• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 68
  • 7
  • Tagged with
  • 76
  • 54
  • 17
  • 15
  • 14
  • 12
  • 11
  • 11
  • 10
  • 9
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Κώδικες πιστοποίησης μηνυμάτων : σχεδιασμός και υλοποιήσεις σε πλατφόρμες υλικού και συγκριτικές αποτιμήσεις / Message authentication codes : designs and implementations in hardware platforms and comparisons

Χαράλαμπος, Μιχαήλ 16 June 2011 (has links)
Σε αυτή τη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία μελετήθηκαν, αναπτύχτηκαν και συγκριθήκαν αρχιτεκτονικές για κρυπτογραφικές εφαρμογές που χρησιμοποιούνται στης τεχνικές πιστοποίησης μηνυμάτων. Σε αυτές χρησιμοποιήθηκαν και τεχνικές βελτιστοποίησης της απόδοσης. Στην ασφάλεια μετάδοσης των πληροφοριών, η πιστοποίηση μηνύματος είναι μία θεμελιώδης τεχνική, η οποία χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει ότι τα ληφθέντα μηνύματα προέρχονται από τον σωστό αποστολέα και ότι δεν έχουν τροποποιηθεί κατά τη μετάδοση. Στην πιστοποίηση μηνύματος, απαιτείται η χρήση ενός κώδικα πιστοποίησης μηνύματος (Message Authentication Code-MAC). Οι τεχνικές για να δημιουργηθεί ένα MAC γίνεται με δύο τρόπους: α)Με χρήση μίας hash συνάρτησης σε συνδυασμό με ένα μυστικό κλειδί και αναφέρεται σαν HMAC (Hash-based MAC). β)Με χρήση ενός block cipher αλγορίθμου κρυπτογράφησης σε συνδυασμό με ένα μυστικό κλειδί και αναφέρεται σαν CMAC (Cipher block-based MAC). Θα υλοποιηθούν οι δύο παραπάνω τρόποι-μέθοδοι παραγωγής MAC, σε πλατφόρμες υλικού με γνώμονα την αύξηση της ρυθμαπόδοσης τους. Θα αποτιμηθεί ο ρόλος τους στα κρυπτογραφικά συστήματα ασφαλείας και σε ποιές περιπτώσεις συνίσταται η χρήση της κάθε μίας τεχνικής. Έτσι θα ξεκαθαριστούν οι διαφορές τους και θα καθοριστεί το προφίλ των εφαρμογών στης οποίες κάθε μια εκ των δύο αυτών τεχνικών ταιριάζει καλύτερα. Οι υλοποιήσεις συγκριθήκαν στην ίδια πλατφόρμα υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την τελική υλοποίηση ώστε σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με της απαιτήσεις της εκάστοτε εφαρμογής, να βρεθεί και η βέλτιστη λύση από πλευράς κόστους. / In the present M.Sc. thesis, several architectures for message authentication codes were studied, developed and compared to each other. Performance optimization techniques were exploited as well. Message Authentication Codes (MACs) are widely used in order to protect both a message's integrity -by ensuring that a different MAC will be produced if the message has changed - as well as its authenticity (only someone who knows the secret key could have generated a valid MAC). A message authentication code is an authentication tag (also called a checksum) derived by applying an authentication scheme, together with a secret key, to a message. Typically MACs are produced through: α) HMAC mechanism which is based on a FIPS approved collision-resistant hash function in combination with a secret key (Hash-based MAC). β)CMAC mechanism which is based on a block cipher algorithm in combination with a secret key (Cipher block-based MAC). The above two ways (mechanisms) for producing MACs were designed and implemented in hardware taking into consideration the increase of their throughput. The cryptographic systems in which the above two are exploited were described. Their key role in these systems was valued through an investigation concerning the way of their incorporation. Thus, the differences between them were clarified determining the applications where each one is better befitted. HMAC and CMAC designs are implemented in the same hardware FPGA platform and compared to each other in terms of operating frequency, area consumption and throughput. In this way, the best solution between them concerning their overall cost can be designated.
32

Τα αφηγηματικά κείμενα : δομή και τεχνικές της ανεπτυγμένης αφήγησης : μια διδακτική πρόταση : εφαρμογή της αφηγηματικής υπερδομής στο "Μικρό πρίγκιπα" του Antoine de Saint-Exupery

Μπούσια, Ευγενία 03 October 2011 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετώνται θεωρητικές προϋποθέσεις για τη χρήση αφηγηματολογικών όρων και μεθόδων στην ανάλυση και τη διδασκαλία της ανεπτυγμένης/ λογοτεχνικής αφήγησης και προτείνεται ένα πλαίσιο προσέγγισής τους ως τμήματος μιας ευρύτερης διαδικασίας κριτικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας. Στο διδακτικό παράδειγμα που παρουσιάζουμε, επιχειρείται μια εφαρμογή της αφηγηματικής υπερδομής και των τεχνικών της αφήγησης στο Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερί με μια μέθοδο ανάλυσης του αφηγηματικού λόγου που αντλεί από τις αρχές της Αφηγηματολογίας και κυρίως από τη θεωρία του Αφηγηματικού Λόγου του Gerard Genette. Στο επίκεντρο της προσέγγισης είναι το αφηγηματικό κείμενο: δεν είναι το αφηγηματικό περιεχόμενο, η «αφηγημένη ιστορία», αλλά η αφηγηματική γραφή, η πράξη του αφηγείσθαι, με απώτερο στόχο την ανάδειξη του τρόπου που συγκεκριμένα αφηγηματικά περιεχόμενα και τεχνικές παράγουν σημασία. Πρόκειται για μια «εσωτερική» ανάλυση του αφηγηματικού κειμένου, όπου αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η ερμηνεία του αλλά η αποκάλυψη των συμβάσεων που καθιστούν δυνατό το νόημά του. / The subject of the study in the present project is the theoretical preconditions for the use of narrative terms and methods in the analysis and teaching of literary narration. Furthermore, a frame of approach as part of wider process of critical reading of literature is proposed. In the teaching example that we present, an attempt is made to apply the narrative hyper structure and the techniques of narration in Le Petit Prince of Exupery using a method of analysis of narrative discourse that mainly draws from the principles of Narratology and mainly from the theory of Narrative Discourse of Gerard Genette. The narrative text is at the epicentre of the approach: it is not the narrative content, but the narrative form of writing, the act of narrating (narration), the ultimate goal of which is to highlight the way specific narrative content and techniques produce meaning. It is an ‘internal’ analysis of narrative text, the interest of which does not lie in its interpretation but the revelation of conventions that make its meaning possible.
33

