• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 9
  • Tagged with
  • 9
  • 5
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Σύγκριση μεθόδων αποτίμησης σεισμικής επάρκειας κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία

Χατζηκωνσταντίνου, Αλεξάνδρα 12 June 2015 (has links)
Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια μελέτης της αποτίμησης της σεισμικής συμπεριφοράς και ικανότητας κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία με την χρήση προγράμματος πεπερασμένων στοιχείων. Έμφαση δίνεται στη μοντελοποίηση της φέρουσας τοιχοποιίας, στον τρόπο επίλυσης και στη διακριτοποίηση της. Γίνεται σεισμική αποτίμηση ενός υφιστάμενου κτιρίου που βρίσκεται στα Ιόνια Νησιά, και κατόπιν αφαιρώντας δυο και τρεις ορόφους στο κτίριο επιλύνεται ξανά για να δούμε τυχόν διαφορές. Αρχικά θα αναφερθούμε στον Ευρωκώδικα 6 και στις εξισώσεις του Τάσιου, που προσδιορίζουν τα μηχανικά χαρακτηριστικά φέρουσας τοιχοποιίας , τα οποία θα τα εφαρμόσουμε στην περίπτωσή μας και θα τα εισάγουμε σε ένα πρόγραμμα πεπερασμένων στοιχείων. Θα δούμε ότι επιλέγονται αυτά του Τάσιου, διότι βγαίνουν δυσμενέστερα, και εξαιτίας του ότι ο Ευρωκώδικας 6 αναφέρεται σε νέα κτίρια και όχι σε παλαιές κατασκευές. Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι τα μηχανικά χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας δεν θα αλλάζουν κατά την επίλυση διαφόρων τρόπων προσομοίωσης του κτιρίου και θα παραμένουν τα ίδια. Στη συνέχεια , απαριθμούνται τα είδη βλαβών που απαντώνται συχνά σε κτήρια από φέρουσα τοιχοποιία, όπως οι διαγώνιες και δισδιαγώνιες ρωγμές ,καθώς και οι κατακόρυφες ρωγμές που απαντώνται περί το μέσον του τοίχου ή στη θέση συνάντησης δύο τοίχων. Έπειτα γίνεται εκτενής αναφορά στις μεθόδους και τεχνικές ενίσχυσης κτιρίων από φέρουσα τοιχοποιία. Περιγράφονται μέθοδοι όπως το βαθύ αρμολόγημα , η μέθοδος των οπλισμένων επιχρισμάτων , η τεχνική των ενεμάτων , η τροποποίηση ή κατασκευή οριζόντιων διαζωμάτων , η αντικατάσταση εύκαμπτων πατωμάτων από πλάκες ωπλισμένου σκυροδέματος και η κατασκευή μανδύα από ωπλισμένο σκυρόδεμα. Ακολουθεί η ανάλυση ενός τυπικού πολυώροφου κτιρίου στο ιστορικό κέντρο της Κέρκυρας. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει μία αρχική διακριτοποίηση των φερουσών τοιχοποιιών σε πεπερασμένα στοιχεία, με παραμετρική διερεύνηση την επιρροή της μοντελοποίησης του κτιρίου στη σεισμική συμπεριφορά της κατασκευής, ως προς το χωρισμό των πεσσών και των ανωφλιών. Στη συνέχεια λαμβάνουμε αποτελέσματα από όλες αυτές τις επιλύσεις, μέσω του προγράμματος e-tabs, τα εισάγουμε σε ένα άλλο πρόγραμμα, το EC-Tools, το οποίο μας δίνει τις επάρκειες και τις ανεπάρκειες των φερουσών τοιχοποιιών, και γίνονται συγκρίσεις αυτών ως προς τις ανεπάρκειες, μέσω του EC6 και τις μετακινήσεις του κτιρίου μέσω των ορίων που θέτει ο EC8. Πιο συγκεκριμένα, κάνουμε όλες τις παρακάτω συγκρίσεις βάση αυτών των αποτελεσμάτων, που το ονομάζουμε μοντέλο Α. Κατόπιν χωρίζουμε τα στοιχεία του μοντέλου Α σε