151 |
Εκκλησιαστικές σχολές στην Ελλάδα μετά την εθνική παλιγγενεσία : Η περίπτωση των ιερατικών σχολών Σάμου (1875-1929)Ρωσσίου, Αικατερίνη 14 October 2013 (has links)
Η παρούσα μελέτη ξεκινά με την ίδρυση το 1900 του «Ιεροδιδασκαλείου της Πάτμου» ενός εκπαιδευτηρίου που ίδρυσε ο Σύλλογος Μικρασιατών «Η Ανατολή» αρχικά στην Πάτμο, με σκοπό την προσφορά ανώτερης εκπαίδευσης σε μέλη των μικρασιατικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων. Το Ιεροδιδασκαλείο μεταφέρεται το Σεπτέμβριο του 1906 στην θέση Μαλαγάρι στο Βαθύ της Σάμου και μετονομάζεται «Ιεροδιδασκαλείο Ανατολή». Στεγάζεται ακριβώς στην ίδια θέση στην οποία επί παρελθούσης τετραετίας (1875 – 1879) είχε συσταθεί η Ιερατική Σχολή Μαλαγαρίου προς μόρφωσιν του κατωτέρου κλήρου. Η σχολή θα λειτουργήσει μέχρι το 1929 έχοντας παράξει σημαντικό εκπαιδευτικό και εθνικό έργο για τον υπόδουλο πληθυσμό εντός και εκτός του Ελλαδικού χώρου. Καταβλήθηκε προσπάθεια να ανακαλυφθούν, να συγκεντρωθούν, να αναλυθούν και να αποτυπωθούν τελικά όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσαν από πρωτογενείς πηγές για τη δραστηριότητα του Ιεροδιδασκαλείου της Ανατολής, οι παράγοντες και οι φορείς που συντέλεσαν στο μετασχηματισμό του θεσμικού πλαισίου για τη σύσταση και λειτουργία της Σχολής. Εξετάστηκε το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα και οι επιρροές του στη Σάμο την εποχή της Ηγεμονίας. Ακόμη, διερευνήθηκε η στάση των Οθωμανών απέναντι στη Σχολή, ο ρόλος των μελών του διδακτικού αλλά και μαθητικού δυναμικού της, καθώς και το πολυσχιδές έργο - δράση του Συλλόγου Ανατολή και όποιων άλλων φορέων ενεπλάκησαν την περίοδο που εξετάζουμε. / This paper starts with the founding of the seminary of Patmos in 1900, an educational institution originally founded by the Association of Mikrasiaton "Anatoli" in Patmos, with the aim to offer higher education to members of the Asia Minor Greek Orthodox communities. The seminary was transferred in September 1906 to the position Malagari, in Vathy in Samos and renamed "Anatoli Seminary." Housed at exactly the same position where for the past four years (1875 - 1879) there was established the seminary Malagari to educate the lower clergy. The school will operate until 1929 having produced important educational and national work for the enslaved population inside and outside Greece. An effort was made to discover, collect, analyze and ultimately illustrate as more data as possible from primary sources for the activity of this educational institution, as well as factors and the institutions that contributed to the transformation of the institutional framework for the establishment and operation of the School.The educational system in Greece and its influence on Samos during the Principality was examined. Furthermore, the Ottoman’s attitude towards the school, the teachers’ role and the students were also under examination work - action of “Anatoli” and any other institutions involved in the period under consideration.
|
152 |
Οι πολιτικές του ΟΗΕ σχετικά με την εκπαίδευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα (1995-2009): Η εφαρμογή του εκπαιδευτικού μοντέλου της "γνωστικής πυραμίδας" στα ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα δασκάλων και νηπιαγωγώνΠίτσου, Χαρίκλεια 11 September 2014 (has links)
Ενώπιον των συνεχών επίσημων εκκλήσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προς τα κράτη μέλη του να υιοθετήσουν, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσής τους, την Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η παρούσα διατριβή μελετά την ύπαρξη και τον τρόπο εφαρμογής της συγκεκριμένης εκπαίδευσης, ως ανεξάρτητου διδακτικού αντικειμένου, στα προγράμματα σπουδών των Πανεπιστημιακών Ελληνικών Παιδαγωγικών Τμημάτων Δασκάλων και Νηπιαγωγών.
Τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή και περαίωση της Δεκαετίας για την Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, (1995-2004) και της πρώτης φάσης του Παγκόσμιου Προγράμματος της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (2005-2009), σε συνδυασμό με τις διαρκείς παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, κρίνουν επιτακτική την υιοθέτηση της προαναφερόμενης εκπαίδευσης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Πολύ, δε, περισσότερο στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών, που εκπαιδεύουν μελλοντικούς εκπαιδευτικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα κληθούν να συμβάλουν στη διαπαιδαγώγηση αυριανών πολιτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη έρευνα εξετάζει, με ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους συλλογής δεδομένων (ανάλυση περιεχόμενου, συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια), αφενός, την ύπαρξη της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα ελληνικά Παιδαγωγικά Τμήματα Δασκάλων και Νηπιαγωγών και, αφετέρου, την εφαρμογή αυτού τους είδους εκπαίδευσης στα εν λόγω τμήματα, με βάση το μοντέλο της «γνωστικής πυραμίδας» στα επίπεδα γνώσεων, συνειδητοποίησης-ευαισθητοποίησης και ενεργοποίησης-μετασχηματισμού.
Σε πρώτο επίπεδο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διδάσκεται ως αυτόνομο διδακτικό αντικείμενο σε τρία Παιδαγωγικά Τμήματα από τα δεκαεννέα που υπάρχουν πανελλαδικώς. Σε δεύτερο επίπεδο, η διδασκαλία του συγκεκριμένου διδακτικού αντικειμένου φαίνεται να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση του γνωστικού επιπέδου των φοιτητών/τριών. Εντούτοις, δεν φαίνεται να διαφοροποιεί ιδιαίτερα τόσο το επίπεδο συνειδητοποίησης- ευαισθητοποίησης των φοιτητών/τριών όσο και αυτό της ενεργοποίησης- μετασχηματισμού απέναντι σε παραβιάσεις και διεκδικήσεις υπέρ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αν και τα ευρήματα της έρευνας δεν παρουσιάζουν μια εικόνα που να συμβαδίζει απόλυτα με την πρακτική εφαρμογή της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα ελληνικά Παιδαγωγικά Τμήματα, σύμφωνα με το μοντέλο της «γνωστικής πυραμίδας», εντούτοις εντοπίζεται η ύπαρξη θετικών ευρημάτων τόσο από τα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού όσο και από τους φοιτητές/τριες, για την αναγκαιότητα και τη σημαντικότητα της ύπαρξης της Εκπαίδευσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και τη θετική διάθεσή τους να συμβάλουν στην εδραίωσή της. / In light of the continuing formal appeals of the United Nations to its Member States to implement Education for Human Rights at all levels of education, this thesis studies the existence and implementation of this educational subject as an independent course in the curricula of Teacher and Preschool Educator Departments of Greek Universities.
