Spelling suggestions: "subject:"γνώση"" "subject:"γνώσης""
1 |
Τέχνη και επιστήμη : το γνωστικό υπόβαθρο της σχέσης των δύο πεδίων και η συνάντησή τους στην εκπαίδευσηΣπανός, Βασίλειος 20 June 2011 (has links)
Η δημιουργία καλλιτεχνικού έργου και η άρθρωση επιστημονικού λόγου αποτελούν φαινόμενα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας, όχι άσχετης με τη βιολογική, διανοητική και κοινωνική ωρίμανση του ανθρώπινου είδους. Η γνωστική διάσταση επιστήμης και τέχνης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους λόγους που καθιστά δυνατή την ιδιαίτερη επικοινωνία που τα δύο πεδία αναπτύσσουν μεταξύ τους. Η γνώση, ως θεμελιακό δομικό στοιχείο τους, συμβάλλει στην ευρύτερη αλληλεπίδρασή τους, αλλά και στη δυνατότητά τους να είναι συμπαραγωγοί και συνδιαμορφωτές κοινών δημιουργιών. Επιπλέον ερμηνεύει τη δυνατότητά τους να συμπράττουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης παρέχει μια σημαντική ευκαιρία για συνεργασία των δύο πεδίων και την προώθηση μιας ολιστικής εκδοχής της, που οδηγεί στη συγκρότηση από τον/την μαθητή/μαθήτρια μιας προσωπικής θεώρησης για τον κόσμο και τα φαινόμενά του. Στη σχολική πρακτική ωστόσο η τέχνη υποβαθμίζεται και συχνά χρησιμοποιείται ως εργαλείο προώθησης των στόχων που θέτει η επιστήμη, με συνέπεια τη μη ισόρροπη συμμετοχή των δύο περιοχών κατά την διδακτική πράξη και την άρση εν τέλει της αυθεντικής διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης. / The production of the work of art and scientific discourse building are facts of a long evolutionary process, not irrelevant to the biological, mental and social maturity of mankind. The cognitive dimension of science and art is one of the major reasons for allowing the specific communication between the two fields. Knowledge, as their fundamental structural component, contributes to wider interaction and in their ability to being co-producers of common creations. Moreover it interprets their ability to collaborate in the educational process. The cross-thematic approach provides an important opportunity for collaboration between the two fields and it promotes a holistic version of knowledge that can lead pupils to the formation of their point of view about the world and its phenomena. In school practice, however, art is downgraded and often it is used as a promotion tool for science objectives. As a result the participation of the two fields in the lesson is unbalanced and finally the authentic Cross-thematic approach of knowledge is revoked.
|
2 |
Η μέθοδος, ο εαυτός μας και ο θάνατος : προς μία ερμηνεία του πλατωνικού ευ πράττεινΑλυσανδράτος, Ιωάννης 08 January 2013 (has links)
Ένα κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας ήταν πάντοτε το πρόβλημα της κατάκτησης του εαυτού μας. Πότε είμαι πραγματικά ο εαυτός μου; Ποιο είναι το οντολογικό νόημα της κατάκτησης του εαυτού μας; Αυτό το πρόβλημα έγινε ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται και άλλα προβλήματα με τα οποία χρειάστηκε να καταπιαστούμε: πώς θεμελιώνεται οντολογικά η γνώση και πώς είναι δυνατή η κατάκτησή της; Τι είναι η γνώση; Ποιο είναι το νόημα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιο είναι το νόημα του θανάτου; Αν στόχος είναι η έξοδος από το σπήλαιο, τότε υπάρχει κάτι που να με υποχρεώνει να επιστρέψω; Τελικά, στέκει αθεμελίωτο το αίτημα της δίκαιης πράξης; Καθώς προσπαθούμε να βρούμε τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, προτείνουμε τις δικές μας προσεγγίσεις σε σημαντικά πλατωνικά ζητήματα: τη σχέση της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, το νόημα της σωματικότητας, το νόημα του άλλου, το νόημα της μεθόδου, τη διαφορά και τη σχέση του φιλοσόφου και του πολιτικού. Μέσα από όλα αυτά τα προβλήματα, προσφέρουμε στο τέλος τη δική μας προσέγγιση γύρω από το πλατωνικό νόημα της κατάκτησης του εαυτού μας και ανοίγουμε ένα δρόμο για μία στέρεη προσέγγιση του πλατωνικού ευ πράττειν. Τον τελευταίο λόγο τον έχει ο τίμιος αναγνώστης μας, ο οποίος θα κρίνει την ποιότητα του αποτελέσματος.
Εμπνευσμένοι από μία στιγμιαία σκέψη του Πλάτωνα στον Θεαίτητο, αφήνουμε στον επίλογο μία υπόθεση εργασίας: την θεμελίωση μιας ηθικής χωρίς a priori και χωρίς σχετικισμό: τις δύο συμπληγάδες κάθε προσπάθειας ηθικής θεμελίωσης. Και υποστηρίζουμε ότι μία τέτοια θεμελίωση μπορεί να αντληθεί από τη μαρξιστική σκέψη. / A basic problem of philosophy was always the problem of the conquest of ourselves. When am I really myself? What is the ontological meaning of the conquest of ourselves? This problem became the axle around which rotate more platonic problems we had to undertake: how is knowledge ontologically grounded on and how is it possible to acquire it? What is knowledge? What is the meaning of the soul-body separation? What is the meaning of death? If the exit from the cave is the final aim, then is there something that makes me to return? Eventually, is the request of the justice act without ontological foundation? As we are trying to find the answers for all this questions, we offer our one approach on important platonic issues: the relation between the manual and the mental labor, the meaning of corporality, the meaning of the other, the meaning of the method, the difference and the relation between the philosopher and the statesman. Through all this problems, we are finally offering our approach about the platonic meaning of the conquest of ourselves and we are opening a path for a solid understanding of the platonic just act. The last word is on our fair reader, who will judge the quality of the result.
Inspired from an instantaneous thought of Plato in Theaetetus, we are offering a working hypothesis: the foundation of an ethic without apriori or relativism: those two symplegades of every attempt for an ethical foundation. And we are claiming that such a foundation can be derived from Marx’s thought.
|
3 |
Αναγνώριση προτύπων από εικόνεςΚωτσιόπουλος, Χάρης 06 November 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με ένα σημαντικό ερευνητικό πρόβλημα του πεδίου της υπολογιστικής όρασης το οποίο είναι η Αναγνώριση Προτύπων (pattern recognition) μέσα από εικόνες. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετήσουμε τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός συστήματος αναγνώρισης αντικειμένων από ψηφιακές εικόνες καθώς και την ταξινόμησή τους σε κατηγορίες (image classification). / This thesis deals with an important research problem field of computer vision which is pattern recognition through images. In particular, we will study the design and implementation of a system to recognize objects from digital images and their classification in categories (image classification).
|
4 |
Η διαμάχη για το εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο στην αντίληψη και την επιδέξια πράξηΜανεσιώτη, Μαρία 07 May 2015 (has links)
Το ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε, στα πλαίσια αυτής της εργασίας, είναι το εάν το περιεχόμενο τόσο στην αντιληπτική εμπειρία όσο και στην επιδέξια πράξη είναι εννοιολογικό ή μη εννοιολογικό. Το ερώτημα αυτό κάνει, για πρώτη φορά, την εμφάνισή του στο χώρο της Φιλοσοφίας του Νου, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, στα πλαίσια μίας διαμάχης ανάμεσα στους θεωρητικούς για το αν το περιεχόμενο της αντιληπτικής εμπειρίας είναι εννοιολογικό ή μη εννοιολογικό. Η διαμάχη αυτή ασχολείται με το αν ένα υποκείμενο, όταν έχει μία αντιληπτική εμπειρία, κατέχει ή όχι κάποιες έννοιες οι οποίες περιγράφουν το περιεχόμενο αυτό. Αν, δηλαδή, το υποκείμενο εφαρμόζει κάποιες έννοιες στο περιεχόμενο το οποίο προσλαμβάνει αντιληπτικά. Έτσι, από τη μία πλευρά της διαμάχης είναι οι θεωρητικοί του μη εννοιολογικού περιεχομένου, σύμφωνα με τους οποίους το υποκείμενο δεν χρειάζεται να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το περιεχόμενο της αντίληψης και από την άλλη πλευρά είναι οι θεωρητικοί του εννοιολογικού περιεχομένου, σύμφωνα με τους οποίους το υποκείμενο πρέπει να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το αντιληπτικό περιεχόμενο. Η διαμάχη αυτή, καθώς εξελίσσεται η συζήτηση, θα δούμε να περνάει και στο χώρο της επιδέξιας πράξης καθώς υπάρχουν θεωρητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η επιδέξια πράξη είναι μη εννοιολογική και θεωρητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ικανότητα εννοιολόγησης επεκτείνεται όχι μόνο στον χώρο της αισθητικότητας αλλά και σε αυτόν της επιδέξιας πράξης. Συνεπώς, στα πλαίσια αυτής της εργασίας θα παρακολουθήσουμε τη συζήτηση πάνω στο τι σημαίνει κατοχή εννοιών και αν η κατοχή εννοιών είναι δυνατή όχι μόνο στο χώρο της σκέψης αλλά και σε άλλα πεδία όπως είναι η αντιληπτική εμπειρία και η επιδέξια πράξη.
