• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 23
  • Tagged with
  • 23
  • 14
  • 5
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Παλαιοπεριβαλλοντική ανάλυση στο δέλτα του ποταμού της Νέδα

Κιρτσίδου, Βαΐα 16 June 2011 (has links)
Στα πλαίσια της πτυχιακής εργασίας με τίτλο « Παλαιοπεριβαλλοντική ανάλυση στο δέλτα του ποταμού της Νέδα», μελετήθηκε ένας πυρήνας γεώτρησης παρμένος από το δέλτα της. Μετά την ιζηματολογική ανάλυση του πυρήνα αυτού, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η θέση μελέτης αποτέλεσε την κοίτη της αύλακας του ποταμού, η οποία στην εξέλιξή της στο χρόνο πληρώθηκε από ιζήματα μετά από διαδοχικά πλημμυρικά επεισόδια και πλέον αποτελεί μέρος της πλημμυρικής πεδιάδας της Νέδα, που συνεχίζει να ρέει έχοντας τώρα μεταναστεύσει πλησίον της θέσης λήψης του πυρήνα. / As part of the graduation project entitled "paleoenvironmental analysis in the delta of the river Neda" we studied a drilling core taken from the delta. After the grain analysis of this core, we concluded that the study location was the riverbed of the river channel, which in the evolution over time, was filled by sediments after a series of flood events and now, is part of the flood plain of Neda, which continues flowing having migrated to the vicinity of the location where the core was taken.
12

Αξιολόγηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την κατασκευή του φράγματος των ποταμών Πείρου-Παραπείρου στο νομό Αχαΐας και εκτίμηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων από τη μελέτη των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον

Δίγκα, Κατερίνα 07 June 2013 (has links)
Τα μεγάλα φράγματα έχουν συχνά επικριθεί για τις αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις τους. Tο είδος και η βαρύτητα των επιπτώσεων ενός φράγματος συνδέονται με το μέγεθος και τα υλικά κατασκευής του, καθώς και με τα χαρακτηριστικά του ποταμού και της υδρολογικής λεκάνης του. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων από την κατασκευή και λειτουργία ενός φράγματος, απαιτείται, όπως και για κάθε τεχνικό έργο, Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), η οποία περιλαμβάνεται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που εκπονείται πριν από το έργο. Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η ολοκληρωμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων τόσο από την κατασκευή των φραγμάτων Βαλμαδούρας και Αστερίου, στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο, όσο και από τη μελλοντική τους λειτουργία. Επί πλέον επιχειρείται συγκριτική αξιολόγηση των επιπτώσεων που κάνει η ΜΠΕ με τη δική μας αξιολόγηση, καθώς και η διερεύνηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων που ανατέθηκαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ στον φορέα εκτέλεσης και λειτουργίας του έργου «Ύδρευση της Πάτρας από τους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο». Κατ΄αρχήν γίνεται σύντομη αναφορά στο θεσμό των ΜΠΕ, ειδική αναφορά στα θέματα που αντιμετωπίζει η ΜΠΕ του έργου κατασκευής των φραγμάτων στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο και ιστορική αναφορά στην εξέλιξη της πορείας του μέχρι σήμερα. Ακολουθεί η περιγραφή των προτεινόμενων έργων βάσει της ΜΠΕ και των τεχνικών χαρακτηριστικών τους. Παρουσιάζονται τα βασικα σημεία της ΜΠΕ, οι επιπτώσεις του έργου και τα μέτρα αντιμετώπισης τους κατά τη ΜΠΕ, καθώς επίσης οι μελέτες αποκατάστασης του περιβάλλοντος που απαιτούνται βάσει αυτής και ακολουθεί η περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης. Με την εργασία πεδίου και τις προσωπικές παρατηρήσεις στα πλαίσια της μελέτης μας, έγινε δυνατή η καταγραφή των αλλαγών και των μέτρων που λαμβάνονται, καταβλήθηκε προσπάθεια να μελετηθούν και αξιολογηθούν οι επιπτώσεις του έργου στο έδαφος, στους υδάτινους πόρους, στη χλωρίδα και πανίδα και γενικότερα αυτές που συντελούν στην οποιαδήποτε υποβάθμιση του οικοσυστήματος, τόσο στην περιοχή των έργων όσο και στα κατάντη, ii μέχρι την εκβολή των ποταμών, ενώ έγινε επίσης εφαρμογή του πλαισίου DPSIR. Για τη δική μας αξιολόγηση, χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιοι παράγοντες με αυτούς της ΜΠΕ, ωστε να συγκριθεί με την αξιολόγηση της ΜΠΕ. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατόν να εντοπιστούν και τονιστούν οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Η εφαρμογή του πλαισίου DPSIR έγινε για πρώτη φορά για τα φράγματα, με σκοπό την καλύτερη ανάλυση των επιμέρους παραγόντων που επιδρούν στα παρόχθια οικοσυστήματα καθώς και στην εκβολή των ποταμών, δημιουργώντας μια κατάσταση όπου η αρνητική τους επιρροή είναι εμφανής. Έγιναν επίσης συναντήσεις και συνεντεύξεις με αρμόδιους φορείς και κατοίκους της περιοχής, και παρουσιάζεται η άποψη τους για την κατασκευή και λειτουργία του έργου. Από τη διερεύνηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων καταγράφονται αυτοί που δεν τηρήθηκαν και τέλος, προτείνονται μέτρα διαχείρισης για την σωστή και ολοκληρωμένη λύση των εντοπισμένων και αναμενόμενων προβλημάτων από την κατασκευή και λειτουργία του τεχνικού έργου. / Large dams have been often criticized for their adverse environmental and social impacts. The kind and severity of the impacts depend on the size and the construction materials, as well as the characteristics of the river and its hydrological basin. In order to cope with the environmental problems caused by the construction and operation of a dam, an Estimation of Environmental Impacts (EEI) is necessary, as for any civil engineering project, which is included in the Environmental Impact Assessment (EIA) conducted before the project’s construction. The present study is an attempt to an integrated estimation and evaluation of the Environmental Impacts from the construction of the Valmadoura and Asteri dams in Peiros and Parapeiros rivers respectively and of their future operation. Additionally, a comparative evaluation of the impacts between the EIA and our own evaluation is attempted, as well as the examination of the Environmental Rules imposed from the Ministry of Environment to the supervising authority for construction and operation of the project "Water supply for Patras from the rivers Peiros and Parapeiros". Primarily, a short reference to the institution of EIA is given, together with a special reference to the problems related to the EIA of the project of the dams’ construction in the rivers Peiros and Parapeiros and to the long history of the progress of this project from its beginning till today. A description of the proposed works follows, according to the EIA and their technical characteristics. The main points of the EIA, are presented, the impacts of the project and measures of mitigating the impacts proposed in the EIA, as well as the assessments for environmental restoration according to the EIA. Finally, a description of the existing situation of natural and human environment in the study area is given. Fieldwork and our own observations in the frame of our study enabled us to record changes and measures taken; we also attempted to study and evaluate the environmental impacts of the project’s works on soil, water resources, flora and fauna and generally these impacts causing any ecosystem degradation in the project application area downwards to the river mouth, while the DPSIR framework was also applicated. iv In order to compare the evaluation of the EIA and our own evaluation, we used the same factors as in the EIA. Thus it became possible to identify and highlight the differences between them. The application of the DPSIR framework was done for the first time for dams, and it was necessary in order to achieve a better analysis of the factors affecting riparian ecosystems down to the river Meetings and interviews with local citizens and relevant authorities and institutions were also organized; their opinions and ideas about the construction and operation of the project are presented. By investigating the implementation of the Environmental Rules, we recorded those which were ignored or not implicated. Finally, new measures for proper management are proposed in order to achieve a right and integrated solution of problems already known or expected to emerge in the course of the construction and operation of the technical project.
13

Οικολογική αξιολόγηση εκβολικών οικοσυστημάτων στον Πατραϊκό κόλπο με τη χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)