The resolutions of the United Nations for the application and implementation of the Decade of Education for Human Rights, (1995-2004) and the first phase of the World Programme of Education for Human Rights (2005-2009), in conjunction with the constant breaches of Human Rights around the world, deem it imperative to implement the aforementioned educational subject at all educational levels. Much more so, in the Teacher and Preschool Educator Departments, which educate future teachers who will be invited to shape the future citizens.
In this context, this research work examines, using qualitative and quantitative data collection methods (content analysis, interviews and questionnaires), both the existence of Education for Human Rights in Greek Teacher and Preschool Educator Departments, and the application of this kind of education based on the model of the "cognitive pyramid, which consists of three levels of values- awareness, accountability and transformation.
According to the results, at the first level, Education for Human Rights is taught as a separate subject in three of the nineteen Pedagogical Departments that exist in Greek Universities. At a second level, the teaching of this subject appears to play a key role in increasing the knowledge level of students. However, it does not seem to significantly affect the attitudes and perceptions of students in acting against violations and in support for Human Rights.
Although the research findings do not present an image fully consistent with the practical application of Education for Human Rights in the Pedagogical Departments of Greek Universities, according to the model of the "cognitive pyramid", they reveal positive findings amongst both the members of Research Faculties and students who were questioned. To be more specific, they put emphasis on the necessity and importance of the existence of Education for Human Rights in the educational system and show a positive attitude to contributing to its consolidation.
|
153 |
Η διαπολιτισμική ικανότητα του εκπαιδευτή ενηλίκων : Μια έρευνα στο πεδίο της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσαςΣιμόπουλος, Γιώργος 19 August 2014 (has links)
Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η συγκρότηση των παραδοχών, στάσεων και πρακτικών που συνδέονται με τη διαπολιτισμική ικανότητα των εκπαιδευτών ενηλίκων στο πεδίο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε μετανάστες εκπαιδευόμενους. Εξετάστηκε η σχέση του βαθμού διαπολιτισμικής ικανότητας των εκπαιδευτών ενηλίκων με τις παραδοχές τους σε σχέση με την επαγγελματική τους ταυτότητα, καθώς και με βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων. Διερευνήθηκε, επίσης, η συνάφεια της ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με επιλογές επαγγελματικής ανάπτυξης που σχετίζονται με θεωρητικές αναφορές σχετιζόμενες με το πλαίσιο της μετασχηματίζουσας μάθησης.
Η έρευνα βασίστηκε σε μεθοδολογική τριγωνοποίηση, αξιοποιώντας ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 211 εκπαιδευτές που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη, παρατήρηση 20 τμημάτων διδασκαλίας, συνεντεύξεις με τους εκπαιδευτές και δείγμα εκπαιδευομένων αυτών των τμημάτων (23 και 47 συνεντεύξεις αντίστοιχα) και συμμετοχική παρατήρηση των συναντήσεων και του εξ αποστάσεως διαλόγου μιας –σε εθελοντική βάση συγκροτημένης– ομάδας 18 εκπαιδευτών.
Τα δεδομένα της έρευνας αποτυπώνουν την κυριαρχία, στο μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτών, μονοπολιτισμικών οπτικών ως προς το στόχο διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας και τη διαχείριση πολιτισμικών πλαισίων αναφοράς. Οι εκπαιδευτές αυτοί υιοθετούν εκπαιδευτικές πρακτικές μετωπικής διδασκαλίας, ενώ, παράλληλα, η διάκριση ανάμεσα σε εκπαιδευόμενους «με» και «χωρίς» κουλτούρα, οδηγεί ένα μέρος τους σε έντονα αρνητικά συναισθήματα και πρακτικές υποτίμησης ορισμένων ομάδων εκπαιδευομένων. Μειοψηφική (της τάξης του 20-25%) εμφανίζεται η ομάδα των εκπαιδευτών που είναι ανοιχτοί στη διαπραγμάτευση των παραδοχών, δημιουργώντας χώρους διαλόγου, αποστασιοποίησης από τις «ασφαλείς παραδοχές» και κριτικού στοχασμού που ενδέχεται να λειτουργήσει μετασχηματιστικά. Οι εκπαιδευτές αυτοί αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευόμενους ως ενεργούς συνδημιουργούς γνώσης, υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχικές εκπαιδευτικές τεχνικές, ενώ αναζητούν και αξιοποιούν την ανατροφοδότηση από εκπαιδευόμενους και κριτικούς φίλους, σε συνδυασμό με πρακτικές ενδοσκόπησης, ως στοιχεία της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. Από τα δεδομένα της έρευνας αναδεικνύεται, τέλος, η συμβατότητα της μεθοδολογίας ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με εκείνη που οδηγεί σε μετασχηματίζουσα μάθηση, ως προς χαρακτηριστικά όπως ο βιωματικός προσανατολισμός και η εστίαση στην επεξεργασία των παραδοχών αλλά και στην ανάδυση των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν. / The purpose of this thesis was to investigate the formation of assumptions, attitudes and practices related to intercultural competence of adult educators in the field of teaching Greek as a second language to immigrant students. The thesis examined the relationship between the degree of intercultural competence of adult educators and their assumptions in relation to their professional identity and basic principles of adult learning. It also investigated the relevance between the development of intercultural competence and professional development options related to the context of transformative learning.
The research was based on a methodological triangulation, utilizing questionnaire completed by 211 educators who teach Greek as a second or foreign language, observation of 20 teaching groups, interviews with trainers and trainees sample of the above mentioned groups (23 and 47 interviews respectively) and participatory observation of the meetings and the distance conversation of a voluntary structured group formed by 18 trainers .
