Spelling suggestions: "subject:"μετανάστευσης"" "subject:"μετανάστευση""
1 |
Η αυτο-απασχόληση των μεταναστών στην ΕλλάδαΔημητρίου, Ιωάννης 22 September 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την αυτό-απασχόληση των μεταναστών στην Ελλάδα. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού για το 2ο τρίμηνο του έτους 2007. Για τον προσδιορισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τις δυνατότητες αυτό-απασχόλησης των μεταναστών χρησιμοποιήθηκαν οικονομετρικά υποδείγματα δυαδικής επιλογής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι μετανάστες στην Ελλάδα συστηματικά καταγράφουν χαμηλότερες πιθανότητες αυτό-απασχόλησης σε σχέση με του γηγενείς. Το εύρημα αυτό δεν φαίνεται να συμβαδίζει με την διεθνή εμπειρική ένδειξη αφού στη πλειονότητα των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών η αυτό-απασχόληση των μεταναστών υπερτερεί των γηγενών. Στη συνέχεια εκτιμήσαμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα αυτό-απασχόλησης για τους μετανάστες και τους γηγενείς, ξεχωριστά χρησιμοποιώντας μια ευρεία δέσμη ατομικών παραγωγικών χαρακτηριστικών καθώς και χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την διάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων βρέθηκε ότι οι γυναίκες εμφανίζονται με χαμηλότερα ποσοστά αυτό-απασχόλησης τόσο στο δείγμα των μεταναστών όσο και στο δείγμα των γηγενών. Χρησιμοποιώντας στοιχεία για τα έτη διαμονής στην Ελλάδα βρέθηκε να επιβεβαιώνεται η υπόθεση της αφομοίωσης των μεταναστών στην χώρα υποδοχής. Πιο συγκεκριμένα, οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα πάνω από έντεκα χρόνια έχουν αυξημένες πιθανότητες αυτό-απασχόλησης σε σχέση με αυτούς που ζουν στην Ελλάδα λιγότερο από πέντε χρόνια. Τέλος, βρέθηκε ότι τα ποσοστά αυτό-απασχόλησης στις χώρες προέλευσης των μεταναστών σχετίζονται αρνητικά με τα ποσοστά αυτό-απασχόλησης των μεταναστών στην Ελλάδα. / -
|
2 |
Οι συγκινησιακές διαδικασίες και προκαταλήψεις που απορρέουν από άτομα διαφορετικής εθνικής καταγωγής προς άλλα άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων : μια πειραματική έρευνα σε φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος ΠατρώνΠανέτα, Ευστρατία 13 October 2009 (has links)
Το θέμα της πτυχιακής μου είναι οι συγκινησιακές διαδικασίες και η προκατάληψη. Ασχολήθηκα με αυτό το θέμα, έχοντας ως σκοπό να ερευνήσω τη γνώμη που θα σχηματίσουν οι φοιτητές απέναντι σε μαθητές διαφορετικής εθνικότητας. Το δείγμα της έρευνας μου αποτελείται από σαράντα (40) φοιτητές, είκοσι (20) αγόρια και είκοσι (20) κορίτσια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ως ερευνητικά εργαλεία χρησιμοποίησα ένα (1) ερωτηματολόγιο [σε τρεις (3) διαφορετικές μορφές] με βάση την κλίμακα Likert και είκοσι (20) φωτογραφίες Ελλήνων και Αλβανών μαθητών. Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν στο Statistical Pucleage for Sosial Sciences (SPSS) και μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι αποτελούμε πλέον μια ανοικτή ομάδα απέναντι στο διαφορετικό, χωρίς ιδιαίτερες ρατσιστικές και στερεοτυπικές συμπεριφορές. Καταλήξαμε πως ο ρατσισμός έχει ίσως περιορισθεί, δεν έχει όμως εξαλειφθεί. Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει ο καθένας μας να διακατέχεται από τις αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, όπως για παράδειγμα είναι ο σεβασμός και η αποδοχή του διαφορετικού, η αλληλοκατανόηση, η ειλικρινή διάθεση για επικοινωνία και συνύπαρξη με το «άλλο», μέσα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. / -
|
3 |
Θρησκευτικές πεποιθήσεις σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές Στ΄ δημοτικούΒλάσση, Αγγελική 09 October 2008 (has links)
Έχει παρατηρηθεί ότι η θρησκευτική ταυτότητα είναι στοιχείο του κοινωνικο-πολιτισμικού πλαισίου. Αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζεται και επηρεάζει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ατόμων και κυρίως των Αλλοδαπών στην χώρα εισαγωγής, οι οποίοι προσπαθώντας να προσαρμοστούν και να γίνουν αποδεκτοί από αυτό μπορεί να αλλάζουν την θρησκευτική τους ταυτότητα, ή γίνονται αποδεκτοί με τη συγκεκριμένη τους ταυτότητα. Στη συγκεκριμένη εργασία ερευνάται η θρησκεία και ο ρόλος της σε Έλληνες και Αλλοδαπούς μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού. Συγκεκριμένα αναφέρονται η θρησκεία και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αυτών των μαθητών και πως αυτές οι πεποιθήσεις επηρεάζουν την καθημερινή τους ζωή.
