181 |
Reconstituição paleoceanográfica e inferências paleoclimáticas na margem equatorial Brasileira no Holoceno Médio e Tardio / Paleoceanography reconstruction and paleoclimate inferences on Brazilian equatorial margin in Mid- and Late HoloceneTaniguchi, Nancy Kazumi 05 August 2015 (has links)
Análises sedimentológicas e geoquímicas realizadas no registro sedimentar GeoB 16204-2 (01°9.75\'S, 42°20.30\'O, 1210 m de profundidade) permitiram reconhecer três períodos com diferentes configurações paleoceanográficas e paleoclimáticas ao longo dos últimos 8100 anos para margem equatorial brasileira. O primeiro período (8100 - 5000 anos cal A.P.) foi caracterizado por condições hidrodinâmicas mais intensas, menor influência marinha e maior aporte continental, constatados por menores valores de sortable silt, maior porcentagem da fração areia, menores conteúdos de CaCO3 e maiores valores das razões de Ti/Ca e Fe/Ca. O segundo período (5000 - 2500 anos cal A.P.) apresentou maiores flutuações na intensidade das correntes de fundo e diminuição do aporte continental indicados por variações do sortable silt, moda não definida na distribuição dos tamanhos das partículas (PSD) e tendência decrescente das razões Ti/Ca e Fe/Ca. O terceiro período (2500 anos cal A.P. - presente), prevaleceram condições hidrodinâmicas menos intensas e menor aporte continental sinalizados por moda do PSD próximo a 7 Φ e menores valores das razões Fe/Ca e Ti/Ca. Ao longo dos 8100 anos ocorreu uma desintensificação da corrente de fundo, provavelmente associado a um enfraquecimento da célula de revolvimento meridional do Atlântico (AMOC) e também à migração em direção sul da Zona de Convergência Intertropical (ZCIT). A migração da ZCIT além de influenciar as correntes oceânicas também contribuiu para mudanças das configurações atmosféricas favorecendo condições mais secas na região de estudo durante o Holoceno Tardio. Estimativas de temperatura e salinidade da superfície do mar revelam pouca variação nos últimos 5.000 anos, com valores próximos aos da média climatológicos atuais, 26,4°C e 36,5. / Sedimentological and geochemical analyzes on sedimentary record GeoB 16204-2 (01°9.75 \'S, 42°20:30\'W, 1210 m depth) allowed to recognize three periods with different paleoceanographic settings and paleoclimatic over the last 8100 years for the Brazilian equatorial margin . The first period (8100 - 5000 cal yr BP) was characterized by more intense hydrodynamic conditions, lower marine influence and greater continental contribution, evidenced by lower values of sortable silt, higher percentage of sand fraction, lower CaCO3 content and higher values of the Ti / Ca and Fe / Ca ratios. The second period (5000 - 2500 cal yr BP) showed greater fluctuations in the intensity of bottom currents and decreased continental contribution indicated by variations of sortable silt, poorly defined mode in the particle size distribution (PSD) and decrease trend of the Ti / Ca and Fe / Ca ratios. The third period (2500 cal yr BP - present), was dominated by less intense hydrodynamic conditions and less continental contribution indicated by for mode PSD about 7 Φ and lower values of Fe/Ca and Ti/Ca ratios. Over the 8100 years there has been a weakening of North Brazilian Current, probably associated with a weakening of the Atlantic Meridional Overturning Circulation (AMOC) and also the southward migration of the Intertropical Convergence Zone (ITCZ). Besides influencing ocean currents the migration of the ITCZ also contributed to changes atmospheric conditions, favoring drier conditions in the study area during the Late Holocene. Sea surface temperature ans salinity show little change in the last 5000 years, with values close to the current climatological average, 26.4 ° C and 36.5.
|
182 |
Modelling distributions of rare marine species : the deep-diving cetaceans / Modéliser les distributions des espèces marines rares : les cétacés grands plongeursVirgili, Auriane 11 January 2018 (has links)
Les cétacés grands plongeurs, cachalots Physeteridae et Kogiidae, et baleines à bec Zipiidae, sont des espèces marines rares. Leur faible densité, aire de distribution étendue et faible disponibilité en surface génèrent de faibles taux d’observations. Cette particularité constitue un défi pour la modélisation d’habitat de ces espèces, préalable à leur conservation. Les modèles doivent gérer l’abondance de zéros qui limitent leur capacité à inférer des résultats écologiquement cohérents. Cette thèse vise donc à trouver une méthodologie adaptée aux jeux de données abondants en zéros, à déterminer comment les variables environnementales influencent la distribution des grands plongeurs et à prédire les zones potentielles qu’ils utilisent. Tester la capacité de prédiction de différents modèles d'habitat confrontés à un nombre décroissant d’observations a permis de souligner la pertinence d’un modèle, même si un minimum de 50 observations est nécessaire pour fournir des prédictions fiables. Des données issues de différentes campagnes visuelles ont été assemblées afin de produire les premières cartes de densités de grands plongeurs à l’échelle de l’océan Atlantique Nord et la mer Méditerranée. Les densités les plus élevées sont prédites dans les eaux entre 1500 et 4000 m de profondeur et près des fronts thermiques, particulièrement le long des pentes continentales et à l'ouest de l'océan Atlantique Nord. Par ailleurs, l’analyse de la transférabilité des modèles a montré une variation des habitats préférentiels en fonction des écosystèmes. Finalement, cette thèse permet de discuter les défis de la modélisation statistique appliquée aux espèces rares et les applications de gestion associées. / Deep-diving cetaceans, sperm- and beaked whales Physeteridae, Kogiidae and Ziphiidae, are rare marine species. Due to their low densities, wide distribution ranges and limited presence at the water surface, visual surveys usually result in low sighting rates. This paucity of data challenges the modelling of their habitat, prerequisite for their conservation. Models have to cope with a great number of zeros that weakens the ability to make sound ecological inferences. Consequently, this thesis aimed at finding a methodology suitable for datasets with a large number of zeros, determining how environmental variables influence deep-diver distributions and predicting areas preferentially used by these species. By testing the predictive performance of various habitat models fitted to decreasing numbers of sightings, I selected the most suitable model and determined that at least 50 sightings were needed to provide reliable predictions. However, individual surveys can rarely provide sufficient deep-diver sightings thus I merged many visual survey datasets to produce the first basin-wide deep-diver density maps in the North Atlantic Ocean and the Mediterranean Sea. Highest densities were predicted in waters from 1500-4000 m deep and close to thermal fronts ; hotspots were predicted along the continental slopes, particularly in the western North Atlantic Ocean. In addition, a model transferability analysis highlighted that habitat drivers selected by the models varied between contrasted large ecosystems. Finally, I discussed challenges related to statistical modelling applied to rare species and the management applications of this thesis.
|
183 |
Μελέτη γεωχημικών διεργασιών σε ιζήματα του Βόρειου Ατλαντικού ΩκεανούΠαναγιωτάρας, Διονύσιος 09 February 2009 (has links)
Στην προσπάθεια να μελετηθούν ομοιότητες αλλά και διαφορές μεταξύ της
σύγχρονης ιζηματογένεσης στην περιοχή Porcupine Abyssal Plain στον ΒΑ
Ατλαντικό ωκεανό (περιοχή μελέτης ΡΑΡ) και της ιζηματογένεσης που εξελίχθηκε
σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές, αναλύθηκαν δείγματα ιζημάτων που συλλέχτηκαν
από την περιοχή ΡΑΡ και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με γεωχημικά δεδομένα των
Ελληνικών ανθρακικών σχηματισμών, από αντιπροσωπευτικές περιοχές των
γεωλογικών ζωνών Γαβρόβου-Τρίπολης, την Πελαγονική Ζώνη και την Ζώνη
Παιονίας.
