Spelling suggestions: "subject:"πως"" "subject:"ροής""
1 |
Ασθένειες ταμπού : το πρόβλημα της ακράτειας ούρων στην Ελλάδα και η επίδρασή του στην ποιότητα ζωής των ασθενώνΧαρμπίλα, Αντιγόνη 11 June 2012 (has links)
Η ακράτεια ούρων είναι ένα πρόβλημα ιδιαίτερα συχνό σε ηλικιωμένα άτομα αλλά αφορά και άλλες ηλικίες. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ακράτειας, διαφορετική συμπτωματολογία, αίτια πρόκλησης καθώς και τρόποι αντιμετώπισης. Πολύ συχνή διαταραχή αποτελεί το σύνδρομο υπερδραστήριας κύστης με συμπτώματα που μπορούν να δημιουργήσουν πολλά και ποικίλης φύσεως προβλήματα και να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών. Για την εκπόνηση της εργασίας έγινε αρχικά μία θεωρητική προσέγγιση και έπειτα διερεύνηση με ερωτηματολόγια σε άτομα διαφορετικού φύλου και ηλικίας. Οι απαντήσεις συγκεντρώθηκαν και επεξεργάστηκαν μέσω κατάλληλου στατιστικού λογισμικού προγράμματος (SPSS).
Η παρούσα έρευνα αποτυπώνει καθαρά πως η ακράτεια ούρων και πιο συγκεκριμένα το σύνδρομο υπερδραστήριας κύστης αφορά ένα σημαντικό ποσοστό (35%) του πληθυσμού στη χώρα μας. Είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες και άτομα πάνω από 55 ετών. Τα συμπτώματα που συνοδεύουν το σύνδρομο επηρεάζουν αρκετά την καθημερινότητα των ασθενών, οι οποίοι στην πλειοψηφία είναι εσωστρεφείς με το πρόβλημά τους και απογοητευμένοι από τις μέχρι τώρα λύσεις. Η άγνοια των ίδιων αλλά και όσων δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερδραστήριας κύστης κάνει αναγκαία την επίλυση του γιατί πέρα από πρόβλημα υγείας παραμένει και πρόβλημα κοινωνικό. Για αυτό και η ενημέρωση από ανθρώπους ειδικούς μπορεί να δώσει στους ασθενείς πραγματικές λύσεις που θα αλλάξουν και θα βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους και θα αλλάξει την λανθασμένη αντίληψη της κοινωνίας γύρω από τη φύση της ασθένειας. / -
|
2 |
Ο τρόπος ζωής (lifestyle) και η σχέση του με την καταναλωτική συμπεριφορά των νέωνΚωνσταντοπούλου, Μαρία 11 July 2013 (has links)
Οι νέοι και κυρίως οι έφηβοι αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς ερευνητές σε διάφορους τομείς. Η εφηβεία αποτελεί μια πολύ ευαίσθητη περίοδος, όπου κάθε έφηβος δέχεται άπειρα ερεθίσματα τα οποία καλείται να επεξεργαστεί και να διαμορφώσει την ταυτότητά του. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στην κοινωνικοποίηση και τη συμπεριφορά του εφήβου: οικογένεια, σχολείο, φίλοι, ΜΜΕ, αποτελούν φορείς κοινωνικοποίησης για κάθε έφηβο.
Σήμερα, τα παιδιά και οι έφηβοι αποτελούν περισσότερο από ποτέ, τον κύριο στόχο του μάρκετινγκ, αφού προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται σε αυτούς, κατακλύζουν συνεχώς την αγορά. Τις περισσότερες φορές, τα παιδιά και κυρίως οι έφηβοι γίνονται θύματα της διαφήμισης και της μάρκας αφού τα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής επηρεάζουν και επιβάλλουν με τον τρόπο τους την καταναλωτική συμπεριφορά τους. Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται μια μεγάλη αλλαγή τόσο ως προς το lifestyle που υιοθετούν οι νέοι, όσο και στην καταναλωτική τους συμπεριφορά. Το παιδί και ο έφηβος ωριμάζουν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν αρκετά γρήγορα αντιλήψεις και στάση ζωής, να καθορίζουν την καταναλωτική τους συμπεριφορά και να διεκδικούν την αυτονομία τους.
Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η ευρεία αποτύπωση διαστάσεων και παραμέτρων ποιότητας ζωής παιδιών και εφήβων, ηλικίας 12-18 ετών, που φοιτούν σε σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στους νομούς Αιτωλοακαρνανίας και Αχαΐας. Στόχος της εργασίας είναι να ερευνήσει την ταυτότητα των νέων μέσα από τα ενδιαφέροντά τους, τις συνήθειές τους, την καταναλωτική τους συμπεριφορά αλλά και τα ψυχογραφικά τους χαρακτηριστικά. Η τμηματοποίησή τους με βάση τα κριτήρια αυτά μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να μπορέσουν να προσεγγίσουν τους νέους με τις καμπάνιές τους και τα προϊόντα τους. / The young people, mostly the teenagers constitute a special category of people with specific characteristics. This category has been studied by many researchers in various fields. Teenage is a very special period of life, in which every teenager accept endless stimulations, which is asked to work out and shape his/her identity.
There are many factors which contribute to the socialization and the behavior of the teenagers; family, school, friends and means of communication. Today, more than ever before, children and teenagers are the main target of marketing, since the products and the services that apply to them, are flooding the markets. Most of the children and mainly the teenagers are becoming the victims of advertisement and branding, once the consumer standards of the time affect and impose their consuming behavior.
In recent years there has been a great change both in terms of lifestyle adopted by young people and in their consumer behavior. Children and adolescents maturing very rapidly, leading to shape fairly quickly perceptions and attitude, to identify their consumer behavior and to enforce their autonomy.
Purpose of this study is to capture broad dimensions and parameters of the quality of life of children and adolescents, aged 12-18 years, who attend in secondary schools in the prefectures of Achaia and Aetoloakarnania. The aim of this work is to investigate the identity of young people through their interests, their habits, consumer behavior and the psychographic characteristics. Segmentation on the basis of these criteria can be a useful tool for businesses to enable them to reach young people with their campaigns and their products.
|
3 |
Μαθησιακά αντικείμενα : διαδικασίες επαναχρησιμοποίησης και εκτίμηση κόστουςΚωστόπουλος, Γεώργιος 06 November 2014 (has links)
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ενώ συγχρόνως η διάθεση εκπαιδευτικού υλικού μέσω συστημάτων ηλεκτρονικής μάθησης αυξάνεται συνεχώς. Τα μαθησιακά αντικείμενα (ΜΑ) αποτελούν ένα νέο τρόπο προσέγγισης της οργάνωσης του εκπαιδευτικού περιεχομένου και βρίσκονται στον πυρήνα του νέου διδακτικού σχεδιασμού (Νικολόπουλος, Πιερρακέας, & Καμέας, 2011), αποτελώντας τη βάση για τη δημιουργία και το χειρισμό ψηφιακού εκπαιδευτικού περιεχομένου στην τεχνολογικά ενισχυμένη μάθηση (Sampson, & Zervas, 2011). Έχοντας μια σχετικά σύντομη ζωή στο χώρο της ηλεκτρονικής μάθησης, έχουν γίνει σήμερα ο επικρατέστερος ανάμεσα σε διάφορους άλλους όρους οι οποίοι προσπαθούν να περιγράψουν την ποικιλία των διαθέσιμων ψηφιακών πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία (Βορβυλάς, 2013).
Ο στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι η μελέτη των ΜΑ, η αναλυτική περιγραφή των διαδικασιών επαναχρησιμοποίησης ΜΑ και η αξιολόγηση, μέσω χρήσης κατάλληλων μετρικών, του κόστους της επαναχρησιμοποίησης για τη δημιουργία μαθημάτων, ενοτήτων και προγραμμάτων σπουδών.