Οι υποστηρικτές του μη εννοιολογικού περιεχομένου, τραβώντας μία διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στο χώρο της αντίληψης και το χώρο της σκέψης, υποστηρίζουν ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι μη εννοιολογικό ενώ το περιεχόμενο της σκέψης είναι εννοιολογικά αρθρωμένο. Το υποκείμενο μπορεί να αναπαριστά αντιληπτικά τον κόσμο χωρίς να απαιτείται, από τη μεριά του, η κατοχή εννοιών που περιγράφουν το συγκεκριμένο αναπαραστασιακό περιεχόμενο (Bermudez και Cahen, 2012:2, και Crane, 1992:141). Ο Tim Crane υποστηρίζει ότι ένα παιδί προκειμένου να μπορεί να αναγνωρίσει ένα αντικείμενο, το οποίο βλέπει για δεύτερη φορά, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο κοινό αντιληπτικό στοιχείο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη αντιληπτική πρόσληψη του αντικειμένου. Κάποια στοιχεία, από την πρώτη φορά που το παιδί προσλαμβάνει αντιληπτικά ένα αντικείμενο, για το οποίο δεν κατέχει καμία έννοια, θα πρέπει να επανεμφανίζονται στα πλαίσια της δεύτερης αντιληπτικής του πρόσληψης. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν χρειάζεται να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν τα στοιχεία αυτά προκειμένου να τα προσλαμβάνει αντιληπτικά. Συνεπώς, το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι μη εννοιολογικό (Crane, 1992:138).
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του εννοιολογικού περιεχομένου υποστηρίζουν ότι τόσο ο χώρος της σκέψης όσο και αυτός της αντίληψης είναι εννοιολογικά αρθρωμένοι. Ένα υποκείμενο πρέπει να κατέχει τις έννοιες που περιγράφουν το αντιληπτικό περιεχόμενο. Αν το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν συντίθεται από έννοιες τότε παραμένει κάτι ξένο για το χώρο της σκέψης καθώς δεν μπορεί να παίξει έναν έλλογο ρόλο στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων (McDowell, 1994:166). Η εμπειρία πρέπει να μπορεί να επηρεάσει την κρίση με έλλογο τρόπο και όχι απλά αιτιακά.
Η έννοια του μη εννοιολογικού περιεχομένου αναπτύχθηκε στους κόλπους του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και κυρίως από θεωρητικούς που δούλευαν στο πλαίσιο της φρεγκιανής παράδοσης. Η πρώτη σαφής αναφορά στον όρο «μη εννοιολογικό» περιεχόμενο γίνεται από το φιλόσοφο Gareth Evans, το 1982, στο βιβλίο του The Varieties of Reference. Σύμφωνα με τον Evans, ένα πληροφοριακό σύστημα συλλέγει πληροφορίες οι οποίες είναι μη εννοιολογικές (McDowell, 1994:156). Οι μη εννοιολογικές πληροφορίες είναι αρχικά μη συνειδητές ενώ στην συνέχεια γίνονται συνειδητές καθώς λειτουργούν ως εισερχόμενη πληροφορία σε ένα σύστημα που σκέφτεται χρησιμοποιώντας έννοιες. Αυτό, ωστόσο, το οποίο παραμένει ασαφές, στη θέση του Evans, είναι το κατά πόσο θεωρεί ο ίδιος ότι το μη εννοιολογικό περιεχόμενο είναι κάτι που χαρακτηρίζει τις διεργασίες που ενεργοποιούνται μόνο στο υπο-προσωπικό επίπεδο ή αν πρόκειται και για το περιεχόμενο διεργασιών που ενεργοποιούνται σε προσωπικό επίπεδο (Bermudez και Cahen, 2012:2).
Ένας φιλόσοφος ο οποίος τοποθετεί το μη εννοιολογικό περιεχόμενο στο προσωπικό επίπεδο είναι ο Tim Crane με το παράδειγμα της ψευδαίσθησης του καταρράκτη. Στο παράδειγμα αυτό, ο Crane υποστηρίζει ότι αν ένα υποκείμενο κοιτάει, για κάποιο χρονικό διάστημα, έναν καταρράκτη και μετά στρέψει το βλέμμα σε ένα ακίνητο αντικείμενο, όπως μία πέτρα, τότε θα εμφανιστεί, στα πλαίσια της αντιληπτικής του εμπειρίας, ένα αντιφατικό περιεχόμενο καθώς η πέτρα θα φαίνεται να είναι στάσιμη αλλά και να κινείται, ταυτόχρονα (Crane, 1998α:142). Το αντιφατικό αυτό περιεχόμενο της αντιληπτικής εμπειρίας αναδεικνύει το γεγονός ότι το περιεχόμενο της αντίληψης δεν είναι εννοιολογικό (Crane, 1998α:145). Στην πλάνη του καταρράκτη, η αρχή της μη αντίφασης που αποτελεί βασική συνθήκη προκειμένου ένα περιεχόμενο να είναι εννοιολογικό, παραβιάζεται. Οι πληροφορίες που έχει ένα περιεχόμενο, το οποίο είναι εννοιολογικό, οφείλουν να μην αναιρούν η μία την άλλη. Έτσι, αν ένα υποκείμενο πιστεύει ότι «το μήλο είναι κόκκινο» (p) δεν μπορεί να διατηρεί ταυτόχρονα και την αντίθετη πεποίθηση ότι «το μήλο δεν είναι κόκκινο» (όχι p). Ένα υποκείμενο όταν γνωρίζει ότι p γνωρίζει, ταυτόχρονα, ότι δεν ισχύει «το p και όχι p» (Crane, 1992:144). Δηλαδή, γνωρίζει ότι δεν ισχύει η πρόταση «ότι το μήλο είναι κόκκινο και το μήλο δεν είναι κόκκινο».
Για τους μη εννοιολογιστές, μη εννοιολογικό είναι το περιεχόμενο το οποίο δεν φέρει μία εννοιολογική δομή. Οι ίδιοι, δηλαδή, προσπαθούν να περιγράψουν το μη εννοιολογικό περιεχόμενο με βάση το πώς προσδιορίζουν το εννοιολογικό περιεχόμενο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ίδιους, η κατοχή εννοιών υπάρχει μόνο στα πλαίσια της σκέψης καθώς η εννοιολογικότητα προϋποθέτει έναν ολισμό προτασιακών στάσεων και αυτό οφείλεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει η κατοχή μίας έννοιας. Συγκεκριμένα, για τους μη εννοιολογιστές, η κατοχή εννοιών σημαίνει τη χρήση των εννοιών μέσα σε προτάσεις. Η κατοχή, ωστόσο, μίας μόνο έννοιας δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Σύμφωνα με τον Crane, η κατοχή μίας έννοιας συνεπάγεται την κατοχή ενός αριθμού άλλων εννοιών. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα υποκείμενο κατέχει μία έννοια θα πρέπει να κατέχει και πολλές άλλες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μία έννοια συνδέεται, πάντα, με ένα σύνολο άλλων εννοιών μέσα από λογικές, σημασιολογικές και τεκμηριακές σχέσεις (Crane, 1992:144-145). Συνεπώς, όταν το υποκείμενο κατέχει μία έννοια βρίσκεται αυτόματα μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων – λογικών, σημασιολογικών, τεκμηριακών - και με άλλες έννοιες. Κατ’ επέκταση, αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε ένα δίκτυο αποβλεπτικών καταστάσεων οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους μέσω των εννοιών που συνιστούν συστατικά τους (Crane, 1992:145). Αυτό το δίκτυο αποβλεπτικών καταστάσεων πραγματώνεται μέσα στα πλαίσια της σκέψης και όχι της αντίληψης. Συνεπώς, το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά δομημένο.
