11 |
Okulomotorische und elektrophysiologische Effekte der Distraktordarbietung in freier BildbetrachtungGraupner, Sven-Thomas 17 November 2011 (has links)
Der Distraktoreffekt beschreibt eine Verlängerung der Fixationsdauer als Folge der Darbietung irrelevanter Störreize (Distraktoren). In der Dissertation wurde der Frage nachgegangen, ob sich der Distraktoreffekt funktionell auch im Rahmen des Konzepts der Orientierungsreaktion (OR – Sokolov, 1963) betrachten lässt. Reizeigenschaften wie Neuheit und Relevanz wurden in der Vergangenheit als wesentliche Auslösebedingungen einer OR diskutiert. Im Rahmen dieser Arbeit wurden beide Merkmale untersucht, um die Plausibilität des Zusammenhangs von Distraktoreffekt und OR empirisch zu testen. Hierfür kam in allen Studien ein experimentelles Paradigma zum Einsatz, bei dem Distraktoren blickkontingent während einer freien Bildbetrachtungsaufgabe dargeboten wurden. Der Einfluss von Neuheit wurde durch Untersuchungen zur Habituation des Distraktoreffekts geprüft. Die Ergebnisse der Studien ergaben deutliche Anzeichen einer Habituation im okulomotorischen Verhalten (Abnahme der Fixationsdauerverlängerung) sowie in elektrophysiologischen Parametern der kortikalen Verarbeitung des Distraktors, im Sinne einer Abnahme der N1 Komponente des EKPs. Somit konnte also eine Modulation durch Neuheit eines Distraktors nachgewiesen werden. Die Frage nach dem Einfluss von Relevanz wurde experimentell durch Manipulation aufgabenbezogener Relevanz von Distraktoren, durch Verwendung emotionaler Distraktorinhalte (unterschiedliche emotionale Gesichtsausdrücke) und durch Darbietung neutraler Distraktoren in einem emotionalen Kontext untersucht. In keiner der drei Studien konnten eindeutige Befunde, die für eine Modulation des Distraktoreffekts durch Relevanz sprechen, aufgezeigt werden. Zusammengenommen konnte der postulierte Zusammenhang von Distraktoreffekt und OR nicht bestätigt werden. Im letzten Teil der Arbeit wurde das Distraktorparadigma genutzt, um zu prüfen, ob Unterschiede in der Art der Verarbeitung und Aufmerksamkeitsausrichtung innerhalb einer Fixation die Verarbeitung eines Distraktors beeinflussen. Frühere Überlegungen aufgreifend (Pannasch & Velichkovsky, 2009) wurden Verarbeitungsunterschiede anhand des Musters von Sakkaden, die eine Fixation umgeben, operationalisiert. Die distraktorinduzierte Verlängerung der Fixationsdauer war am größten, wenn die betroffene Fixation in kurze vorhergehende und nachfolgende Sakkaden eingebettet war und am kleinsten im Kontext langer Sakkaden. In parallel aufgezeichneten elektrophysiologischen Daten zeigten sich Unterschiede zwischen den sakkadischen Kontextbedingungen vor allem als Variation der distraktorbezogenen P2 Komponente. Diese Ergebnisse bestätigten die Annahme, dass anhand des sakkadischen Kontexts Unterschiede in der Art bzw. dem Modus der Verarbeitung innerhalb einer Fixation identifiziert werden können und sich in Veränderungen von Verhaltensparametern und kortikalen Aktivitätsmustern der Distraktorverarbeitung widerspiegeln. Diese Ergebnisse unterstützen einerseits frühere Annahmen bezüglich funktioneller Unterschiede von Blickbewegungsmustern (Velichkovsky, Joos, Helmert, & Pannasch, 2005) und legen außerdem eine Beteiligung kortikaler Areale an distraktorinduzierten Prozessen der sakkadischen Hemmung nahe.
|
12 |
Usability - Bericht: Beitrag zur Usability Evaluation Challenge 2010 der Gesellschaft für InformatikWaegner, Lars, Schupp, Philipp, Lahr, Lisa, Mau, Janina, Richter, Julia, Pilz, Ina, Wolf, Annett 28 February 2011 (has links)
Der vorliegende Usability-Bericht entstand im Rahmen eines Multimedia-Tutoriums, das dazu vorgesehen ist, praktisch umzusetzen, was in anderen Seminaren über Multimediapsychologie, Diagnostik der Mensch-Maschine-Interaktion, Softwaregestaltung und –evaluation sowie Screendesign theoretisch vermittelt wurde. Der Wettbewerb zur Evaluation der Webseite des Fachbereichs Mensch-Computer-Interaktion (FB MCI) der Gesellschaft für Informatik e.V. (GI) bot uns durch die Aufgabenstellung eine geeignete Möglichkeit, übergreifendes theoretisches und psychologisch fundiertes Wissen an einem realen Beispiel anzuwenden und somit in die Praxis umzusetzen.