Η απόθεση ανθρακικών υλικών στα ιζήματα του πυθμένα των ωκεανών
σχετίζεται άμεσα με την πρωτογενή παραγωγή που εξελίσσεται στα ανώτερα
στρώματα της υδάτινης στήλης. Αυτή είναι και η κύρια διαδικασία της ανθρακικής
ιζηματογένεσης.
Στην περιοχή μελέτης ΡΑΡ τα ιζήματα έχουν κυρίως ανθρακική προέλευση.
Τα επιφανειακά στρώματα είναι εμπλουτισμένα σε CaCΟ3 που προέρχεται από την
πρωτογενή παραγωγή που συμβαίνει στα ανώτερα στρώματα της υδάτινης στήλης.
Οι ανθρακικοί σχηματισμοί αντιπροσωπευτικών περιοχών των ζωνών
Παιονίας, Πελαγονικής και Γαβρόβου Τρίπολης προέρχονται από την ανθρακική
ιζηματογένεση που εξελίχθηκε σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές σε ωκεάνια
συστήματα.
Το CaCΟ3 συμμετέχει σε διάφορες γεωχημικές αλλά και βιογεωχημικές
διεργασίες, που στην εξέλιξή τους οδηγούν στην διάλυσή του και στην παράλληλη
δημιουργία άλλων γεωχημικών φάσεων. Επιπρόσθετα η αύξηση του ρυθμού
διάλυσης του CaCΟ3 σχετίζεται και με την αύξηση του πληθυσμού των
μικροοργανισμών στην περιοχή μελέτης καθώς και με την αύξηση του ρυθμού
ανάδευσης των ιζημάτων από τους οργανισμούς. Ο μεγαλύτερος ρυθμός οξείδωσης
του οργανικού υλικού λόγω της διείσδυσης του οξυγόνου στο ίζημα, έχει ως
αποτέλεσμα την διάλυση του CaCΟ3 στο βάθος των ανώτερων 50 mm ιζήματος.
Στην περιοχή μελέτης ΡΑΡ η αύξηση με το βάθος στην συγκέντρωση του Fe
και Mn στα ιζήματα που μελετήθηκαν δείχνει ότι δεν παρουσιάζεται το φαινόμενο
της διαγένεσης τουλάχιστον για τα βαθύτερα στρώματα (>50 mm) στην περιοχή
μελέτης. Tο ίδιο συμπέρασμα υποστηρίζει και η γεωχημική συμπεριφορά των Si, Al,
Mg, τουλάχιστον για το βάθος από 50 mm έως 200 mm. H εικόνα είναι πιο συγκεχυμένη για το βάθος από 0 mm έως 50 mm όπου εκτείνεται η ζώνη εισαγωγής
O2 και εξελίσσεται η διαδικασία της οξείδωσης του οργανικού υλικού.
Tα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν την διαγενετική
μετακίνηση του Fe στα ανώτερα 50 mm ιζήματος. H μείωση στην συγκέντρωσή του
στο επιφανειακό στρώμα σε ορισμένες περιπτώσεις οφείλεται κυρίως στην
επαναιώρηση του επιφανειακού στρώματος των ιζημάτων του πυθμένα.
To Mn, έστω και εάν εμφανίζει μια σημαντική διακύμανση στο βάθος από 0
mm έως 50 mm που μπορεί να συνδεθεί με την διαδικασία της διαγένεσης, εντούτοις
δεν διαχέεται στο νερό του πυθμένα, διότι επανακαθιζάνει είτε ως υδροξυοξείδιο είτε
προσροφάται στα αυθιγενώς παραγόμενα οξείδια του Fe.
Η γεωχημική συμπεριφορά του Si στα ανώτερα 50 mm ιζήματος σχετίζεται
κυρίως με τις βιογενούς προέλευσης άμορφες οξειδιακές φάσεις, ενώ στα βαθύτερα
στρώματα ένα μικρότερο ποσοστό σχετίζεται με τα αργιλοπυριτικά ορυκτά.
Η αύξηση της συγκέντρωσης του Al που παρατηρείται με το βάθος οφείλεται
και στο ποσοστό Al που προέρχεται από τα αργιλοπυριτικά ορυκτά, τα οποία
αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο κλάσμα του ιζήματος στα βαθύτερα
στρώματα. Το Ca σχετίζεται κυρίως με την ανθρακική φάση των ιζημάτων, ενώ το
Mg σχετίζεται κυρίως με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των ιζημάτων.
Η μελέτη των ανθρακικών σχηματισμών από αντιπροσωπευτικές
γεωτεκτονικές ζώνες στον ελληνικό χώρο επιβεβαιώνουν την διαγένεση που έχουν
υποστεί τα ανθρακικά υλικά κατά την διάρκεια των γεωλογικών εποχών.
Στην ενότητα Βαφειοχωρίου Κιλκίς της ζώνης Παιονίας
Η αρνητική συσχέτιση MgO και CaCO3 που εμφανίζεται σε αυτά τα δείγματα
επιβεβαιώνει την ανταγωνιστική συμπεριφορά μεταξύ τους. Η θετική σχέση
μαγγανίου με το ανθρακικό κλάσμα των υλικών στους ανακρυσταλλωμένους
ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου Κιλκίς εξηγείται από πιθανή μετάβαση
του Μn από την φάση των οξειδίων στην ανθρακική φάση μέσω μιας διαγενετικής
διεργασίας, που περιλαμβάνει την διάλυση των οξειδίων μαγγανίου και την
ενσωμάτωση των ιόντων μαγγανίου στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών.
Ο σίδηρος στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου
Κιλκίς εμφανίζει μια θετική συσχέτιση με το Al2O3 γεγονός που οφείλεται στην
σύνδεση του με το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής η συσχέτιση οξειδίων του σιδήρου και μαγγανίου με το
ανθρακικό ασβέστιο είναι αρνητική, γεγονός που υποδηλώνει τον μικρό βαθμός
διαγένεσης αυτών των υλικών. Ο σίδηρος με το πυρίτιο στους βιοκλαστικούς
ασβεστόλιθους της ενότητας, εμφανίζει θετική συσχέτιση με τα οξείδια του αργιλίου,
δηλώνοντας την σύνδεση τους με το αργιλικό κλάσμα των ιζημάτων, ενώ το μαγγάνιο
εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με τον σίδηρο αλλά και με το αργίλιο, γεγονός που
υποδηλώνει ότι βρίσκεται κυρίως με μορφή οξειδίων-υδροξειδίων και δεν αποτελεί
υλικό αποσάθρωσης των πετρωμάτων.