Γνωστά στη διεθνή βιβλιογραφία ως αντικείμενα επικοινωνίας (Norton 1996), εκπαιδευτικά αντικείμενα (Friesen, 1996), επαναχρησιμοποιήσιμα αντικείμενα μάθησης (Barritt, Lewis and Wieseler 1999), γνωστικά αντικείμενα (Merrill, 1998), αντικείμενα πληροφοριών (Gibbons, Nelson, & Richards, 2000), διδακτικές μονάδες (Koper, 2001) κ.ά., τα ΜΑ έχουν εμφανισθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες και αποτελούν τη βάση για τη δημιουργία και το χειρισμό εκπαιδευτικού ψηφιακού περιεχομένου για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, της μάθησης και της εξάσκησης των μαθητών.
Ορισμοί έχουν δοθεί για τα ΜΑ, όπως για παράδειγμα από τον J. L’Allier (1997), το Institute of Electrical and Electronics Engineers (2000), τον David A. Wiley (2002), τους Rehak & Mason (2003), τον Polsani (2003), τον Andres Chiappe (2007), κ.ά. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες για την ανάπτυξη ή αποδοχή ενός κοινού εννοιολογικού ορισμού για τα ΜΑ από την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς, δεν έχουν καρποφορήσει. Εντούτοις, έχουν γίνει κοινά αποδεκτά κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά των ΜΑ, τα οποία σύμφωνα με τον Polsani (2003) είναι:
• Προσβασιμότητα (Accessibility)
• Επαναχρησιμοποίηση (Reusability)
• Διαλειτουργικότητα (Interoperability)
Ποικίλες θεωρήσεις κυριαρχούν αναφορικά με τη δομή και το μέγεθος ενός ΜΑ, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε την εκπαιδευτική προσέγγιση (ένα ΜΑ πρέπει να συνδέεται με έναν ή περισσότερους μαθησιακούς στόχους και πρέπει να υποστηρίζει την εκπαιδευτική διαδικασία (Νικολόπουλος κ.ά, 2011)), τις τεχνικές προδιαγραφές (μέγεθος-επίπεδο συνάθροισης), τα μεταδεδομένα, τον κύκλο ζωής, καθώς και την, βασισμένη σε κατάλληλες μετρικές, αξιολόγηση του κόστους επαναχρησιμοποίησής του.
Θα μελετηθεί η διαδικασία επαναχρησιμοποίησης ΜΑ, η οποία αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ΜΑ. Η βασική ιδέα αφορά στη χρήση μικρών, διακριτών ΜΑ ή/και το συνδυασμό τους για τη δημιουργία νέων, τα οποία να αποτελούν ένα ενιαίο εκπαιδευτικό σενάριο που να μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικά εκπαιδευτικά πλαίσια, καθώς και σε διαφορετικά άτομα. Από τη μια, ένα σημαντικό πλεονέκτημα που συνεπάγεται η επαναχρησιμοποίηση ενός ΜΑ είναι η σημαντική μείωση του κόστους σχεδιασμού και ανάπτυξης των απαιτούμενων πόρων, διατηρώντας παράλληλα την ποιότητα, και από την άλλη μπορεί να αποτελέσει ένα δείκτη της υψηλής ποιότητας των διαθέσιμων ΜΑ, με την παραδοχή ότι όσο περισσότερο επαναχρησιμοποιείται ένα ΜΑ, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ποιότητά του (Sampson, & Zervas, 2011).
Εντούτοις, υπάρχουν και μειονεκτήματα από την επαναχρησιμοποίηση ΜΑ. Το βασικότερο είναι ότι μερικές φορές το κόστος της επαναχρησιμοποίησης μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το κόστος για τη δημιουργία νέων ΜΑ. Επίσης, πολλές φορές δεν είναι εύκολο να εμπιστευτεί κάποιος την ποιότητα των συστατικών μερών ΜΑ, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από άλλους. Έτσι, δύσκολα είναι άμεσα μετρήσιμη η μείωση του κόστους και άρα το όφελος που προκύπτει κατά την επαναχρησιμοποίηση, κατά συνέπεια πολλές φορές συμφέρει η δημιουργία νέων ΜΑ από την επαναχρησιμοποίηση υφιστάμενων ΜΑ (Sommerville, 2006).
Παρά τη σπουδαιότητα της έννοιας της επαναχρησιμοποίησης ΜΑ δεν υπάρχει κάποιος απλός τρόπος επακριβούς μέτρησης του κόστους-οφέλους που μπορεί να έχουμε σε αυτή τη διαδικασία. Η ύπαρξη μετρικών για την εκτίμηση του κόστους αποδοτικής επαναχρησιμοποίησης εκπαιδευτικών ΜΑ είναι δυνατό να διευκολύνει στον τομέα της συστηματικής αξιολόγησής τους και να δώσουν απάντηση στο ερώτημα:
«Πότε αξίζει τον κόπο να επαναχρησιμοποιήσουμε και να ενσωματώσουμε ΜΑ ώστε να δημιουργήσουμε νέα;».
Έτσι τελικά, θα γίνει μια μελέτη εντοπισμού και προσαρμογής μετρικών που σχετίζονται με τον τομέα της τεχνολογίας λογισμικού για την εκτίμηση του κόστους δημιουργίας εκπαιδευτικών σεναρίων και γενικότερα εκπαιδευτικού λογισμικού με επαναχρησιμοποίηση ΜΑ. Συνδέοντας αυτές τις μετρικές άμεσα με τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των ΜΑ, είναι δυνατή η τελική εκτίμηση του κόστους επαναχρησιμοποίησης τους. Αυτό θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς, ιδρύματα και οργανισμούς να αξιολογήσουν αποτελεσματικά τη δημιουργία εκπαιδευτικών σεναρίων και εκπαιδευτικού λογισμικού με επαναχρησιμοποιήσιμα ΜΑ, καθώς και τη βελτίωσή τους (Sampson, & Zervas, 2011). / Over the last decades a rapid development of information technologies and communications in education is observed, while simultaneously the disposal of educational material through systems of e-learning is increasing continuously. Learning objects (LOs) constitute a new way of approaching the systematization of instructional content and are found in the core of a new educational development, constituting the base for the creation and the handling of digital educational content in technology-enhanced learning. Having a relatively short life in the area of e-learning, they have become today the most prevalent between various other terms that try to describe the variety of available digital resources that can be developed in the didactic processes.
In this work, our basic goal is the study of LOs, the comprehensive description of LOs reuse processes and the evaluation of LOs reuse cost for the development of lessons, units and courses using appropriate metrics.
Mostly known in the academic bibliography as media objects (Norton, 1996), educational objects (Friesen, 1996), reusable learning objects (Barritt, Lewis and Wieseler, 1999), knowledge objects (Merrill, 1998), data objects (Gibbons, Nelson, & Richards, 2000), instructional objects (Gibbons et al., 2000) or units of learning (Koper, 2001), LOs have appeared over the last decades and constitute the base for the creation and the handling of educational digital content for the needs of education, learning and students practice.
Various definitions have been given for the LOs, for example from the J. L' Allier (1997), the Institute of Electrical and Electronics Engineers (2000), David A. Wiley (2002), Rehak and Mason (2003), Polsani (2003), Andres Chiappe (2007). All efforts for the development or recognition of a common conceptual definition of LOs by the educational community and the involved institutions have not thrived. However, there is a broad understanding among the members of the LO community about the functional requirements of LOs:
• Accessibility
• Reusability
• Interoperability
Various endorsements refer to the structure and the size of a LO, which should include the instructional approach (a LO should be based on one or more learning objectives and should support the educational processes), the technical specifications (level of aggregation), the metadata records, the lifecycle and the evaluation of LOs cost effective reuse that is based in suitable metrics.
