• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 9
  • 1
  • Tagged with
  • 10
  • 10
  • 8
  • 8
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συναισθηματική νοημοσύνη και συμπεριφορά καταναλωτή : ορισμός, μέτρηση και στρατηγικές επιπτώσεις μάρκετινγκ

Κουμάντου, Κωνσταντίνα 07 April 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί πόσο σημαντικά είναι τα συναισθηματικά κίνητρα ενός ατόμου-καταναλωτή πριν οδηγηθεί στην αγορά ενός προϊόντος. Εξετάζοντας τι συμβαίνει στο μυαλό των καταναλωτών ίσως κατανοήσουμε και μπορέσουμε να εξηγήσουμε ποιες πτυχές της συναισθηματικής νοημοσύνης των καταναλωτών μπορεί να επηρεάσει ο marketer σχεδιάζοντας το κατάλληλο μίγμα μάρκετινγκ. / The purpose of this study is to investigate how important the individual's-consumer's emotional motivation is, before he chooses a product. Looking at what happens in the consumers' mind, we may be able to understand and explain what aspects of consumers' emotional intelligence can be influenced by the marketer designing the appropriate marketing mix.
2

Θεωρία της συμπεριφοράς του καταναλωτή και συναισθηματική νοημοσύνη : Μια γενική ανασκόπηση και οι επιπτώσεις τους στην λήψη αποφάσεων των καταναλωτών

Παππά, Χρυσάνθη 01 August 2014 (has links)
Κινητήριος μοχλός για την εκπόνηση της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η περιγραφή των κινήτρων, συναισθηματικών και μη, που οδηγούν τους καταναλωτές στην αγορά προϊόντων. Θέλοντας να βρούμε τα αίτια που οδηγούν στην λήψη των συγκεκριμένων αποφάσεων από την πλευρά των καταναλωτών, ασχοληθήκαμε με την έννοια της Συναισθηματικής Νοημοσύνης και την επίδραση που έχει στην αγοραστική επιλογή των ατόμων-καταναλωτών. Για αυτό το λόγο δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο δόθηκε σε μια ομάδα 207 καταναλωτών. Για την ανάλυση των απαντήσεων του ερωτηματολογίου και την εξαγωγή των αντίστοιχων συμπερασμάτων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο ‘’spss 20.00’’. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αντιδρούν στα διαφημιστικά μηνύματα σε σχέση με τους άντρες. Παρατηρούμε επίσης πως η ανάγκη, είναι κατά κύριο λόγο το κίνητρο που παρακινεί τους καταναλωτές να αγοράσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν. Παρατηρούμε επίσης πως τα άτομα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο επηρεάζονται από διάφορα ερεθίσματα όπως διαφημίσεις, προέλευση προϊόντος, τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια κτλ.. Σημαντικό επίσης κριτήριο για την αγορά ενός προϊόντος αποτελεί η τιμή του, εάν βρίσκεται σε προσφορά κτλ.. Παρατηρείτε επίσης πως η επιλογή ενός διάσημου προσώπου σε διαφημιστικά σποτ, όπως και η εταιρική κοινωνική ευθύνη δεν αποτελούν κίνητρο για την αγορά ενός προϊόντος. / The driving force for the preparation of this thesis is to describe the motivation, emotional and otherwise, that leads consumers to purchase products. Wanting to find the reasons that lead to certain decisions from the consumer side , we dealt with the concept of Emotional Intelligence and the effect it has on the purchasing choice of individuals - consumers. For this reason, I created a questionnaire that was given to a group of 207 consumers. For the analysis of responses to the questionnaire and the export of the respective conclusions used the statistical package '' spss 20.00''. According to the results of this research, there is a statistically significant difference in how women respond to advertising messages in relation to men. We also observe that the need is primarily motivated motivates consumers to buy a particular product . We also observe that people with higher educational levels are influenced by various incentives such as advertisements, product origin , product placement on shelves etc. . Important criterion also for the purchase of a product is the price, if it is on offer etc. . It is also observed that choosing a famous person in commercials as well as corporate social responsibility is not an incentive to buy a product .
3

Τεμαχιοποίηση ομιλίας σε φωνητικές ομάδες για αναγνώριση και σύνθεση ομιλίας

Μπουρνά, Βασιλική 21 January 2009 (has links)
H διαρκώς αυξανόμενη ανάπτυξη εφαρμογών όπως τα συστήματα μετατροπής κειμένου σε ομιλία (TTS systems) ή τα συστήματα αυτόματης αναγώρισης ομιλίας (ASR systems) κάνουν επιτακτική την ανάγκη της μελέτης χαρακτηριστικών της ομιλίας που δεν περιορίζονται σε συντακτικούς ή λεξιλογικούς κανόνες, αλλά σηματοδοτούνται από διαφορετικές διαδικασίες, όπως είναι η προσωδία. Τα προσωδιακά χαρακτηριστικά της ομιλίας είναι αυτά που πέρα από το λεξιλογικό περιεχόμενο των προτάσεων, επισημαίνουν άλλα σημαντικά στοιχεία που αφορούν στην εστίαση και την έμφαση, εισάγωντας με αυτό τον τρόπο ένα δευτερεύον υποκείμενο κανάλι στην επικοινωνία. Επιπλεόν, συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την έκφραση συναισθήματος στην ομιλία. Γι'αυτό το λόγο είναι σημαντικό το να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά αυτά, τόσο στην ουδέτερη ομιλία, όσο και στις περιπτώσεις ομιλίας σε ορισμένες συναισθηματικές καταστάσεις. Στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται τεμαχιοποίηση μιας συναισθηματικής ομιλίας, σε επίπεδο φωνημάτων και επιτονική επισημείωση των προσωδιακών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε επίπεδο συλλαβών, προκειμένου να εξαχθούν οι παράμετροι εκείνες που θα μας επιτρέψουν να μελετήσουμε τα προσωδιακά χαρακτηριστικά παρουσία συναισθηματικής κατάστασης, σε σύγκριση με την ουδέτερη ομιλία. Στη συνέχεια πραγματοποιείται επεξεργασία των δεδομένων και μελέτη των προσωδιακών χαρακτηριστικών, μέσω σύγκρισης των χαρακτηριστικών που παρατηρούνται απο συναίσθημα σε συναίσθημα και μέσω της κατασκευής μοντέλων πρόβλεψης της διάρκειας των φωνημάτων και από αυτές τις διαδικασίες προκύπτουν και παρουσιάζονται κάποια συμπεράσματα σχετικά με την προσωδιακή πτυχή της συναισθηματικής ομιλίας. / The continuously rising development of applications such as Text-to-Speech systems (TTS systems) or Automatic Speech Recognition systems (ASR systems), make imperative the investigation of characteristics of speech which are not limited within the syntactic οr lexical rules, but are signaled by different processes, such as prosody. The prosodic features of speech are those which, beyond the lexical content of utterances, point out other important elements concerning the focus and the accent, implying in that way a secondary subjacent channel of communication. Moreover, they are connected to a great extent with the expression of emotion in speech. Thus, it is important to investigate these features, in neutral speech as well as in cases of speech under emotional conditions. In this thesis, took place the segmentation of a database of emotional speech in phonemic level and the intonational annotation of the prosodic events that occur in the syllabic level, in order to extract the parameters that allow us to study the prosodic features in the presence of emotional state compared to the neutral speech. Following, the extracted data were processed and the prosodic features were studied, through comparing the characteristics that are observed in the different emotional conditions and by building duration prediction models of phonemes and the conclusions drawn through these processes are presented, with regard to the prosodic aspect of emotional speech.
4