Στην σύγχρονη ανθρακική ιζηματογένεση ο σίδηρος και το μαγγάνιο
σχετίζονται ισχυρά θετικά με το αργίλιο δηλώνοντας ότι είναι κυρίως λιθογενούς
προέλευσης. Στην παλιά ανθρακική ιζηματογένεση στην περιοχή Βαφειοχωρίου οι
ανακρυσταλλωμένοι ασβεστόλιθοι εμφανίζουν αντίθετη γεωχημική συμπεριφορά, με
τον σίδηρο και το μαγγάνιο να σχετίζονται αρνητικά με το αργίλιο. Αξιοσημείωτο
είναι το γεγονός πως στους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής ο σίδηρος
εμφανίζει ισχυρή θετική συσχέτιση με το αργίλιο παρουσιάζοντας την ίδια γεωχημική
συμπεριφορά με αυτήν του σιδήρου στην σύγχρονη ιζηματογένεση, ενώ το μαγγάνιο
εξακολουθεί και σε αυτά τα δείγματα να σχετίζεται αρνητικά με το αργίλιο.
Στην σύγχρονη ιζηματογένεση ο σίδηρος και το μαγγάνιο εμφανίζουν μία
ισχυρή αρνητική σχέση με το ανθρακικό ασβέστιο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός
πως στην παλιά ιζηματογένεση στους ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους της
περιοχής, ενώ ο σίδηρος εξακολουθεί να εμφανίζει αυτήν την αρνητική συσχέτιση, το
μαγγάνιο σχετίζεται θετικά με την ανθρακική φάση. Στους βιοκλαστικούς
ασβεστόλιθους της περιοχής τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν την
ίδια γεωχημική συμπεριφορά με αυτήν, που έχουν στα δείγματα της περιοχής ΡΑΡ
όσον αφορά την σχέση τους με το ανθρακικό ασβέστιο. Στους ανακρυσταλλωμένους
ασβεστόλιθους της ενότητας Βαφειοχωρίου Κιλκίς η σχέση του σιδήρου και του
μαγγανίου παραμένει ισχυρά θετική δείχνοντας την ίδια γεωχημική συμπεριφορά
μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης. Αντιθέτως στους
βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους της περιοχής η σχέση σιδήρου και μαγγανίου
παραμένει αρνητική, όχι όμως στατιστικά σημαντική γεγονός που υποδηλώνει
μεγαλύτερη κινητικότητα του μαγγανίου στα δείγματα αυτά.
Τόσο κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση (περιοχή ΡΑΡ), όσο και στην παλιά
ιζηματογένεση της περιοχής Βαφειοχωρίου Κιλκίς, το ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζει
την ίδια ανταγωνιστική σχέση με το μαγνήσιο. Η αρνητική σχέση μαγνησίου και αργιλίου με την ανθρακική φάση τόσο στην σύγχρονη, όσο και στην παλιά
ιζηματογένεση δείχνει την διαφορετική προέλευση των υλικών, με τα στοιχεία
αργίλιο και μαγνήσιο να σχετίζονται με το αργιλικό κλάσμα και τα υλικά
αποσάθρωσης, ενώ το ανθρακικό ασβέστιο να συνδέεται με τα υλικά βιογενούς
προέλευσης.
Η γεωχημική συμπεριφορά του πυριτίου είναι διαφορετική στην σύγχρονη
ιζηματογένεση από ό,τι στην παλιά ιζηματογένεση. Στην περιοχή ΡΑΡ το κλάσμα του
πυριτίου που είναι διαλυτό στο υδροχλωρικό οξύ εμφανίζει θετική συσχέτιση με το
ανθρακικό ασβέστιο και αρνητική με το αργίλιο. Το πυρίτιο σε όλα τα δείγματα της
ενότητας Βαφειοχωρίου εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό κλάσμα, ενώ
θετική με το αργίλιο δείχνοντας την λιθογενή κυρίως προέλευσή του.
Στην ευρύτερη περιοχή Κοζάνης - ζώνη Πελαγονική
Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ μαγνησίου και ανθρακικού ασβεστίου
επιβεβαιώνεται ακόμα μία φορά για τους ανθρακικούς σχηματισμούς και στις 3
περιοχές (Σιάτιστα, Βέρμιο και Κοζάνη). Η αρνητική σχέση μεταξύ σιδήρου και
ανθρακικού ασβεστίου στον σχηματισμό της Σιάτιστας αντανακλά την διαφορετική
γεωχημική φάση των δύο συστατικών. Επιπρόσθετα η θετική σχέση ανθρακικού
ασβεστίου με τον σίδηρο στους σχηματισμούς του Βερμίου και της Κοζάνης δείχνουν
την πιθανή προσρόφηση των ιόντων σιδήρου στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών.
Την ίδια γεωχημική συμπεριφορά με τον σίδηρο παρουσιάζει και το μαγγάνιο.
Παρατηρούμε πως η διαγενετική διεργασία που έχει να κάνει με την διάλυση των
οξειδιακών φάσεων του σιδήρου και του μαγγανίου και την ενσωμάτωση των ιόντων
τους στο ανθρακικό πλέγμα των ιζημάτων είναι μία πιθανή διεργασία για τους
ανθρακικούς σχηματισμούς του Βερμίου και της Κοζάνης. Η συσχέτιση του σιδήρου
και του μαγγανίου με το αργίλιο και στις τρεις περιοχές είναι θετική δηλώνοντας την
σχέση των στοιχείων αυτών με το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Η σχέση του
πυριτίου με το αργίλιο εμφανίζεται αρνητική στην περιοχή της Σιάτιστας δείχνοντας
πως σε αυτήν την περιοχή το πυρίτιο δεν σχετίζεται με τα υλικά της αποσάθρωσης.
Στις περιοχές Βερμίου και Κοζάνης το πυρίτιο εμφανίζει μία θετική συσχέτιση με το
αργίλιο, δηλώνοντας πως έχει κυρίως λιθογενή προέλευση.
Στην περιοχή Κοζάνης η γεωχημική συμπεριφορά του σιδήρου και του
μαγγανίου είναι διαφορετική μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης. Στα
ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ ο σίδηρος και το μαγγάνιο συσχετίζονται αρνητικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης
τόσο ο σίδηρος όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν μία θετική συσχέτιση με το
ανθρακικό ασβέστιο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο σίδηρος και το μαγγάνιο
εμφανίζει επίσης θετική συσχέτιση με το αργίλιο, κάνοντας πιο πολύπλοκη την
γεωχημική συμπεριφορά των δύο αυτών στοιχείων στους ανθρακικούς σχηματισμούς
της Κοζάνης.
Διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς
ιζηματογένεσης στην περιοχή της Κοζάνης εμφανίζει και το αργίλιο. Στα ανθρακικά
ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ το αργίλιο εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό
ασβέστιο, ενώ στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης το αργίλιο
συσχετίζεται θετικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Την ίδια θετική συσχέτιση εμφανίζει
το πυρίτιο με το αργίλιο στους ανθρακικούς σχηματισμούς της Κοζάνης, δείχνοντας
διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά σε σχέση με τα ανθρακικά ιζήματα στην
περιοχή ΡΑΡ, όπου το πυρίτιο συσχετίζεται αρνητικά με το αργίλιο. Το μαγνήσιο και
σε αυτήν την περίπτωση εμφανίζει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ
σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης δείχνοντας να σχετίζεται αρνητικά
με το ανθρακικό ασβέστιο τόσο στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όσο και
στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην περιοχή της Κοζάνης.
Στην περιοχή του Βερμίου το μαγνήσιο εμφανίζει την ίδια γεωχημική
συμπεριφορά μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης έχοντας μία αρνητική
συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Αξιοσημείωτη είναι η γεωχημική συμπεριφορά
του αργιλίου, το οποίο, ενώ κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ
εμφανίζει μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, στους ανθρακικούς
σχηματισμούς του Βερμίου εμφανίζει θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο.
Τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο στην περιοχή Βερμίου σχετίζονται
θετικά με το αργίλιο δείχνοντας την ίδια γεωχημική συσχέτιση με αυτήν που έχουν
στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ. Αντιθέτως η γεωχημική συμπεριφορά του
πυριτίου είναι διαφορετική μεταξύ παλιάς και σύγχρονης ανθρακικής
ιζηματογένεσης. Το πυρίτιο στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ εμφανίζει
αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο, ενώ στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην
περιοχή Βερμίου εμφανίζει θετική συσχέτιση με το αργίλιο.
Στην περιοχή της Σιάτιστας ο σίδηρος και το μαγγάνιο παρουσιάζει την ίδια
γεωχημική συμπεριφορά με την σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ,
δείχνοντας μία αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο. Επιπρόσθετα τόσο το μαγνήσιο, όσο και το αργίλιο παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό
ασβέστιο δείχνοντας την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ παλιάς και σύγχρονης
ιζηματογένεσης.
Η θετική συσχέτιση του σιδήρου και του μαγγανίου με το αργίλιο τόσο στην
παλιά, όσο και στην σύγχρονη ιζηματογένεση δηλώνει την σχέση των δύο στοιχείων
με τα υλικά αποσάθρωσης και στις δύο περιόδους. Επίσης στην περιοχή της
Σιάτιστας το πυρίτιο εμφανίζεται να έχει την ίδια γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ
παλιάς και σύγχρονης ιζηματογένεσης, έχοντας αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο,
γεγονός που δηλώνει την σύνδεση του με υλικά βιογενούς κυρίως προέλευσης.
Στην περιοχή Χαιρεθιανά, Καστέλι Κρήτης - ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης
Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του μαγνησίου και της ανθρακικής φάσης
εμφανίζεται ακόμα μία φορά και σε αυτά τα δείγματα. Η αρνητική συσχέτιση του
αργιλίου με το ανθρακικό ασβέστιο δείχνει την διαφορετική προέλευση των υλικών
στην περιοχή μελέτης κατά την περίοδο της ιζηματογένεσης. Η θετική συσχέτιση του
μαγνησίου με το αργίλιο δείχνει την προέλευσή τους από υλικά αποσάθρωσης. Ο
σίδηρος και το μαγγάνιο σχετίζονται θετικά με την ανθρακική φάση και αρνητικά με
το αργιλικό κλάσμα των υλικών. Η γεωχημική συμπεριφορά του σιδήρου και του
μαγγανίου δηλώνει πως μέσα από μία διαγενετική διεργασία τα δύο αυτά στοιχεία
ενσωματώθηκαν στα ανθρακικό πλέγμα των υλικών.
Το πυρίτιο εμφανίζει ισχυρή αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο
στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Καστελίου, ενώ δεν παρουσιάζει την ίδια
γεωχημική συμπεριφορά με τα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όπου το πυρίτιο
σχετίζεται θετικά με το ανθρακικό ασβέστιο. Η διαφορετική αυτή γεωχημική
συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς ανθρακικής ιζηματογένεσης δηλώνει ότι
στην σύγχρονη ιζηματογένεση στην περιοχή ΡΑΡ το πυρίτιο σχετίζεται με υλικά
βιογενούς προέλευσης, ενώ κατά την παλιά ανθρακική ιζηματογένεση το πυρίτιο
σχετίζεται κυρίως με υλικά αποσάθρωσης και συνδέεται με το αργιλοπυριτικό
κλάσμα των υλικών.
Διαφορετική γεωχημική συμπεριφορά μεταξύ σύγχρονης και παλιάς
ανθρακικής ιζηματογένεσης παρουσιάζεται και για τα στοιχεία σίδηρος και μαγγάνιο
στην περιοχή Καστέλι Κρήτης. Τόσο ο σίδηρος, όσο και το μαγγάνιο εμφανίζουν
θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο και αρνητική συσχέτιση με το αργίλιο
στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Καστελίου. Η εικόνα αυτή γίνεται εντελώς διαφορετική για τα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής ΡΑΡ, όπου τα δύο αυτά
στοιχεία εμφανίζουν αρνητική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο και θετική
συσχέτιση με το αργίλιο. Αυτή η γεωχημική συμπεριφορά σιδήρου και μαγγανίου
δηλώνει, ότι ενώ τα στοιχεία αυτά κατά την σύγχρονη ιζηματογένεση συνδέονται με
το αργιλοπυριτικό κλάσμα των ιζημάτων, στους ανθρακικούς σχηματισμούς της
περιοχής Καστελίου Κρήτης σχετίζονται με το ανθρακικό υλικό. Η διαπίστωση αυτή
οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην περιοχή Καστέλι ο σίδηρος και το μαγγάνιο μέσα
από μία διαγενετική διεργασία ενσωματώθηκαν στο ανθρακικό πλέγμα των υλικών
εμφανίζοντας την θετική συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο.
Τόσο το μαγνήσιο, όσο και το αργίλιο εμφανίζουν την ίδια γεωχημική
συμπεριφορά μεταξύ της παλιάς και της σύγχρονης ιζηματογένεσης. Τα δύο αυτά
στοιχεία στα ανθρακικά ιζήματα της περιοχής μελέτης ΡΑΡ εμφανίζουν μία αρνητική
συσχέτιση με το ανθρακικό ασβέστιο, ενώ την ίδια αρνητική συσχέτιση με το
ανθρακικό ασβέστιο εμφανίζουν και στους ανθρακικούς σχηματισμούς στην περιοχή
Καστέλι Κρήτης, δείχνοντας να σχετίζονται και για τις δύο περιόδους ιζηματογένεσης
κυρίως με το αργιλοπυριτικό κλάσμα των υλικών. / In the present study the geochemical processes taking place in sediments collected from the Porcupine Abyssal Plain (PAP) area in the northeastern Atlantic Ocean, are deduced. Additionally, the geochemical processes in carbonate materials from the geological zones in the Greek peninsula are discussed.
The primary production taking place in the upper part of the water column is responsible for the CaCO3 enrichment in the surface PAP sediments, while the carbonate materials from the geological zones in the Greek peninsula derived from the primary production that took place in the oceans during past geological periods.
