361 |
Dibujar después de 1910García Navas, José 28 June 1988 (has links)
Wilhelm worringer anticipa solo una actitud frente a la abstraccion: la de mondrian. El transito hacia la abstraccion fue vivido desde dos actitudes distintas: la primera compulsiva y catarquica: se abre una fisura entre el sujeto y el mundo, y los nuevos vinculos surgiran de una autentica transformacion. La segunda necesita nexos. Se trata de un proceso que conduce a la abstraccion desde inevitables dependencias con lo natural. El origen de las transformaciones de la imagineria pictorica en este siglo deriva, determinantemente, de las restricciones que se imponen al gesto y de las consecuencias del empleo de tecnicas de grabado. La escultura moderna no rodiniana (picasso) proviene de la mutacion escultorica de la pintura. La diagonal es una linea que implica una relacion particular en pintura, porque realmente manifiesta inestabilidad respecto a ella. En rodchenco no hay secuencias desde la pintura: el ataque contra ella es frontal. El analisis de la forma de proceder sistematica en la pintura de seurat obliga a deshacerse de la idea de una correlacion consecuente entre ciencias y pintura. Entre ambas experiencias no existe el vacio, sino una forma de relacion que tiene que ver con el fluir de las ideas de un tiempo, pero ese tipo de transferencias no resisten las exigencias del procedimiento cientifico. Los limites del cubismo los establece, entre otros, juan gris. El nucleo central de esa experiencia (picasso-brake) como constatamos en el analisis del cuaderno 026 de picasso rechaza las estratagemas compositivas. Los hallazgos procesuales implicitos en la experiencia cubista de los años doce-trece (picasso) son transferidos a la arquitectura y lo que sucede en el seno de la vanguardia sovietica es explicable, fundamentalmente, desde ese punto de vista.
|
362 |
Μελέτες αιμάτωσης εγκεφάλου και ακεραιότητας της μελανοραβδωτής οδού σε παρκινσονικούς ασθενείςΠασχάλη, Άννα 09 October 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν 15 ασθενείς με νόσο Parkinson (8 γυναίκες, 7 άνδρες, μέσος όρος ηλικίας τα 62χρόνια, μέση διάρκεια της νόσου από τη διάγνωση τα 11 χρόνια), σε διάφορα στάδια της νόσου (τέσσερις ασθενείς σταδίου 2, δύο ασθενείς σταδίου 2.5, 2 ασθενείς σταδίου 3, πέντε ασθενείς σταδίου 4, ένας σταδίου 4.5 και ένας ασθενής σταδίου 5 κατά Hoehn & Yahr ). Και στους 15 ασθενείς πραγματοποιήθηκε διπλός απεικονιστικός έλεγχος με τομογραφία εκπομπής μονήρους φωτονίου (SPECT). Στην πρώτη SPECT απεικόνιση μελετούμε τον βαθμό της ακεραιότητας της μελανοραβδωτής οδού, με τη χρήση ειδικού ραδιοφαρμάκου που προσδένεται εκλεκτικά στον μεταφορέα της ντοπαμίνης (DA Transporter – DAT). Στη δεύτερη SPECT απεικόνιση μελετούμε την αιματική εγκεφαλική ροή των ασθενών σε συνθήκες ηρεμίας, η οποία αντικατοπτρίζει και το βαθμό μεταβολικής ενεργότητας της κάθε περιοχής του εγκεφάλου. Για την αντικειμενική εκτίμηση της μελέτης αιμάτωσης πραγματοποιήθηκε στατιστική παραμετρική σύγκριση με βάση δεδομένων φυσιολογικών ατόμων της ίδιας ηλικίας. Σκοπός μας ήταν να δούμε ποιες περιοχές του εγκεφάλου υποαιματώνονται και συνεπώς επηρεάζονται, στη νόσο του Parkinson. Πράγματι είδαμε ότι η διαταραχή που προκαλείται στο κύκλωμα των βασικών γαγγλίων από την έλλειψη της ντοπαμίνης (DA), προκαλεί διαταραχές στη φλοιοραβδωτή οδό κάτι που αντικατοπτρίζεται στην υποαμάτωση κυρίως του μετωπιαίου λοβού και ειδικότερα της προκινητικής και συμπληρωματικής περιοχής και των συνειρμικών περιοχών του μετωπιαίου λοβού. Επίσης στα πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική υποαιμάτωση και σε περιοχές του βρεγματικού και κροταφικού λοβού. Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά και μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα κινητικά και μη-κινητικά συμπτώματα (διαταραχές της νόησης) στη συγκεκριμένη νόσο. / In the present study we examined 15 Parkinson disease patients (8 females, 7 males, mean age = 62years, mean duration of the disease from diagnosis = 11years) in various stages (according to Hoehn & Yahr staging system) of the disease (stage2: 4 pts, stage2.5: 2 pts, stage3: 2pts, stage 4: 5pts, stage 4.5:1pt, stage 5: 1 pt). Each patient underwent two different SPECT studies. First was performed a SPECT study with the radiopharmaceutical DaTSCAN, that is specifically bind to the Dopamine Transporter (DAT), a protein on the presynaptic dopaminergic nerve terminal. In that way we can image and also quantify the degeneration of the nigrostriatal pathway, that is afflicted in PD. Secondly we performed a brain perfusion SPECT study with the radiopharmaceutical ECD, in order to find out if there were regions of hypoperfusion in the cerebral cortex of the patients. We used an objective and dependable statistical program that enables the comparison of each perfusion study with an age-matched data base o normal perfusions. We found in all 15 patients statistically significant differences in areas of Frontal lobes and especially in the PRE-SMA (pre-motor and supplementary motor cortex) and association areas of frontal cortex. In progressive stages of the disease there were also other areas of the cerebral cortex hypoperfused (parietal and temporal lobes). These findings seem to be very useful for better understanding motor and non-motor (cognitive and affective) symptoms in PD.
|
363 |
Μελέτη μεθόδων διόρθωσης σκέδασης, με χρήση προσομοίωσης Monte-Carlo, στο πακέτο λογισμικού GateΣακέλλιος, Νικόλαος Γ. 11 December 2008 (has links)
- / -
|
364 |
Simulating the performance of dual layer LSO-LuYAP phoswich PET detectors using GATE Monte Carlo simulation platform / Προσομοίωση της συμπεριφοράς ανιχνευτών διπλής στρώσης LSO-LuYAP (phoswich detector) για εφαρμογή στην τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) με χρήση της πλατφόρμας προσομοίωσης Monte Carlo-GATEΜπερτσέκας, Νίκος 22 December 2008 (has links)
- / -
|
365 |
Διαγνωστική προσπέλαση του καρκίνου του μαστού με μαστογραφία, υπερηχογράφημα και έγχρωμο DopplerΚωνσταντάτου, Ελένη 03 August 2009 (has links)
Ο μαζικός αδένας σχηματίζεται την 6η εμβρυϊκή εβδομάδα ως πάχυνση του εξωδέρματος (μαζική ακρολοφία), ενώ κατά τον 5ο εμβρυϊκό μήνα αναπτύσσονται από τις αρχικές επιθηλιακές καταβολές, συμπαγείς χορδές κυττάρων στο υποκείμενο χόριο.
Ο μαστός ως εξωκρινής αδένας φέρει υποδοχείς, μέσω των οποίων υπόκειται σε ορμονικό έλεγχο τόσο κατά τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου, όσο και κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλακτοφορίας, η οποία αποτελεί και το σκοπό ύπαρξης του μαστού.
Όμως ο μαστός αποτελεί ένα από τα όργανα του ανθρώπινου σώματος το οποίο υφίσταται καρκινική εξαλλαγή, αφού αποτελεί την 1η αιτία θανάτου από καρκίνο μεταξύ των γυναικών. Υπολογίζεται πως ο ετήσιος κίνδυνος για να προσβληθεί μία γυναίκα από καρκίνο του μαστού είναι 1: 37.000 μεταξύ των ηλικιών 30-40, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνει σε 1: 200-235 σε ηλικίες άνω των 70 ετών.
Σημαντικοί τρόποι προληπτικού ελέγχου, και αυτοί οι οποίοι θα μελετηθούν, προκειμένου να διαγιγνώσκεται έγκαιρα μια κακοήθης αλλοίωση του μαστού είναι η μαστογραφία, που με τη βοήθεια πάντα του υπερηχογραφήματος και του έγχρωμου Doppler είναι σε θέση να εντοπίζει αλλοιώσεις μεγέθους ακόμα και 2 mm, οι οποίες δεν έχουν δώσει ακόμα κλινική σημειολογία. Όταν η μάζα γίνει ψηλαφητή αυτό σημαίνει ότι θα είναι ήδη μεγέθους 2 cm και θα έχει διηθήσει τους γύρω ιστούς.
