• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 10
  • 1
  • Tagged with
  • 11
  • 9
  • 4
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας

Μητροπούλου, Αγγελική 11 May 2015 (has links)
Η παρούσα μελέτη επιχείρησε μια ανίχνευση της αλλαγής του τρόπου αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου με την εισαγωγή της διαδικασίας της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και ειδικότερα στη βαθμίδα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, η μελέτη βασίστηκε στη θεωρητική προσέγγιση του B.Bernstein και η υλοποίησή της βασίστηκε σε ανάλυση περιεχομένου και διεξαγωγή συνεντεύξεων. Βασικά ευρήματα της μελέτης αποτελούν: α) Το βασικό πλαίσιο της διαδικασίας της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας στη βαθμίδα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελεί αλλαγή σε σχέση με το προϋπάρχον πλαίσιο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στην Ελλάδα β) Οι εκπαιδευτικοί της βαθμίδας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι κλήθηκαν να υλοποιήσουν το πλαίσιο αυτό θεωρούν ότι συνιστά αλλαγή σε σχέση με το προϋπάρχον πλαίσιο αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στην Ελλάδα. / The present study attempted a detection of change in the way of evaluation of educational work with the import of process of school self-evaluation in primary education. Moreover, the study was based on the theoretical approach of B.Bernstein and its implementation was based on content analysis and interviews. Basic discoveries of study constitute: a) the basic frame of process of school self-evaluation in primary education does not recommend α change related to the preexisting frame of evaluation of educational work in Greece b) the teachers of primary education which were called to materialise this frame they consider that does recommend a change related to the preexisting frame of evaluation of educational work in Greece.
2

Εκτίμηση των περιβαλλοντικών συνθηκών στη λίμνη Τριχωνίδα. Πιθανές επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές

Ρίζος, Νίκος 21 December 2012 (has links)
Με τον όρο λίμνη, χαρακτηρίζεται σαν μία μάζα γλυκού νερού και περιβάλλεται από χερσαία τμήματα προκειμένου να μην υπάρχει επικοινωνία με τη θάλασσα. Οι λίμνες καλύπτουν μία έκταση 2.700.000 Km2 , που αντιστοιχεί περίπου στο 1/8 της επιφάνεια της γης. Οι λίμνες αποτελούν σημαντικά οικοσυστήματα ενώ οι παράκτιες περιοχές τους κατοικήθηκαν από τους ανθρώπους από τα αρχαία χρόνια. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω από τις λίμνες καθώς και η μεταβολή των κλιματικών αλλαγών αποτελούν δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την σταθερότητα των λιμναίων οικοσυστημάτων. Στην παρούσα διπλωματική διατριβή γίνεται μια προσπάθεια διερεύνησης των περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν στη λίμνη Τριχωνίδα, γύρω από την οποία υπάρχει ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η χρήση των ψαριών ως δείκτη της περιβαλλοντικής κατάστασης της λίμνης. / -
3

Εκτίμηση των περιβαλλοντικών συνθηκών στη λιμνοθάλασσα Πάππα. Πιθανές επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές

Γιαλελής, Δημήτριος 11 July 2013 (has links)
Τα περιβαλλοντικά ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της στα οικοσυστήματα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία κατά τις τελευταίες δεκαετίες και απασχολούν σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο τα κράτη. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι εύκολα αντιληπτές και για τον λόγο αυτό μπορούν να καταστούν ακόμα πιο επικίνδυνες για ορισμένα οικοσυστήματα, καθώς εξαιτίας αυτών των δυσχερειών δεν λαμβάνονται έγκαιρα μέτρα αντιμετώπισης και διαχείρισης των επιπτώσεων αυτών. Επιστήμονες από όλον τον κόσμο συλλέγουν δεδομένα προκειμένου να εκτιμήσουν ενδεχόμενες συνέπειες από την κλιματική αλλαγή ή να στοιχειοθετήσουν μια στατιστικά σημαντική μεταβολή. Στην παρούσα διπλωματική διατριβή γίνεται μια προσπάθεια συγκέντρωσης και επεξεργασίας δεδομένων που αφορούν στην περιοχή της λιμνοθάλασσας Πάππα, αλλά και στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή από το Κοτύχι έως τα Μαύρα Βουνά, με στόχο την διερεύνηση του βαθμού τρωτότητας που παρουσιάζει η συγκεκριμένη περιοχή στην κλιματική αλλαγή. Για τον σκοπό αυτό καταγράψαμε τις πιέσεις που δέχεται συνεπεία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος (χρήσεις γης) καθώς και τις ιδιαιτερότητες που αφορούν στο φυσικό περιβάλλον. Ακολούθως επεξεργαστήκαμε κλιματικά στοιχεία της περιοχής ώστε να διακρίνουμε πιθανές αλλαγές σε βασικούς κλιματικούς δείκτες που θα στοιχειοθετούσαν ενδεχόμενη κλιματική αλλαγή. Στις επιτόπιες επισκέψεις μας, προσπαθήσαμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την ποιότητα των υδάτων. Επιπλέον καταγράφηκαν οι καλλιέργειες στην λεκάνη απορροή της λιμνοθάλασσας και αποτυπώθηκαν σε συνεργασία με καλλιεργητές της περιοχής μελέτης. Συμπληρώθηκαν ερωτηματολόγια που αφορούσαν τις καλλιεργητικές συνήθειες των παραγωγών της περιοχής (καλλιέργειες, φυτοπροστατευτικά χημικά, λιπάσματα) και έγινε μια προσπάθεια να καταγραφούν και να ποσοτικοποιηθούν οι εισροές στην λεκάνη απορροής και ιδιαίτερα των λιπαντικών στοιχείων. / Environmental issues such as climate change and its impacts on ecosystems are particularly important issues in recent decades in local, national and international level. The effects of climate change in some cases are not easily understood and therefore they may become even more dangerous for some ecosystems. Scientists all over the world are gathering data to assess the potential effects of climate change or to constitute a statistically significant change. The objective of this study was to collect and process the data from Pappas lagoon basin and also in the wider conservation area, in order to investigate the degree of vulnerability presented in the region due to climate change. Therefore, we recorded the environmental impacts due to human influence as well as the peculiarities related to natural factors. We also gathered and processed climatic data of the area in order to identify factors that indicate a potential climate change. During our visits, we tried to evaluate both land- and aquatic-ecosystem, referring to biotic and abiotic factors. Local agriculture practice was recorded and prioritized, based on potential dangerous practices for the ecosystem. Thus questionnaires are made in order to distinguish the severity of the agriculture practices in the environment and they are given to local producers (crops, agrochemicals and fertilizers) and an attempt was made to quantify the fertilizer input to this valuable ecosystem.
4