The HCl leaching method was considered necessary in order to isolate the aluminosilicate fraction of the sediments, by dissolving the carbonates, the interstitial water evaporates together with some colloidal iron and also removes elements from ion-exchange position. Additionally, the HCl dissolves manganese and iron crystalline oxides and partially attacks clay minerals including iron clay montronite.
|
184 |
FLUXOS DE CALOR E TRANSFERÊNCIA DE ENERGIA CALORÍFICA ENTRE O OCEANO E A ATMOSFERA SOBRE ESTRUTURAS OCEÂNICAS DE MESOESCALA NO ATLÂNTICO SUL / HEAT FLUXES AND HEAT ENERGY TRANSFER BETWEEN THE OCEAN AND THE ATMOSPHERE ON TOP OF OCEANIC MESOSCALE STRUCTURES IN THE SOUTH ATLANTICArsego, Diogo Alessandro 20 March 2012 (has links)
Understanding the interactions between ocean and atmosphere in regions of oceanographic
fronts is of vital importance for the improvement of numerical models for weather and climate
forecasting. In the South Atlantic Ocean (SAO) the meeting between the warm waters of the Brazil
Current (BC) and the cold waters of the Malvinas (Falkland) Current (MC) in the region known as the
Brazil-Malvinas Confluence (BMC), results in intense mesoscale oceanic activity and, for this reason,
this region is considered one of the most energetic of the Global Ocean. The interactions resulting
from the thermal contrast in regions oceanographic fronts of the OAS are investigated in this work
through estimates of heat fluxes based on data collected in situ and by satellite. The results of this
study show that the response to the thermal contrasts found in the ocean is in the form of heat fluxes
and these fluxes are critical in modulating the atmospheric boundary layer (ABL). Estimation based on
data collected in situ show that in the warm side (north) of the oceanographic front the fluxes are more
intense (latent heat: 62 W/m² and sensible heat: 0.6 W/m²) than in the cold side (south) (latent heat:
5.8 W/m² and sensible heat: -13.8 W/m²). In the South Atlantic Current (SAC) along the 30° S
parallel, heat fluxes are directly related to the meandering characteristic of the current. The data
collected in situ, in addition to allow heat flux estimates at a better spatial resolution, were used to
develop a new method for estimating the heat energy exchanged between the atmosphere and the
ocean caused by the presence of mesoscale oceanic structures. This methodology consists in the
comparison of a radiosonde profile taken over waters of the structure of interest and another taken
over waters which do not belong to this structure. The methodology was used to estimate the heat
energy transfer between the atmosphere and the ocean over the top of three structures sampled in the
OAS. The estimation of the heat energy transferred by a warm eddy detached from the BC points to an
energy in the latent (sensible) form of 1.6 1017 J (-2.8 1016 J) which corresponds to approximately
0.011 % of the total heat energy of the eddy transferred to the atmosphere during the field experiment
and 0.78 % transferred during the supposed lifetime of the eddy (3 months). Along the CSA two
oceanic structures were studied: (i) a cold meander that receives from the atmosphere energy in the
latent (sensible) form of 1.4 106 J/m2 (5.4 105 J/m2), and (ii) warmer waters associated with a
detached eddy from the Agulhas Current (AC) that transfer to the atmosphe heat energy of
approximately 4 106 J/m2 an 5.7 106 J/m2 in the latent and sensible forms, respectively. The
estimation of heat energy transfer on top of mesoscale oceanic structures clearly demonstrate the
importance of these structures for the heat exchanges between the ocean and the atmosphere and must
be taken into account in future works about this subject in the SAO. / A compreensão das interações entre oceano e atmosfera em regiões de frentes oceanográficas
é de vital importância para o melhoramento de modelos numéricos de previsão do tempo e clima. No
Oceano Atlântico Sul (OAS) o encontro entre as águas quentes da Corrente do Brasil (CB) com as
águas frias da Corrente das Malvinas (CM), na região denominada Confluência Brasil-Malvinas
(CBM), resulta em intensa atividade oceânica de mesoescala e, por esse motivo, essa região é
considerada uma das mais energéticas do Oceano Global. As interações resultantes do contraste termal
ao longo de regiões de frentes oceanográficas no OAS são investigadas neste trabalho através de
estimativas de fluxos de calor baseadas em dados de satélite e dados coletados in situ. Os resultados do
trabalho demonstram que a resposta aos contrastes termais encontrados no oceano se dá na forma de
fluxos de calor e que esses fluxos são fundamentais na modulação da Camada Limite Atmosférica
(CLA). As estimativas com base em dados coletados in situ demonstram que no lado quente (norte) da
frente oceanográfica os fluxos são mais intensos (calor latente: 62 W/m² e calor sensível: 0,6 W/m²)
que nos lado frio (sul) (calor latente: 5,8 W/m² e calor sensível: -13,8 W/m²). Na Corrente Sul
Atlântica (CSA), ao longo do paralelo de 30° S, os fluxos de calor estão diretamente relacionados a
característica meandrante da corrente. Os dados coletados in situ, além de possibilitarem estimativas
de fluxo de calor com uma melhor resolução espacial, foram usados no desenvolvimento de uma nova
metodologia para estimativa da energia calorífica trocada entre oceano e atmosfera em virtude da
presença de estruturas oceânicas de mesoescala. Essa metodologia consiste na comparação entre um
perfil de radiossonda tomado sobre águas da estrutura de interesse e outro tomado sobre águas que não
pertencem a essa estrutura. A metodologia desenvolvida foi utilizada para determinar a transferência
de energia calorífica entre oceano e atmosfera em três estruturas amostradas no OAS. A estimativa da
energia calorífica transferida por um vórtice quente desprendido da CB aponta para uma energia na
forma latente (sensível) de 1,6 1017 J (-2,8 1016 J) que corresponde a aproximadamente 0,011 % da
energia calorífica total do vórtice transferida durante o experimento de campo e de 0,78 % da energia
do vórtice transferidos durante o tempo suposto de vida do vórtice (3 meses). Ao longo da CSA, duas
estruturas oceânicas foram estudadas: (i) um meandro frio que recebe da atmosfera uma energia na
forma latente (sensível) de 1,4 106 J/m2 (5,4 105 J/m2) e (ii) águas mais quentes associadas a um
vórtice desprendido da Corrente das Agulhas (CA) que transferem para a atmosfera uma energia
calorífica de aproximadamente 4 106 J/m2 e 5,7 106 J/m2 nas formas latente e sensível,
respectivamente. As estimativas da transferência de energia calorífica sobre estruturas oceânicas de
mesoescala demonstram claramente a importância destas nas trocas de calor entre o oceano e a
atmosfera e devem ser levadas em consideração em trabalhos futuros sobre o tema no OAS.