Κατ’ επέκταση γίνεται προσπάθεια να ερευνηθεί ποια είναι η θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων και των Αλλοδαπών μαθητών, μέσα από τα θρησκευτικά τους πιστεύω, και πως αυτή τους η ταυτότητα επηρεάζει τις καθημερινές τους ενέργειες, τις καθημερινές τους συνήθειες, τις σχέσεις μεταξύ τους , την ευκολία ή δυσκολία προσαρμογής των Αλλοδαπών μαθητών στη χώρα υποδοχής, καθώς επίσης ερευνάται και το πώς η θρησκευτική ταυτότητα των δύο παραπάνω ομάδων, αλλά κυρίως των Αλλοδαπών μαθητών, επηρεάζεται από τις σχέσεις τους με τους συνομίληκούς τους και γενικότερα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της χώρας υποδοχής, δηλαδή της Ελλάδας.
Επομένως μοιράστηκαν ερωτηματολόγια σε 59 μαθητές του Δημοτικού, της ΣΤ΄ Δημοτικού σχετικά με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τις καθημερινές τους ενέργειες που σχετίζονται με την θρησκεία τους, καθώς και πως οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις επηρεάζονται και επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Αναφορικά με το θεωρητικό μέρος, αυτό χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αποσαφήνιση των όρων θρησκεία, πίστη, θρησκευτική πεποίθηση, θεολογία, ταυτότητα, πολιτισμός. Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά των μεγαλύτερων πληθυσμιακά θρησκειών, δηλαδή του Χριστιανισμού, του Ισλαμισμού, του Ιουδαϊσμού και του Βουδισμού.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια εκτενέστερη ανάλυση του όρου «ταυτότητα» μέσα από τις θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογίας και αναλύονται οι έννοιες της προσωπικής, της κοινωνικής, της συνειδητής και μη συνειδητής και της πολιτισμικής ταυτότητας, καθώς, επίσης και ο ρόλος και οι μεταβολές της θρησκευτικής ταυτότητας. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναφέρονται ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία που συνδέονται με την θρησκεία, όπως είναι το φύλο και η εθνικότητα.
Στη συνέχεια ακολουθούν οι υποθέσεις, η μεθοδολογία, ο γενικός σκοπός της έρευνας, η ανάλυση και ο σχολιασμός των ερευνητικών δεδομένων μέσα από πίνακες και γραφήματα και τέλος τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα και εργασία. / -
|
4 |
Αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές της Ε΄ Δημοτικού και βαθμός ανταπόκρισης στις προσδοκίες των γονέων τουςΣάμπαλη, Ελισάβετ 09 October 2008 (has links)
Η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη είναι δύο βασικές συνιστώσες του εαυτού, των οποίων η σημασία είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση και εξέλιξη της προσωπικότητας του ατόμου. Είναι δυο έννοιες, οι οποίες έχουν μελετηθεί αρκετά και έχουν πραγματοποιηθεί πάρα πολλές έρευνες για την αποσαφήνισή τους και για τις παραμέτρους με τις οποίες σχετίζονται.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει δοθεί σε αυτές τις έννοιες, με ώθησε να επιλέξω να ασχοληθώ με αυτές τις έννοιες. Επίσης, θεωρώ πως είναι αποστολή του εκπαιδευτικού να μπορεί να ανιχνεύει την αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη των μικρών μαθητών την εποχή που διαμορφώνεται ο χαρακτήρας τους και να την ενισχύει, όπως «επιβάλλεται» από τα διδακτικά του καθήκοντα.