μικρότερα τμήματα με επτά διαφορετικούς τρόπους, δημιουργώντας έτσι άλλα επτά μοντέλα, για να δούμε αν θα επηρεαστούν οι τιμές της ανεπάρκειας του κτιρίου. Οι αναλύσεις αυτές θα δούμε ότι δεν δίνουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα, και δεν βοηθούν κάπου τελικά. Πιο αναλυτικά, αρχικά κρατάμε σταθερά τα υπάρχοντα ανώφλια και χωρίζουμε τους υπάρχοντες πεσσούς την πρώτη φορά σε δύο οριζόντια τμήματα, την επόμενη σε δύο κάθετα τμήματα και τέλος σε τέσσερα τμήματα, έπειτα επιλέγω ένα ανώφλι και βλέπω τις διαφορές του και στις τρεις περιπτώσεις, βάση της αρχικής θεώρησης ως προς την ανεπάρκεια αυτού, αλλά και του κτιρίου ολόκληρου. Όλα τα συγκριτικά αποτελέσματα δίνονται αναλυτικά παρακάτω με την μορφή διαγραμμάτων. Έπειτα , κρατάμε σταθερή την υπάρχουσα διακριτοποίηση των πεσσών ,και χωρίζουμε τα ανώφλια όπως και τους πεσσούς παραπάνω, και σε αυτή την περίπτωση θα δούμε αναλυτικά τα αποτελέσματα παρακάτω. Αφού τελειώσουμε με την επιρροή της διακριτοποίησης, ελέγχουμε πως επηρεάζει η σύνδεση των τοίχων την απόκριση του κτιρίου σε σεισμό. Γι’ αυτό τον λόγο, τοποθετούμε, ελατήρια με προϋπάρχουσα οριζόντια μετατόπιση. Με αυτό τον τρόπο βλέπουμε πως επηρεάζονται οι μετακινήσεις του κτιρίου, καθώς και οι ανεπάρκειες των φερουσών τοιχοποιιών. Έπειτα, υπολογίζουμε τις ροπές αντοχής εντός και εκτός επιπέδου, και τις τέμνουσες αντοχής σύμφωνα με το Εθνικό Κείμενο Εφαρμογής, και βλέπουμε τις διαφορές με αυτές που δίνει το πρόγραμμα, με τον EC6, ως προς την ανεπάρκεια της διάτμησης, μιας και τη κάμψη την αναλύει διαξονικά και δεν μας οδηγεί σε κάτι τέτοιο και ο Ευρωκώδικας για να έχουμε μία κοινή βάση σύγκρισης, αλλά παραθέτονται τα αποτελέσματα για τον δεύτερο όροφο που θα κριθεί ο πιο κρίσιμος. Κατόπιν, ελέγχουμε με τον Ευρωκώδικα 8, τον βαθμό ανεπάρκειας ως προς τις παραμορφώσεις, μέσω των μετακινήσεων σε κάμψη και διάτμηση. Τέλος ,υπολογίζουμε με τον Δευτεροβάθμιο Προσεισμικό Έλεγχο την ανεπάρκεια που δίνει του κτιρίου και κάνουμε συγκρίσεις με τους βαθμούς ανεπάρκειας από τον EC6 ως προς τα εντατικά μεγέθη, και τον EC8 ως προς τις μετακινήσεις. Τέλος, προσπαθούμε να βαθμονομήσουμε τον Δευτεροβάθμιο Προσεισμικό Έλεγχο μέσω ενός συντελεστή βi και για τις δύο συγκρίσεις που γίνονται παραπάνω. Αφού εξετάσουμε και το ίδιο κτίριο αφαιρώντας δύο και τέσσερις ορόφους για να δείξουμε τις διαφορές με το αρχικό, Μοντέλο Α, κλείνουμε το κομμάτι της παρούσης εργασίας , με τα «απλά» κτίρια. Σχεδιάζουμε και αναλύουμε με τον ίδιο τρόπο δύο κτίρια, ένα μονώροφο και ένα διώροφο, τα οποία πληρούν επακριβώς όλες τις προϋποθέσεις ανεξαιρέτως των «απλών» κτιρίων, βρίσκουμε βαθμούς ανεπάρκειας, εφαρμόζουμε και τον Δευτεροβάθμιο Προσεισμικό Έλεγχο, για να δούμε και το Η/R, και ελέγχουμε αν οι ανεπάρκειες βγαίνουν μονάδα ή κοντά στη μονάδα, ακολούθως κάνουμε και τις συγκρίσεις με τον EC6 και τον EC8, και βαθμονομούμε βάσει αυτών τον συντελεστή H/R. / --
2

Ψυχοκοινωνική προσαρμογή και αυτοεκτίμηση μαθητών με και χωρίς μαθησιακές δυσκολίες

