Spelling suggestions: "subject:"λόγος"" "subject:"σόργος""
1 |
Σημασίες του θέματος του λόγου στη Μήδεια του ΕυριπίδηΟικονόμου, Αρετή 15 November 2007 (has links)
Θεωρώντας τη «Μήδεια» ως μια τραγωδία λόγου, θα ερευνηθεί στην παρούσα εργασία η σχέση κυρίως της πρωταγωνίστριας με τις ποικίλες μορφές της γλώσσας συμπεριλαμβανομένου ακόμα του «λόγου», του μύθου, δηλαδή των περιπετειών της με τον Ιάσονα. Πιο συγκεκριμένα, έμφαση θα δοθεί στις μορφές του λόγου με πολιτισμικό σημασιολογικό φορτίο, όπως η ικεσία, ο όρκος, ο χρησμός, η επίκληση των θεών, η κατάρα. Ακόμα, θα εξεταστεί ο λόγος ως μέσο πειθούς καθώς και οι τρόποι πειθούς, δηλαδή ο λόγος ως ρητορικό φαινόμενο. Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει στον κατ’ εξοχήν ευριπίδειο ρητορισμό που διέπει τον αγώνα λόγου. Επίσης, μέσα από τη γλώσσα των ηρώων θα βγάλουμε συμπεράσματα για το χαρακτήρα τους και τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις. / -
|
2 |
X-ray spectra optimization using lanthanide and non elements for bone quality assessment with Dual Energy method / Οστική πυκνομετρία διπλής ενέργειας : Ανάπτυξη αλγορίθμου για την επιλογή κατάλληλου φάσματος από λυχνία ακτίνων-Χ με χρήση ειδικών φίλτρων (σπανίων γαιών κ.ά.)Μαρτίνη, Νίκη 11 October 2013 (has links)
Osteoporosis is a disease of the bones. It is often called the “silent disease," because someone could have it now or be at-risk without even realizing it. As a result, bones become weak and can break from a minor fall or, in serious cases, even from simple actions, like sneezing or bumping into furniture. Breaking a bone is often the first clue that someone suffers from osteoporosis. The diagnosis of osteoporosis can be made using conventional radiography and by measuring the Bone Mineral Density (BMD). The most popular method of measuring BMD is Dual-Energy X-ray Absorptiometry (DXA).
In conventional methods the measurement of bone does not give information about the bone quality but for the bone quantity. A non-invasive method that will have the ability to determine the bone quality is of interest. Such a method will contribute to the prediction or even the prevention of bone malfunction.
In this study, two quality parameters, that are designed to contribute to improved diagnostic methods of osteoporosis, are determined. Those bone quality parameters are the Calcium/Phosphate (Ca/P) and Hydroxyapatite/Collagen (HAp/Col) ratios. The algorithm developed allows us to trace the spectral changes which take place when an x-ray beam passes through filters based on the Lambert and Beer’s law. A large number of filters were applied to spectra so as to obtain pseudo-monoenergetic spectra. The optimum energy pair would derive from two quasi-monoenergetic spectra with sufficient number of photons which will result in the minimization of the Coefficient of Variation (CV) of the aforementioned ratios. Dual Energy x-ray method is used in order to obtain this energy pair. Both Single and Double exposure techniques are used. / Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια των οστών. Συχνά αποκαλείται ως η «αθόρυβη ασθένεια», καθώς κάποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι νοσεί από αυτή. Σαν αποτέλεσμα της ασθένειας αυτής, τα οστά αδυνατίζουν και μπορεί να σπάσουν ακόμα και με ένα πολύ μικρό πέσιμο, ή ακόμα στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, ακόμα και με ένα φτέρνισμα ή ένα χτύπημα στα έπιπλα. Η θραύση ενός οστού είναι το πρώτο σύμπτωμα της εμφάνισης της οστεοπόρωσης. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης μπορεί να γίνει με τη συμβατική ακτινογραφία και μετρώντας την πυκνότητα των οστικών αλάτων (BMD). Η πιο διαδεδομένη μέθοδος μέτρησης του BMD είναι η DXA.