Έτσι, αποφάσισα να διερευνήσω το βαθμό αυτοεκτίμησης και αυτοαντίληψης μαθητών της Ε΄ Δημοτικού. Λόγω της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όπου Έλληνες και αλλοδαποί μαθητές συνυπάρχουν, θεώρησα ιδιαίτερα ενδιαφέρον να μελετηθούν αυτές οι δυο έννοιες, όχι μόνο σε γηγενείς μαθητές, αλλά και σε μαθητές που προέρχονται από άλλες χώρες, οι οποίοι μένουν, μεγαλώνουν, μορφώνονται, κοινωνικοποιούνται στην Ελλάδα. μια άλλη παράμετρος, η οποία θα μελετηθεί είναι τι προσδοκίες αντιλαμβάνονται τα παιδιά ότι έχουν οι γονείς τους από αυτά και κατά πόσο πιστεύουν ότι ανταποκρίνονται σε αυτές. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, κάποιος πρέπει να έχει πολλά προσόντα και πολλά είδη προσόντων, για να καταφέρει να επιβιώσει, έτσι και οι γονείς, επιθυμώντας το καλύτερο για τα παιδιά τους, προσδοκούν από αυτά πολλά πράγματα.
Στο θεωρητικό μέρος της πτυχιακής μου εργασίας, αποσαφηνίζεται η έννοια του «εαυτού» και των δύο συνιστωσών του, την «αυτοεκτίμηση» και την «αυτοαντίληψη». Θα παρατεθούν διάφορες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για αυτές τις έννοιες στο κεφάλαιο 2.1.1. για τον «εαυτό», στο κεφάλαιο 2.1.2. για την «αυτοεκτίμηση» και στο 2.1.3. για την «αυτοαντίληψη».
Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο 2.2 αναφέρονται και αναλύονται οι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την αυτοεκτίμηση και την αυτοαντίληψη. Το οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ζει και μεγαλώνει ένα παιδί είναι ένας από αυτούς από τους παράγοντες. Επιπλέον, το φύλο του παιδιού διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του επιπέδου της αυτοεκτίμησης και της αυτοαντίληψης και αυτό φαίνεται και μέσα από διαφυλικές έρευνες που παρατίθενται. Τέλος, η νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα, όπου κυριαρχεί η διαπολιτισμικότητα – με στόχο την αμοιβαία συνεργασία όλων των λαών – προβάλλει στο προσκήνιο και αυτή ως παράγοντας ανάπτυξης της αυτοεκτίμησης και της αυτοαντίληψης.
Στο επόμενο κεφάλαιο (2.3.) της εργασίας αυτής, γίνεται λόγος για τους αλλοδαπούς μαθητές στην Ελλάδα, για τις νέες συνθήκες ζωής αυτών των μαθητών και για την προσαρμογή τους σε αυτές. Παρατίθενται και ερευνητικά αποτελέσματα, όπου φαίνεται η αξία του να ανήκεις σε ομάδα και η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας, δύο στοιχεία που επηρεάζουν σημαντικά το αίσθημα της αυτοεκτίμησης.
Τελειώνοντας το θεωρητικό μέρος αποσαφηνίζεται η έννοια της «προσδοκίας» (2.4.). Αρχικά, πραγματοποιείται μια γενική θεώρηση του όρου αυτού και στη συνέχεια διαφαίνεται πως οι προσδοκίες των γονέων συμβάλλουν στην αυτοεκτίμηση των παιδιών τους. Γίνεται λόγος και για τις προσδοκίες των αλλοδαπών γονέων.