Μαρτιμιανάκη, Αικατερίνη 29 May 2015 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να μελετήσει την ψυχοκοινωνική προσαρμογή και την αυτοεκτίμηση παιδιών με και χωρίς μαθησιακές δυσκολίες (ΜΔ), που φοιτούσαν στην Ε΄και Στ΄τάξη του Δημοτικού. Στη μελέτη έλαβαν μέρος συνολικά 137 μαθητές, εκ των οποίων οι 36 παρουσίαζαν ΜΔ βάσει εκτιμήσεων των εκπαιδευτικών σε αντίθεση με τους υπόλοιπους 101 μαθητές. Σε όλους τους συμμετέχοντες χορηγήθηκε ένα ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς με το οποίο συλλέχθηκαν κάποια δημογραφικά στοιχεία και μετρήθηκε η ψυχοκοινωνική προσαρμογή και οι επιμέρους διαστάσεις της – κοινωνική, σχολική, συναισθηματική επάρκεια, προβλήματα συμπεριφοράς και αυτοαντίληψη – καθώς επίσης η αυτοεκτίμηση. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι οι μαθητές με ΜΔ του δείγματος παρουσίαζαν χαμηλότερη ψυχοκοινωνική προσαρμογή και αυτοεκτίμηση από τους τους μαθητές χωρίς ΜΔ. Ακόμη, , τα παιδιά με ΜΔ σημείωσαν χαμηλότερο σκορ στην κοινωνική επάρκεια και την αυτοαντίληψη και υψηλότερο σκορ στα προβλήματα συμπεριφοράς συγκριτικά με τα παιδιά χωρίς ΜΔ. Ωστόσο, δεν υπήρξαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο ομάδων συμμετεχόντων ως προς τη σχολική και συναισθηματική επάρκεια. / The purpose of this study was to examine psychosocial adjustment and self-esteem in students with learning disabilities (LD) compared to their normally achieving classmates. The sample of the study consisted of 137 fifth and sixth grade elementary school students. The normally achieving children were 10, whereas the children with LD were 36 and were identified based on teachers' ratings. Self-ratings were used to measure psychosocial adjustment and its dimensions – social competence, school competence, emotional competence, behavioral problems, self-concept ¬– as well as self-esteem. Also, demographic data were obtained. The results of this study showed that children with LD exhibited lower psychosocial adjustment and self-esteem compared to their normally achieving classmates. Also, they had lower scores in social competence and self-concept, whereas they scored in behavioral problems. There was no significant differences found between children with and without LD school and emotional competence.
3

Ιστολογικές αλλοιώσεις της περιτοναϊκής μεμβράνης σε σχέση με την επάρκεια της περιτοναϊκής κάθαρσης