|
185 |
Drifting Fish Aggregating Devices of the Atlantic and Indian Oceans : modalities of use, fishing efficiency and potential management / Dispositifs de Concentration de Poissons (DCP) des océans Atlantique et Indien : utilisation, efficacité de pêche et potentialités de gestionMaufroy, Alexandra 30 June 2016 (has links)
Depuis le milieu des années 1990, l’utilisation de Dispositifs de Concentration de Poissons (DCP), des objets artificiels spécifiquement mis à l’eau pour agréger des bancs de poissons, est devenue de plus en plus importante pour la pêche au thon tropical à la senne. Cette utilisation massive des DCP, qui s’accompagne d’une utilisation massive de dispositifs de suivi comme les balises GPS et les balises échosondeurs, est aujourd’hui source d’inquiétude pour les stocks de thons, les prises accessoires mais aussi pour le fonctionnement des écosystèmes pélagiques. Cependant, les modalités d’utilisation des DCP et des balises GPS qui servent à les suivre restent mal connues, ce qui complique considérablement l’évaluation et la gestion des impacts de ces pratiques de pêche. Afin d’améliorer les connaissances actuelles de la pêcherie, les positions des balises GPS utilisées par les 3 armements français dans les océans Atlantique et Indien, constituant une part significative des DCP utilisés dans ces deux océans, ont été analysées. Ces données ont été combinées avec des multiples sources d’information : les livres de bord, les trajectoires VMS des senneurs français ainsi que des entretiens avec les patrons français. Elles nous permettent de mieux comprendre les stratégies de mise à l’eau des DCP et des balises, d’estimer le nombre d’objets flottants utilisés par les flottes de senneurs dans les océans Atlantique et Indien, de mesurer la contribution des DCP et des navires auxiliaires à l’efficacité de pêche des senneurs, d’identifier des destructions potentielles d’habitats par les DCP échoués and pour finir de proposer des solutions de gestion pour la pêcherie. Les résultats montrent une grande saisonnalité dans les mises à l’eau des deux océans, une croissance rapide du nombre de balises GPS au cours des 7 dernières années puisqu’elle est multipliée par 4.2 dans l’Océan Indien et 7 dans l’Océan Atlantique, des dommages possibles causés à des écosystèmes côtiers fragiles avec une probabilité d’échouage de l’ordre de 10% et finalement une augmentation de l’efficacité de pêche entre 2003 et 2014 de l’ordre de 3.8-18.8% dans l’Océan Atlantique et 10.7%-26.3% dans l’Océan Indien. Les entretiens avec les capitaines des senneurs soulignent la nécessité d’une gestion plus efficace de la pêcherie, avec entre autres l’instauration de quotas, une régulation de la capacité de la flotte de senneurs et un meilleur suivi des navires auxiliaires. Les résultats obtenus constituent les premières étapes nécessaires à une meilleure gestion de la pêche sous objet flottant / Since the mid 1990s, the use of drifting Fish Aggregating Devices (dFADs) by purse seiners, artificial objects specifically designed to aggregate fish, has become an important mean of catching tropical tunas. In recent years, the massive deployments of dFADs, as well as the massive use of tracking devices on dFADs and natural floating objects, such as GPS buoys, have raised serious concerns for tropical tuna stocks, bycatch species and pelagic ecosystem functioning. Despite these concerns, relatively little is known about the modalities of GPS buoy tracked objects use, making it difficult to assess and manage of the impacts of this fishing practice. To fill these knowledge gaps, we have analyzed GPS buoy tracks provided by the three French fishing companies operating in the Atlantic and the Indian Oceans, representing a large proportion of the floating objects monitored by the French fleet. These data were combined with multiple sources of information: logbook data, Vessel Monitoring System (VMS) tracks of French purse seiners, information on support vessels and Local Ecological Knowledge (LEK) of purse seine skippers to describe GPS buoy deployment strategies, estimate the total number of GPS buoy equipped dFADs used in the Atlantic and Indian Oceans, measure the contribution of strategies with FOBs and support vessels to the fishing efficiency of tropical tuna purse seiners, identify potential damages caused by lost dFADs and finally to propose management options for tropical tuna purse seine FOB fisheries. Results indicate clear seasonal patterns of GPS buoy deployment in the two oceans, a rapid expansion in the use of dFADs over the last 7 years with an increase of 4.2 times in the Indian Ocean and 7.0 times in the Atlantic Ocean, possible damages to fragile coastal ecosystems with 10% of GPS buoy tracks ending with a beaching event and an increased efficiency of tropical tuna purse seine fleets from 3.9% to 18.8% in the Atlantic Ocean over 2003-2014 and from 10.7% to 26.3% in the Indian Ocean. Interviews with purse seine skippers underlined the need for a more efficient management of the fishery, including the implementation of catch quotas, a limitation of the capacity of purse seine fleets and a regulation of the use of support vessels. These results represent a first step towards better assessment and management of purse seine FOB fisheries.
|
186 |
El patrimonio material y espiritual en el proceso de formación de dos provincias de la Patagonia argentina / El patrimonio material y espiritual en el proceso de formación de dos provincias de la Patagonia argentinaColantuono, María Rosa, Pérez, Gabriela, Vives, Graciela 10 April 2018 (has links)
The provinces of Río Negro and Neuquén are located in the northern Argentinean Patagonia. One of them, Neuquén, is at the foothills of the Andes; meanwhile, the other extends from this mountain chain to the Atlantic Ocean. In spite of their vicinity, their material and spiritual patrimonies are different enough to give each their own identity. At Neuquén, the richest petroleum deposits of Argentina are found, which provide most of the oil and gasto the country, giving a good share to Neuquén of the revenues from taxes collected. Furthermore, Neuquén also has other means for its economy based on landscape resources that have attracted the development of many tourist resorts. Lastly, it has fruit agriculture and flsheries with a heavy share of investment from the prívate sector.In relation to their spiritual patrimony, even if the two provinces have contactpoints due to their territorial organization, they have also differences since both territories acquired the rank of provinces. In Neuquén, political and cultural factors determine local incentives toward development that leads to the formation of a regio nal society different from that of Río Negro. A local political party not enrolled in national parties plays a decisive role in development after the 1960s, and in the deflnition of the regional identity. At Río Negro, the migratory groups, especially Europeans, have heavily influenced in the formation of the local incentives to development. This paper explores ideas around these topics and tries to make a comparative analysis with respect to the formation of the local incentives and their development. / Las provincias de Río Negro y Neuquén están ubicadas en la porción septentrional de la Patagonia argentina. Una de ellas -Neuquén- se recuesta sobre la cordillera de los Andes, mientras que la otra -Río Negro- se extiende desde este cordón monta ñoso hasta el Atlántico.A pesar de su vecindad, sus patrimonios materiales y espirituales presentan particularidades que otorgan a cada una de las provincias una identidad propia. En el caso neuquino, su territorio se caracteriza por albergar los yacimientos de hidrocarburos más ricos del país, haciendo de esta provincia la primera productora de petróleo y gas. Esto le significa al Gobierno de Neuquén un importante ingreso por las regalías-aproximadamente el 80% de su presupuesto-, y para la sociedad en general, unaeconomía fuertemente dependiente de los recursos provenientes de los hidrocarbu ros, así como dependiente del Estado. Río Negro, por su parte, se caracteriza por una economía más diversificada: recursos paisajísticos que han promovido un importante desarrollo turístico, fruticultura y pesca, con una mayor participación del sector pri vado. En cuanto al patrimonio espiritual, si bien tienen puntos de contacto en lo que respecta al proceso de organización territorial, también presentan especificidades a partir del momento en que ambos territorios toman el carácter de provincias. Con respecto a Neuquén, factores políticos y culturales determinan incentivos locales para el desarrollo que conducen a la formación de una sociedad regional diferente de su vecina rionegrina. Un partido político local no enrolado en ninguna de las corrientes nacionales mayoritarias jugará un rol decisivo a partir de los años sesenta en el desa rrollo y definición de la identidad regional. En el caso rionegrino, los grupos migratorios -mayoritariamente europeos- han incidido fuertemente en el proceso de formación de los incentivos locales para el desarrollo.La ponencia explora estos grandes tópicos con el fin de efectuar un análisis comparativo con respecto al proceso de formación de los incentivos locales para el desarrollo y de sus resultados.