Unser Team, bestehend aus sieben angehenden Usability-Experten, hat die Webseite des MCI ausführlich inspiziert und mit ausgewählten Methoden systematisch evaluiert. Dazu wurden in einem Auswahlprozess zwei geeignete Methoden gewählt. Unser Vorgehen ist in einem Projektplan festgehalten. Die Ergebnisse der Evaluation, deren Erhebung und die verwendeten Methoden sind in diesem Bericht ausführlich protokolliert.:1. Einleitung
2. Erläuterung angewendeter Methoden
2.1. Heuristische Evaluation
2.2. Card Sorting
3. Projektplan
4. Wichtigste Erkenntnisse und Empfehlungen – Zusammenfassung
5. Heuristische Evaluation
5.1. Auswahl und Spezifikation der Heuristiken
5.2. Darstellung des Vorgehens
5.3. Erläuterung zu den Tabellen
5.4. Erläuterung zu Schweregrad und Behebbarkeit
5.5. Ergebnisse heuristische Betrachtung: Übersicht
5.5.1. Heuristische Betrachtung: Gesamte Homepage
5.5.2. Heuristische Betrachtung: Startseite
5.5.3. Heuristische Betrachtung: Hauptnavigation
5.5.4. Heuristische Betrachtung: Fachgruppen
5.5.5. Heuristische Betrachtung: Arbeitskreise
5.6. Visualisierung ausgewählter Verbesserungsvorschläge
6. Card Sorting
6.1. Psychologische Fundierung
6.2. Darstellung des Vorgehens
6.3. Auswertung
6.3.1. Ergebnisse Hauptmenü (Gruppe A)
6.3.2. Ergebnisse Fachgruppen und Arbeitskreise (Gruppe B)
7. Design-Vorschläge
8. Evaluation der Barrierefreiheit nach BITV
9. Schlusswort
10. Literaturverzeichnis
Anhang
A) Heuristiken
B) Auswertung Card Sorting Gruppe A
C) Auswertung Card Sorting Aufgabe A
D) Auswertung Fachgruppen und Arbeitskreise (Gruppe B)
|
13 |
Παράγοντες και στάσεις που επηρεάζουν τις μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις των εταιρειών με τους πελάτες τους και την επιχειρηματική απόδοση. Ποσοτική, εμπειρική μελέτη στο επιχειρηματικό δίκτυο του φαρμακευτικού κλάδουΓεωργή, Χριστίνα 02 April 2014 (has links)
Η φαρμακευτική αγορά αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει, αφού το συναλλακτικό προϊόν της το φάρμακο, αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Σχεδόν εδώ και έναν αιώνα η κύρια πηγή ενημέρωσης των γιατρών για τα φάρμακα ήταν και είναι οι ιατρικοί επισκέπτες. Η σχέση μεταξύ γιατρού και ιατρικού επισκέπτη είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δεν περιορίζεται ως αυστηρά επαγγελματική, αλλά έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Βέβαια ο γιατρός έχει την επιρροή (δύναμη στη λήψη αποφάσεων), η οποία βασίζεται στην θέση και την επιστημονική του αυθεντία (κανονιστική δύναμη-normative power). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λήψεως αποφάσεων, οι σχέσεις ιατρών-φαρμακευτικής βιομηχανίας θα περιμέναμε να είναι μάλλον ασύμμετρες, ή μη ισορροπημένες. Με αυτή την έννοια, κάποιος θα περίμενε ότι οι σχέσεις γιατρών και ιατρικών επισκεπτών θα ήσαν περισσότερο διακριτές, χωρίς έρεισμα για ανάπτυξη μακροχρόνιων δεσμών. Από τη άλλη πλευρά, οι γιατροί χρειάζονται τις νέες γνώσεις των φαρμακευτικών εταιρειών, όπως αυτές εξελίσσονται μέσα από την διαρκή κλινική και εργαστηριακή έρευνα. Έτσι η διαδικασία στη λήψη αποφάσεων είναι πολύπλοκη- μη δομημένη σε μεγάλο βαθμό, οπότε και χρειάζεται πλούσια και άμεση διαπροσωπική επικοινωνία. Για παράδειγμα, το φαρμακευτικό προϊόν έχει μη άμεσα απτές ιδιότητες (intangible), διότι την δράση του (απόδοσή του) δεν μπορούμε να τη γνωρίζουμε, αν ο ασθενής δεν το καταναλώσει. Επομένως, ο γιατρός θα πρέπει να αναπτύξει εμπιστοσύνη σε κάποιες παραμέτρους κατά περίπτωση (π.χ. όνομα φαρμάκου, κλινικές μελέτες, αξιοπιστία ιατρικού επισκέπτη, κλπ), που πάντως καθιστούν την διαδικασία λήψης απόφασης αρκετά πολύπλοκη. Την ίδια στιγμή, οι φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν να ασκούν και τον ρόλο ενός εμπειρογνώμονα, ασκώντας επιρροή γνώσης (referent power) κάνοντας έτσι την σχέση μεταξύ των παραπάνω δρώντων πιο ισόρροπη και συμμετρική.
Παρόλο το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει στην υπάρχουσα φαρμακευτική αγορά και τις μεμονωμένες μελέτες, απ’ όσο γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, δεν έχει εμφανισθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο, που να εξετάζει συνολικά τις σχέσεις μεταξύ ιατρών και των αντιπροσώπων των φαρμακευτικών εταιριών (των ιατρικών επισκεπτών).
Σκοπός της παρούσας ποσοτικής μελέτης είναι να καλύψει σε ένα βαθμό αυτό το κενό στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός της παρούσας διατριβής συνίσταται στην μορφοποίηση ενός θεωρητικού μοντέλου ανάπτυξης μακροχρονίων σχέσεων μεταξύ γιατρών και ιατρικών επισκεπτών, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν, ως ανεξάρτητες μεταβλητές τις επικοινωνιακές ικανότητες και ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων εκ μέρους των ιατρικών επισκεπτών, αφ’ ετέρου δε, ως εξαρτημένες μεταβλητές μακροχρονίων σχέσεων, την εμπιστοσύνη και την δέσμευση των ιατρών και ως εξαρτημένες μεταβλητές αποτελεσματικότητας, την απόδοση των ιατρικών επισκεπτών και την ικανοποίηση των ιατρών. Το μοντέλο, επίσης, εξετάζει την ικανότητα περιβαλλοντικών μεταβλητών όπως είναι η αβεβαιότητα, ο δυναμισμός και η ένταση του ανταγωνισμού, της σύγκρουσης μεταξύ ιατρών-ιατρικών επισκεπτών, καθώς και των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των ιατρών, να παίξουν τον ρόλο των επιδρώντων παραγόντων (contingency factors) στις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Εκτός των άλλων, η έρευνα ειδικότερα επιχειρεί να αποτυπώσει και την εικόνα της ελληνικής φαρμακευτικής αγοράς, θεωρούμενης ως δυνητικό πλαίσιο ανάπτυξης σχέσεων γιατρών-ιατρικών επισκεπτών.