Σαββιδάκη, Ειρήνη 03 May 2010 (has links)
Η μακροπρόθεσμη έκθεση της περιτοναϊκής μεμβράνης σε μη βιοσυμβατά περιτοναϊκά διαλύματα οδηγεί σε δομικές αλλαγές και στην απώλεια της υπερδιήθησης. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να περιγράψουμε τις ιστολογικές αλλαγές της περιτοναϊκής μεμβράνης που παρατηρούνται: α) σε ουραιμικούς ασθενείς που ξεκινούν θεραπεία υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας με περιτοναϊκή κάθαρση και β) σε ασθενείς που ήδη υποβάλλονται στη μέθοδο για ικανό χρονικό διάστημα. Επίσης να καθορίσουμε κατά πόσο οι μορφολογικές αυτές αλλαγές επηρεάζουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του περιτοναίου. Μέθοδος: Στη μελέτη περιλήφθηκαν 19 ασθενείς (ομάδα Α) οι οποίοι υποβλήθηκαν σε βιοψία περιτοναίου κατά την τοποθέτηση του περιτοναϊκού καθετήρα και πριν την έναρξη της περιτοναϊκής κάθαρσης (CAPD) και 18 ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε βιοψία περιτοναίου μετά από 4 χρόνια σε CAPD (ομάδα Β). Οι ιστολογικές παράμετροι που ελέχθησαν ήταν η μεσοθηλιακή επιφάνεια, η υπομεσοθηλιακή ζώνη, η κατάσταση του συνδετικού ιστού και η κατάσταση των αγγείων. Για την εκτίμηση των λειτουργικών χαρακτηριστικών του περιτοναίου και της επάρκειας της μεθόδου εφαρμόσθηκαν η δοκιμασία εξισορρόπησης της περιτοναϊκής μεμβράνης (PET), η συνολική εβδομαδιαία κάθαρση κρεατινίνης (wClcr) και το συνολικό εβδομαδιαίο KT/V της ουρίας (wKT/V). Αποτελέσματα: Οι κύριες ιστολογικές αλλαγές και στις δύο ομάδες ασθενών ήταν η απώλεια των μεσοθηλιακών κυττάρων, η πάχυνση της υπομεσοθηλιακής ζώνης και η υαλίνωση των αγγείων. Το πάχος της υπομεσοθηλιακής ζώνης και στις δύο ομάδες ασθενών ήταν σημαντικά υψηλότερο έναντι φυσιολογικών μαρτύρων (630μm και 1140μm vs. 50μm αντίστοιχα, p <0.05). Αν και δε βρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των μορφολογικών αλλαγών του περιτοναίου στους ασθενείς της ομάδας Α και στους ασθενείς της ομάδας Β, υπήρξε μια τάση για σοβαρότερου βαθμού βλάβες στους τελευταίους. Το PET, η wClcr και το wKT/V δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις δύο ομάδες ασθενών, ούτε στους ασθενείς της ομάδας Β κατά την έναρξη και μετά από 4 χρόνια εφαρμογής της μεθόδου. Κανένας σημαντικός συσχετισμός δεν παρατηρήθηκε μεταξύ των ιστολογικών αλλαγών και των λειτουργικών δοκιμασιών και στις δύο ομάδες ασθενών. Συμπεράσματα: Σημαντικές δομικές αλλαγές του περιτοναίου παρατηρούνται στους ουραιμικούς ασθενείς και αυτές οι αλλαγές επιδεινώνονται με την εφαρμογή της CAPD. Οι δομικές αυτές αλλαγές δεν ακολουθούνται από λειτουργικές αλλαγές κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων ετών σε CAPD. / The long-term exposure of peritoneal membrane to bioincompatible dialysis solutions leads to structural changes and loss of ultrafiltration capability. Objective: The aim of the present study is to describe the histological changes of peritoneum that are observed: a) in uremic patients and b) in patients that are in peritoneal dialysis for a period of time. Also to determine the possible relation of histological changes with the transport characteristics of peritoneal membrane and with adequacy of dialysis. Method: Thirty nine patients (M/F=18/19) that underwent a peritoneal biopsy in the initiation of treatment (group A, N=19) or after 4 years in continous ambulatory peritoneal dialysis (CAPD) (group B, N=18) were included in the study. The morphological changes of mesothelial cells and vascular compartment as well as the thickness of submesothelial collagenous zone were estimated. The relations of these changes to peritoneal equilibration test (PET) and to adequacy of dialysis (total weekly creatinine clearance (wClcr) and urea KT/V) were also investigated. Results: The main histological changes in both groups of patients were loss of mesothelial cells and decrease of normal mesothelial surface, thickening of submesothelial collagenous zone and presence of vascular hyalinosis. The thickness of submesothelial collagenous zone in both groups of patients was significantly higher compared to that of controls (630μm and 1140μm vs.50 μm respectively, p <0.05). Although no significant difference was found between morphologic changes of peritoneal membrane in uremic patients starting on CAPD and those on peritoneal dialysis for a mean period of 4 years, there was a trend towards more severe lesions in the latter. The PET, Clcr and urea KT/V were not significantly different in the two groups of patients. These parameters also showed no significant changes when examined in the initiation of CAPD and after four years in peritoneal dialysis in the same patients (group B). No significant correlations were observed between histological changes and PET, Clcr and KT/V in both groups of patients. Conclusions: Significant structural changes of peritoneal membrane are observed in uremic patients and these changes are deteriorated with CAPD treatment. Structural changes are not followed by functional changes during the first four years on CAPD.
4

Εκπαιδευτική, διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα υποψήφιων στελεχών τουριστικών επιχειρήσεων