Συγκριτική μεταβολομική ανάλυση παρεγκεφαλίδας σε μοντέλο μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού ενηλίκων αρσενικών και θηλυκών μυών

Μάγγα-Ντεβέ, Χριστονίκη 28 February 2013 (has links)
Στην εποχή της συστημικής βιολογίας, οι υψηλής απόδοσης (-ομικές) τεχνικές βιομοριακής ανάλυσης επέτρεψαν την ολιστική ανάλυση των διαφόρων μοριακών επιπέδων κυτταρικής λειτουργίας μέσω της ταυτόχρονης μέτρησης εκατοντάδων έως χιλιάδων αντιπροσωπευτικών μοριακών ποσοτήτων. Η μεταβολομική αναφέρεται στην ποσοτικοποίηση του (σχετικού) προτύπου συγκέντρωσης των ελεύθερων μικρών μεταβολιτών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, το ρόλο των μεταβολιτών ως, αντιδρώντα ή/και προϊόντα των μεταβολικών αντιδράσεων, το πρότυπο συγκέντρωσης τους επηρεάζει και επηρεάζεται από την κατανομή των μεταβολικών ροών, αποτελώντας επομένως ένα αποτύπωμα της μεταβολικής κατάστασης ενός βιολογικού συστήματος. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της μεταβολομικής ανάλυσης είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταβαλλόμενη κατάσταση φυσιολογίας, ενώ δεν απαιτεί ολοκληρωμένη γνώση του μεταβολικού δικτύου ενός οργανισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα πλεονεκτικά για τη μελέτη της μεταβολικής ενεργότητας του εγκεφάλου, λαμβάνοντας υπ’όψιν την ανατομική, μορφολογική και φαινοτυπική πολυπλοκότητα αυτού του οργάνου και την έως τώρα κατανόηση των μεταβολικών του μηχανισμών. Πιο συγκεκριμένα για την επίδραση του ενήλικου υποθυρεοειδισμού στον μεταβολισμό του εγκεφάλου, η μέχρι σήμερα γνώση παραμένει αποσπασματική, ενώ προέρχεται από διαφορετικά πειράματα και διάφορες εγκεφαλικές περιοχές. Μια ολιστική θεώρηση του μεταβολισμού σε συνθήκες υποθυρεοειδισμού σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τη γνώση μας για την ασθένεια αυτή. Σε μια πρόσφατη μελέτη της ερευνητικής μας ομάδας, που ήταν η πρώτη μεταβολική ανάλυση εγκεφαλικού ιστού σε ζωικό μοντέλο μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού, η πολυπαραμετρική στατιστική ανάλυση των μεταβολικών προτύπων της παρεγκεφαλίδας μυός έδειξε διαφορές στη μεταβολική φυσιολογία του ιστού στα ευ- σε σχέση με τα υποθυρεοειδικά ζώα, παρέχοντας ισχυρές ενδείξεις ότι ο μεταβολισμός της παρεγκεφαλίδας θηλαστικών επηρρεάζεται από τον μακρόχρονο υποθυρεοειδισμό. Στην παρούσα εργασία, συγκρίθηκε η επίδραση του μακρόχρονου υποθυρεοειδισμού στη μεταβολική φυσιολογία της παρεγκεφαλίδας μεταξύ αρσενικών και θηλυκών Balb/cJ μυών, αφού επεκτάθηκε για επιπλέον μεταβολίτες η αυτοματοποιημένη μέθοδος προσδιορισμού κορυφών στο χρωματογράφημα. Ο μακρόχρονος υποθυρεοειδισμός επήχθη με χορήγηση 1% υπερχλωρικού καλλίου για 64 μέρες στο πόσιμο νερό των ζώων. Αυτή είναι και η πρώτη μελέτη της επίδρασης του ενήλικου υποθυρεοειδισμού στην μεταβολομική φυσιολογία του 4 εγκεφάλου των θηλυκών μυών. Τα μεταβολικά πρότυπα αναλύθηκαν με το λογισμικό ανοικτού κώδικα ΤΜ4/ MEV(www.tm4.org/MEV) για την πολυπαραμετρική στατιστική ανάλυση των -ομικών δεδομένων. Τα αποτελέσματα συζητήθηκαν στο πλαίσιο ενός κατάλληλα ανακατασκευασμένου μεταβολικού δικτύου για την παρεγκεφαλίδα μυός με βάση τις μεταβολικές βάσεις δεδομένων KEGG και EXPASY και δεδομένα από τη βιβλιογραφία. Η ανάλυση των προτύπων έδειξε ότι η επίδραση της δίμηνης χορήγησης υπερχλωρικού καλλίου στη μεταβολική φυσιολογία της παρεγκεφαλίδας ήταν πιο οξεία στα αρσενικά απ’ότι στα θηλυκά ζώα. Αυτή η παρατήρηση υποστηριζόταν και απο την σημαντικά μικρότερη μείωση του μέσου βάρους των υποθυρεοειδικών σε σχέση με αυτό των ευθυρεοειδικών ζώων στο τέλος της δίμηνης χορήγησης στα θηλυκά σε σχέση με τα αρσενικά. Τέος, σύγκριση των μεταβολικών προτύπων της παρεγκεφαλίδας των ευθυρεοειδικών αρσενικών και θηλυκών μυών έδειξε τους μισούς από τους μεταβολίτες στην παρεγκεφαλίδα των αρσενικών να έχουν σημαντικά μεγαλύτερη συγκέντρωση απ’ ότι στον ιστό των θηλυκών. Αυτή η παρατήρηση καταδεικνύει την ανάγκη της παρεγκεφαλίδας των θηλυκών σε μικρότερες συγκεντρώσεις ελεύθερων μικρών μεταβολιτών για την εύρυθμη λειτουργία της ως ένα πιθανό παράγοντα «προστασίας» του μεταβολισμού της από την επίδραση του μακρόχρονου ενήλικου υποθυρεοειδισμού. Καθώς η παρεγκεφαλίδα των αρσενικών χρειάζεται μεγαλύτερες ποσότητες ελεύθερων μικρών μεταβολιτών, η αναμενώμενη μείωση της συγκέντρωσης των μεταβολιτών που λαμβάνει ο εγκέφαλος μέσω του αιματοεγκεφαλικού φραγμού λόγω του υποθυρεοειδισμού θα την επηρεάσει πιο γρήγορα και πιο δραστικά από αυτή των θηλυκών. Αυτές οι σημαντικές παρατηρήσεις χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση μέσω κατάλληλα σχεδιασμένων αναλύσεων μεταβολομικής και φυσιολογίας και άλλων εγκεφαλικών περιοχών, συνδυάζοντας επίσης μετρήσεις