Επιπλέον, η σχέση εξάρτησης, για το Crane, ανάμεσα στις έννοιες και τη σκέψη είναι αμφίδρομη καθώς η λειτουργία του συλλογισμού εξαρτάται από τις έννοιες (Crane, 1992:146). Οι έννοιες είναι τα συστατικά στοιχεία πάνω στα οποία βασίζεται μία συναγωγική διαδικασία. Ένα συμπέρασμα για να έχει ισχύ χρειάζεται μία έννοια να εμφανίζεται τόσο στις προκείμενες όσο και στο συμπέρασμα. Συνεπώς, για τους μη εννοιολογιστές η εννοιολογικότητα συνιστά μία λειτουργία με συναγωγική δομή και αυτό εκπληρώνεται μόνο στα πλαίσια της σκέψης.
Δύο βασικά επιχειρήματα τα οποία θα αναπτύξουμε, υπέρ του μη εννοιολογικού περιεχομένου, είναι η μη συναγωγική δομή ως κριτήριο για ένα μη εννοιολογικό περιεχόμενο της αντίληψης και ο λεπτοφυής χαρακτήρας της αντιληπτικής εμπειρίας.
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, οι μη εννοιολογιστές υποστηρίζουν ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά αρθρωμένο και συνεπώς δεν έχει μία συναγωγική δομή, όπως συμβαίνει στο χώρο της σκέψης. Η αντίληψη, σύμφωνα με τους ίδιους, φαίνεται να καταφέρνει να αναπαριστά τον κόσμο χωρίς τις δεσμεύσεις που υπάρχουν στον εννοιολογικά δομημένο χώρο των πεποιθήσεων. Η αντιληπτική εμπειρία δεν χαρακτηρίζεται από έναν ολισμό καθώς δεν φαίνεται να διατηρεί λογικές, σημασιολογικές και τεκμηριακές σχέσεις με το περιεχόμενο άλλων αντιληπτικών παραστάσεων, προκειμένου να αναπαριστά αυτό το οποίο υπάρχει εκεί έξω (Crane, 1992:150-153). Το να έχει ένα υποκείμενο μία αντιληπτική εμπειρία δεν συνεπάγεται το να βρίσκεται σε ένα δίκτυο κάποιων επιπλέον αντιληπτικών περιεχομένων, όπως γίνεται στον εννοιολογικά δομημένο χώρο των πεποιθήσεων.
Το δεύτερο επιχείρημα το οποίο αναπτύσσουν οι μη εννοιολογιστές είναι ότι η αντίληψη φαίνεται να έχει έναν πιο λεπτομερή τρόπο στο πώς αναπαριστά τον κόσμο σε σχέση με το αντίστοιχο εννοιολογικό οπλοστάσιο το οποίο διαθέτει το υποκείμενο για να τον περιγράψει (Evans, 1982:229). Για τον Evans, οι άνθρωποι δεν κατέχουν τόσες έννοιες όσες είναι οι χρωματικές αποχρώσεις που προσλαμβάνουν αντιληπτικά μέσα στον κόσμο. Συνεπώς, η αντιληπτική εμπειρία δεν προϋποθέτει κατοχή εννοιών από τη μεριά του υποκειμένου προκειμένου να έχει το συγκεκριμένο αντιληπτικό περιεχόμενο.
Οι εννοιολογιστές, σε αντίθεση, υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο της αντίληψης είναι εννοιολογικό. Η εμπειρία, σύμφωνα με τους ίδιους, πρέπει να μπορεί να επηρεάσει την κρίση με έλλογο τρόπο. Αν το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν είναι εννοιολογικά αρθρωμένο τότε η αντίληψη δεν μπορεί να παίξει έναν έλλογο ρόλο στο χώρο της σκέψης (McDowell, 1994:166). Σύμφωνα με τον McDowell, ο αντιληπτικός χώρος είναι ένας χώρος στο οποίο ενεργοποιούνται οι ίδιες εννοιολογικές ικανότητες που ενεργοποιούνται και στα πλαίσια της σκέψης. Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται οι εννοιολογικές ικανότητες μέσα σε αυτούς τους δύο χώρους. Έτσι, στο πλαίσιο της σκέψης, ο McDowell θεωρεί ότι γίνεται μία ενεργητική ενεργοποίηση των εννοιών ενώ στα πλαίσια της αντίληψης μιλάει για μία παθητική ενεργοποίηση των εννοιών (McDowell, 1994:178). Η παθητική ενεργοποίηση των εννοιών σημαίνει ότι οι έννοιες που ενεργοποιούνται δεν συνιστούν αποτέλεσμα μίας συναγωγικής διαδικασίας από τη μεριά του υποκειμένου (McDowell, 2009:4).
Ο McDowell σε πιο πρόσφατα κείμενά του απελευθερώνει την ικανότητα εννοιολόγησης από τα στενά πλαίσια του προτασιακού περιεχομένου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατοχή εννοιών δεν πραγματώνεται μόνο στα πλαίσια του ενεργητικού σκέπτεσθαι αλλά και στα πλαίσια της αντιληπτικής εμπειρίας. Το υποκείμενο όταν βλέπει κάτι το βλέπει εννοιολογικά μορφοποιημένο. Οι έννοιες που εφαρμόζονται στα πλαίσια της εμπειρίας, σύμφωνα με τον McDowell, είναι οι τυπικές έννοιες τις οποίες αναλύει και ο Kant (McDowell, 2007:346).
Τα επιχειρήματα τα οποία θα αναπτύξουμε υπέρ της εννοιολογικής θέσης είναι τρία. Το πρώτο επιχείρημα αναφέρεται στην ανάγκη μίας έλλογης σύνδεσης ανάμεσα στην εμπειρία και τη σκέψη. Αν η εμπειρία δεν συνιστά λόγο για τη σκέψη, τότε οι πεποιθήσεις χάνουν το περιεχόμενό τους. Το δεύτερο επιχείρημα αναφέρεται στην παθητική ενεργοποίηση των εννοιών στα πλαίσια της εμπειρίας και συνιστά απάντηση στο επιχείρημα των μη εννοιολογιστών για τη μη συναγωγική δομή της αντίληψης. Για τον McDowell, λοιπόν, το γεγονός ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο αντιστέκεται στο περιεχόμενο μίας πεποίθησης δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια της εμπειρίας δεν υπάρχουν έννοιες. Η κατοχή εννοιών στα πλαίσια της εμπειρίας έχει μία παθητική μορφή καθώς οι έννοιες που ενεργοποιούνται δεν συνιστούν προϊόν μίας συναγωγικής γνώσης, όπως γίνεται στο χώρο των πεποιθήσεων (McDowell, 2009:4). Τέλος, το τρίτο επιχείρημα συνιστά απάντηση στο επιχείρημα ότι η αντίληψη έχει έναν πιο λεπτομερή τρόπο στο πώς αναπαριστά τον κόσμο. Ο McDowell, λοιπόν, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η αντιληπτική εμπειρία έχει ένα λεπτοφυή χαρακτήρα στο τρόπο που αναπαριστά τον κόσμο δεν σημαίνει ότι η ικανότητα εννοιολόγησης δεν μπορεί να καταφέρει να αποδώσει τον πλούτο του εξωτερικού κόσμου. Η ικανότητα εννοιολόγησης συνιστά μία δυναμική διαδικασία η οποία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα λεπτομερής καθώς το υποκείμενο παραμένει ανοικτό στην απόκτηση μίας νέας εννοιολογικής ικανότητας (McDowell, 1994:169).