The research data illustrate that monocultural views in relation to the target of teaching a second language, as well as management of cultural frames of reference, are common for the majority of trainers. These educators adopt frontal teaching educational practices, while at the same time the distinction between learners 'with' and 'without ' culture leads a number of trainers into intense negative emotions and practices of devaluation of certain groups of learners. The group of educators that appear open to assumptions’ negotiation seems to be a minority (approximately 20-25 %). These educators keep a distance from "consolidated assumptions" and create spaces of dialogue and critical reflection, that may have a transformational effect. They treat students as active co-creators of knowledge and adopt a greater degree of participatory training techniques, while seeking and utilizing feedback from students and “critical friends”, combined with introspection practices, as elements of their professional development. From the research data emerges, finally, the compatibility of the methodology for the development of intercultural competence and the methodology that leads to transformative learning, in terms of characteristics such as experiential orientation and focus on treatment of the assumptions and the emergence of feelings that accompany assumptions.
|
154 |
Λάκωνες ευεργέτες και δωρητές και η προσφορά τους στην εκπαίδευση και τον πολιτισμόΜανωλάκος, Προκόπης 12 June 2015 (has links)
Βασικός σκοπός της εργασίας μας ήταν η ανάδειξη της ευεργετικής και κοινωνικής προσφοράς στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό των Λακώνων ευεργετών, δωρητών και κληροδοτών και της προσφοράς τους στην Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα τους αλλά και των αποδήμων, οι οποίοι προσέφεραν και στο νέο τόπο στον οποίο εγκαταστάθηκαν. Επιδίωξή μας υπήρξε η συνολική διερεύνηση και καταγραφή των Λακώνων ευεργετών, ανεξάρτητα από την προσφορά τους, μεγάλη, μικρή ή πολύ μικρή, στη διαδικασία διαμόρφωσης της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους μέχρι τις μέρες μας. Επιδιώξαμε να δείξουμε τη χρονική συνέχεια που υπάρχει στις δωρεές, χορηγίες και ευεργεσίες από το 1821 μέχρι τις μέρες μας. Η ύπαρξη σημαντικού αριθμού Λακώνων ευεργετών και δωρητών από το 1821 μέχρι σήμερα αναδεικνύει τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του λακωνικού ευεργετισμού. Καταβλήθηκε προσπάθεια για ανάδειξη της διάστασης και του μεγέθους του λακωνικού ευεργετισμού σε σχέση με το συγκεκριμένο τόπο και το χρόνο.
Βασικό ερώτημα που μας απασχόλησε ήταν οι λόγοι που ώθησαν τους Λάκωνες ευεργέτες και δωρητές να προβούν σε πράξεις δωρεάς για την ενίσχυση της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Προσπαθήσαμε να επιχειρήσουμε μια σκιαγράφηση της προσωπικότητας των Λακώνων ευεργετών - δωρητών και των δράσεών τους.
Το Ελληνικό Κράτος και η Λακωνία χάρη στη συμμετοχή των ευεργετών αναπτύχθηκαν με ταχύτερους ρυθμούς, αφού οι ευεργέτες χρηματοδότησαν έργα εκπαιδευτικά και υποδομών γενικότερα. Έχοντας ως βασικό κίνητρο την ανάπτυξη της Λακωνίας, ο απλός λαός και οι ευκατάστατοι Λάκωνες γηγενείς αλλά και της διασποράς διέθεσαν το σύνολο των περιουσιών τους ή ένα τμήμα της σε δωρεές προς το Κράτος και ιδιαίτερα σε λειτουργίες που αφορούσαν την παιδεία, την υγεία, τα κοινωφελή έργα, τη φιλανθρωπία.
Βαρύτητα δόθηκε στη μικρή δωρεά και προσφορά προσώπων που προερχόταν από τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα του λαού, γιατί τις περισσότερες φορές - αν όχι όλες - αυτή η δωρεά ήταν πηγαία, εξέφραζε στάση και ιδεολογία αλλά ήταν επίσης και πολύ σημαντική λόγω του πλήθους των μικρών δωρητών. Μας απασχόλησε η κατεύθυνση της δωρεάς των τοπικών ευεργετών και δωρητών.
Αναζητήσαμε τα κίνητρα της ευεργεσίας των Λακώνων ευεργετών-δωρητών, τις αιτίες του φαινομένου της ευεργεσίας καθώς και την οικονομική σημασία των προσφορών. Πολλοί από τους Λάκωνες ευεργέτες λόγω της μακρόχρονης απουσίας τους από την ιδιαίτερή τους πατρίδα οδηγήθηκαν σε πράξεις ευεργεσίας που προήλθαν από τη νοσταλγία επιστροφής σε αυτήν, αλλά και από τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ανασυγκρότησης των υποδομών της νότιας ηπειρωτικής περιοχής της ελληνικής επικράτειας.
Μελετήθηκαν 385 διαθήκες και συμβολαιογραφικές πράξεις ως προς το χρόνο, τα κίνητρα, την προέλευση, το σκοπό της ευεργεσίας, την ιδιαίτερη καταγωγή του δωρητή, το επάγγελμά του, το φύλο, την κοινωνική και οικονομική του θέση. Η καταγραφή των πιο πάνω πράξεων έγινε σε πίνακες. Επίσης καταγράφτηκαν 1.752 πράξεις δωρεάς.
Η εργασία αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη. Στο πρώτο μέρος αναφερθήκαμε στην έννοια της ευεργεσίας και της δωρεάς, στους όρους «ευεργέτης – δωρητής», στους τοπικούς ευεργέτες και στην αξία των μικρών προσφορών, στις επικρίσεις για την ευεργεσία. Επίσης έγινε αναφορά στην ευεργεσία στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, στην ευεργεσία από το 1821 και μετά και στις σύγχρονες μορφές ευεργεσίας καθώς και στο ιστορικό πλαίσιο της Λακωνίας με έμφαση στην ανάπτυξή της από το 1821 και μετά.