Στην παρούσα μελέτη, υπολογίστηκαν δύο ποιοτικοί παράμετροι , ο λόγος ασβεστίου-φωσφόρου (Ca/P) και ο λόγος υδροξυαπατίτη- κολλαγόνου (HAp/Col). Πραγματοποιήθηκε αλγόριθμος στον οποίο έγινε χρήση διαφόρων φίλτρων έτσι ώστε να τροποποιηθούν τα φάσματα ακτίνων-Χ και να αποκτηθούν σχεδόν μονοενεργειακά φάσματα. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν οι τεχνικές μονής και η διπλής έκθεσης.
|
3 |
Τα αφηγηματικά κείμενα : δομή και τεχνικές της ανεπτυγμένης αφήγησης : μια διδακτική πρόταση : εφαρμογή της αφηγηματικής υπερδομής στο "Μικρό πρίγκιπα" του Antoine de Saint-ExuperyΜπούσια, Ευγενία 03 October 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετώνται θεωρητικές προϋποθέσεις για τη χρήση αφηγηματολογικών όρων και μεθόδων στην ανάλυση και τη διδασκαλία της ανεπτυγμένης/ λογοτεχνικής αφήγησης και προτείνεται ένα πλαίσιο προσέγγισής τους ως τμήματος μιας ευρύτερης διαδικασίας κριτικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας.
Στο διδακτικό παράδειγμα που παρουσιάζουμε, επιχειρείται μια εφαρμογή της αφηγηματικής υπερδομής και των τεχνικών της αφήγησης στο Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερί με μια μέθοδο ανάλυσης του αφηγηματικού λόγου που αντλεί από τις αρχές της Αφηγηματολογίας και κυρίως από τη θεωρία του Αφηγηματικού Λόγου του Gerard Genette.
Στο επίκεντρο της προσέγγισης είναι το αφηγηματικό κείμενο: δεν είναι το αφηγηματικό περιεχόμενο, η «αφηγημένη ιστορία», αλλά η αφηγηματική γραφή, η πράξη του αφηγείσθαι, με απώτερο στόχο την ανάδειξη του τρόπου που συγκεκριμένα αφηγηματικά περιεχόμενα και τεχνικές παράγουν σημασία. Πρόκειται για μια «εσωτερική» ανάλυση του αφηγηματικού κειμένου, όπου αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η ερμηνεία του αλλά η αποκάλυψη των συμβάσεων που καθιστούν δυνατό το νόημά του. / The subject of the study in the present project is the theoretical preconditions for the use of narrative terms and methods in the analysis and teaching of literary narration. Furthermore, a frame of approach as part of wider process of critical reading of literature is proposed. In the teaching example that we present, an attempt is made to apply the narrative hyper structure and the techniques of narration in Le Petit Prince of Exupery using a method of analysis of narrative discourse that mainly draws from the principles of Narratology and mainly from the theory of Narrative Discourse of Gerard Genette.
The narrative text is at the epicentre of the approach: it is not the narrative content, but the narrative form of writing, the act of narrating (narration), the ultimate goal of which is to highlight the way specific narrative content and techniques produce meaning. It is an ‘internal’ analysis of narrative text, the interest of which does not lie in its interpretation but the revelation of conventions that make its meaning possible.
|
4 |
Επιχειρείν επιχειρηματολογείν : ο επιχειρηματολογικός λόγος στη δ΄ δημοτικού. Μια εμπειρική έρευναΣηφάκη, Αγγελική 27 October 2008 (has links)
Η παρούσα ερευνητική εργασία ασχολείται με τη διδασκαλία του γραπτού λόγου και, πιο συγκεκριμένα, με το ζήτημα του γραπτού επιχειρηματολογικού λόγου. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να διερευνηθεί αν και κατά πόσο μπορούν οι μαθητές / τριες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, και συγκεκριμένα της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, να ανταποκριθούν σε γραπτά θέματα επιχειρηματολογικού λόγου, δηλαδή αν είναι σε θέση, κατόπιν συστηματικής διδασκαλίας, να αναπτύξουν λόγο επιχειρηματολογικό και κατά πόσο σε αυτήν την ηλικία διαθέτουν την κριτική σκέψη που απαιτείται για την πραγμάτευση με το συγκεκριμένο κειμενικό είδους. / The present study deals with the teaching of writing and especially with the teaching of argumentative writing. The aim of this study is to investigate if ten years old pupils are able to cope with this genre.