Η μορφοποίηση του θεωρητικού μοντέλου βασίσθηκε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και αρθρογραφία που αντλήσαμε από τα επιστημονικά πεδία του μάρκετινγκ επιχειρήσεων (business-to-business marketing), του σχεσιακού μάρκετινγκ (relationship marketing), του φαρμακευτικού μάρκετινγκ, καθώς και της επιχειρηματικής ψυχολογίας. Επίσης βασίσθηκε σε πρωτογενή στοιχεία, με συνεντεύξεις από αντιπροσωπευτικούς συμμετέχοντες (key-informants), που αφορούσε κυρίως την προσαρμογή κλιμάκων μέτρησης στο περιβάλλον της έρευνάς μας. Τόσο η δειγματοληψία, όσο και οι στατιστικές αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, βασίσθηκαν στην σχετική επιστημονική βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Το μοντέλο μας ελέχθηκε με μια σειρά αναλύσεων συσχέτισης, παλινδρομήσεων, t-test και ανάλυσης δομικών εξισώσεων (structural equation modeling), όλες βασισμένες σε αθροιστικές μεταβλητές (παράγοντες), οι οποίες είχαν προηγουμένως ελεχθεί ως προς την αντιπροσωπευτικότητα, αξιοπιστία και εγκυρότητά τους.
Συμπερασματικά, όπως φάνηκε από τις αναλύσεις παλινδρόμησης, οι επικοινωνιακές ικανότητες και οι ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων του ιατρικού επισκέπτη έχουν αρκετές στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τις εξηρτημένες μεταβλητές του μοντέλου μας, την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και δέσμευση του γιατρού, και στη συνέχεια με την αποτελεσματικότητα του ιατρικού επισκέπτη, επαληθεύοντας έτσι, τις περισσότερες από τις υποθέσεις της έρευνας. Επίσης, οι στατιστικοί δείκτες κατέδειξαν ότι το μοντέλο δομικών εξισώσεων που χρησιμοποιήσαμε συνολικά είναι δυνατό (έχει στατιστική σημαντικότητα).
Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα, φαίνεται να είναι διακριτός ο τρόπος ανάπτυξης σχέσεων των γιατρών με τους ιατρικούς επισκέπτες σε δύο επίπεδα, στο κοινωνικό και στο επαγγελματικό. Έτσι, εξαιρετικά ανεπτυγμένες προσωπικές σχέσεις με έναν γιατρό δεν συνεπάγονται αυτόματα και την συνταγογράφηση του φαρμάκου που εκπροσωπεί το ιατρικός επισκέπτης, από τον συγκεκριμένο γιατρό.
Όσον αφορά την ανάλυση των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των γιατρών, προέκυψαν δύο ομάδες, οι αλτρουιστές και οι πραγματιστές. Από την συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων με τις μεταβλητές της έρευνας φαίνεται ότι οι πραγματιστές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τον ιατρικό επισκέπτη και στον τρόπο που αυτός ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους. Από την άλλη πλευρά, οι αλτρουιστές φαίνεται ότι είναι στραμμένοι περισσότερο και προς την γενικότερη ανάπτυξη σχέσεων και την απόκτηση πληροφόρησης γύρω από τα φάρμακα, για αυτό και φαίνεται να δίνουν μεγάλη σημασία στην ικανοποίηση από την επικοινωνία.
Αναφορικά με τους παράγοντες επιρροής (contingency factors) του περιβάλλοντος, παρατηρούμε ότι υψηλός ανταγωνισμός, υψηλός δυναμισμός (μεταβλητικότητα της τεχνολογίας) και υψηλή αβεβαιότητα επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Το περιβάλλον είναι εκείνο μέσα στο οποίο λειτουργεί η σχέση και, όπως φαίνεται, επηρεάζει τις συνιστώσες της. Ομοίως, η σύγκρουση μεταξύ γιατρού-ιατρικού επισκέπτη, καθώς και η προσωπικότητα του γιατρού φαίνεται ότι επηρεάζουν τις υπό εξέταση σχέσεις της μελέτης μας.
Tα συμπεράσματα οδηγούν σε ορισμένες επιπτώσεις και προτάσεις για τα στελέχη των φαρμακευτικών εταιρειών καθώς και σε προτάσεις για περαιτέρω έρευνα. / The pharmaceutical market is a key asset of the economy and the society in general, since drugs, its transaction products, are public goods. For almost a century, the main source of information for doctors, about medicines, are pharmaceutical representatives. The relationship between a physician and a pharmaceutical representative is particularly complicated, and it is not stringent professional but has also social implications. Of course, the doctor has the power in decision making, which is based on position and scientific authority (normative power). In such decision making context, relations between doctors and pharmaceutical industry would be expected to be rather asymmetrical, or unbalanced. In this sense, one would expect that the relationships of doctors and pharmaceutical representatives would be more distinct, without the basis for developing long term bonds. On the other hand, doctors need new scientific data, as knowledge progresses through the ongoing clinical and laboratory research of the pharmaceutical companies. So the decision-making process is complex, greatly unstructured, and requires frequent face to face communication. For example, medicines do not have directly tangible properties, because we cannot know the action (performance) of any medicine, if the patient does not consume it first. Therefore, the physician should initialliy develop confidence in some parameters of the drug as appropriate (e.g. brand name of the drug, clinical trials, pharmaceutical representative reliability, etc.), which, however, makes the decision process very complicated. At the same time, pharmaceutical companies are trying to perform the role of an expert, exerting influence knowledge (referent power) thus making the relationship between these actors more balanced and symmetrical.