Στρατηγική επιχειρηματικότητα και οργανωσιακή αλλαγή στο δημόσιο τομέα

Σασσάλου, Ευφροσύνη 25 January 2012 (has links)
Οι στόχοι της διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση της επιχειρηματικής συμπεριφοράς των εργαζομένων του δημοσίου τομέα στις περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου (Μεσσηνία) και η μελέτη της αναγκαιότητας για αλλαγή στο δημόσιο τομέα. Επίσης αναλύεται η αντίσταση των εργαζομένων στις οργανωσιακές αλλαγές και τέλος εξετάζεται η σχέση επιχειρηματικής συμπεριφοράς και οργανωσιακής αλλαγής. Το πρόβλημα που προσεγγίζουμε είναι χρόνιο αφού σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη αναδιοργάνωσης του δημόσιου τομέα, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός και αποδοτικός εξυπηρετώντας καλύτερα τον σύγχρονο Έλληνα πολίτη. Από τη δεκαετία του 1950 όλες οι εκθέσεις για την ελληνική οικονομία καταλήγουν στην κοινή διαπίστωση, ότι οι διαρθρωτικές-οργανωτικές και λειτουργικές ανεπάρκειες του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα αποτελούν έναν από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα, στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου αποτελεί αντικείμενο διαρκών συζητήσεων αλλά και οργανωμένων προσπαθειών. Οι προσπάθειες αυτές ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις από χώρα σε χώρα, χωρίς να έχει διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο εφαρμογής. Μέχρι σήμερα, θα λέγαμε πως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί για την προώθηση της επιχειρηματικής συμπεριφοράς σε εργαζομένους του δημόσιου τομέα. Όπως προαναφέρθηκε σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετήσει την έννοια της οργανωσιακής αλλαγής και την στάση-αντίσταση των εργαζομένων απέναντι της καθώς και την εμφάνιση επιχειρηματικής συμπεριφοράς σε δημοσίους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα αναλύονται οι φορείς της αλλαγής και τα στάδια που ακολουθεί μια προγραμματισμένη οργανωσιακή αλλαγή κατά τη διάρκεια εισαγωγής της στην οργάνωση. Ακόμη, διαχωρίζονται οι τύποι που καθορίζουν την κάθε αλλαγή, με βάση κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της και γίνεται εκτενής αναφορά στις αντιδράσεις που μπορεί να παρουσιαστούν από τη πλευρά των εργαζομένων, αλλά και από την ίδια την οργάνωση. Επίσης, δίνονται κάποιες προϋποθέσεις, οι οποίες εάν τηρηθούν κάνουν την οργανωσιακή αλλαγή πιο επιτυχημένη. Παράλληλα γίνεται προσπάθεια προσέγγισης της έννοιας της επιχειρηματικότητας στο δημόσιο τομέα, εξετάζοντας την ως συμπεριφορά στα πλαίσια οργανισμών (εταιρική ή ενδοεταιρική επιχειρηματικότητα) που συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση καινοτομίας, ενώ παράλληλα εξετάζονται οι παράγοντες του οργανωσιακού περιβάλλοντος που ευνοούν την εμφάνιση αυτής της συμπεριφοράς. Τέλος διερευνήθηκε ο ρόλος των υπαλλήλων σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα τόσο στην δημιουργία καινοτομιών όσο και στην αντίσταση στην αλλαγή, καθώς και στην ενδυνάμωση και τη συμμετοχή των υπαλλήλων στη λήψη αποφάσεων. Η βιβλιογραφική ανασκόπηση τεκμηριώνεται με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας μας στο δημόσιο τομέα και συγκεκριμένα σε Περιφερειακές Ενότητες της χώρας μας (πρώην Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις) όπου διαπιστώθηκε ότι, παρά τις αλλαγές και τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, δεν έχει αναφερθεί κάποια προσπάθεια που να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των δημοσίων υπαλλήλων αναφορικά με παράγοντες που ευνοούν την στρατηγική ανάπτυξη της επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Μέσα από τυχαίο δείγμα 150 δημοσίων υπαλλήλων των περιφερειακών ενοτήτων της χώρας (Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία) οι οποίοι απάντησαν σε δομημένα ερωτηματολόγια, διαπιστώθηκε ότι η τάση για αλλαγή, το στρατηγικό όραμα, το συνεργατικό κλίμα και η ενθάρρυνση λήψης πρωτοβουλιών μπορεί να αποτελέσουν παράγοντες για την εμφάνιση επιχειρηματικής συμπεριφοράς στο δημόσιο τομέα. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού δείχνουν μας δείχνουν ότι οι παράγοντες επιχειρηματικής συμπεριφοράς γίνονται αντιληπτοί από τους δημοσίους υπαλλήλους και θεωρούνται ως βασικοί για την βελτίωση της ποιότητας στη δημόσια οργάνωση και διοίκηση, επιδιώκοντας την καλύτερη και πραγματική εξυπηρέτηση του πολίτη. / This thesis aims to investigate entrepreneurial behavior and organizational change in Greek public sector. Moreover analysis of the relationship between employees’ entrepreneurial behavior and attitude-resistance to change is provided. The problem we approach is timeless and intense and associated with the need to reorganize the public sector to become more effective and efficient servicing Greek citizens. Since 1950’s all reports on the Greek economy have lead to a common recognition that structural-organizational and operational deficiencies in the public sector in Greece is one of the major inhibiting factors to achieve high rates of economic and social development. The reconstruction of the public sector in most Western countries is the subject of constant discussion and organized efforts. These efforts are followed by different approaches without a common context. Until today, there are no concrete proposals on the strategy to be followed for the promotion of entrepreneurial behavior in public-sector workers. As it was stated the objective of the present thesis is to study the effect of organizational change and attitude-resistance of workers against the organizational change and how people express their entrepreneurial behaviour in public sector. More specifically, we analyzed the sectors of change and stages following a planned organizational change during the introduction of the organization. Additionally, we separate types which determine the organizational change, based on some specific features and an extensive reference to the reactions that can occur from the officials, of the organization. Additionally, we make certain proposals for the success of the organizational change in public sector. To achieve our goal, we combine theoretical elements of the science of management, strategy and business administration, change management and through the appropriate quantitative methods we try to approach the idea of entrepreneurship in the public sector. We examined organizations for corporate Entrepreneurship directly linked with the emergence of innovation, while we also examined the factors in favor of organizational behavior. At the same time we investigate the role of employees’ at all hierarchical levels and we try to find how they react to innovation, organizational change, empowerment and decision making process. The literature review is documented with the presentation of the results of our research in the public sector and specifically we present the results of a survey based on a random sample of 150 public servants working at Prefectures in Greece. From our research we find that the tendency for change, strategic vision, collaborative atmosphere and empowerment can be factors in emergence of entrepreneurial behavior in the public sector. The results of this research are particularly of practical and administrative interest since they constitute an attempt to the strategic reorganization of the Greek public sector towards the promotion of entrepreneurial behavior of public servants. Finally we could say that research findings reported herein contribute to the entrepreneurship and strategic change management literature and demonstrate that the concept of public entrepreneurship is relevant to the average civil servant, revealing facets of entrepreneurial behavior of front line staff. Finally the findings of this thesis provide a well-documented framework in addressing corporate entrepreneurship and organizational change in the public sector. Research findings are useful in formulating a strategy that fosters corporate entrepreneurship in the public sector setting and regarded as the key to improve the quality of public organization and administration.
5

Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) στο δημοτικό σχολείο : η αλλαγή των θεσμικών προδιαγραφών διδασκαλίας ως ευκαιρία επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών φυσικής αγωγής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Αδαμόπουλος, Κωνσταντίνος 27 December 2010 (has links)
Στην εργασία αυτή επιχειρείται η καταγραφή των απόψεων μίας μικρής ομάδας εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, από τη μια μεριά για τις επιδράσεις της πρόσφατης αλλαγής των θεσμικών προδιαγραφών διδασκαλίας στον επαγγελματικό τους ρόλο και από την άλλη μεριά για τις υποστηρικτικές επιμορφωτικές δραστηριότητες που ακολούθησαν. Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική αλλαγή περιλαμβάνει το νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, καθώς και την εισαγωγή νέου διδακτικού υλικού για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η μελέτη προσεγγίζει τα αντικείμενα της έρευνας με εννοιολογικό πλαίσιο το πεδίο της «επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών» και εφαρμόζει ποιοτική ερευνητική μέθοδο που βασίζεται σε ανοιχτού τύπου ερωτήσεις με τους συνεντευξιαζόμενους. Διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη εσωτερική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αξιοποιήθηκε ελάχιστα ως ευκαιρία επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. / The present study focuses on the views of a small teachers’ group consisting of Physical Education teachers who teach in the Primary Education. On the one hand it investigates the influences on their professional role because of the recent institutional change in their teaching specifications and on the other hand it investigates the relative supporting training activities. This particular educational change includes the new National Curriculum and the introduction of new teaching material for teachers and students. The study approaches the research objects by using as conceptual framework the field of “teacher professional development” and applies a qualitative research method which based on open-asked questions to interviewed subjects. The conclusions indicate that the exploitation of this specific internal educational reform as a professional –development opportunity for the Physical Education teachers was of a minimum degree
6

Η επίδραση της Ιταλικής στη μορφολογία των Επτανησιακών ιδιωμάτων

Μακρή, Βασιλική 02 April 2014 (has links)
H εργασία πραγματεύεται την γλωσσική αλλαγή, η οποία τροφοδοτείται από την επαφή γλωσσικών συστημάτων στη μορφολογία των ονομάτων των Επτανησιακών διαλέκτων, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από δύο Ρωμανικές διαλέκτους, την Ιταλική και τα Βενετσιάνικα. Θα δούμε ότι τα δομικά χαρακτηριστικά της γλώσσας αποδέκτη που είναι η Ελληνική, διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο για το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας του δανεισμού. Επίσης, θα γίνει σαφές ότι η επίγνωση από την πλευρά των ομιλητών της δομής της γλώσσας πηγής (Ρωμανική) είναι εξέχουσας σημασίας για την επιλογή της εκάστοτε στρατηγικής δανεισμού. Το πεδίο της ονοματικής κλίσης είναι ιδιαιτέρως προσοδοφόρο, όπως θα αποδειχθεί, για την εξέταση και τον έλεγχο των μορφολογικών θεωριών που έχουν διαμορφωθεί μέχρι ώρας, καθώς θα διευκολύνουν το έλεγχο και το βαθμό εφαρμογής συγκεκριμένων προσεγγίσεων που έχουν διατυπωθεί μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο της γλωσσικής επαφής. / --
7

