• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 472
  • 197
  • 186
  • 87
  • 50
  • 33
  • 10
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • Tagged with
  • 1308
  • 161
  • 138
  • 113
  • 104
  • 103
  • 99
  • 98
  • 96
  • 91
  • 81
  • 79
  • 78
  • 77
  • 73
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
391

Engineered Surface Properties of Porous Tungsten from Cryogenic Machining

Schoop, Julius M. 01 January 2015 (has links)
Porous tungsten is used to manufacture dispenser cathodes due to it refractory properties. Surface porosity is critical to functional performance of dispenser cathodes because it allows for an impregnated ceramic compound to migrate to the emitting surface, lowering its work function. Likewise, surface roughness is important because it is necessary to ensure uniform wetting of the molten impregnate during high temperature service. Current industry practice to achieve surface roughness and surface porosity requirements involves the use of a plastic infiltrant during machining. After machining, the infiltrant is baked and the cathode pellet is impregnated. In this context, cryogenic machining is investigated as a substitutionary process for the current plastic infiltration process. Along with significant reductions in cycle time and resource use, surface quality of cryogenically machined un-infiltrated (as-sintered) porous tungsten has been shown to significantly outperform dry machining. The present study is focused on examining the relationship between machining parameters and cooling condition on the as-machined surface integrity of porous tungsten. The effects of cryogenic pre-cooling, rake angle, cutting speed, depth of cut and feed are all taken into consideration with respect to machining-induced surface morphology. Cermet and Polycrystalline diamond (PCD) cutting tools are used to develop high performance cryogenic machining of porous tungsten. Dry and pre-heated machining were investigated as a means to allow for ductile mode machining, yet severe tool-wear and undesirable smearing limited the feasibility of these approaches. By using modified PCD cutting tools, high speed machining of porous tungsten at cutting speeds up to 400 m/min is achieved for the first time. Beyond a critical speed, brittle fracture and built-up edge are eliminated as the result of a brittle to ductile transition. A model of critical chip thickness (hc) effects based on cutting force, temperature and surface roughness data is developed and used to study the deformation mechanisms of porous tungsten under different machining conditions. It is found that when hmax = hc, ductile mode machining of otherwise highly brittle porous tungsten is possible. The value of hc is approximately the same as the average ligament size of the 80% density porous tungsten workpiece.
392

The Effects of Treatment Integrity on Vocabulary Learning in Students Who are Deaf or Hard of Hearing

Rivera, M. Christina January 2015 (has links)
The purpose of this study was to investigate the effects of a supplemental vocabulary intervention on the content area vocabulary word and definition knowledge of DHH student in grades K-2, the integrity with which itinerant teachers implemented the supplemental vocabulary intervention, and the effects and benefits of coaching to support treatment integrity. Mixed methods were employed; a single subject multiple baseline across subjects and content design was used to investigate student word and definition knowledge, while quantitative and qualitative methodologies were used to examine the effects of coaching on teachers' treatment integrity. The supplemental vocabulary intervention included explicit and implicit strategies and was designed to fit the context of itinerant teacher services. Various levels of support were employed to coach teachers as they gained familiarity with the intervention and improved their treatment integrity during implementation. Student word and definition knowledge was examined in relation to teacher treatment integrity to determine if teacher implementation had an effect on student outcomes. Results showed a functional relationship between the supplemental vocabulary intervention and student word and definition knowledge. Teachers' treatment integrity was found to have a greater effect on student definition knowledge than word knowledge. Teachers responded positively to the coaching they received, and their implementation improved over the course of the study. Practical and research implications for using supplemental vocabulary instruction with DHH students, as well as the need to provide support to teachers to improve treatment integrity, are discussed.
393

Επίδραση θειολών στη σταθερότητα αρσονολιποσωμάτων που αποτελούνται από φωσφατιδυλοχολίνη, αρσονολιπίδιο C16 και χοληστερόλη, χωρίς και μετά από επικάλυψη με πολυαιθυλενογλυκόλη