We will study the processes of LOs reuse, which is one of the basic characteristics of LOs. The basic idea concerns in the use of small and distinguishable LOs and/or their combination for the creation of new LOs which constitute a single educational script that could function in different educational frames as well as in different individuals. From the one hand, an important advantage that involves the re-use of MA is the important reduction of cost of planning and growth of required resources, maintaining at the same time the quality, and from the other hand, LO reuse can be an indicator for a high quality LO, under the assumption that the more a LO is reused the more likely is to be of a high quality.
However, there are also disadvantages from LOs reuse. The most critical is that sometimes the cost of LO reuse can be larger than the cost of the creation of new one. Also, it is not often easy for a teacher to trust the quality of an existing LO which has been created by others. Thus, it is very difficult to measure the reduction of cost and hence the profit that results from the reuse. As an effect, many times it is easier to create new LOs than reuse existing LOs.
Despite the importance of LOs reuse, there does not exist a simple way of precise measurement of the cost effectiveness in this process. The existence metrics for the estimation of the cost effectiveness of LOs reuse is possible to facilitate in the sector of their systematic evaluation and give an answer in the question:
“When is it worth to reuse and incorporate existing LOs in order to create new?”
Therefore, we will make a study of identification and adaptation of metrics that are related to the sector of software engineering in order to estimate the cost of creation instructional scripts and generally educational software with reusing LOs. Relating these metrics with the various stages of LOs lifecycle the final estimation of their cost reuse will be possible. This could give the chance to teachers, schools and organisms of evaluating effectively the creation and improvement of educational scripts and instructional software using reusable LOs.
|
4 |
Η ανάλυση κύκλου ζωής ώς εργαλείο εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η περίπτωση της παραγωγής αλεύρων σε Ελληνική βιομηχανία / Life cycle assessment as a tool for assessing the environmental impacts. The case study of the flour production in Greek industryΖυγούρας, Γεώργιος 28 June 2007 (has links)
Οι καταναλωτές τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρονται ολοένα και περισσότερο για την προέλευση και την ποιότητα των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης και της προέλευσης των Ά υλών. Η ασφάλεια, η θρεπτική αξία και πιο πρόσφατα οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συστημάτων παραγωγής και διανομής των τροφίμων επίσης αντιμετωπίζονται με ανάλογο ενδιαφέρον. Το αλεύρι είναι το κύριο συστατικό του ψωμιού που θεωρείται ως η βάση της υγιούς διατροφής παγκοσμίως, των προϊόντων ζαχαροπλαστικής και άλλων αρτοσκευασμάτων. Επιπλέον στις μεσογειακές χώρες τα προϊόντα αυτά βρίσκουν μεγάλη αποδοχή από τους καταναλωτές. Στην Ελλάδα το αλεύρι καλλιεργείται σε σημαντικές ποσότητες και οι αλευροβιομηχανίες εφοδιάζουν τις βιομηχανίες τροφίμων και τους φούρνους αρτοποιίας με πολλούς τύπους αλεύρου. Οι ανάγκες της χώρας για τα διάφορα προϊόντα αλεύρου παρουσιάζουν ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 1,5% για τη διετία 1999-2000, ενώ οι ανάγκες για το έτος 2000 ήταν 753.000 τόνοι. Για το ίδιο έτος η εθνική παραγωγή ανέρχεται σε 825.000 τόνους. Η Ανάλυση Κύκλου Ζωής (ΑΚΖ) είναι ένα σχετικά νέο περιβαλλοντικό εργαλείο λήψης αποφάσεων που πρόσφατα τυποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Προτύπων (International Standardisation Organisation (ISO)). Η ΑΚΖ είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για την περιβαλλοντική διαχείριση, καθώς παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που σχετίζονται με ένα προϊόν, μια διαδικασία ή οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα γενικότερα. Σε αυτή τη μελέτη μια απλουστευμένη ΑΚΖ εφαρμόζεται με μια προσέγγιση «από τη γέννηση ως την πύλη» (“cradle-to-gate”) για να αναγνωρισθούν τα κρίσιμα σημεία της διαδικασίας παραγωγής του αλεύρου στην Ελλάδα. Το λογισμικό SimaPro χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των δεδομένων της απογραφής και της εκτίμησης των επιπτώσεων του συστήματος συνολικά (από τους σπόρους σιταριού ως την παραγωγή του αλεύρου). Το σύστημα που αναλύθηκε περιλαμβάνει την καλλιέργεια μαλακού σιταριού, τη μεταφορά, τη βιομηχανική άλεση και τη συσκευασία του αλεύρου. Η χρήση ενέργειας και υλικών, καθώς και οι εκπομπές στο περιβάλλον υπολογίσθηκαν και εκτιμήθηκαν τα κύρια δυναμικά των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η εφαρμογή των λιπασμάτων, η μεταφορά και η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας βρέθηκαν να είναι τα πιο σημαντικά σημεία για τις περισσότερες, όχι όμως για όλες, τις κατηγορίες επιπτώσεων και συγκεκριμένες ενέργειες προτάθηκαν με στόχο τη βελτίωση του περιβαλλοντικού προφίλ του τελικού προϊόντος. / Consumers have become increasingly interested in the origin and the quality of their food, including the source of food’s raw materials, its safety and nutritional value and most recently the environmental impacts of the production systems adopted in producing and delivering the food. Flour is the main ingredient of bread, cakes, pastries and other bakery products which are considered as the base of modern healthy diet worldwide. Moreover, in Mediterranean countries these products have an outstanding acceptance by consumers. In Greece, wheat is cultivated in significant quantities and a number of milling industries supply the food industries and small bakeries with many different types of flour. The national demand for various products of flour-producing industries presented a mean annual increase rate of about 1.5% for the years 1999-2000, while the demand for the year 2000 was 753.000 tons. For the same year the national production ranged up to 825.000 tons. Life Cycle Assessment (LCA) is a relatively new, cutting edge environmental decision support tool recently standardised by the International Standardisation Organisation (ISO). LCA is an excellent tool for environmental management, as it provides important information about the environmental burdens associated to a product, a process or any human activity. In this study, a simplified LCA following the “cradle-to-gate” approach has been applied to identify the critical points of the flour production in Greece. The SimaPro software was used for analyzing the main inventory data and estimating the environmental impacts of the overall system (from wheat grain to flour production). The system investigated includes agricultural production of soft wheat, transportation, industrial milling and packaging of the flour. Energy use, material use and emissions were quantified and the main potential environmental effects were assessed. The application of fertilizers, transportation and electrical energy consumption were found to be the ‘hot spots’ for many, but not all, of the impact categories investigated and specific actions were proposed in the aim to improve the environmental profile of the final product.