Αναπαράσταση γνώσης : επεκτάσεις στην αλλαγή πεποιθήσεων

Φωτεινόπουλος, Αναστάσιος Μιχαήλ 19 May 2011 (has links)
Η Αλλαγή Πεποιθήσεων είναι το πεδίο που ασχολείται, μελετά και τυποποιεί ένα πλήθος διαδικασιών της συλλογιστικής σκέψης. Οι θεμελιώδεις αρχές της βρίσκονται σε διάφορα φιλοσοφικά συστήματα της περιόδου της αρχαιότητας. Ωστόσο, η σύγχρονη προβληματική που αναπτύσσεται γύρω από το πεδίο αυτό και που καλείται να αντιμετωπίσει εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή της Αναπαράστασης της Γνώσης. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 και ύστερα από την προσπάθεια μετάβασης σε πιο συστηματικές και μαθηματικές προσεγγίσεις, η Αλλαγή Πεποιθήσεων αποκτά την τελική της μορφή. Ο όρος Αλλαγή διαιρείται σε τρεις ευρείες υπό-ενότητες: την πρόσθεση, την αφαίρεση και την αναθεώρηση. Η πρόσθεση αναφέρεται στη συλλογή νέων πληροφοριών (επέκταση πεποιθήσεων), η αφαίρεση την απώλεια πληροφορίας, ενώ η αναθεώρηση ερμηνεύει τη μερική ή ολική αλλαγή στο σύνολο των πεποιθήσεών μας, εξαιτίας της εμφάνισης μίας νέας πεποίθησης. Κάθε διαδικασία Αλλαγής συνοδεύεται από ένα σύνολο ορθολογικών αξιωμάτων. Τα αξιώματα διατυπώθηκαν με κύριο σκοπό την ομαδοποίηση, ταξινόμηση και περιορισμό των συλλογιστικών μας ενεργειών. Εκτός από τους τύπους αλλαγών και τα σύνολα των αξιωμάτων που αναφέρθηκαν στο χώρο της Αλλαγής Πεποιθήσεων υπάρχουν και άλλες σημαντικές - συμπληρωματικές διαδικασίες. Μία από τις πιο γνωστές και επωφελείς είναι αυτή της Επαναλαμβανόμενης Αναθεώρησης. Ενώ η απλή αναθεώρηση ερμηνεύει καταστάσεις που προξενούνται από την εμφάνιση μίας και μόνο πληροφορίας, η επαναλαμβανόμενη αναθεώρηση διασαφηνίζει περιπτώσεις μάθησης μέσα από το φάσμα των διαδοχικών πεποιθήσεων. Η παρούσα διατριβή θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη εξετάζει συστηματικά τις διάφορες μεθόδους και τεχνικές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Η δεύτερη περιλαμβάνει την κυριότερη ερευνητική μας συνεισφορά καθώς και οι προτάσεις μας πάνω σε ανοικτά προβλήματα της Αλλαγής των Πεποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα, στο αρχικό στάδιο της έρευνάς μας αποτυπώνεται η προσπάθεια σύνδεσης της αναθεώρησης με την επαναλαμβανόμενη αναθεώρηση πεποιθήσεων. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται με την εισαγωγή ενός νέου αξιώματος που ονομάζουμε αξίωμα επαναλαμβανόμενης ανάκτησης. Αποδεικνύεται ότι το αξίωμα της επαναλαμβανόμενης ανάκτησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες το δεύτερο αξίωμα (DP2) των Darwiche και Pearl χαρακτηρίζεται αρκετά ισχυρό. Αποδεικνύουμε επίσης την ορθότητα και πληρότητα του παραπάνω αξιώματος μέσα από το σύστημα σφαιρών του Adam Grove. Στη συνέχεια η έρευνά μας στρέφεται στην προσπάθεια σύνδεσης δύο πολύ σημαντικών περιοχών στην αλλαγή πεποιθήσεων: την Επαναλαμβανόμενη και τη Relevance-Sensitive αναθεώρηση πεποιθήσεων. Τα αποτελέσματα της απόδειξης αφενός αποκαλύπτουν την ύπαρξη μη-συνέπειας μεταξύ τους αξιώματος (P) για τη Relevanse-Sensitive αναθεώρηση πεποιθήσεων με κάθε ένα από τα (DP) αξιώματα της επαναλαμβανόμενης αναθεώρησης πεποιθήσεων, αφετέρου αξιώνουν μία αναγκαία και γενικότερη αποκατάσταση στα τυπικά μοντέλα της αλλαγής πεποιθήσεων. Ακόμη μπορεί να αποδοθεί στη δική μας έρευνα και κάτι διαφορετικό, σε σχέση με τις άλλες: ότι η διαδικασία της αφαίρεσης πεποιθήσεων βασίζεται σε Horn Clauses. Ωστόσο, η αμιγής ερευνητική μας προσπάθεια αναφέρεται την παροχή σημασιολογίας βασιζόμενη σε διατάξεις πιθανών κόσμων για τη διαδικασία του e-contraction που εισήγαγε ο James Delgrande. Η Τρίτη κατηγορία, τέλος, αποβλέπει στην παρουσίαση της κλασσικής θεωρίας της Αναθεώρησης Πεποιθήσεων μέσα από την εφαρμογή της στην επιστήμη των υπολογιστών και πιο συγκεκριμένα, μέσω του Σημασιολογικού Ιστού. / Belief Change is an area that studies and standardizes several reasoning processes. However, the problems it has to confront rest in the wider area of Knowledge Representation. In the mid-1980s and after a transition effort to more systematic and mathematical Approaches, the Belief Change gets into its final form. The term “change” splits in three wide subgroups: expansion, contraction and revision. The expansion regards the collection of new information (belief expansion), while contraction concerns the loss of information. Finally, the revision explains the partial or total change in our beliefs, deriving from the appearance of new information. Every Change process is coupled with several rational postulates. Those were mainly formulated to group, classify and constrain our reasoning. Apart from the change formulas and the postulates mentioned above, in the field of Belief Change there are other important – additional processes. One of the most known and useful is the Iterated Revision. While the simple Revision explains conditions that are induced from the emergence of one and only information, the Iterated Revision clarifies cases of learning through the spectrum of successive beliefs. The present dissertation is classified in three major categories. The first one concerns the systematic study of several methods and techniques found in the international bibliography. The second incorporates our main contribution in research and our propositions with regard in open problems of the Belief Change. More specifically, the initial stage of our research is an effort to connect the revision with the iterated belief revision. This connection is achieved with the introduction of a new postulate called “iterated recovery postulate”. It is also established that the iterated recovery postulate (IR) can be used in many cases where the second postulate DP2, by Darwiche and Pearl, is qualified as rather strong. Moreover, we prove hereby that the postulate is sound and complete through the Adam Grove’s System of Spheres. Our research continues to connect two very important areas in the Belief Change: the Iterated and the Relevance-Sensitive belief revision. The conclusions of this proof reveal the inconsistency between the (P) postulate, regarding the Relevance-Sensitive belief revision, with “each and every one” of the DP postulates of the iterated belief revision. Likewise, they urge for a broad and imperative recovery of the “belief change” typical models. Unlike others, our contribution in research has to do with the belief contraction process, based on Horn Clauses. Our pure research regards the provision of semantics based on possible worlds orderings for the process of e-contraction, introduced by James Delgrande. Finally, the third category tries to present the classical theory of Belief Revision through its application in the computer science and specifically through the Semantic Web.
8