Συνεχίζοντας, προχωράμε στο ερευνητικό μέρος, όπου διατυπώνονται οι υποθέσεις που κάνουμε για τα αποτελέσματα της έρευνάς μας. Γίνεται μικρή περιγραφή του δείγματος και των ερευνητικών εργαλείων που χρησιμοποιήσαμε καθώς και του τρόπου ανάλυσης των δεδομένων. Ακολουθεί, στο κεφάλαιο 4, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνάς μας, και στο κεφάλαιο 5 διατυπώνονται τα συμπεράσματα από την έρευνα αυτή. / -
|
5 |
Ο ρόλος της γλώσσας της χώρας υποδοχής στη διαδικασία ένταξης των μεταναστών : έρευνα σε μετανάστες στην ΠάτραΖολώτα, Αριστέα - Ισιδώρα 14 September 2010 (has links)
Η παρούσα έρευνα, πραγματεύεται το μεταναστευτικό φαινόμενο και ειδικότερα τη σημαντικότητα που έχει η γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής για τους μετανάστες. Η έντονη παρουσία των μεταναστών στην Ελλάδα και οι δυσκολίες που αυτοί αντιμετωπίζουν στον κοινωνικό και εργασιακό τομέα, εξαιτίας της αδύναμης κοινωνικής τους θέσης, ήταν η αφορμή για την πραγματοποίηση της έρευνας. Η αναζήτηση των παραγόντων που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ένταξή τους στη χώρα έστρεψε το προσωπικό ενδιαφέρον στην μελέτη της εκμάθησης της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Το μεθοδολογικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι η ημιδομημένη συνέντευξη και τα ερευνώμενα υποκείμενα είναι μετανάστες, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, που κατοικούν στην Ελλάδα. Αναλύοντας τα δεδομένα των συνεντεύξεων, συμπεραίνεται πως η επιρροή της γλώσσας είναι περιορισμένη, καθώς σχετίζεται κυρίως με προσωπικά οφέλη (όπως για παράδειγμα, η αύξηση της αυτοπεποίθησης του μετανάστη), και δεν βοηθά ουσιαστικά, όσο πιστεύεται, στη βελτίωση των συνθηκών ζωής του μετανάστη και την πληρέστερη ένταξή του. Επίσης, εκτός από το ζήτημα της ένταξης, παρατηρήθηκε πως ακόμη και η εκδοχή της γλώσσας που ο μετανάστης μαθαίνει να χρησιμοποιεί, συμβάλλει στην παγίωση της αρχικής του θέσης στην κοινωνία υποδοχής. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο γλωσσικός κώδικας που αυτός χρησιμοποιεί διαφέρει από εκείνον της κυρίαρχης - αστικής τάξης, οπότε μιλάμε για κοινωνική αναπαραγωγή. / The present research analyses the immigration phenomenon and more specifically, the importance of the official language´s knowledge of the recipient country for the immigrants. The large presence of immigrants in Greece and the difficulties which they confront in social and labor brenches due to their weak social position, was the starting point of this research project. The search of the agents which could improve their integration in the country made me aim my personal interests into the field of language learning in the recipient country. Semi - structured interviews where used as the methodological tool of the research whose subjects were immigrants living in Greece, regardless of their legal status. By analyzing the results of the interviews, we come to the conclusion that the influence of the language is limited since it is related to personal profits (for example: increase of the immigrants self-confidence feeling) and essentially, does not boost, as it is believed, the immigrant´s life standards´ improvement and his full integration. Moreover, apart from the integration fact, the research also showed that the language stratum which the immigrant acquires and uses, contributes to the settlement of his initial social position in the recipient country. This occurs due to his usage of the language code, which differs from the one used by the dominant - middle class, so it is a question of social reproduction.