Το υπερηχογράφημα θα μειώσει τον αριθμό των γυναικών οι οποίες θα χρειαστεί να υποβληθούν σε βιοψία, καθώς δίνει τη δυνατότητα καθορισμού της κυστικής ή συμπαγούς σύστασης της απεικονιζόμενης στη μαστογραφία αλλοίωσης.
Σκοπός του screening με τις απεικονιστικές αυτές μεθόδους είναι να μειωθεί ακόμα περισσότερο η θνητότητα και η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού καθώς ιάσιμη νόσος είναι αυτή η οποία δεν έχει δώσει ακόμα κλινική σημειολογία. / The mammary gland is formed during the 6th week of fetal life, as an exoderma thickening, while during the 5th month compact cords are being developed subcutaneously.
The mammary gland as an exocrine gland, carries receptors through which is subject to hormonal control. Not only does this occur during menstrual circle, but also during gestation and lactation, which is the purpose of its existence.
Statistics show that the mammary gland is among the human organs, which are most susceptible to cancerous transmutation, since breast cancer is the first cause of death from cancer among women. It is estimated that the annual risk a woman runs to be affected by breast cancer is 1: 37.000 between the ages 30-40, while this risk increases to 1: 200-235 to women above 70 years of age.
Mammography along with ultrasonography and color Doppler are significant preventive measures, in order to obtain a prompt diagnosis of a malignant breast lesion. They are capable of pinpointing a lesion as small as 2mm, before this can be clinically detected. When it reaches the point of being palpable, it measures more than 2cm and will have already infiltrated the surrounding tissue.
Ultrasonography will reduce the number of women who will need to undergo biopsy in order to distinguish the cystic or solid nature of a suspicious lesion detected in a mammogram.
The aim of screening mammography along with ultrasonography is to decrease the morbidity of breast cancer, since breast cancer is curable only at the stage when clinical examination cannot detect it.
|
366 |
Ανάπτυξη block ανιχνευτών για τομογράφο εκπομπής ποζιτρονίων (PET)Νικολάου, Μαρία Ελένη 10 October 2008 (has links)
Η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων, η οποία συχνά αναφέρεται με βάση το ακρωνύμιό της, PET (Positron Emission Tomography), αποτελεί μία πρωτοποριακή τεχνική απεικόνισης η οποία παρέχει εγκάρσιες τομές της λειτουργίας των διαφόρων δομών του ανθρωπίνου σώματος. Η Τομογραφία PET επιτρέπει την μεταβολική απεικόνιση αυτών των δομών (σε αντίθεση με τις ακτίνες-Χ και την Υπολογιστική Τομογραφία (CT – Computer Tomography) οι οποίες παρέχουν ανατομική απεικόνιση), σε μοριακό επίπεδο, και αυτός είναι ο λόγος που συχνά η Τομογραφία PET αναφέρεται ως μοριακή απεικόνιση.
Ειδικότερα, οι τομογράφοι PET για μικρά ζώα (Small Animal PET) οι οποίοι απαιτούν ιδιαίτερα υψηλή διακριτική ικανότητα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην βιολογία και στις in-vivo μελέτες της φαρμακοκινητικής των ιχνηθετών και του μεταβολισμού. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία έχουν αναφερθεί διάφοροι τύποι τομογράφων PET, στους οποίους χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι τύποι ανιχνευτικών διατάξεων, με διαφορετικό σχεδιασμό σε κάθε περίπτωση.
Η τεχνολογία αυτών των τομογράφων βασίζεται στη χρήση μικρών ανόργανων κρυστάλλων, κυρίς αποτελούμενων από BGO, GSO και LSO, οι οποίοι σχηματίζουν ένα block στο οποίο έχει προσαρτηθεί ένας φωτοπολλαπλασιαστής είτε με ευαισθησία θέσης (PS – PMT: Position Sensitive PhotoMultiplier Tube), είτε με πολλαπλές ανόδους (multianode PMT). To BGO (Bismuth Germanate Oxide) είναι το υλικό που χρησιμοποιείται σε αρκετούς εμπορικούς Τομογράφους, έχοντας πλέον αντικαταστήσει το ιωδιούχο νάτριο (ΝαΙ).
