• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 21
  • 1
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 24
  • 23
  • 13
  • 9
  • 7
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

How do School-Based Occupational Therapists Work with Participation Interventions at School? : A Systematic Literature Review / Πως οι Σχολικοί-Εργοθεραπευτές Δουλεύουν με Παρεμβάσεις Συμμετοχής στο Σχολείο; : Μία Συστηματική Βιβλιογραφική Ανασκόπηση

Mantas, Angelos January 2020 (has links)
Children with disabilities are equally entitled to a bright future with education being the cornerstone and a fundamental right for this achievement. Global organizations and policies are fighting for the inclusion of children with disabilities in mainstream schools. Nonetheless, inclusion is not enough if children's participation at school is not guaranteed. The provision of support services to ensure children's participation at school is an obligation of each state. Occupational therapists have a long tradition in the school context characterized by discrepancies. Therefore, this systematic literature review aims to map how school-based occupational therapists work with participation interventions to facilitate the participation of children with disabilities. After a comprehensive search in five databases, a selection process, quality assessment and data extraction, this paper resulted in nine qualitative, quantitative, and mixed design studies. The results presented under the scope of OTPF-3 and fPRC frameworks have revealed that occupational therapists traditionally use push-in and pull-out direct approaches as a medium to enhance the performance skills and activity competence of children. However, there is a shift of occupational therapists toward participation interventions with indirect ways through service delivery models focusing on the school's social and physical environment with their collaboration with teachers being of major importance. Children's establishment of a balanced and healthy school routine, as well as the adoption of a representative student role, are identified as chief aspects of facilitating participation. Results can not be generalized, but this paper gives incentive for further investigation of occupational therapy school-based vitality regarding school participation. / Τα παιδιά με αναπηρίες δικαιούνται ένα εξίσου λαμπρό μέλλον με την εκπαίδευση να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και θεμελιώδες δικαίωμα για αυτό το επίτευγμα. Παγκόσμιοι οργανισμοί και νόμοι αγωνίζονται για την ένταξη των παιδιών με αναπηρίες στα γενικά σχολεία. Ωστόσο, η ένταξη δεν αρκεί εάν δεν εξασφαλίζεται η συμμετοχή των παιδιών στο σχολείο. Η παροχή υπηρεσιών υποστήριξης για τη διασφάλιση της συμμετοχής των παιδιών στο σχολείο είναι υποχρέωση κάθε κράτους. Οι εργοθεραπευτές έχουν μακρά παράδοση στο σχολικό πλαίσιο η οποία χαρακτηρίζεται από ασάφειες. Επομένως, αυτή η συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση στοχεύει στο να χαρτογραφήσει τον τρόπο με τον οποίο οι σχολικοί εργοθεραπευτές δουλεύουν με παρεμβάσεις συμμετοχής για να εδραιώσουν την συμμετοχή των παιδιών με αναπηρία στο σχολείο.  Μετά από μια ολοκληρωμένη αναζήτηση σε πέντε βάσεις δεδομένων, την διαδικασία επιλογής, την αξιολόγηση ποιότητας και την εξαγωγή δεδομένων, η παρούσα έρευνα οδήγησε σε εννέα ποιοτικές, ποσοτικές και μικτές μελέτες. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται κάτω από το πλαίσιο των OTPF-3 και fPRC αποκάλυψαν ότι οι εργοθεραπευτές χρησιμοποιούν παραδοσιακά άμεσες προσεγγίσεις εντός και εκτός της τάξης ως μέσο για την ενίσχυση των δεξιοτήτων απόδοσης και της ικανότητας δραστηριότητας των παιδιών. Ωστόσο, υπάρχει μια μετατόπιση των εργοθεραπευτών προς παρεμβάσεις συμμετοχής με έμμεσους τρόπους μέσω μοντέλων παροχής υπηρεσιών που εστιάζουν στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον του σχολείου, με τη συνεργασία σε σχέση με τους δασκάλους να είναι μείζονος σημασίας. Η καθιέρωση μιας ισορροπημένης και υγιούς σχολικής ρουτίνας στα παιδιά, καθώς και η υιοθέτηση ενός αντιπροσωπευτικού ρόλου μαθητή, αναγνωρίζονται ως βασικές πτυχές της διευκόλυνσης της συμμετοχής. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν, αλλά αυτή η μελέτη δίνει κίνητρο για περαιτέρω διερεύνηση της σημαντικότητας της σχολικής εργοθεραπείας.
22

Αυτοεκτίμηση και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών του δημοτικού σχολείου