|
5 |
Εκπαίδευση και εφηβεία : συγκριτική μελέτη για το σχηματισμό του κοινωνικού εαυτού στις αφηγήσεις ζωής των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΧριστοδούλου, Μιχάλης 13 January 2015 (has links)
Η εργασία αυτή είναι μια μελέτη για τον τρόπο σχηματισμού της εφηβικής ταυτότητας και έχει στόχο να εγκαινιάσει ένα ψυχο-κοινωνιολογικό μοντέλο για την κατανόησή της. Μέχρι τώρα συνηθίσαμε να μιλάμε για τον έφηβο μέσα από μια βιο-αναπτυξιακή προοπτική μέσω της οποίας επιχειρείται να εξηγηθεί το σύνολο της συμπεριφοράς του, από τον επαγγελματικό του προσανατολισμό και τις σχολικές του επιδόσεις μέχρι τις χρήσεις του ελεύθερου χρόνου του. Την ίδια στιγμή, για καιρό τα περισσότερα ρεύματα της κοινωνικής θεωρίας είτε έδειχναν μια απροθυμία να εννοιολογήσουν την υποκειμενικότητα είτε το έκαναν με αναγωγιστικούς όρους. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να συγκρίνει τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις των εφήβων μαθητών/τριών που φοιτούν σε Γενικά, Τεχνικά και Πειραματικά λύκεια μεγάλου Νομού της χώρας και να αναδείξει αφενός τις όποιες ομοιότητες και διαφορές στον τρόπο που αυτές οι διαφορετικές ομάδες εφήβων νοηματοδοτούν και βιώνουν πρόσωπα και πράγματα της καθημερινότητάς τους και αφετέρου τις πρακτικές λογικές που οργανώνουν τους κόσμους τους. Ο προβληματισμός μας έγκειται στο να δούμε πώς μέσα στις αφηγήσεις που οικοδομούν οι έφηβοι εγγράφονται θεσμικές (π.χ. σχολικές, οικογενειακές, ταξικές) διεργασίες, πολιτισμικές αξίες (π.χ. σχέση με σχολική γνώση, φιλοδοξίες, ενδιαφέροντα) και βιογραφικές διαδρομές (π.χ. μετάβαση από γυμνάσιο σε τεχνικό ή γενικό λύκειο) και πώς αυτά τα τρία επίπεδα ανάλυσης (δομής, κουλτούρας, βιογραφίας) σχηματοποιούν τις αφηγήσεις του εαυτού τους και τις αξιώσεις ταυτότητας που οικοδομούν. Αντλώντας από την παράδοση της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης και την έννοια του habitus του Bourdieu, η έρευνά μας θέτει σε κίνηση μια ποιοτική μεθοδολογία που έχει στο επίκεντρό της την βιογραφική-αφηγηματική συνέντευξη για την άντληση των δεδομένων και την επεξεργασία τους. Μέσα από μια διετή και εντατική έρευνα πεδίου, φάνηκαν να αναδύονται τέσσερις τύποι (με τη Βεμπεριανή έννοια του όρου) κοινωνικού εαυτού, καθένας από τους οποίους συγκροτείται στη βάση μιας αμφιθυμίας που οφείλει την οργάνωσή της στα βιογραφικά αποθέματα γνώσης των κοινωνικών κόσμων που ζουν και μεγαλώνουν οι έφηβοι. Θέση μας είναι ότι η έννοια αυτή της αμφιθυμικής βιογραφικής ταυτότητας μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο όχι μόνο για την κατανόηση της εξέλιξης της ταυτότητας των εφήβων έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται στον αντιφατικό και πολύπλοκο κόσμο της εποχής μας αλλά και για την χάραξη μιας εκπαιδευτικής πολιτικής για τη Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. / This research is a study on adolescent identity formation and aims at inaugurating a psycho-sociological model for its understanding. Up to now we are used to talk about adolescents through a bio-developmental perspective by means of which we try to construe every aspect of their existence, from their job aspirations and school attainments to their leisure activities. At the same time, most of the currents of social theory either seem unwilling to conceptualize subjectivity per se or they do it in reductionist terms. The aim of our research contribution is to compare the way of life, the habits and the self-views of adolescents attending General, Vocational and Peiramatika schools, by shedding light not only on the similarities and differences of how these groups of adolescents narrate and experience their everyday lives but also on the practical logics that organize their social worlds. What we try to tap concerns i) how institutional arrangements (school, family, class and gender), cultural values (relation to school knowledge and life ambitions) and biographical trajectories (transition from junior high school to senior high school or to work) are inscribed in their life narratives and ii) how these three levels of analysis (structure, culture and biography) shape their self-understandings and their identity claims. By drawing on Symbolic Interactionism tradition and on Bourdieu’s theory of habitus, our research sets in motion a qualitative methodology having at its center the Biographical-Narrative Interview as far as data collection and data processing is concerned. After a two-year intensive field research, there seemed to emerge four types (in the Weberian sense) of adolescent social self, each of which is made up of an ambivalence that is formed in conjunction with the biographical stocks of knowledge of the social world the adolescents live in. We argue that this concept of ambivalent biographical identity can be used not only as a conceptual tool for interpreting how adolescent identity is evolved within the realms of our contradictory and perplexed era but for implementing educational policies focusing on Counseling and job guidance in secondary education
|
6 |
Η επίδραση της απώλειας βάρους, μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση, στην ποιότητα ζωής σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκίαΕυθυμίου, Βασίλειος 01 July 2015 (has links)
Όπως φαίνεται από τα ερευνητικά δεδομένα, η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των συγχρόνων κοινωνιών, καθώς αυτή αποτελεί μια προδιαθεσική κατάσταση και έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαφόρων παθήσεων. Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρδιοαγγειακής νόσου, σακχαρώδη διαβήτη, διαφόρων μορφών καρκίνου και άλλων χρόνιων παθήσεων όπως οστεοαρθρίτιδας, νόσων του ήπατος και των νεφρών, υπνικής άπνοιας, ουρικής αρθρίτιδας, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και κατάθλιψης. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της δίαιτας, της άσκησης και της φαρμακευτικής αγωγής στην μείωση του σωματικού βάρους παραμένουν σχετικά πτωχά, έως αναποτελεσματικά. Η βαριατρική χειρουργική είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την παχυσαρκία και συνιστάται για όλους τους ασθενείς με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 (νοσογόνος παχυσαρκία) και για όσους έχουν ΒΜΙ ≥35 kg/m2 οι οποίοι παρουσιάζουν και συμπαρομαρτούσες διαταραχές, οι οποίες αποτελούν συννοσηρότητα της παχυσαρκίας, έπειτα από αποτυχία άλλων θεραπευτικών προσπαθειών, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες είναι τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικές. Η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε στην Χειρουργική Κλινική του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, μεταξύ του Οκτωβρίου του 2008 και του Απριλίου του 2010. Το δείγμα των ασθενών της μελέτης αποτελούσαν 80 διαδοχικοί ασθενείς (50 γυναίκες και 30 άνδρες), οι οποίοι εισήχθησαν στην χειρουργική κλινική για να υποβληθούν σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς ενημερώθηκαν για την μελέτη προτού υποβληθούν στην χειρουργική επέμβαση, και συμφώνησαν να λάβουν μέρος σε αυτή. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την ποιότητα ζωής (HRQOL) και την σεξουαλική λειτουργικότητα (SF), πριν και μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Η ποιότητα ζωής είναι μια πολυδιάστατη έννοια η οποία περιλαμβάνει τομείς που σχετίζονται με την φυσική (σωματική), ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου. Η ποιότητα ζωής (HRQOL), εκφράζει τον αντίκτυπο που έχει μια νοσηρή κατάσταση ή μια θεραπευτική αγωγή, στην αίσθηση σωματικής και ψυχικής ευεξίας του ατόμου και στην καθημερινή προσωπική και κοινωνική του ζωή.
Η σεξουαλικότητα είναι μια εξίσου σημαντική παράμετρος της ανθρώπινης ευεξίας και ευημερίας. Παρουσιάζει αμφιδρομη αλληλεπίδραση με την ψυχική υγεία και με την ποιότητα ζωής. Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η παχυσαρκία επιδρά αρνητικά στην σεξουαλική ζωή του ατόμου. Σχετίζεται με σεξουαλική δυσλειτουργία στις παχύσαρκες γυναίκες και με στυτική δυσλειτουργία και γενικότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στους παχύσαρκους άνδρες. Αυτό καθιστά πλέον αναγκαία την εκτίμηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας, όταν αξιολογούμε την αποτελεσματικότητα των διαφόρων θεραπειών για την παχυσαρκία.