των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών με μεταβολομική ανάλυση του εγκεφαλικού ιστού με Υγρή Χρωματογραφία- Φασματομετρίας Μάζας, καθώς και μετρήσεις ομικών αναλύσεων από άλλα επίπεδα κυτταρικής λειτουργίας, κυρίως της πρωτεωμικής. / In the systems biology era, the high-throughput “omic” technologies have enabled the holistic analysis of the various molecular levels of cellular function through the simultaneous measurement of hundreds to thousands of relevant molecular quantities. Metabolomics refers to the quantification of the (relative) concentration profile of the free small metabolites. Taking into consideration the role of the metabolites as reactants and products of the metabolic reactions, their concentration profile affects and is affected by the metabolic pathway flux distribution. Thus, the metabolic profile provides a fingerprint of the metabolic state of a biological system. Among the advantages of the metabolomic analysis is that it can be easily used to monitor transient metabolic conditions without requiring extensive knowledge of the structure and regulation of the investigated metabolic networks. This characteristic is especially advantageous for the analysis of brain metabolism, considering the anatomical, morphological and phenotypic complexity of this organ and our current shortages in understanding its metabolic mechanisms. For the effect of adult onset hypothyroidism (AOH) on brain metabolism in particular, the current knowledge remains fragmented, concerning different experimental setups and recovered from various brain regions. A holistic view of metabolism under AOH in particular brain regions is expected to significantly enhance the current knowledge about the disease. In a recent study of our group, which was the first metabolomic analysis of brain tissue in a prolonged AOH mouse model, multivariate statistical analysis of the metabolic profiles of the mouse cerebella indicated differences in the metabolic physiology of the tissue in the eu- compared to the hypo- thyroid animals, providing strong evidence that the mammalian cerebellum is metabolically responsive to prolonged AOH. In the present work, we compared the effect of prolonged AOH on the cerebellar metabolic physiology between male and female Balb/cJ mice, after enhancing the metabolite peak identification method to include additional metabolites. The prolonged AOH was induced by a 64-day treatment with 1% potassium perchlorate in the drinking water of the animals. This is the first reported analysis of the effect of AOH on the brain metabolic physiology of female mice. The raw metabolic profiles were normalized and appropriately filtered. The normalized metabolic profiles were analyzed using the open-source TM4/MeV software (www.tm4.org/MeV) for the multivariate statistical analysis of “omic” data. The acquired results were interpreted in the context of an appropriately reconstructed metabolic network for the mouse cerebellum based on the metabolic databases, KEGG and Expasy, and a plethora of information mined from the literature. The analysis of the metabolic profiles 6 indicated that the effect of the 2-month potassium perchlorate treatment on the metabolic physiology of the cerebellum is more acute in the male with respect to the female mice. The time profile of the body weight of the female compared to the male mice indicated a significantly smaller decrease in the mean weight of the hypothyroid compared to the euthyroid mice in the female compared to the male population at the end of the KClO4 treatment, an observation that further supports the metabolic profiling results. Finally, comparison between the metabolic profiles of the euthyroid male and female cerebellum indicated a significantly higher concentration in half of the measured free metabolites in the male compared to the female animals. This indicates the “leanness” of the metabolic profile of the female cerebellum as a potential “protective” parameter to the effect of AOH on its metabolic physiology, in the sense that the expected due to AOH decrease in the concentrations of the metabolites that are transferred to the brain through the blood brain barrier may affect more the male cerebellum that requires higher levels of free metabolites for its regular activity. These significant observations are in need of further investigation through appropriately designed physiological and metabolomic studies, integrating also thyroid hormone measurements from Liquid Chromatography-MS metabolomic analysis of brain tissue as well as omic measurements from other molecular levels of cellular function, mainly from proteomics.
34