Στο δεύτερο μέρος αναφερθήκαμε στους Λάκωνες ευεργέτες - δωρητές και τους παρουσιάσαμε μέσα από τις διαθήκες τους. Αναφερθήκαμε στον ευεργέτη και την τύχη του κληροδοτήματος, στην περιπέτεια της δωρεάς η οποία μπορούσε υπό προϋποθέσεις να μεταβληθεί, στο χρόνο που έφθανε στον αποδέκτη, την καθυστέρηση. Προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε την τύχη των κληροδοτημάτων. Επίσης τη γεωγραφία της ευεργεσίας, σ’ αυτούς που βρέθηκαν και σε δεύτερη πατρίδα και ευεργέτησαν και τις δύο πατρίδες. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τους Λάκωνες ομογενείς ευεργέτες και δωρητές και συγκεκριμένα για αυτούς που βρέθηκαν και προσέφεραν στη γη που τους φιλοξένησε. Αναφέραμε τις βιογραφίες Λακώνων δωρητών, την επαγγελματική τους δράση και την κοινωφελή δραστηριότητα τους. Αναφερθήκαμε στα κίνητρα της ευεργεσίας και ειδικά σε εκείνα που συνδέονταν με την παιδεία. Το χρέος που ένιωθαν προς την πατρίδα, τις επιρροές και τα πρότυπα των ευεργετών, την οικογενειακή κατάστασή τους, την υστεροφημία και την αναγνώριση και ανακήρυξή τους ως ευεργετών.
Στο τρίτο μέρος μάς απασχόλησε η δωρεά σε συγκεκριμένους επιμέρους τομείς της εκπαίδευσης. Στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, επαγγελματική, τριτοβάθμια εκπαίδευση όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Αναφερθήκαμε στην ανέγερση και συντήρηση των σχολείων, στις δωρεές που έγιναν για εποπτικά μέσα, βιβλιοθήκες, υποτροφίες.
Στο τέταρτο μέρος αναφερθήκαμε στην κατεύθυνση της δωρεάς προς θέματα πολιτισμού, όπως τη δημιουργία δημοσίων και δημοτικών βιβλιοθηκών, δωρεές σε μουσεία, πινακοθήκες. Επίσης αναφερθήκαμε σε δωρεές σε εκκλησίες, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, άσυλα ανιάτων, προσφορές για τον αθλητισμό, την φιλανθρωπία, προσφορές για έργα κοινής ωφέλειας, στο Κράτος, σε δήμους και κοινότητες, σε συλλόγους. Η εργασία ολοκληρώθηκε με τα γενικά συμπεράσματα των όσων προηγήθηκαν. / The main purpose of our project was the emergence of the beneficial and social offer to education and culture of the Laconian benefactors, donators and legators and their offer to Greece and their hometown but also of the emigrants, who offered to the new land in which they were settled in. Our pursuit was the overall investigation and the record of the Laconian benefactors without regard to their offer, big, small or very small, to the process of the configuration of education and culture, from the creation of the Greek State until today. We have tried to show the temporal continuity that there is in donations, sponsorships and benefactions since 1821up to the present time. The existence of an important number of Laconian benefactors and donators since 1821 up to now highlights the timelessness and the timeliness of the Laconian benefaction. An effort was made for the emergence of the dimension and size of the Laconic benefaction in relation to the specific location and time.
A basic question that occupied us was the reasons that led the Laconian benefactors and donators to make transactions of donation for the reinforcement of education and culture. We tried to attempt a delineation of the personality of the Laconian benefactors – donators and their actions.
The Greek State and Laconia thanks to the participation of benefactors developed faster, since the benefactors funded educational and infrastructure projects generally. Having as a basic motive the development of Laconia, the common people and the wealthy native Laconians as well as of the dispersion gave their entire properties or a part of them in donations to the State and especially in functions concerning education, health, the public utility projects, charity.
It was given leadenness to the small donation and offer by people who were coming from the lower socioeconomic layers of people, because most of the times – if not all – this donation was effortless, it expressed attitude and ideology but it was also very significant due to the large number of small donators. It occupied us the direction of the donation of the local benefactors and donators.
We looked for the motives of the benefaction of the Laconian benefactors – donators, the causes of the phenomenon of the benefaction as well as the economic importance of the offers. Many of the Laconian benefactors, due to their longtime absence from their hometown, were led to acts of benefaction which came from the nostalgia of the returning to it, as well as from the realization of the necessity of the reconstruction of the infrastructure of the south mainland of the Greek territory.
385 wills and notarial deeds were studied in respect of the time, the motives, the origin, the purpose of the benefaction, the specific origin of the donator, his profession, his sex, his social and economic status. The record of the above actions was made in tables. Moreover, 1.752 acts of donation were recorded.
The project is consisted of four main parts. In the first part, we were referred to the concept of benefaction and donation, to the terms “benefactor – donator”, to the local benefactors and the value of the small offers, to the criticism concerning the benefaction. Also, there was a reference to the benefaction in the ancient Greece and the Byzantium, to the benefaction since 1821 and onwards and to the contemporary forms of benefaction as well as and to the historical frame of Laconia with emphasis on its development since 1821 and onwards.
In the second part, we were referred to the Laconian benefactors – donators and we presented them through their wills. We were referred to the benefactor and the destiny of the bequest, to the adventure of the donation, which could be altered under premises, to the time that it reached the receiver, to the delay. We tried to explore the destiny of the bequests. Also the geography of the benefaction, to those who were found and in a second country and benefited both countries. A special reference was made to the Laconian expatriate benefactors and donators and namely to those who were situated and offered to the land that hosted them. We mentioned the biographies of Laconian donators, their professional action and their charitable activity. We referred to the motives of the benefaction and especially to those, which were associated with education. The duty that they were feeling towards the country, the influences and the standards of the benefactors , their marital status, their posthumous fame, and the recognition and their nomination as benefactors.
In the third part, we were occupied by the donation to specific sub-sectors of education. To the primary, secondary, professional, higher education as it was stated above. We were referred to the construction and maintenance of schools, to the donations that made for teaching aids, libraries, scholarships.