Όλοι οι ασθενείς που αποδέχθηκαν την συμμετοχή τους στην μελέτη συμπλήρωσαν το SF-36 ερωτηματολόγιο για την εκτίμηση της HRQOL. Η σεξουαλική λειτουργικότητα εκτιμήθηκε με το δείκτη γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας (FSFI-Female Sexual Function Index), για τις γυναίκες και με το Διεθνή Δείκτη της στυτικής λειτουργίας ( IIEF -International Index of Erectile Function), για τους άνδρες. Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια με την συνδρομή ενός ατόμου από την ερευνητική ομάδα, το οποίο καθοδηγούσε τους ασθενείς για να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των ερωτηματολογίων και να διευκρινίσει τυχόν ασάφειες στις ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν οι ίδιοι οι ασθενείς, πρόσφερε βοήθεια όπου χρειαζόταν και έλεγχε για τυχόν παραλείψεις στην απάντηση των ερωτήσεων .
Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια πριν το χειρουργείο(Τ1), καθώς και 1 μήνα(Τ2), 6 μήνες(Τ3) και 1 χρόνο(Τ4) μετά το χειρουργείο. Κοινωνικο-δημογραφικά δεδομένα συλλέχτηκαν που συμπεριλάμβαναν την ηλικία, το φύλο, την χρήση καπνού, το μορφωτικό επίπεδο καθώς και την οικογενειακή κατάσταση.
Η παρουσία συμπαρομαρτούντων παθολογικών καταστάσεων διαπιστώθηκε από τα ιστορικά των ασθενών. Οι γυναίκες ερωτήθηκαν και για την γυναικολογική τους κατάσταση (για τον αν είχαν κανονικό ή ακανόνιστο κύκλο ή αν ήταν μετεμμηνοπαυσιακές). Η μελέτη εγκρίθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Νοσοκομείου και όλοι οι ασθενείς έδωσαν την έγγραφη ενημερωμένη συγκατάθεσή τους πριν την είσοδό τους στην μελέτη.
Όλοι οι ασθενείς ήταν κατάλληλοι για βαριατρική χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με τις υφιστάμενες ενδείξεις. Η σοβαρότητα της παχυσαρκίας μετρήθηκε με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) σε Kg βάρους σώματος διηρημένα με το ύψος του ατόμου σε μέτρα εις το τετράγωνο (kg/m2). Ενήλικες με ΒΜΙ ≥25kg/m2 θεωρούνται υπέρβαροι, με ΒΜΙ ≥30 kg/m2 θεωρούνται παχύσαρκοι και με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 ως πάσχοντες από νοσογόνο παχυσαρκία (νοσηρά παχύσαρκοι).
Το είδος της χειρουργικής επέμβασης που εφαρμόσθηκε σε κάθε ασθενή βασίστηκε σε ειδικά χειρουργικά κριτήρια σύμφωνα με χειρουργικό πλάνο το οποίο εφαρμόζεται στην χειρουργική κλινική. Σύμφωνα με αυτό, ασθενείς με ΒΜΙ ≥50 kg/m2 υπεβλήθησαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y διαμόρφωση,όπως τροποποιήθηκε στο κέντρο μας (BPD), ενώ ασθενείς με ΒΜΙ<50kg/m2 υποβλήθηκαν σε γαστρικό bypass με μακρές έλικες (RYGBP-LL), ή επιμήκη γαστρεκτομή (SG), ανάλογα με τις συνυπάρχουσες νοσηρότητες και τις διαιτητικές συνήθειες.
Αποτελέσματα
Η στατιστική ανάλυση έδειξε μια σημαντικού βαθμού μείωση του ΒΜΙ με πάροδο του χρόνου(p<0,001). Όλοι οι τομείς της σεξουαλικής λειτουργίας βελτιώθηκαν μεταξύ του Τ1 και Τ4, με μόνη εξαίρεση την ανδρική οργασμική λειτουργία. Όλοι οι τομείς της HRQOL βελτιώθηκαν και αυτή η βελτίωση έφθασε στο μέγιστο επίπεδο ανάμεσα από το Τ2 και Τ3 χρονικό διάστημα. Το βασικό επίπεδο της HRQOL (Τ1), βρέθηκε να συσχετίζεται σημαντικά με την βελτίωση όλων των τομέων της HRQOL μετεγχειρητικά και η μείωση του ΒΜΙ βρέθηκε να συσχετίζεται μόνον με την βελτίωση στις βαθμολογίες στους τομείς του σωματικού ρόλου, του σωματικού πόνου και της ψυχικής υγείας.
Τα βασικά επίπεδα της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης, αποτελούσαν ανεξάρτητο στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την βελτίωση μετεγχειρητικά της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης και στα δύο φύλα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η σωματική λειτουργία, η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, και η γενική υγεία, βελτιώθηκαν όλα με την πρόοδο του χρόνου. Ο σωματικός ρόλος βελτιώθηκε με την πρόοδο του χρόνου και τελικά οι πορείες του συναισθηματικού ρόλου, και της ψυχικής υγείας, ακολούθησαν τις ίδιες τάσεις.
Τα αποτελέσματα για κάθε ηλικία και φύλο ήταν στατιστικά παρόμοια. Η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκε 1 χρόνο μετά την βαριατρική χειρουργική επέμβαση και στους άνδρες και στις γυναίκες. Όλοι οι δείκτες συνηγορούν για το ότι η HRQOL και η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν μετά το χειρουργείο σε σύγκριση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν προ του χειρουργείου .
Συμπεράσματα
Η Βαριατρική χειρουργική συνοδεύεται από σημαντικού βαθμού μείωση του σωματικού βάρους (ΒΜΙ) και βελτίωση στην ποιότητα ζωής (HRQOL) και στην σεξουαλική λειτουργικότητα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Ο μεγαλύτερος βαθμός βελτίωσης παρατηρήθηκε ανάμεσα από τον 1 και 6 μήνες μετεγχειρητικά. Η βελτίωση στην HRQOL και στην σεξουαλική λειτουργικότητα συσχετιζόταν σημαντικά με τα βασικά προεγχειρητικά επίπεδα αυτών, ενώ η μείωση του ΒΜΙ συσχετιζόταν σημαντικά με βελτίωση μόνο σε 3 τομείς της HRQOL. Η τιμή του ΒΜΙ προεγχειρητικά συσχετιζόταν αντίστροφα με την επακόλουθη βελτίωση στην σωματική λειτουργικότητα και στο επίπεδο του σωματικού πόνου 1 χρόνο μετεγχειρητικά. / Obesity is considered one of the most relevant problems of modern societies, as it constitutes a predominant risk factor in the development of various diseases. Obesity is a significant risk factor for cardiovascular disease (CVD) and diabetes, for cancer and chronic diseases, including osteoarthritis, liver and kidney disease, sleep apnea and depression. The long term effects of diet, exercise and medical therapy on weight are relatively poor. Bariatric surgery is the most effective treatment for obesity and is considered for all patients with BMI more than 40 kg/m2 and for those with a BMI of more than 35 kg/m2 with concomitant obesity related conditions, after failure of other options as dietary, lifestyle and drug administration, which are often ineffective. The current study was conducted in the Department of Surgery of the University of Patras Medical School, between October 2008 and April 2010. Our sample are 80 (30 men and 50 women) patients who admitted in the Surgery Clinic to undergo a Bariatric Operation.The patients were approached before the operation and invited to take part in the study. The purpose of the study was to measure the Health related quality of life and Sexual functioning, before and after a Bariatric surgery in patients with morbid obesity. Health-related quality of life (HRQOL) is a multi-dimensional concept that includes domains related to physical, mental, emotional and social functioning. HRQOL focuses on the impact of a disease or a medical treatment, on one’s physical and mental wellbeing and on his every day private and social life.