Τεχνικές μέτρησης χρόνων μαγνητικής αποκατάστασης (Τ1, Τ2, Τ2*) με χρήση ομοιωμάτων προσομοίωσης ανθρωπίνων ιστών

Βενέτη, Σοφία 01 July 2014 (has links)
Η κλασική Απεικόνιση του Μαγνητικού Συντονισμού (ΑΜΣ) βασίζεται στο φαινόμενο του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού όπου η κάθε λέξη ξεχωριστά μας βοηθάει να κατανοήσουμε ποια είναι η προέλευση αυτού του φαινομένου. Συγκεκριμένα, το μετρούμενο σήμα προέρχεται από τους πυρήνες των ατόμων της ύλης, η αλληλεπίδραση μεταξύ των οποίων είναι μαγνητική και το τελικό σήμα εκφρασμένο σε μορφή φασμάτων ή εικόνων λαμβάνεται χρησιμοποιώντας το φαινόμενο του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού. Στην κατηγορία της ποσοτικής ΑΜΣ (πΑΜΣ), όμως, μετράμε άμεσα τις ποσοτικές παραμέτρους από τις οποίες εξαρτώνται τα τελικά σήματα όπως χρόνους μαγνητικής αποκατάστασης, μοριακή διάχυση, pH, μικρο-ιξώδες κτλ. Η ρύθμιση και η βαθμονόμηση των παραμέτρων του τελικού μετρητικού συστήματος (σύστημα ΑΜΣ) παίζουν βασικό ρόλο στα τελικά αποτελέσματα των μετρήσεών μας. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η χρήση ειδικών ομοιωμάτων για τη βαθμονόμηση του μετρητικού συστήματος καθώς και για την αξιολόγηση και βελτιστοποίηση των μετρητικών μεθόδων. Τα ομοιώματα ελέγχου θα πρέπει να έχουν κάποια συγκεκριμένα βασικά χαρακτηριστικά, για να προσομοιάζουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις μαγνητικά μετρούμενες παραμέτρους σε σχέση πάντα με εκείνες των ανθρωπίνων ιστών. Τέτοιες παράμετροι είναι κυρίως οι χρόνοι μαγνητικής αποκατάστασης (Τ1, Τ2, Τ2*) και η μοριακή διάχυση. Στα υλικά των ομοιωμάτων θα πρέπει να υπάρχει επιπλέον η δυνατότητα ανεξάρτητου ελέγχου των χρόνων μαγνητικής αποκατάστασης Τ1 και Τ2. Επίσης, θα πρέπει τα υλικά αυτά να έχουν φυσική και χημική σταθερότητα στο χρόνο και τέλος να παρασκευάζονται εύκολα και να είναι οικονομικά. Στην παρούσα εργασία παρασκευάστηκαν ειδικά ομοιώματα ενός πολυσακχαρίτη, της αγαρόζης, με πρόσμιξη μιας παραμαγνητικής ουσίας, του γαδολινίου (Gd-DTPA), σε 20 διαφορετικούς συνδυασμούς συγκεντρώσεων μεταξύ τους. Με βάση αυτά τα ομοιώματα μετρήσαμε τους χρόνους μαγνητικής αποκατάστασης Τ1, Τ2, Τ2* για οκτώ επαναλήψεις σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Διαπιστώσαμε ότι η πιο αποτελεσματική ακολουθία για τη μέτρηση της Τ2 είναι σε μια ακολουθία πολλαπλών συμμετρικά επαναλαμβανόμενων Spin Echo (32 echo) με αρχική τιμή ΤΕ = 20ms. Με την χρήση της ακολουθίας αυτής καλύπτεται το μεγαλύτερο φάσμα μετρήσεων τιμών Τ2 για τους μαλακούς βιολογικούς ιστούς και επίσης τηρείται το 6 επιτρεπτό όριο του συντελεστή μεταβλητότητας για αυτόν τον τύπο των μετρήσεων (CV=±5%). Για τη μέτρηση της Τ1 εφαρμόσαμε δύο μεθόδους (Variable Flip Angle-VFA, Variable Time Inversion-VTI). Η πιο αποτελεσματική μέθοδος αποδείχθηκε η VTI. Η VFA υστερούσε στις μετρήσεις λόγω της αδυναμίας προσαρμογής των δεδομένων στην μαθηματική συνάρτηση περιγραφής των σημάτων λήψης Y(FA) = f (FA). Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι το παραμαγνητικό ιόν του γαδολινίου επηρεάζει την μέτρηση της Τ1 ανεξάρτητα από το μοριακό τύπο ή το είδος της χειλικής χημικής ένωσης στην οποία ανήκει. Τέλος, διαπιστώσαμε ότι σε όλες τις μετρήσεις η μεγαλύτερη ανομοιογένεια του τοπικού μαγνητικού πεδίου παρουσιάζεται στα πυκνά διαλύματα σε αγαρόζη και γαδολίνιο κυρίως λόγω της παραμαγνητικής ιδιότητας του γαδολινίου, η οποία επηρεάζει το τοπικό μαγνητικό πεδίο της μέτρησης. Μεγάλο συντελεστή μεταβλητότητας στις μετρήσεις της ανομοιογένειας του τοπικού μαγνητικού πεδίου παρουσιάζουν τα αραιά κολλοειδή διαλύματα και το νερό, διότι επηρεάζονται ευκολότερα από τις εξωτερικές επιδράσεις της μέτρησης (π.χ. θερμοκρασία) εξαιτίας της ασθενούς σύνδεσης μεταξύ των μορίων του υλικού τους. / The typical Magnetic Resonance Imaging (MRI) is based in the phenomenon of the nuclear magnetic resonance where each individual word, helps us understand its origin. Specifically, the measured signal is generated by the nucleus of the matter's atoms. The interaction of the latter is magnetic and the final signal is detected in the form of spectrum or images through the phenomenon of nuclear magnetic resonance. Nevertheless, in the field of quantitative MRI, we can measure quantitative parameters like magnetic relaxation time, molecular diffusion, micro-viscosity etc., on which the final signals depend. The adjustment and calibration of the parameters of the final metering systems (system MRI) are crucial for the final results. Therefore, it is essential to use special phantoms for the calibration of the metering system as well as for the valuation and optimization of the metering processes. The control phantoms need to have specific characteristics in order to simulate as much as possible the magnetically measured parameters with respect to the ones of the human tissues. Such parameters are mainly the magnetic relaxation times (T1, T2, T2*) and the molecular diffusion. The phantoms should also provide the option of individual testing of the magnetic relaxation times T1 and T2. Moreover, these materials should have the same physical and chemical stability in time and their production needs to be financially effective. In this paper, special agarose phantoms were produced, by mixing gadolinium, a paramagnetic substance, in 20 different concentrations. Based on these phantoms we measured 8 times the magnetic relaxation times Τ1, Τ2, Τ2* within a period of 4 months. We noted that the most effective sequence for measuring T2 is by symmetrically spin echo sequence with the initial time having the value of 20ms. Using this method, the widest range of T2 values is covered with regards to soft tissues. Additionally, the variation coefficient permissible figures for such measurements is respected (CV=±5%). In order to measure T1 we used two methods, Variable Flip Angle-VFA, Variable Time Inversion-VTI. The most effective one, was proven to be the VTI one. VFA method was presenting delays in the measurements due to the inability to adjust the data in the function of signal reception description Y(FA) = f (FA). Moreover, we discovered that the paramagnetic ion of gadolinium is affecting the measurement of T1 regardless the molecular type or the type of chemical ligand that this belongs to. Finally, we noted that throughout the experiments, the highest inhomogeneity of the local magnetic field is found in the dense solutions of agarose and gadolinium mainly due to the paramagnetic properties of gadolinium which affects the local magnetic field of the measurement. High variability factor of inhomogeneity of the local magnetic field demonstrated the dilute gels and water because of the poor connection between the molecules of their material.
35