Χάικου, Μαρία 11 February 2009 (has links)
Μελέτες αλληλεπίδρασης μικρών μονοστοιβαδιακών αρσονολιποσωμάτων τα οποία αποτελούνται από μίγματα αρσονολιπιδίων και φωσφολιπιδίων, έδειξαν ότι αυτά είναι ιδιαίτερα τοξικά απέναντι σε καρκινικά κύτταρα. Έχει προταθεί ότι το γεγονός αυτό μπορεί να συνδέεται με την ιδιότητα των αρσονολιπιδίων As (V) να ανάγονται σε As(III) από μεμβρανικές ή κυτταροπλασματικές θειόλες. Το γεγονός ότι τα HL-60 κύτταρα τα οποία είναι πολύ ευαίσθητα στα αρσονολιποσώματα βρέθηκαν να περιέχουν υψηλά επίπεδα γλουταθειόνης, έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τη θεωρία αυτή. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε in vitrο, η επίδραση μιας θειόλης, της γλουταθειόνης, η οποία αποτελεί την κύρια θειόλη των κυττάρων, στη σταθερότητα των αρσονολιποσωμάτων, με σκοπό να διαλευκανθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ θειολών και αρσονολιποσωμάτων. Αν η γλουταθειόνη αλληλεπιδρά με το As (V) των αρσονολιπιδίων, τότε είναι πιθανόν να μεταβάλλεται η μεμβρανική τους σταθερότητα. Επιπλέον, η κυτταροτοξικότητα αυτών των αρσονολιποσωμάτων απέναντι σε σε μια καρκινική σειρά (PC3) μελετήθηκε με σκοπό να εξακριβωθεί εάν ένα in vitro τεστ με γλουταθειόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της τοξικότητας αρσονολιποσωμάτων απέναντι σε καρκινικά κύτταρα. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δείχνουν ότι η επίδραση της γλουταθειόνης στη σταθερότητα των αρσονολιποσωμάτων είναι μεγαλύτερη όταν το περιεχόμενο των λιποσωμάτων σε αρσονολιπίδιο αυξάνει, σαν συνέπεια αλληλεπίδρασης του αρσονολιπιδίου με τη γλουταθειόνη. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις που εξαρτώνται από τη σκληρότητα της λιπιδικής μεμβράνης, η αλληλεπίδραση αυτή οδηγεί σε αποσταθεροποίηση του αρσονολιποσώματος. Η αρνητική επίδραση της γλουταθειόνης στη σταθερότητα των λιποσωμάτων είναι μεγαλύτερη στα PC-αρσονολιποσώματα απ’ ότι στα DSPC. Πιθανόν η αυξημένη σταθερότητα των DSPC-αρσονολιποσωμάτων παρουσία γλουταθειόνης σε σχέση με τα PC να σχετίζεται με το γεγονός ότι τα πρώτα είναι πιο σταθερά ακόμα και στην περίπτωση που αυτά επωάζονται σε διάλυμα ορού. Για τα σταθεροποιημένα με PEG αρσονολιποσώματα η επίδραση της γλουταθειόνης στη σταθερότητα της μεμβράνης είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τα μη σταθεροποιημένα γεγονός που μπορεί να σχετίζεται είτε με την υψηλή σταθερότητα που έχουν εμφανίσει σε προηγούμενες μελέτες, είτε με την ιδιότητα της πολυαιθυλενογλυκόλης να περεμποδίζει στερεοχημικά την προσέγγιση και άρα την αλληλεπίδραση των αρσονολιποσωμάτων με τη γλουταθειόνη. Με σκοπό να εξακριβώσουμε αν τα PEG-αρσονολιποσώματα παρουσιάζουν κυταροτοξικότητα, μετρήσαμε τη % βιοσημότητα των καρκινικών κυττάρων ύστερα από επώαση αυτών παρουσία και απουσία (control) αρσονολιποσωμάτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα PC-αρσονολιποσώματα εμφανίζουν αυξημένη κυτταροτοξικότητα σε σχέση με τα DSPC, γεγονός που συμφωνεί απόλυτα με τη μειωμένη σταθερότητά τους παρουσία γλουταθειόνης. Παρόλαυτά τα PEG- αρσονολιποσώματα τα οποία είναι σταθερά παρουσία γλουταθειόνης, εμφανίζουν παρόμοια κυτταροτοξικότητα με τα μη σταθεροποιημένα PC-αρσονολιποσώματα. (Πειράματα που έγιναν με συμβατικά PEG-λιποσώματα δείχνουν ότι η παρουσία πολυαιθυλενογλυκόλης δεν προκαλεί κυτταροτοξικότητα). Συμπερασματικά τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας δείχνουν ότι όντος πραγματοποιείται αλληλεπίδραση μεταξύ του As της πολικής κεφαλής του αρσονολιπιδίου και της θειολομάδας