|
187 |
Anthropic sediments on the Scottish North Atlantic seaboard : nature, versatility and value of middenHamlet, Laura Elisabeth January 2014 (has links)
Traditionally archaeology has referred to the anthropic sediments accumulated around prehistoric settlements with the blanket term ‘midden’. This is now recognised as an inadequate term to describe the complex formation processes and functions represented in these sediments. This thesis reviewed the body of evidence accumulated over the past century of research into Neolithic and Bronze Age settlements on the islands of the Scottish North Atlantic seaboard and extrapolated the many occurrences of ‘midden’. Several contexts emerged for these sediments including interior floors, hearths, exterior occupational surfaces, dumped deposits, building construction materials and abandonment infill. In addition, ‘midden’ is described added to cultivated soils to form fertile anthrosols. The way in which prehistoric communities exploited this material for agriculture and construction has been described through geoarchaeological research which implied that to past communities ‘midden’ was a valuable resource. This led to the formation of a model based upon a human ecodynamics framework to hypothesise sediment formation pathways. Rescue excavation at the Links of Noltland, Westray provided an opportunity to conduct a holistic landscape and fine resolution based study of Neolithic and Bronze Age settlement to test this model. The research incorporated auger survey, archaeological and geoarchaeological excavation, thin section micromorphology and SEM EDX analyses. Sediments identified in literature review and recovered from the field site were described using this toolkit and set within a cultural and environmental context. Results demonstrate that anthropic materials were incorporated into all contexts examined. Discrete burning and maintenance activities were found to have taken place during the gradual accumulation of open-air anthropic sediments whilst incorporation of fuel residues and hearth waste into floors lead to the gradual formation of ‘living floors’ inside structures. An unexpected discovery was evidence of animal penning within late Neolithic/Early Bronze Age settlement and the in situ burning of stabling waste. Three types iv | P a g e of land management strategy which relied upon the input of anthropic sediments were evidenced and the range and extent of anthropic inclusions in the landscape recorded. Spatial interpolation of auger survey data utilised a new sub-surface modelling technique being developed by the British Geological Survey to explore soil stratigraphic relationships in 3D. SEM EDX analysis supported micromorphological analysis providing chemical data for discrete inclusions and assisting in the identification of herbivore dun ash and the Orcadian funerary product ‘cramp’. SEM EDX analysis was also applied to fine organo-mineral material for statistical testing of nutrient loadings across context groups. It was found that anthropic sediments were enriched in macro and intermediate plant nutrients Mg, P, K, S and Ca compared to geological controls, and the application of anthropic material to cultivated soils improved soil fertility for the three observed land management practices. The versatility of anthropic sediments was explored through discussion of context groups based upon the results of this research and the potential significance of this material to prehistoric communities is explored.
|
188 |
A interação oceano-atmosfera no Atlântico sul e o paleociclo hidrológico na porção leste da América do Sul durante o Holoceno / Air-sea interaction in the South Atlantic and the water paleocycle in eastern South America during the HolocenePrado, Luciana Figueiredo 02 March 2015 (has links)
Este trabalho teve como objetivo investigar processos de interação ar-mar na porção leste da América do Sul e Oceano Atlântico adjacente ao longo do Holoceno (últimos 12.000 anos). Para isso, os efeitos de forçantes naturais sobre a variabilidade climática foram investigados em três escalas temporais: (i) milenar-centenária: efeitos de pulsos de degelo no Oceano Atlântico, e de variações nas forçantes solar e orbital sobre o modo dipolar subtropical do Atlântico sul e consequências sobre a precipitação, durante o Holoceno; (ii) cenário médio: efeitos de diferenças na forçante orbital em relação ao clima presente sobre a precipitação média no continente, durante o Holoceno médio (6.000 anos atrás), por meio de uma compilação de dados paleoclimáticos inédita para esse período, e comparação com resultados de simulações numéricas; (iii) multidecadal: efeitos de variações na forçante vulcânica ao longo do último milênio (850 a 1850 da Era Comum) sobre a variabilidade do modo equatorial do Atlântico e consequências sobre a precipitação na América do Sul. Os resultados mostraram efeitos dos eventos de rápido resfriamento do Hemisfério norte na variabilidade do modo dipolar subtropical do Atlântico sul, com consequências principalmente sobre a precipitação do Nordeste do Brasil. O cenário médio para o Holoceno médio apontou déficit hídrico na porção leste da América do Sul durante esse período, relacionado com menor quantidade de insolação de verão recebida pelo Hemisfério sul. A dificuldade na coleta de testemunhos marinhos foi identificada como um dos principais limitantes em estudos paleoclimáticos. O vulcanismo explosivo observado no último milênio resfriou a região tropical no ano da erupção, e enfraqueceu a relação entre a precipitação na porção leste da América do Sul e o modo equatorial do Atlântico. Finalmente, a presente tese demonstrou, por meio de comparações dados-modelo, a importância do Oceano Atlântico no regimes de chuva da América do Sul em diversas escalas temporais para climas onde a forçante antropogênica era pouco significativa. 195 pp. / This work investigates the air-sea interaction processes in eastern South America and the adjacent Atlantic Ocean for the Holocene (past 12,000 years). The effects of the natural forcings on climate variability were investigated in three time-scales: (i) millennial-to-centennial: effects of Atlantic meltwater pulses and changes in the solar and orbital forcings on the South Atlantic subtropical dipole, and rainfall impacts during the Holocene; (ii) mid-Holocene scenario: effects of changes in the orbital forcing, in comparison to the present-day conditions, on mean precipitation over the continent, during the mid-Holocene (6,000 years ago). This was achieved through an unpublished multiproxy compilation and comparison with numerical experiments; (iii) multidecadal: effects of changes in the volcanic forcing along the past millennium (850 to 1850 Common Era) on the variability of the Atlantic equatorial mode and consequences on precipitation over South America. Results show effects of the Northern Hemisphere cooling events on the variability of the South Atlantic subtropical dipole, with impacts mainly over Northeastern Brazil\'s rainfall. The mid-Holocene scenario results indicate a water deficit in eastern South America during this period related to a decrease in Southern Hemisphere summer insolation. The difficulty in marine cores sampling is identified as one of the main problems in current paleoclimate studies. The explosive volcanism observed during the past millennium cooled the tropical regions at the year of the volcanic eruption, and weakened the relation between the precipitation in eastern South America and the Atlantic equatorial mode. This thesis shows through data-model approaches the importance of the Atlantic Ocean on South America precipitation regimes in the climate timescales where the anthropogenic forcing was not so relevant. 195 pp.