|
5 |
Αποτίμηση αφηγηματικών ικανοτήτων παιδιών προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας μέσω σύνθεσης και αναδιήγησηςΧοβαρδά, Αικατερίνη 05 February 2015 (has links)
Η παρούσα εργασία θέτει ως βασικό ζητούμενο διερεύνησης τη μελέτη και την αποτίμηση της αφηγηματικής ικανότητας, όπως και τη χαρτογράφηση της εξέλιξής της κατά τη προσχολική (4-6) και πρωτοσχολική ηλικία (6-9). Επίσης, αναζητά το ενδεχόμενο η αφηγηματική ικανότητα των παιδιών να επηρεάζεται από κοινωνικομορφωτικούς παράγοντες. Η ερευνητική διαδικασία έλαβε χώρα το 2013 και στη διάρκειά της το δείγμα των συμμετεχόντων (εξήντα τέσσερις στο σύνολο) χωρίστηκε στις τέσσερις ηλικιακές ομάδες (προνήπια, νήπια, Α΄ και Γ΄ τάξης), οι οποίες αποτελούνται από δεκαέξι παιδιά (μισά αγόρια και μισά κορίτσια). Επίσης η διαμόρφωση των ομάδων των ομάδων εξυπηρετεί και τη μελέτη της επιρροής των κοινωνικομορφωτικών παραγόντων. Η ερευνητική διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση όλοι οι συμμετέχοντες και των τεσσάρων ηλικιακών ομάδων διηγήθηκαν μια ιστορία. Στη δεύτερη φάση οι συμμετέχοντες νηπιακής ηλικίας και της Γ΄ τάξης του Δημοτικού αναδιηγήθηκαν μια ιστορία, αφού πρώτα είχαν παρακολουθήσει την ανάγνωσή της. Τα αφηγηματικά κείμενα των συμμετεχόντων ηχογραφήθηκαν και στη συνέχεια αναλύθηκαν με βάση τη μέθοδο της «Πυραμίδας των ιστοριών» (Curenton & Lucas, 2007). Η ανάλυση των εγγράμματων γλωσσικών στοιχείων και της λεξιλογικής ποικιλίας των αφηγήσεων των παιδιών παρουσιάζει την εξέλιξη στη χρήση του εκτενή λόγου από τους συμμετέχοντες, καθιστώντας τις αφηγήσεις τους γλωσσικά πολύπλοκες και σαφείς. Επίσης η ανάλυση των αφηγηματικών δεδομένων των συμμετεχόντων και των δύο φάσεων παρουσιάζει την εξέλιξη της αφηγηματικής τους ικανότητας, η οποία ακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος του δείγματος την ηλικιακή ωρίμανσή τους, όπως συμβαίνει και στην εξέλιξη της χρήσης του εκτενή λόγου.
Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη παρουσιάζει μια ενθαρρυντική εικόνα για τους συμμετέχοντες της τάξης του νηπιαγωγείου και μια πολλά υποσχόμενη αναπτυξιακή πορεία για τα προνήπια του δείγματος. Όμως, τα αποτελέσματα της έρευνας αναφορικά με την αφηγηματική ικανότητα των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα της Α΄ τάξης του Δημοτικού εμφανίζουν μια μεταβατική εικόνα, η οποία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι αφηγήσεις των συμμετεχόντων της Γ΄ τάξης του Δημοτικού είναι σε μεγαλύτερο βαθμό γλωσσικά πολύπλοκες και σαφείς και αφηγηματικά καλά δομημένες, έναντι των μικρότερων ηλικιών. / The research which was carried out set as its fundamental objective the study and the assessment of narrative skill as well as the determination of its development during preschool(4-6) and first school (6-9) age. As sample of the research sixteen children were selected (eight boys and eight girls) for each of the four age-related groups: preschoolers, infants, A΄ and C΄ class of primary school. Based on discoveries of previous researches we wanted, also to examine the possibility that the narrating skill of children is affected by social-educational factors. For the investigation of this potential, half of the children from each age-related team belong to “social category 1”, that is to say both of their parents have a degree in tertiary education and the other half belong to “social category 2”, the parents of which are secondary or first degree education graduates. During the inquiring process all participants of all four age-related groups watched the silent movie of animated cartoons “The ugly duckling” and afterwards they told the story, which was recorded. Then, in a second phase of the research, the team of infants and of C’ class of primary school, were called to watch the narration of the book “All together in a blue couch” and afterwards to retell the story based on the pictures of the book, without the words of the writer. The retelling was recorded.