In the fourth part, we were referred to the direction of the donation to cultural issues, as the creation of public and municipal libraries, donations to museums, galleries. Moreover, we were referred to donations to churches, hospitals, orphanages, nursing homes, hospices, to offers for sport, for charity, to offers for projects of public interest, to the State, to municipalities and communities, to clubs. Our project was completed with the general conclusions of the foregoing.
|
155 |
Αρχιτεκτονική συστημάτων για την [sic] διεξαγωγή εργαστηριακών πειραμάτων μέσω Διαδικτύου με έμφαση στην ψηφιακή επεξεργασία σήματος και εικόνας / System architecture for the conduction of internet accessible laboratory experiments focused on digital signal and image processingΚαλαντζόπουλος, Αθανάσιος 06 April 2015 (has links)
Το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αφορά στην ανάπτυξη μιας ευέλικτης και επεκτάσιμης αρχιτεκτονικής που θα αξιοποιηθεί στον σχεδιασμό συστημάτων για την διεξαγωγή πειραμάτων από απόσταση. Τα συστήματα αυτά αναφέρονται ως RLs (Remote Laboratories) και επιτρέπουν στους χρήστες να χειρίζονται απομακρυσμένα τον διαθέσιμο εργαστηριακό εξοπλισμό με σκοπό την διεξαγωγή πειραμάτων. Στην διεθνή βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες που σχετίζονται με την ανάπτυξη RLs σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Όμως ακόμη και σήμερα δεν έχει υιοθετηθεί από την επιστημονική κοινότητα κάποια κοινά αποδεκτή αρχιτεκτονική για την ανάπτυξη RLs.
Αρχικά προτείνεται μια αρχιτεκτονική για την ανάπτυξη RLs η οποία ονομάζεται ARIAL (Architecture of Internet Accessible Laboratories) η οποία είναι ανεξάρτητη από το γνωστικό αντικείμενο των υποστηριζόμενων από απόσταση πειραμάτων. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική είναι επίσης ανεξάρτητη τόσο από το υλικό (hardware) όσο και από το λογισμικό (software) που θα αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη ενός RL. Η ARIAL αποτελείται από δύο δομικά στοιχεία, τον MWS (Main Web Server) και το WS (WorkStation). Ο MWS αναλαμβάνει κυρίως την διαχείριση των χρηστών και των διαθέσιμων WSs. Ενώ τα WSs που συνήθως βρίσκονται σε πολλαπλότητα, αναλαμβάνουν αποκλειστικά την διεξαγωγή των υποστηριζόμενων από απόσταση πειραμάτων. Η επικοινωνία μεταξύ του MWS και των WSs επιτυγχάνεται μέσω μιας βάσης δεδομένων που επιτρέπει την πρόσβαση μέσω διαδικτύου. Επομένως, τα WSs μπορούν να εγκατασταθούν σε οποιαδήποτε γεωγραφική τοποθεσία επιτρέποντας την ανάπτυξη ομοσπονδιακών RLs. Όμως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της προτεινόμενης αρχιτεκτονικής το οποίο συμβάλει αποφασιστικά στην βιωσιμότητα ενός RL, είναι η υποστήριξη από απόσταση πειραμάτων που έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από τους χρήστες.
Με στόχο την επιβεβαίωση της ARIAL προτείνεται ένα RL στην ψηφιακή επεξεργασία σήματος με DSPs που ονομάζεται R-DSP Lab (Remote Digital Signal Processors Laboratory). Το R-DSP Lab παρέχει στους χρήστες την δυνατότητα είτε να διεξάγουν ένα από τα προκαθορισμένα από απόσταση πειράματα είτε να επιβεβαιώσουν την ορθή λειτουργία μιας DSP εφαρμογής που ανέπτυξαν οι ίδιοι. Το συγκεκριμένο RL επιτρέπει επίσης την ανάπτυξη από απόσταση πειραμάτων από τους χρήστες. Στην περίπτωση αυτή οι χρήστες εκτός από την DSP εφαρμογή που επιθυμούν, θα πρέπει να υλοποιήσουν και το GUI (Graphical User Interface) που αναλαμβάνει τον απομακρυσμένο έλεγχο της παραπάνω DSP εφαρμογής. Κατά την διεξαγωγή οποιουδήποτε από τα παραπάνω απόσταση πειράματα οι χρήστες μέσω μιας κατάλληλα σχεδιασμένης ιστοσελίδας έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν απομακρυσμένα τα διαθέσιμα εργαστηριακά όργανα.
Στην συνέχεια προτείνεται ένα RL στην ψηφιακή επεξεργασία εικόνας με DSPs που ονομάζεται R-DImPr Lab (Remote Digital Image Processing Laboratory). Το συγκεκριμένο RL επιτρέπει την επιβεβαίωση μιας DSP εφαρμογής που αναπτύχθηκε από τον χρήστη αξιοποιώντας το API (Application Program Interface) του R-DImPr Lab. Η DSP εφαρμογή αναλαμβάνει την ψηφιακή επεξεργασία εικόνων που λαμβάνονται από τον διαθέσιμο αισθητήρα εικόνας. Κατά την διεξαγωγή του από απόσταση πειράματος ο χρήστης μέσω της ιστοσελίδας του RL αφού επιλέξει τις ρυθμίσεις του αισθητήρα εικόνας, έχει την δυνατότητα να παρατηρήσει τόσο στην αρχική όσο και στην επεξεργασμένη εικόνα. Με σκοπό την διεύρυνση των δυνατοτήτων του R-DimPr Lab σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε ένα σύστημα επεξεργασίας εικόνας με DSPs το οποίο παρέχει στους χρήστες την δυνατότητα να διεξάγουν από απόσταση πειράματα ελέγχοντας απομακρυσμένα, τόσο την λειτουργία της αντίστοιχης DSP εφαρμογής όσο και την θέση του αισθητήρα εικόνας. Ο έλεγχος της θέσης του αισθητήρα εικόνας επιτυγχάνεται μέσω ενός μηχανισμού κίνησης που βασίζεται σε δύο βηματικούς κινητήρες και επιτρέπει την περιστροφή του αισθητήρα εικόνας σε δύο άξονες. Επιπρόσθετα, διερευνείται η δυνατότητα ανάπτυξης από απόσταση πειραμάτων στην ψηφιακή επεξεργασία εικόνας με DSPs από τους χρήστες αξιοποιώντας το R-DSP Lab.