Μετασχηματιστική ηγεσία, συναλλακτική ηγεσία και συναισθηματική νοημοσύνη στους οργανισμούς του τραπεζικού κλάδου

Τσουβέλα, Ιωάννα 05 February 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική έχει ως σκοπό τη διερεύνηση των εννοιών της «μετασχηματιστικής ηγεσίας», της «συναλλακτικής ηγεσίας», της «συναισθηματικής νοημοσύνης», της «επικοινωνίας» και της «λήψης αποφάσεων». Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε και εμπειρική έρευνα, εκτός από βιβλιογραφική, σε οργανισμούς του τραπεζικού κλάδου. Στη μελέτη συμμετείχαν 131 εργαζόμενοι του τραπεζικού κλάδου, από τους οποίους ζητήθηκε συγκατάθεση για συμμετοχή στην έρευνα. Τα πρωτογενή δεδομένα συλλέχθηκαν από τα δομημένα ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν. Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από 5 θεματικές ενότητες, που οι τέσσερις πρώτες αφορούσαν τις έννοιες που προαναφέραμε και ένα ερωτηματολόγιο κοινωνικο-δημογραφικών στοιχειών. Αφού ολοκληρώθηκε η συλλογή των δεδομένων, πραγματοποιήθηκε επεξεργασία τους με τη χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS. Οι στατιστικές αναλύσεις αποτελούνταν από τέσσερα στάδια: i) ανάλυση παραγόντων, ii) έλεγχος αξιοπιστίας, iii) συσχετίσεις και iv) βηματική παλινδρόμηση. Μέσα από το εμπειρικό κομμάτι της έρευνας διαπιστώνουμε, από τις παλινδρομήσεις που διενεργήσαμε, ότι η ενσυναίσθηση (διάσταση της συναισθηματικής νοημοσύνης), η επίσημη επικοινωνία και η συμμετοχική λήψη αποφάσεων αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες τόσο της μετασχηματιστικής ηγεσίας όσο και της συναλλακτικής ηγεσίας. Οι παράγοντας που διαφοροποιούν τους μετασχηματιστικούς ηγέτες από τους συναλλακτικούς ηγέτες είναι οι κοινωνικές δεξιότητες και η αυτορρύθμιση της συναισθηματικής νοημοσύνης (που αποτελούν προσδιοριστικούς παράγοντες της μετασχηματιστικής ηγεσίας), άλλωστε κατέχοντας ένας προϊστάμενος αυτή τη διάσταση της συναισθηματικής νοημοσύνης, μπορεί να ελέγχει τις αντιδράσεις του και κατ’ επέκταση είναι σε θέση να μπορεί να παρακινεί και να έχει ανεπτυγμένες τις κοινωνικές δεξιότητες. / This study aims to explore the relationship of transformational leadership and transactional leadership, with the emotional intelligence, the organizational communication styles and participative decision-making The sample is composed by 131 bank employees who provided consent to participate in our research. The primary data were collected by distributed structured questionnaires. The questionnaire consisted of five thematic sections, the first four were the concepts mentioned above and the latter related to demographics. Data were analyzed by the Statistical Package for Social Sciences (IBM SPSS 20). Statistical analyzes consisted of four stages: i) factor analysis (PCA), ii) internal consistencies, iii) correlations and iv)stepwise multiple regressions. Multiple regressions analyses indicate that empathy (as dimension of emotional intelligence), formal communication, self-regulation and participative decision making were predictors of transformational leadership and transactional leadership, as well. The factor that differentiates leaders with transformation leadership style from those with transactional, is the ability of self-regulation and social skills.
5

Συναλλακτική ηγεσία, μετασχηματιστική ηγεσία, διοίκηση συγκρούσεων, συναισθηματική νοημοσύνη στην περίπτωση των διεθνοποιημένων οργανισμών. Η περίπτωση των φαρμακοβιομηχανιών

Σιαδήμας, Βασίλειος 05 February 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική έχει ως σκοπό την διερεύνηση των εννοιών της συναλλακτικής και μετασχηματιστικής ηγεσίας, της διοίκησης συγκρούσεων και της συναισθηματικής νοημοσύνης στους διεθνοποιημένους οργανισμούς και πιο συγκεκριμένα στις φαρμακοβιομηχανίες που λειτουργούν κάτω από τις δύσβατες συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε και εμπειρική μελέτη εκτός από βιβλιογραφική, στο κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας. Συγκεκριμένα, στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε συμμετείχαν 123 διοικητικά στελέχη πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών, που εδρεύουν στην Ελλάδα ή είναι θυγατρικές ελληνικών εταιριών, από τους οποίους ζητήθηκε συγκατάθεση για συμμετοχή στην έρευνα. Τα πρωτογενή δεδομένα συλλέχθηκαν από τα δομημένα ερωτηματολόγια που διανεμήθηκε.Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει σημαντικά ευρήματα σχετικά με τα στυλ ηγεσίας, την συναισθηματική νοημοσύνη και την διοίκηση. Παρόλα αυτά έφερε στο φως και προβλήματα που είναι γνωστά αλλά και δυσεπίλυτα. Όσο αναφορά τη διοίκηση συγκρούσεων έχει γίνει κατανοητό ότι αποτελεί μια διαδικασία και για να είναι αποτελεσματικά διαχειρίσιμη, απαιτείται το άτομο – ηγέτης να διαθέτει αυτεπίγνωση και αυτοέλεγχο. Τέλος όσο αναφορά την ηγεσία παρατηρήθηκε τόσο σύνδεση με την συναισθηματική νοημοσύνη όσο και με την διοίκηση συγκρούσεων πράγμα λογικό αφού ένας ηγέτης είναι αναγκαίο στην σημερινή εποχή να χρησιμοποιεί τα εργαλεία (συναισθηματική νοημοσύνη και διοίκηση συγκρούσεων) για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Παράλληλα υπάρχει και αλληλεξάρτηση της ηγεσίας με την επικοινωνία αφού αποτελεί ρόλο κλειδί στη αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα της οργάνωσης / This dissertation is driven by the aim to investigate the significance of transformational and transactional leadership, conflict management and emotional intelligence in the international organizational. Under this scope, a research took place at the pharmaceutical sector. Specifically, the statistical data are from 123 managers of multinational pharmaceutical companies, which are established in Greece or are Greek subsidiary companies. The pharmaceutical companies were asked to confirm the participation at this procedure. The primary data were collected by structured questionnaires.This study presents significant findings according to leadership styles, emotional intelligence and conflict management. Nonetheless, problems that are known and unresolved are analyzed. The conflict management has been understood to be a process and for it to be effective it requires the person – leader to have self-awareness and self-control. Finally, according to leadership, it has been observed and a link to emotional intelligence and a conflict management. A leader is necessary nowadays to use tools like emotional intelligence and conflict management in order to meet the demands of the environment. At the same time, there is interdependence of leadership with the communication for the reason that is the most important factor in the effectiveness and sustainability of the organization
6

Συναισθηματική νοημοσύνη, μετασχηματιστική ηγεσία και διοίκηση αλλαγών στο πλαίσιο της οργάνωσης