Despite the increased interest in the pharmaceutical market and the individual studies that exist to date, there has not emerged, to our knowledge, an integrated model that comprehensively address the relationships between doctors and representatives of pharmaceutical companies.
The purpose of this quantitative study is to cater to a certain extent this gap in the existing literature. More specifically, the purpose of this study is to formulate a theoretical model for developing long-term relationships between doctors and pharmaceutical representatives, which includes on one hand, as independent variables communication skills and relationship development skills by pharmaceutical representatives, and on the other hand as dependent variables of longterm relationships, trust and commitment of doctors and dependent variables of effectiveness, the performance of pharmaceutical representatives and satisfaction of physicians. The model also examines the ability of a.) environmental variables such as uncertainty, dynamism and intensity of competition, b.) conflict between doctors and pharmaceutical representatives, and c.) psychographic characteristics of physicians, playing the role of contingency factors in relationships between independent and dependent variables. Among other things, the research specifically seeks to capture the image of the Greek pharmaceutical market, viewed as a potential framework for developing relations between doctors and pharmaceutical representatives.
In conclusion, as shown by the regression analysis, communication skills and relationship skills development of the pharmaceutical representative have several statistically significant correlations with the dependent variables of our model, trust and commitment of the doctor, and the effectiveness of the pharmaceutical representative, confirming thus, most of the hypotheses of the research. Also, statistical indicators show that the structural equation model is overall possible (is statistically significant).
However, according to the findings it appears that doctors are developing relationships with pharmaceutical representatives in two distinct levels, social and professional. So highly developed personal relationships with one doctor, does not automatically imply prescribing the drug, the pharmaceutical representative promotes, from the individual physician.
Regarding the analysis of psychographic characteristics of the physicians, emerged two groups, altruists and pragmatists. From the correlation between these two groups with the variables of the survey it seems that pragmatists focus their interest on developing trust with the pharmaceutical representative and on his responsiveness. On the other hand, altruists seem to be mainly facing towards overall development of relationships, the acquisition of information about medicines, and to give great importance to the satisfaction from communication.
With respect to contingency factors, as far as environment is concerned, we observe that high competition, high dynamism (variability technology) and high uncertainty affect the relations between the independent and dependent variables. The environment is the one in which the relationship operates and as it is shown affects its components. Similarly, conflict between doctor and pharmaceutical representative, and doctor's personality appear to influence ongoing relationships of our study.
These conclusions lead to some implications and suggestions for managers of pharmaceutical companies as well as suggestions for further research.
|
14 |
Schémas numériques adaptatifs pour les équations de Vlasov-Poisson / Adaptive numerical schemes for Vlasov-Poisson equationsMadaule, Éric 04 October 2016 (has links)
Le système d'équations de Vlasov-Poisson est un système très connu de la physique des plasmas et un enjeu majeur des futures simulations. Le but est de développer des schémas numériques utilisant une discrétisation par la méthode Galerkin discontinue combinée avec une résolution en temps semi-Lagrangienne et un maillage adaptatif basé sur l'utilisation des multi-ondelettes. La formulation Galerkin discontinue autorise des schémas d'ordres élevés avec des données locales. Cette formulation a fait l'objet de nombreuses publications, tant dans le cadre eulérien par Ayuso de Dios et al., Rossmanith et Seal, etc. que dans le cadre semi-lagrangien par Quo, Nair et Qiu, Qiu et Shu et Bokanowski et Simarta, etc. On utilise les multi-ondelettes pour l'adaptativité (et plus précisément pour la décomposition multi-échelle de la fonction de distribution). Les multi-ondelettes ont été largement étudiées par Alpert et al. pendant les années 1990 et au début des années 2000. Des travaux combinant la résolution multi-échelle avec les méthodes Galerkin discontinues ont fait l'objet de publications par Müller et al. en 2014 pour les lois de conservation hyperboliques dans le contexte des éléments finis. Besse, Latu, Ghizzo, Sonnendrücker et Bertrand ont présenté les avantages d'un maillage adaptatif dans le contexte de Vlasov-Poisson relativiste en utilisant des ondelettes à support large. La combinaison de la méthode Galerkin discontinue avec l'utilisation des multi-ondelettes ne requière en revanche qu'un support compact. Bien que la majorité de la thèse soit présentée dans un espace des phases 1d × 1v, nous avons obtenus quelques résultats dans l'espace des phases 2d × 2v. / Many numerical experiments are performed on the Vlasov-Poisson problem since it is a well known system from plasma physics and a major issue for future simulation of large scale plasmas. Our goal is to develop adaptive numerical schemes using discontinuous Galerkin discretisation combined with semi-Lagrangian description whose mesh refinement based on multi-wavelets. The discontinuous Galerkin formulation enables high-order accuracy with local data for computation. It has recently been widely studied by Ayuso de Dioset al., Rossmanith et Seal, etc. in an Eularian framework, while Guo, Nair and Qiu or Qiu and Shu or Bokanowski and Simarta performed semi-Lagrangian time resolution. We use multi-wavelets framework for the adaptive part. Those have been heavily studied by Alpert et al. during the nineties and the two thousands. Some works merging multi-scale resolution and discontinuous Galerkin methods have been described by Müller and his colleagues in 2014 for non-linear hyperbolic conservation laws in the finite volume framework. In the framework of relativistic Vlasov equation, Besse, Latu, Ghizzo, Sonnendrücker and Bertrand presented the advantage of using adaptive meshes. While they used wavelet decomposition, which requires large data stencil, multi-wavelet decomposition coupled to discontinuous Galerkin discretisation only requires local stencil. This favours the parallelisation but, at the moment, semi-Lagrangian remains an obstacle to highly efficient distributed memory parallelisation. Although most of our work is done in a 1d × 1v phase space, we were able to obtain a few results in a 2d × 2v phase space.