Διαφορά αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων της σχολικής πράξης μεταξύ δασκάλων πτυχιούχων Παιδαγωγικών Ακαδημιών και δασκάλων πτυχιούχων Παιδαγωγικών Τμημάτων

Πέττα, Κοραλία 07 June 2013 (has links)
Στην παρούσα έρευνα στοχεύουμε να διερευνήσουμε τις διαφορές αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων της σχολικής πράξης μεταξύ δασκάλων απόφοιτων Παιδαγωγικής Ακαδημίας και δασκάλων απόφοιτων Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης. Σκοπός μας είναι η εις βάθος διερεύνηση των αντιλήψεων και των παιδαγωγικών πρακτικών των δασκάλων αυτών, σε θέματα πειθαρχίας, ετερότητας και αξιολόγησης του μαθητή. Με την μέθοδο του ερωτηματολογίου διερευνήσαμε τις απόψεις 22 δασκάλων Παιδαγωγικής Ακαδημίας και 70 δασκάλων Παιδαγωγικού Τμήματος. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο των ερευνητικών δεδομένων επιλέξαμε τη θεωρία της κοινωνικής αλλαγής και ειδικότερα την θεωρία του Καρλ Μαρξ και του Μαξ Βέμπερ που είναι οι δύο βασικές γενικές κοινωνιολογικές θεωρίες: της αιτιακής εξήγησης και της ερμηνείας της Κοινωνικής αλλαγής, θεωρώντας πως ανταποκρίνονται καταλληλότερα στην κατανόηση του υπό μελέτη φαινομένου. Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων γίνεται φανερό ότι η ποσοτική και ποιοτική αλλαγή της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (από τη διετή Παιδαγωγική Ακαδημία στο τετραετές Πανεπιστημιακό Παιδαγωγικό Τμήμα) παρήγαγε δασκάλους με νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις και νέες προθέσεις εκπαιδευτικής πρακτικής στο σχολείο. Έχει αλλάξει ριζικά τόσο ο ρόλος του δασκάλου, όσο και τα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσής του. Ο νέος τύπος δασκάλου, ο δάσκαλος του Παιδαγωγικού Τμήματος, έχει επιστημονική ταυτότητα και επαγγελματική κατάρτιση. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η βελτίωση του επιπέδου σπουδών του δασκάλου έφερε αλλαγή του τρόπου σκέψης, αντίληψης, και πράξης και κατ’ επέκταση κοινωνική αλλαγή. Οι δάσκαλοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων λειτουργούν μέσα στο σχολείο ως παράγοντες αλλαγής του και κατά συνέπεια μακροπρόθεσμα ως παράγοντες ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής. Όταν το σχολείο αλλάζει, αργά αλλά σταθερά, αλλάζει και η κοινωνία. / In this research study we aim to explore the differences between teachers graduated from the Pedagogical Academies and those who graduated from the Primary Education Departments in coping with specific problems of school practice. We focus on the investigation of the teachers’ perceptions and pedagogical practices concerning discipline, diversity and students’ evaluation issues. With the method of the questionnaire we investigated the conceptions of 22 teachers graduated from Pedagogical Academies and 70 teachers graduated from the Primary Educations Departments. Our interpretative framework is the theory of social change, and in particular the theories Karl Marx and Max Weber, the theory of explaining and the theory of interpreting the social change. Through the analysis of the data it becomes obvious that the quantitative and qualitative change in the primary teachers’ education (from the two-year Pedagogical Academy in a four-year University Department) produced teachers with new pedagogical concepts and new intentions in school educational practice. The role of the teacher, as well as the characteristics of the teachers’ education has changed radically. The new type of the primary teacher, who studies at the Departments of Primary Education teacher of Pedagogical Department, has scientific identity and professional training. We consider that the improvement of the level of teachers’ studies brought change on the way of thinking and practicing and therefore social change. Teachers graduated at the Departments of Education operate within the school as agents of change and thus in the long run as factors social change: when the school is changing, slowly but surely, the society is changing as well.
9

Simulating the effects of climate change and emissions of pollutants on air quality / Μελέτη της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής και των εκπομπών ρύπων στην ποιότητα του αέρα