Μπελεγρής, Κωνσταντίνος 20 September 2010 (has links)
Το επιχειρείν στην εποχή μας εξελίσσεται ακατάπαυστα και ταχύτατα. Κάθε φορά που απαιτείται αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση εκ των έσω ή και εκ των έξω, απαιτούνται υψηλά αποθέματα συναισθηματικής νοημοσύνης (χάριν συντομίας για το υπόλοιπο της διπλωματικής θα γράφεται και ως ΣΝ) και ικανότητας διοίκησης αλλαγών. Η φύση των αλλαγών αυτών μπορεί να είναι είτε συνεχής είτε έκτακτη. Άλλες επιχειρήσεις προβαίνουν σε αλλαγές όταν διαφαίνεται εκ των υστέρων η ανάγκη, και άλλες το έχουν στην κουλτούρα τους. Όπως και να έχει όμως, τα προγράμματα αλλαγής δεν εφαρμόζονται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά τα επιθυμητά αποτελέσματα επιτυγχάνονται μέσω μιας δομημένης διαδικασίας διαχείρισης. Εδώ εμπλέκεται και η έννοια της Μετασχηματιστικής Ηγεσίας και το πώς ο χαρισματικός ηγέτης γίνεται φορέας της αλλαγής και επικοινωνεί στους υπολοίπους τις αλλαγές. Η διαχείριση της αλλαγής διακρίνεται, στην διαχείριση των πόρων (υλικών και άϋλων) και από την άλλη πλευρά στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Σε γενικές γραμμές, αυτός είναι ο άξονας που θα κινηθούμε. Πιο ειδικά, θα αναλυθεί ο ρόλος της ΣΝ και η συσχέτισή της με τον μετασχηματιστικό ηγέτη – φορέα αλλαγής και τελικά πώς αυτό το σύμπλεγμα οδηγεί στη διοίκηση αλλαγής στο πλαίσιο της οργάνωσης. Στην εποχή μας, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η ικανοποίηση τόσο των υλικών όσο και των άϋλων αναγκών του έμψυχου παράγοντα. Επί παραδείγματι, πολύς λόγος γίνεται για το λεγόμενο job satisfaction, δηλαδή την ικανοποίηση των υπαλλήλων και στη ψυχολογία με την οποία αντιμετωπίζουν τα ζητήματα που αφορούν αυτούς και την επιχείρηση (εσωτερικό περιβάλλον), καθώς και την ικανοποίηση των πελατών (εξωτερικό περιβάλλον). Η ανάλυση της συγκεκριμένης διάστασης θα γίνει με την εννοιολογική προσέγγιση του όρου της συναισθηματικής νοημοσύνης. Πρώτος ο Daniel Goleman εισήγαγε την έννοια αυτή (1995) και κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τα χαρακτηριστικά του ηγέτη-φορέα αλλαγής. Κατόπιν θα αναφερθούμε στην μετασχηματιστική ηγεσία και τη διοίκηση αλλαγών στο πλαίσιο οργάνωσης του επιχειρηματικού γίγνεσθαι και στο τελευταίο τμήμα θα επιχειρήσουμε τον συγκερασμό των τριών αυτών εννοιών στο πλαίσιο της οργάνωσης. Ειδικότερα, αρχικώς η πρώτη έννοια που αναπτύσσεται είναι η ’’Συναισθηματική Νοημοσύνη’’. Η ΣΝ, είναι ένα είδος νοημοσύνης που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και απέκτησε μεγάλη σημασία ιδιαίτερα στον εργασιακό χώρο. Πρόκειται για την ικανότητα να αναγνωρίζει κάποιος τα συναισθήματά του και αυτά των άλλων, να δημιουργεί κίνητρα για τον εαυτό του και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τόσο τα συναισθήματα, όσο και τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η αναγνώριση των συναισθημάτων μας αλλά και των συναισθημάτων των άλλων σήμερα παίζει σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις. Κάθε άνθρωπος εκφράζει με μοναδικό, ξεχωριστό τρόπο τον συναισθηματικό του κόσμο. Ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις ομοιότητας μεταξύ δυο ατόμων υπάρχουν στοιχεία φυσιολογικά, ψυχολογικά και γνωσιολογικά που τα διαφοροποιούν. Τα χαρακτηριστικά αυτά που συμβάλλουν στη μοναδικότητα ενός ατόμου, έχουν άλλοτε θετικό και άλλοτε αρνητικό αντίκτυπο στην εργασία. Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός πως η εργασιακή απόδοση εξαρτάται και από το καλό εργασιακό κλίμα. Τέλος, οι πέντε σημαντικότερες διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης, σύμφωνα με τον πρωτεργάτη της θεωρίας Daniel Goleman είναι η αυτοεπίγνωση, η αυτορρύθμιση, η ενσυναίσθηση, τα κίνητρα συμπεριφοράς και οι κοινωνικές δεξιότητες. H αυτοεπίγνωση (self-awareness), είναι η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα συναισθήματα, τις ανάγκες, τα δυνατά και αδύνατά του σημεία. Η αυτορρύθμιση (self-management) είναι η ικανότητα να διαχειρίζεται κανείς την εσωτερική του κατάσταση, ενώ τα κίνητρα συμπεριφοράς (motivation), είναι η συναισθηματική τάση που ωθεί το άτομο να προσπαθεί με επιμονή για τους στόχους του. Η ενσυναίσθηση (empathy),είναι η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανάγκες των ατόμων γύρω του, ενώ οι κοινωνικές δεξιότητες (social skills) αναφέρονται στην ικανότητα του ατόμου να επικοινωνεί με τους ανθρώπους γύρω του και να τους προκαλεί τις αντιδράσεις που επιθυμεί. Εν συνεχεία, αναλύεται το θέμα της "Μετασχηματιστικής Ηγεσίας". Για τη διοικητική επιστήμη, η ηγεσία δεν έχει καμία σχέση με τα ανώτατα επίπεδα της ιεραρχίας. Στο παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι, ο ηγέτης θα πρέπει να διαθέτει ευρύ φάσμα ανεπτυγμένων δεξιοτήτων συναισθηματικής νοημοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να μπορεί να θέσει και να μεταδώσει το όραμά του για μια βελτιωμένη και διαρκώς επιτυχημένη επιχείρηση ώστε να διατηρεί τους εργαζομένους ευχαριστημένους. Επιπροσθέτως, οι μετασχηματιστικοί ηγέτες δεν