|
6 |
Πολιτισμικό κεφάλαιο και εκπαιδευτικές προσδοκίες γηγενών μαθητών δημοτικού σχολείου και μαθητών προερχόμενων από οικογένειες μεταναστώνΣπηλιοπούλου, Γεωργία 07 October 2014 (has links)
Το θέμα της εργασίας μας αναφέρεται στο πολιτισμικό κεφάλαιο και στις εκπαιδευτικές προσδοκίες γηγενών μαθητών δημοτικού σχολείου και μαθητών προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να διερευνηθούν: α) οι διαφοροποιήσεις και οι ομοιότητες μεταξύ του πολιτισμικού κεφαλαίου των γηγενών μαθητών και των μαθητών προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών της ΣΤ’ τάξης δημόσιων δημοτικών σχολείων της περιοχής της Πάτρας, β) κατά πόσο το πολιτισμικό κεφάλαιο των μαθητών αυτών συσχετίζεται με τις προσδοκίες τους για το εκπαιδευτικό τους μέλλον και γ) η συσχέτιση του μορφωτικού επιπέδου και του επαγγέλματος των γονέων των μαθητών (γηγενών και προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών) με τις προσδοκίες τους για το εκπαιδευτικό μέλλον των παιδιών τους. Η έρευνά μας, βασισμένη στο θεωρητικό πλαίσιο του Pierre Bourdieu, διεξήχθη με τη χρήση δύο ερευνητικών «εργαλείων»: του ερωτηματολογίου και της ημιδομημένης συνέντευξης.
Τα ερευνητικά μας ευρήματα δείχνουν ότι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ του πολιτισμικού κεφαλαίου των γηγενών μαθητών και των μαθητών προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών είναι περισσότερες σε σχέση με τις ομοιότητες που παρουσιάζουν και εστιάζονται, μεταξύ άλλων, στην ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων και στα πολιτισμικά αγαθά που υπάρχουν στο σπίτι τους. Οι γηγενείς μαθητές φαίνεται να συσσωρεύουν μεγαλύτερο όγκο «εγγενούς» και «αντικειμενοποιημένου» πολιτισμικού κεφαλαίου από την οικογένειά τους σε σύγκριση με τους μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο, το οποίο αποτυπώνεται στις επιλογές τους και στις δράσεις τους. Επιπλέον, προκύπτει ότι το πολιτισμικό κεφάλαιο των γηγενών μαθητών και των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο στις περισσότερες εκφάνσεις του συσχετίζεται με τις εκπαιδευτικές τους προσδοκίες. Οι εκπαιδευτικές προσδοκίες των γονέων των μαθητών ανεξαρτήτως της εθνικής τους προέλευσης και του μορφωτικού τους υπόβαθρου φαίνεται ότι είναι πολύ υψηλές. Διαπιστώνεται επίσης ότι το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα των γονέων των μαθητών συσχετίζεται με τις προσδοκίες τους για το εκπαιδευτικό μέλλον των παιδιών τους. / The subject of our paper refers to cultural capital and educational expectations of primary school native students as well as students come from immigrant families. This paper aims to investigate: a) differences and similarities between native students and students come from immigrant families who study at the 6th grade of state primary schools in Patras area, b) to what extent their cultural capital is correlated with their expectations concerning their educational future and c) the correlation of educational level and occupation of students’ parents (natives and those come from immigrant families) with their expectations concerning the educational future of their children. Our research, based on the theoretical framework of Pierre Bourdieu, was carried out by means of two research “tools”: questionnaire and semi-structured interview.
Our research findings show that there are more differences than similarities between cultural capital of native students and students come from immigrant families and they are focused, among others, on reading extracurricular books and cultural goods which exist into their house. Native students seem to accumulate larger volume of “embodied” and “objectified” cultural capital from their family compared to students with immigrant background, which is imprinted on their choices and their actions. In addition, it is evident that cultural capital of native students and students with immigrant background is correlated in most of its manifestations with their educational expectations. Educational expectations of students’ parents regardless of their national origin and their educational background seem to be very high. It is also revealed that educational level and occupation of students’ parents is correlated with their expectations concerning their children’s educational future.