Μείωση θορύβου εικόνας απεικονιστικών τεχνικών πυρηνικής ιατρικής με ανάλυση κύριων συνιστωσών / Use of principal component analysis for noice reduction in scintigraphic images

Σμπιλίρη, Βασιλική Γ. 16 December 2008 (has links)
The aim of this study is the development of a statistical denoising method, to reduce noise in scintigraphic images, preserving image quality characteristics such as contrast, and resolution. The method is based on principal component analysis (PCA) reduces the volume of image data, preserving a large amount of useful information, by considering that a small number of independent image components contain useful information (signal), whereas a large number of independent components contain statistical noise. Therefore, applying PCA and discarding the image components, which correspond to noise, noise reduction can be achieved. PCA is a multivariate correlation analysis technique which explains algebraically a variance-covariance structure of observed data sets with a few linear combinations of original variables [28-30]. The motivation behind PCA is to find a direction, or a few directions, that explain as much of the variability as possible. This is achieved because each direction is associated with a linear sum of the variables, which are linear sums of the initial variables. Thus, the first principal component is the linear sum corresponding to the direction of greatest variability. The search for the second principal component is restricted to variables that are uncorrelated with the first principal component. To assess the performance of the proposed denoising method was compared to four conventional noise reduction methods, employing quantitative image quality characteristics (noise and spatial resolution characteristics). Specifically, the linear filter (smooth 3x3 and smooth 5x5), and the non-linear filter (median 3x3 and median 5x5) were used. Additionally to demonstrate the applicability of the proposed method, it was applied to clinical planar scintigraphic images. / Ο όρος Πυρηνική Ιατρική περιγράφει τις διαγνωστικές και θεραπευτικές διαδικασίες, που απαιτούν την εισαγωγή ραδιοφαρμάκων στον οργανισμό. Οι απεικονιστικές τεχνικές της πυρηνικής ιατρικής αξιοποιούν το γεγονός ότι η ακτινοβολία των ραδιενεργών νουκλιδίων μπορεί να διαπεράσει τους ιστούς και να ανιχνευθεί εξωτερικά, καθιστώντας δυνατή τη μελέτη φυσιολογικών και βιοχημικών διαδικασιών εν εξελίξει σε ζωντανούς οργανισμούς. Η απεικόνιση πυρηνικής ιατρικής χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη. Σε σύγκριση με άλλες απεικονιστικές τεχνικές έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να δώσει ταυτόχρονα ανατομικές και λειτουργικές πληροφορίες. Το μειονέκτημα όμως των εικόνων πυρηνικής ιατρικής είναι ο πολύ χαμηλός λόγος σήματος-προς-θόρυβο (signal-to-noise ratio-SNR) σε σχέση με εικόνες άλλων απεικονιστικών τεχνικών. Η εικόνα στην πυρηνική ιατρική αντιστοιχεί στην κατανομή ραδιενεργού υλικού μέσα στο σώμα του ασθενούς. Η τιμή κάθε pixel της εικόνας σχετίζεται με τον αριθμό των γ-φωτονίων που ανιχνεύονται σε μια περίοδο χρόνου. Οι τιμές αυτές ακολουθούν μια στατιστική κατανομή (κατανομή Poisson), λόγω της τυχαίας φύσης της διάσπασης του χορηγούμενου ραδιενεργού υλικού. Η διακύμανση μιας τυχαίας Poisson μεταβλητής ισούται με τη μέση τιμή της και συνεπώς για να μειωθεί η επίδραση του Poisson θορύβου, ο αριθμός των φωτονίων που ανιχνεύονται πρέπει να αυξηθεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους. Πρώτον, με αύξηση του χρόνου καταγραφής, που συνεπάγεται όμως αυξημένο κίνδυνο μετακίνησης του ασθενή. Δεύτερον, με αύξηση της δόσης ραδιενεργού υλικού, που δίνεται στον ασθενή, κάτι που προφανώς είναι ανεπιθύμητο. Η τελευταία λύση είναι η χρήση γ-κάμερας με πολλαπλούς ανιχνευτές ή με πολύ ευαίσθητο ανιχνευτή, που συνεπάγεται αυξημένο κόστος και πολυπλοκότητα. Για το λόγο αυτό, τεχνικές ψηφιακής επεξεργασίας για μείωση θορύβου εικόνας μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση της εικόνας στην πυρηνική ιατρική. Οι