διατάσσουν, ούτε διοικούν, αλλά εμπνέουν. Διατυπώνοντας το όραμά τους είναι διανοητικά και συναισθηματικά ενθαρρυντικοί. O μετασχηματιστικός ηγέτης προχωρά σε ένα άλλο επίπεδο και ενεργοποιεί τους ανθρώπους για την αλλαγή αφυπνίζοντας τα συναισθήματά τους σχετικά με την εργασία που κάνουν. Με τον τρόπο αυτό, οι ηγέτες απευθύνονται στην αίσθηση του νοήματος και της αξίας που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι. Ακολούθως, παρουσιάζεται το μείζον θέμα της διοίκησης αλλαγών στο πλαίσιο της οργάνωσης των επιχειρήσεων. Όταν κάποιος είναι μάνατζερ αλλά όχι ηγέτης τότε κάνει κοινότυπα λάθη στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την αλλαγή. Η μη επαρκής επικοινωνία και η αποστολή ασυσχέτιστων μηνυμάτων σε συνδυασμό με την συχνή αλλαγή στόχων και προτεραιοτήτων, οδηγούν στην αποτυχία του όλου εγχειρήματος. Ο πραγματικός ηγέτης, λοιπόν για να αποφύγει τα παραπάνω σφάλματα οφείλει να ενστερνιστεί την ιδέα της αλλαγής. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να επικεντρωθεί σε πέντε χαρακτηριστικά., 1) να έχει ένα συγκεκριμένο όραμα που θα τον καθοδηγεί. 2) για να γίνει αποδεκτή η αλλαγή είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί μια περισσότερο δεκτική στάση, 3) για να πραγματοποιηθεί μια αλλαγή, πρέπει αυτός που την καθοδηγεί να είναι πρόθυμος να αλλάξει και ο ίδιος, 4) η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των κοινών μάνατζερ και του αυθεντικού ηγέτη είναι η δράση που αναλαμβάνει ο τελευταίος και 5) το τελευταίο συστατικό της αλλαγής συνίσταται στην συνεχή ανάπτυξη. Οι ηγέτες βλέπουν πέρα από τα τωρινά προβλήματα και περιορισμούς, προκειμένου να βοηθήσουν τους υφισταμένους τους να ανακαλύψουν τις ικανότητές τους. Είναι ένα κλειδί προκειμένου και οι ίδιοι οι ηγέτες να εξελιχθούν περαιτέρω. Έτσι γίνονται πιο αποτελεσματικοί, αξιολογώντας ταυτόχρονα τη μέχρι τώρα κατεύθυνσή τους, προκειμένου να μείνουν συντονισμένοι με την αλλαγή που επιτελούν. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν πριν, προχωρούμε στον συγκερασμό των ανωτέρω εννοιών και στην εφαρμογή τους στο πλαίσιο της οργανωσιακής κουλτούρας της επιχείρησης. Tο κίνητρο ενός προϊσταμένου να βελτιώσει τις ικανότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης θα ενθάρρυνε και τους υφισταμένους να χρησιμοποιήσουν την ενσωμάτωση στόχων για να χειριστούν μια οργανωσιακή αλλαγή. H θετική διάθεση των εργαζομένων συσχετίζεται με τον αλτρουισμό στον εργασιακό χώρο και με την εξυπηρέτηση πελατών. Επίσης, ενδυναμώνουν την συνεργασία και την αναζήτηση πιο δημιουργικών λύσεων καθώς και την αυτοπεποίθηση πως μπορούν να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα. Αντίθετες συμπεριφορές επιφέρουν απόρριψη καλών προτάσεων και σχέσεων και αρνητικό περιβάλλον που επιδρά και στην εργασιακή απόδοση. Μετά και την παρουσίαση των τριών εννοιών και του προσδιορισμού του τρόπου επίδρασής τους στην καθημερινότητα του στελέχους, παρουσιάζονται συμπεράσματα καθώς και επιπτώσεις για τη διοίκηση. Η εφαρμογή της μετασχηματιστικής ηγεσίας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης στο πλαίσιο του ενδοεπιχειρησιακού περιβάλλοντος αποτελούν πρόκληση για κάθε στέλεχος με επίγνωση της επιχειρησιακής πραγματικότητας του σήμερα και των επιχειρηματικών απαιτήσεων του αύριο. Τα συστατικά της συναισθηματικής νοημοσύνης έχουν ξεκάθαρα κοινά γνωρίσματα με τα χαρακτηριστικά της μετασχηματιστικής ηγεσίας, αφού είναι αλληλένδετες έννοιες. Αποτελούν ιδιότητες οι οποίες κάνουν τα άτομα που τις διαθέτουν να ξεχωρίζουν από τους γύρω τους, μεταξύ τους αλλά και σχετικά με τους στόχους και τις ανάγκες μιας επιχείρησης. Στο σημείο αυτό ακολουθούν οι περιορισμοί της παρούσας διπλωματικής. Βασικός περιoριστικός παράγοντας της εργασίας αυτής, είναι η χρήση δευτερογενών στοιχείων για τη διεξαγωγή της. Αν και η ίδια η χρήση των στοιχείων αυτών χαρακτηρίζεται από τα πλεονεκτήματα του χαμηλού κόστους και του μικρού χρόνου που απαιτείται για την συλλογή τους, εμπεριέχει μια αντικειμενική αδυναμία λόγω της φύσης των δευτερογενών στοιχείων. Αν και έγινε σημαντική προσπάθεια να συμπεριληφθούν όλες οι έννοιες και οι πτυχές ώστε το θέμα να είναι καλυμμένο σε βάθος, υπήρχε το θέμα της περιορισμένης χρονικής πραγμάτωσης της. Όμως ο συνδυασμός των ερευνητικών στοιχείων, προσδίδει μια έντονη ερευνητική προσπάθεια και αφήνει ένα ευρύ πεδίο ερευνητικών προβλημάτων. Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός πως οι τομείς της διοίκησης Αλλαγών και της συναισθηματικής νοημοσύνης αναπτύσσονται σημαντικά τα τελευταία χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχουν απεριόριστες πηγές για τη μελέτη τους. Ο τομέας της μετασχηματιστικής ηγεσίας ιδίως, χρήζει έντονης μελέτης. Θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο ώστε να γίνει μια πιο διεξοδική ενασχόληση με το θέμα αυτό και να τονιστεί η σπουδαιότητά του σε όλες τις σύγχρονες επιχειρήσεις, ανά Κλάδο επιχείρησης, ιδίως δε στη χώρα μας όπου αυτές οι έννοιες τα τελευταία χρόνια καθίστανται περισσότερο εφαρμόσιμες. / -
7