Μελιτζάνη, Ειρήνη 14 October 2013 (has links)
Στην Ελλάδα σήμερα παρέχονται σπουδές στον τουρισμό τόσο σε δευτεροβάθμιο/μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο όσο και σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στην παρούσα εργασία θα εξεταστεί η ποιότητα της ελληνικής τριτοβάθμιας τουριστικής εκπαίδευσης όσον αφορά την απόκτηση εκπαιδευτικής και διαπολιτισμικής επάρκειας και ετοιμότητας από τους απόφοιτους των Τμημάτων Τουριστικών Επιχειρήσεων των ελληνικών ΤΕΙ σε προπτυχιακό επίπεδο. Ειδικότερα, για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας θα παρουσιαστούν τα προγράμματα σπουδών ενός ελληνικού ΤΕΙ και ενός αντίστοιχου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Ελβετίας και θα γίνει συγκριτική ανάλυση των δύο προγραμμάτων σπουδών ως προς την παρεχόμενη εκπαιδευτική και διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα. / In Greece today tourism studies are offered at secondary / post-secondary level and tertiary level. In this work we examine the quality of the tourism studies offered by the greek higher education system at the Departments of Tourism Enterprises in the Technological Educational Instituts (TEI) at bachelor level as far as obtaining educational and intercultural competence and preparedness is concerned. Specifically, for the purposes of this work, the study courses of one greek TEI and one corresponding educational establishment in Switzerland will be presented and a comparative analysis of the two courses will be held concerning the educational and intercultural competence and readiness they provide.
5

Η διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα των διευθυντών σχολικών μονάδων της α/βάθμιας εκπαίδευσης στο σημερινό σχολείο

Αντωνοπούλου, Πατρούλα 16 June 2011 (has links)
Σήμερα διανύουμε μια νέα εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτισμική και εθνική ανομοιογένεια. Η πολυπολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας και η συνακόλουθη αρχή του σεβασμού της διαφορετικότητας έχουν εμφανέστατα μεταφερθεί στην εκπαίδευση, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό περιβάλλον όπου συντελείται. Οι δημογραφικές αλλαγές έχουν προφανώς αντίκτυπο στο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία προϋποθέσεων αποδοχής και αναγνώρισης του πλουραλισμού και της ετερότητας ως βασικών γνωρισμάτων των σύγχρονων κοινωνιών. Η εκπλήρωση του ρόλου αυτού απαιτεί προσαρμογή του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος στα νέα δεδομένα κοινωνικοποίησης που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Απαιτεί ταυτόχρονα πέρα από την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου, του Αναλυτικού Προγράμματος και των προσφερόμενων προγραμμάτων και διδακτικού υλικού, τον εφοδιασμό των εκπαιδευτικών και των στελεχών της Εκπαίδευσης με σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες θα τον καταστήσουν ικανό να χρησιμοποιεί την κατάλληλη μεθοδολογία και να εφαρμόζει τις απαραίτητες στρατηγικές, ώστε το εκπαιδευτικό και διοικητικό του έργο να είναι αποτελεσματικό. Ο ρόλος του Διευθυντή είναι καθοριστικός για την ομαλή και αποφασιστική λειτουργία του σχολείου. Η Διαπολιτισμική εκπαίδευση μπορεί να επιτύχει τους στόχους της αν υπάρξει αλλαγή στάσεων στο εκπαιδευτικό δυναμικό τόσο στο επίπεδο της διοίκησης όσο και στο επίπεδο της διδακτικής και παιδαγωγικής πρακτικής. Στην παρούσα εργασία το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο κάθε Διευθυντής της κάθε σχολικής μαινάδας διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και τις ικανότητες να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο έργο του, δηλαδή αν έχει Διαπολιτισμική και διοικητική επάρκεια και ετοιμότητα σε θέματα που σχετίζονται με την ύπαρξη αλλά και τον τρόπο εργασίας με αλλόγλωσσους μαθητές. / Today we are going through a new area, which is characterized by a cultural and ethnic heterogeneity. The multicultural composure of society and the following principles of respect towards differencicition have obviously transfer to education, which is inseparable linked to the social environment where it takes place. The demographic changes have an obvious impact on the educational system. Which is summoned to a role of creating conditions of acceptance and recognition of pluralism and otherness as the basic characteristics of modern societies. The fulfillment of this role requires adjustments to the educational system itself towards the new data of social inclusion that characterizes our societies. Expect of the simultaneous adjustments to the legal framework, changes are also required concerning the curriculum, the offered programs, the teaching material, the supplement of teachers and executives of education with modern knowledge and abilities which will make them capable of using the right method and following the needed strategies so their educational and leading work is effective. The principals role is defining for the smooth and effective function of a school intercultural education can reach its goals if theirs is a change of attitudes in educational dynamic as much on an executive level as in teaching and educational practice. In this thesis the given question is whether each principal of each school unit has the required qualifications and abilities to react accordingly concerning his work, meaning whether or not he has intercultural and leading capabilities and confidence concerning intercultural issues about working with foreign speaking students.
6

