Spelling suggestions: "subject:"παράγοντες κινδύνου"" "subject:"παράγοντας κινδύνου""
1 |
Ενδομήτρια έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, κίνδυνος εκδήλωσης σχιζοφρένειας και βαρύτητα θετικών/αρνητικών αποτελεσμάτωνΣταθοπούλου, Αναστασία 15 September 2014 (has links)
Η προγεννητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου προκαλεί χρόνια εμβρυϊκή υποξία, απορρύθμιση της ομαλής λειτρουγίας του ενδοκρινικού συστήματος, και διαταραχή της νευροανάπτυξης του εμβρύου, η οποία σχετίζεται με εγκεφαλική δυσλειτουργία, τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν ευαλωτότητα για σχιζοφρένεια.. Συνολικά 212 ασθενείς με σχιζοφρένεια ηλικίας 14-30 ετών, και 212 αντίστοιχοι μάρτυρες μελετήθηκαν. Η προγεννητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου των ασθενών με σχιζοφρένεια συγκρίθηκε με εκείνη των μαρτύρων εφαρμόζοντας ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης και έλεγχο για διάφορους παράγοντες που αλληλεπιδρούν και συμβάλλουν στην έκβαση της επίδρασης. Εστίες ενδιαφέροντος ήταν η σύγκριση της συχνότητας καπνίσματος της μητέρας και του πατέρα μεταξύ ασθενών και μαρτύρων, καθώς επίσης και η σοβαρότητα των θετικών και αρνητικών συμπτωμάτων μεταξύ των απογόνων καπνιζόντων και μη καπνιζόντων γονέων. Επιπλέον, διερευνήθηκε η σχετική συχνότητα των υποτύπων σχιζοφρένειας μεταξύ των ασθενών καπνιστών και μη καπνιστών γονέων. Μεταξύ των μητέρων των ασθενών με σχιζοφρένεια και των μαρτύρων, 92 (43,4%) και 46 (21,7%) κάπνιζαν, αντίστοιχα. Το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη είχε μια σημαντικά μοναδική συνεισφορά στην αύξηση του κινδύνου για την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας (p = 0,001), καθώς και μεγαλύτερη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων (p = 0,023). Ταυτόχρονα, λογιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη είχε σημαντικά μοναδική συνεισφορά στην αύξηση κινδύνου για την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας με πιθανή αναλογία=2.32, 95%CI=1.41-3.81, p=0.001 και τη συχνότητα των μη-παρανοϊκών υποτύπων με πιθανή αναλογία= 2.94,95%CI=1.50-5.76, p=0.002. Το κάπνισμα του πατέρα δεν είχε σημαντική επίδραση στον κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας, ούτε στη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θέτει τους απογόνους σε αυξημένο κίνδυνο για σχιζοφρένεια μετέπειτα στη ζωη τους, με αυξημένη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία πρακτική του καπνίσματος κατά την εγκυμοσύνη, η έκθεση του εμβρύου στον καπνό θα μπορούσε να είναι ένας σημαντικός αποτρέψιμος τροποποιήσιμος νευροαναπτυξιακός παράγοντας που αυξάνει την ευαλωτότητα για την εκδήλωση σχιζοφρένειας. / Prenatal exposure to cigarette smoke causes chronic fetal hypoxia, dysregulation of endocrine equilibrium, and disruption of fetal neurodevelopment associated with brain malfunction, all of which potentially could induce vulnerability to schizophrenia. A total of 212 schizophrenia patients aged 14-30 years, and 212 matched controls were studied. Prenatal tobacco smoke exposure of the schizophrenia patients was compared to that of the normal controls by applying logistic regression analysis and controlling for several confounding factors The outcomes of interest were comparison of the frequency of maternal and paternal smoking between patients and controls as well as the severity of positive and negative symptoms between the offspring of smoking and nonsmoking parents. Furthermore, we investigated the relative frequency of subtypes of schizophrenia among offspring of smoking and non-smoking parent. Among the mothers of schizophrenia patients and controls, 92 (43.4%) and 46 (21.7%) smoked, respectively. Maternal smoking during pregnancy had a significant unique contribution on increasing the risk for development of schizophrenia (p=0.001), and a greater severity of negative symptoms (p=0.023). Simultaneously, logistic regression analysis showed that maternal smoking during pregnancy had significantly unique contribution to increased risk for the development of schizophrenia with possible ratio = 2.32, 95% CI = 1.41-3.81, p = 0.001 and frequency of non-paranoid subtypes as potential ratio = 2.94,95% CI = 1.50-5.76, p = 0.002. Paternal smoking did not have a significant effect on the risk of schizophrenia, or severity of negative symptoms. The findings suggest that maternal smoking during pregnancy puts offspring at an increased risk for later schizophrenia, with increased severity of negative symptoms. Given the wide practice of smoking during pregnancy, fetal exposure to tobacco smoke could be a major preventable neurodevelopmental factor that increases vulnerability to schizophrenia.