της γλουταθειόνης. Για τα μη σταθεροποιημένα αρσονολιποσώμτα τα αποτελέσματα από τη μελέτη της γλουταθειόνης συμφωνούν με την κυτταροτοξικότητα που εμφανίζουν στα PC3 κύτταρα, γεγονός που δεν ισχύει για τα σταθεροποιημένα. Αυτό μπορεί να οφείλετα σε διαφορετικό μηχανισμό υπεύθυνο για την κυταροτοηικότητα των PEG-αρσονολιποσωμάτων. / In cell culture studies, sonicated liposomes composed of phospholipid-arsonolipid mixtures (arsonoliposomes) demonstrate a specific toxicity against cancer cells. It has been previously proposed that this may be linked with the ability of arsonolipid As(V) to be reduced to As(III) by membrane-bound or cytoplasmic thiols. The fact that HL-60 cells which are very sensitive towards arsonoliposomes were found to have high basal glutathione concentrations, is in correlation with this theory. Here we studied in vitro, the effect of a thiol-containing compound, glutathione, on the integrity of arsonoliposomes, in order to gain some information about the interaction between thiols and arsonoliposomes. If GSH interacts with the As(V) of arsonoliposomes, this may alter their membrane stability. Furthermore, the cytotoxicity of these arsonoliposome types towards a cancer cell line (PC3) was measured in order to see if the results from the in vitro test with GSH can predict arsonoliposome toxicity towards cancer cells. The results of this study show that the effect of glutathione on arsonoliposome integrity is higher when their arsonolipid content increases, indicating that arsonolipid molecules interact with glutathione. In some cases, depending on the rigidity of their membranes, this interaction leads to a destabilization of arsonoliposomes. The destabilizing effect of GSH was higher for PC-based arsonoliposomes compared to DSPC-based ones. ). Perhaps the enhanced stability of the DSPC arsonoliposomes in presence of glutathione compared to the PC-based-ones is related with the fact that they are also significantly more stable during incubation in serum, as previously proven. For pegylated-arsonoliposomes membrane destabilization was minimal and this may be related to the high stability demonstrated previously for these specific arsonoliposomes, or, it may indicate that pegylation results in prevention (total or partial) of arsonolipid interaction with thiols (perhaps because of steric repulsion). In order to see if PEG-arsonoliposomes are cytotoxic towards cancer cells, we measured by MTT assay, the proliferation of PC3 cells after incubation in presence and absence (control) of different types and amounts of arsonoliposomes. Results show that DSPC-based arsonoliposomes are slightly, but significantly less cytotoxic compared to the equivalent PC-based ones, in agreement with the higher effect of GSH on PC-based arsonoliposomes. However although the pegylated arsonoliposomes studied were basically not affected by GSH, their PC3 cytotoxicity is equal with that measured for the PC-based arsonoliposomes, (PEG-related cytotoxicity was excluded by control experiments). To conclude the results of this study show that interaction between thiol groups and As-containing headgroups of arsonoliposomes take place. For the non-pegylated-arsonoliposomes the results of the GSH- study agree with the relative cytotoxicity of the corresponding arsonoliposomes towards PC3 cells. However, this is not the case for pegylated arsonoliposomes. Perhaps this implies that another mechanism is responsible for the pegylated liposome cytotoxicity.
394