Κυριακοπούλου, Νίκη 17 July 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται οικολογική αξιολόγηση των εκβολικών οικοσυστημάτων των ποταμών Εύηνου και Πείρου που εκβάλλουν στον Πατραϊκό κόλπο. Αποτελούν συνδυασμό χερσαίων και υγροτοπικών περιοχών με σημαντική οικολογική αξία και λειτουργίες. Ο Εύηνος σχηματίζει τυπικό δέλτα σε αντίθεση με τον Πείρο, στην περιοχή εκβολής του οποίου οι συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια διαδικασία. Στόχοι της μελέτης ήταν: η καταγραφή και χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων στις επιμέρους περιοχές με τη χρήση των GIS, η μελέτη των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους στη δομή των οικοτόπων, η εκτίμηση της κατάστασης τους με τη βοήθεια δεικτών οικολογικής αξιολόγησης και τελικά, η ανάπτυξη κατάλληλου διαχειριστικού σχεδίου. Για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής προηγήθηκαν επισκέψεις και στα δύο εκβολικά οικοσυστήματα, φωτογραφήσεις, καθώς και συλλογή και προσδιορισμός φυτικού υλικού από τους κυριότερους τύπους βλάστησης. Για την αναγνώριση των τύπων οικοτόπων χρησιμοποιήθηκε ο Τεχνικός Οδηγός Χαρτογράφησης του δικτύου NATURA 2000. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των εξεταζόμενων περιοχών εφαρμόστηκαν τα κριτήρια της ποικιλότητας, φυσικότητας, σπανιότητας, απειλής και δυνατότητας αποκατάστασης στο επίπεδο των οικοτόπων και των συνδυασμών τους σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, εφαρμόστηκε η ανάλυση DPSIR σε επίπεδο λεκάνης απορροής των υπό μελέτη ποταμών, με έμφαση στα εκβολικά τους συστήματα, με τη χρήση 45 δεικτών. Οι τύποι οικοτόπων, η αξιολόγηση με βάση τα κριτήρια και οι πιέσεις-επιπτώσεις σε κάθε περιοχή μελέτης οπτικοποιήθηκαν σε ψηφιακούς χάρτες με τη χρήση των GIS. Καταγράφηκαν 322 taxa στο δέλτα του Εύηνου και 225 taxa στις εκβολές του Πείρου, εκ των οποίων τα 112 είναι κοινά μεταξύ των περιοχών μελέτης. Πραγματοποιήθηκε περιγραφή και χαρτογράφηση 22 φυσικών και 3 ανθρωπογενών τύπων οικοτόπων. Οι κυριότερες αλλοιώσεις που καταγράφηκαν ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ανθρώπινης παρουσίας είναι: η έντονη διάβρωση και οπισθοχώρηση της ακτογραμμής, η επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων εις βάρος των φυσικών και η έντονη ρύπανση των υδάτων. Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι οικότοποι στις δύο περιοχές βρίσκονται σε μια μέτρια έως καλή κατάσταση διατήρησης, με την περιοχή του Εύηνου να λαμβάνει την υψηλότερη βαθμολογία ως προς τα κριτήρια. Το πλαίσιο DPSIR ανέλυσε την επικρατούσα κατάσταση και ανέδειξε τη σοβαρή υποβάθμιση που υφίστανται τα εκβολικά συστήματα. Συμπερασματικά, τα GIS αποτέλεσαν ένα σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο, καθώς επιτρέπουν τη συνεχή καταγραφή των διαχρονικών αλλαγών και την εκτίμηση του βαθμού αλλοίωσης των δύο εκβολικών οικοσυστημάτων με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία τους. / In the present study an ecological evaluation of the estuary ecosystems of the rivers Evinos and Piros flowing into the Gulf of Patras was carried out. They constitute a combination of terrestrial and wetland areas with significant ecological value and functions. Evinos forms a typical delta unlike Piros, in the estuarine region of which the conditions do not favor such a process. The objectives of the study were: the recording and mapping of habitat types in each area with the use of GIS, the study of human activities and their impact on the structure of habitats, the assessment of their state with the use of indicators of ecological value and finally, the development of an appropriate management plan. For the accomplishment of this study visits to both estuarine ecosystems, photography and collection and identification of the plant material from the main vegetation types was performed. For the identification of habitat types the Technical Guide for Mapping of the network NATURA 2000 was used. To assess the ecological status of the areas concerned the criteria of diversity, naturalness, rarity, threat and replaceability were applied, at the level of habitats and their combinations, according to the Directive 92/43/EEC. Moreover, the DPSIR analysis was applied at the basin level of the studied rivers, with emphasis on their estuarine systems. The habitat types, the evaluation based on the criteria and the pressures-impacts on each of the studied areas were visualized into digital maps using GIS. 322 taxa were recorded for the Evinos delta and 225 for the mouth of Piros, of which 112 are common among the study areas. Description and mapping of 22 natural and 3 anthropogenic habitat types was carried out. The main alterations that were recorded as a result of long-term human presence are: the intense erosion and retreat of the coastline, the expansion of cultivated land at the expense of natural one and the strong water pollution. Assessment revealed that the habitats in both regions are at a moderate to good conservation status, with the area of Evinos receiving the highest rating concerning the above criteria. The DPSIR framework analysed the present state and highlighted the serious degradation that occurs in estuaries. In conclusion, the GIS are an important management tool, as they allow the continuous recording of the diachronic changes and the evaluation of the degree of deterioration of both estuary ecosystems in order to conserve and protect them.
14

Μερικοί παράγοντες ελέγχου της γεωμορφογενετικής εξέλιξης του Πηνειού ποταμού στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Ελλάδα

Χαϊδάς, Δημήτρης 27 April 2015 (has links)
Στο πλαίσιο της πτυχιακής εργασίας στο τομέα των γεωμορφικών εξελίξεων εξετάζονται η μελέτη και η περιγραφή της μορφογενετικής εξέλιξης της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης του Πηνειού ποταμού στη Β.Δ. Πελοπόννησο.Ο Πηνειός ποταμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πέμπτο άθλο του Ηρακλή (καθαρισμός των στάβλων του Αυγεία από την κόπρο). Κατά τον μύθο, ο Ηρακλής, αφού γκρέμισε το μαντρότοιχο των στάβλων, εξέτρεψε τα ποτάμια Πηνειό και Αλφειό και καθάρισε τους στάβλους. Ο μύθος έχει συμβολικό χαρακτήρα και συνδέεται κυρίως με την κατασκευή υδραυλικών έργων, την αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και την απαλλαγή της καλλιεργήσιμης γης από τα νερά των ποταμών. Το ποτάμι του Πηνειού βρίσκεται κοντά στο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας, στην ορεινή ΒΑ Ηλεία, στα σύνορα με το Νομό Αχαΐα. Καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στην κορυφή μιας πλαγιάς που καταλήγει απότομα στον Πηνειό ποταμό. Το νεκροταφείο αυτό της Αγίας Τριάδας δηλώνει την ύπαρξη κάποιου μεγάλου μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο Πηνειός ανήκει στη Β.Δ. Πελοπόννησο με τις κύριες πηγές τροφοδοσίας του να πηγάζουν από το όρος Ερύμανθος (2224 μ.) σε υψόμετρο 1000 μ. Έχει συνολικό μήκος 70 χλμ. και η διεύθυνση αποστράγγισης του είναι από ΝΑ προς ΒΔ, όπου και εκβάλει στο Ιόνιο Πέλαγος. Η φυσική ροή του διακόπτεται από την παρουσία μιας τεχνητής λίμνης (ανθρωπογενές έργο) για αρδευτικούς σκοπούς προς το τέλος του μέσου ρου του ποτάμιου συστήματος. Πλησίον του χωριού Κέντρο έχει κατασκευασθεί φράγμα ύψους 50 μ. και μήκους 200 μ., όπου τα νερά του Πηνειού ταμιεύονται στην ομώνυμη τεχνητή λίμνη. Η προαναφερθείσα τεχνητή λίμνη κατασκευάστηκε το 1960 και σήμερα αποτελεί τη μεγαλύτερη λίμνη της Πελοποννήσου. Η λίμνη καλύπτει επιφάνεια 19,9 τ.χλμ. και βρίσκεται ανατολικά της αρχαίας Ήλιδας όπου χρησιμοποιείται για την άρδευση του κάμπου της Ηλείας. Στο μέσο ρου του Πηνειού και συγκεκριμένα στη τεχνητή λίμνη εκβάλουν ακόμη δύο σημαντικοί ποταμοί, ο Λάδωνας και ο Καλφαϊκός ποταμός (δευτερεύοντες πηγές τροφοδοσίας). / As part of the dissertation in the field of geomorphological evolutions are examined the research and the description of the geomorphological evolution in the wider area of the basin in Pineios river in the South West Peloponnisos. Pineios river is inextricably connected with the fifth labor of Hercules (where he had to clean Augeias stables from the dung). According to legend Hercules after he had brought down the walls of the stables he used his might to divert the rivers Pineios and Alfeios so that he could clean the stables. The myth is symbolic and is mainly linked with constructing hydraulic works, drying marshy areas and the discharge of arable land from river water. Near the river is located a mycenaean cemetery of Saint Τrinity in the mountainous north-east Hleia in the borders with Achaia. It occupies a large area on the slope which ends abruptly in Pineios river. This cemetery indicates the existence of the large Mycenaean civilization. Pineios belongs in the north-west Peloponnese with his main power sources to derive from mount Erymanthos (2224 m.) at an altitude of 1000 m. It has a total length of 70 km. and the address drain is from SE to NW where it empties into the Ionian Sea. It's natural flow is interrupted by the presence of an artificial lake (a manmade project) for irrigation purposes at the end of the middle reaches of the river system. Near the village Kentro a dam has been constructed 50 m. tall and 200 m. long, where the water of the river gathers in the homonymous artificial lake. This artificial lake was made in 1960 and today is the largest lake in Peloponnese. The lake covers an area of 19,9 km2 and is located east of ancient Hlida, where it is used to irrigate the plains of Hleia. In the middle reaches of Pineios and specifically in the artificial lake flow into two other major rivers, Ladwnas kai Kalfaikos river (secondary power sources).
15