Τέλος, προτείνεται ένα RL στην αρχιτεκτονική των υπολογιστών που επιτρέπει στους χρήστες να προγραμματίσουν σε assembly μια από τις δύο διαθέσιμες CPUs (Central Processing Units). Κατά την διαδικασία επιβεβαίωσης, αρχικά φορτώνεται στο FPGA (Field Programmable Gate Array) της διαθέσιμης αναπτυξιακής πλατφόρμας η υλοποίηση του συστήματος που βασίζεται στην επιλεγμένη CPU. Στην συνέχεια μέσω του GUI της ιστοσελίδας του προτεινόμενου RL, οι χρήστες έχουν την δυνατότητα να παρατηρήσουν βήμα προς βήμα τις μικρο-λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα στην επιλεγμένη CPU κατά την εκτέλεση του προγράμματος. / The subject of this Ph.D. dissertation deals with the development of a flexible and expandable architecture which will be exploited in the design of systems for the conduction of remote experiments. These systems are referred as RLs (Remote Laboratories) and allow the users to handle remotely the available laboratory equipment in order to perform remote experiments. Significant scientific efforts which deal with the development of RLs in several cognitive fields, have been documented in the international literature. However, even today a commonly accepted architecture for the development of RLs has not been adopted by the scientific community.
At the beginning, an architecture for the development of RLs which is called ARIAL (ARchitecture of Internet Accessible Laboratories) and is independent of the cognitive field of the supported remote experiments, is proposed. This architecture is also independent of both the hardware and the software which will be utilized for the development of the corresponding RL. The ARIAL consists of two structural elements, the MWS (Main Web Server) and the WS (WorkStation). The MWS undertakes the management of the users and the available WSs. Each one of the multiple WSs is exclusively responsible for the conduction of the supported remote experiments. The communication between the MWS and the WSs is achieved through an internet accessible database. Therefore, the WSs can be installed in any geographic location allowing the development of federal RLs. However, the most important feature of the proposed architecture which contributes decisively to the sustainability of a RL, is the support of remote experiments designed and implemented by the users.
In order to confirm the ARIAL, this Ph.D. dissertation also proposes a RL in digital signal processing with DSPs which is called R-DSP Lab (Remote Digital Signal Processors Laboratory). The R-DSP Lab provides the users with the ability either to perform one of the predefined remote experiments or to confirm the operation of a DSP application which is developed by them. In addition, the proposed RL allows the development of remote experiments by the users. In this case, the users implement offline both the desired DSP application and the GUI (Graphical User Interface) which undertakes the remote control of the above DSP application. During the conduction of the above remote experiments, the users are able to remote control the available laboratory instruments through a carefully designed web page.
Subsequently, a RL in digital image processing with DSPs which is called R-DImPr Lab (Remote Digital Image Processing Laboratory), is also proposed. This RL allows the verification of a DSP application developed by the user utilizing the API (Application Program Interface) of R-DImPr Lab. The DSP application undertakes the digital process of images which are captured by the available image sensor. During the conduction of the remote experiment, the user through the web page of the proposed RL, selects the parameters of the image sensor and observes both the original and the processed image. In order to expand the features of the R-DImPr Lab, a digital image processing system based on DSPs was designed and developed. This system allows the users to perform remote experiments by controlling remotely both the DSP application and the position of the image sensor. The control of the image sensor’s position is achieved through a motion actuator which is based on two stepper motors and allows the rotation of the image sensor in two axes. In addition, this Ph.D. dissertation explores the possibility of the development of remote experiments in digital image processing with DSPs by the users utilizing the features of the R-DSP Lab.
Finally, a RL in computer architecture which allows the users to program in assembly language one of the two available CPUs (Central Processing Units), is proposed. During the verification process, the implementation of the system which is based on the selected CPU, is loaded into the FPGA (Field Programmable Gate Array) of the available development platform. The users through the GUI of the proposed RL’s web page, are able to observe the micro-operations which take place in the selected CPU during the step by step program execution.
|
156 |
Σχεδίαση, ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός συμβατικού πανεπιστημιακού μαθήματος με τη χρήση ενός υπολογιστικού περιβάλλοντος σύγχρονης και ασύγχρονης εκπαίδευσης : αντιλήψεις στάσεις και πρακτικές των φοιτητώνΦιλιππίδη, Ανδρομάχη 09 October 2009 (has links)
Η εισαγωγή και η ενσωμάτωση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί πλέον στις μέρες μας γεγονός παγκοσμίως. Καθοριστικό ρόλο στην πραγματικότητα αυτή έχει διαδραματίσει η ραγδαία ανάπτυξη του διαδικτύου και οι επιμέρους εφαρμογές του.
Στην παρούσα εργασία με θέμα «Σχεδίαση, ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός συμβατικού πανεπιστημιακού μαθήματος με τη χρήση ενός υπολογιστικού περιβάλλοντος σύγχρονης και ασύγχρονης εκπαίδευσης: αντιλήψεις στάσεις και πρακτικές των φοιτητών», σχεδιάσαμε και εφαρμόσαμε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο ένταξης ενός συστήματος διδασκαλίας και μάθησης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (Moodle) σε ένα πανεπιστημιακό μάθημα, αξιοποιώντας βασικές εποικοδομιστικές και κοινωνικοπολιστισμικές θεωρήσεις για τη μάθηση.
Σκοπός μας ήταν να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά μιας ομάδας χρηστών ενός τέτοιου συστήματος κατά τη διάρκεια ενός εξαμήνου και να αποφανθούμε για τις στάσεις αντιλήψεις και πρακτικές χρήσης που ανέπτυξαν κατά την συμμετοχή τους στο εν λόγω μάθημα, καθώς και να αξιολογήσουμε τη μαθησιακή αποτελεσματικότητα του περιβάλλοντος μάθησης που σχεδιάσαμε.
Στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας παραθέτουμε το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας, το οποίο αναφέρεται στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους των ΤΠΕ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε σχετικές ερευνητικές διαδικασίες και τέλος στην περιγραφή τη σχεδίασης ενός παιδαγωγικού πλαισίου χρήσης, που διαπνέεται από την προσέγγιση της επίλυσης προβλήματος, κατάλληλο για την εφαρμογή σε μικτά μοντέλα διδασκαλίας και μάθησης σε παραδοσιακά πανεπιστημιακά μαθήματα.