Διοίκηση συγκρούσεων, ηγεσία και συναισθηματική νοημοσύνη στις ομάδες διαχείρισης κρίσεων

Γαρδίκη, Αντιόπη 09 October 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, της Ηγεσίας και της Διοίκησης Συγκρούσεων σε Ομάδες Διαχείρισης Κρίσεων (ΟΔΚ) και πώς όλα τα παραπάνω διαμορφώνονται με βάση τη χρονική στιγμή σε σχέση με την κρίση, δηλαδή τι ισχύει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση. Στην εμπειρική έρευνα που πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιήθηκαν 117 δομημένα ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από στελέχη που είχαν συμμετάσχει τουλάχιστον μια φορά σε ΟΔΚ. Tο μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα προέρχεται από τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό). Επίσης συμμετείχαν μέλη ΟΔΚ από Υπουργεία, Οργανισμούς του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα και Ένοπλες Δυνάμεις. Η παρούσα έρευνα οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αναδεικνύοντας τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν σημαντικά τη διαχείριση κρίσεων από τις εργασιακές ομάδες. Η διαχείριση κρίσεων αποτελεί μια δυναμική διαδικασία αλληλένδετων φάσεων, όπου η μια επηρεάζει την άλλη σημαντικά, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή της. Παρατηρούμε λοιπόν ότι όταν η κάθε οργάνωση έχει την ικανότητα να εντοπίσει έγκαιρα τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης, αυτό οδηγεί στην καλύτερη αντιμετώπισή της κατά τη δεύτερη φάση και εν συνεχεία όσο πιο αποτελεσματική είναι η αντιμετώπιση κατά τη δεύτερη φάση τόσο πιο γρηγορα θα επιστρέψει ο οργανισμός σε ομαλή λειτουργία. Συγκεκριμένα εξετάζοντας τη φάση πριν την κρίση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φάση αυτή εξαρτάται σημαντικά από την κατηγορία της κρίσης που ξεσπά στην οργάνωση. Oι δυσεπίλυτες κρίσεις επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανίχνευση, την πρόληψη και την προετοιμασία για την αντιμετώπιση τους, δηλαδή τη φάση πριν την κρίση, ενώ με ένα μικρότερο ποσοστό ακολουθούν οι συνηθισμένες κρίσεις. Έτσι καταλήγουμε στο ότι αυτοί οι τύποι κρίσεων διευκολύνουν τη Δημόσια Διοίκηση να είναι σε θέση να αναγνωρίζει πιθανά σημάδια έλευσής τους, να είναι προετοιμασμένη και να έχει την ικανότητα να τις αποτρέψει εν τη γενέσει. Σε ότι αφορά την αυτοεπίγνωση ως μερος της συναισθηματικής νοημοσύνης του επικεφαλής της ομάδας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με το να έχει ο τελευταίος αυτοεπίγνωση και επίσης να διατηρεί τον έλεγχο των αντιδράσεών του είναι δυνατό να προετοιμάσει την ομάδα του καλύτερα για μια κατάσταση κρίσης. Οι συνηθισμένες κρίσεις όπως και στην πρώτη φάση έτσι και κατά τη διάρκεια της κρίσης επηρεάζουν σημαντικά την αντιμετώπισή της. Επιπρόσθετα οι απρόσμενες κρίσεις φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά την αντιμετώπιση μιας κρίσης, προκαλώντας προβλήματα κατά τη φάση της κρίσης. Επίσης η επικοινωνία του επικεφαλής με τα μέλη της ομάδας του μέσα κυρίως από την ενσυναίσθηση και τις κοινωνικές του δεξιότητες και η ικανότητα του να λαμβάνει γρήγορες αποφάσεις στη διάρκεια της κρίσης συμβάλλει στην συνεργασία. Όσο καλύτερα οι ομάδες διαχειρίζονται τις κρίσεις, τόσο θα διασφαλίζεται η αποκατάσταση της ομαλότητας του οργανισμού και εν συνεχεία η αποκόμιση γνώσης και εμπειρίας. Η συναισθηματική νοημοσύνη και η επικοινωνία του ηγέτη επιδρά θετικά τόσο στην οργανωσιακή μάθηση, όσο και στη διαχείριση του άγχους των μελών της ομάδας. Αναφορικά με τη διοίκηση συγκρούσεων στο πλαίσιο της ομάδας αποδεικνύεται ότι η επιλογή της ενσωμάτωσης ή του συμβιβασμού επηρεάζεται σημαντικά από την ικανότητα των μελών της ομάδας να λαμβάνουν αποφάσεις. Όταν η ομάδα είναι προετοιμασμένη σωστά και έχει την ικανότητα να εντοπίσει έγκαιρα τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης, αυτό οδηγεί στην επιλογή από το μέλος της ομάδας της εναρμόνισης με τον επικεφαλής ή έστω του συμβιβασμού για τη διαχείριση διαφωνιών. Η ανεπίσημη επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας επηρεάζει σε μικρό βαθμό αλλά αρνητικά τον συμβιβασμό μεταξύ των μελών της ομάδας και του επικεφαλής μιας και η προφορική επικοινωνία ή η καταγεγραμμένη ενημέρωση δημιουργούν πολλές φορές εντάσεις και τα άτομα δεν είναι διατεθειμένα να «μοιράσουν τη διαφορά» και να αναλάβουν ευθύνη φτάνοντας σε κοινές αποφάσεις. Σχευικά με τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν σημαντικά τη διαχείριση κρίσεων δεν συναντήσαμε την αποτελεσματική ηγεσία του επικεφαλής μέσα από την ικανότητα του να εκτιμά πληροφορίες και να λαμβάνει αποφάσεις σε συνθήκες καθημερινής πίεσης και υψηλού ρίσκου καθώς και την βαθύτερη ανάπτυξη της συναισθηματικής του νοημοσύνης σχετικά με τα μέλη της ομάδας. Αυτό συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με την έλλειψη ή/και τοποθέτηση μη κατάλληλων στελεχών ικανών να ηγηθούν ομάδων σε συνθήκες κρίσης. Η αναπολεσματική διοίκηση σε πολλές περιπτώσεις ειδικά σε θέματα οργανωσιακών αλλαγών (δομές, διαδικασίες) ενισχύεται από την οργανωσιακή κουλτούρα καθώς και τους περιορισμούς από το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον (κεντρική διακυβέρνηση, μνημόνια). / This study aims to investigate the relationships between Emotional Intelligence, Leadership and Conflict Management in Crisis Management Teams (CMT). Participants were 117 individulas involved in CMT working at various fuctional units and different hierarchical levels in Police Force, Fire Service, Public Health Care organizations, Ministries and Army forces. This study contributes to our understanding of the defining factors that lead to successful crisis handling by teams. Crisis Management is a dynamic process that consists of three related stages: pre crisis, crisis and post crisis stage. Results provide support for the model since signal detection and preparation leads organization to a better response during crisis stage and subsequently to recovery in post crisis stage. Predictability of the crisis (intractable, conventional crises) is positively associated with handling during pre crisis stage. Also, leaders’ intrapersonal competencies (self awareness, self regulation) help them in order to face a crisis situation effectively on team basis. Research findings indicate that conventional crises are also related positively with appropriate handling during crisis stage. On the other hand, unexpected crises have a negative impact on crisis management process since public administration is not well prepared for the prescribed type of crisis. Overall leader-team member communication using interpersonal competencies (empathy, social skills) contributes effectively to cooperation. Team leader’s communication with members also enhance organizational learning during post crisis stage. On another but related issue crisis management is a group decision-making process. Results suggest that team members’ ability to make decisions is associated positively with the utilization of integrating or comprosing as conflict management style. Especially when CMT follows signal detection, prevention and crisis preparation, members have the willingness to integrate goals or to compromise with supervisor in order to reach a positive outcome for teamwork. Crisis leadership is another crucial factor for effective handling. According to empirical findings CMT leader’s ability in public administration to assess information and make decisions in the face of ambiguity, high stakes, and urgency is limited. Poor management in some cases maybe is due to internal factors (lack of human resources, selection process, organizational culture) as well as external factors (political leadership, economic crisis).
8

Συναισθηματική νοημοσύνη και χαρισματική ηγεσία στους καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

Δελλατόλας, Αντώνιος 28 September 2010 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερευνήσει και να αποδείξει τη σχέση ανάμεσα στις προσωπικές ικανότητες (αυτοέλεγχο και αυτορρύθμιση συναισθημάτων) και τις συνιστώσες της συναισθηματικής νοημοσύνης (κοινωνικές δεξιότητες, κίνητρο και ενσυναίσθηση) και της μετασχηματιστικής ηγεσίας, όταν και όπως εκφράζονται από τους καθηγητές/τριες στα Ελληνικά σχολεία - οργανώσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Μετά από την θεωρητική θεμελίωση αποδεικνύεται μέσα από την εμπειρική έρευνα (τα αποτελέσματα πρέκυψαν από την επεξεργασία 226 ερωτηματολογίων που απαντήθηκαν από μαθητές των Λυκείων της παραπάνω περιοχής) ότι οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης συνδέονται έντονα θετικά με τη μετασχηματιστική ηγεσία των καθηγητών-ηγετών στην ομάδα-τάξη που διδάσκουν-ηγούνται. / This study investigates the relationships between personal skills (self-awareness, self-regulation) and emotional intelligence components (social skills, motivation and empathy) and transformational leadership of the secondary education teachers in West Greek area. Results provided support for the model which suggests that teacher's emotional inelligence components are positively associated with transformational leadership in the classroom. Participants were 226 students. Data were collected by means of questionnaires in a series of face-to- face sructured interviews regarding their perceptions for the following: 1) Teacher's emotional intelligence and 2) teacher's transformational leadership.
9