Η συμβολή των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης στη διαπολιτισμική ετοιμότητα και επάρκεια των μελλοντικών δασκάλων : μελέτη περίπτωσης του ΠΤΔΕ Πάτρας / Τhe contribution of the Department of Elementary Education in the intercultural competence and readiness of pre-service teachers : a case study of the Department of Elementary Education in Patras

Κουτίβα, Αναστασία 28 September 2010 (has links)
H πολυπολιτισμικότητα, τόσο στην κοινωνία όσο και στην εκπαίδευση, είναι μία πραγματικότητα στον 21ο αιώνα και σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της πολυπολιτισμικής, πια, ελληνικής τάξης. Σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει και στην εκπαίδευση των μελλοντικών δασκάλων. Καθώς οι εκπαιδευτικοί αποτελούν κινητήριο δύναμη του εκπαιδευτικού συστήματος ο εμπλουτισμός των Προγραμμάτων Σπουδών των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Mε γνωστικά αντικείμενα συναφή με τη διαπολιτισμικότητα θεωρήθηκε ότι θα δώσει στους μελλοντικούς δασκάλους τις δεξιότητες, τη γνώση και τις πρακτικές που χρειάζονται για να κατανοήσουν τη δική τους ταυτότητα καθώς και την ταυτότητα των διαφοροποιημένων μαθητών τους με σκοπό μια αποτελεσματική διδασκαλία για όλους τους μαθητές. Η παρούσα εργασία μελετάει τη συμβολή του Προγράμματος Σπουδών στη διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα των μελλοντικών δασκάλων, αποφοίτων του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Εξετάζει την πορεία της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο Πρόγραμμα Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών, τις απόψεις των μελλοντικών δασκάλων πάνω σε διάφορα θέματα που σχετίζονται με τη διαπολιτισμική επάρκεια και ετοιμότητα καθώς και τις απόψεις τους σε θέματα που σχετίζονται με την ύπαρξη αλλά και τον τρόπο εργασίας με αλλόγλωσσους μαθητές. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τη χρήση ερωτηματολογίου που δόθηκε σε τεταρτοετής φοιτητές κατά τη διάρκεια των τελευταίων πρακτικών ασκήσεων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι ο περαιτέρω εμπλουτισμός του Προγράμματος Σπουδών των δασκάλων τόσο για την απόκτηση θεωρητικών γνώσεων όσο και για την απόκτηση διδακτικών δεξιοτήτων πάνω στη διαπολιτισμική εκπαίδευση είναι αναγκαίος. / Multiculturalism, not only in society but also in education, is a reality in the 21st century and important changes have become in the structure of our educational system in order to corresponds to the challenges of the multicultural Greek classroom. Important changes have also taken place in the education of pre-service teachers While teachers have an important role in the educational system, the enrichment of the undergraduate educational programmes of studies in Greek University Departments of Elementary Education with subjects related to intercultural education is seen as affording pre-service teachers with skills, knowledge and practices needed to understand their own identity as well as the identity of their diverse students with the aim of an effective teaching and learning for all students. This thesis seeks to set out how the undergraduate programme affects the intercultural competence and readiness of pre-service teachers, who will graduate from the Department of Elementary Education in University of Patras. It looks at the development of intercultural education in the undergraduate educational programme and examines the opinions of pre-service teachers about issues related to intercultural competence and readiness. It also focuses on how they feel about working in a multicultural class. The questionnaire was given to students who were in the last year of their studies during their supervised teaching practice at schools. The analysis of the results showed that further enrichment of the educational programme of pre-service teachers in theoretical knowledge and practical experience in intercultural education is necessary.
7

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ελληνικών τραπεζών και η επίδρασή τους στη μακροχρόνια διαχείριση των κεφαλαίων τους : μελέτη περίπτωσης : EFG Eurobank Ergasias / The foreign direct investment of Greek banks and the long-term effects on the management of capital : case study : EFG Eurobank Ergasias