Σχεδιασμός των αλγορίθμων υλοποίησης εμπιστευτικής και ακέραιας επικοινωνίας του πρωτοκόλλου UMTS σε φορητές συσκευές

Κουλούρης, Αντώνιος 18 June 2009 (has links)
Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν ο σχεδιασμός των αλγορίθμων εμπιστευτικής και ακέραιης επικοινωνίας του πρωτοκόλλου UMTS. Απώτερος στόχος υπήρξε η ενσωμάτωση τους σε φορητές συσκευές και γι’ αυτό σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε διατηρώντας μία ικανοποιητική απόδοση να μπορούν να καταλαμβάνουν όσο το δυνατόν μικρότερη επιφάνεια ολοκλήρωσης και ταυτόχρονα να καταναλώνουν όσο το δυνατόν λιγότερη ενέργεια. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός ήταν η βελτίωση του αλγορίθμου μαζί με την τεχνική της διοχέτευσης και τα ισορροπημένα δέντρα από πύλες XOR. / -
395

Μεθοδολογίες ελέγχου δομικής ακεραιότητας σπογγώδων οστών

Αναστασόπουλος, Γεώργιος 02 December 2008 (has links)
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα εκτεταμένης συγκριτικής μελέτης των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση της εισαγωγής και της εξέλιξης της οστεοπόρωσης. Η οστεοπόρωση, όπως και όλες οι μεταβολικές νόσοι των οστών, αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα της παγκόσμιας υγείας. Πολλές τεχνικές έχουν προταθεί και εφαρμόζονται για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης αλλά και για την παρακολούθηση της εξέλιξής της, με ταυτόχρονη αξιολόγηση της επίδρασης των θεραπευτικών αγωγών. Η μέθοδος της μέτρησης του Μορφικού Συντελεστή Απόσβεσης αποτελεί μια τεχνική γνωστή στην παγκόσμια βιβλιογραφία για την εκτίμηση της ποιότητας των κατασκευών με μη καταστροφικό τρόπο. Η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής της μεθόδου στην αξιολόγηση της δομικής ακεραιότητας των οστών με παράλληλη ανάπτυξη θεωρητικού μοντέλου το οποίο υποστηρίζει την ορθότητα των πειραματικών αποτελεσμάτων αποτέλεσε το βασικό στόχο της έρευνας. Ειδικότερα, περιλαμβάνεται αναλυτική έρευνα βιβλιογραφίας στην περιοχή του μη καταστροφικού ελέγχου συμβατικών κατασκευών και υλικών, και ανάπτυξη των κυριότερων τεχνικών που εφαρμόζονται στην καθημερινή κλινική πρακτική για τον διαγνωστικό έλεγχο της οστεοπόρωσης και γενικότερα των παθήσεων του μυοσκελετικού συστήματος [τεχνικές πυκνομετρίας (pQCT, DEXA, QUS, κ.λ.π) αλλά και τεχνικές που ανιχνεύουν μεταβολές των οστών σε επίπεδο αρχιτεκτονικής (ιστομορφομετρία) και σε μοριακό επίπεδο (βιοχημικοί δείκτες), καθώς και φασματοσκοπία Raman] με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε μεθόδου. Λόγω της πολυπλοκότητας του υλικού του οστού, παρατίθενται αναλυτικά οι μηχανικές του ιδιότητες. Στη συνέχεια αναπτύσσεται το θεωρητικό μοντέλο υπολογισμού του Μορφικού Συντελεστή Απόσβεσης και παρουσιάζεται το εκτεταμένο πειραματικό μοντέλο που εφαρμόστηκε σε επίμυες και γυναίκες. Από τη σύγκριση των πειραματικών αποτελεσμάτων της μεθόδου του Συντελεστή Απόσβεσης και των συμβατικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης με τις αναλυτικές τιμές υπολογισμού του Συντελεστή Απόσβεσης αναδεικνύεται η υψηλή ευαισθησία της προτεινόμενης μεθόδου και τεκμηριώνεται η ωριμότητά της για αποτελεσματική, επαναλήψιμη, έγκυρη και αξιόπιστη αξιολόγηση της δομικής ακεραιότητας των οστών. / Extended comparative study of the methods used in the diagnosis of osteoporosis is included in this thesis. Osteoporosis, as well as all metabolic diseases of bones, consist an important health problem. Many techniques have been proposed and are applied for monitoring of osteoporosis with simultaneous assessment of the effect of therapeutical treatment. Measurement of Modal Damping Factor is a worldwide known technique for the non destructive assessment of structural integrity. The potential of application of this method on the assessment of structural integrity of bones, in combination with development of theoretical model supporting the experimental results has been the main target of this research. Specifically, in the frame of the research, a thorough state of the art has been elaborated in the domain of non destructive testing of conventional structures and materials, as well as on the main techniques applied on everyday clinical practice for diagnosis of osteoporosis and of metabolic diseases of bones [bone density techniques (pQCT, DEXA, QUS), techniques detecting architectural changes (histomorphometry), molecular changes (biochemical markers) and Raman Spectroscopy], accompanied by the advantages and disadvantages of each approach. Due to the complexity of bone structure, its mechanical properties are presented, accompanied by the theoretical model, from which the Modal Damping Factor is calculated, and the experimental model that was applied on osteoporotic rats and women. The comparison between experimental results of Modal Damping Factor and of data from conventional methods used for diagnosis of osteoporosis with the analytical values of Modal Damping Factor permits for elevating the high sensitivity of the proposed method and documenting its maturity for effective, repetitive, and accurate assessment of bone structural integrity.
396