Προσδιορισμός παρασιτοκτόνων και φαρμακευτικών ουσιών στο υδατικό σύστημα του ποταμού Αχελώου και μελέτη της φωτολυτικής και φωτοκαταλυτικής διάσπασης επιλεγμένων ρύπων

Σταμάτης, Νικόλαος 07 May 2015 (has links)
Η ανθρώπινη δραστηριότητα (γεωργική, βιομηχανική, αστική κ.α.) καθώς και η διαχείριση των λυμάτων στις μονάδες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων (ΜΕΥΑ) επηρεάζουν τα επιφανειακά και υπόγεια υδατικά συστήματα όπως ποτάμια, λίμνες, λιμνοθάλασσες, θάλασσες κ.α. αποτελούν σημαντικές πηγές ρύπανσης και επιφέρουν επιπτώσεις στα οικοσυστήματα αυτά. Η μεταφορά, η κατανομή και η απομάκρυνση των οργανικών μικρορύπων όπως είναι τα παρασιτοκτόνα, οι φαρμακευτικές ενώσεις, οι ενώσεις που περιέχονται στα προϊόντα προσωπικής φροντίδας, κ.α., καθώς και οι μεταβολίτες τους, αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο συστηματικής έρευνας προκαλώντας το ενδιαφέρον τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και της κοινωνίας γενικότερα. Ο ποταμός Αχελώος (η κατώτερη λεκάνη απορροής του), που βρίσκεται στην Δυτική Ελλάδα καθώς και η μονάδα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων (ΜΕΥΑ) της πόλης του Αγρινίου της οποίας τα επεξεργασμένα λύματα απορρίπτονται σε αυτόν, αποτελεί την περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής. Πρόκειται για ένα υδατικό σύστημα υψηλής περιβαλλοντικής σημασίας αφού συνδέεται με τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία καθώς και με τις λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού. Επιπροσθέτως, το δέλτα του ποταμού προστατεύεται από διεθνείς περιβαλλοντικές συνθήκες (Ramsar και Natura 2000). Η κατώτερη λεκάνη απορροής του Αχελώου περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούμενης γης (πεδιάδες Αγρινίου και Νεοχωρίου-Κατοχής). Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι: (α) η μελέτη των επιπέδων των συγκεντρώσεων της μεταβολής (χρονικής και χωρικής) και των επιπτώσεων παρασιτοκτόνων, φαρμακευτικών ενώσεων που ανήκουν σε διαφορετικές χημικές ομάδες και οργανικών ενώσεων προϊόντων προσωπικής φροντίδας στον ποταμό Αχελώο, (β) η απομάκρυνσή τους από την μονάδα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων της πόλης του Αγρινίου, (γ) η μελέτη των επιπέδων ρύπανσης από τα επεξεργασμένα λύματα που καταλήγουν στον Αχελώο, (δ) η φωτολυτική και φωτοκαταλυτική αποικοδόμηση (κινητική, μηχανισμοί αποικοδόμησης, σχηματισμός παραπροϊόντων) επιλεγμένων οργανικών ενώσεων από τις παραπάνω ομάδες (του παρασιτοκτόνου tebuconazole και της βακτηριοκτόνου triclosan) στην υδατική φάση (απεσταγμένο νερό και επεξεργασμένα λύματα) ως εναλλακτική τεχνολογία επεξεργασίας για την μείωση των επιπέδων ρύπανσης από τις μονάδες βιολογικού καθαρισμού. Αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν πολυ-υπολειμματικές μεθοδολογίες προσδιορισμού των παρασιτοκτόνων και φαρμακευτικών ενώσεων σε δείγματα από τον ποταμό Αχελώο και από την ΜΕΥΑ του Αγρινίου. Η μεθοδολογία περιελάμβανε την απομόνωση των ενώσεων με την τεχνική της υγρής-στερεάς εκχύλισης και τον προσδιορισμό τους με τεχνικές αέριας χρωματογραφίας. Επιλέχτηκαν 32 ενώσεις παρασιτοκτόνων και μεταβολιτών τους (alachlor, atrazine, atrazine desethyl, EPTC, s-metolachlor, simazine, trifluralin, azinphos methyl, chlorpyrifos, chlorpyrifos methyl, chlorfenviphos, diazinon, dichlorvos, dimethoate, fenthion, fenthion sulfoxide, malaoxon, methidathion, methyl parathion, cyproconazole, pyrimethanil, triadimefon, pirimiphos methyl, isoproturon, diuron, carbofuran, quinalphos, triazophos, phosalone, pyrazophos, penconazole, tebuconazole) σύμφωνα με προηγούμενες και σύγχρονες χρήσεις τους στην λεκάνη απορροής του ποταμού Αχελώου. Για την ανίχνευση και την ποσοτικό προσδιορισμό τους χρησιμοποιήθηκε η αέρια χρωματογραφία με ανιχνευτή θερμοϊονισμού φλόγας (GC-FTD) και με φασματομετρία μάζας (GC-MS). Επίσης, έγινε επιλογή 12 φαρμακευτικών ενώσεων και μεταβολιτών τους (salicylic acid, paracetamol, clofibric acid, ibuprofen, phenazone, gemfibrozile, triclosan, naproxen, diclofenac, carbamazepine, caffeine, fenofibrate) σύμφωνα με τα δεδομένα ανίχνευσης και επιπέδων συγκέντρωσης που έχουν καταγραφεί στην Ευρώπη και σε ελάχιστες μελέτες για τον Ελλαδικό χώρο. Για την ανίχνευση και την ποσοτικό προσδιορισμό τους χρησιμοποιήθηκε επίσης αέρια χρωματογραφία με φασματομετρία μάζας (GC-MS). Η χωρική και χρονική διακύμανση των συγκεντρώσεων των παρασιτοκτόνων παρακολουθήθηκε από τον Μάρτιο του 2005 έως τον Φεβρουάριο του 2008. Η χρονική περίοδος δειγματοληψίας περιλαμβάνει ένα έτος πριν την κατάργηση της καλλιέργειας του καπνού, η οποία έγινε σταδιακά από 1/1/2006 μετά την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) σχετικά με τις καλλιέργειες καπνού, και δύο έτη μετά με συνέπεια οι αλλαγές στις γεωργικές χρήσεις γης να εμφανίσουν σημαντικές επιδράσεις στις εισροές παρασιτοκτόνων στον ποταμό Αχελώο. Τις μεγαλύτερες συχνότητες ανίχνευσης εμφάνισαν από τα εντομοκτόνα τα diazinon (78.6%) και fenthion (52.6%), από τα ζιζανιοκτόνα τα DEA (69.3%) και alachlor (50%) και από τα μυκητοκτόνα τα pyrimethanil (67,3%) και tebuconazole (44,7%). Η στατιστική ανάλυση των συγκεντρώσεων των ανιχνευθέντων παρασιτοκτόνων ανέδειξε σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις την περίοδο εφαρμογής τους, δηλαδή την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, καθώς και μια αυξητική τάση κατά μήκος του ποταμού προς τα σημεία δειγματοληψίας που βρίσκονται στο δέλτα του ποταμού. Διαπιστώθηκε επίσης μείωση των μέσων τιμών των συγκεντρώσεων των παρασιτοκτόνων τα έτη 2006 και 2007 σε σχέση με το 2005 αποδεικνύοντας ότι η κατάργηση της καλλιέργειας του καπνού και η αλλαγή καλλιεργειών είχε σημαντική επίδραση στα επίπεδα ρύπανσης του ποταμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε και από την εκτίμηση του κινδύνου που υπολογίστηκε ξεχωριστά για κάθε έτος δειγματοληψίας με την προσδιοριστική μέθοδο του πηλίκου κινδύνου (Risk Quotient). Έτσι, το 2005 έξι παρασιτοκτόνα εμφάνισαν υψηλή επικινδυνότητα, ενώ το 2007 μόλις ένα. Η παρουσία και η απομάκρυνση των παρασιτοκτόνων από τη μονάδα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων του Αγρινίου μελετήθηκε για χρονική περίοδο δεκατεσσάρων μηνών (Απρίλιος 2007-Μάιος 2008). Τα ζιζανιοκτόνα isoproturon, atrazine και ο μεταβολίτης DEA, alachlor, τα μυκητοκτόνα tebuconazole και cyproconazole και τα εντομοκτόνα diazinon, methidathion, chlorfenviphos και chlorpyriphos εντοπίστηκαν πιο συχνά στα δείγματα εισροής και εκροής. Οι εποχιακές διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν για τα περισσότερα παρασιτοκτόνα δείχνουν ότι στο παντοροϊκό σύστημα της μονάδας επεξεργασίας υγρών αποβλήτων καταλήγουν τα υπολείμματα των παρασιτοκτόνων από τις γεωργικές εφαρμογές στην περιαστική περιοχή καθώς και από την καταπολέμηση των παρασίτων στην πόλη, με υψηλότερες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου κύριας εφαρμογής τους από τα μέσα Μαρτίου έως τα τέλη Ιουνίου. Εξαίρεση στην παραπάνω τάση παρατηρήθηκε στα μυκητοκτόνα της κατηγορίας των υποκατεστημένων αζολών, εκτός του triadimefon, όπου ανιχνεύσεις καταγράφηκαν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του έτους, λόγω της χρήσεις τους ως συντηρητικά-βιοκτόνα σε επιφάνειες και επιχρίσματα. Μελετήθηκε επιπρόσθετα το ποσοστό της απομάκρυνσης των παρασιτοκτόνων κατά τα στάδια της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων. Η % απομάκρυνση συνολικά για όλα τα στάδια της επεξεργασίας, για τα ζιζανιοκτόνα κυμάνθηκε από 65% έως 77%, για τα alachlor και trifluralin αντίστοιχα, ενώ για το DEA έφτασε το 82%, για τα εντομοκτόνα κυμάνθηκε μεταξύ 62% και 98% για τα chlorfenviphos και dichlorvos, αντίστοιχα ενώ από όλα τα μυκητοκτόνα, το triadimefon εμφάνισε την μεγαλύτερη μέση απομάκρυνση (93%) και το pyrimethanil την μικρότερη (46%). Γενικά, η πρωτοβάθμια επεξεργασία στην ΜΕΥΑ δεν συμβάλει σημαντικά στην απομάκρυνση των παρασιτοκτόνων από τα υγρά λύματα, ενώ η τριτοβάθμια είναι αποτελεσματική για ένα μικρό αριθμό παρασιτοκτόνων. Αναδείχτηκε ότι μια σημαντική πηγή εισόδου παρασιτοκτόνων στον ποταμό Αχελώο αποτελούν και οι εκροές από την ΜΕΥΑ του Αγρινίου, αφού μόνο μερικές από αυτές τις ενώσεις απομακρύνονται σε υψηλά ποσοστά κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας των αποβλήτων. Με στόχο την διερεύνηση της ρύπανσης του ποταμού Αχελώου από τις 12 επιλεχθέντες φαρμακευτικές ουσίες, έγιναν μηνιαίες δειγματοληψίες για χρονικό διάστημα ενός έτους ή 14 μηνών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, το salicylic acid, η paracetamol, το carbamazepine και η caffeine ανιχνεύθηκαν στο 100 % των δειγμάτων, ενώ η υψηλότερη συγκέντρωση που ανιχνεύθηκε ήταν 350,13 ng/L για την paracetamol. Σύμφωνα με την στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων δεν παρατηρήθηκαν εποχιακές διαφορές στις μέσες τιμές των συγκεντρώσεων των φαρμακευτικών ενώσεων. Αντίθετα, για την χωρική κατανομή τους παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά (Ρ<0,050) για το σημείο δειγματοληψίας, που βρίσκεται μετά την έξοδο της ΜΕΥΑ της πόλης του Αγρινίου για το σύνολο των ενώσεων που μελετήθηκαν. Τέλος, πραγματοποιήθηκε η εκτίμηση του κινδύνου για δύο σενάρια: της γενικής (RQm) και της ακραίας υπόθεσης (RQex) όπου η διάμεση και η μέγιστη συγκέντρωση που προσδιορίστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του πηλίκου κινδύνου. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν και για τα δύο σενάρια ότι μόνο το triclosan εμφανίζει υψηλή επικινδυνότητα ενώ οι υπόλοιπες ενώσεις εμφανίζουν χαμηλή ή μέτρια επικινδυνότητα. Τα επίπεδα συγκέντρωσης της ομάδας των φαρμακευτικών ουσιών καθώς και η απομάκρυνσή τους από τη ΜΕΥΑ του Αγρινίου εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια μιας δεκατετράμηνης δειγματοληψίας. Οι περισσότερες από αυτές (salicylic acid, clofibric acid, paracetamol, caffeine, gemfibrozil, triclosan, diclofenac και carbamazepine) ανιχνεύτηκαν σε ποσοστό 100% των αναλυθέντων δειγμάτων. Οι υψηλές συχνότητες ανίχνευσης οφείλονται είτε στην συχνή τους κατανάλωση (π.