|
15 |
Software Transactional Memory Building BlocksRiegel, Torvald 15 August 2013 (has links) (PDF)
Exploiting thread-level parallelism has become a part of mainstream programming in recent years. Many approaches to parallelization require threads executing in parallel to also synchronize occassionally (i.e., coordinate concurrent accesses to shared state). Transactional Memory (TM) is a programming abstraction that provides the concept of database transactions in the context of programming languages such as C/C++. This allows programmers to only declare which pieces of a program synchronize without requiring them to actually implement synchronization and tune its performance, which in turn makes TM typically easier to use than other abstractions such as locks.
I have investigated and implemented the building blocks that are required for a high-performance, practical, and realistic TM. They host several novel algorithms and optimizations for TM implementations, both for current hardware and future hardware extensions for TM, and are being used in or have influenced commercial TM implementations such as the TM support in GCC.
|
16 |
Contending Approaches To Security In Israel: 1948-2000Baser, Zeynep 01 September 2008 (has links) (PDF)
This thesis provides an analysis of Israel& / #8217 / s security conceptions, discourses and practices, in the context of the Arab& / #8211 / Israeli conflict in general and the Israeli& / #8211 / Palestinian conflict in particular, between 1948 and 2000. The purpose of the study is, to explore those processes through which particular definitions and practices of security have been produced and changed, against the background of the domestic debates and competing worldviews among key political actors / and to highlight the overall impact of these points in different periods on the Israeli-Palestinian conflict, and, thus, on Israel& / #8217 / s overall security.
In this context, it is observed that the debates among the political actors, regarding the future borders and the identity of the state, have played a key role in the construction and reconstruction of Israeli security policy particularly vis-à / -vis the Palestinian problem. Nevertheless, it is also observed that the extent of these differences has been limited to the objectives of the security policy, and that a zero-sum conception of security, and the primacy of military means to confront the perceived threats have prevailed as common characteristics of Israeli security understanding, informing Israel& / #8217 / s related practices. Along these lines the thesis considers the Oslo peace process as an anomaly, and tries to assess it within the framework of the continuities and changes it has introduced to thinking and acting about security in Israel.
|
17 |
Effects Of Swiss Ball Training On Knee Joint Reposition Sense, Core Strength And Dynamic Balance In Sedentary Collegiate StudentsCug, Mutlu 01 February 2012 (has links) (PDF)
The purpose of this study was to investigate the effects of Swiss ball training on (1) knee joint reposition sense (knee proprioception), (2) core muscle strength and (3) dynamic balance in sedentary collegiate students. In this thesis, two different participant groups and two different training methods were used. In order to evaluate the effect of Swiss ball training on knee proprioception and core strength, 3 days per week training was conducted throughout 10 weeks (Study 1). In order to evaluate the effect of Swiss ball training on dynamic balance, 2 days per week training was conducted throughout 10 weeks (Study 2). 60 sedentary university students participated in Study 1. 47 sedentary university students participated in Study 2. The results of the study indicated that Swiss ball training has significant effect on knee proprioception and core muscle strength. For dynamic balance, at the end of the 10-week Swiss ball training, in both groups (Swiss ball and control), dynamic balance scores were improved significantly. Therefore, effect of the Swiss ball training on dynamic balance could not be determined. As a conclusion, an instability training program using Swiss balls with body weight as resistance can provide prolonged improvements in joint proprioception and core strength which would contribute to general health and performance.
|
18 |
Το market access στον φαρμακευτικό χώρο : ο ρόλος του key acount managerΚολοκοτρώνη, Ειρήνη 02 March 2015 (has links)
Η παρούσα διπλωματική έχει σκοπό να μελετήσει τα δεδομένα στον τομέα αυτό σε σχέση με την Ελλάδα. Τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται και εφαρμόζεται το market access στην χώρα από τις φαρμακευτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται εδώ. Πιο συγκεκριμένα επιχειρείται μια καταγραφή στους παράγοντες που το επηρεάζουν και στην άποψη την οποία έχουν διαμορφώσει σχετικά με το market access τα άτομα τα οποία ασχολούνται με αυτό.
Αρχικά, έγινε μια βιβλιογραφική ανασκόπηση σε μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα. Καθώς και μια καταγραφή σε όσους φορείς εμπλέκονται αλλά και σε διαδικασίες. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε ένα ερωτηματολόγιο που απευθυνόταν σε άτομα που ασχολούνται με το market access μέσα σε φαρμακευτικές εταιρείες. Τα στοιχεία που συλλέχτηκαν από τα ερωτηματολόγια αναλύθηκαν στη συνέχεια με τη βοήθεια του προγράμματος SPSS.
Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται πως οι εταιρίες έχουν αγκαλιάσει την έννοια του όρου market access και έχουν καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια για την εφαρμογή του στην πράξη. Ωστόσο υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης καθώς συγκεκριμένες παγίδες και λάθη καθιστούν αδύνατη προς το παρόν την επιτυχή εφαρμογή του.