κλασικές τεχνικές μείωσης θορύβου κάνουν χρήση γραμμικών φίλτρων εξομάλυνσης (smoothing filters) για την αντικατάσταση της τιμής κάθε εικονοστοιχείου (pixel) με μια μέση τιμή ,η οποία προκύπτει από τη γειτονιά του. Τα φίλτρα αυτά όμως έχουν το μειονέκτημα ότι μειώνουν την αντίθεση και τη διακριτική ικανότητα της εικόνας. Μη γραμμικά φίλτρα, όπως το median φίλτρο, διατηρούν σε πολλές περιπτώσεις την αντίθεση των δομών, αλλά επίσης υποβαθμίζουν την ποιότητα εικόνας. Ένας από τους λόγους, που οι συμβατικές τεχνικές δεν έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα είναι ότι δεν αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι ο θόρυβος σε κάθε pixel εξαρτάται από την ένταση του σήματος (signal dependent noise). Για το λόγο αυτό έχουν προταθεί πρασαρμοζόμενα (adaptive) φίλτρα μείωσης θορύβου. Η κατηγορία των φίλτρων αυτών χρησιμοποιεί στατιστικά κριτήρια για την επιλογή των γειτονικών pixels, που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της τιμής του κεντρικού pixel. Στη συγκεκριμένη διπλωματική εργασία υλοποιήθηκε μέθοδος μείωσης θορύβου, που βασίζεται στη Ανάλυση Κύριων Συνιστωσών (Principal Components Analysis, PCA), προσαρμοσμένη σε εικόνες πυρηνικής ιατρικής. Η μέθοδος αυτή στοχεύει στη μείωση του κβαντικού θορύβου Poisson κατανομής, που εμπεριέχεται σε εικόνες πυρηνικής ιατρικής. Η PCA είναι μια στατιστική τεχνική, που εξετάζει τις σχέσεις που διέπουν τις μεταβλητές ενός συνόλου δεδομένων και βρίσκει ένα υποσύνολο από τις πιο σημαντικές μεταβλητές. Οι νέες μεταβλητές περιγράφονται σαν γραμμικός συνδυασμός των αρχικών μεταβλητών και κατατάσσονται σε σειρά σημαντικότητας σε σχέση με τη διακύμανση των δεδομένων που η κάθε μια εκφράζει. Η πρώτη σημαντική συνιστώσα (principal component) είναι η μεταβλητή που εκφράζει το μέγιστο ποσό διακύμανσης. Η δεύτερη σημαντική συνιστώσα εκφράζει το επόμενο μεγαλύτερο ποσό διακύμανσης και είναι ανεξάρτητη από της πρώτης κ.ο.κ.. Ουσιαστικά, το σύνολο των αρχικών σχετιζόμενων μεταβλητών μετασχηματίζεται σε ένα σύνολο ασυσχέτιστων μεταβλητών, όπου οι λιγότερο σημαντικές μεταβλητές μπορούν να απομακρυνθούν χωρίς ουσιαστική απώλεια πληροφορίας. Η κύρια χρήση της PCA είναι να μειωθεί ο όγκος ενός συνόλου δεδομένων και να οδηγηθούμε σε μια βέλτιστη περιγραφή τους. Στην περίπτωση των εικόνων πυρηνικής ιατρικής μπορούμε να θεωρήσουμε ότι λόγω του στατιστικού χαρακτήρα του θορύβου η χρήσιμη πληροφορία περιέχεται σε μικρό αριθμό συνιστωσών, ενώ ο θόρυβος σε ένα μεγάλο αριθμό μη-σημαντικών συνιστωσών. Εφαρμόζοντας συνεπώς την PCA και αφαιρώντας τις συνιστώσες που αντιστοιχούν στον θόρυβο μπορούμε να επιτύχουμε σημαντική μείωση του. Επίσης πραγματοποιήθηκε συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ της προτεινόμενης μεθόδου και άλλων μεθόδων μείωσης θορύβου σε εικόνες πυρηνικής ιατρικής. Συγκεκριμένα, η μέθοδος που βασίζεται στη PCA συγκρίθηκε με το φίλτρο εξομάλυνσης (smooth 3x3 και smooth 5x5) και το μη-γραμμικό φίλτρο (median 3x3 και median 5x5). Όλες οι μέθοδοι εφαρμόστηκαν σε πρότυπες εικόνες πυρηνικής ιατρικής, που αποκτήθηκαν με τη βοήθεια δυο ομοιωμάτων, ενός ομοιώματος με μικρές θερμές περιοχές (hot spots phantom) και ενός ομοιώματος μέτρησης διακριτικής ικανότητας (bar phantom) σε διαφορετικούς χρόνους. Στις επεξεργασμένες εικόνες μετρήθηκαν ο θόρυβος, η αντίθεση, ο λόγος αντίθεσης-προς-θόρυβο (Contrast-to-Noise-ratio, CNR) και το εύρος στο ήμισυ της μέγιστης τιμής (Full-Width-of-Half-Maximum, FWHM). Τα αποτελέσματα της σύγκρισης έδειξαν ότι η μέθοδος που βασίζεται στη PCA μειώνει σημαντικά το θόρυβο, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει το λόγο αντίθεσης-προς-θόρυβο. Τέλος, πραγματοποιήθηκε πιλοτική μελέτη προτίμησης από δυο πυρηνικούς ιατρούς μεταξύ των μεθόδων μείωσης θορύβου σε δείγμα κλινικών εικόνων συγκεκριμένων εξετάσεων στατικών λήψεων (οστών, πνευμόνων, θυρεοειδούς, παραθυρεοειδούς και νεφρών). Η μελέτη αυτή έδειξε ότι η PCA μειώνει σημαντικά το θόρυβο, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνει οπτικά τις ανατομικές δομές των εικόνων.
36