Στη συνέχεια περιγράφουμε το ερευνητικό πλαίσιο, το οποίο βασίζεται στις βασικές αρχές της αναπτυξιακής έρευνας. Σε πρώτη φάση σχεδιάσαμε ένα περιβάλλον μάθησης, στη συνέχεια το εφαρμόσαμε για ένα ακαδημαϊκό εξάμηνο και τέλος το αξιολογήσαμε εφαρμόζοντας μια μελέτη περίπτωσης.
Τέλος, παρουσιάζουμε και αναλύουμε τα αποτελέσματα της έρευνας και προβαίνουμε σε κάποια συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα αυτά αφορούν την αξιολόγηση του μαθησιακού περιβάλλοντος που εφαρμόσαμε, περιγράφοντας τις αντιλήψεις, τις στάσεις και τις πρακτικές των φοιτητών που παρακολούθησαν το μάθημα, συσχετίζοντάς τα με την επίδοσή τους και τη χρήση του συστήματος. / -
|
157 |
Διεπιστημονικές θεωρήσεις της διγλωσσίας και της δίγλωσσης εκπαίδευσης : μια βιβλιογραφική επισκόπηση / A critical review on bilingualism and bilingual educationΓεωργίου, Σοφία 26 January 2009 (has links)
Η παρούσα έρευνα συνιστά μια κριτική βιβλιογραφική επισκόπηση της Διγλωσσίας και της Δίγλωσσης Εκπαίδευσης έτσι ώστε να καταφανούν μέσω μιας συστηματικής περιγραφικής αξιολόγησης οι διεπιστημονικές θεωρήσεις αυτού του ερευνητικού πεδίου. Μια μεθοδολογική ποιοτική καταγραφή εκατό αγγλικών άρθρων αποτελεί μια βάση δεδομένων η κριτική παρουσίαση και ερμηνεία της οποίας καταδεικνύει εκείνους τους κοινωνικο-πολιτισμικούς και γνωστικούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν έτσι ώστε το δίγλωσσο υποκείμενο έρευνας, ο δίγλωσσος μαθητής, να κατασκευάσει νόημα για έναν κόσμο που ως συνεχές υπόκειται σε μια ποικιλία κοινωνικών αλλαγών. / This paper constist a multifactorial research on Bilingualism and Bilingual Education. A Critical Review of an electronical basis of data, a hundrend of English articles, demonsrate the qualitive aspects of a multicultural phenomenon which is characterized by the notion of the interdisciplinarity. The interaction between cognitive and sociocultural factors by which bilingual student try to construct meaning for a world that as a continuum subject to a variety of social changes.
|
158 |
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα πολυμέσων για τις φυσικές αρχές της μαγνητικής τομογραφίας : σχεδιασμός, ανάπτυξη και αξιολόγηση / Computer aided instruction program for MRI physics : design, development and evaluationsΚουμαριανός, Δημήτρης 29 June 2007 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν η ανάπτυξη και αξιολόγηση ενός προγράμματος πολυμέσων για την εκμάθηση των φυσικών αρχών της μαγνητικής τομογραφίας από μεταπτυχιακούς φοιτητές της Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Η ανάπτυξη του εκπαιδευτικού προγράμματος έγινε με την χρήση κατάλληλου προγράμματος συγγραφής πολυμέσων. Δεκαοχτώ μεταπτυχιακοί φοιτητές της Ιατρικής Φυσικής κατατάχτηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, την ομάδα των υπολογιστών και την ομάδα του βιβλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν με ένα τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής 2 εβδομάδες πριν την αρχή των παραδόσεων, στο τέλος των παραδόσεων και ένα μήνα μετά το τέλος των παραδόσεων. Επιπλέον συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση των στάσεων και πεποιθήσεων τους σχετικά με την χρήση υπολογιστών στην εκπαίδευση. Οι βαθμολογίες των δύο ομάδων συγκρίθηκαν με την βοήθεια της στατιστικής δοκιμασίας ANOVA. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που αναπτύχτηκε αποτελείται από 6 ενότητες για την διδασκαλία πολύπλοκων φυσικών αρχών MRI με την βοήθεια animation. Κάθε ενότητα περιλαμβάνει ένα τεστ και οι επιδόσεις των χρηστών μπορούν να καταγραφούν και να αναλυθούν με ένα ξεχωριστό πρόγραμμα. Στην ενότητα που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση οι φοιτητές της ομάδας με τους υπολογιστές πέτυχαν στατιστικά υψηλότερους βαθμούς (Μ=80.5, SD=9.4) από τους σπουδαστές με το βιβλίο (M=61.3, SD=12.5, p=.003). Επιπλέον οι φοιτητές των υπολογιστών φαίνεται να εκτιμούν περισσότερο την εκμάθηση μέσω της χρήσης υπολογιστών συγκριτικά με τους σπουδαστές της ομάδας του βιβλίου (p=.230). Οι απόψεις των φοιτητών για την επέκταση της χρήσης των πολυμέσων στην ιατρική φυσική εστιάζονται σε θέματα σχετικά με τα κίνητρα, τις εκπαιδευτικές δυνατότητες και την αξία του περιεχομένου. Τα αναφερθέντα μειονεκτήματα ήταν ελάχιστα, και ήταν επικεντρωμένα κυρίως σε τεχνικά θέματα και σε μαθησιακές δυσκολίες. Η εκπαίδευση με χρήση πολυμέσων είναι χρήσιμη και επικουρική μέθοδος για την εκμάθηση των φυσικών αρχών MRI από μεταπτυχιακούς φοιτητές. Η παρούσα μελέτη έδειξε ότι η χρήση κατάλληλων προγραμμάτων πολυμέσων βελτιώνει την κατανόηση πολύ περισσότερο συγκριτικά με παραδοσιακές μεθόδους μάθησης. / The objectives of this study were to develop and evaluate an interactive multimedia computer based instructional package in MRI physics and to provide first year medical physics postgraduate students of University of Patras with an interactive means of self-study and self-evaluation. An authoring system was used to develop the courseware package. Eighteen postgraduate medical physics students were prospectively, randomly assigned to receive instruction on the same topic from a textbook and an interactive computer module. Participants were evaluated by a multiple choice test 2 weeks before the lectures, at the end of the lectures and by a retention test 1 month after the end. They also completed questionnaires to elicit their attitudes toward the two instructional methods. Mean test scores of the textbook and computer groups were compared by means of analysis of variance. The developed MRI program is a suite of 6 interactive modules designed to dynamically teach complex MRI concepts using media-rich animations. All modules include a quiz and since patterns of use by student can be recorded a Log Decryption utility and a Log Reader utility was also developed. The tested module demonstrated that students in the computer group (M=80.5, SD=9.4) scored significantly higher on their post-test when compared with the textbook group (M=61.3, SD=12.5, p=.003). Furthermore students in the computer group seem to appreciate multimedia modules more compared to textbook students (p=.003). There were no differences noted between method of instruction and learner satisfaction (p=.230). Students’ rationale for expanding the use of multimedia in physics education seemed to focus on issues concerning motivation, instructional capabilities and content value. The disadvantages reported were few, their prevalence considerably small, especially after the intervention and were mostly focused on technical issues and some difficulties in learning. Computer aided instruction is a useful and effective aid for teaching MRI principles to postgraduate students. The study demonstrated that the inclusion of properly designed multimedia modules enhance conceptual understanding far more than do traditional methods.