Μέσα από όλα αυτά θα φανεί ότι η διαμάχη για το εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο της αντίληψης στην ουσία προκύπτει από τη διάσταση που υπάρχει, ανάμεσα στους θεωρητικούς, για το τι σημαίνει κατοχή εννοιών. Έτσι, για τους υποστηρικτές του μη εννοιολογικού περιεχομένου, η ικανότητα εννοιολόγησης συνίσταται στη χρήση εννοιών στα πλαίσια προτάσεων ενώ για τους υποστηρικτές του εννοιολογικού περιεχομένου η κατοχή εννοιών δεν συνίσταται μόνο σε αυτό. Στον McDowell, η ικανότητα εννοιολόγησης αποκτά μία πιο διευρυμένη μορφή και βγαίνει από τα στενά πλαίσια του προτασιακού περιεχομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ίδιο, η κατοχή εννοιών συνιστά μία μορφή γνώσης η οποία δεν εκδηλώνεται μόνο προτασιακά αλλά παίρνει και άλλες μορφές τόσο παθητικά, μη συναγωγικά, μέσα στην αισθητικότητα όσο και στο χώρο της επιδέξιας πράξης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η διαφορά αυτή για το τι συνιστά κατοχή εννοιών μας αναγκάζει να εξετάσουμε την κατοχή εννοιών και στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης. Αυτό προκύπτει καθώς η εννοιολόγηση απελευθερώνεται από το χώρο των πεποιθήσεων και αποκτά έναν πιο διευρυμένο χαρακτήρα, όχι μόνο ως μίας μη συναγωγικής ενεργοποίησης εννοιών στα πλαίσια της αντιληπτικής εμπειρίας αλλά και ως μίας πρακτικής γνώσης στα πλαίσια της πράξης. Έτσι, η διαμάχη ανάμεσα στο εννοιολογικό και μη εννοιολογικό περιεχόμενο περνάει και στο χώρο της επιδέξιας πράξης.
Για τον McDowell, η κατοχή εννοιών, στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης, έχει τη μορφή μίας πρακτικής γνώσης σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο γνωρίζει ότι πράττει (McDowell, 2007:344). Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το οποίο διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι η ορθολογικότητα. Η ορθολογικότητα αυτή σημαίνει ότι στα πλαίσια της ανθρώπινης πράξης υπάρχει πάντα ένα αυτό-συνείδητο υποκείμενο το οποίο έχει την επίγνωση ότι πράττει (McDowell, 2007a:367). Το υποκείμενο, όταν πράττει επιδέξια, κατέχει πρακτικές έννοιες.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους μη εννοιολογιστές, ο χώρος της επιδέξιας πράξης είναι ένας χώρος όπου το υποκείμενο δεν εφαρμόζει έννοιες. Σύμφωνα με τον Dreyfus, όταν ένα υποκείμενο απορροφάται στην εκτέλεση μίας επιδέξιας πράξης δεν αναστοχάζεται αυτό το οποίο πράττει (Dreyfus, 2007a:374). Στα πλαίσια της επιδέξιας πράξης δεν υπάρχει «εγώ». Ωστόσο, αυτό το οποίο θα δούμε και στα πλαίσια αυτής της διαμάχης είναι ότι ο Dreyfus κατανοεί την ορθολογικότητα του McDowell ως μία πράξη αναστοχασμού κάποιων γενικών κανόνων (McDowell, 2007:339). Αυτό οφείλεται στο ότι ο ίδιος, όπως και ο Crane, κατανοεί την εννοιολόγηση ως τη χρήση εννοιών μέσα σε προτάσεις. Αυτό, ωστόσο, το οποίο θα δούμε είναι ότι ο McDowell δεν μιλά για μία πράξη ανασκόπησης κάποιων γενικών κανόνων. Η πρακτική ορθολογικότητα του McDowell συνιστά την έλλογη ικανότητα των υποκειμένων να έχουν πρακτική συνείδηση ότι πράττουν.
Τέλος, η πρακτική γνώση, του McDowell, θα μας οδηγήσει στο ερώτημα του κατά πόσο η γνώση ότι πράττω προϋποθέτει και τη γνώση του πώς πράττω. Αν δηλαδή, ένα υποκείμενο για να κατέχει την πρακτική γνώση ότι πράττει θα πρέπει να έχει και την πρακτική γνώση του ποιοί ενσώματοι χειρισμοί που κάνει πραγματώνουν την πράξη που γνωρίζει ότι πράττει.
Συνεπώς, στο τελευταίο κομμάτι θα μιλήσουμε για την θέση του Gilbert Ryle για την πρακτική γνώση (2009). Για τον Ryle ο άνθρωπος αποκτά έννοιες, σε ένα πρώτο στάδιο, σε πραξιακό επίπεδο. Οι άνθρωποι αρχίζουν να πράττουν, να γνωρίζουν τον κόσμο και τις ιδιότητές του πολύ πριν αποκτήσουν θεωρητική σκέψη (Ryle, 1949:19). Για παράδειγμα, ένα παιδί αρχίζει να συλλογίζεται, να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και να κατανοεί τις ιδιότητες των πραγμάτων πολύ πριν κατακτήσει το στάδιο όπου μπορεί να δώσει έναν ορισμό για αυτά (Ryle, 1949:18). Συνεπώς, για τον Ryle, η νοημοσύνη κάνει την εμφάνισή της μέσα στην πράξη και δεν συνιστά χαρακτηριστικό μόνο της διάνοιας. Όπως χαρακτηριστικά λέει και ο ίδιος, ο νους δεν είναι ένα «φάντασμα μέσα στη μηχανή» (Ryle, 1949:21). Η νοημοσύνη για τον Gilbert Ryle, συνιστά μία πολυδιάστατη προδιάθεση που καταφέρνει να παίρνει ποικίλες μορφές (Ryle, 1949:32). Κατ’ επέκταση, η ικανότητα των ανθρώπων να κατέχουν και να χρησιμοποιούν έννοιες εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Είτε μέσα από τις πράξεις της διάνοιας είτε μέσα από διάφορους ενσώματους χειρισμούς που εκπληρώνει επιδέξια ένα υποκείμενο.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, θα θέσουμε το ερώτημα για το αν η πρακτική γνώση στην οποία αναφέρεται ο McDowell βρίσκεται σε στενή σχέση με την πρακτική γνώση όπως τη χρησιμοποιεί ο Ryle και θα προτείνουμε ότι η κατοχή εννοιών αποτελεί μία γνωστική λειτουργία που ξεκινάει σε ένα πρακτικό επίπεδο, χωρίς να προϋποτίθεται μία μορφή εννοιολόγησης με τον τρόπο με τον οποίο την προσεγγίζουν οι μη εννοιολογιστές. / The discussion about the conceptual or non conceptual content in perception and perfomance to at best competence.
|
5 |
Μία μελέτη περίπτωσης : η εκπαίδευση των κρατουμένων του Καταστήματος Κράτησης Πάτρας στο παράρτημα του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΠάτραςΝικολακάκος, Νικόλαος 27 May 2015 (has links)
Στην παρούσα μελέτη περίπτωσης ερευνήσαμε τους τρόπους με τους οποίους οι εκπαιδευόμενοι του παραρτήματος του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Πάτρας (2012 – 2013), το οποίο λειτουργεί στο Κατάστημα Κράτησης Πάτρας, συμμετέχουν στη διαμόρφωση της γνώσης, που έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν, αλλά και τους παράγοντες που οριοθετούν αυτή τη διαδικασία, και κατ' επέκταση το περιεχόμενο αυτής της γνώσης. Επιπλέον, κρίναμε σκόπιμη και τη διερεύνηση της επίδρασης της λειτουργίας του παραρτήματος του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Πάτρας (2012 – 2013) στο πειθαρχικό έργο του Καταστήματος Κράτησης Πάτρας. Για την επίτευξη του ερευνητικού μας σκοπού, πραγματοποιήσαμε 15 ημιδομημένες συνεντεύξεις με τους εκπαιδευόμενους, που φοιτούσαν στο συγκεκριμένο ΣΔΕ την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, την προϊσταμένη του ΣΔΕ και την υπεύθυνη του Καταστήματος Κράτησης για την εκπαίδευση των κρατουμένων. Στο περιεχόμενο των συνεντεύξεων πραγματοποιήθηκε ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Η ανάλυση έδειξε ότι οι εκπαιδευόμενοι του ΣΔΕ συμμετέχουν στη διαμόρφωση της γνώσης, που έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν, μέσα από μία σειρά τρόπων. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή φάνηκε να οριοθετείται από ορισμένους περιορισμούς και απαγορεύσεις που επιβάλλονται στους εκπαιδευόμενους, κυρίως από το πλαίσιο της φυλακής. Τέλος, κατά τη λειτουργία του ΣΔΕ, διαπιστώθηκε η εφαρμογή ενός αριθμού πειθαρχικών τεχνικών, οι οποίες επιδρούν θετικά στο πειθαρχικό έργο της φυλακής. / In this present case study we researched the ways in which the students of the department of the Second Chance School of Patras (2012-2013), which operates in the Prison of Patras, participate in the formation of knowledge and have the capability of composing, also the factors which limit this process as well as the content of knowledge. Furthermore, we decided that it was also necessary to research the effects of the operation of the department of the Second Chance School of Patras (2012-2013) on the disciplinary work of the Prison of Patras. To achieve the goal of our research we took 15 semi-structured interviews from the students who attended the Second Chance School at the time the research was conducted, the Head Director of the Second Chance School and the Head Manager of Education of the Prison of Patras. We analyzed the content of the research in detail. The analysis conveyed that the students of Second Chance School took part in the formation of knowledge which they have the capability of obtaining in a variety of ways. However, the procedure seemed to be limited by certain limits and prohibitions which are imposed on the students basically from the framework of the prison. Finally, during the operation of Second Chance School a number of disciplinary techniques were established which had a positive effect on the disciplinary work of the prison.