The analysis of narrating data of children of both phases presents the development of narrating skill, which follows, in the bigger part of the sample, their age-related maturity. Simultaneously, however, it is also the development in the use of extended discourse by the participants, which renders their narrations linguistically complicated, explicit and narratively good structured. But the results of the research reveal also two extra elements that cause our reflection. First is the likely influence of social-educational factor mainly in the story structure and less in the language structure of the narrations of A΄ class of primary school students. The second is the declining tendency of the linguistic and narrating structure of the narrations of A΄ class primary school students.
In conclusion, the present research supports that possibly the children of infant age, of the present research seem to present higher narrating skills than the A΄ class students and use it in their narrating texts, more extended than that of the A΄ class students. Finally, the evolutionary course of narrating skill is also confirmed by the narrations of the C΄ class of primary school participants, as well as the bigger and more frequent use of extended speech by children of this age.
|
6 |
Μῦθος, λόγος, ὅμοιος και ἐπιεικής : παρατηρήσεις για τη χρήση της ορολογίας στην "Ποιητική" του ΑριστοτέληΚατάρα, Δήμητρα 03 October 2011 (has links)
Eξέταση της χρήσης των λέξεων μῦθος, λόγος, ὅμοιος και ἐπιεικής στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Παρουσίαση των τρόπων με τους οποίους ερμηνεύονται οι παραπάνω όροι και προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που δημιουργεί η χρήση των όρων αυτών μέσα από τη διατύπωση σχετικών παρατηρήσεων. Μελέτη των σχέσεων μεταξύ των ουσιαστικών μῦθος και λόγος καθώς και προσπάθεια διευκρίνισης της σημασίας των επιθέτων ὅμοιος και ἐπιεικής στα κεφάλαια 2, 13 και 15 της Ποιητικής με βάση τη σύγκριση μεταξύ ζωγραφικής και ποίησης. / In the present study, we examine, to a greater or lesser extent, the terms mythos, logos, homoios and epieikēs as used in Aristotle’s Poetics. The aim of this short survey is primarily to present several interpretations of what Aristotle means by mythos, logos, homoios and epieikēs, proposed by some scholars, before attempting to solve the problems which the use of the aforementioned terms causes by making a few relevant remarks. Regarding the first two terms mentioned above, we inquire into the relationship between these terms as well as the relationship between the concepts which are signified by them, while, concerning the terms homoios and epieikēs, we mainly attempt to clarify the meaning of these particular adjectives in chapters 2, 13 and 15 of the Poetics, taking into account the comparison of poetry to painting, made in some interesting passages of the treatise. Our approach to the core of the problem is based, in any case, on the Aristotelian belief that, as regards the scientific thought, it is essential that one should perceive the similarities of things, which, however, differ much from each other.