Η συμβολή της πνευματικότητας και του συναισθήματος στην παιδαγωγική σχέση και στο συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Μία έρευνα σε γυναίκες εκπαιδευτικούς / The contribution of spirituality and emotion to the pedagogical relationship and counselling role of educators. A survey on female educators

Δεμαρτίνου, Ελισάβετ 01 October 2012 (has links)
Η ανα χείρας διατριβή σκοπό είχε να θέσει προβληματισμούς για τον επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές τους, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Τα ερωτήματα τα οποία κίνησαν το ερευνητικό ενδιαφέρον αφορούσαν στην ταυτότητα και στο ρόλο των εκπαιδευτικών σήμερα μέσα στη σχολική τάξη. Η έρευνα έγινε με δύο μεθοδολογικές προσεγγίσεις :ποσοτική και ποιοτική. Το δείγμα αποτελούνταν από δύο διαφορετικές ομάδες: (α) μία ομάδα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (εκπαιδευτικοί οι οποίες ασχολούντο με το θεσμό του ΣΕΠ) και (β) μία ομάδα Γενικής Παιδείας (ΓΠ) (εκπαιδευτικοί οι οποίες δεν ασχολούντο με το ΣΕΠ). Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν τα ερωτήματα:  Πως επηρεάζεται η παιδαγωγική σχέση όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους;  Πως επηρεάζεται ο συμβουλευτικός ρόλος όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και του συναισθήματός τους; Τα ανωτέρω ερευνητικά ερωτήματα επιχειρήσαμε να τα απαντήσουμε μέσα από τη διερεύνηση: 1) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση και την πνευματικότητά τους ως χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, 2) των αντιλήψεων των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με την παιδαγωγική σχέση τους, 3) της επίδρασης του συναισθήματος και της πνευματικότητας των γυναικών εκπαιδευτικών (όπως οι ίδιες την αντιλαμβάνονται) κατά την πιθανή συμβουλευτική παρέμβαση τους σε διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη (όπως τις αναγνωρίζουν οι ίδιες). Η έρευνα έγινε πρώτον μέσα από ποσοτική προσέγγιση και δεύτερον μέσα από ποιοτική προσέγγιση. Κατά την ποσοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποσοτικά εργαλεία (κλίμακες Liekert) οι αντιλήψεις/εκτιμήσεις των γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με  τον ρόλο της πνευματικής υπέρβασης στη ζωή τους , όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις Πνευματικότητα/προσωπική σχέση με τον Θεό, της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης (STrI Seidlitz et al. 2002)  τον ρόλο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης στη ζωή τους, όπως εκφράζεται μέσα από τις διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικότητα (emotionality), ευζωίας (well-being),του αυτοελέγχου καθώς (self-control), και κοινωνικότητα/αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων (sociability) (TEIQue-SF Petrides & Furnham,2001).  τη σχέση των διαστάσεων της κλίμακας Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης και των διαστάσεων της κλίμακας Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Αναλυτικότερα :  Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας την Πνευματική Υπέρβαση και τις διαστάσεις της (παρουσία πνευματικότητας /προσωπική σχέση τους με τον Θεό);  Πως εκτιμούν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί του δείγματός μας τη Συναισθηματική Νοημοσύνη σύμφωνα με τις διαστάσεις της;  Πως και αν σχετίζονται α) η Πνευματική Υπέρβαση και οι διαστάσεις της, β) η Συναισθηματική Νοημοσύνη και οι διαστάσεις της: με την ηλικία, τα έτη υπηρεσίας, την επιμόρφωση, την ενασχόληση με τον Σχολικό Επαγγελματικό προσανατολισμό  Οι δύο ομάδες ΓΠ και ΣΕΠ, διαφέρουν στις εκτιμήσεις τους ως προς τις δύο κλίμακες; Κατά την ποιοτική προσέγγιση ερευνώνται με ποιοτικά εργαλεία (συνέντευξη και αφηγηματικό ημερολόγιο) οι αντιλήψεις γυναικών εκπαιδευτικών αναφορικά με:  την επίγνωση της πνευματικότητάς τους-τα κριτήρια της πνευματικής Νοημοσύνης  την παιδαγωγική σχέση τους  την αφοσίωση και την κινητοποίηση στην εργασία τους  το συναίσθημα στην εργασία τους  τις υπαρξιακές ανησυχίες των μαθητών τους  τις αντιδράσεις τους στη διαχείριση αναγνωρισμένων κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη  την επίγνωση και εμπλοκή ή μη εμπλοκή του συναισθήματος και των προσωπικών πιστεύω τους κατά τη συμβουλευτική ή μη παρέμβασή τους σε αναγνωρισμένες κρίσιμες καταστάσεις μέσα στην τάξη. Αναλυτικότερα:  Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση της πνευματικότητας τον συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος την παιδαγωγική σχέση των γυναικών εκπαιδευτικών;  Πώς επηρεάζει η επίγνωση του συναισθήματος το συμβουλευτικό ρόλο των γυναικών εκπαιδευτικών; Ο όρος «Πνευματικότητα» νοείται, στην παρούσα έρευνα, ως το στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο το ωθεί στην εκζήτηση/αναζήτηση του νοήματος, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, τόσο στην προσωπική ζωή του, όσο και στις σχέσεις του με τους άλλους. Το «Συναίσθημα» ερευνάται μέσα από τη θεωρία της Συναισθηματικής Νοημοσύνης. Με άλλα λόγια, αξιολογείται ως ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας. Μελετάται, πιο αναλυτικά, εξάλλου και μέσα από τη Συναισθηματική Επίγνωση. Η Συναισθηματική Νοημοσύνη περικλείει ένα σύνολο ικανοτήτων και δεξιοτήτων μέσα από τις οποίες το άτομο είναι σε θέση να κατανοήσει δικές του συναισθηματικές καταστάσεις αλλά και να ερμηνεύσει συναισθηματικές καταστάσεις των άλλων. Ειδικότερα, η Συναισθηματική Επίγνωση αφορά στην πλευρά εκείνη της συναισθηματικής νοημοσύνης, η οποία ενέχει την αυτοαντίληψη και την αυτοαξιολόγηση των συναισθημάτων. Η πνευματικότητα και το συναίσθημα στην παιδαγωγική σχέση, σε συνάρτηση με το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με την υπάρχουσα αρθρογραφία δε διαφαίνεται να έχει αρκούντως διερευνηθεί σε ποσοτικό αλλά και ποιοτικό επίπεδο. Τα κυριότερα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας δείχνουν, αφενός την αξιοπιστία των εργαλείων (STrI Δείκτης Πνευματικής Υπέρβασης, και TEI-Que SF)και την καλή προσαρμογή τους στο εν λόγω δείγμα, αφετέρου ότι δε σημειώνονται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ΣΕΠ και ΓΠ με κριτήριο το συμβουλευτικό ρόλο. Το γεγονός της ενασχόλησης με το θεσμό του ΣΕΠ φάνηκε ότι δεν ήταν ισχυρό διαφοροποιητικό στοιχείο. Οι δύο ομάδες σημείωσαν σχεδόν ίδιες τιμές και στις δύο κλίμακες. Χαμηλή εν τούτοις συσχέτιση παρατηρήθηκε ανάμεσα στον παράγοντα Πνευματικότητα και τις συναισθηματικές διαστάσεις της κλίμακας συναισθηματικής νοημοσύνης. Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με το νόημα της παιδαγωγικής σχέσης, έδειξαν ότι οι συμμετέχουσες στην έρευνα έχουν επίγνωση της αναγκαιότητας για επαναπροσδιορισμό του νοήματος της παιδαγωγικής σχέσης, το οποίο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, είναι συνάρτηση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στο γνωστικό τους αντικείμενο, αλλά και στις εκάστοτε ψυχολογικές ανάγκες της μαθητικής κοινότητας. Όσον αφορά στις αντιλήψεις των συμμετεχουσών για τη σημασία της παιδαγωγικής σχέσης, διαφορές σημειώνονται ανάμεσα σε άτομα τα οποία έχουν επίγνωση της πνευματικότητάς τους και σε άτομα τα οποία δεν έχουν. Οι περισσότερες συμμετέχουσες κατά την ποιοτική έρευνα ανέφεραν ως δυνατό τους σημείο του χαρακτήρα τους την ενσυναίσθηση. Τα κυριότερα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας, αναφορικά με τη συναισθηματική επίγνωση για εμπλοκή ή συμμετοχή των συμμετεχουσών στην παιδαγωγική σχέση, αλλά και κατά τη διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων μέσα στην τάξη, ήταν: α) η αγαπητική θέση και διάθεση προς τους μαθητές και β) η αναγνώριση, η επίγνωση αλλά και εκδήλωση των συναισθημάτων των συμμετεχουσών ως προϋποθέσεις για την παιδαγωγική σχέση. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι συμμετέχουσες οι οποίες δήλωσαν θρησκευτική πνευματικότητα ανέφεραν τη συναισθηματική τους εμπλοκή/συμμετοχή πλέον εντόνως από τις υπόλοιπες συμμετέχουσες, εμβαθύνοντας και εκθέτοντας διεξοδικά το συναίσθημά τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποιοτικής έρευνας, η πνευματικότητα και η συναισθηματική επίγνωση επηρεάζουν θετικά την παιδαγωγική σχέση και το συμβουλευτικό ρόλο των εκπαιδευτικών. Δημιουργούνται δηλαδή από τις εκπαιδευτικούς οι προϋποθέσεις εκείνες ώστε η παιδαγωγική σχέση και ο συμβουλευτικός ρόλος να οδηγούν σε καρποφόρα αποτελέσματα για τους μαθητές, όχι μόνο σε επίπεδο γνώσεων αλλά και σε κατάκτηση ανθρωπιστικών αξιών. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευτικοί της ομάδας ΣΕΠ, σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους πλησίαζαν τους μαθητές τους και σε ώρα διαλείμματος για να συζητήσουν μαζί τους προβλήματα τα οποία ενέκυπταν κατά την ώρα του ΣΕΠ. Η πνευματικότητα ωστόσο, εκδηλώνεται και επηρεάζει τη παιδαγωγική σχέση στο βαθμό που επιτρέπει την εκδήλωση και εμπλοκή της στην παιδαγωγική σχέση το ίδιο το άτομο. Λέξεις κλειδιά: Πνευματικότητα, Πνευματική Νοημοσύνη, Πνευματική Υπέρβαση, Συναισθηματική Νοημοσύνη, Συναισθηματική Επίγνωση, Συμβουλευτικός, Ρόλος, Παιδαγωγική Σχέση, Γυναίκες Εκπαιδευτικοί. / This dissertation aims at raising questions about the redefinition of the notion of the pedagogical relationship with students, as well as about the counselling role of educators. The questions that triggered the investigative interest in the present dissertation concern the identity and role of educators in the modern school classroom. Two methodological approaches were used for the research: quantitative and qualitative. The sample tested consists of two distinct groups: a) a Career Counselling/Vocational Education group (C.C. /V.E.) (female educators involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution) and b) a General Education group (G.E.) (female educators not involved in the School Career Counselling/Vocational Education institution). Specifically, the questions examined are the following: • If educators are aware of their own spirituality and emotion o How does this affect their pedagogical relationship? o How does this affect their counselling role? We attempted to answer these questions through the exploration of the following: 1) How female educators understand emotional awareness and their spirituality as characteristics of their identity 2) The conceptions of female educators concerning their pedagogical relationship 3) The impact of both emotion and spirituality of female educators (according to their own conceptions) on their role as counsellors in the event of a critical situation in the classroom (as this is identified by the educators). The research was carried firstly through a quantitative and secondly through a qualitative approach. On the quantitative research, we used the Spiritual Transcendence scale (Seidlitz et al., 2002) and the Petrides & Furnham scale (translation by Petrides, Pita & Kokkinaki, 2007) in order to explore female educators’ conceptions and evaluations concerning: • The role of spiritual transcendence in their lives, as this is expressed through the dimensions Spirituality/personal relationship with God, of the scale STrI (Seidlitz et al. 2002) • The role of Emotional Intelligence in their lives, as this is expressed through the dimensions of the chart emotionality, well-being, self-control, and sociability (TEIQue-SF Petrides & Furnham, 2001). • The relationship between the dimensions of the two scales. On the qualitative research, we carried out interviews and used narrative diaries as tools to explore the female educators’ perceptions concerning: • Their awareness of their own spirituality – the criteria for Spiritual Intelligence • Their pedagogic relationship • Their devotion and motivation in their work • The ontological concerns of their students • Their responses to recognisably critical situations in the classroom • Their awareness of their emotions, and the possible involvement of their emotions and personal beliefs when they give counsel, or their detachment in recognisably critical situations in the classroom In this study, “Spirituality” is understood as a quality each individual possesses as part of their personality, which urges them to seek meaning by transcending themselves both in their private lives and in their relationships with others. Emotion is explored through the theory of Emotional Intelligence. In other words, it is being assessed as a personality trait, which is also examined more thoroughly through the concept of Emotional Awareness. Emotional Intelligence encompasses a set of competences and skills, which enable individuals to comprehend their own emotional states as well as interpret those of other people. More specifically, the aspects of Emotional Intelligence involving notions of self-conception and self-evaluation of emotions constitute Emotional Awareness. According to the existing literature in the field, Spirituality and Emotion in the pedagogical relationship, in conjunction with the counselling role of educators, do not seem to have been sufficiently investigated on the quantitative and qualitative levels. The principal findings of the quantitative research indicate the reliability of the tools employed (STrI - Spiritual Transcendence Index – and TEI-Que SF) as well as their adaptability to the tested sample, whilst showing that there are no significant differences between the aforementioned C.C./V.E. and G.E. groups, as far as the educator’s counselling role is concerned. Involvement in the School Career Counselling/Vocational Education institution did not appear to be a strong differentiating element. Both groups manifested almost the same scores on both scales employed. Nevertheless, the correlation observed between the Spirituality parameter and the Emotion aspects of the Emotional Intelligence scale was weak, which led us to the implementation of the qualitative research. The findings of the qualitative research showed that the female participants in the survey were conscious of the necessity to redefine the meaning of the pedagogic relationship, which, in their view, is the correlation between further education for teachers in their fields and further instruction for the varying psychological needs of the school community. In contrast, with respect to the meaning of the pedagogic relationship, there were differences between individuals who were conscious of their spirituality and those who were not. Moreover, during the qualitative research, most female participants mentioned empathy as an asset to their characters. The most important finding in the qualitative research - relating to Emotional Awareness, both in the female participants’ intervention or involvement in the pedagogic relationship, and during crisis management in the classroom - was the loving stance and attitude towards the students: the identification, the awareness and the expression of emotions as preconditions for the pedagogic relationship. It is worth mentioning, however, that the female participants who had declared religious spirituality for themselves reported their emotional engagement/involvement more intensely than the rest of the female participants by further elaborating and describing their emotion thoroughly. Based on the research findings, we arrive at the conclusion that the Spirituality and Emotional Awareness parameters have a positive effect on the pedagogical relationship and the educators’ counselling role. Therefore, the educators set the preconditions necessary for the pedagogical relationship and the counselling role to lead to fruitful results for the students; not merely in terms of acquiring knowledge but also obtaining humanist values. Moreover, according to their own narratives, the educators from the C.C./V.E. group would approach their students during breaks if necessary, to talk about problems that surfaced during Career Counselling. Spirituality though, manifests itself and influences the pedagogical relationship to the extent that individuals themselves allow it to emerge and be part of that relationship. Key words: Spirituality, Spiritual Intelligence, Spiritual Transcendence, Emotional Intelligence, Emotional Awareness, Counselling Role, Pedagogical Relationship, Female Educators.
10