|
6 |
Χρήση τεχνολογίας έμπειρων συστημάτων για πρόβλεψη απόδοσης μαθητώνΚαρατράντου, Ανθή 03 July 2009 (has links)
Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η χρήση τεχνολογίας Έμπειρων Συστημάτων για την πρόβλεψη της επιτυχίας ενός μαθητή Τ.Ε.Ε. στις εισαγωγικές πανελλαδικές εξετάσεις στα Α.Τ.Ε.Ι. και η απόδοσή της συγκρίνεται με αυτή της Ανάλυσης Λογιστικής Παλλινδρόμησης και των Νευρωνικών Δικτύων. Είναι σημαντικό για τους καθηγητές, αλλά και τη διοίκηση του σχολείου, να είναι σε θέση να εντοπίζουν τους μαθητές με υψηλή πιθανότητα αποτυχίας ή χαμηλής απόδοσης ώστε να τους βοηθήσουν κατάλληλα. Για το σκοπό της παρούσας εργασίας αναπτύσσεται Έμπειρο Σύστημα βασισμένο σε κανόνες, το οποίο υλοποιείται σε δυο εκδοχές: η πρώτη χρησιμοποιεί τους συντελεστές
βεβαιότητας του MYCIN και η δεύτερη μια γενικευμένη εκδοχή της σχέσης των συντελεστών αβεβαιότητας του MYCIN με τη βοήθεια αριθμητικών βαρών για κάθε συντελεστή βεβαιότητας (PASS). Ο σχεδιασμός του έμπειρου
συστήματος σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση Λογιστικής Παλινδρόμησης και η ανάπτυξη Νευρωνικού Δικτύου βασίζονται στην ανάλυση δημογραφικών και εκπαιδευτικών δεδομένων των μαθητών, κυρίως όμως στην ανάλυση δεδομένων της απόδοσής τους κατά τις σπουδές τους (Φύλο, Ηλικία, Ειδικότητα, Βαθμός Α (ο Γενικός Βαθμός της Α’ Τάξης), Βαθμός Β (Γενικός
Βαθμός της Β’ τάξης) και Βαθμός ΑΓ (ο Μέσος Όρος των βαθμών στα τρία εξεταζόμενα μαθήματα κατά το Α’ τετράμηνο σπουδών). Με δεδομένο το ότι η πρόβλεψη της επιτυχίας ή μη ενός μαθητή στις εισαγωγικές εξετάσεις εμπεριέχει ένα μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα αυτή έχει καθοριστικό ρόλο στη σχεδίαση του έμπειρου συστήματος σε κάθε εκδοχή του.
Το Έμπειρο Σύστημα PASS, η Ανάλυση Λογιστικής Παλινδρόμησης και τα Νευρωνικά Δίκτυα έχουν περίπου την ίδια ακρίβεια στην πρόβλεψή τους ενώ το MYCIN μικρότερη. Το MYCIN εμφανίζει την υψηλότερη ευαισθησία. Το Έμπειρο Σύστημα PASS, η Ανάλυση Λογιστικής Παλινδρόμησης και τα Νευρωνικά Δίκτυα έχουν περίπου την ίδια ειδικότητα, με το PASS να έχει ελαφρώς υψηλότερη τιμή ενώ το MYCIN έχει την χαμηλότερη τιμή. / In this paper, the use of the technology of the Expert Systems is presented in order to predict how certain is that a student of a specific type of high school in Greece will pass the national exams for entering a higher education institute, and the results are compared with that of Logistic Regression Analysis and Neural Networks. Predictions are based on various types of student’s student
(sex, subject of studies, general degree of class A, general degree of class B, mean degree of the three basic lessons of class C). The aim is to use the predictions to provide suitable support to the students during their studies towards the national exams. The expert system is a rule-based system that uses a type of certainty factors and is developed based on two versions. The first one uses the MYCIN certainty factors combination to produce the final prediction
based on rules with the same conclusion. The second one (PASS) introduces a parameterized linear formula for combining the certainty factors of two rules with the same conclusion. The values of the parameters (weights) are determined via training, before the system is used. Experimental results show that the accuracy of the predictions of the expert system PASS is comparable to that of
Logistic Regression Analysis and Neural Networks approach. The accuracy of the predictions of the expert system MYCIN is lower than the accuracy of the other methods. The sensitivity of the MYCIN results is the highest and the specificity is the lowest. The specificity of the PASS, Logistic Regression Analysis and Neural Networks results are similar with the one of the PASS
Expert System to be higher.
|
7 |
Διεθνή δίκτυα παραγωγής και τεχνολογική ανάπτυξη : global production networks - GPNΚαρνάτσος, Σπυρίδων 15 October 2012 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας αφορά ένα αντικείμενο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οικονομική αγορά, την τεχνολογική εξέλιξη και τα Διεθνή Δίκτυα Παραγωγής.
Το πρώτο μέρος της εργασίας αφορά στο θεωρητικό πλαίσιο ώστε να γίνει κατανοητός ο όρος Διεθνών Δικτύων Παραγωγής και γενικότερα τα χαρακτηριστικά, τα πλεονεκτήματα και τα επιμέρους τμήματα που τα αποτελούν.
Επίσης αναφέρεται η άμεση σχέση των δικτύων με το Κράτος , το ανθρώπινο δυναμικό καθώς και οι άμεσες επιπτώσεις από την ανάπτυξη των δικτύων δηλαδή την διάχυση της τεχνολογίας και της γνώσης.
Τέλος, η μελέτη ολοκληρώνεται με την αναφορά μιας μελέτης περίπτωσης για το κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας γενικότερα, και ειδικότερα στην Ταϊλάνδη. / The purpose of this work it refers to a subject that has a particular interest in the financial market, technological progress and Global Production Networks.
The first part of this project concerns the theoretical framework to understand the term of Global Production Networks and general characteristics, advantages and the individual parts that a network includes.
Also, the networks are directly connected with the State, the human resources and the direct impact of the development of networks in the diffusion of technology and knowledge.
Finally, the study concludes with a report of a case study for the automotive industry in general and particularly in Thailand.
|
8 |
Γνώση και αλήθεια στον Πλάτωνα : η εξέλιξη της γνωσιοθεωρίας του Πλάτωνα από τον Μένωνα ως τον ΘεαίτητοΜάριζα, Αναστασία 12 April 2013 (has links)
Το ζήτημα της γνώσης φαίνεται να απασχολεί τον Πλάτωνα από τους πρώιμους διαλόγους. Στα περισσότερα έργα της πρώιμης συγγραφικής του περιόδου θέτει στους συνομιλητές του ερωτήματα που αφορούν στην εύρεση της ουσίας εννοιών όπως είναι η αρετή και η δικαιοσύνη. Αυτά τα ερωτήματα παίρνουν συνήθως τη μορφή «τι είναι το χ;» ή «τι είναι χ;».