Μεγαρίτης, Αθανάσιος 16 May 2014 (has links)
The scope of this dissertation was to enhance our knowledge regarding the potential effects that emissions and climate change could have on air pollutants (e.g., particulate matter, ozone, Hg), in order to design effective strategies for improving air quality. A 3-D chemical transport model, PMCAMx-2008, was applied over Europe to evaluate the response of PM2.5 to 50% reduction in emissions of precursor gases (SO2, NH3, NOx, VOCs) and anthropogenic primary OA (POA). A summer and a winter simulation period were used, to investigate also the seasonal dependence of the PM2.5 response to emissions changes. Reduction of NH3 emissions seems to be the most effective control strategy for reducing PM2.5, in both periods, resulting in a decrease of PM2.5 up to 5.1 μg m-3 and 1.8 μg m-3 during summer and winter respectively. The SO2 reduction is more effective during summer, especially over Balkans. The anthropogenic POA control strategy reduces total OA, in both periods, mainly in urban areas close to its emissions sources. The reduction of NOx emissions reduces PM2.5 during the summer period, causing although an increase of ozone (O3) concentration in major urban areas and over Western Europe. Additionally, the NOx control strategy actually increases PM2.5 levels during the winter period. PMCAMx-2008 was also applied over Europe, to quantify the individual effects of the major meteorological parameters on PM2.5 levels. Our simulations cover three periods, representative of different seasons (summer, winter, and fall). PM2.5 appears to be more sensitive to temperature changes compared to the rest meteorological parameters in all seasons. PM2.5 generally decreases as temperature increases, although the predicted response is spatially variable, ranging from -8% K-1 to 7% K-1. The predicted responses of PM2.5 to absolute humidity are also quite variable, ranging from -1.6% %-1 to 1.6% %-1. A decrease of wind speed (keeping constant the emissions), increases all PM2.5 species due to changes in dry deposition (approximately 10%) and dispersion. In addition, the wind speed effects only on sea salt emissions could be significant for PM2.5 concentrations in coastal areas. Increases in precipitation have a negative effect on PM2.5 due to increases in wet deposition. Regarding the relative importance of each of the meteorological parameters in a changed future climate, the projected precipitation changes are expected to have the largest impact on PM2.5 levels, with changes up to 2 μg m-3. PMCAMx-2008 was used as part of the GRE-CAPS modeling system, to investigate the effects of climate change on PM2.5 and O3 levels in Greece. Summertime periods are simulated both for the present (2000s) and the future (2050s). Our results suggest that climate change will generally decrease PM2.5 in Greece, by 1.1 μg m-3 (5%) on average. However the predicted changes are quite variable in space, ranging from -20% to 20%. Higher levels of O3 are predicted in the future over Greece (4.5% on average). The higher future temperatures determine to a large extent the predicted O3 response Finally, the GRE-CAPS was applied over the eastern United States to study the impact of climate change on the concentration and deposition of mercury. Summer and winter periods (300 days for each) are simulated, and the present-day model predictions (2000s) are compared to the future ones (2050s). On average, atmospheric Hg2+ levels are predicted to increase in the future by 3% in the summer and 5% in winter respectively. However, the predicted concentration changes of Hg2+ vary significantly in space, ranging from -20% to 40%. Particulate mercury, Hg(p) has a similar spatial response to climate change as Hg2+, while Hg0 levels are not predicted to change significantly. Mercury deposition is also predicted to change in the future, with variable changes, ranging from -50% to 50%. The predicted response is mainly attributed to the spatially variable changes of rainfall in the future and the accompanying changes in mercury wet deposition. / Η κατανόηση των φυσικών και χημικών διεργασιών της ατμόσφαιρας καθώς και η μελέτη των αλληλεπιδράσεων του κλίματος και των εκπομπών, με τις συγκεντρώσεις των ρύπων (π.χ. ατμοσφαιρικά σωματίδια, όζον, Hg),αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ένα τρισδιάστατο μοντέλο χημικής μεταφοράς, το PMCAMx-2008, χρησιμοποιήθηκε για να μελετήσουμε την επίδραση που έχει η μείωση κατά 50% των εκπομπών των κυριότερων πρόδρομων αέριων ενώσεων (SO2, NH3, NOx, ανθρωπογενών πτητικών οργανικών ενώσεων) και των πρωτογενών οργανικών σωματιδίων που προέρχονται από ανθρωπογενείς πηγές (POA), στην συγκέντρωση των ατμοσφαιρικών σωματιδίων διαμέτρου έως 2.5 μm (PM2.5) στην Ευρώπη. Προσομοιώθηκαν δύο περίοδοι (καλοκαίρι και χειμώνας), προκειμένου να ελεγχθεί και η εποχιακή εξάρτηση της απόκρισης των PM2.5. Η μείωση των εκπομπών NH3 φαίνεται να είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική μείωσης των PM2.5, κατά την διάρκεια και των δύο περιόδων, μειώνοντας την συγκέντρωσή τους έως 5.1 μg m-3 το καλοκαίρι και 1.8 μg m-3 τον χειμώνα. Η μείωση των εκπομπών SO2 είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική το καλοκαίρι κυρίως στα Βαλκάνια, ενώ η μείωση των εκπομπών POA μειώνει την συγκέντρωση των οργανικών και τις 2 περιόδους, κυρίως σε αστικές περιοχές. Η στρατηγική μείωσης των NOx μειώνει τα PM2.5 το καλοκαίρι, προκαλώντας ωστόσο αύξηση του όζοντος (O3) στην Δυτική Ευρώπη και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Επιπρόσθετα, τον χειμώνα αυξάνει και τα PM2.5 στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης. Το PMCAMx-2008 χρησιμοποιήθηκε επίσης για να μελετήσουμε την επίδραση που έχουν διάφορες παράμετροι της μετεωρολογίας στις συγκεντρώσεις των PM2.5 καλύπτοντας τρεις περιόδους προσομοίωσης (καλοκαίρι, χειμώνας και φθινόπωρο). Τα PM2.5 είναι περισσότερο ευαίσθητα σε αλλαγές της θερμοκρασίας σε σχέση με τις υπόλοιπες παραμέτρους. Η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε μείωση των PM2.5 και τις τρεις περιόδους. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες αλλαγές είναι μεταβλητές και κυμαίνονται από -8% K-1 έως 7% K-1. Μεταβλητές αλλαγές των PM2.5 προβλέπονται και με αύξηση της απόλυτης υγρασίας, που κυμαίνονται από -1.6% %-1 έως 1.6% %-1. Η μείωση της ταχύτητας του ανέμου (χωρίς αλλαγή στις εκπομπές από θαλασσινό αλάτι) αυξάνει τα PM2.5 κυρίως λόγω μείωσης της ξηρής εναπόθεσης (περίπου 10%) και των διεργασιών μεταφοράς. Αντίστοιχα οι αλλαγές στις εκπομπές από θαλασσινό αλάτι (λόγω μείωσης του ανέμου κατά 10%) επηρεάζουν σημαντικά τα PM2.5 κυρίως στις θαλάσσιες περιοχές. Η αύξηση της βροχόπτωσης αυξάνει τον ρυθμό υγρής εναπόθεσης, οδηγώντας σε μείωση της συγκέντρωσης των PM2.5. Με βάση τις εκτιμώμενες αλλαγές της κάθε μετεωρολογικής παραμέτρου για το μέλλον, οι αλλαγές στην βροχόπτωση αναμένεται να έχουν την σημαντικότερη επίδραση στα PM2.5, οδηγώντας σε αλλαγές των συγκεντρώσεων τους έως 2 μg m-3. Για να μελετήσουμε την επίδραση που έχει η κλιματική αλλαγή στις συγκεντρώσεις των PM2.5 και του Ο3, το PMCAMx-2008 χρησιμοποιήθηκε σαν μέρος ενός συστήματος μοντέλων, του GRE-CAPS, το οποίο εφαρμόστηκε πάνω από την Ευρώπη, εστιάζοντας στην Ελλάδα. Η προσομοίωση του κλίματος στο παρόν και το μέλλον έγινε για την εποχή του καλοκαιριού. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι συγκεντρώσεις των PM2.5 στην Ελλάδα προβλέπεται να μειωθούν στο μέλλον, 1.1 μg m-3 (5%) κατά μέσο όρο σε όλο το πεδίο εφαρμογής, ωστόσο οι προβλεπόμενες αλλαγές είναι αρκετά μεταβλητές και κυμαίνονται από -20% έως 20%. Η συγκέντρωση του O3 αυξάνει στην Ελλάδα 4.5% κατά μέσο όρο, με την αύξηση της θερμοκρασίας να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την απόκριση του στην αλλαγή του κλίματος. Τέλος, το σύστημα μοντέλων GRE-CAPS εφαρμόσθηκε στις ανατολικές ΗΠΑ για την μελέτη της επίδρασης της αλλαγής του κλίματος στην συγκέντρωση και εναπόθεση του υδραργύρου. Η προσομοίωση του κλίματος στο παρόν και το μέλλον έγινε για δύο περιόδους, καλοκαίρι και χειμώνας. Κατά μέσο όρο σε όλο το πεδίο εφαρμογής, η συγκέντρωση του Hg2+ στο μέλλον αυξάνεται κατά 3% το καλοκαίρι και 5% τον χειμώνα. Ωστόσο οι προβλεπόμενες αλλαγές είναι αρκετά μεταβλητές, και κυμαίνονται από -20% έως 40%. Η επίδραση της αλλαγής του κλίματος στην συγκέντρωση των πρωτογενών σωματιδίων υδραργύρου, Hg(p) είναι παρόμοια με εκείνη του Hg2+, ενώ αντίθετα δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στην συγκέντρωση του Hg0. Η αλλαγή του κλίματος επηρεάζει σημαντικά και την εναπόθεση του υδραργύρου. Ωστόσο, οι αλλαγές δεν είναι ομοιόμορφες και κυμαίνονται από -50% έως 50%. Η αλλαγή της υγρής εναπόθεσης του Hg, λόγω αλλαγής της βροχόπτωσης, φαίνεται να εξηγεί την απόκριση της εναπόθεσης του Hg, στις περισσότερες περιοχές.
10