Ένα πρότυπο σύστημα small animal PET χαμηλού κόστους βρίσκεται υπό ανάπτυξη, προκειμένου να μελετήσουμε τα επιμέρους σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του και να μετρήσουμε την απόδοσή του. Ο βασικός block ανιχνευτής αποτελείται από μία 16×16 διάταξη επιμέρους BGO κρυστάλλων διαστάσεων 3.75×3.75×20 mm3, ο οποίος έχει τοποθετηθεί με ειδική διεργασία στην επιφάνεια ενός Hamamatsu R-2486 PSPMT. Με τη χρήση κατάλληλων ηλεκτρονικών διατάξεων και την ανάπτυξη ειδικού λογισμικού πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις της απόδοσης των επιμέρους ανιχνευτών καθώς επίσης και μετρήσεις σχετικές με τους φωτοπολλαπλασιαστές. / Positron Emission Tomography, often referred to by its acronym, PET, is an emerging radiologic modality that yields transverse tomographic images of functioning organs in the human body. PET enables the metabolic imaging of organs (as opposed to the anatomic imaging provided by techniques such as the X-ray imaging or the Computerized Tomography (CT)), in molecular level, and this is the reason why it is characterized as molecular imaging.
Especially, small animal PET tomographs which require high spatial resolution can play an important role in biology and studies of in vivo tracer pharmacokinetics and metabolism. Various implementations have been reported in the literature using a variety of detector and design technologies.
The basic technology for these scanners is based on small inorganic crystals, mainly from BGO, GSO, and LSO, forming detector blocks read out by position sensitive and multianode PMTs. BGO is the material used in a lot of commercial scanners, having replaced NaI, mainly because BGO has higher stopping power and it is not hygroscopic.
We have been developing a low-cost small animal PET prototype, in order to study specific design characteristics and measure its performance. The basic block detector design consists of a 16×16 array of 3.75×3.75×20 mm3 individual BGO crystals coupled to a Hamamatsu R-2486 PSPMT. Measurements of the individual detector performance as well as measurements of the PSPMTs have been performed.
|
367 |
On-line recognition of connected handwritingFord, David Malcolm January 1991 (has links)
Computer technology has rapidly improved over the last few years, with more powerful machines becoming ever smaller and cheaper. The latest growth area is in portable personal computers, providing powerful facilities to the mobile business person. Alongside this development has been the vast improvement to the human computer interface, allowing noncomputer- literate users access to computing facilities. These two aspects are now being combined into a portable computer that can be operated with a stylus, without the need for a keyboard. Handwriting is the obvious method for entering data and cursive script recognition research aims to comprehend unconstrained, natural handwriting. The ORCHiD system described in this thesis recognises connected handwriting collected on-line, in real time, via a digitising pad. After preprocessing, to remove any hardware-related errors, and normalising, the script is segmented and features of each segment measured. A new segmentation method has been developed which appears to be very consistent across a large number of handwriting styles. A statistical template matching algorithm is used to identify the segments. The system allows ambiguous matching, since cursive script is an ambiguous communications medium when taken out of context, and a probability for each match is calculated. These probabilities can be combined across the word to produce a ranked list of possible interpretations of the script word. A fast dictionary lookup routine has been developed enabling the sometimes very large list of possible words to be verified. The ORCHiD system can be trained, if desired, to a particular user. The training routine, however, is automatic since the untrained recognition system is used as the basis for the trained system. There is therefore very little start-up time before the system can be used. A decision-directed training approach is used. Recognition rates for the system vary depending on the consistency of the writing. On average, the untrained system achieved 75% recognition. After some training, average recognition rates of 91% were achieved, with up to 96% observed after further training.
|
368 |
Neural network approach to the classification of urban imagesEvans, Hywel F. J. January 1996 (has links)
Over the past few years considerable research effort has been devoted to the study of pattern recognition methods applied to the classification of remotely sensed images. Neural network methods have been widely explored, and been shown to be generally superior to conventional statistical methods. However, the classification of objects shown on greylevel high resolution images in urban areas presents significant difficulties. This thesis presents the results of work aimed at reducing some of these difficulties. High resolution greylevel aerial images are used as the raw material, and methods of processing using neural networks are presented. If a per-pixel approach were used there would be only one input neuron, the pixel greylevel, which would not provide a sufficient basis for successful object identification. The use of spatial neighbourhoods providing an m x m input vector centred on each pixel is investigated; this method takes into account the texture of the pixel's neighbourhood. The pixel's neighbourhood could be considered to contain more that textural information. Second order methods using mean greylevel, Laplacian and variance values derived from the pixel neighbourhood are developed to provide the neural network with a three neuron input vector. This method provides the neural network with additional information, improving the strength of the relationship between the input and output neurons, and therefore reducing the training time and improving the classification accuracy. A third method using a hierarchical set of two or more neural networks is proposed as a method of identifying the high level objects in the images. The methods were applied to representative data sets and the results were compared with manually classified images to quantify the results. Classification accuracy varied from 69% with a window of raw pixel values and 84% with a three neuron input vector of second order values.