Σαμαρά, Αναστασία - Θεοδώρα 19 October 2009 (has links)
Στα πλαίσια της εργασίας αυτής διαπραγματευθήκαμε κυρίως την έννοια της αυτοεκτίμησης και την επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου της οικογένειας σε αυτήν. Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η έννοια της αυτοεκτίμησης, στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται η αποσαφήνιση των όρων και αναφερόμαστε τόσο στην έννοια του εαυτού με τις αντίστοιχες ψυχολογικές προσεγγίσεις όσο και στην έννοια της αυτοαντίληψης. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζουμε την αυτοεκτίμηση ως έννοια στα πλαίσια τόσο της οικογένειας όσο και της κοινωνίας και του σχολικού περιβάλλοντος. Τέλος επιλέξαμε την διεξαγωγή μιας ποιοτικής έρευνας με ημιδομημένη συνέντευξη και συμμετοχή τεσσάρων εκπαιδευτικών (δασκάλων) για την αποσαφήνιση και επιβεβαίωση / ανάπτυξη της θεωρίας. Στις συνεντεύξεις αυτές οι εκπαιδευτικοί δίνουν μια ενδεικτική εικόνα των αιτιών της χαμηλής αυτοεκτίμησης σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές και παρουσιάζουν την επίδραση της μετάβασης στο σχολικό περιβάλλον, του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου και της κοινωνικής αναγνώρισης που επιζητούν οι μαθητές. / In the context of this work we mainly negotiated the significance of self-estimation and the effect of the socio-economic status of the family in this. In order to make more perceptible the significance of self-estimation, in the second chapter of this work we make the clarification of terms and refer to the significance of self with the corresponding psychological approaches as much as in the significance of self-conception. In the third chapter we examine the self-estimation as significance in the frames of family of what society and school environment. Finally we selected the conduct of qualitative research with semi-structured interview and attendance of four teachers of (schoolteachers) for the clarification and confirmation/growth of theory. In the interviews these teachers give a indicative picture of causes of low self-estimation in Greek and foreign students and they present the effect of passage in the school environment, socio-economic status and social recognition that the students seek.
23

School and social integration of adolescents residing in Athens

Rerak, Monika Barbara 19 May 2011 (has links)
The concept of social integration has gained prominence in the social and policy debates all over the Europe. Children of immigrants, constituting a significant percentage of modern population of European Union, go through some demanding changes in their processes of social and school integration. As the number of immigrants in Greece is growing, it is of high importance to identify, examine, and understand problems that young immigrants living in this country might have. Our research investigates social and school integration of adolescents’ from Polish immigration families residing in Athens, Greece. By this project we wish to build and advance beyond the current research and contribute to existing knowledge in the field of social integration. The study is based on a qualitative research method relying on semi-structured, in–depth interviews with 12 young respondents from Greek and Polish high schools in Athens. The results indicate that the level of social integration of adolescent Poles is various and depends on the school that young people attend extracurricular activities they participate in, social networks within Greek population, parents’ socioeconomic status and Greek language competency. In case of respondents from the Group of Polish schools at Polish Embassy in Athens observed level of integration was lower, than in the group of pupils from Greek schools. / Η έννοια της κοινωνικής ένταξης έχει κερδίσει εξέχουσα θέση στις κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις σε όλη την Ευρώπη. Τα παιδιά των μεταναστών, που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του σύγχρονου πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υφίστανται σε ορισμένες απαιτητικές αλλαγές κατά την κοινωνική και σχολική τους ένταξη. Καθώς ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα αυξάνεται, είναι υψηλής σημασίας ο εντοπισμός, η εξέταση, και η κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι μετανάστες που ζουν στη χώρα αυτή. Η έρευνά μας διερευνά την κοινωνική και σχολική ένταξη των εφήβων που προέρχονται από πολωνικές οικογένειες μεταναστών, οι οποίες κατοικούν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, Αθήνα. Στην παρούσα μελέτη προσπαθούμε να οικοδομήσουμε και να προωθήσουμε την έρευνα και να συμβάλουμε στην υπάρχουσα γνώση, στον τομέα της κοινωνικής ένταξης. Η μελέτη βασίζεται σε μια ποιοτική μέθοδο έρευνας η οποία στηρίζεται σε ημι-δομημένες, λεπτομερείς συνεντεύξεις 12 νέων ερωτηθέντων από ελληνικά και πολωνικά γυμνάσια στην Αθήνα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο βαθμός της κοινωνικής ένταξης των εφήβων Πολωνών διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από: το σχολείο, το οποίο οι νέοι συμμετέχουν, τις εξωσχολικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν, τα κοινωνικά δίκτυα στον ελληνικό πληθυσμό, την κοινωνικo-οικονομική κατάσταση των γονέων τους και την ευχέρεια τους στην χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στην περίπτωση των ερωτηθέντων από το συγκρότημα των πολωνικών σχολείων στην πολωνική πρεσβεία στην Αθήνα, παρατηρήθηκε ότι το επίπεδο της ένταξης τους ήταν χαμηλότερο, συγκριτικά με την ομάδα των μαθητών που προέρχονταν από ελληνικά σχολεία.
24