Projekt N10 : Projektsrapport

Simeon, Nika January 2007 (has links)
DUE TO COPYRIGHT-RESTRICTIONS THIS PAPER IS NOT AVAILABLE FOR DOWNLOAD! The thesis describes a system which communicates in real time with data loggers. The system has been streamlined and integrated with existing application so that each user can get a graphical presentation in real time on what has been sent to and from the units. The user interface and communication has been designed to be robust, user friendly, secure and offer functionality that yields the users of the system added value. The system is flexible from the design perspective and is low maintenance.
397

Rätt person till rätt plats : En studie om hur personal rekryteras till behandlande organisationer i Örebro

Landberg, Lillmari, Bandgren, Malin January 2008 (has links)
Known to be one of the most important resources, but also one of the most difficult ones to obtain, the workforce constitutes (consistence) the core of any organization. To find the right person for a particular position is not a trivial task. The recruitment of new staff members is important for any organization in general, but for treating organizations in particular. In order to provide the best service for its clients, it is, for a treating organization, vital to recruit nothing but highly qualified personnel. A well educated workforce can more easily stick to the treatment program and thus maintain treatment integrity. The purpose of this study is to examine how the recruitment process is executed by three treating organizations situated in the municipality of Örebro. Moreover the purpose is to evaluate the process in terms of strengths and weaknesses with the objective of pinpointing parts in the recruitment process in need of improvment. A theoretical framework capturing definitions and theories; treatment conditions, organization theory and the recruitment process. In order to answer the research questions, according to the study’s purpose, a qualitative method was adopted. The data sample ecompassed six personers: two managers and four group officers. The results in brief: The recruitment process of “Ungdoms- och familjeenheten” (the study’s delimit of treating organizations) in the municipality of Örebro has strengths as well as weaknesses. The major strength is the recruiter’s unanimous understanding for the importance of hiring a workforce holding a suitable education fulfilling all requirements. The major weakness is the recruitment process’s lack of a common structure (also read as action plan or policy). This might be due to the fact that recruiters rely on previous experiences.
398

Duomenų vientisumo apribojimų realizavimo strategijos didelėje įmonėje tyrimas / Investigation of strategy for implementation of data integrity constraints in large application system

Preibys, Justas 28 January 2008 (has links)
Darbe apžvelgiami duomenų vientisumo apribojimų tipai ir jų realizavimo būdai, analizuojami jų privalumai ir trūkumai. Kiekvienam apribojimo tipui, pagal veikimo trukmės ir įgyvendinimo sudėtingumo charakteristikas, parinktas labiausiai efektyvus realizavimo būdas bei eksperimentiškai patvirtintos analizės metu iškeltos hipotezės. Remiantis eksperimentinio tyrimo rezultatais, sudaryta ir aprašyta duomenų vientisumo apribojimų realizacijos strategijos parinkimo metodika, kuri galėtų padėti didelėms įmonėms efektyviai įgyvendinti duomenų vientisumo apribojimus, sunaudojant kuo mažiau laiko, darbo ir sistemos resursų, bet tuo pačiu užtikrinant duomenų vientisumą ir korektiškumą. / This thesis describes types of data integrity constraints, the ways for implementation these constraints, and their analyzed advantages and disadvantages. It is chosen most effective way for implementation every type of data integrity constraint, according to their run duration and complexity of implementation characteristics, and experimentally approved hypotheses, which were raised during analysis. With reference to the results of the experiment, is made and described the methodology of implementation strategy for data integrity constraints, which could help effectively implement data integrity constraints for large application systems, using as less as it is possible time, workforce and system resources, and at the same time ensuring data integrity and correctness.
399