|
159 |
Υποκειμενοποίηση και υποκειμενικότητα ως αποτέλεσμα διαμεσολαβητικών διαδικασιών σε συνθήκες μετανάστευσης. Μια ερευνητική προσέγγιση σε γηγενείς μαθητές και μαθητές πολιτισμικά διαφορετικών ομάδωνΚυπριανού, Δέσποινα 20 October 2010 (has links)
Σκοπός της έρευνας είναι η ανάδειξη στοιχείων και όψεων της υποκειμενικότητας των παιδιών πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων σε μια χώρα υποδοχής, των κοινωνικών διαμεσολαβήσεων που τη διαμορφώνουν μέσω των υποκειμενοποιήσεων που συνεπάγονται, καθώς και των υποκειμενικών νοηματοδοτήσεων ως προς την εθνική καταγωγή και την προσωπικότητά τους. Επιπρόσθετο σκοπό αποτελεί η σύγκριση σε όλα τα πιο πάνω επίπεδα των αποτελεσμάτων σε δύο χώρες υποδοχής μεταναστών, την Ελλάδα και την Κύπρο. / The aim of the study is to investigate and to define subjectivity aspects of children from culturally different groups in a receiving country. The definition of subjectivity derives from the investigation of social mediations, subjectifications, and children’ s subjective opinions for their national and personal orientation.
An additional aim is to compare the results of the study in two immigrant receiving countries, Greece and Cyprus.
|
160 |
Εφαρμογή τεχνικών εξόρυξης γνώσης στην εκπαίδευσηΠαπανικολάου, Δονάτος 31 May 2012 (has links)
Σε αυτή την Διπλωματική εργασία μελετήσαμε με ποιο τρόπο μπορούν να εφαρμοστούν οι διάφορες τεχνικές Εξόρυξης Γνώσης (Data Mining) στην εκπαίδευση. Αυτός ο επιστημονικός τομέας o οποίος ερευνά και αναπτύσσει τεχνικές προκειμένου να ανακαλύψει γνώση από δεδομένα τα οποία προέρχονται από την εκπαίδευση ονομάζεται Εξόρυξη Γνώσης από Εκπαιδευτικά Δεδομένα (Educational Data Mining –EDM. Στην εργασία αυτή εκτός από την θεωρητική μελέτη των αλγορίθμων και των τεχνικών που διέπουν την εξόρυξη γνώσης από δεδομένα γενικά, έγινε και μια λεπτομερέστερη μελέτη και παρουσίαση της κατηγορίας των αλγορίθμων κατηγοριοποίησης (Classification), διότι αυτοί οι αλγόριθμοι χρησιμοποιήθηκαν στην φάση της υλοποίησης/αξιολόγησης. Στην συνέχεια η εργασία επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εφαρμοστούν αυτοί οι αλγόριθμοι σε εκπαιδευτικά δεδομένα, τι εφαρμογές έχουμε στην εκπαίδευση, ενώ αναφερόμαστε και σε μια πληθώρα ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Στην συνέχεια διερευνήσαμε την εφαρμογή τεχνικών κατηγοριοποίησης στην πρόγνωση της επίδοσης μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στα μαθήματα της Γεωγραφίας Α’ και Β’ Γυμνασίου. Συγκεκριμένα υλοποιήσαμε και θα αξιολογήσαμε έξι αλγορίθμους οι οποίοι ανήκουν στην ομάδα των αλγορίθμων κατηγοριοποίησης(Classification) και είναι αντιπροσωπευτικοί των σημαντικότερων τεχνικών κατηγοριοποίησης. Από την οικογένεια των ταξινομητών με χρήση δένδρων απόφασης (Decision Tree Classifiers) υλοποιήσαμε τον J48, από τους αλγορίθμους κανόνων ταξινόμησης (Rule-based Classification ) τον Ripper, από τους αλγόριθμους στατιστικής κατηγοριοποίησης τον Naïve Bayes, από την μέθοδο των Κ πλησιέστερων γειτόνων (KNN) τον 3-ΝΝ, από την κατηγορία των τεχνητών νευρωνικών δικτύων τον Back Propagation και τέλος από τις μηχανές διανυσμάτων υποστήριξης (Support Vector Machines SVM) τον SMO (Sequental Minimal Optimazation). Όλες οι παραπάνω υλοποιήσεις και αξιολογήσεις έγιναν με το ελεύθερο λογισμικού Weka το οποίο είναι υλοποιημένο σε Java και το οποίο προσφέρει μια πληθώρα αλγορίθμων μηχανικής μάθησης για να κάνουμε εξόρυξη γνώσης. / In this work we will study the way the misc data mining techniques can be applied to the misc fields of the education. This new scientific field is commonly named Educational Data Mining. In this study we will study the theoretical analysis of the data mining techniques focussing to the classification techniques as those are the most commonly used for prediction purpose. We also intend to predict student performance in secondary education using data mining techniques. The data we collect are concerned the class of Geography and we apply to them six data mining models with the help of the open source machine learning software Weka. We use supervised machine learning algorithms from the Classification field (Decision Tree Classifiers, Rule-based Classification, Neural Networks, k-Nearest Neighbour Algorithm, Bayesian and Support Vector Machines). After we have evaluate the algorithms we build a java tool, that uses the 3-KNN algorithm, to help us predict the performance of a student at the end of the year.
|
Page generated in 0.0417 seconds