|
7 |
Η μετανάστευση στα σύγχρονα ελληνικά φιλολογικά περιοδικά : βιβλιογραφική μελέτη των φιλολογικών περιοδικών "Διαβάζω", "Εντευκτήριο", "Η Λέξη", "Νέα Εστία", "Πλανόδιον", "Το Δέντρο" (1989 – 2009) : παράρτημα - αφιέρωμα του περιοδικού "Απόπλους των Σαμιακών Γραμμάτων και Τεχνών Περιήγηση" στη μετανάστευσηΣτικούδη, Άρτεμις 04 December 2012 (has links)
H σύγχρονη μεταναστευτική κίνηση προς στην Ελλάδα αποτελεί μέρος του ευρύτερου φαινομένου της διεθνούς μετανάστευσης. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα εισροής και εκροής μεταναστών από και προς τη χώρα. Η παραπάνω κινητικότητα επέφερε αλλαγές και ανακατατάξεις στη δομή της ελληνικής κοινωνίας προβάλλοντας ζητήματα ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά όπως είναι το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων των μεταναστών, η ανάγκη ανάπτυξης νέων πολιτισμικών ταυτοτήτων, ο ρατσισμός και η βία. Η παρούσα διπλωματική διατριβή αποσκοπεί μέσα από την αποδελτίωση των λογοτεχνικών περιοδικών Διαβάζω, Εντευκτήριο, Η Λέξη, Νέα Εστία, Πλανόδιον και Το Δέντρο (Μάιος 1989 – Μάιος 2009) καθώς και του ειδικού αφιερώματος του τεύχους 35 – 36 του περιοδικού Απόπλους Σαμιακών Γραμμάτων και Τεχνών Περιήγηση να καταγράψει και να συστηματοποιήσει τους τρόπους με τον οποίους η λογοτεχνική κοινότητα αντέδρασε στο φαινόμενο. Πιο συγκεκριμένα στοχεύει να παρουσιάσει τις στάσεις της λογοτεχνίας απέναντι στους μετανάστες καθώς και απέναντι στο λεγόμενο «μεταναστευτικό πρόβλημα». / --
|
8 |
Η διαπολιτισμική ικανότητα του εκπαιδευτή ενηλίκων : Μια έρευνα στο πεδίο της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσαςΣιμόπουλος, Γιώργος 19 August 2014 (has links)
Σκοπός της διατριβής ήταν να διερευνηθεί η συγκρότηση των παραδοχών, στάσεων και πρακτικών που συνδέονται με τη διαπολιτισμική ικανότητα των εκπαιδευτών ενηλίκων στο πεδίο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε μετανάστες εκπαιδευόμενους. Εξετάστηκε η σχέση του βαθμού διαπολιτισμικής ικανότητας των εκπαιδευτών ενηλίκων με τις παραδοχές τους σε σχέση με την επαγγελματική τους ταυτότητα, καθώς και με βασικές αρχές της εκπαίδευσης ενηλίκων. Διερευνήθηκε, επίσης, η συνάφεια της ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με επιλογές επαγγελματικής ανάπτυξης που σχετίζονται με θεωρητικές αναφορές σχετιζόμενες με το πλαίσιο της μετασχηματίζουσας μάθησης.
Η έρευνα βασίστηκε σε μεθοδολογική τριγωνοποίηση, αξιοποιώντας ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 211 εκπαιδευτές που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη, παρατήρηση 20 τμημάτων διδασκαλίας, συνεντεύξεις με τους εκπαιδευτές και δείγμα εκπαιδευομένων αυτών των τμημάτων (23 και 47 συνεντεύξεις αντίστοιχα) και συμμετοχική παρατήρηση των συναντήσεων και του εξ αποστάσεως διαλόγου μιας –σε εθελοντική βάση συγκροτημένης– ομάδας 18 εκπαιδευτών.