|
7 |
Heracles' lion skin : actor and costumeΑθανασοπούλου, Ευσταθία Μαρία 20 February 2014 (has links)
The aim of this essay is to explore the relation between actor and costume in the context of theatrical discourse and using as an axis Heracles’ lion skin. The word actor is used to denote the agent of theatrical/mimetic action while the word costume stresses the function and power of a theatrical costume. In the Introduction section the context of the research is being described. The methodological field is that of the recently explored theatrical discourse which derives from metatheatrical studies and is based on critical treatises on theatre. In the first chapter the importance of lion skin as a prominent costume for the articulation of theatrical discourse is being analyzed from different angles. In chapter two the metatheatrical use of Heracles’ lion skin is used as a base for the construction of theatrical discourse about the function of theatre in a dramatic text. In the following section, Heracles’ lion skin is used to describe actor’s relation to his tragic skeue and is also reconstructed anew as a pantomime costume indicative of the dynamics developed between performer and costume. In Libanius’ A Reply to Aristidis On Behalf of Dancers the emphasis on the transformative power of the costume is being discussed (chapter 4). In chapter 5 the emergence of lion skin in the debate around the relation between actor and costume constitutes the epilogue of a long-lasting debate on the dynamics of relation between actor and costume. / Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να εξερευνήσει την σχέση μεταξύ ηθοποιού και κοστουμιού στο πλαίσιο του λόγου περί θεάτρου και χρησιμοποιώντας ως άξονα για τη συζήτηση αυτή την λεοντή του Ηρακλή. Η λέξη «ηθοποιός» χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπεύθυνο της θεατρικής ή μιμητικής πράξης ενώ η λέξη «κουστούμι» χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στη λειτουργία και δύναμη ενός θεατρικού κουστουμιού. Στην εισαγωγή περιγράφεται το πλαίσιο της έρευνας. Το μεθοδολογικό πεδίο είναι αυτό του πρόσφατα μελετημένου λόγου περί θεάτρου ο οποίος προέρχεται από μελέτες για το μεταθέατρο και βασίζεται σε συγγράμματα που συζητούν το ρόλο του θεάτρου. Στο πρώτο κεφάλαιο διερευνάται από διάφορες οπτικές γωνίες η σημασία της λεοντής ως κατεξοχήν κοστουμιού για την άρθρωση του λογου περι θεάτρου. Στο κεφάλαιο δύο η μεταθεατρική χρήση της λεοντής του Ηρακλή χρησιμοποιείται ως βάση για την δημιουργία συζήτησης για τη λειτουργία του θεάτρου μέσα σε ένα δραματικό κείμενο. Στην επόμενη ενότητα, η λεοντή του Ηρακλή χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η σχέση του ηθοποιού με την τραγική σκευή του και επιπλέον συνθέτεται εκ νέου ως κουστούμι της παντομίμας ενδεικτικό της δυναμικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κουστούμι. Στο έργο του Λιβάνιου Απάντηση στον Αριστείδη Υπέρ των Ορχηστών συζητείται η έμφαση που δίνεται στην δύναμη του κουστουμιού να μεταμορφώνει αυτόν που το ενδύεται (κεφάλαιο 4). Στο κεφάλαιο 5 η επανεμφάνιση της λεοντής στη συζήτηση για τη σχέση του ηθοποιού με το κουστούμι συνιστά τον επίλογο μια μακραίωνης συζήτησης για τη δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο πιο σημαντικούς παράγοντες για την δημιουργία και τη λειτουργία του θεάτρου.
|
8 |
Σχέση σειράς γέννησης παιδιού και καπνίσματος μητέρας με λόγο αγοριών/ κοριτσιών και ενδομήτρια αύξησηΑσημακοπούλου, Ασπασία 10 June 2014 (has links)
Σκοπός: Να αξιολογηθεί ο λόγος αγόρια/κορίτσια (sex ratio) στα παιδιά καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων, σε σχέση με τη σειρά γέννησης των παιδιών (τόκος).
Να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα του καπνίσματος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη στην εμβρυική ανάπτυξη σε σχέση με τον τόκο την ηλικία και τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνιζαν οι μητέρες ανά ημέρα κατά την εγκυμοσύνη και το φύλο των παιδιών.
Σχεδιασμός: Προοπτική μελέτη.
Τόπος: Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών.
Αντικείμενο: Μελετήθηκαν 2.108 τελοιόμηνα νεογνά που γεννήθηκαν από το 1993 έως και το 2002, 665 νεογνά καπνιστριών μητέρων και 1.443 νεογνά μη καπνιστριών μητέρων.
Αποτελέσματα: Ο λόγος αγόρια/κορίτσια στο σύνολο των νεογνών που μελετήθηκε ήταν 1,09. Η υπεροχή των αγοριών στα παιδιά των καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,26 και 1,03 αντίστοιχα. Στα παιδιά των καπνιστριών μητέρων που ήταν τόκων 1, 2 και ≥3 ήταν 1,47, 1,35 και 0,92 αντίστοιχα, ενώ στα παιδιά των μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,04, 1,00 και 1,03 αντίστοιχα.
Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η πιθανότητα για γέννηση αγοριού από καπνίστριες μητέρες ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις πρωτότοκες παρά στους τόκους ≥3, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας. Αντίστροφα, η σειρά γέννησης των παιδιών δεν επηρέασε τον λόγο αγόρια/κορίτσια στις μη καπνίστριες μητέρες.
Αυξανομένου του τόκου στα νεογνά των μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή αύξηση της ανάπτυξης ενώ στα νεογνά μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή μείωση της ανάπτυξης. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο εμφανές στα αγόρια. Ένα σημαντικά αρρνητικό αποτέλεσμα στην αύξηση παρατηρήθηκε από την στην συσχέτιση του καπνίσματος με τον τόκο (p=0,0013) και, με το φύλο και τον τόκο (p=0,001). Υπήρχε μια σημαντική αρρνητική συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζονταν ανά ημέρα και της αύξησης η δύναμη της οποίας αυξανόταν με την αύξηση του τόκου, κυρίως στα αγόρια.
Συμπεράσματα: Οι πρωτότοκες μητέρες που κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια απ’ ότι κορίτσια, ενώ μητέρες με τόκους ≥3 γέννησαν περισσότερα κορίτσια. Δευτερότοκες γυναίκες που κάπνιζαν λιγότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια, αλλά ο λόγος αγόρια/κορίτσια ελαττώθηκε όταν κάπνιζαν ≥10 τσιγάρα την ημέρα.
Το κάπνισμα της μητέρας κατά την κύηση προκαλεί καθυστέρηση στην εμβρυική αύξηση, κυρίως στα αγόρια, ένα αποτέλεσμα που ενισχύεται με τον τόκο αλλά είναι ανεξάρτητο από την ηλικία της μητέρας. / Objective: To assess the sex ratio in offspring of smoking and nonsmoking mothers in relationship to the parity.
To examine the effect of maternal smoking during pregnancy on fetal growth in relationship to maternal parity, age and number of cigarettes smoked/day, and offspring’s gender.
Design: Prospective study.
Setting: University hospital.
Subjects: Were studied 2018 term singleton neonates born form 1993 to 2002, 665 from smoking and 1443 from nonsmoking mothers.
Main outcome measures: Secondary sex ratio in regard to maternal periconseptual smoking and parity.
Results: The male preponderance in the offspring of smoking and nonsmoking mothers was 0.558 and 0.506, respectively (p=0.031). In the smoking women parity 1, 2 and 3 it was 0.596, 0.574 and 0.462, respectively, whereas in the nonsmoking it was 0.511, 0.500 and 0.508, respectively (p=0.02, 0.04 and 0.64, respectively). Logistic regression analysis showed that the possibility for a boy to be delivered by mothers who smoked was significantly greater in primiparous than in party ≥3, independently of the maternal age. Conversely, parity did not affect the sax ratio in the offspring of the nonsmoking mothers.
With increasing parity, in the neonates of nonsmoking mothers there was a gradual increase of growth, whereas in neonates of smoking mothers there was a gradual decrease of growth. This effect was more pronounced in males. A significant negative main effect on growth resulted from the interaction of smoking with parity (p=0,013), and with gender and parity (p=0,001). There was a significant negative correlation between number of cigarettes smoked per day and growth, the strength of which increased with parity, mainly in males.
Conclusions: Among women who smoked in the periconceptual period, significantly more male than female offspring are born from primiparous, whereas parity >3 give birth to more female offspring; women parity 2 give birth to significantly more male, but the sex ratio declines when they smoked ≥10 cigarettes/day.