Belastningsregister : En balansgång med den personliga integriteten

Gallardo, Wiktor January 2014 (has links)
At the time of the study, there is no law to prevent an employer from doing criminal background checks. Employers for School and childcare have to do criminal background checks before hiring but the background checks have increased significantly in other industries as well. The aim of this thesis is to analyze and explain what interest employers may have in jobseekers history and how it can affect people’s privacy. To do this I have used right dogmatic approach combined with four interviews with different employers to get their perspective on the subject. What the results tell us are that employers generally don't deliberate the purpose of using criminal background checks. Instead they do it mechanistically without much thought. Jobseekers personal integrity then gets pushed aside for. Theory says that criminal background checks become a major obstacle for ex-offenders in their getting back to life of law-abiding. Therefore it would be better if employers wrote down their reasons for background checks in some kind of policy documents. Most likely many employers will then realize that using other methods can fulfill their interest. / Vid studiens tidpunkt finns det inget lagligt hinder för att arbetsgivare får begära utdrag ur belastningsregistret ifrån arbetssökande. Inom skol och barnomsorg är detta ett krav på arbetsgivare men registerkontroll har ökat kraftigt även i andra branscher. Denna uppsats syftar till att beskriva och analysera intresseavvägningen mellan arbetsgivarens intresse av registerkontroll och arbetssökandes personliga integritet. För att besvara studiens frågeställningar har rättsdogmatisk metod tillämpats och kompletterats av fyra intervjuer med arbetsgivare ifrån olika yrkesbranscher. Vad som framgår av både teori och empiri är att arbetsgivare lägger förvånansvärt lite tanke på hanteringen av registerkontrollen. Studien resulterar i en stark uppmaning till att arbetsgivare som i dagsläget kräver utdrag ur belastningsregister se över sitt syfte med registerkontroll. Ifall där finns ett gediget syfte bör dessa antecknas i någon form av policydokument, men stor chans är att arbetsgivarens intresse kan tillgodoses på annat vis. Vi vet nämligen att registerkontroll utgör ett stort hinder för före detta kriminella att komma tillbaka till ett lagligt liv.
400

Evaluating ecological integrity and social equity in national parks : case studies from Canada and South Africa

Timko, Joleen Allison 05 1900 (has links)
There are concerns that many national parks worldwide are ineffective at conserving biological diversity and ecosystem processes, are socially unjust in their relations with Indigenous communities, or both. This dissertation asks: can national parks protect ecological integrity and concurrently address social equity issues? It presents empirical results of a systematic evaluation of six case study national parks in Canada and South Africa. Purposive sampling was used to select the six case study national parks. Data sources included State of the Park Reports; park ecological monitoring data; archival data; and semi-structured interviews with park biologists, managers, and Indigenous members of park co-management boards. Status and trend assessments and effectiveness evaluations of park ecological monitoring data were used to evaluate how effectively the parks addressed three ecological integrity criteria. Results show that all six parks effectively addressed the priority indicators for which they had monitoring data. However, the effectiveness ratings of each park decreased when all indicators, including those identified as priorities but lacking monitoring data, were analysed. This indicates that the parks had generally identified more priority indicators than they were actually able to address (for reasons including lack of budget or trained staff, managerial challenges). Thematic coding of semi-structured interview and archival data, and the assignation of numerical ratings to these data, were used to evaluate how effectively the parks addressed three equity criteria. Results show that all but one of the case study parks were equitable, parks with more comprehensive co-management and support from neighbouring Indigenous groups were more equitable than parks with lower levels of co-management, the parks with settled land claims were not necessarily more equitable overall, and a few parks were found to be co-managed in name only. The overall results of this evaluation demonstrate that parks effective at protecting ecological integrity can also successfully address social equity, but that further efforts to integrate these two realms are both possible and necessary. A logical starting point would be to build upon those existing integrative processes already institutionalised in many parks and protected areas: the co-management and integrated conservation and development efforts.

Page generated in 0.0541 seconds