Ανοσοϊστοχημική μελέτη της κατανομής των γεννητικών στεροειδών ορμονών και των ισοενζύμων ΒΒ και ΜΜ της κρεατινοκινάσης σε καρκινώματα της ουροδόχου κύστεως

Παναγιωτοπούλου, Κωνσταντίνα 23 April 2010 (has links)
- / -
37

Διερεύνηση σχέσεως μονοσθενών, δισθενών ιόντων και LH-RH με κρυψορχία ηλικίας 1 έως 11 χρόνων

Ζαρακοβίτης, Ιωάννης 10 May 2010 (has links)
- / -
38

Εκπαιδευτική πολιτική, επιθεώρηση προσωπικού και πρακτικές δασκάλων ελληνικών και αγγλικών στη διδασκαλία συγγραφής κειμένου στην Κύπρο

Κοκκίνου, Έφη 24 September 2010 (has links)
- / -
39

Τεχνικές εύρεσης βέλτιστης τοποθεσίας για την εγκατάσταση τραπεζικών καταστημάτων / Bank locating with AHP using superdecisions

Κατσιμπέρης, Βαλεντίνος 29 December 2010 (has links)
Η ανάπτυξη του δικτύου καταστημάτων μιας εμπορικής επιχείρησης είναι πολύ κρίσιμη για την κερδοφορία της επιχείρησης. Η γεωγραφική θέση του καταστήματος και η σημαντικότητα αυτής μπορεί να επιβεβαιωθεί από τις μεγάλες διαφορές στον κύκλο εργασιών των καταστημάτων της ίδιας εμπορικής αλυσίδας. Η μεθοδολογία που θα παρουσιαστεί παρακάτω είναι από τις πιο διαδεδομένες στις διεθνείς αγορές , η οποία και έχει εφαρμοστεί σε τομείς όπως: τράπεζες στο χώρο του corporate και private banking, εμπορικές επιχειρήσεις στο χώρο των super markets, των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, στο χώρο της εστίασης και της ένδυσης καθώς και στο χώρο των τηλεπικοινωνιών. Μέχρι τώρα, η επίλυση του προβλήματος βέλτιστης τοποθεσίας για την εγκατάσταση τραπεζικών καταστημάτων βασιζόταν σε εμπειρικές κυρίως μελέτες. Οι μελέτες αυτές δεν χρησιμοποιούσαν όμως ποσοτικοποιημένες μεθόδους και δεν υπήρχε ακρίβεια στα αποτελέσματα. Στην παρακάτω μελέτη, γίνεται διαχωρισμός του κύριου προβλήματος σε μικρότερα προβλήματα έτσι ώστε τα αποτελέσματα που θα προκύψουν να είναι ακριβέστερα και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Με τον τρόπο αυτό, υπάρχει η δυνατότητα να μελετηθούν και να αναλυθούν όλες οι επί μέρους παράμετροι και τα δεδομένα κάθε μικρότερου υποπροβλήματος. Έτσι, ορθολογικοποιείται η διαδικασία λήψης αποφάσεων, δίνοντας ακριβή αποτελέσματα τα οποία δεν είναι μόνο χρήσιμα για τη λήψης μιας απόφασης του παρόντος αλλά και για μελλοντικές αποφάσεις. Ένα ακόμα νέο δεδομένο που εισάγει η παρακάτω μελέτη στην επίλυση τέτοιων προβλημάτων είναι η αιτιολόγηση των βαθμολογιών που δίνονται από τον ερευνητή στα κριτήρια και στις εναλλακτικές. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σύγκριση μεταξύ των τιμών των μετρήσιμων μεγεθών των εναλλακτικών. Για τα μη μετρήσιμα μεγέθη, γίνεται αιτιολόγηση της βαθμολόγησης με βάση ποιοτικά δεδομένα. Η μεθοδολογία που ακολουθείται είναι πλήρως εμπεριστατωμένη και ποσοτικοποιημένη κάνοντας χρήση ενδεδειγμένων τεχνικών ανάλυσης. Ακόμα, προσφέρει καλύτερη γνώση στους επιχειρηματίες για την αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται. Αναφέρεται στην απεικόνιση, ανάλυση και αναγνώριση τοποθεσιών-αγορών βάσει γεωγραφικών, οικονομικών και δημογραφικών κριτηρίων με απώτερο στόχο την βέλτιστη χωροθέτηση καταστημάτων μιας επιχείρησης. / -
40