Μπορεί στα πρώτα έργα του Πλάτωνα να προκύπτουν ζητήματα μεθόδου ως προς την απόκτηση της γνώσης της ουσίας των πραγμάτων αλλά δεν προτείνεται μια θεωρία της γνώσης ούτε φαίνεται να απασχολεί τον Πλάτωνα το πώς η γνώση γενικά αποκτάται. Ακόμα, ούτε ενδείξεις για το πως συνδέεται με άλλες λειτουργίες όπως είναι η αίσθηση, η σκέψη και η γνώμη έχουμε. Από τον Μένωνα και έπειτα, όμως, ο Πλάτων καταπιάνεται και με ερωτήματα σχετικά με την ίδια τη γνώση. Η εξέλιξη της σκέψης του προφανώς δημιουργεί την ανάγκη να απαντήσει στο πώς είναι δυνατόν να έχουμε γενικώς γνώση και πώς η γνώση συνδέεται με την αληθή γνώμη (ορθή δόξα).
Αυτές οι ερωτήσεις επιδέχονται συστηματικής εξέτασης, στην οποία θα προβούμε όσο γίνεται περισσότερο στο παρόν κείμενο εστιάζοντας σε τρεις διαλόγους που προέρχονται από τις τρεις συγγραφικές περιόδους της πλατωνικής συγγραφής αντίστοιχα. Αυτοί είναι: ο Μένων που συγκαταλέγεται στα έργα της πρώιμης συγγραφικής περιόδου , η Πολιτεία που είναι ένα από τα έργα της μέσης περιόδου και ο Θεαίτητος που θεωρείται έργο της ύστερης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα.
Πρόθεση μας εδώ είναι να αναπτύξουμε όσο το δυνατόν πιο επαρκώς και ολοκληρωμένα τα επιχειρήματα του Πλάτωνα όσον αφορά στη γνώση και στην διάκριση της από την δόξα, που γίνεται σε αυτούς τους διαλόγους, να δούμε σταδιακά την εξέλιξη της σκέψης του όσον αφορά σε αυτά τα ζητήματα και να εξετάσουμε το κατά πόσο ο Πλάτων καταφέρνει να δώσει έναν ορισμό για τη γνώση. / Knowledge is considered by Plato as an important issue and preoccupies him from the very beggining of his philosophical career. In the earlier works however he does not refer to it directly but he is occupied with matters of method and knowledge of the essence of things, such as justice and beauty. The matter of knowledge is becoming more crucial from the Meno and afterwards where Plato grapples with questions considering the essence of knowledge as such. In this paper we are trying to follow Plato's thought from Meno to Theautetus regarding knowledge, focusing in the distinction between knowledge and belief.
|
9 |
Les parents et l'école en Grèce. Etude contrastive des rapports dans un contexte d'hétérogénéité culturelle / Οι γονείς και το σχολείο στη Ελλάδα. Αντιθετική μελέτη των σχέσεων μέσα σε συνθήκες πολιτισμικής ετερογένειαςΠαπακωνσταντίνου, Αντιγόνη Άλμπα 21 March 2011 (has links)
Suite à une immigration massive pendant les deux dernières décennies, la société grecque connaît de grands changements démographiques et se trouve face à des enjeux politiques, économiques, sociaux et donc aussi éducatifs. Face à une telle conjoncture le système scolaire oscille entre une organisation centralisée et traditionnelle, et l’adoption de mesures ponctuelles et progressistes qui visent d’une part à l’intégration des enfants d’immigrés et d’autre part à une meilleure collaboration entre les familles, les enseignants et l’institution scolaire. Se situant dans ce cadre marqué par des mutations sociales et éducatives, la présente étude a comme objectif de décrire, de comprendre et d’expliquer le rapport à l’école primaire des parents grecs et des parents immigrés, qui constituent par ailleurs la première génération migratoire en Grèce.
Le rapport parental à l’école est examiné plus en termes de processus et de relations qu’en termes de situations. Par ailleurs, nous avons considéré qu’il ne peut être saisi, détecté et compris que par l’étude du rapport des parents aux savoirs scolaires, à l’institution scolaire elle-même ainsi qu'aux enseignants. Notre intérêt a porté sur les perceptions parentales concernant les savoirs dispensés par l’école primaire, sur les logiques familiales relatives à l’accompagnement scolaire de l’enfant et sur les contacts et les interactions des parents avec les enseignants. La recherche a été axée sur trois hypothèses de travail.
La première hypothèse, portant sur le rapport parental aux savoirs scolaires, suggère que les parents immigrés favoriseraient plutôt les connaissances pratiques et intellectuelles, tandis que les parents grecs demanderaient de l’école primaire une éducation dite générale. La deuxième hypothèse repose sur l'idée que les parents grecs s’impliqueraient davantage dans la scolarité de leurs enfants et entreraient en contact avec l’institution scolaire plus souvent que les parents immigrés ; ces derniers ne se rendent dans l’institution scolaire que sur invitations ou convocations du personnel éducatif. Enfin, la troisième hypothèse concerne le rapport des parents avec les enseignants. Nous supposons que les parents grecs entretiendraient des relations plus amicales avec les enseignants que les parents immigrés, dont le rapport aux enseignants serait empreint de réticence et de soumission.
Du fait que chaque groupe, que ce soit celui des parents grecs ou des parents immigrés, est profondément hétérogène et qu’il faut aussi tenir compte de la subjectivité des acteurs, l’accent est mis sur les différences et les contrastes entre les comportements, les réactions, les opinions, les perceptions et les choix de chaque acteur. Ce travail s’attache à analyser les expériences des parents, leurs logiques, leurs objectifs et leurs stratégies comportementales. En effet, nous partons du principe que l’acteur social, c’est-à-dire dans notre cas les parents, est porté par des désirs, des ambitions et des objectifs, qu'il est ouvert au monde social dans lequel il est actif et où il occupe une place singulière. Le rapport des parents à l’école est donc étudié en mettant en évidence la subjectivité de chaque acteur social inscrite dans des situations scolaires et sociales authentiques.
Nous avons mené une recherche qualitative dans un quartier de la ville d’Athènes marqué par une forte hétérogénéité culturelle. La méthode choisie a été l’enquête et la technique celle de l’entretien semi-directif. Plus spécifiquement, conformément à certains critères d’échantillonnage, nous avons interviewé 41 parents (20 parents grecs et 21 parents immigrés) appartenant à différents milieux socio-économiques. L’analyse des entretiens s’est appuyée sur la technique de l’analyse de contenu de type thématique, qui permet une meilleure exploration des valeurs, des attitudes, des comportements, des relations et des opinions. Ainsi, tout en respectant les limites de généralisation que la recherche qualitative impose, nous avons dégagé certaines tendances générales, qui caractérisent et décrivent le rapport des parents grecs et immigrés à l’école primaire.
Plus spécifiquement, la majorité des parents grecs interviewés attribuent une grande importance à la fonction socialisatrice de l’école primaire. Ils sous-estiment les savoirs pratiques et considèrent que l’école primaire a surtout comme vocation l’éducation générale des enfants. Leur rapport à l’institution scolaire prend plusieurs formes et dépend des plusieurs facteurs. En général, tant le fonctionnement de l’institution scolaire que l’hétérogénéité culturelle des classes sont vivement critiqués par les parents grecs, qui pourtant se rendent souvent dans l’espace scolaire et expriment toujours leurs mécontentements et leurs reproches. Les relations des parents grecs avec les enseignants sont décrites comme fréquentes, proches et souvent amicales. Ainsi, le rapport parent/enseignant se marque de solidarité, de soutien et de compréhension mutuelle.
En revanche, les parents immigrés valorisent les apprentissages pratiques, qui pourraient faciliter l’insertion et même garantir la réussite professionnelle de leurs enfants. Leur rapport à l’institution scolaire est marqué d’ambiguïté ; la plupart des parents immigrés ne se rendent à l’espace scolaire que très rarement et toujours dans les dates prévues par l’école. Pourtant, ils disent qu'ils sont satisfaits du fonctionnement de l’école et ils affirment se sentir les bienvenus en son sein. Les relations des parents immigrés avec les enseignants sont décrites comme distantes, officielles et parfois inexistantes. Ainsi, la plupart des discours parentaux esquissent un rapport qui est marqué par de réticence, du repli et de la soumission aux demandes des enseignants.