χ. salicylic acid, clofibric acid, paracetamol, caffeine και gemfibrozil), είτε στα μικρά ποσοστά απομάκρυνσής τους κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας στη ΜΕΥΑ (π.χ. carbamazepine), είτε και στους δύο παραπάνω λόγους (π.χ. triclosan και diclofenac). Οι μέσες τιμές απομάκρυνσης των φαρμακευτικών ενώσεων από τη ΜΕΥΑ υπολογίστηκαν μεταξύ 46,3% και 96,8%, με τις υψηλότερες τιμές να καταγράφονται για το naproxen (96,8%) και την caffeine (96%) ενώ οι χαμηλότερες για το carbamazepine (46,3%) και το triclosan (63,2%). Κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών παρατηρήθηκαν μικρότερες μέσες τιμές απομάκρυνσης λόγω των χαμηλότερων θερμοκρασιών αλλά και λόγω των βροχοπτώσεων που προκαλούν αραίωση από τη μια και μικρότερους υδραυλικούς χρόνους παραμονής των λυμάτων στη ΜΕΥΑ από την άλλη. Μελετήθηκε η φωτολυτική και φωτοκαταλυτική αποικοδόμηση (κινητική, μηχανισμοί αποικοδόμησης, σχηματισμός παραπροϊόντων) επιλεγμένων οργανικών ενώσεων από τις παραπάνω ομάδες (του παρασιτοκτόνου tebuconazole και της βακτηριοκτόνου triclosan) στην υδατική φάση (απεσταγμένο νερό και επεξεργασμένα λύματα) ως εναλλακτική τεχνολογία επεξεργασίας για την μείωση των επιπέδων ρύπανσης από τις μονάδες βιολογικού καθαρισμού. Το tebuconazole επιλέχθηκε λόγω της μεγάλης εφαρμογής του τα τελευταία χρόνια σε γεωργικές και αστικές χρήσεις, της μικρής του απομάκρυνσης κατά την επεξεργασία των υγρών αποβλήτων στη ΜΕΥΑ και της μεγάλης ανθεκτικότητάς του στο περιβάλλον. Το triclosan παρόλο που δεν ανιχνεύτηκε σε μεγάλες συγκεντρώσεις, επιλέχθηκε επειδή είναι η μόνη από τις φαρμακευτικές ενώσεις που μελετήθηκαν που εμφανίζει υψηλή επικινδυνότητα για το περιβάλλον ,καθώς επίσης και λόγω της χημικής του δομής, που είναι παρόμοια και μπορεί να είναι πρόδρομη με ιδιαίτερα τοξικές ενώσεις όπως τα πολυχλωριωμένα φουράνια και οι διοξίνες. Επιδεικνύει ανθεκτικότητα στην αποικοδόμησή του ενώ αποδεδειγμένα προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή σε έμβια όντα. Ως πρώτος στόχος της μελέτης της φωτοκαταλυτικής αποικοδόμησης ήταν η διερεύνηση των βασικών πειραματικών παραμέτρων που επιδρούν στο ρυθμό και την απόδοση της φωτοκαταλυτικής οξείδωσης (συγκέντρωση του καταλύτη, αρχική συγκέντρωση του ρύπου, ένταση της ακτινοβολίας) και η εύρεση των βέλτιστων συνθηκών για τη μέγιστη φωτοκαταλυτική δραστικότητα με τη χρήση Κεντρικού Σύνθετου Πειραματικού Σχεδιασμού (Central Composite Design, CCD) και μεθοδολογία απόκρισης επιφανείας. Εν συνεχεία μελετήθηκε η κινητική της αποικοδόμησής τους σε διάφορες πειραματικές συνθήκες, η εκτίμηση του βαθμού ανοργανοποίησης των ρύπων και τέλος η μελέτη του μηχανισμού της αποικοδόμησής τους. Τα πειράματα της φωτόλυσης και της φωτοκατάλυσης πραγματοποιήθηκαν σε φωτο-αντιδραστήρα με χρήση οργανολογίας (SUNTEST XLS+, ATLAS) που προσομοιώνει την ηλιακή ακτινοβολία. Ο ποσοτικός προσδιορισμός των tebuconazole και triclosan για τη μελέτη της κινητικής της αντίδρασης διάσπασης σε υδατικά διαλύματα πραγματοποιήθηκε με υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC). Στα δείγματα που λαμβάνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα εκτός από τη συγκέντρωση του ρύπου, προσδιορίζονταν και ο ολικός οργανικός άνθρακας (TOC) καθώς και οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ιόντων που προκύπτουν από την διάσπαση της μητρικής ένωσης με τη χρήση ιοντικού χρωματογράφου. Επίσης, για την διερεύνηση του μηχανισμού των αντιδράσεων της φωτοκαταλυτικής διάσπασης των επιλεχθέντων ρύπων έγινε κινητική μελέτη με τη χρήση παρεμποδιστών ενώ παράλληλα προσδιορίστηκαν τα ενδιάμεσα προϊόντα της διάσπασής τους με ταυτοποίηση τους σε αέριο χρωματογράφο με φασματοσκοπία μάζας (GC-MS). Από τα αποτελέσματα των πειραμάτων του Κεντρικού Σύνθετου Πειραματικού Σχεδιασμού (CCD), οι βέλτιστες συνθήκες για την αποδόμηση του tebuconazole βρέθηκαν να είναι Cteb=1ppm, CTiO2=550ppm, I=650W/m2 ενώ για το triclosan Ctric=1ppm, CTiO2=550ppm, I=700W/m2. Στις βέλτιστες συνθήκες πραγματοποιήθηκαν τα πειράματα κινητικής μελέτης με ή χωρίς παρεμποδιστές, μελέτης των ενδιάμεσων προϊόντων της φωτοκαταλυτικής τους διάσπασης καθώς και της ανοργανοποίησής τους. Η διάσπαση των ρύπων ακολούθησε κινητική ψευδό-πρώτης τάξης. Τα αποτελέσματα από τα πειράματα κινητικής με χρήση παρεμποδιστών κατέδειξαν ότι η φωτοκαταλυτική αποικοδόμηση του tebuconazole λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω των ελευθέρων ριζών υδροξυλίου και με μικρότερη συμμετοχή και των θετικών οπών. Αντίστοιχα, για το triclosan η φωτοκαταλυτική αποικοδόμηση λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω ελευθέρων ριζών υδροξυλίου. Σχεδόν πλήρης ανοργανοποίηση επιτυγχάνεται μετά το τέλος της φωτοκαταλυτικής διεργασίας για το triclosan, ενώ για το tebuconazole, το άζωτο προσδιορίστηκε στο 80% της θεωρητικά αναμενόμενης ποσότητάς του που απελευθερώνεται στο διάλυμα με τη μορφή ΝΟ3- και ΝΟ2-, γεγονός που υποδηλώνει ότι είτε τα τελικά οργανικά προϊόντα διάσπασης του tebuconazole (αζολικοί δακτύλιοι) απαιτούν μεγάλους χρόνους ακτινοβόλησης για την αποικοδόμησή τους είτε ότι σχηματίζεται ελεύθερο Ν2 μετά τη διάνοιξη του αζολικού δακτυλίου. Τέλος, μετά την ανίχνευση και ποσοτικοποίηση των ενδιαμέσων προϊόντων των αντιδράσεων της φωτοκαταλυτικής διάσπασης των δύο ρύπων προτάθηκαν οι μηχανισμοί αποικοδόμησής τους σε υδατικά συστήματα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της φωτοκαταλυτικής οξείδωσης των δύο ρύπων-μοντέλων που μελετήθηκαν στην παρούσα διατριβή η εφαρμογή της φωτοκατάλυσης σε ευρύτερη κλίμακα και σε πραγματικά υδατικά απόβλητα και συστήματα επεξεργασίας φυσικών νερών είναι μια γρήγορη και πολύ αποδοτική τεχνολογία επεξεργασίας οργανικών μίκρο-ρύπων. Απαιτείται όμως έλεγχος και βελτιστοποίηση των διαφόρων παραμέτρων που επιδρούν στην απόδοση της διεργασίας και η χρήση ηλιακής ακτινοβολίας, ώστε η εφαρμογής της να είναι πιο εφικτή τόσο από οικονομική όσο και περιβαλλοντική άποψη. Επιπλέον, η δυνατότητα συνδυασμού της μεθόδου αυτής με άλλες μεθόδους επεξεργασίας, βιολογικές ή/και φυσικοχημικές, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πιο ολοκληρωμένη και οικονομική λύση σε προβλήματα περιβαλλοντικής ρύπανσης, σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια και τις απαιτήσεις. / Human activities (agricultural, industrial, urban, etc.) and wastewater disposal in sewage treatment plants affect surface and ground water bodies such as rivers, lakes, lagoons, sea waters etc., consisting major pollution sources leading to significant negative impacts on ecosystems. The transportation, distribution and elimination of organic micropollutants, such as pesticides, pharmaceutical and personal care products compounds, etc., and their metabolites has been the subject of systematic research in recent decades, arousing a great interest for both the scientific community and modern societies. The lower part of Acheloos River basin, located in Western Greece, and the wastewater treatment plant (WWTP) of Agrinio city, the effluents of which discharge into the river, are selected to be studied in the present thesis in order to monitor the occurrence, patterns and effects of organic micropollutants such as pesticides and pharmaceutical compounds in the sewage-impacted river as well as the removal of such pollutants using conventional (WWTP) and alternative advanced oxidation (photocatalysis) technologies. Acheloos River is one of the most important water resources in Greece with a great environmental significance since it is connected with the lakes Trichonida, Lysimachia and the Messolonghi and Etoliko lagoons. In addition, river's delta is protected by international environmental conventions (Ramsar and Natura 2000). The lower basin Acheloos includes large areas of cultivated land (Agrinio and Neochori-Katochi plains). The aims of the present study were the study of: (a) the occurrence and patterns (temporal and spatial distribution), of selected pesticides, pharmaceutical compounds and personal care products, belonging to different chemical groups in Acheloos River as well as the assessment of the environmental risk associated with their levels in river waters; (b) the occurrence and the removal rates along the secondary and tertiary treatments in the wastewater plant of Agrinio city; (c) the pollution levels from wastewater discharges into Acheloos River; (d) the photolytic and photocatalytic degradation (kinetic studies, degradation mechanisms, by-products formation, mineralization) of selected model compounds (pesticide tebuconazole and antimicrobial triclosan) within the detected micro-pollutants in different water substrates (distilled water and treated wastewater) as an alternative treatment technology for the reduction of pollution levels of the sewage treatment plants. For the achievement of the above aims and objectives two multi-residue methods have been developed and applied for the determination of pesticide and pharmaceutical compounds in water samples sampled from the river and the influent and effluents of WWTP. The analytical method included the isolation of compounds from the water matrices using solid phase extraction and the qualitative and quantitative determination by gas chromatography techniques using selective detectors (FTD) and mass spectrometry. Thirty-two pesticides including metabolites were selected (i.e. alachlor, atrazine, atrazine desethyl, EPTC, s-metolachlor, simazine, trifluralin, azinphos methyl, chlorpyrifos, chlorpyrifos methyl, chlorfenviphos, diazinon, dichlorvos, dimethoate, fenthion, fenthion sulfoxide, malaoxon, methidathion, methyl parathion, cyproconazole, pyrimethanil, triadimefon, pirimiphos methyl, isoproturon, diuron, carbofuran, quinalphos, triazophos, phosalone, pyrazophos, penconazole, tebuconazole) according to previous and current agricultural and urban uses in the basin river. In addition, twelve pharmaceutical compounds and metabolites (i.e. salicylic acid, paracetamol, clofibric acid, ibuprofen, phenazone, gemfibrozil, triclosan, naproxen, diclofenac, carbamazepine, caffeine, fenofibrate) were chosen according to the