|
369 |
Experimental evaluation of interaction design in virtual realityMarshall, Eleanor January 2005 (has links)
Desktop Virtual Reality (VR) is a simple and affordable way to implement VR technology into an organisation. With PC technology developing at a phenomenal pace fast processor speeds enable the relatively easy development of visually impressive Virtual Environments (VEs) that can be used with familiar desktop PCs for novice and expert end users alike. A need had consequently evolved to ensure that VE development is structured so that VEs can be visually impressive, usable and effective for their purpose. Interaction between the user and the VE is a distinguishing feature of VR but the importance of interaction on the effectiveness of the VE has been little explored, in particular how to measure that effectiveness with a view to providing guidance to VE developers in this case for training applications using the familiar and affordable desktop medium. The use of VR as a training tool has been widely investigated and implemented in both research and industry. Through experimentation this thesis reviews the design of effective interaction, primarily with the design of selection hotspots (cued objects within the VE designed to prompt the user to select that object) and the importance of implementing task guided interaction into the user’s experience with the VR system. Five experiments were performed to examine the appropriate design of selection hotspots and the importance on the inclusion of a task to the effectiveness of desktop VR training. The initial experiment examined the importance of the user's ability to select within the VE, control their own navigation and the influence of visual realism on the VE’s effectiveness as a training tool. The second experiment explored the importance of the user performing a task on the VE's effectiveness and the effectiveness of various selection hotspot cue designs. The third experiment examined influencing factors on the recall of non-task related aspects of the VE. Experiment four examined the effectiveness of selection hotspot cues when they are no longer congruous to the surrounding VE context and the final experiment investigated if participants perceived and recognised the cued objects or were merely responding to the cue and the influence of the inclusion of cues and their design. Effectiveness was measured using the recall of aspects of the VE by the user and measures of usability, presence and enjoyment. Main findings were that the use of the same incongruous interaction hot spot cues throughout the VE to prompt the selection of specific points within the VE were most effective and using task directed interaction improved task related recall but significantly reduced selection within the VE. Selection significantly increased recall when in a non-task directed VE. With the application of these findings it is possible that designers can produce more effective VEs for their purpose, in this context as a training VE on a desktop VE system.
|
370 |
Cloning And Characterization Of Streptomyces Clavuligerus Meso-diaminopimelate Decarboxylase (lysa) GeneYagcioglu, Cigdem 01 September 2004 (has links) (PDF)
In Streptomyces clavuligerus, the route to the biosynthesis of & / #945 / -aminoadipic acid (& / #945 / -AAA) represents an important primary metabolic pathway providing carbon flux to the synthetases of antibiotic formation. This carbon flow comes through the lysine-specific branch of the aspartate pathway and is rate limiting in the formation of cephamycin C, a second generation cephalosporin produced by this organism. In this study, the lysA gene which encodes for an important key enzyme of aspartate pathway / meso-diaminopimelic acid (DAP) decarboxylase (E.C.4.1.1.20) catalyzing the conversion of diaminopimelate to lysine was cloned and characterized for the first time from S. clavuligerus NRRL 3585. The attempts to clone the gene by constructing libraries of S. clavuligerus genomic DNA and screening of the libraries either by homologous probing or complementation approach gave no positive results. Then, PCR-based cloning was taken as the approach and the gene was amplified with PCR using the primers derived from the conserved sequences of lysA genes in two fragments (620 and 983 bp) which had overlapping regions. Fragments were then cloned and nucleotide sequencing revealed a complete open reading frame (ORF) encoding a protein of 463 aa (Mr 49, 907). The GC content of the gene was identified as 70.98 %. The gene sequence showed 83 % identity to the sequence of S. coelicolor lysA gene and 81 % identity to S. avermitilis lysA gene. By comparing the amino acid sequence of this protein to those available in database, the sites of the enzyme important for catalysis were identified.
|
Page generated in 0.0245 seconds