|
189 |
A interação oceano-atmosfera no Atlântico sul e o paleociclo hidrológico na porção leste da América do Sul durante o Holoceno / Air-sea interaction in the South Atlantic and the water paleocycle in eastern South America during the HoloceneLuciana Figueiredo Prado 02 March 2015 (has links)
Este trabalho teve como objetivo investigar processos de interação ar-mar na porção leste da América do Sul e Oceano Atlântico adjacente ao longo do Holoceno (últimos 12.000 anos). Para isso, os efeitos de forçantes naturais sobre a variabilidade climática foram investigados em três escalas temporais: (i) milenar-centenária: efeitos de pulsos de degelo no Oceano Atlântico, e de variações nas forçantes solar e orbital sobre o modo dipolar subtropical do Atlântico sul e consequências sobre a precipitação, durante o Holoceno; (ii) cenário médio: efeitos de diferenças na forçante orbital em relação ao clima presente sobre a precipitação média no continente, durante o Holoceno médio (6.000 anos atrás), por meio de uma compilação de dados paleoclimáticos inédita para esse período, e comparação com resultados de simulações numéricas; (iii) multidecadal: efeitos de variações na forçante vulcânica ao longo do último milênio (850 a 1850 da Era Comum) sobre a variabilidade do modo equatorial do Atlântico e consequências sobre a precipitação na América do Sul. Os resultados mostraram efeitos dos eventos de rápido resfriamento do Hemisfério norte na variabilidade do modo dipolar subtropical do Atlântico sul, com consequências principalmente sobre a precipitação do Nordeste do Brasil. O cenário médio para o Holoceno médio apontou déficit hídrico na porção leste da América do Sul durante esse período, relacionado com menor quantidade de insolação de verão recebida pelo Hemisfério sul. A dificuldade na coleta de testemunhos marinhos foi identificada como um dos principais limitantes em estudos paleoclimáticos. O vulcanismo explosivo observado no último milênio resfriou a região tropical no ano da erupção, e enfraqueceu a relação entre a precipitação na porção leste da América do Sul e o modo equatorial do Atlântico. Finalmente, a presente tese demonstrou, por meio de comparações dados-modelo, a importância do Oceano Atlântico no regimes de chuva da América do Sul em diversas escalas temporais para climas onde a forçante antropogênica era pouco significativa. 195 pp. / This work investigates the air-sea interaction processes in eastern South America and the adjacent Atlantic Ocean for the Holocene (past 12,000 years). The effects of the natural forcings on climate variability were investigated in three time-scales: (i) millennial-to-centennial: effects of Atlantic meltwater pulses and changes in the solar and orbital forcings on the South Atlantic subtropical dipole, and rainfall impacts during the Holocene; (ii) mid-Holocene scenario: effects of changes in the orbital forcing, in comparison to the present-day conditions, on mean precipitation over the continent, during the mid-Holocene (6,000 years ago). This was achieved through an unpublished multiproxy compilation and comparison with numerical experiments; (iii) multidecadal: effects of changes in the volcanic forcing along the past millennium (850 to 1850 Common Era) on the variability of the Atlantic equatorial mode and consequences on precipitation over South America. Results show effects of the Northern Hemisphere cooling events on the variability of the South Atlantic subtropical dipole, with impacts mainly over Northeastern Brazil\'s rainfall. The mid-Holocene scenario results indicate a water deficit in eastern South America during this period related to a decrease in Southern Hemisphere summer insolation. The difficulty in marine cores sampling is identified as one of the main problems in current paleoclimate studies. The explosive volcanism observed during the past millennium cooled the tropical regions at the year of the volcanic eruption, and weakened the relation between the precipitation in eastern South America and the Atlantic equatorial mode. This thesis shows through data-model approaches the importance of the Atlantic Ocean on South America precipitation regimes in the climate timescales where the anthropogenic forcing was not so relevant. 195 pp.
|
190 |
EXPLAINING VARIATION IN AMERICAN LOBSTER (HOMARUS AMERICANUS) AND SNOW CRAB (CHIONOECETES OPILIO) ABUNDANCE IN THE NORTHWEST ATLANTIC OCEANBoudreau, Stephanie Anne 26 March 2012 (has links)
In this thesis I assessed the causes of long-term changes in two large, commercially important decapod crustacean populations, American lobster (Homarus americanus) and snow crab (Chionoecetes opilio), in the northwest (NW) Atlantic Ocean. By combining available time-series data, including commercial landings, research surveys, and local ecological knowledge (LEK), I explored the causes of an observed ecosystem shift in the NW Atlantic (~1950–2009) which entailed a region-wide decline of groundfish and an increase in benthic invertebrates, including these decapods. Three hypotheses were examined to explain the increase in decapod abundance: (1) the predation hypothesis, whereby a decrease in predatory groundfish led to an increase in their decapod prey (top-down effects); (2) the climate hypothesis, whereby changes in temperature or other climatic variables helped to increase decapod numbers (bottom-up effects); and (3) the anthropogenic hypothesis, whereby changes in fishing pressure drove decapod population dynamics. I explored these hypotheses separately for lobster and snow crab, which may experience different ecological and commercial pressures.
First, I investigated the interactions between predatory groundfish and lobster in the inshore region of southwest Nova Scotia. Long-term fisheries-independent abundance indices for lobsters and their predators are available for Gulf of Maine (GOM) waters in the USA, but not in Canada. To address research gaps I designed and executed a survey to collect the LEK of lobster fishermen fishing in the Canadian GOM. Forty-two fishermen were interviewed. Corresponding survey results from the USA were compared to the LEK results. Both sources provided evidence for a top-down effect (predation release), contributing to observed increases in GOM lobster abundance and landings.
Second, I explored relationships between lobster abundance and landings in the NW Atlantic as they may relate to temporal changes in predators, temperature, climate (North Atlantic Oscillation Index, NAOI), and fishing. Available landings data and fisheries-independent abundance estimates were collated to investigate trends in lobster abundance and catch. Links between lobster, groundfish, temperature and climate indices were explored using mixed effects models. Results offered partial support for the predation hypothesis, namely in the waters off Newfoundland, Nova Scotia, and southern New England as well as broad support for a climate effect on early life stages. This effect appeared related to a region-wide climate signal, the NAOI, but was independent of changes in water temperature. Fishing effort appeared to be following lobster abundance, rather than regulating abundance in a consistent way.
Third, variation in snow crab abundance was examined through meta-analysis of time-series data of cod and crab abundance and temperature. Temperature had opposing effects on the two species: snow crab abundance was negatively correlated with temperature whereas cod and temperature were positively related. Controlling for the effect of temperature, the analysis revealed significant negative interactions between snow crab and cod abundance, with cod leading snow crab up to a five-year lag. Results indicate that snow crab is largely influenced by temperature during early post-settlement years and becomes increasingly regulated by top-down mechanisms as they approach fishery recruitment.
Overall, I conclude that both climate and predation can act as population controls on large decapod populations, but these variables affect decapods at different life stages.
|
Page generated in 0.0925 seconds