occurrence and data reported in the open literature for other water bodies in Europe and few studies in Greece. Gas chromatography mass spectrometry (GC-MS) was also used for the detection and the quantification of pharmaceutical compounds. Spatial and temporal variations in pesticide concentrations were monitored during the period March 2005 - February 2008. Sampling period began one year before the restrictions imposed in tobacco cultivation (from 1/1/2006), the main agricultural activity in the area, within the framework of Common Agricultural Policy, and lasted two years after the restriction in order to reveal probable changes in pesticide uses and inputs to the river flow. The most frequently detected pesticides within the monitoring period were diazinon (78.6%) and fenthion (52.6%), from the group of insecticides, DEA (69.3%) and alachlor (50%) from the group of herbicides and pyrimethanil (67.3%) and tebuconazole (44.7%) from the group of fungicides. Statistical analysis of the detected pesticide concentrations showed significantly higher concentrations during the spring and early summer coinciding frequently with the application periods, and an increasing trend along the river flow with the sampling sites located in the river's delta presenting the higher concentration levels. It was also found that mean concentrations of pesticides in years 2006 and 2007 were lower compared with the year 2005 proving that the restrictions of tobacco cultivation and changes in land uses had a significant effect on Acheloos River pesticide pollution levels. This is further confirmed by conducting the risk assessment for each year of the sampling period using the risk quotient method. Six pesticides showed high risk, in 2005 while just one in 2007. The occurrence and the removal of pesticides from the wastewater treatment plant of Agrinio were studied for a period of fourteen months (April 2007-May 2008). The herbicides isoproturon, atrazine and its metabolite DEA, alachlor, the insecticides diazinon, methidathion, chlorfenviphos and chlorpyriphos and the fungicides tebuconazole, cyproconazole were the most frequently detected in influent and effluent samples. Seasonal variations for the majority of pesticides showed that pesticide inputs in wastewater treatment plant from agricultural cultivations in the suburban area and pesticides control in the city, presented higher concentrations during the main period of applications from mid-March to late June. Fungicides belonging to the chemical group of substituted azoles were the exception to the above trend, except triadimefon, and were detected for longer periods during the year because of their uses as preservatives-biocides to surfaces and coatings of buildings. Additionally, the removal rates of pesticides during secondary and tertiary treatment of the WWTP were studied. Mean removal rates (%) after primary and secondary treatment ranged between 31% for pyrimethanil to 97% for dichlorvos. Mean cumulative removals (%) for the whole treatment ranged between 46% pyrimethanil to 93% for triadimefon. Generally, primary treatment in WWTP did not remove significantly pesticides from wastewater, while tertiary treatment was effective for a small number of pesticides. Based on the results of the pesticide occurrence and removal rates, the WWTP of Agrinio city should be considered as a significant point source of pesticides in Acheloos River. The occurrence and the removal of pharmaceuticals along wastewater treatment plant of Agrinio were also studied for the same sampling period (April 2007-May 2008). Most of the analyzed compounds (salicylic acid, clofibric acid, paracetamol, caffeine, gemfibrozil, triclosan, diclofenac and carbamazepine) were detected in 100% of the samples. The observed high detection frequencies were associated either to their frequent consumption (e.g. salicylic acid, clofibric acid, paracetamol, caffeine and gemfibrozil), or low elimination during treatment (e.g. carbamazepine), or both of the above reasons (e.g. triclosan and diclofenac). The highest mean removals after tertiary treatment were measured for naproxen (96.8%), caffeine (96%) and ibuprofen (92.3%), (except phenazone removals were not determined due to the low frequency of detection), while the lowest for carbamazepine (46.3%) and triclosan (63.2%). Between secondary and tertiary treatment mean removal efficiencies ranged from 18.3% for carbamazepine to 67.4% for naproxen. Lower mean removal rates were determined during winter probably due to low temperatures and high rainfall, causing dilution and lower hydraulic residence times in WWTP. Regarding the occurrence of pharmaceutical compounds along the river flow salicylic acid, paracetamol, carbamazepine and caffeine were detected in 100% of samples analyzed, while the highest detected concentration was 350,13 ng/L, recorded for paracetamol. Statistical analysis did not revealed seasonal differences in mean concentrations of pharmaceutical compounds. In contrary, spatial distribution showed statistically significant difference (P <0.050) for the sampling station located afterwards the discharge of WWTP for all studied compounds. Finally, risk assessment was estimated using the risk quotient method for different scenarios: the general (RQm) and extreme (RQex), where median and maximum concentrations were used respectively. The obtained results using both scenarios revealed that only triclosan exhibited high risk while the rest of the compounds presented low or moderate risk. Photolytic and photocatalytic degradation (kinetic studies, degradation mechanisms, by-products formation, mineralization) of the pesticide tebuconazole and the antibacterial compound triclosan were studied in different aqueous matrices (distilled water and treated wastewater) Tebuconazole was chosen due to its wide application in recent years in agricultural and urban uses, low removal efficiency during treatment in WWTP and high persistence in aquatic environment. Although triclosan was not extensively detected, it was selected due to the high risk determined, and because of its chemical structure, which is similar to highly toxic compounds such as polychlorinated furans and dioxins and may be a precursor for the formation of them. Triclosan exhibited also resistance to degradation and causes endocrine disruption in living organisms. Photolysis of tebuconazole was a very low process, thus the environmental significance for the degradation of tebuconazole is considered negligible. On the contrary, significant photolysis rates were determined for triclosan with half lives of about 7 days using mean solar irradiance intensity for Greece. Primary goal of the photocatalytic study was to explore experimental parameters of photocatalytic degradation that affect the rate and efficiency of oxidation reaction (catalyst concentration, initial pollutant concentration, radiation intensity) and to find the optimum conditions for maximum photocatalytic activity, using Central Composite Design (CCD) and response surface methodology. The kinetics of the photocatalytic degradation and the degree of mineralization were studied in different experimental conditions. Photolytic and photocatalytic experiments were performed using SUNTEST XLS+ instrument, from ATLAS, simulating solar radiation. Quantification of tebuconazole and triclosan for the kinetic studies in aquatic solutions was carried out by high performance liquid chromatography (HPLC). Samples taken periodically during photocatalytic process were filtered and analyzed for determining the concentration of the pollutant, the concentration of total organic carbon (TOC) using a TOC instrument, as well as the concentration of inorganic ions resulting from the decomposition of the parent compound using ion chromatography. The determined optimum experimental conditions using CCD and RSm methodologies were Cteb=1 ppm, CTiO2=550 ppm, I=650 W/m2 for tebuconazole and Ctric=1 ppm, CTiO2=550 ppm, I=700 W/m2 for triclosan. Degradation kinetics of both pollutants followed pseudo-first order model. In order to investigate the major reactive species taking part of the photocatalytic degradation mechanism of the selected pollutants, kinetic studies using scavengers were conducted, while by-products were identified by means of gas chromatography-mass spectrometry (GC-MS). Kinetic experiments using scavengers showed that the photocatalytic degradation of tebuconazole occurred primarily via hydroxyl radical and to a lesser extent by positive holes. Triclosan photocatalytic degradation took place mainly through hydroxyl radicals. Almost complete mineralization was achieved for triclosan, while for tebuconazole, more than 80% of the theoretically expected amount of nitrogen was determined as NO3- and NO2-, suggesting either that the final organic decomposition products of tebuconazole require longer irradiation times for degradation or that free N2 was formed during degradation of azole rings. Finally, the mechanisms of the photocatalytic degradation of both compounds were proposed based on the detection and semi-quantification of by-products performed by gas chromatography-mass spectrometry. According to the results obtained for the photocatalytic oxidation of the two model-pollutants, photocatalysis could be a very fast and efficient treatment technology for the removal of organic micro-pollutants from real wastewaters and natural waters. However, before implementation it is necessary to control and optimize various parameters that affect the efficiency of process such as the catalyst loading, the intensity of solar radiation etc., in order to be more feasible both economically and environmentally. Moreover, the possibility of combining this method with other conventional biological and/or physicochemical methods of treatment, could result in a more integrated and cost-effective solution for environmental pollution problems in accordance with modern standards and requirements.
16