Ο θεσμός του market access και των ΚΑΜ είναι απλά ένας διαφορετικός τρόπος για να περιγράψουμε ολιστικά τη διαδικασία της ιατρικής (και όχι μόνο) επιστημονικής ενημέρωσης και τις σχέσεις με τους πελάτες. Είναι ένα παλαιό μοντέλο για τις άλλες βιομηχανίες, που όμως φαίνεται να γίνεται, στη πραγματικότητα που διαμορφώνεται σήμερα στην αγορά, θεμελιώδες και για τη φαρμακοβιομηχανία. Αρκεί βέβαια να βρεθεί ο σωστός τρόπος να εφαρμοσθεί, αφού προσαρμοσθεί κατάλληλα στις ιδιορρυθμίες που έχει η φαρμακευτική αγορά. / The present thesis aims to study the data in this area in relation to Greece . The manner in which we apply the market access in the country by pharmaceutical companies operating here. More specifically, an attempt to record the factors that affect the argument which have formed on the market access of the people they deal with it.Initially , there was a literature review of studies in the literature on the subject . As a recording and those entities involved and procedures . Then constructed a questionnaire addressed to people dealing with market access within pharmaceutical companies . The data collected from the questionnaires were then analyzed using the program SPSS.
The institution of market access and the ΚAM is just another way to describe the process of holistic medicine ( and not only) scientific information and relationships with customers . It is an old model for other industries, but it seems to be , in fact formed on the market today , and essential for the pharmaceutical industry . Suffice sure to find the right way to apply , adapted as appropriate to the quirks that has the pharmaceutical market.
|
19 |
Διερεύνηση της χρήσης μεθόδων πρόβλεψης στην εφοδιαστική αλυσίδα του φαρμάκου, η περίπτωση των φαρμακαποθηκών και φαρμακείωνΚαραγιάννη, Μαρία Ελένη 07 July 2015 (has links)
Η αγορά του φαρμάκου, παρά τις ρυθμίσεις για την ομαλή λειτουργία της που επιβάλλονται για τη διασφάλιση της φύσης του φαρμάκου ως κοινωνικό αγαθό, είναι ενταγμένη στην πραγματική οικονομία και απόλυτα ευαίσθητη στις διακυμάνσεις της ζήτησης. Το πρώτο βήμα για τον προγραμματισμό όλων των αλυσίδων και στην περίπτωσή μας της εφοδιαστικής αλυσίδας του φαρμάκου, είναι η χρήση μεθόδων πρόβλεψης της ζήτησης έτσι ώστε οι υποθέσεις σχετικά με την ποσότητα των φαρμάκων που θα αγοράσουν οι πελάτες-ασθενείς, να είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερες.
Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει σκοπό να διερευνήσει τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης στην εφοδιαστική αλυσίδα του φαρμάκου στην Ελλάδα. Οι επιμέρους στόχοι της έρευνας είναι να μελετηθεί σε επίπεδο φαρμακαποθήκης και φαρμακείου: α) Ποιες είναι οι γνώσεις και η γνώμη των υπεύθυνων προμηθειών σε σχέση με τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης της ζήτησης. Ποιοι είναι οι λόγοι που εμποδίζουν κάποιους να κάνουν χρήση προβλέψεων και ποια είναι τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η επιλογή των μεθόδων, β) Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που προκύπτουν από τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης, γ) Εάν υπάρχει συνεργασία των δύο κρίκων. Ποιοι είναι οι λόγοι που την εμποδίζουν, ποια τα οφέλη από τη συνεργατική πρόγνωση της ζήτησης και ποιες οι αιτίες του φαινομένου της «μεγέθυνσης» της ζήτησης και δ) Πώς επηρεάζεται η άποψη των υπεύθυνων προμηθειών σε σχέση με τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης της ζήτησης ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους.
Αρχικά, διεξήχθη βιβλιογραφική ανασκόπηση που εστίασε κυρίως σε μελέτες της ξένης βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα της χρήσης προβλέψεων ζήτησης των φαρμάκων σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής διανομής. Στη συνέχεια, βάσει των ευρημάτων της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και των συνεντεύξεων με υπεύθυνους αγορών σε φαρμακαποθήκες και σε φαρμακεία, δημιουργήθηκαν δύο ερωτηματολόγια, τα οποία συμπληρώθηκαν από 38 και 64 συμμετέχοντες, αντίστοιχα. Τα πρωτογενή στοιχεία που συλλέχθηκαν αναλύθηκαν στη συνέχεια με τη βοήθεια του στατιστικού προγράμματος SPSS.
Από τις αναλύσεις των απαντήσεων της έρευνας σε φαρμακαποθήκες, διαπιστώσαμε ότι το 59,4% των ερωτηθέντων θεωρεί αναγκαία τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης της ζήτησης κατά τη σύνταξη της παραγγελίας, οι 7 στους 10 συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν έχουν χρησιμοποιήσει κάποια μέθοδο πρόβλεψης στο παρελθόν και σχεδόν το 83% των ερωτώμενων ήταν θετικοί σε μια μελλοντική χρήση προβλέψεων. Οι λόγοι άρνησης χρήσης των προβλέψεων φαίνεται να είναι κυρίως η άγνοια των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η πρόβλεψη και η έλλειψη εμπιστοσύνης σχετικά με τη χρήση των μεθόδων αυτών η οποία οφείλεται στο φόβο ότι θα υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις από μια ανακριβή και λανθασμένη πρόβλεψη. Επιπρόσθετα, η έρευνα έδειξε ότι οι 9 στους 10 συμμετέχοντες θεωρούν αναγκαία τη συνεργασία φαρμακείου-φαρμακαποθήκης για την καλύτερη διαχείριση της ζήτησης. Παρόλα αυτά οι 6 στους 10 συμμετέχοντες δήλωσαν ότι έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν με κάποιο φαρμακείο για να πετύχουν καλύτερη πρόβλεψη της ζήτησης, ενώ οι 9 στους 10 δήλωσαν θετικοί σε μια μελλοντική συνεργασία. Οι λόγοι άρνησης της συμμαχίας αποθήκη-φαρμακείο φαίνεται να είναι ο φόβος ότι θα υπάρχει απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών από το φαρμακείο και το γεγονός ότι οι αποθήκες θεωρούν ότι οι πελάτες τους (φαρμακεία) δεν ενδιαφέρονται για μια τέτοιου είδους συνεργασία.