Αλεξανδράτου, Ευσταθία 17 September 2012 (has links)
Βασικός άξονας της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση των συνθηκών διεθνοποίησης των ελληνικών τραπεζών μέσω των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και πως η στρατηγική που χαράζουν επιδρά στη μακροχρόνια διαχείριση των κεφαλαίων τους. Η παρουσία των μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζικών ομίλων είναι σημαντική -κυρίως στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης- τόσο σε σημεία εξυπηρέτησης όσο και στα μερίδια αγοράς. Εν προκειμένω, γίνεται διεξοδική ανάλυση σε έναν από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους με ισχυρή παρουσία στις γειτονικές χώρες, εφόσον δημιουργείται ενδιαφέρον να μελετηθεί η πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων με κύριο άξονα τη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. / The main focus of this paper is to analyze the conditions of Greek banks' internationalization through FDI and how the strategy affects the long-makers manage their funds. The presence of the largest Greek banking groups is important, -especially in South East Europe- both in service network and market shares. In this case, there is a thorough analysis for one of the largest greek banking groups with a strong presence in neighboring economies, where we are interested in studying the course of the financial results by focusing on the global financial crisis.
8

Η εργαλειοκρατική αντίληψη για την επιστήμη ως αντιρεαλιστική θέση : η περίπτωση του Bas. C. van Fraassen