|
2 |
Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, διαχρονικές μεταβολές επιδημιολογικών δεικτών και διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων στη Δυτική ΕλλάδαΑυγερινού, Χριστίνα 22 December 2014 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) είναι μια ετερογενής ομάδα επίκτητων κλωνικών διαταραχών του πολυδύναμου αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου, που χαρακτηρίζονται από κυτταροπενίες στο περιφερικό αίμα, μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές των αιμοποιητικών κυττάρων και αυξημένο κίνδυνο εκτροπής σε οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). Η επίπτωση των ΜΔΣ ποικίλλει σημαντικά μεταξύ διαφόρων χωρών με βάση δεδομένα από διάφορες μελέτες. Δεν υπήρχαν δημοσιευμένα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την επίπτωση των ΜΔΣ στον ελλαδικό χώρο μέχρι την πραγματοποίηση αυτής της διατριβής.
Ασθενείς και μέθοδοι: Στο πρώτο σκέλος της διατριβής καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με ΜΔΣ κατά την 20-ετή περίοδο 1/1/1990-31/12/2009 στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τους ιατρικούς φακέλους των ασθενών με τεκμηριωμένη διάγνωση ΜΔΣ από ειδικό αιματολόγο ή αιμοπαθολογοανατόμο, και από τα τέσσερα νοσοκομεία την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας», Θεραπευτήριο «Ολύμπιον» και Γενικό Νοσοκομείο Μεσολογγίου). Καταγράφηκαν τα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΜΔΣ και δημιουργήθηκε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων, επί της οποίας έγινε περιγραφική στατιστική ανάλυση. Καταγράφηκε επίσης η ημερομηνία αρχικής διάγνωσης και η ημερομηνία θανάτου ή τελευταίας επαφής/εξέτασης και έγινε ανάλυση επιβίωσης. Εκτιμήθηκε η παρουσία συννοσηρών παθήσεων κατά τη διάγνωση και υπολογίστηκαν οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI. Η επίπτωση και ο επιπολασμός των ΜΔΣ υπολογίστηκαν για την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας που απαρτίζεται από τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και ΜΔΣ.
Το δεύτερο σκέλος της διατριβής είναι μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και στο Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας». Ελήφθησαν συνεντεύξεις βάσει ερωτηματολογίου από ασθενείς με ΜΔΣ και ομάδα μαρτύρων με αναλογική εξομοίωση ως προς φύλο και ηλικία. Η ομάδα των μαρτύρων συγκροτήθηκε από ασθενείς που υπεβλήθησαν σε επέμβαση καταρράκτη στην Οφθαλμολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών. Η συνέντευξη βασίστηκε σε ερωτηματολόγιο αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, την περιοχή κατοικίας, το επάγγελμα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, την επαγγελματική έκθεση σε χημικά, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, τη διατροφή, την έκθεση σε οικιακούς παράγοντες κινδύνου, τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, την ακτινοβολία για διαγνωστικούς σκοπούς και τυχόν προηγηθέν ψυχοπιεστικό γεγονός.
Και τα δύο ερευνητικά σκέλη της διατριβής έλαβαν την έγκριση του Επιστημονικού Συμβουλίου των συμμετεχόντων νοσοκομείων. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS Statistics (έκδοση 20.0).