Μείωση της βροχόπτωσης στην Α. Μεσόγειο και η σχέση της με το φαινόμενο Enso : διερεύνηση με τις μεθόδους της δενδροκλιματολογίας

Σαρρής, Δημήτριος 03 July 2009 (has links)
Ο Δείκτης της Νότιας Κύμανσης (Southern Oscillation Index, SOI) περιγράφει την ατμοσφαιρική κυκλοφορία στον τροπικό Α. Ειρηνικό Ωκεανό σε σχέση με το παγκόσμιας κλιματικής σημασίας φαινόμενο ΕΝSO (El Niño-Southern Oscillation). Μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, βρέθηκε ότι η ισχυρότερη αρνητική φάση του Δείκτη της Νότιας Κύμανσης των τελευταίων 150 ετών συμπίπτει με την ισχυρότερη θετική φάση του Δείκτη της Βορειοατλαντικής Κύμανσης (North Atlantic Oscillation Index, ΝΑΟΙ) των τελευταίων 180 ετών. Μάλιστα, η ανάλυση της συσχέτισης μεταξύ των Δεικτών της Νότιας και της Βορειοατλαντικής Κύμανσης την περίοδο 1950-2007 εμφάνισε, αλλά μόνο μετά το 1978, μια στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στις 20 ισχυρότερες αρνητικές φάσεις των τριμήνων Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου του Δείκτη της Νότιας Κύμανσης και των χειμερινών (Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου) φάσεων του Δείκτη της Βορειοατλαντικής Κύμανσης που χρονικά ακολούθησαν. Παρόμοια, οι 20 ισχυρότερες θετικές φάσεις των τριμήνων Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου και Νοεμβρίου-Ιανουαρίου του Δείκτη της Νότιας Κύμανσης την περίοδο 1950-2007 παρουσίασαν, μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τις χειμερινές (Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου) φάσεις του Δείκτη της Βορειοατλαντικής Κύμανσης που ακολούθησαν. Οι σχέσεις αυτές συνέπεσαν με μειωμένη χειμερινή βροχόπτωση στην Α. Μεσόγειο. Εάν οι σχέσεις μεταξύ των Δεικτών της Νότιας και της Βορειοατλαντικής Κύμανσης διατηρηθούν και στο μέλλον, επιτρέπουν, με βάση τη φθινοπωρινή φάση του Δείκτη της Νότιας Κύμανσης, τη δυνατότητα πρόγνωσης της χειμερινής βροχόπτωσης στις περιοχές που επηρεάζονται από τη Βορειοατλαντική Κύμανση (ΝΑΟ) (για περιοχές της Ελλάδας ακόμη και με πιθανότητα 90%). Αναλύθηκε η ετήσια κατά πάχος προσαύξηση του βλαστού σε δένδρα χαλεπίου (Pinus halepensis subsp. halepensis) και τραχείας (Pinus halepensis subsp. brutia) πεύκης από τη θερμο-μεσογειακή ζώνη βλάστησης των νήσων Ζακύνθου, Σκύρου, Σάμου και Κρήτης (Ιεράπετρα). Το πλάτος των αυξητικών δακτυλίων τους βρέθηκε πολύ ευαίσθητο στις μεταβολές της βροχόπτωσης και εμφάνισε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το μέσο όρο της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης 37 μετεωρολογικών σταθμών της Α. Μεσογείου. Οι αυξητικοί δακτύλιοι κατέδειξαν, επίσης, ότι η ετήσια βροχόπτωση στην Α. Μεσόγειο μετά το 1970 εμφάνισε τη σημαντικότερη μείωση τουλάχιστον των τελευταίων 200 ετών. Η μείωση της αύξησης των δένδρων συμπίπτει χρονικά με την πρόσφατη αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Συμφωνεί, δε, με την πρόβλεψη, μέσω των κλιματικών μοντέλων, της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Kλιματική Aλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change, IPCC, 2007) ότι στη Μεσόγειο αναμένεται σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων λόγω περαιτέρω αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, πράγμα που παρατηρήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν. Τίθεται, επίσης, το ερώτημα εάν οι πρόσφατες διασυνδέσεις μεταξύ των Δεικτών της Νότιας και της Βορειοατλαντικής Κύμανσης (που σχετίζονται με την πρόσφατη μείωση της βροχόπτωσης στην Α. Μεσόγειο) συνδέονται και με την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Κατά τις υγρές περιόδους του 20ου αιώνα (620-760 mm μέση ετήσια βροχόπτωση) η ετήσια αύξηση των δένδρων στις περιοχές μελέτης καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν εντός λίγων εβδομάδων ή μηνών πριν ή και κατά την έναρξη της αυξητικής περιόδου. Όμως, κατά την ξηρότερη περίοδο που καταγράφηκε (1990-96, 480 mm μέση ετήσια βροχόπτωση) η αύξηση εξαρτήθηκε από βροχόπτωση 3-4 ετών πριν, συμπεριλαμβανομένου του έτους σχηματισμού του δακτυλίου. Αυτό δείχνει ότι το νερό από βαθύτερα στρώματα του εδάφους, συσσωρευμένο από βροχοπτώσεις προηγούμενων ετών, κατέστη ιδιαιτέρως σημαντικό καθώς η ξηρασία εντάθηκε. Αυτή η διαδικασία πρέπει να σχετίζεται με το βαθύ ριζικό σύστημα των πεύκων. Όμως, μια σειρά ξηρών ετών μπορεί να εξαντλήσει τα υπόγεια «αποθέματα υγρασίας». Στην περίπτωση αυτή τα πεύκα μπορεί να φτάσουν πολύ κοντά στα όρια της επιβίωσης τους, ακόμη και να ξεραθούν. Τέτοια περιστατικά καταγράφηκαν στη νήσο Σάμο και στην Αχαΐα (Πελοπόννησο), όπου ακόμη και 80-χρονα πεύκα