Βενέτη, Άννα 27 April 2015 (has links)
Αφορμή για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας συνιστά η διαμάχη μεταξύ του επιστημονικού ρεαλισμού και της εργαλειοκρατίας σχετικά με τις μη παρατηρήσιμες οντότητες Στόχος είναι να μελετηθεί και να αξιολογηθεί η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης , με έμφαση στην μορφή εργαλειοκρατίας που υποστηρίζεται στο έργο του Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), δηλαδή τον κατασκευαστικό εμπειρισμό (constructive empiricism). Τα βασικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι τα εξής: 1)Τι πρεσβεύει ο επιστημονικός ρεαλισμός; 2)Τι εννοούμε όταν μιλάμε για την εργαλειοκρατική θεώρηση στην επιστήμη; 3)Ποια είναι η εργαλειοκρατική προσέγγιση της επιστήμης στο έργο του van Fraassen. Το πρώτο μέρος της εργασίας πραγματεύεται τον όρο «ρεαλισμός» θέτοντας ως αφετηρία τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνος, φτάνοντας μέχρι τον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό. Έτσι έχουμε: 1) τον Πλατωνισμό, 2) τον Άμεσο Ρεαλισμό, 3) τον Έμμεσο Ρεαλισμό, 4) τον Επιστημονικό Ρεαλισμό. Το καθένα από τα παραπάνω εκφράζουν τον όρο ρεαλισμό με διαφορετικό τρόπο. Στην παρούσα εργασία θα αναλυθεί περισσότερο ο επιστημονικός ρεαλισμός, διότι θα την αντιπαραβάλουμε με τις εργαλειοκρατικές προσεγγίσεις για την επιστήμη. Ο Επιστημονικός ρεαλισμός υποστηρίζει οτι ο σκοπός της επιστήμης είναι να μας δώσει μία κυριολεκτικά αληθή περιγραφή για τον κόσμο και ότι οι καλύτερες (πιο ώριμες) επιστημονικές θεωρίες μας προσφέρουν προσεγγιστικά αληθείς περιγραφές του κόσμου. Επομένως, οι οντότητες που περιγράφουν είναι πραγματικές (πχ. ηλεκτρόνια). Θα διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού, όπως: Α) το επιχείρημα του μη θαύματος: (Νo Μiracle Αrgument, ΝΜΑ): «ο ρεαλισμός είναι η μόνη φιλοσοφία της επιστήμης που δεν καθιστά την επιτυχία της επιστήμης ένα θαύμα». (Putnam, 1975). Β)το επιχείρημα της συναγωγής στη βέλτιστη εξήγηση(Inference to the Best Explanation, IBE): συνίσταται στο ότι από την ικανότητα μιας θεωρίας να προσφέρει την καλύτερη δυνατή εξήγηση των φυσικών φαινομένων έπεται η αλήθεια της. Συνεχίζουμε με τις βασικές μορφές της εργαλειοκρατίας: 1) την εξαλειπτική: οι όροι που δηλώνουν φυσικές μη παρατηρήσιμες οντότητες (θεωρητικοί όροι) , π.χ. ‘ηλεκτρόνιο’, μπορούν να εξαλειφθούν εντελώς από την επιστημονική γλώσσα και 2) την μη εξαλειπτική: δεν είναι σκοπός των επιστημονικών θεωριών να αναζητήσουν κάτι περισσότερο πίσω από τα φαινόμενα είτε αυτά υπάρχουν είτε όχι. Η αντιρεαλιστική θέση του van Fraassen ονομάζεται κατασκευαστικός εμπειρισμός (constructive empiricism)και υποστηρίζει οτι η επιστήμη σκοπεύει να μας δώσει θεωρίες, οι οποίες είναι εμπειρικά επαρκείς και η αποδοχή μιας θεωρίας ενέχει την πεποίθηση μόνο ότι αυτή είναι εμπειρικά επαρκής. Προϋπόθεση της θέσης του είναι η διάκριση παρατηρήσιμου και μη παρατηρήσιμου, η οποία εγείρει ενστάσεις. Από την ανάλυσή μας καταλήγουμε ότι η προσέγγισή του van Fraassen είναι ενδιαφέρουσα γιατί επιχειρεί να αποδώσει συστηματικά τη θέση της μη εξαλειπτικής εργαλειοκρατίας ότι η επιστήμη επιδιώκει να περιγράψει με ακρίβεια τα φαινόμενα χωρίς να μπορεί να αποφανθεί για κάτι βαθύτερο που βρίσκεται πίσω από αυτά. Οπότε, δεν έχει καταφέρει να καταρρίψει την οντολογική θέση του ρεαλισμού ότι υπάρχουν μη παρατηρήσιμες οντότητες. Η προσπάθειά του να αποδείξει τη διάκριση παρατηρήσιμου – μη παρατηρήσιμου ακολουθώντας τον δρόμο του κατασκευαστικού εμπειρισμού τον οδήγησε μάλλον στο να κάνει λήψη του ζητουμένου και άρα σε αδιέξοδο. Βέβαια , κάτι τέτοιο δεν μειώνει την αξία της προσφοράς του van Fraassen, αφού εκείνος είναι εισηγητής μιας νέας θεωρίας και νέων όρων, όπως η εμπειρική επάρκεια, δίνοντας έτσι το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη και έρευνα στο πεδίο της φιλοσοφίας της επιστήμης. / The occasion of this dissertation is the conflict between the scientific realism and instrumentalism with regard to the unobservable entities. Specifically, the aim is to study and evaluate the instrumentalist approach to science, emphasising on the form of instrumentalism supported in the work of Bastian Cornelis van Fraassen (The Scientific Image), the constructive empiricism. The basic questions to be dealt with are:1) What advocates scientific realism? 2)What do we mean when we talk about the instrumentalist approach to science? 3) What is the instrumentalist approach to science in van Fraassen's work? The first part of the thesis deals with the term "realism" setting as a starting point the theory of Ideas of Plato, reaching the modern scientific realism. So we have: 1) Platonism, 2) the Direct Realism, 3) the Indirect Realism, 4) the Scientific Realism. Each of the above-expressing the term "realism" differently. This thesis focus more on the analysis of the scientific realism, because it will be compared with the instrumentalist approaches to science. The Scientific realism argues that the purpose of science is to give us a literally true description of the world and that the best (more mature) scientific theories offer us approximately true descriptions of the world. Therefore, entities that describe is real (eg. electrons). Arguments in favor of the scientific realism are the following: A)the argument of non-miracle (NMA), according to which "realism is the only philosophy of science that does not make the success of science a miracle." (Putnam, 1975). B)the argument of the Inference to the Best Explanation( IBE) is that from the ability of a theory to offer the best possible explanation of natural phenomena follows the truth of a theory. We continue with the basic forms of instrumentalism: 1) the eliminative: the terms that indicate physical unobservable entities (theoretical terms), eg 'electron', can be eliminated completely by the scientific language and 2) the non-eliminative: the aim of the scientific theories is not to seek something more behind the phenomena whether they exist or not. The van Fraassen's antirealistic view called constructive empiricism and it can be classifiable in the non-eliminative instrumentalism. Supports that science aims to give us theories which are empirically adequate and acceptance of a theory involves the belief that this is only empirically adequate. Precondition of his position is the distinction between observable and non-observable, which raises objections. His attempt to distinguish the observable from unobservable seem to have led his to an impasse. Of course, this does not diminish the value of its offer, since he is rapporteur of a new theory and new terms, such as empirical adequacy, thus triggering further study and research in the field of philosophy of science.
9

Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικού

Χατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες. Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει. Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων. Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα: 1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου; 2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου; 3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία); 4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου; 5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών]; 6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου; 7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου; Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς: α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα) β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα) γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας. Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή. Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά". Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective. For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design. The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general. The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production. The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed. The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results. Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy. So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling. The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.

Page generated in 0.0521 seconds