Αποτελέσματα: Συνολικά καταγράφηκαν 855 ασθενείς με ΜΔΣ. Η ανθεκτική αναιμία (RA) ήταν η πιο κοινή υποκατηγορία και στα δύο φύλα με βάση την ταξινόμηση τόσο κατά FAB όσο και κατά WHO. Οι κατηγορίες Del(5q) και RARS ήταν πιο συχνές στις γυναίκες, ενώ η CMML-D στους άνδρες. Η τρισωμία 8 ήταν η πιο κοινή μονήρης κυτταρογενετική ανωμαλία. Η αδρή μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 6 ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας ≥15 ετών (όλες οι κατηγορίες ΜΔΣ κατά FAB), ενώ ήταν 4,8 ανά 100.000 όταν εξαιρέθηκαν CMML και RAEB-T. Η αδρή επίπτωση ήταν υψηλότερη στις αγροτικές από ό,τι στις αστικές περιοχές, αλλά αυτό το εύρημα δεν επιβεβαιώθηκε μετά από προτύπωση κατά ηλικία. Η προτυπωμένη κατά ηλικία μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 7,9 ανά 100.000 στους άνδρες και 3,4 ανά 100.000 στις γυναίκες. Παρατηρήθηκε μια συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση ΜΔΣ, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια αύξηση στις περιπτώσεις RA και RARS κατά τη διάρκεια της μελετηθείσας περιόδου. Η μέση επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ ήταν 39,8 μήνες και η διάμεση επιβίωση ήταν 22,4 μήνες. Η επιβίωση συσχετίστηκε σημαντικά με την ηλικία κατά τη διάγνωση και με την προγνωστική κατηγορία κατά IPSS. Η μονοπαραγοντική ανάλυση με βάση το μοντέλο του Cox έδειξε ότι η ηλικία, η κατηγορία κατά FAB, η βαρύτητα της αναιμίας, της λευκοπενίας, της ουδετεροπενίας και της θρομβοπενίας και τα επίπεδα φερριτίνης και LDH στον ορό συσχετίστηκαν με τη συνολική επιβίωση. Η παρουσία καρδιακής ανεπάρκειας ή/και νεφρικής νόσου κατά τη διάγνωση φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση, ενώ οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI δε φάνηκε να συσχετίζονται με την επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ στην παρούσα μελέτη.
Διακόσιοι είκοσι τέσσερις ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (126 ασθενείς με ΜΔΣ και 98 μάρτυρες). Οι ασθενείς και οι μάρτυρες εξομοιώθηκαν αναλογικά ως προς το φύλο και την ηλικία. Το οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής νεοπλασίας ή/και συμπαγούς όγκου συσχετίστηκαν σημαντικά με τα ΜΔΣ. Η επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα, συσχετίστηκε σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΜΔΣ. Η κατανάλωση κρέατος ≥5 φορές την εβδομάδα, αυγών ≥3 φορές την εβδομάδα και ποσότητας αλκοόλ ≥15 ποτά (ισοδύναμα) την εβδομάδα επίσης συσχετίστηκαν με ΜΔΣ. Ωστόσο, οι μοναδικοί παράγοντες που διατήρησαν τη στατιστική σημαντικότητά τους στην πολυπαραγοντική ανάλυση ήταν το οικογενειακό ιστορικό κακοήθειας (συμπαγούς όγκου) (p=0.014) και η έκθεση σε φυτοφάρμακα (p<0.0001). / “Epidemiologic features, temporal trends of epidemiological indices and investigation of risk factors for myelodysplastic syndromes in Western Greece” Background: “Myelodysplastic syndromes (MDS) are a heterogenous group of acquired clonal disorders of the bone marrow, characterized by cytopenias, morphologic and functional abnormalities of hematopoietic cells, and a high risk of transformation to acute myeloid leukaemia (AML)”. The incidence of MDS varies significantly among countries according to different studies. Published epidemiologic data for MDS in Greece were not available by the time this study was conducted.
Objective: The objective of the present study was to describe the demographic and clinical features of the patients diagnosed with MDS in Western Greece during the period 1990-2009, to estimate the incidence of MDS and its temporal trends throughout this period, as well as to investigate risk factors for MDS in the same area. This was achieved in two main parts: the first part involved the creation of a local MDS registry and a subsequent descriptive study, and the second part was a case-control study.