Η γραμματική στο δημοτικό σχολείο : η περίπτωση της Κύπρου : πρόταση πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στη Γ΄ δημοτικού

Χατζηλουκά-Μαυρή, Ειρήνη 22 September 2009 (has links)
Η διδακτορική αυτή διατριβή πραγματεύεται έναν επικοινωνιακό-κειμενοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας της γραμματικής στο Δημοτικό Σχολείο της Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της Ελλάδας. Περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή μίας πρότασης πειραματικής εφαρμογής της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης στην Γ΄ Δημοτικού, στην Κύπρο, βασισμένης στο παιδαγωγικό μοντέλο συστημικής-λειτουργικής γραμματικής της Αυστραλιανής Σχολής (του Halliday και των συνεργατών του), το οποίο εστιάζει στο κείμενο, ως προϊόν και κοινωνική διαδικασία, στο συγκείμενο, στη γραμματική των κειμενικών ειδών, στη γλωσσική επάρκεια και, ευρύτερα, στο γραμματισμό. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πειραματικής εφαρμογής διεξήχθη ημιπειραματική έρευνα με προπειραματικό και μεταπειραματικό έλεγχο, με δύο φυσικώς ισοδύναμες ομάδες. Σκοπός της έρευνας ήταν να εξετάσει την αποτελεσματικότητα ερευνητικού προγράμματος επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής προσέγγισης της διδασκαλίας της γραμματικής ως προς τη γλωσσική επάρκεια (και τις δύο συνιστώσες της, τη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή ικανότητα) των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτή και ως προς το επίπεδο γραμματισμού τους, εν γένει. Η έρευνα ήταν ποσοτική. Μέσω ενός ειδικά καταρτισμένου δοκιμίου, που περιλάμβανε ποικιλία έργων και σχετικών ασκήσεων, μετρήθηκαν τόσο οι γλωσσικές όσο και οι επικοινωνιακές επιδόσεις των παιδιών των δύο ομάδων. Οι υποθέσεις της έρευνας εστίασαν σε ορισμένα γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσεως εννοιακά υποεπίπεδα, συναρτήσει του ευρύτερου εννοιακού επιπέδου «γλωσσική επάρκεια», και σχετίζονται με τα ακόλουθα ερωτήματα: 1. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην ορθογραφική γνώση του διδασκομένου; 2. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στην «αμιγώς γραμματική» (μορφοσυντακτική) γνώση (ή γνώση γραμματικών κανόνων παραδοσιακού τύπου) του διδασκομένου; 3. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στη γλωσσική ικανότητα που αντιστοιχεί στη γνώση του διδασκομένου σε σχέση με τη μεταγλώσσα (βασική γραμματική ορολογία); 4. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας (γλωσσικές επιδόσεις) του διδασκομένου; 5. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην επικοινωνιακή ικανότητα του διδασκόμενου που αντιστοιχεί στη γνώση δόμησης γραπτού λόγου (άρα και παραγωγής γραπτών κειμένων) εντός επικοινωνιακού πλαισίου (και αναλύεται βάσει επιμέρους σχετικών δεικτών]; 6. Ποια είναι η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στο γενικό επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας (επικοινωνιακές επιδόσεις) του διδασκομένου; 7. Ποια είναι, εν τέλει, η επίδραση της επικοινωνιακής-κειμενοκεντρικής διδασκαλίας της γραμματικής στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας του διδασκομένου; Τα ευρήματα της έρευνας, αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα και στη βάση των υποθέσεών της, ειδικότερα, κατέδειξαν ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς: α. τις «γλωσσικές» και τις «επικοινωνιακές επιδόσεις» των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι των αντίστοιχων επιδόσεων της Ομάδας Ελέγχου, κατά την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητάς τους, αντίστοιχα) β. τις «γλωσσικές επιδόσεις» και τις «επικοινωνιακές» επιδόσεις των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας, ανάμεσα στην αρχική και την τελική αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειάς τους (της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής ικανότητά τους, αντίστοιχα) γ. το τελικό γενικό επίπεδο γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας έναντι του αντίστοιχου επιπέδου της Ομάδας Ελέγχου δ. το αρχικό και το τελικό γενικό επίπεδο της γλωσσικής επάρκειας των παιδιών της Πειραματικής Ομάδας. Τα παραπάνω ευρήματα, όπως φαίνεται και από τη θεματική ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν μέσω, κυρίως, της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξης, η οποία ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική εγκυρότητα της έρευνας, σχετίζονται, δυνητικά, με το όλο ερευνητικό πρόγραμμα και την πειραματική παρέμβαση καθαυτή. Γενικά, τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την ανάγκη για στροφή από την επικοινωνιακή προσέγγιση στην κειμενοκεντρική προσέγγιση, με έμφαση στη ρητή διδασκαλία των κειμενικών