Ανθρώπινες επιδράσεις στο αβιοτικό περιβάλλον και τη βλάστηση του κάτω μέρους του Εύηνου ποταμού / Human effects in the abiotic environment and the vegetation of down part of Evinos river

Ανδριόπουλος, Γεώργιος 28 June 2007 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως στόχο την καταγραφή και την ερμηνεία των επιπτώσεων των ανθρώπινων επιδράσεων στο αβιοτικό περιβάλλον και τη βλάστηση του κάτω μέρους του Εύηνου ποταμού και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη διατάραξη της φυσιολογικής του ισορροπίας, με σκοπό την βέλτιστη διαχείρισή του στο μέλλον. Τέλος, στοχεύει στη δημιουργία ενός οικολογικού μοντέλου λειτουργίας του ποταμού. / The present thesis aims at as the recording and the interpretation of repercussions of human effects in the abiotic environment and the vegetation of down part of Evinos river and the export of conclusions on the perturbation of his physiologic balance, aiming at his most optimal management in the future. Finally, it aims in the creation of ecological model of operation of river.
17

Συμβολή στη δημιουργία ενός προτύπου κατανομής της παρόχθιας βλάστησης και χλωρίδας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδος. / Contribution to the creation of a distribution model of the riparian vegetation and flora of the rivers of Western Greece.