ξεράθηκαν στο τέλος των καλοκαιριών του 2000 και 2007. Με βάση το σενάριο Α1B-SRES (IPCC 2007), η μέση ετήσια βροχόπτωση στην περιοχή μελέτης προβλέπεται να μειωθεί την περίοδο 2090-2099 ακόμη και κατά 30% σε σχέση με τα επίπεδα του 1980-1999, φτάνοντας τα 390 mm. Τα επίπεδα αυτά βροχόπτωσης είναι πολύ χαμηλότερα από την οριακή τιμή των 480 mm που προσδιορίστηκε ως κρίσιμη για τους μελετηθέντες πληθυσμούς πεύκων (Pinus) στο να επιβιώσουν υπό ξηρασία στηριζόμενοι σε βαθύτερα αποθέματα υγρασίας. Συνεπώς, εάν τέτοιες συνθήκες επικρατήσουν κατά τον 21ο αιώνα, θα αυξηθεί σημαντικά ο κίνδυνος καταστροφής των δασών της θερμο-μεσογειακής ζώνης βλάστησης. Επίσης, με τη συνδυασμένη επίδραση αυξημένων θερινών θερμοκρασιών και πυρκαγιών θα μεγαλώσει και ο κίνδυνος ερημοποίησης. / The Southern Oscillation Index (SOI) describes atmospheric circulation in the eastern tropical pacific related to ENSO (El Niño-Southern Oscillation), a phenomenon of global climatic significance. After the late 1970s, SOI’s strongest negative phase in 150 year was found to coincide with the strongest positive phase of the North Atlantic Oscillation Index (NAOI) in 180 years. Correlation analysis between SOI and NAOI during 1950-2007 revealed a statistically significant connection between the 20 strongest negative phases of the Sept.-Nov. SOI and the following winter’s (Dec.-Feb.) NAOI phases only after 1978. Similarly, the 20 strongest positive phases of the Oct.-Dec. and Nov.-Jan. SOI of 1950-2007 produced a statistically significant correlation with the following winter’s (Dec.-Feb.) NAOI phases after the late 1970s. Such relationships coincided with reduced winter precipitation in the eastern Mediterranean. If these SOI-NAOI connections hold, the possibility exists to forecast winter precipitation conditions in regions effected by NAO from the previous autumn’s SOI state (with even a 90% accuracy for regions of Greece). Annual radial stem increment was analysed in Pinus halepensis subsp. halepensis and Pinus halepensis subsp. brutia trees for Thermo-Mediterranean vegetation zones of the Greek islands of Zakinthos, Skiros, Samos and Crete (Ierapetra). Tree-ring width was found to be very sensitive to precipitation and produced a statistically significant correlation with annual rainfall from mean of 37 meteorological stations of the eastern Mediterranean. Tree-rings also indicated that annual rainfall reached its lowest values in nearly 200 years after the 1970s. This reduction in growth coincides with recent global warming. Thus, it is in line with IPCC (2007) climate model projections’ that the Mediterranean will experience a significant decline in precipitation as global warming progresses, as was the case in the recent past. It also raises the question whether recent SOI-NAOI links (involved in the recent decline in precipitation in the eastern Mediterranean) are also connected to global warming. During moist periods of the 20th century (ca. 620-720 mm average annual precipitation) annual tree growth in the regions under investigation was largely controlled by rainfall during a few weeks or months before or during the beginning of the growing season. In contrast, during the driest period on record (1990-1996; 480 mm average annual precipitation) growth depended on rainfall of 3-4 years before, including the year of tree ring formation. This suggests that water from deeper ground, accumulated during rainfall of previous years and became increasingly important as drought intensified. Deep rooting must be involved in such a process. However, a series of dry years may exhaust deeper ground “moisture reserves”. In this case pines may be pushed very close to their survival limits and can even be desiccated. Such incidents were recorded in Samos and Achaia (Peloponnesus) of Greece where pines died in late summer 2000 and 2007, including some 80-year-old trees. Mean annual precipitation for the studied area in 2090-2099 is projected to decrease by even 30% compared to 1980-99 levels, based on Α1B-SRES (IPCC 2007), reaching 390 mm. These levels of rainfall are far bellow the threshold of 480 mm determined as critical for the investigated populations of Pinus to survive drought by relying on deeper moisture reserves. Thus, if such conditions persist during the 21st century they will contribute to the risk of devastation for Thermo-Mediterranean zone forests. Combined with higher summer temperatures and fire outbreaks the risk of desertification will also increase.

Page generated in 0.028 seconds