ειδών και της γραμματικής τους, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβάλει θετικά στην καλλιέργεια της γλωσσικής επάρκειας, και εν γένει του γραμματισμού. Μία τέτοια αλλαγή αναμένεται ότι θα επιτρέψει τον απεγκλωβισμό από το "πώς" της γραμματικής διδασκαλίας και θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: "ποια είδη κειμένου πρέπει να διδάσκονται, σε ποια τάξη και με ποια σειρά". Η διατριβή εστιάζει συστηματικά στον προβληματισμό αυτό και καταθέτει τη δική της ολοκληρωμένη πρόταση για κειμενοκεντρική προσέγγιση της γραμματικής στην Γ΄ Δημοτικού, τάξη η οποία συνιστά ένα κομβικό σημείο στη γλωσσική αγωγή, αναγνωρίζοντας το ρόλο της γραμματικής διδασκαλίας στο γραμματισμό των παιδιών του δημοτικού σχολείου.Στην τελική αυτή πρόταση κυρίαρχη θέση έχει όχι απλώς η "παιδαγωγική του γραμματισμού" αλλά η "παιδαγωγική της γραμματικής του γραμματισμού", η οποία και θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα κειμενολογικά κριτήρια. / This PhD thesis deals with a communicative-genre based way of grammar teaching in the Primary School of Cyprus and, additionally, of Greece. It describes in detail an experimental programme, which is based on the Hallidayian systemic-functional model of grammar and the relative Sydney School Theory, from a pedagogic perspective. For the application of the particular programme, which took place in Grade 3, a quasi experimental research was carried out. The design for this research was a pre test - post test, control group-experimental group design. The aim of the research was to examine the effectiveness of the particular experimental programme, regarding the student’s linguistic adequacy (and its two components, the linguistic competence and the communicative competence) and their literacy, in general. The research was quantitative. Via an appropriate test, that included various linguistic and communicative exercises, the linguistic competence and the communicative competence of all the students, who participated in the programme, were tested at the outset of the research. After the Experimental Group received an instruction which placed a strong emphasis on text, as a product and as a social process, context and grammar, for a three month period, both experimental and control group students were re-tested, in order to examine their literacy outcomes in various linguistic and communicative areas and subjects of linguistic adequacy, such as the orthographic knowledge, the grammatical knowledge, the metalinguistic knowledge and the knowledge for effective written text production. The main null hypothesis for the research stated that no change would take place, between the Experimental Group and the Control Group, in the competencies related to “knowledge about language” and “knowledge of the language use”, as a result of the Experimental Group's exposure to explicit grammar teaching and, specifically, to communicative and genre based strategies and activities. After the data were analysed, the main null hypothesis was rejected and the alternative hypothesis, positing that a significant positive change would take place in the Experimental Group’s literacy outcomes was affirmed. The results of the quantitative research were accompanied by the results of a parallel qualitative research. The thematic content analysis of the qualitative data, which were collected via a series of participative observations and interviews, increased the internal validity of the research and strengthened the possible relationship between the instruction, being described above, and the quantitative research results. Generally speaking, the quantitative and qualitative results of the research underline the possible effectiveness of the communicative and, especially, of the genre based grammar approach, regarding the linguistic adequacy of primary school students and their literacy. So, the most important conclusion of this PhD thesis is that, within the frame of a genre based grammar education, students can acquire the knowledge and skills to both write effectively and to deal knowingly with grammatical as well as textual forms. As genre based grammar education is related to a new way of grammar teaching, which aims to the social construction of language, it becomes equal to literacy based education. This new way allows the movement from the “how” of grammar teaching to the “how” of genres' teaching, during the primary years of schooling. The final proposal of the thesis refers to the “how” of genres' teaching in Grade 3, which is supposed to be a crucial point regarding language education and, obviously, regarding literacy itself.

Page generated in 0.0281 seconds