Καράγιαννη, Παναγιώτα 29 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν εννέα συνολικά ποτάμια της Δυτικής Ελλάδος (ΒΔ Ελλάδα, Πελοπόννησος). Έγινε καταγραφή των τύπων οικοτόπων κατά μήκος των ποταμών και περιγραφή της χλωριδικής σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων τους. Μετά από σύγκριση, συνδυασμό και επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ένα θεωρητικό πρότυπο ποταμού. Στο πρότυπο αυτό παρουσιάζεται η κατά μήκος διάταξη των παρόχθιων τύπων οικοτόπων στις τρεις γεωμορφολογικές ενότητες ενός ποταμού (άνω ρους, μέσος ρους, κάτω ρους) όπως αυτή αναμένεται να παρατηρηθεί σε ένα αδιατάρακτο ποτάμιο οικοσύστημα. Προς εφαρμογή του παραπάνω προτύπου επιλέχθηκε ένα έντονα διαταραγμένο ποτάμι της Πελοποννήσου, ο Πάμισος. Εκτιμάται κατά πόσο το παραπάνω ποτάμι αποκλίνει από το θεωρητικό πρότυπο. Αναλύονται τα προβλήματα της περιοχής και προτείνεται μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση και προστασία των σημαντικών τύπων οικοτόπων. / In the present study nine rivers of W. Greece (North-West Greece, Peloponnese) were studied. Habitat types along these rivers were identified and recorded. The floristic composition of the plant communities of the rivers’ habitats was described. After comparison, combination and processing of data we resulted in a theoretical model of a river. In this model the succession of riparian habitat types along the three geomorphological units (upper, middle and lower watercourse) is presented as this is expected to be observed in an undisturbed fluvial ecosystem. Pamisos, a heavily disturbed river of Peloponnese was selected to be compared to this model. It is estimated how much Pamisos deviates from the theoretical model. Τhe problems of the region are analyzed and various management measures and practices which aim at the restoration and protection of important habitats are proposed.
18

Βιοποικιλότητα και βιώσιμη ανάπτυξη σε ένα παράκτιο υγρότοπο: Η περίπτωση του δέλτα και του κάτω ρου του ποταμού Καλαμά (Ν. Θεσπρωτίας)

Μάρκου, Χαράλαμπος 11 June 2012 (has links)
Οι περιοχές των παράκτιων – παραποτάμιων υγροτόπων εμφανίζουν μία σειρά από ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά, τόσο σε οικολογικό, όσο και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Οι Εκβολές είναι οικοσυστήματα υψηλής παραγωγικότητας και ως εκ τούτου, περιοχές που συγκεντρώνουν πλούσια βιοποικιλότητα, αλλά και ταυτόχρονα, ανθρωπογενείς δραστηριότητες (γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία κ.λπ.). Το ζητούμενο της αειφορικής διαχείρισης, σε αυτές τις περιοχές, είναι η αρμονική συνύπαρξη «ανθρώπου» και «φύσης» στα πλαίσια μιας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Η εφαρμογή οικοτουριστικών προγραμμάτων μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη τους, ενισχύοντας την τοπική οικονομία, ενώ πέρα των οικονομικών, επιτυγχάνουν και κοινωνικούς σκοπούς, όπως τη παραμονή του πληθυσμού στο τόπο του, αλλά και περιβαλλοντικούς προστατεύοντας το φυσικό περιβάλλον. Ο ποταμός Καλαμάς (Θύαμις) αποτελεί σημαντικό τμήμα της αλυσίδας των υγροτόπων της Δυτικής Ελλάδας. Πηγάζει από το Όρος Δούσκος του Ν. Ιωαννίνων, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, διασχίζει ολόκληρη την βορειοδυτική Ήπειρο (Ν. Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας) και εκβάλει στην περιοχή της Σαγιάδας, βόρεια της πόλης της Ηγουμενίτσας, ενός συνεχώς αναπτυσσόμενου αστικού κέντρου και σημαντικού λιμανιού – πύλης εισόδου από τη δυτική Ευρώπη. Η περιοχή μελέτης της παρούσας εργασίας αναφέρεται στο Δέλτα και το κάτω ρου του ποταμού Καλαμά. Η περιοχή του Δέλτα έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 (GR2120001) ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (pSCI). Από διαχειριστική άποψη εντάσσεται στο Φορέα Διαχείρισης Στενών και Εκβολών Ποταμών Αχέροντα και Καλαμά. Στόχοι της παρούσας εργασίας είναι: η ανάδειξη της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της περιοχής, μέσω του σχεδιασμού οικοτουριστικών διαδρομών και η διερεύνηση δράσεων τόσο στο πρωτογενή τομέα όσο και στο τριτογενή (τουρισμός), οι οποίες θα μπορούν να εξασφαλίζουν μία οικονομική βιωσιμότητα και ποιότητα ζωής του τοπικού πληθυσμού. Στην παρούσα εργασία προτείνονται και περιγράφονται δέκα οικοτουριστικές διαδρομές (εννέα χερσαίες – μία υδάτινη), μέσα από τις οποίες ο επισκέπτης θα ενημερώνεται και θα ευαισθητοποιείται για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επίσης, προτείνονται θέματα για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση των μαθητών που επισκέπτονται την περιοχή, εστιάζοντας σε διάφορες θεματικές ενότητες (παραδοσιακή αλιεία, κ.ά.) Σε γενικές γραμμές η περιοχή διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τη καθιστούν ελκυστική για ανάπτυξη οικοτουριστικών δραστηριοτήτων, αλλά και περιβαλλοντικών δράσεων στα πλαίσια της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης. Τα στοιχεία αυτά είναι η πλούσια βιοποικιλότητα σε όλα τα επίπεδα (τοπίων, τύπων οικοτόπων, πανίδας, ορνιθοπανίδας, χλωρίδας κ.λπ.), η μακρόχρονη ιστορία, η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, τα τοπικά προϊόντα, τα μεγάλα έργα υποδομής (Εγνατία οδός, Νέος Λιμένας κ.λπ.) και οι παραδοσιακές μέθοδοι και πρακτικές του παρελθόντος αναφορικά με την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων. Φυσικά διαπιστώθηκαν και πολλές αδυναμίες όπως: η ελλιπής αξιοποίηση ορισμένων μνημείων πολιτιστικής της κληρονομιάς, παράνομες δραστηριότητες (λαθροθηρία / λαθρομετανάστες), η λανθασμένη διαχείριση των φυσικών πόρων κ.ά. Η αξιοποίηση από τους τοπικούς φορείς, των αποτελεσμάτων που προέκυψαν μέσω της ανάλυσης SWOT, η παρακολούθηση και η διαχείριση των επισκεπτών από το κέντρο πληροφόρησης του Φ.Δ., καθώς και η διασύνδεση της αγροτικής και αλιευτικής δραστηριότητας με τον τουρισμό, μπορούν να συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής. Παρόμοιες δράσεις οικοτουριστικής ανάπτυξης κρίνεται αναγκαίο να εφαρμοστούν τόσο και στις υπόλοιπες περιοχές του δικτύου Natura 2000 στο Νομό που δεν εντάσσονται σε κάποιον Φορέα διαχείρισης όσο και σε περιοχές εκτός Natura βοηθώντας έτσι στην προστασία και οικονομική ανάπτυξη τους. / The areas around coastal or riverside wetlands present a series of common features both ecologically and on a socio-economic level. Estuaries are ecosystems of high productivity but they also entail rich biodiversity and human activity (agriculture, fishery, animal husbandry etc). The 'challenge' of sustainable management in these areas is the harmonious coexistence of man with nature under a viable economic development. The implementation of eco-tourist programmes can contribute significantly to their development by boosting the local economy, while, apart from economic issues, they achieve social goals, for example the fact that local residents remain in their area, but also environmental ones such as the protection of the natural environment. The river Kalamas (Thyamis) is an important part of the chain of wetlands in West Greece. The river emanates from the mountain Douskos in the Peripheral unit Ioannina near the Greek - Albanian borders, crosses the whole northwest Epirus (the Peripheral units Ioannina and Thesprotia) and it discharges itself in the area of Sagiada to the north of Igoumenitsa, which is a constantly developing urban centre and a major port - a gateway from west Europe. The study area of the present paper concerns the estuaries and the lower watercourse of the river Kalamas. The region around the estuaries has been included in the Natura 2000 network (GR2120001) as a site of community importance (pSCI). Regarding management, it is a part of the straits and Estuaries of the Kalamas and Acheron agency. The present study is aimed at highlighting the cultural and natural heritage of the area, through the planning of eco-tourism corridors, and at searching for actions , in the primary sector but also in the tertiary one (tourism), which will be able to ensure an economic viability and high living standards for the local population. In the present paper, ten eco-tourist routes (nine on land- one watery), through which the visitor will get informed and be sensitized to the distinctive features of the region throughout the year, are put forward and described. Furthermore, topics on the Environmental Education of students who visit the region, focusing on various thematic units such as the traditional fishery etc., are suggested. In general, the region presents distinctive features which render it appropriate for engaging in eco-tourist as well as environmental activities within the framework of Environmental Education and sensitization. These characteristics include the rich biodiversity at every level (landscapes, habitat types, fauna, avifauna, flora etc.), the long history, the rich cultural heritage, the local products, the infrastructure (Egnatia highway, New Port etc.) and the traditional methods and practices of the past in relation to the rational management of the natural resources. Naturally enough, many shortcomings were detected such as the insufficient exploitation of some cultural heritage monuments, illegal activities (poaching/ illegal immigrants) or the poor management of the natural resources etc. The exploitation, by the local authorities, of the findings that came to light through the SWOT analysis, the monitoring and the management of the visitors by information centre of Kalamas river as well as the connection between agricultural / fishing activity and tourism can contribute to the sustainable development of the area. It is necessary that similar actions of eco-tourist development take place in the rest regions belonging to the Natura 2000 network in the Peripheral unit, which are however not included in any management agency board, as well as in regions out of Natura which will, in this way, be assisted in protecting themselves and developing their economy.
19