Sexuality is an equally important aspect of human well-being and prosperity. Sexual functioning interacts and influences the mental health and the quality of life. The research results show that obesity negatively affects the sexual quality life of the individual, associated with sexual dysfunction in obese women and with erectile dysfunction and general sexual dysfunction in obese men. This makes it necessary to assess sexual functioning when evaluating the effectiveness of several treatments for obesity.
All the patients who accepted, were administered the questionnaires accessing Health related quality of life as the sort form 36 questionnaire (SF36). Sexual Functioning was estimated by the Female Sexual function Index (FSFI) for the women, and the International Index of Erectile Function (IIEF) for the men. Patients were administered the questionnaires by a member of our research team who offered assistance when needed and checked the answers for omissions. The patients completed the questionnaires before the operation and 1 month, 6 months and 1 year after the weight loss operation. Sociodemographic data were elicited including age, gender, smoking, educational level and marital status. Comorbidities information was obtained from the hospital charts. The women asked for their gynecological status. If the cycle was regular, irregular or if they were after menopausal. The study protocol was approved by the Institutional Review Board of The University Hospital of Patras, and all participants gave written inform consent before study entry. All the patients were eligible for bariatric operation according the indications for bariatric surgery. The severity of obesity was measured by the B.M.I. (kg/m2). Adults with BMI >25 kg/m2 are overweight, >30 kg/m2 are obese and >40 kg/m2 are considered morbidly obese. The type of procedure performed, was based on specific selection criteria according to an algorithm developed in our center, whereby patients with body mass index (BMI) over 50 kg/m2 undergo biliopancreatic diversion with RYGB (BPD-RYGB) as modified in our center, while patients with BMI under 50 kg/m2 undergo RYGB with long limb (RYGB-LL) or Sleeve Gastrectomy (S.G.), depending on comorbidities and eating habits.
RESULTS: Body mass index (BMI) significantly decreased over time (p<0.001). Apart from male orgasm, all sexual functioning components as well as all SF-36 sub-scales improved between T1 and T4. The maximum improvement was observed between T2 and T3. Baseline HRQOL scores correlated with postoperative improvement in all HRQOL components. BMI improvement was correlated with improvement in role physical, bodily pain and mental health scores. Baseline total sexual satisfaction score independently predicted total satisfaction improvement in both genders. The basic levels of total sexual satisfaction (T1-Total Satisfaction score) were independent significant predictor for postoperative improvement in overall sexual satisfaction in both sexes. The results showed that Physical Function,Vitality, the Bodily Pain, and General Health, all improved with the progress of time. The Role Physical improved over time, and finally the improvement in Role Emotional, and Mental Health, followed the same trends. The results for each age and sex were statistically similar. Sexual quality of life improved 1 year after bariatric surgery, in both men and women. All indicators suggest that HRQOL and sexual quality of life improved postoperatively compared to the levels before surgery.
CONCLUTIONS The Bariatric surgery accompanied by a significant degree of reduction in body weight (BMI) and improvement in quality of life (HRQOL) and sexual function in patients with morbid obesity. The greatest degree of improvement was observed between the 1 and 6 months postoperatively. The improvement in HRQOL and sexual function correlated significantly with basic preoperative levels of these, while the reduction in BMI was associated with significant improvement in only three aspects of HRQOL. The baseline levels of BMI was reversely significant associated with postoperatively improvement in physical functioning and bodily pain aspects of HRQOL, 1 year postoperatively.
|
7 |
Diesel from wood biomass : Screening LCA of a proposed KDV-plant in Jämtland, SwedenChandolias, Pavlos January 2014 (has links)
The KDV-process uses catalytic depolymerisation to convert biomass into diesel oil. The environmental performance of KDV-diesel in a proposed KDV-plant located in the County of Jämtland, Sweden, was assessed using Life Cycle Assessment (LCA) methodology. The functional unit of the study was one litre of KDV-diesel and the environmental impact categories that were considered were Global Warming Potential (GWP), Eutrophication Potential (EP) and Acidification Potential (AP). The acquisition of wood biomass significantly affected the life cycle performance of KDV-diesel production in all three impact categories. When benchmarked against conventional diesel oil, KDV-diesel contributed significantly less to GWP, since there are no fossil carbon dioxide (CO2) emissions from the use phase, but it contributed more to EP and AP due to slightly higher emissions in the production phases. This conclusion holds true for five investigated electricity-supply scenarios for the production of KDV-diesel. Each scenario utilised a different source for electricity production: wind power; hydro power; nuclear power; coal power; and using part of the produced KDV-diesel for on-site electricity production. Another scenario analysis compared an alternative use of the wood biomass and assumed that the same amount of wood biomass was used to generate bio-electricity, instead of being converted into KDV-diesel. The scenario analysis indicated that whether wood biomass should be used for KDV-diesel production or for bio-electricity production depends on the type of electricity that is used throughout the life cycle of KDV-diesel. / KDV-processen använder katalytisk depolymerisering för att omvandla biomassa till dieselolja. Miljöprestanda för KDV-diesel från en föreslagen KDV-anläggning i Jämtland län, Sverige, har studerats med livscykelanalys (LCA) metodik. Studiens funktionella enhet var en liter av KDV-diesel och de studerade miljöpåverkanskategorierna var Klimatpåverkan (GWP), Övergödning (EP) och Försurning (AP). Skogsbruket påverkade signifikant livscykelprestanda för KDV-dieselproduktion från trädbiomassa i de tre studerade miljöpåverkanskategorierna. Kontrasterad mot konventionell dieselolja bidrog KDV-diesel betydligt mindre till GWP eftersom det inte finns några utsläpp av fossil koldioxid (CO2) under användningsfasen, men bidrog samtidigt mer till EP och AP på grund av något högre utsläpp i produktionsfasen. Denna slutsats gäller för fem olika elförsörjning scenarier för produktion av KDV-diesel som studerats. Varje scenario använde olika typ av elproduktion: vindkraft; vattenkraft; kärnkraft; kolkraft; samt att använda en del av den producerade KDV-diesel för egen elproduktion. En annan scenarioanalys studerade alternativ användning av trädbiomassan och antog att samma mängd träbiomassa användes för att generera bio-elektricitet istället för KDV-diesel. Scenarioanalysen visade att utfallet för ifall träbiomassan borde användas för produktion av KDV-diesel eller bio-electricitet beror på typen av elproduktion som används för KDV-diesels livscykel. / Η διαδικασία KDV χρησιμοποιεί καταλυτικό αποπολυμερισμό για τη μετατροπή βιομάζας σε καύσιμο ντίζελ. Οι περιβαλλοντικές επιδόσεις του KDV-ντίζελ σε μια προτεινόμενη μονάδα KDV που βρίσκεται στην περιφέρεια Γιέμτλαντ της Σουηδίας, αξιολογήθηκαν με τη μέθοδο Αξιολόγησης του Κύκλου Ζωής (LCA). Η λειτουργική μονάδα της μελέτης ήταν ένα λίτρο KDV-ντίζελ και οι κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που εξετάστηκαν ήταν το Δυναμικό Θέρμανσης του Πλανήτη (GWP), το Δυναμικό Ευτροφισμού (EP) και το Δυναμικό Οξίνισης (AP). Η απόκτηση της βιομάζας ξύλου επηρέασε σημαντικά την απόδοση του κύκλου ζωής της παραγωγής KDV-ντίζελ και στις τρεις κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε σύγκριση με το συμβατικό πετρέλαιο ντίζελ, το KDV-ντίζελ συνέβαλε σημαντικά λιγότερο στο GWP, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ορυκτής προέλευσης κατά τη φάση της χρήσης, αλλά συνέβαλε περισσότερο στο EP και στο AP λόγω ελαφρώς υψηλότερων εκπομπών στις φάσεις της παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για πέντε σενάρια παροχής ηλεκτρισμού για την παραγωγή του KDV-ντίζελ που μελετήθηκαν. Σε κάθε σενάριο χρησιμοποιήθηκε μια διαφορετική πηγή ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού: αιολική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, ηλεκτροπαραγωγή με καύση άνθρακα και χρήση μέρους του παραγόμενου KDV-ντίζελ για επιτόπια παραγωγή ηλεκτρισμού. Μια διαφορετική ανάλυση σεναρίου συνέκρινε μια εναλλακτική χρήση της βιομάζας ξύλου, υποθέτοντας ότι η ίδια ποσότητα βιομάζας ξύλου χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή βιο-ηλεκτρισμού, αντί να μετατραπεί σε KDV-ντίζελ. Η ανάλυση σεναρίου κατέδειξε ότι η χρήση της βιομάζας ξύλου για την παραγωγή KDV-ντίζελ ή για την παραγωγή βιο-ηλεκτρισμού εξαρτάται από την πηγή ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού καθ’όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του KDV-ντίζελ.