Patients and methods: In the first part of the thesis, all patients diagnosed with MDS in Western Greece during the 20-year-period 1/1/1990-31/12/2009 were registered. Data were retrieved from the medical records of patients with a documented diagnosis of MDS, performed by an expert hematologist and/or hematopathologist, in all four hospitals situated in the geographical area of Western Greece. Demographic and clinical features of patients with MDS were collected and an electronic database was created, upon which descriptive analysis was performed. Date of diagnosis and date of death or date of last contact were also registered and survival analysis was performed. Comorbidities at diagnosis were also evaluated and comorbidity indices (Charlson Comorbidity Index and MDS-CI) were calculated. Incidence and prevalence of MDS was calculated for the well-defined geographical area of Western Greece, which consists of the prefectures Achaia, Ilia and Etolia-Akarnania. Temporal trend of incidence rates was also studied.
The second part of the thesis was a hospital-based case-control study conducted in two hospitals in the city of Patras, Greece. MDS prevalent cases and proportionally age- and gender-matched controls were interviewed. The group of controls consisted of patients who were operated for cataract at the Department of Ophthalmology. The interview was based on a questionnaire regarding marital status, area of residence, profession, family history of cancer, occupational exposure to chemicals, smoking, alcohol consumption, nutrition, exposure to domestic risk factors, leisure activities, radiation for diagnostic purposes and stressful life events.
Both parts of the study were approved by the Ethical and Scientific Committee of the participating hospitals. Statistical analysis was performed with the statistical software IBM SPSS Statistics 20.0.
Results: A total of 855 patients with newly diagnosed MDS were identified. Refractory anemia was the most common subtype in both FAB and WHO classification systems and in both genders. Del(5q) and RARS were more commonly encountered among females and CMML-D among males. Trisomy 8 was the most common single cytogenetic abnormality. The crude mean annual incidence rate of MDS was 6.0 per 100,000 inhabitants aged ≥15 years old (all subtypes according to FAB), and it was 4.8 per 100,000 when CMML and RAEB-T were excluded. Crude incidence rate was higher in rural than in urban areas, but this finding was not confirmed after age-standardization. Age-standardized mean annual incidence rate of MDS was 7.9/100,000 in men and 3.4/100,000 in women. A continuously increasing incidence rate of MDS was observed, which essentially represented an increase in cases of RA and RARS throughout the study period. Mean survival of patients with MDS was 39.8 months and median survival was 22.4 months. Survival was significantly associated with age at diagnosis and with IPSS prognostic category. Univariate analysis with Cox regression model revealed that age, FAB subtype, the degree of anemia, leucopenia, neutropenia, thrombocytopenia, serum ferritin and LDH levels were all associated with overall survival. The presence of heart failure and/or chronic kidney disease at diagnosis proved to significantly affect survival, whereas Charlson Comorbidity Index and MDS-CI were not shown to correlate with survival.
Two hundred and twenty four patients participated in the case control study (126 MDS cases and 98 controls). Cases and controls were proportionally matched by age and gender. Family history of hematologic malignancy and family history of solid tumour were significantly associated with MDS. Occupational exposure to agricultural chemicals, and especially herbicides and insecticides, was significantly associated with MDS. Consumption of meat ≥5 times a week and eggs ≥3 times a week, and alcohol consumption ≥15 drinks (alcohol equivalents) a week were also associated with MDS. In multivariate analysis, the only factors which eventually retained their statistical significance were family history of solid malignancy (p=0.014) and exposure to agricultural chemicals (p<0.0001).
|
3 |
Μέθοδοι εισαγωγής και επίδραση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής σε μονάδες υγείαςΚωστάκη, Χαρά 31 October 2007 (has links)
Η διατριβή αναφέρεται στην ανάπτυξη μίας Μεθοδολογίας Ενοποίησης Εργαλείων Διοίκησης (Μ.Ε.Δ.Δ.) για την επίλυση προβλημάτων που παρουσιάζονται στον τομέα της υγείας, τα οποία αναφέρονται αφενός στη χωροθέτηση μονάδων υγείας και αφετέρου στην οργάνωση και διαχείρισή τους. Η καινοτομία της διατριβής αυτής είναι ότι αντιμετωπίζει τα προβλήματα αυτά σαν προβλήματα της μορφής ‘αιτία-κατάσταση-αντιμετώπιση’, δηλαδή προτείνει την ανάλυση των αιτιών (για παράδειγμα ανάλυση παραγόντων κινδύνου για τη δημιουργία Οξέος Στεφανιαίου Συνδρόμου) που οδηγούν σε μία κατάσταση (Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο) και μετά χρησιμοποιεί αυτή την ανάλυση για την αντιμετώπιση των καταστάσεων (χωροθέτηση, οργάνωση και διαχείριση μονάδων καρδιαγγειακών νοσημάτων).