Από τις αναλύσεις των απαντήσεων των υπεύθυνων των φαρμακείων, διαπιστώσαμε ότι το 75% του δείγματος γνωρίζει ότι τα συστήματα μηχανοργάνωσης δίνουν τη δυνατότητα πρόβλεψης των πωλήσεων και της ζήτησης των φαρμάκων, αλλά παρόλα αυτά μόλις το 18,8% των ερωτηθέντων φαίνεται να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις δυνατότητες των μηχανογραφικών συστημάτων κατά τη σύνταξη της παραγγελίας προς τους προμηθευτές, ενώ το 75% στηρίζεται μόνο στις πωλήσεις της ημέρας και στην εμπειρία και κρίση του για να συντάξει τις παραγγελίες των φαρμάκων, χωρίς να χρησιμοποιεί κάποια μέθοδο πρόβλεψης. Σχεδόν οι 6 στους 10 θεωρούν αναγκαία τη χρήση μεθόδων πρόβλεψης της ζήτησης κατά τη σύνταξη της παραγγελίας, αλλά το 73,4% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν έχουν χρησιμοποιήσει κάποια μέθοδο πρόβλεψης στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, σχεδόν όλοι (82,8%) ήταν θετικοί σε μια μελλοντική χρήση προβλέψεων. Οι λόγοι άρνησης χρήσης των προβλέψεων φαίνεται να είναι κυρίως η άγνοια των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η πρόβλεψη και η επιφυλακτικότητα σχετικά με τη χρήση των μεθόδων αυτών, η οποία οφείλεται στο φόβο ότι θα υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις από μια ανακριβή και λανθασμένη πρόβλεψη. Από την ανάλυση των απαντήσεων φαίνεται ότι οι 9 στους 10 συμμετέχοντες θεωρούν αναγκαία τη συνεργασία φαρμακείου-φαρμακαποθήκης προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη διαχείριση της ζήτησης. Ωστόσο, οι 7 στους 10 ερωτώμενους δήλωσαν ότι δεν έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν με κάποια φαρμακαποθήκη για να πετύχουν καλύτερη πρόβλεψη της ζήτησης, ενώ οι 9 στους 10 δήλωσαν θετικοί σε μια μελλοντική συνεργασία. Οι λόγοι άρνησης της συμμαχίας αποθήκη-φαρμακείο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, φαίνεται να είναι όλοι σχεδόν εξίσου σημαντικοί και εκείνος που κυριάρχησε ελαφρώς είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη φαρμακαποθήκη.
Με τη συνεργατική πρόγνωση της ζήτησης, βελτιώνεται η ακρίβεια της πρόβλεψης χάρη στο μερισμό των γνώσεων σχετικά με την καταναλωτική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να προβλέπονται πολύ ακριβέστερα οι ανάγκες των καταναλωτών-ασθενών που είναι οι άμεσοι και έμμεσοι υποστηρικτές των επιχειρήσεων του κάθε κρίκου του καναλιού διανομής φαρμάκου. Για αυτό προτείνεται η συνεργασία των φαρμακαποθηκών με τα φαρμακεία, τις φαρμακευτικές εταιρίες και φαρμακοβιομηχανίες, μέσω της κοινοποίησης των προβλέψεων. Οι κοινές προβλέψεις θα συνδυάζουν τις διαφέρουσες οπτικές όλων των εταίρων για πιο αξιόπιστες μελλοντικές προβλέψεις. Επίσης μία πρόταση είναι η καθιέρωση συστήματος συλλογής μονάδων, υποχρεωτικά μέσα από την παρακολούθηση σεμιναρίων μετεκπαίδευσης, τα οποία θα περιλαμβάνουν την εκπαίδευση σε συστήματα προσομοίωσης εξειδικευμένων λογισμικών διακίνησης φαρμακευτικών προϊόντων. Μέσα από διαδραστικά σεμινάρια οι αρμόδιοι στον τομέα της προμήθειας των φαρμάκων θα ενημερώνονται σχετικά με βασικά θέματα διαχείρισης των αποθεμάτων που εφαρμόζονται στο χώρο του φαρμάκου και αφορούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ενοποιημένης εφοδιαστικής αλυσίδας, με στόχο να καταπολεμηθούν οι φόβοι που μετριάζουν τη χρήση προβλέψεων γενικότερα και συγκεκριμένα τη συνεργασία των δυο κρίκων της αλυσίδας. / The drug market, despite any arrangements imposed to promote accessibility to pharmaceuticals as a social good, is integrated into the real economy and is quite sensitive to fluctuations in demand. The first step during planning in all chains, and in our case in the drug supply chain, is the use of demand-forecasting methods.
This research aims to explore the use of demand-forecasting methods for medication at the pharmacy and the pharmaceutical warehouse in Greece. The specific objectives of this research is to study: a) How familiar is the supply manager and what is their opinion in relation to the use of demand-forecasting methods. What are the reasons that prevent some people from putting in use forecasting methods and what are the criteria for selecting such methods, b) What are the advantages and disadvantages of using forecasting methods, c) Whether there is cooperation between the two parts of the supply chain. What are the causes of the phenomenon of "bullwhip effect", are there any means to prevent it and what are the benefits of collaborative demand-forecasting and finally d) Is there any correlation between the opinion of supply managers on the use of demand-forecasting methods and their demographic characteristics.