|
8 |
Πιλοτική εφαρμογή βάσης δεδομένων για τον έλεγχο ασυμβασιών σε φάρμακα των κατηγοριών : παθήσεων δέρματος, αντινεοπλασματικά και ανοσοτροποποιητικά, αρθροπαθειών, μυο-σκελετικών και οφθαλμικών παθήσεων, γυναικολογικά, ώτων- ρινός-στοματοφάρυγγα, αναισθησίας και ενεργητικής-παθητικής ανοσοποίησηςΜαυρίκη, Μοσχούλα 10 August 2011 (has links)
Ο φαρμακευτικός κλάδος μπορεί να επωφεληθεί, με την βοήθεια της σημερινής τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών και συγκεκριμένα των βάσεων δεδομένων. Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η κάλυψη των αναγκών της Ελληνικής συνταγογραφίας των φαρμάκων. Συγκεκριμένα οι φαρμακευτικές βάσεις δεδομένων που ήδη υπάρχουν, δεν χρησιμοποιούν την τεχνολογία αναζήτησης των αλληλεπιδράσεων των φαρμάκων. Για το σκοπό αυτό σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα μοντέλο βάσεων δεδομένων, που υποστηρίζει πλήρως τις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων, σύμφωνα με τις οδηγίες του Εθνικού Συνταγολογίου Φαρμάκων που εκδίδεται υπό την ευθύνη του ΕΟΦ. Έπειτα έγινε η εισαγωγή δείγματος φαρμάκων και δοκιμάστηκε η ακεραιότητα του συστήματος για την επιτυχή λειτουργία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ φαρμάκων, καθώς μια εσφαλμένη αλληλεπίδραση μπορεί να αποβεί μοιραία για κάποιους ασθενείς. Τέλος αυτή η διπλωματική εργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από φαρμακοποιούς και ιατρούς για την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη συνταγογράφηση. / The pharmaceutical branch can profit, with the help of current technology of computers and concretely with the use of data bases. The purpose of this diplomatic work is to cover the needs of the Greek prescription on medicines. Particularly the pharmaceutical data bases, that already exist, do not use the search technology of interactions in medicines. For this aim it was drawn and implemented a model of data bases, that completely supports the interactions of medicines, according to the directives of national organization for medicines (N.O.M). The next step was the insertion of medicines and test the integrity of system for the successful operation of interactions between medicines, while a mistaken in interaction it can be turns out fatal for certain patients. Finally this diplomatic work can be used from pharmacists and doctors for secure and more effective prescription.
|
9 |
Διαταραχές σεξουαλικής λειτουργικότητας σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπείαΒόμβας, Δημητριος 01 October 2012 (has links)
Τα τελευταία χρόνια στον χώρο της Κλινικής Ογκολογίας πέρα από την εκτίμηση του θεραπευτικού αποτελέσματος των αντικαρκινικών θεραπειών, της ανταπόκρισης της νόσου και της συνολικής επιβίωσης των ασθενών, άρχισε να προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον η εκτίμηση παραμέτρων της Ποιότητας Ζωής. Μια από τις σημαντικές παραμέτρους της ΠΖ είναι η σεξουαλική λειτουργικότητα που συνδέεται άμεσα και με την σεξουαλικότητα του ατόμου. Η σεξουαλικότητα αντιστοιχεί σε ένα φαινόμενο με διαστάσεις βιολογικές, διαπροσωπικές και ψυχολογικές. Αποτελεί τομέα που αρκετές φορές παραμελείται από τους θεράποντες ιατρούς, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην ενημερώνονται για όλες τις παραμέτρους που αφορούν συνολικά την ανθρώπινη λειτουργικότητα. Η σεξουαλική λειτουργικότητα των καρκινοπαθών αποτελεί σημαντική παράμετρο της Ποιότητας-Ζωής η οποία πολλές φορές υποεκτιμάται. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αξιολόγηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας σε ασθενείς με καρκίνο που υποβάλλονται σε ριζική ακτινοθεραπεία σε συνδυασμό με την εκτίμηση της ποιότητας ζωής, του άγχους και της κατάθλιψης για πιθανές συσχετίσεις μεταξύ τους.
Υλικό και μέθοδοι: Η μελέτη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2006 και περατώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008. Ζητήθηκε από 174 ασθενείς να συμμετάσχουν στη μελέτη. Τελικά 138(79.3%) ασθενείς δέχτηκαν να ενταχθούν μετά από έγγραφη συγκατάθεση. Η μέση ηλικία αυτών ήταν 58.2 (29-84). Το δείγμα αφορούσε 48(34.8%) άνδρες και 90(65.2%) γυναίκες, με καρκίνο μαστού ή όγκους πυέλου. Ο σχεδιασμός της μελέτης περιλάμβανε την αξιολόγηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας και της κατάθλιψης σε 3 χρονικές φάσεις, προ της έναρξης της ακτινοθεραπείας (Φάση 1), στο πέρας αυτής (Φάσης 2) και 12 μήνες μετά (Φάση 3) με τη χρήση των ερωτηματολογίων Female Sexual Function Index(FSFI), International Index of Erectile Function(IIEF), EORTC-QLQ C30 και Hamilton Depression Scale(HDS).
Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ασθενών κατέγραφε υψηλά ποσοστά σεξουαλικών διαταραχών και στις 3 χρονικές φάσεις της μελέτης. Τα ποσοστά της στυτικής δυσλειτουργίας στους άνδρες ήταν 79.2% στη Φάση 1 και 82.2% στη Φάση 3. Στη Φάση 1 το ποσοστό των γυναικών που παρουσίαζαν σεξουαλικές διαταραχές αγγίζει το 80%. Γυναίκες που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία πυέλου κατέγραφαν υψηλότερα ποσοστά σεξουαλικών διαταραχών σε σύγκριση με αυτές που έλαβαν ακτινοθεραπεία στο μαστό. Στο σύνολο των ασθενών παρατηρήθηκε ότι υπήρχε συσχέτιση της ηλικίας με την σεξουαλική λειτουργικότητα με αυξημένη επίπτωση σε ασθενείς > 65 ετών. Ασθενείς με PS=0 παρουσίαζαν καλύτερη σεξουαλική λειτουργικότητα σε σύγκριση με αυτούς που είχαν PS=1 ή 2. Το 25% των ασθενών παρουσίασε υψηλά ποσοστά κατάθλιψης. Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση της κατάθλιψης με την σεξουαλική λειτουργικότητα σε στατιστικώς σημαντικό επίπεδο. Ανεξάρτητα σταδίου νόσου, η μέση τιμή συνολικής ΠΖ για τις ασθενείς με καρκίνο μαστού ήταν 77.4, και για τους ασθενείς με όγκους πυέλου 73. Αγχώδεις διαταραχές παρατηρήθηκαν στο 10% των ασθενών και για τις δύο ομάδες. Επίσης παρατηρήσαμε ότι υψηλότερα επίπεδα άγχους συνδέονταν με χαμηλότερα επίπεδα ΠΖ (p<0.05). Ασθενείς με αρχικό στάδιο νόσου παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα αγχωδών διαταραχών (p<0.05). Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση μεταξύ ΠΖ / άγχους / κατάθλιψης με προηγηθείσα χημειοθεραπεία, την ηλικία, το φύλο και την κατάσταση λειτουργικότητας. Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών ανέφερε στην αρχή της ακτινοθεραπείας υψηλά επίπεδα ΠΖ με καλή λειτουργικότητα και σχεδόν απουσία συμπτωμάτων. Μεταξύ των δυο ηλικιακών ομάδων, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι των 65 ετών δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά στατιστικά σημαντική στην ΠΖ.