Maternal smoking during pregnancy causes a delay in getal growth, which is greater in male offspring, an effect that is enhanced with parity but is independent of maternal age.
|
9 |
Μία μελέτη περίπτωσης : η εκπαίδευση των κρατουμένων του Καταστήματος Κράτησης Πάτρας στο παράρτημα του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΠάτραςΝικολακάκος, Νικόλαος 27 May 2015 (has links)
Στην παρούσα μελέτη περίπτωσης ερευνήσαμε τους τρόπους με τους οποίους οι εκπαιδευόμενοι του παραρτήματος του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Πάτρας (2012 – 2013), το οποίο λειτουργεί στο Κατάστημα Κράτησης Πάτρας, συμμετέχουν στη διαμόρφωση της γνώσης, που έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν, αλλά και τους παράγοντες που οριοθετούν αυτή τη διαδικασία, και κατ' επέκταση το περιεχόμενο αυτής της γνώσης. Επιπλέον, κρίναμε σκόπιμη και τη διερεύνηση της επίδρασης της λειτουργίας του παραρτήματος του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Πάτρας (2012 – 2013) στο πειθαρχικό έργο του Καταστήματος Κράτησης Πάτρας. Για την επίτευξη του ερευνητικού μας σκοπού, πραγματοποιήσαμε 15 ημιδομημένες συνεντεύξεις με τους εκπαιδευόμενους, που φοιτούσαν στο συγκεκριμένο ΣΔΕ την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, την προϊσταμένη του ΣΔΕ και την υπεύθυνη του Καταστήματος Κράτησης για την εκπαίδευση των κρατουμένων. Στο περιεχόμενο των συνεντεύξεων πραγματοποιήθηκε ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Η ανάλυση έδειξε ότι οι εκπαιδευόμενοι του ΣΔΕ συμμετέχουν στη διαμόρφωση της γνώσης, που έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν, μέσα από μία σειρά τρόπων. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή φάνηκε να οριοθετείται από ορισμένους περιορισμούς και απαγορεύσεις που επιβάλλονται στους εκπαιδευόμενους, κυρίως από το πλαίσιο της φυλακής. Τέλος, κατά τη λειτουργία του ΣΔΕ, διαπιστώθηκε η εφαρμογή ενός αριθμού πειθαρχικών τεχνικών, οι οποίες επιδρούν θετικά στο πειθαρχικό έργο της φυλακής. / In this present case study we researched the ways in which the students of the department of the Second Chance School of Patras (2012-2013), which operates in the Prison of Patras, participate in the formation of knowledge and have the capability of composing, also the factors which limit this process as well as the content of knowledge. Furthermore, we decided that it was also necessary to research the effects of the operation of the department of the Second Chance School of Patras (2012-2013) on the disciplinary work of the Prison of Patras. To achieve the goal of our research we took 15 semi-structured interviews from the students who attended the Second Chance School at the time the research was conducted, the Head Director of the Second Chance School and the Head Manager of Education of the Prison of Patras. We analyzed the content of the research in detail. The analysis conveyed that the students of Second Chance School took part in the formation of knowledge which they have the capability of obtaining in a variety of ways. However, the procedure seemed to be limited by certain limits and prohibitions which are imposed on the students basically from the framework of the prison. Finally, during the operation of Second Chance School a number of disciplinary techniques were established which had a positive effect on the disciplinary work of the prison.
|
10 |
Αλγοριθμική και εξελικτική θεωρία παιγνίωνΠαναγοπούλου, Παναγιώτα 17 March 2009 (has links)
Στα πλαίσια της διατριβής αναπτύξαμε δύο από τους πρώτους αλγορίθμους υπολογισμού μιας ε-προσεγγιστικής ισορροπίας Nash για την περίπτωση όπου το ε είναι κάποια σταθερά. Οι προσεγγίσεις που επιτυγχάνουν οι αλγόριθμοί μας είναι ε=3/4 και ε=(2+λ)/4 αντίστοιχα, όπου λ είναι το ελάχιστο, μεταξύ όλων των ισορροπιών Nash, κέρδος για έναν παίκτη. Επιπλέον, μελετήσαμε μια ευρεία κλάση τυχαίων παιγνίων δύο παικτών, για την οποία υπολογίσαμε μια πολύ καλή ε-προσεγγιστική ισορροπία Nash, με το ε να τείνει στο 0 καθώς το πλήθος των διαθέσιμων στρατηγικών των παικτών τείνει στο άπειρο.