Initially, a literature review was conducted that focused mainly on studies of foreign literature on the topic of demand-forecasting for drugs at wholesale and retail distribution. Then, based on the findings of the literature review and interviews with supply managers of pharmaceutical wholesalers and pharmacies, two questionnaires were created, which were completed by 38 and 64 participants, respectively. The original data collected was then analyzed using the statistical program SPSS.
The analysis of responses from research in pharmaceutical warehouses, indicated that 59.4% of respondents consider it necessary to use demand-forecasting methods for the drug order, 7 out of 10 participants said that they had not previously used any and almost 83% of respondents were positive towards a future use. The reasons for refusing to use forecasting methods seem to be mainly ignorance of the benefits and lack of confidence in their efficacy, propelled by the fear that there will be significant losses from a possible inaccurate or totally incorrect forecast. Additionally, the survey showed that 9 out of 10 participants adhere to the necessity for cooperation between the pharmaceutical warehouse and the pharmacy, in order to more efficiently manage demand. However, only 6 out of 10 participants said they had collaborated in the past with a pharmacy to achieve this goal, while 9 out of 10 felt positive towards a future collaboration. The main reasons for avoiding an alliance between their warehouse and a pharmacy seem to be 1) the fear that their counterpart will not disclose important information and 2) the fact that they were under the impression their customers (pharmacies) were not interested in such a cooperation.
From the analysis of the responses of supply managers in pharmacies, we found that 75% were aware that software systems enable forecast of sales and demand for drugs, but only 18.8% of respondents seem to exclusively use the capabilities of computer systems for the order to suppliers, while 75% rely only on daily sales plus their experience and judgment to compose orders for medicines, without using a forecasting method. Nearly 6 in 10 felt the need to use methods of demand-forecasting in the orders, but 73.4% of respondents indicated that they have not used a forecasting method previously. Nevertheless, more than 4 in 5 (82.8%) were positive towards a future use of software-assisted forecasts. The reasons for being reluctant to use the forecasting methods seem to be mainly the ignorance of the benefits and the fear that there will be significant losses from a possible inaccurate or totally incorrect forecast. From the analysis of the responses it appears that 9 out of 10 participants felt the need for cooperation between the pharmacy and the pharmaceutical warehouse, in order to achieve better management of demand. However, 7 out of 10 respondents stated that they have not collaborated in the past with a pharmaceutical wholesaler to achieve better demand forecasting, while 9 out of 10 felt positive towards a future collaboration. The reasons for avoiding an alliance with a wholesaler varied within the survey results, almost all being equally important, with one that dominated slightly being the lack of trust in the pharmaceutical wholesaler.
As a general conclusion it has been shown that the use of collaborative forecasting of demand is improving the forecast accuracy thanks to the sharing of knowledge on consumer behaviour, leading to accurate predictions of the consumer/patient’s needs, who are after all the direct or indirect business supporters of each link in the drug distribution chain. It is proposed that a communication channel between pharmacies, wholesalers and manufacturers should be established for the exchange of forecasts. The resulting common forecast should combine the different perspectives for more accurate predictions of the demand. Another proposal is the introduction of incentives for attending interactive seminars on inventory management and training on specialised software. Through such activities individuals responsible for putting out orders or production managers could become updated to the latest inventory management techniques applied in the pharmaceutical field and become aware of the comparative advantages of the integrated supply chain. This would hopefully counter fears that mitigate the use of forecasting methods in general and specifically the cooperative forecasting between the members of the supply chain.
|
20 |
Κύριο κανάλι διανομής των δερμοκαλλυντικών είναι τα πολυκαταστήματα. Πως τα τελευταία έχουν καταφέρει να κερδίσουν τη μερίδα του λέοντος της αγοράςΣκούτα, Αγγελική 11 February 2009 (has links)
Σκοπός της έρευνας που διενεργήσαμε ήταν να προσδιορίσουμε τα κίνητρα και το προφίλ
εκείνων των καταναλωτών που επιλέγουν να αγοράζουν τα δερμοκαλλυντικά και τα προϊόντα
περιποίησης προσώπου και σώματος τους από τα πολυκαταστήματα και όχι από τα super
markets, τα φαρμακεία ή άλλα μικρότερα καταστήματα.
Προκειμένου να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα δημιουργήσαμε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο
και μοιράσαμε σε 240 άτομα. Τις απαντήσεις που πήραμε τις επεξεργαστήκαμε με το
πρόγραμμα Statistic Package for the Social Science (SPSS). Οι απαντήσεις αυτές μας βοήθησαν
να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στη αγορά σήμερα.
Ανατρέξαμε στη διεθνή βιβλιογραφία ώστε να συλλέξουμε πληροφορίες σχετικά με τα κίνητρα
των καταναλωτών για αγορές και τον τρόπο με τον οποίο δομούνται τα καταστήματα
προκειμένου να γίνονται ελκυστικότερα στους καταναλωτές.
Θεωρούμε ότι μια τέτοια μελέτη θα ενδιαφέρει τόσο τις εταιρείες καλλυντικών, όσο και τους
ιδιοκτήτες πολυκαταστημάτων, μικρότερων καταστημάτων ακόμη και φαρμακείων μιας και για
όλα τα ανωτέρω, τα καλλυντικά αποτελούν μεγάλο μέρος του όγκου των πωλήσεών τους. / -
|
Page generated in 0.0424 seconds