Le rapport à l’école des parents grecs et immigrés s’avère donc complexe, car influencé par de nombreux facteurs, et souvent contrasté et plein d’antithèses. L’expérience migratoire apparaît comme un facteur qui influence, détermine, voire règle les logiques familiales dans leurs rapports à l’institution scolaire, les objectifs parentaux face à l’éducation procurée par l’école et les comportements des parents à l’occasion des contacts et des interactions avec les enseignants. En guise de conclusion, il convient de noter que le fait d’être ou de se sentir étranger émerge à travers cette étude comme un facteur important et décisif concernant le rapport des parents à l’école et comme un fait social total dans la trajectoire de vie et dans l’expérience des acteurs. / Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει σήμερα μεγάλες δημογραφικές αλλαγές ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης των δύο τελευταίων δεκαετιών και βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά διακυβεύματα. Συγχρόνως, το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια συντηρητική και συγκεντρωτική οργάνωση από τη μια και στην υιοθέτηση από την άλλη προοδευτικών μέτρων που αποσκοπούν στην ένταξη των παιδιών των μεταναστών και στην καλύτερη συνεργασία των οικογενειών με τους εκπαιδευτικούς και το σχολικό θεσμό.
Στόχος αυτής της μελέτης είναι να αποτυπώσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων με το δημοτικό σχολείο. Η έρευνα αυτή επιχειρεί, λοιπόν, να περιγράψει και να προσδιορίσει τις οικογενειακές λογικές που σχετίζονται με την παρακολούθηση και τη φοίτηση εν γένει του παιδιού στο σχολείο, τους στόχους και τις αξιολογήσεις των γονέων σχετικά με την παρεχόμενη εκπαίδευση αλλά και τις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι παράμετροι αυτές θεωρήθηκε ότι διαμορφώνουν και σκιαγραφούν τη σχέση των γονέων με το σχολείο και μας οδήγησαν στην διατύπωση τριών βασικών υποθέσεων.
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση η σχέση των Ελλήνων γονέων με τη σχολική γνώση είναι διαφορετική από εκείνη των μεταναστών γονέων, οι οποίοι αποτελούν, πρέπει να τονίσουμε, και την πρώτη γενιά μεταναστών στην Ελλάδα. Οι μετανάστες γονείς εκδηλώνουν μια προτίμηση στις πρακτικές γνώσεις που θα μπορούσαν να εισαγάγουν το παιδί γρηγορότερα και ευκολότερα στην αγορά εργασίας, ενώ οι Έλληνες γονείς θεωρούν ότι το δημοτικό σχολείο πρέπει να προσφέρει γενικές γνώσεις και πάντως όχι τόσο εξειδικευμένες γνώσεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση οι Έλληνες γονείς, συγκριτικά με τους μετανάστες, εμπλέκονται πιο δυναμικά και πιο ενεργά στη σχολική ζωή του παιδιού τους και έρχονται συχνότερα σε επαφή με το σχολικό θεσμό. Τέλος, η τρίτη υπόθεση εστιάζει στις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς, ο οποίες θεωρείται ότι κινούνται σε φιλικά επίπεδα Αντίθεση εκείνες των μεταναστών γονέων εμφανίζουν στοιχεία συγκράτησης, επιφυλακτικότητας και συχνά υποταγής στη θέληση και στις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών.
Αναγνωρίζοντας την εσωτερική ετερογένεια της εκάστοτε ομάδας δρώντων υποκειμένων αλλά και την υποκειμενικότητα του κάθε γονέα, η μελέτη επικέντρωσε στις διαφορές και στις αντιθέσεις που παρουσιάζουν οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, οι απόψεις, οι αντιλήψεις και οι επιλογές των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων σχετικά με τις σχολικές γνώσεις, το σχολικό θεσμό και τους εκπαιδευτικούς. Γενικά η έρευνα αυτή εστίασε στις εμπειρίες των γονέων, στις αντιλήψεις τους σχετικά με την εκπαίδευση, στις λογικές τους, στις δραστηριότητές τους αλλά και στις στρατηγικές συμπεριφοράς τους. Το δρών υποκείμενο, ο εκάστοτε γονέας στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντιληπτό ως ένα άτομο το οποίο επηρεάζεται, κατευθύνεται, και τελικά λειτουργεί με βάση τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους ζωής που έχει θέσει, καθώς το υποκείμενο είναι ανοιχτό στην κοινωνία αναλαμβάνοντας ποικίλες δράσεις και καταλαμβάνοντας μια θέση μοναδική κάθε φορά. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας η σχέση των γονέων με το σχολείο μελετήθηκε ως μια διαδικασία δυναμική και όχι στατική, η οποία καθορίζεται και διαμορφώνεται τόσο από την υποκειμενικότητα του κάθε δρώντος υποκειμένου, όσο και από τη αυθεντικότητα των σχολικών καταστάσεων και συμβάντων.
Με αφετηρία αυτές τις θεωρητικές συνισταμένες πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική έρευνα σε περιοχή του κέντρου της Αθήνας που παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά πολιτισμικής ετερογένεια γιατί ακριβώς η πλειοψηφία των κατοίκων της έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Επιλέχθηκε η μέθοδος της διερεύνησης και η τεχνική της συνέντευξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με κάποια δειγματοληπτικά κριτήρια, διενεργήθηκαν 41 συνεντεύξεις σε Έλληνες και μετανάστες γονείς (21 μετανάστες γονείς και 20 Έλληνες γονείς), οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η πρώτη επαφή με τις οικογένειες έγινε μέσω του δασκάλου και κατόπιν οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στα σπίτια των γονέων. Προκειμένου για την ανάλυση των συνεντεύξεων προτιμήθηκε η ανάλυση περιεχομένου θεματικού τύπου, η οποία επιτρέπει την καλύτερη αποτύπωση και κατανόηση των αξιών, των συμπεριφορών, των σχέσεων, των αντιλήψεων και των απόψεων των υποκειμένων που συμμετείχαν.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει η πολυπλοκότητα που διέπει τη σχέση των γονέων με το σχολείο αλλά και η πολλαπλότητα των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, τη χαρακτηρίζουν και την προσανατολίζουν. Όπως αποδεικνύεται κάθε δρών υποκείμενο αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και ενεργεί απέναντι στις διάφορες καταστάσεις ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις προσωπικές διαδρομές του αλλά και τις επιρροές που δέχεται από τις ποικίλες ομάδες στις οποίες ενδέχεται να ανήκει (πολιτισμικές, κοινωνικές, θρησκευτικές…). Δεχόμενοι ex definition ότι η ποιοτική έρευνα δεν επιδέχεται γενικεύσεις, με την προσπάθειά μας αυτή επιδιώξαμε να εμβαθύνουμε, να προσδιορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις λογικές που συγκροτούν και κατευθύνουν τη σχέση των γονέων με το σχολείο.
Αρχικά λοιπόν αξίζει να σημειώσουμε πώς τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχολική ζωή των παιδιών τους και παρουσιάζονται πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς. Εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων γονέων με το σχολικό θεσμό εμφανίζεται συχνά αντίθετη από εκείνη των μεταναστών γονέων. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των συνεντεύξεων, οι Έλληνες γονείς διαμορφώνουν μια σχέση στενή αλλά συγχρόνως και πολύ επικριτική απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αντίθετα, οι μετανάστες γονείς παρουσιάζονται ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του σχολικού θεσμού παρόλο που όπως δηλώνουν οι επαφές τους είναι σχετικά περιορισμένες.
Η αντίθεση που χαρακτηρίζει τη σχέση με το σχολείο των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων αντικατοπτρίζεται επίσης και στις αντιλήψεις και τις αξιολογήσεις των γονέων τις σχετικές με τη σχολική γνώση. Οι περισσότεροι Έλληνες γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή εμφανίζονται να επιθυμούν μια ολοκληρωτική σχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους, τονίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη σημαντική κοινωνικοποιητική λειτουργία του δημοτικού σχολείου. Οι μετανάστες γονείς αντίθετα αναπτύσσουν μια πιο χρηστική, η καλύτερα ωφελιμιστική σχέση με τις σχολικές γνώσεις, συνδέοντας τες άμεσα με την επαγγελματική επιτυχία των παιδιών τους. Οι σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται εξίσου αντιθετικές για τους Έλληνες και τους μετανάστες γονείς. Οι πρώτοι διατηρούν τις περισσότερες φορές στενές και φιλικές σχέσεις με το δάσκαλο ή τη δασκάλα του παιδιού τους, ενώ παράλληλα απέναντι στα όποια σχολικά προβλήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους στους εκπαιδευτικούς. Από την άλλη μεριά, οι μετανάστες γονείς χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς ως απόμακρες και τυπικές και δεν διστάζουν να εκφράσουν την έντονη κριτική τους για τον τρόπο συμπεριφοράς ή διδασκαλίας των εκπαιδευτικών.