Η Μ.Ε.Ε.Δ. βασίζεται στην ενοποίηση μεθόδων από τα πεδία της Επιχειρηματικής Νοημοσύνης (Business Intelligence), της Επιχειρησιακής Έρευνας και της Κοστολόγησης, με σκοπό αρχικά την εξαγωγή κανόνων για την εύρεση αιτιών που δημιουργούν μία κατάσταση, στη συνέχεια την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης με βάση τους εξορυγχθέντες κανόνες και τέλος την οργάνωση των λειτουργικών μονάδων που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Αρχικά, χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι του επιστημονικού πεδίου Εξόρυξης από Δεδομένα (data mining): οι κανόνες συσχέτισης (association rules), ταξινόμησης (classification rules) και ομαδοποίησης (clustering rules) ως τεχνικές εύρεσης ισχυρών κανόνων, δηλαδή αιτιών που δημιουργούν την κατάσταση. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η ανάλυση χωροθέτησης (location analysis) από το πεδίο της επιχειρησιακής έρευνας, προκειμένου να χωροθετηθούν λειτουργικές μονάδες. Η τεχνική της προσομοίωσης (simulation) εφαρμόζεται, προκειμένου να εξετάσει σενάρια σχετικά με τη δομή και τους απαιτούμενους πόρους των μονάδων. Κατόπιν, η τεχνική της κοστολόγησης με βάση τις δραστηριότητες (Activity-based costing) χρησιμοποιείται για την κοστολόγηση των υπηρεσιών της μονάδας, ενώ η μέθοδος OLAP (On-line analytical processing) εφαρμόζεται για την παρακολούθηση της λειτουργίας της μονάδας και για τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και διορθωτικών μέτρων.
Η εργασία αυτή προτείνει την οργάνωση των μεθόδων που αναφέρθηκαν με μία συγκεκριμένη ροή, ώστε κανείς να οδηγείται σε μία ολοκληρωμένη λύση τέτοιων πολύπλοκων προβλημάτων. / The thesis is concerned with the development of a methodology for solving a variety of problems in healthcare management, which refer to the location of health units, as well as their organization and management. The proposed methodology deals with these kinds of problems as problems of the form ‘cause-state-treatment’, which means that it proposes the analysis of the causes (for example risk factors associated with cardiovascular disease) which result in a state (cardiovascular disease) and then it uses this analysis to deal (treat) with the state (situation) (location, organization and management of Heart Disease Centers).
The proposed methodology is based on the integration of various methods and techniques from the fields of Business Intelligence, Data Mining, Operational Research and Costing. Initially, the methodology extracts rules, which represent the causes that create a state, then it tackles the state (situation) based on the extracted rules, and finally it organizes the operational units, which are developed in order to deal with the state (situation).
Thus, at the fist stage three data mining techniques are used: association rule mining, classification rules and clustering, as techniques for discovering strong rules in databases, that is, causes that lead to a state. Following, location analysis is used, intending to locate operational units, based on the quantitative results of the first stage. Simulation is used with the aim to examine alternative scenarios regarding the structure and the required resources (human resources as well as technology requirements) of the units. Then, activity-based costing is used to assess the efficiency of the health care technology. Finally, OLAP (On-line analytical processing) is applied in order for the health care managers to monitor the operations of the unit, as well as undertake corrective measures and finally aid decision making.
