζεται να έχουν οι υποψήφιοι δάσκαλοι και αξιολογήθηκαν οι υπάρχουσες γνώσεις τους σε σχέση με την ύλη της Στατιστικής που καλούνται να διδάξουν μετά το πέρας των σπουδών τους αλλά και υπό το πρίσμα του Στατιστικού Γραμματισμού. Για τον προσδιορισμό των γνώσεων που χρειάζονται να έχουν οι υποψήφιοι δάσκαλοι αναλύθηκαν τα Α.Π.Σ. (Ελλάδας και χωρών του εξωτερικού) και τα σχολικά εγχειρίδια ως προς τη θέση της Στατιστικής σε αυτά. Επιπλέον, διερευνήθηκαν οι Μεγάλες Ιδέες της Στατιστικής μέσω της βιβλιογραφικής ανασκόπησης. Η διαμόρφωση του θεωρητικού πλαισίου στηρίχτηκε στο πώς ορίζεται η γνώση για την διδασκαλία των Μαθηματικών αλλά και ειδικότερα της Στατιστικής, στην έννοια του Στατιστικού Γραμματισμού και στον διαχωρισμό της γνώσης στην εννοιολογική και διαδικαστική διάσταση της. Η μεθοδολογική προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε εντάσσεται στην ποιοτική έρευνα και βασίστηκε σε έναν αναδυόμενο ερευνητικό σχεδιασμό. Για τους σκοπούς της έρευνας κατασκευάστηκε και διανεμήθηκε ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις ανοικτού τύπου σε 100 υποψήφιους δασκάλους και στη συνέχεια διενεργήθηκαν συνεντεύξεις με 15 από αυτούς. Για την ανάλυση των απαντήσεων των συμμετεχόντων χρησιμοποιήθηκε η ταξινομία SOLO (Biggs & Collis, 1982, 1991) σε συνδυασμό με μία μέθοδο αξιολόγησης που έχει προταθεί από την Garfield (1993). Μέσω των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας αναδείχθηκε ότι η στατιστική γνώση του περιεχομένου των συμμετεχόντων δεν ήταν επαρκής ενώ η παιδαγωγική γνώση του περιεχομένου τους ήταν ελλιπής. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες αντιμετώπισαν δυσκολία στο να αξιολογήσουν τις λανθασμένες απαντήσεις μαθητών και να προτείνουν την ενδεδειγμένη λύση. Επιπροσθέτως, σε αρκετές περιπτώσεις επαναλάμβαναν τα λάθη και τις παρανοήσεις των μαθητών. Προέκυψε, επομένως, ότι δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν τον Στατιστικό Γραμματισμό στους μελλοντικούς μαθητές τους. Έχοντας ως βάση αυτά τα αποτελέσματα διατυπώθηκε μία ολοκληρωμένη πρόταση εισαγωγής, στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης, μαθημάτων που το περιεχόμενο τους θα εστιάζει στην μάθηση και την διδασκαλία της Στατιστικής για το Δημοτικό σχολείο. / This thesis explores the knowledge needed for teaching statistics at the elementary (primary) school level. It is a fact, that statistics has a relatively short history in the elementary school curriculum, compared with mathematics. Recent research in statistics education has prompted a worldwide move away from the teaching of statistical skills, towards a deeper understanding of statistical notions aiming to the statistical literacy of students and subsequently adults. The new nationally mandated curriculum of Greece reflects this move. Consequently, little is known about the knowledge needed to teach statistics effectively. An analytic study of the current literature, including national standards and school textbooks, was conducted to identify the important aspects of statistical knowledge for teaching. Ideas from three contemporary areas of research, namely teacher knowledge (content and pedagogical) in relation to mathematics and statistics, statistical literacy and procedural and conceptual knowledge are incorporated in a framework for exploring knowledge for teaching statistics and for assessing this kind of knowledge. The study’s methodological approach is based on an emergent research design. A written assessment instrument was developed and administered to a sample of 100 prospective elementary school teachers. The purpose of the instrument was to gather data in order to describe teachers’ conceptions for teaching statistics at the level of elementary school. A subset of the sample (n = 15) was interviewed to provide deeper insight into their conceptions and to assure reliability of the instrument. The data produced in response to the written item were examined in light of the Structure of the Observed Learning Outcome (SOLO) taxonomy (Biggs & Collis, 1982, 1991) and a scoring method offered by Garfield (1993). The results of this study indicate that prospective elementary school teachers may not be prepared to teach statistics at the level of depth that is needed according to the new curriculum. Their statistical content knowledge is not enough while their pedagogical content knowledge is limited. In particular, participants showed difficulties in judging students’ answers and identifying students’ misconceptions. There are several implications that are drawn from the results including the importance of a statistics course during teacher preparation programs and careful consideration during the creation of curricular materials, like new textbooks.

Page generated in 0.0567 seconds