Prosody modelling using machine learning techniques for neutral and emotional speech synthesis / Μοντελοποίηση προσωδίας με χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης στα πλαίσια ουδέτερης και συναισθηματικής συνθετικής ομιλίας

Λαζαρίδης, Αλέξανδρος 11 August 2011 (has links)
In this doctoral dissertation three proposed approaches were evaluated using two databases of different languages, one American-English and one Greek. The proposed approaches were compared to the state-of-the-art models in the phone duration modelling task. The SVR model outperformed all the other individual models evaluated in this dissertation. Their ability to outperform all the other models is mainly based on their advantage of coping in a better way with high-dimensionality feature spaces in respect to the other models used in phone duration modelling, which makes them appropriate even for the case when the amount of the training data would be small respectively to the number of the feature set used. The proposed fusion scheme, taking advantage of the observation that different prediction algorithms perform better in different conditions, when implemented with SVR (SVR-fusion), contributed to the improvement of the phone duration prediction accuracy over that of the best individual model (SVR). Furthermore the SVR-fusion model managed to reduce the outliers in respect to the best individual model (SVR). Moreover, the proposed two-stage scheme using individual phone duration models as feature constructors in the first stage and feature vector extension (FVE) in the second stage, implemented with SVR (SVR-FVE), improved the prediction accuracy over the best individual predictor (SVR), and the SVR-fusion scheme and moreover managed to reduce the outliers in respect to the other two proposed schemes (SVR and SVR-fusion). The SVR two-stage scheme confirms in this way their advantage over all the other algorithms of coping well with high-dimensionality feature sets. The improved accuracy of phone duration modelling contributes to a better control of the prosody, and thus quality of synthetic speech. Furthermore, the first proposed method (SVR) was also evaluated on the phone duration modelling task in emotional speech, outperforming all the state-of-the-art models in all the emotional categories. Finally, perceptual tests were performed evaluating the impact of the proposed phone duration models to synthetic speech. The perceptual test for both the databases confirmed the results of objective tests showing the improvement achieved by the proposed models in the naturalness of synthesized speech. / Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται προβλήματα που αφορούν στο χώρο της τεχνολογίας ομιλίας, με στόχο την μοντελοποίηση προσωδίας με χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης στα πλαίσια ουδέτερης και συναισθηματικής συνθετικής ομιλίας. Μελετήθηκαν τρεις καινοτόμες μέθοδοι μοντελοποίησης προσωδίας, οι οποίες αξιολογήθηκαν με αντικειμενικά τεστ και με υποκειμενικά τεστ ποιότητας ομιλίας για την συνεισφορά τους στην βελτίωση της ποιότητα της συνθετικής ομιλίας: Η πρώτη τεχνική μοντελοποίησης διάρκειας φωνημάτων, βασίζεται στην μοντελοποίηση με χρήση Μηχανών Υποστήριξης Διανυσμάτων (Support Vector Regression – SVR). Η μέθοδος αυτή δεν έχει χρησιμοποιηθεί έως σήμερα στην πρόβλεψη διάρκειας φωνημάτων. Η μέθοδος αυτή συγκρίθηκε και ξεπέρασε σε απόδοση όλες τις μεθόδους της επικρατούσας τεχνολογίας (state-of-the-art) στη μοντελοποίηση της διάρκειας φωνημάτων. Η δεύτερη τεχνική, βασίζεται στην μοντελοποίηση διάρκειας φωνημάτων με συνδυαστικό μοντέλο πολλαπλών προβλέψεων. Συγκεκριμένα, οι προβλέψεις διάρκειας φωνημάτων από ένα σύνολο ανεξάρτητων μοντέλων πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων χρησιμοποιούνται ως είσοδος σε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης, το οποίο συνδυάζει τις εξόδους από τα ανεξάρτητα μοντέλα πρόβλεψης και επιτυγχάνει μοντελοποίηση της διάρκειας φωνημάτων με μεγαλύτερη ακρίβεια, μειώνοντας επιπλέον και τα μεγάλα σφάλματα (outliers), δηλαδή τα σφάλματα που βρίσκονται μακριά από το μέσο όρο των σφαλμάτων. Η τρίτη τεχνική, είναι μια μέθοδος μοντελοποίησης διάρκειας φωνημάτων δύο σταδίων με κατασκευή νέων χαρακτηριστικών και επέκταση του διανύσματος χαρακτηριστικών. Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο, ένα σύνολο ανεξάρτητων μοντέλων πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων που χρησιμοποιούνται ως παραγωγοί νέων χαρακτηριστικών εμπλουτίζουν το διάνυσμα χαρακτηριστικών. Στο δεύτερο στάδιο, το εμπλουτισμένο διάνυσμα χρησιμοποιείται για να εκπαιδευτεί ένα μοντέλο πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων το οποίο επιτυγχάνει υψηλότερη απόδοση σε σχέση με όλες τις προηγούμενες μεθόδους, και μειώνει τα μεγάλα σφάλματα. Επιπλέον εφαρμόστηκε η πρώτη μέθοδος σε συναισθηματική ομιλία. Το προτεινόμενο SVR μοντέλο επιτυγχάνει την υψηλότερη απόδοση συγκρινόμενο με όλα τα state-of-the-art μοντέλα. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν υποκειμενικά τεστ ποιότητας ομιλίας ώστε να αξιολογηθεί η συνεισφορά των τριών προτεινόμενων μεθόδων στη βελτίωση της ποιότητας της συνθετικής ομιλίας. Τα τεστ αυτά επιβεβαίωσαν την αξία των προτεινόμενων μεθόδων και τη συνεισφορά τους στη βελτίωση της ποιότητας στην συνθετική ομιλία.

Page generated in 0.0362 seconds