Τεχνικές μεταγλωττιστών για βελτιστοποίηση ειδικών πυρήνων λογισμικού

Σιουρούνης, Κωνσταντίνος 16 June 2011 (has links)
Με την ολοένα και αυξανόμενη τάση για ενσωματωμένα (embedded) και φορητά υπολογιστικά συστήματα της σύγχρονης εποχής, έχειδημιουργηθεί ένας ολόκληρος επιστημονικός κλάδος γύρω από τεχνικές βελτιστοποίησης μεταγλωττιστών για ειδικούς πυρήνες λογισμικού που εκτελούνται στα συστήματα αυτά. Κάνοντας χρήση τεχνικών βελτιστοποίησης τα κέρδη είναι πολλαπλά. Καταρχήν οι πυρήνες μπορούν να ολοκληρώσουν το χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η εκτέλεση τους σε πολύ μικρότερο διάστημα, έχοντας πολύ μικρότερες απαιτήσεις μνήμης. Επίσης μειώνονται οι ανάγκες τους σε επεξεργαστική ισχύ κάτι το οποίο άμεσα οδηγεί στη μείωση κατανάλωσης ενέργειας, στην αύξηση αυτονομίας τους σε περίπτωση που μιλάμε για φορητά συστήματα και στις ανάγκες για ψύξη των συστημάτων αυτών καθώς εκλύονται πολύ μικρότερα ποσά ενέργειας. Έτσι λοιπόν επιτυγχάνονται κέρδη σε πολλούς τομείς (χρόνος εκτέλεσης, ανάγκες μνήμης, αυτονομία, έκλυση θερμότητας) καθιστώντας τον κλάδο των βελτιστοποιήσεων ένα από τους πιο ταχέως αναπτυσσόμενους κλάδους. Εκτός όμως από την σκοπιά της αύξησης επιδόσεων, στην περίπτωση των ενσωματωμένων συστημάτων πραγματικού χρόνου (real time operations) που όταν ξεπερνιούνται οι διορίες χρόνου εκτέλεσης οδηγούνται σε υποβαθμισμένες επιδόσεις (soft real time) και ειδικότερα στην περίπτωση αυτών που οδηγούνται σε αποτυχία όταν ξεπερνιούνται οι διορίες αυτές (hard real time operations), οι τεχνικές αυτές αποτελούν ουσιαστικά μονόδρομο για την υλοποίηση των συστημάτων αυτών σε λογικά επίπεδα κόστους. Η διαδικασία όμως της ανάπτυξης βελτιστοποιήσεων δεν είναι αρκετή καθώς είναι εξίσου σημαντικό το κατά πόσο οι βελτιστοποιήσεις αυτές ταιριάζουν στην εκάστοτε αρχιτεκτονική του συστήματος. Εάν δε ληφθεί υπόψη η αρχιτεκτονική του συστήματος που θα εφαρμοστούν, τότε οι βελτιστοποιήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα υποβαθμίζοντας την απόδοση του συστήματος. Στην παρούσα διπλωματική εργασία βελτιστοποιείται η διαδικασία πολλαπλασιασμού διανύσματος με πίνακα toeplitz. Κατά την εκπόνηση της αναπτύχθηκε πληθώρα χρονοπρογραμματισμών που στοχεύουν στην βελτιστοποίηση της διαδικασίας αυτής. Μετά από μια εις βάθους μελέτη της ιεραρχίας μνήμης και των τεχνικών βελτιστοποίησης που προσφέρονται για αποδοτικότερη εκμετάλλευσή της, αλλά και των κυριότερων τεχνικών βελτιστοποίησης μεταγλωττιστών, παρουσιάζονται οι κυριότεροι χρονοπρογραμματισμοί, από όσους αναπτύχθηκαν, με τον κάθε ένα να προσφέρει κέρδος σε διαφορετικές αρχιτεκτονικές συστημάτων. Κατά αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται ένα εργαλείο που δέχεται σαν είσοδο την αρχιτεκτονική του συστήματος πάνω στο οποίο πρόκειται να γίνει βελτιστοποίηση του εν λόγω πυρήνα, αποκλείονται αρχικά οι χρονοπρογραμματισμοί που δεν είναι κατάλληλοι για την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, ενώ για τους υποψήφιους πιο αποδοτικούς γίνεται εξερεύνηση ούτως ώστε να επιλεγεί ο αποδοτικότερος. / --

Page generated in 0.7335 seconds