Συμπεράσματα: Θα λέγαμε συμπερασματικά ότι το ποσοστό των ασθενών που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία βιώνει κάποιας μορφής και σημαντικού βαθμού σεξουαλικές διαταραχές τις οποίες οφείλει ο Ακτινοθεραπευτής-Ογκολόγος να μην τις αγνοεί. Η σεξουαλική λειτουργικότητα επηρεάζεται αρνητικά σε μεγαλύτερο βαθμό σε ασθενείς που ακτινοβολούνται στην πύελο σε σύγκριση με το μαστό. Κρίνεται αναγκαία η εκπαίδευση των νέων γιατρών σε θέματα σεξουαλικής συμβουλευτικής. Η εκτίμηση και η αντιμετώπιση των διαταραχών αυτών θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη καθιερωμένη προσέγγιση των καρκινοπαθών. Η παράμετρος της σεξουαλικότητας στα πλαίσια της συγκεκριμένης αυτής νόσου αποτελεί πεδίο που χρήζει περαιτέρω έρευνας με προοπτικές και τυχαιοποιημένες μελέτες. / Quality of life (QoL) is now regarded important not only in oncology research, but in the daily clinical practice as well. QoL is composed of many parameters, including sexuality. Sexuality is a complex phenomenon that incorporates biologic, psychologic, interpersonal, and behavioral dimensions. Cancer diagnosis and treatments often cause physical and psychological disruptions to sexual health. The main objective of this study was to delineate the rates and clinical course of sexual function and depression in cancer patients undergoing radical radiotherapy.
Patients and methods: The evaluation included the completion of patients’ self-reported questionnaires. Forty-eight male and 90 female RT-naive outpatients with breast cancer or pelvic tumors completed the Female Sexual Function Index (FSFI), the International Index of Erectile Function (IIEF), the EORTC-QLQ C30 and the Hamilton Depression Scale (HDS) prior to (Phase 1), at the end (Phase 2) and 12 months post-RT (Phase 3).
Results: Out of the 174 patients initially assessed, 138 agreed to participate in the study. Overall, the majority of patients (93.8% of males and 80% of females) experienced intense sexual dysfunction. At presentation, males reported severe erectile dysfunction (ED) that was significantly associated with age. However, only in sexual desire (SD), was the difference between baseline and Phase 3 significant. Although the incidence of severe ED in all three Phases of the study was impressive, it remained stable over time (severe ED: 79.2% Phase 1 - 82.2% Phase 3). However, only in sexual desire, was the difference statistically significant, particularly at Phase 1 and 3 (p<0.05). For all women, an improvement was observed in all parameters of the FSFI over the course of the study. FSFI total scores at Phase 3 were higher compared to Phase 1 and 2 (p<0.05). It appeared that females who underwent pelvic radiotherapy scored lower than those who underwent breast radiotherapy. The differences were significant at all three Phases of the study (p<0.001). As to the primary site, the differences were statistically significant among females with breast cancer (p<0.05). Pts with ECOG PS=0 presented higher total FSFI scores at Phase 3 compared to those with PS 1 (p<0.05). 53% of all patients reported some kind of depressive symptomatology at Phase 1. Finally, depression was not related to sexual function. In general, the majority of patients reported high levels of quality of life. The global quality of life in breast cancer patients’ was 74 and in pelvic tumors group was 73.
Conclusions: Overall, the current study showed that the majority of patients with cancer treated with radiotherapy experienced intense sexual dysfunction. We conclude that cancer patients undergoing radiotherapy, mainly in the pelvic region, experience an important degree of sexual dysfunction and depression, which the Radiation-Oncologist should not ignore. Pelvic radiotherapy affected sexual function to a higher degree than breast radiotherapy. The evaluation and the confrontation of these dysfunctions should be included in the standard routine approach of cancer patients offering them holistic care. In modern Oncology, sexuality constitutes a promising field for further research with the aim to devise proper interventions to enhance patients’ total function.
|
10 |
Ανάπτυξη μεθόδων για την επιλογή της καλύτερης διαθέσιμης τεχνολογίας για την επεξεργασία υγρών βιομηχανικών αποβλήτων / Development of a decision – supporting tool for the selection of best available technology for industrial wastewater treatmentΓεωργιοπούλου, Μάρθα 22 May 2008 (has links)
Η επιλογή της καλύτερης διαθέσιμης τεχνολογίας για την επεξεργασία βιομηχανικών αποβλήτων που προέρχονται από μια δεδομένη πηγή απαιτεί μια καλά δομημένη και περιεκτική μεθοδολογία για συστηματική αποτίμηση των εναλλακτικών τεχνολογιών. Μια κατάλληλη μεθοδολογία για την επιλογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης βιομηχανικών απόβλητων από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη αναπτύσσεται και εφαρμόζεται σε μια βιομηχανία γάλακτος. Προκειμένου να επιλεγεί το πιο φιλικό προς το περιβάλλον και το περισσότερο οικονομικό ολοκληρωμένο σύστημα επεξεργασίας, διαφορετικές τεχνολογίες επεξεργασίας βιομηχανιών αποβλήτων εξετάστηκαν. Τα συστήματα επεξεργασίας αποτελούνται από εναλλακτικές διεργασίες προεπεξεργασίας, τεχνολογίες βιολογικής επεξεργασίας (αερόβιες και αναερόβιες) και την επεξεργασία της ιλύος. Αναπτύχθηκε ένα μοντέλο τύπου ριζόχαρτου που υπολογίζει την κατανάλωση των υλικών, της ενέργειας, των κύριων αναλωσίμων και τις εκπομπές που συνδέονται με τις φάσεις οικοδόμησης και λειτουργίας των εναλλακτικών τεχνολογιών επεξεργασίας. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία της Ανάλυσης Κύκλου Ζωής (ΑΚΖ) για να υπολογιστούν ποσοτικά οι πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε κάθε περίπτωση. Οι επιλογές που βασίζονται στην αναερόβια χώνευση αναδείχθηκαν ότι είναι περισσότερο φιλικές προς το περιβάλλον και οδηγούν σε λιγότερες εκπομπές. / The selection of the best available technology for the treatment of industrial wastewater originating from a given source requires a well structured and comprehensive methodology for the systematic evaluation of the alternative technologies. A suitable methodology for the selection of an integrated system of management of industrial wastewater from the environmental and economic viewpoints is developed and applied to a milk industry. In order to select the environmentally friendlier and most economic integrated treatment system, different industrial wastewater treatment technologies were considered. The treatment systems consisted of alternative pretreatment processes, biological treatment technologies (aerobic and anaerobic) and sludge treatment. A spreadsheet model that calculates the consumption of materials, energy, main consumables and emissions associated with both the construction and operation phases of the alternative treatment technologies was constructed. The Life Cycle Assessment (LCA) methodology was then used to quantify the potential environmental impacts in each case. Options based on anaerobic digestion were found to be the most environmentally friendly leading to fewer emissions.
|
Page generated in 0.0424 seconds