Επιπτώσεις στην μορφολογία της περιοχής Πείρου-Παπείρου από την διάνοιξη της παράκαμψης του δρόμου Πάτρα-Τρίπολη

Αρβανίτη, Λίνα 07 October 2011 (has links)
Ο Πείρος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της δυτικής Αχαίας. Πηγάζει από τα ανατολικά του όρους Ερύμανθος υψομέτρου 2.224 μ. και εκβάλλει στον Πατραϊκό κόλπο. Η λεκάνη απορροής του είναι η μεγαλύτερη στη δυτική Αχαΐα. Στη διαδρομή του ο Πείρος δέχεται πλήθος χειμάρρων όπως ο Παραπείρος, το Πουρνολάγκαδο, το Τρανολάγκαδο και το Μεσολάγκαδο. Ο Παραπείρος αποτελεί τον κυριότερο κλάδο του Πείρου. Πηγάζει από τις κορυφές προφήτης Ηλίας, Πυργάκιον, ψηλή Τούρλα και Γρανίτης του Ερύμανθου. Σήμερα, στον δήμο Τριταίας και στα χωριά Χαυκάλι και Τόσκες κατασκευάζεται το φράγμα Πείρου-Παραπείρου, με σκοπό την ύδρευση της Πάτρας και της βιομηχανικής περιοχής Πατρών. Το χωριό Τόσκες θα καλυφθεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης. / -
20

Υδρογεωλογική περιβαλλοντική μελέτη του καρστικού συστήματος των τριαδικών ανθρακικών λατυποπαγών στο οροπέδιο Παλαιομάνινα-Πεντάλοφος, ΝΔ Αιτωλοακαρνανία

Τσερόλας, Παναγιώτης 28 February 2013 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας γίνεται υδρογεωλογική, υδροχημική και περιβαλλοντική έρευνα του καρστικού συστήματος των Τριαδικών ανθρακικών λατυποπαγών που εκφορτίζεται στο μέτωπο των πηγών ‘’Λάμπρας’’ ή Αγ. Δημητρίου στην ευρύτερη περιοχή του νότιου Ξηρόμερου, ΝΔ Αιτωλακαρνανίας. Η περιοχή ανήκει στην Ιόνια ζώνη με υπόβαθρο τους Τριαδικούς εβαπορίτες, τα φαινόμενα διαπειρισμού των οποίων έχουν συντελέσει, σε συνδυασμό με το τεκτονικό περιβάλλον της ζώνης, στον σχηματισμό και την ανάπτυξη των Τριαδικών ανθρακικών λατυποπαγών (ΤΑΛ). Επίσης στην περιοχή απαντούν με περιορισμένη εξάπλωση οι σχηματισμοί της μετά-Τριαδικής Ανθρακικής ακολουθίας, που αποτελείται από τους Ιουρασικούς Ασβεστόλιθους ‘’Παντοκράτορα’’, τους ασβεστόλιθους Λιάσιου και τους Κρητιδικούς Ασβεστόλιθους του σχηματισμού της ‘’Βίγλας’’. Απαντούν επίσης μεταλπικοί σχηματισμοί, όπως τεταρτογενείς αποθέσεις με εναλλαγές μαργών και terra rossa, μάργες και αλλουβιακές αποθέσεις. Ο υπό μελέτη καρστικός υδροφόρος αναπτύσσεται στα ΤΑΛ και οριοθετείται προς βορρά από την διαπιστωμένη με γεωφυσικές μεθόδους αναθόλωση των εβαποριτών στην περιοχή Φυτείες και προς τη δύση από την εφίππευση των ΤΑΛ στους Ιουρασσικούς ασβεστόλιθους ‘’Παντοκράτορα’’ των Ακαρνανικών Ορέων. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία υδρογραφικού δικτύου Η εκφόρτιση του συστήματος γίνεται από ένα πλήθος (>20) πηγών, στην επαφή των ΤΑΛ με τις τεταρτογενείς αποθέσεις του κάμπου του Λεσινίου. Το μέτωπο των πηγών της ‘’Λάμπρας’’ έχει μήκος ~3km και μέση ετήσια παροχή ~270*106m3/yr. Απαντά επίσης ένα μικρότερο, δυτικό μέτωπο εκφόρτισης με διαφοροποιήσεις στο χημισμό του νερού και μεγαλύτερη συγκέντρωση αλάτων. Οι πηγές έχουν χημισμό Ca-SO4-HCO3, ανάλογο των βασικών χημικών τύπων που προσδιορίστηκαν στα υπόγεια ύδατα ύστερα από την υδροχημική έρευνα. Τα νερά του συστήματος διακρίθηκαν σε δυο κύριες κατηγορίες και δυο δευτερεύουσες: Τους τύπους Ca-SO4-HCO3, Ca- HCO3-SO4 που αποτελούν τον κυρίαρχο τύπο των υδάτων της περιοχής και τους τύπους Ca-SO4 και Ca-Na-SO4-HCO3 που αφορούν τμήματα της περιοχής. Η αυξημένη συγκέντρωση των θειικών ιόντων οφείλεται στην αλληλεπίδραση του νερού με τους εβαπορίτες του υποβάθρου. Ο φυσικός εμπλουτισμός του υπόγειου υδροφόρου υπολογίσθηκε μέσα από την εφαρμογή του μοντέλου APLIS στο ~45% του νερού της βροχής. Η μεγάλη παροχή των πηγών, συγκριτικά και με την μέση ετήσια βροχόπτωση ~850mm/yr οφείλεται στην τροφοδοσία από την πλευρική διήθηση του Αχελώου στο καρστικό σύστημα, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την υδρογεωλογική και υδροχημική έρευνα με ποσοστά συμμετοχής που φτάνουν και το 90% στις πηγές του ανατολικού ορίου του μετώπου και με μέσο όρο συμμετοχής >50%. Μικρότερης σημασίας τροφοδοσία φαίνεται να λαμβάνει χώρα από την λίμνη του Οζερού, στο ΒA όριο της περιοχής μελέτης. Η υδροχημική έρευνα έδειξε επίσης ότι η τροφοδοσία του Αχελώου αποτελεί βασικό παράγοντα της μεταβολής της ποιότητας του υπόγειου νερού και του χημισμού των πηγών. / The purpose of the present thesis is the hydrogeological, hydrochemical and environmental investigation of the karstic system of the Triassic Carbonate Breccia (TCB) which discharges through the spring front of ‘’Lambra’’ and lies in southern Ksiromero, SW Aitoloakarnania. The study area is part of the Ionian Zone and its geological background consists of the Triassic Evaporites. The TCB where formed under the combination of the tectonic and orogenetic setting of the External Hellenides and the diapir phenomena of the Triassic Evaporites. The after-Triassic Carbonate series is also present in the study area, with limited expansion, which consists of the Jurassic Limestones known as ‘’Pantokratoras Limestones’’, the Lias Limestones, the Cretaceus Limestones of the ‘’Vigla’’ formation and the Eocene Limestones. Recent formations are also present: Quartenary sediments with marl and terra rossa variations, marls and alluvial sediments. The karstic aquifer develops through the TCB and its margins are defined by the diapir phenomena in the area of Fities in the North, the Mahalas thrust in the east and the overthrust of the TCB onto the Jurassic ‘Pantokratoras’’ Limestones in the West. The discharge of the karstic system of the TCB consists of numerous springs (>20) in the contact of the TCB with the quartenary deposits of the Lesini Fields. The spring front of Lambra is 3km long with mean annual discharge ~270*106m3/yr. A secondary discharge front is present in the West of the main front with alterations in the water chemism and larger ion concentrations. The hydrochemical type of the springs water is Ca-SO4-HCO3. The hydrochemical investigation provided two major and two minor hydrochemical types for the groundwater: The main types Ca-SO4-HCO3 and Ca- HCO3-SO4 and the secondary types Ca-SO4 and Ca-Na-SO4-HCO3. The elevated concentration of the sulfur anions is due to the interaction of the water with the Triassic Evaporites of the background. The recharge rate of the karstic aquifer was estimated with the application of the APLIS model as the 45% (approx.) of the annual precipitation. The large discharge measurements of the spring front, also compared with the annual precipitation of the study area (~850mm/yr) is due to the side infiltration of the Acheloos River into the karstic system in the Paleomanina area, which was also confirmed after hydrogeological investigations. The participation of the Acheloos water was calculated up to 90% of the spring discharge in the eastern springs of the Lambra front and with a mean participation of over 50% (approx.). Minor participation seems to take place through side infiltrations of the karstic lake Ozeros’ water, in the NE margin of the study area. Hydrochemical investigations also presented that Acheloos’ participation in the aquifer is a main factor of the hydrochemical and quality variations of the groundwater and of the chemism of the springs water.

Page generated in 0.0462 seconds