The thesis proposes the organization of the aforementioned methods with a particular flow, so as the decision maker is led to an integrated solution of such complex health care management problems.
|
4 |
Οροεπιδημιολογική μελέτη του ιού του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό και των χανταϊών με τεχνικές ELISA και ανοσοφθορισμού σε πληθυσμό της βόρειας Πελοποννήσου / Seroepidemiological study of Crimean-Congo hemorrhagic fever virus and hantaviruses in northern Peloponnese with ELISA and immunofluorescence techniquesΣαργιάνου, Μαρία 05 February 2015 (has links)
Ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό (Crimean-Congo Hemorrhagic Fever Virus, CCHFV), καθώς και οι χανταϊοί (hantaviruses) προκαλούν στον άνθρωπο αιμορραγικό πυρετό. Αυτοί παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική κατανομή και αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία, λόγω του υψηλού ποσοστού θνητότητας που σημειώνουν και της απουσίας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής. Παρότι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν την παρουσία αντισωμάτων στον ελληνικό πληθυσμό, περιορισμένες είναι οι αναφορές κλινικών περιστατικών CCHF και HFRS στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιορίσει τον επιπολασμό της μόλυνσης με τον CCHFV και τους χανταϊούς στον Ν. Αχαΐας, που αν και παρουσιάζει ευνοϊκές συνθήκες για την κυκλοφορία των δύο ιών, δεν έχει μελετηθεί στο παρελθόν.
Σχεδιάσθηκε διατμηματική μελέτη και συγκεντρώθηκαν προοπτικά 207 δείγματα ορού φαινομενικά υγιών ατόμων-κατοίκων της περιοχής, τα οποία εξετάστηκαν με τη μέθοδο ELISA και έμμεσου ανοσοφθορισμού για την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του CCHFV και των χανταϊών.
Ο επιπολασμός για τη μόλυνση με CCHFV βρέθηκε 3,4% και 9,7% για τη μόλυνση με χανταϊούς, ενώ κανένα από τα οροθετικά άτομα δεν ανακαλούσε συμπτώματα παρόμοια με αυτά του CCHF ή του HFRS. Για τον CCHFV, βρέθηκε ότι η ηλικία, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση, η κατοχή/εκτροφή αιγοπροβάτων, το ιστορικό νύγματος κρότωνα, η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ., η μόνιμη διαμονή σε μη αρδευόμενες αρόσιμες εκτάσεις ή σε αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης, καθώς και η μόνιμη διαμονή σε αγροτική περιοχή είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Από αυτούς, το νύγμα κρότωνα, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση και η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ. βρέθηκαν να προβλέπουν καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επίσης, βρέθηκε ότι παράγοντες που σχετίζονται με τη μόλυνση με χανταϊούς είναι: η ηλικία, η θέαση τρωκτικών σε ακτίνα <200μ. γύρω από την οικία και η ιδιοκτησία υπόγειας αποθήκης. Από αυτούς, μόνο η ηλικία βρέθηκε να προβλέπει καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 75% των θετικών ατόμων για αντισώματα έναντι των χανταϊών παρουσίαζαν ήπια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Εντοπίστηκαν, επίσης, ενδημικές εστίες των ιών στον νομό: ο Δ. Ερυμάνθου για τον CCHFV και ο Δ. Δυτικής Αχαΐας για του χανταϊούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αποτελέσματα, θα πρέπει οι κλινικοί γιατροί της περιοχής να συμπεριλαμβάνουν τον CCHF και τον HFRS στη διαφορική διάγνωση εμπύρετων νοσημάτων, ιδίως όταν αυτά συνοδεύονται από θρομβοπενία ή επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. / Crimean-Congo hemorrhagic fever virus (CCHFV) and hantaviruses cause to humans fever with hemorrhagic manifestations. These viruses present wide geographic distribution and represent major threats for public health, because of the high fatality rate that they present and the lack of appropriate treatment. Although seroprevalence studies show the presence of antibodies against CCHFV and hantaviruses in the greek population, only some reports of human cases have been reported to date in Greece. The aim of the present study is to estimate seroprevalence for CCHFV and hantaviruses in humans in the prefecture of Achaia, where the local conditions potentially favor the circulation of these viruses and which has not been previously studied.
A cross-sectional study was designed and 207 human sera were collected from apparently healthy individuals living in Achaia, which were tested for CCHFV and hantaviruses IgG antibodies by ELISA and by indirect immunofluorescence assay (IFA).