Μέσα από αυτήν την μελέτη, λοιπόν, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στην υποκειμενικότητα των ατόμων και απορρίπτει τις ντετερμινιστικές και κουλτουραλιστικές εξηγήσεις, η μετανάστευση αναδεικνύεται σε ένα κοινωνικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τη ζωή των ατόμων. Όπως αποδεικνύεται, η εμπειρία της μετανάστευσης επηρεάζει τις οικογενειακές λογικές που αφορούν τη γονική σχέση με το σχολικό θεσμό, προσανατολίζει τους γονικούς στόχους που σχετίζονται με τη σχολική εκπαίδευση και ρυθμίζει τις συμπεριφορές των γονέων ως προς τις επαφές και τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς. Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, σύμφωνα πάντοτε με τις απαντήσεις, τα σχόλια, τις εξηγήσεις, τις περιγραφές και τις ερμηνείες των γονέων, ότι το να είναι ή το να νιώθει ένα άτομο ξένο μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία ενδέχεται να οδηγήσει στην υιοθέτηση οικογενειακών λογικών απέναντι στο σχολείο οι οποίες να διαφοροποιούνται των γηγενών γονέων, οι οποίοι δρουν και αναπτύσσουν σχέσεις μέσα στο ίδιο κοινωνικό και απέναντι στο ίδιο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
|
10 |
Τεχνολογία γνώσης πλαισίου και μοντελοποίηση χρηστών σε διάχυτα συστήματαΠαναγιωτακόπουλος, Θεόδωρος 21 December 2011 (has links)
Σήμερα, βρισκόμαστε ήδη στο στάδιο μετάβασης από τις παραδοσιακές επιτραπέζιες υπολογιστικές τεχνολογίες στα διάχυτα (ubiquitous) υπολογιστικά περιβάλλοντα που θα μας υποστηρίζουν σχεδόν σε κάθε καθημερινή μας λειτουργία ή δραστηριότητα. Παράλληλα, υπάρχει μία αυξανόμενη τάση για τοποθέτηση του χρήστη στο κέντρο των υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι οι υπηρεσίες θα προσαρμόζονται με βάση το στενό και ευρύτερο περιβάλλον διαβίωσης (context), τις ανάγκες και τις προτιμήσεις των χρηστών. Δύο από τις βασικότερες έννοιες στις οποίες βασίζεται η προσφορά διάχυτων εξατομικευμένων υπηρεσιών είναι η γνώση πλαισίου (context awareness) και η μοντελοποίηση χρηστών (user modeling).
Η έλευση του διάχυτου υπολογισμού και η χρησιμοποίηση της διάχυτης μοντελοποίησης χρηστών (ubiquitous user modeling) έχει δημιουργήσει νέες προσδοκίες και προκλήσεις για την παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών σε πολλούς τομείς εφαρμογών μεταξύ των οποίων είναι και ο τομέας της υγείας. Η ιατρική αντιμετώπιση αλλάζει πλέον κατεύθυνση και γίνεται προστατευτική, προληπτική και εύκολα προσεγγίσιμη (π.χ. στη δουλειά, στο σπίτι, κλπ.), συνοδευόμενη από συνεχή και εμμένουσα παροχή υψηλής ποιότητας εξατομικευμένης ιατρικής συμβουλής και υποστήριξης. Οι σύγχρονες ιατρικές υπηρεσίες αναμένονται να είναι διαθέσιμες κάθε στιγμή, 7 ημέρες την εβδομάδα και να παρέχονται με έναν εξατομικευμένο τρόπο ώστε να απευθύνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις κάθε ατόμου.
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται μία μεθοδολογία παροχής διάχυτων υπηρεσιών σε εξελιγμένα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα που συνδυάζει τη γνώση πλαισίου, τη μοντελοποίηση χρηστών και τα κοινωνικά δίκτυα (social networks). Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόστηκε στον ιατρικό χώρο και ειδικότερα στις διαταραχές άγχους. Πιο συγκεκριμένα, στη διατριβή καθορίστηκαν πλήρως οι παράμετροι πλαισίου που σχετίζονται άμεσα με τις διαταραχές άγχους και προτάθηκε ένα μοντέλο πλαισίου που βασίζεται σε οντολογίες. Επίσης, μελετήθηκε η δομή και οι τεχνικές κατασκευής και ανανέωσης των μοντέλων χρηστών, ενώ μελετήθηκε η χρήση των κοινωνικών δικτύων για την παροχή ιατρικής φροντίδας και οι ρόλοι των μελών τους στις διαταραχές άγχους. Τέλος, προτάθηκε η αρχιτεκτονική ενός συστήματος γνώσης πλαισίου που ενσωματώνει τις ανωτέρω τεχνολογίες, τμήμα του οποίου αναπτύχθηκε, υλοποιήθηκε και αξιολογήθηκε από επαγγελματίες ιατρούς.
Κατά την εφαρμογή της παραπάνω μεθοδολογίας στις διαταραχές άγχους αναπτύχθηκε η εφαρμογή PerMed που αποτελεί ένα εργαλείο αρχειοθέτησης και επεξεργασίας των προσωπικών πληροφοριών των ασθενών και τέσσερις υπηρεσίες που στοχεύουν στην υποστήριξη της θεραπείας των διαταραχών άγχους. Οι τρεις εστιάζουν στην ανακάλυψη πιθανών συσχετίσεων στα δεδομένα πλαισίου, ενώ η τέταρτη στοχεύει στην πρόβλεψη του άγχους που θα παρουσιάσει ένας ασθενής σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Τα σχόλια που λάβαμε από επαγγελματίες ψυχιάτρους είναι αρκετά ενθαρρυντικά και ευελπιστούμε ότι η προτεινόμενη προσέγγιση θα αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο υποστήριξης της θεραπείας των διαταραχών άγχους. / Today, we are already on the transition from the traditional desktop-based computing technologies towards ubiquitous computing environments that will enfold us in almost all our daily situations and activities. Simultaneously, there exists an increased tendency of putting the user into the center of service delivery. This means that the services in the ubiquitous environments should be adapted to the context, the needs and the preferences of users. Two of the key-concepts, based on which the delivery of ubiquitous personalized services is realized, are context-awareness and user modeling.
The emergence of ubiquitous computing and ubiquitous user modeling has created new expectations and challenges for the delivery of personalized services in a considerable amount of application domains, among which is the healthcare domain. Healthcare provision changes direction becoming protective, proactive and more reachable (e.g. at home or at work), accompanied by continuous and persistent provision of personalized high-quality health advice and assistance. Modern healthcare services are expected to be available around the clock, seven days a week and delivered in a personalized manner addressing the specific needs and preferences of each individual.
The present dissertation presents a methodology of providing ubiquitous services at advanced telecommunication networks, which combines context-awareness, user modeling and social networks. This methodology was implemented in the healthcare domain and more specifically in anxiety disorders. In particular, in this dissertation, the contextual aspects that are directly associated with anxiety disorders were defined and an ontology-based context model was proposed. In addition, the user models’ structure was determined and the techniques for the processing of their content were developed. Furthermore, the use of social networks in anxiety disorders and the role of their members were studied. Finally, the architecture of a context-aware system that integrates all the above technologies was proposed, a part of which was developed, implemented and evaluated by professional psychiatrists.
During the implementation of the proposed methodology in anxiety disorders, the PerMed application that provides medical experts with a tool for archiving and processing the patient’s personal data and four treatment supportive services were developed. The three of them focus on the discovery of possible associations between the patient’s contextual data and the last service aims at predicting the stress level a patient might suffer from, in a given context. The feedback received from expertized psychiatrists was very encouraging and we hope that the proposed approach will constitute a powerful treatment supportive tool for anxiety disorders.
|
Page generated in 0.0496 seconds