Οι αρχές της θεωρίας παιγνίων είναι χρήσιμες στην ανάλυση της επίδρασης που έχει στην καθολική απόδοση ενός συστήματος διαμοιραζόμενων πόρων η εγωιστική και ανταγωνιστική συμπεριφορά των χρηστών του. Προς την κατεύθυνση αυτή, εστιάσαμε στο πρόβλημα της εξισορρόπησης φορτίου. Μελετήσαμε διάφορα μοντέλα πληροφόρησης (π.χ. όταν όλα τα φορτία είναι άγνωστα ή όταν κάθε παίκτης γνωρίζει το μέγεθος του δικού του φορτίου) και αναλύσαμε για το καθένα το σύνολο και τις ιδιότητες των ισορροπιών Nash. Yπολογίσαμε επίσης φράγματα στο λόγο απόκλισης, ο οποίος εκφράζει την επίδραση που έχει στην απόδοση του συστήματος η εγωιστική συμπεριφορά των χρηστών του.
Εκτός από τα υπολογιστικά θέματα που σχετίζονται με τη θεωρία παιγνίων, έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί κατά πόσο μπορεί η θεωρία παιγνίων να βοηθήσει στην ανάπτυξη και ανάλυση αλγορίθμων για υπολογιστικά δύσκολα προβλήματα συνδυαστικής βελτιστοποίησης. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μελετήσαμε από παιγνιοθεωρητική σκοπιά το πρόβλημα χρωματισμού των κορυφών ενός γραφήματος. Ορίσαμε κατάλληλα το παίγνιο χρωματισμού γραφήματος και αποδείξαμε ότι κάθε παίγνιο χρωματισμού γραφήματος έχει πάντα μια αγνή ισορροπία Nash, και ότι κάθε αγνή ισορροπία Nash αντιστοιχεί σε ορθό χρωματισμό του γραφήματος. Δείξαμε επίσης ότι υπάρχει πάντα μια αγνή ισορροπία Nash που χρησιμοποιεί βέλτιστο αριθμό χρωμάτων, δηλαδή ίσο με το χρωματικό αριθμό του γραφήματος. Επιπλέον, περιγράψαμε και αναλύσαμε έναν πολυωνυμικό αλγόριθμο που υπολογίζει μια αγνή ισορροπία Nash για ένα οποιοδήποτε παίγνιο χρωματισμού γραφήματος και χρησιμοποιεί συνολικά ένα πλήθος χρωμάτων που ικανοποιεί ταυτόχρονα τα περισσότερα κλασικά γνωστά φράγματα στο χρωματικό αριθμό. / We developed two algorithms for computing an e-approximate Nash equilibrium for the case where e is an absolute constant. The approximations achieved by our algorithms are e=3/4 and e=(2+l)/4 respectively, where $\lambda$ is the minimum, among all Nash equilibria, payoff of either player. Furthermore, we studied a wide class of random two player games, for which we showed how to compute an e-approximate Nash equilibrium, where e tends to zero as the number of strategies of the players tends to infinity.
Game theoretic concepts are useful in determining the impact that selfish behavior plays on the global performance of a system involving selfish entities. Towards this direction, we focused on the problem of load balancing. We studied the case where the agents are not necessarily fully informed about the exact values of their loads. We focused on several models of information (e.g. when all agents know nothing about the loads, or when each agents knows her own load) and, for each model, we characterized the set of Nash equilibria and analyzed their properties. Moreover, we bounded the coordination ratio, a measure which captures the impact that selfish behavior has to the global performance of the system, in contrast to the performance achieved by an optimum centralized algorithm.
Besides the computational issues related to game theory, it is interesting to investigate whether game theory can help us in developing and analyzing algorithms for computationally difficult combinatorial optimization problems. Towards this direction, we studied from a game theoretic point of view the problem of vertex coloring. In particular, we properly defined the graph coloring game and we proved that every graph coloring game has a pure Nash equilibrium, and each pure Nash equilibrium corresponds to a proper coloring of the graph. We also showed that there exists a pure Nash equilibrium that uses an optimum number of colors, i.e. equal to the chromatic number. Furthermore, we developed and analyzed a polynomial time algorithm that computes a pure Nash equilibrium for any graph coloring game, using a number of colors satisfying most of the known classical bounds on the chromatic number.
|
Page generated in 0.038 seconds