Seroprevalence for CCHFV infection was estimated at 3.4%, whereas for hantaviruses at 9.7%; none recalled any illness resembling CCHF or HFRS. For CCHFV, it was found that age, agro-pastoral occupation, tending sheep and/or goats, tick bite, living in areas at an altitude of ≥400m., living at rural areas, living on non-irrigated arable land or on land principally occupied by agriculture, with significant areas of natural vegetation are significantly related to seropositivity. Among them, tick bite, agro-pastoral occupation and living in areas at an altitude of ≥400m. better predict seropositivity of an individual. For hantaviruses, it was found that age, rodent sighting around home and the ownership of an underground shed are significantly related to seropositivity. Among them, it seems that only age can predict seropositivity of an individual. Moreover, it was observed that almost 75% of the seropositive for hantaviruses individuals presented mild renal dysfunction. In this study, endemic foci were also detected: the municipality of Erimanthos for CCHFV and the municipality of Western Achaia for hantaviruses. Clinicians should include CCHF and HFRS in the differential diagnosis of an acute febrile case, especially when thrombocytopenia or impaired renal function is encountered.
|
5 |
Αθηρωμάτωση του συστήματος των βρογχικών αρτηριών και πιθανός συσχετισμός με την στεφανιαία κυκλοφορίαΚωτούλας, Χριστόφορος 22 December 2008 (has links)
Σκοπός: Διεξάγαμε την παρούσα μελέτη για να καταδείξουμε την ύπαρξη των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων στο πειραματικό μοντέλο του χοίρου. Επιπλέον διερευνήσαμε την επίπτωση της αρτηριοσκλήρυνσης στις βρογχικές αρτηρίες.
Υλικό – Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τα παρασκευάσματα καρδιάς και πνευμόνων από 6 χοίρους. Επιπλέον, δείγματα βρογχικών αρτηριών ελήφθησαν από 40 ασθενείς που υποβάλλονταν σε θωρακοτομή. Σημειώθηκαν αναλυτικά οι κλινικοί και εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης.
Αποτελέσματα: Με υπολογιστική τομογραφία, ψηφιακή αγγειογραφία και χορήγηση χρωστικής ρητίνης καταδείξαμε το αναστομωτικό δίκτυο μεταξύ των βρογχικών και κυρίως των αριστερών στεφανιαίων αρτηριών σε 5 από τα 6 παρασκευάσματα. Η μικροσκοπική εξέταση των δειγμάτων δεν στοιχειοθέτησε ύπαρξη αθηροσκλήρυνσης, παρά μόνο ύπαρξη ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα σε ποσοστό 2.5%, που δεν συσχετίστηκε με τους παράγοντες κινδύνου αρτηριοσκλήρυνσης.
Συμπεράσματα: Με δεδομένο ότι βρογχικές αρτηρίες παρουσιάζουν ελάχιστο βαθμό ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα., υποθέτουμε ότι θα μπορούσαν να συνδράμουν στη στεφανιαία κυκλοφορία μέσω των προαναφερθεισών αναστομώσεων σε καταστάσεις εκσεσημασμένης στεφανιαίας νόσου. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την σπουδαιότητα των βρογχικών αρτηριών και των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων σε περιπτώσεις εμβολισμού των βρογχικών αρτηριών, μεταμοσχεύσεων καρδιάς-πνευμόνων και αντιμετώπισης ανευρυσμάτων θωρακικής αορτής. / Aim of the study: We conducted this study to demonstrate the coronary-bronchial anastomotic routes in a porcine model. Additionally, we estimated the incidence of bronchial arteries arteriosclerosis.
Material and Methods: Six heart-lung porcine blocks were used. Furthermore, 40 bronchial arteries were obtained from patients who underwent thoracotomy. Detailed clinical and laboratory atherosclerotic risk factors of the patients were documented.
Results: Using CT-scan, Digital Subtraction Angiography and colored latex, we demonstrated communications between the bronchial and coronary circulation in 5 of 6 subjects. Histology revealed no established atherosclerotic lesion and narrowing of the lumen, but medial calcific sclerosis in 2.5%, that was independent from the arteriosclerotic risk factors.
Conclusions: As evidence suggests that bronchial arteries only exhibit medial calcific sclerosis, we hypothesize that bronchial arteries can contribute to the coronary flow through the broncho-coronary anastomoses in cases of severe coronary artery disease. Our study emphasizes their importance and their anastomoses to coronaries in cases of embolization, heart-lung transplantation and thoracic aorta aneurysms repair.
|
Page generated in 0.0282 seconds