Τα δεδομένα της έρευνας αποτυπώνουν την κυριαρχία, στο μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτών, μονοπολιτισμικών οπτικών ως προς το στόχο διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας και τη διαχείριση πολιτισμικών πλαισίων αναφοράς. Οι εκπαιδευτές αυτοί υιοθετούν εκπαιδευτικές πρακτικές μετωπικής διδασκαλίας, ενώ, παράλληλα, η διάκριση ανάμεσα σε εκπαιδευόμενους «με» και «χωρίς» κουλτούρα, οδηγεί ένα μέρος τους σε έντονα αρνητικά συναισθήματα και πρακτικές υποτίμησης ορισμένων ομάδων εκπαιδευομένων. Μειοψηφική (της τάξης του 20-25%) εμφανίζεται η ομάδα των εκπαιδευτών που είναι ανοιχτοί στη διαπραγμάτευση των παραδοχών, δημιουργώντας χώρους διαλόγου, αποστασιοποίησης από τις «ασφαλείς παραδοχές» και κριτικού στοχασμού που ενδέχεται να λειτουργήσει μετασχηματιστικά. Οι εκπαιδευτές αυτοί αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευόμενους ως ενεργούς συνδημιουργούς γνώσης, υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχικές εκπαιδευτικές τεχνικές, ενώ αναζητούν και αξιοποιούν την ανατροφοδότηση από εκπαιδευόμενους και κριτικούς φίλους, σε συνδυασμό με πρακτικές ενδοσκόπησης, ως στοιχεία της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. Από τα δεδομένα της έρευνας αναδεικνύεται, τέλος, η συμβατότητα της μεθοδολογίας ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας με εκείνη που οδηγεί σε μετασχηματίζουσα μάθηση, ως προς χαρακτηριστικά όπως ο βιωματικός προσανατολισμός και η εστίαση στην επεξεργασία των παραδοχών αλλά και στην ανάδυση των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν. / The purpose of this thesis was to investigate the formation of assumptions, attitudes and practices related to intercultural competence of adult educators in the field of teaching Greek as a second language to immigrant students. The thesis examined the relationship between the degree of intercultural competence of adult educators and their assumptions in relation to their professional identity and basic principles of adult learning. It also investigated the relevance between the development of intercultural competence and professional development options related to the context of transformative learning.
The research was based on a methodological triangulation, utilizing questionnaire completed by 211 educators who teach Greek as a second or foreign language, observation of 20 teaching groups, interviews with trainers and trainees sample of the above mentioned groups (23 and 47 interviews respectively) and participatory observation of the meetings and the distance conversation of a voluntary structured group formed by 18 trainers .
The research data illustrate that monocultural views in relation to the target of teaching a second language, as well as management of cultural frames of reference, are common for the majority of trainers. These educators adopt frontal teaching educational practices, while at the same time the distinction between learners 'with' and 'without ' culture leads a number of trainers into intense negative emotions and practices of devaluation of certain groups of learners. The group of educators that appear open to assumptions’ negotiation seems to be a minority (approximately 20-25 %). These educators keep a distance from "consolidated assumptions" and create spaces of dialogue and critical reflection, that may have a transformational effect. They treat students as active co-creators of knowledge and adopt a greater degree of participatory training techniques, while seeking and utilizing feedback from students and “critical friends”, combined with introspection practices, as elements of their professional development. From the research data emerges, finally, the compatibility of the methodology for the development of intercultural competence and the methodology that leads to transformative learning, in terms of characteristics such as experiential orientation and focus on treatment of the assumptions and the emergence of feelings that accompany assumptions.
|
9 |
Les parents et l'école en Grèce. Etude contrastive des rapports dans un contexte d'hétérogénéité culturelle / Οι γονείς και το σχολείο στη Ελλάδα. Αντιθετική μελέτη των σχέσεων μέσα σε συνθήκες πολιτισμικής ετερογένειαςΠαπακωνσταντίνου, Αντιγόνη Άλμπα 21 March 2011 (has links)
Suite à une immigration massive pendant les deux dernières décennies, la société grecque connaît de grands changements démographiques et se trouve face à des enjeux politiques, économiques, sociaux et donc aussi éducatifs. Face à une telle conjoncture le système scolaire oscille entre une organisation centralisée et traditionnelle, et l’adoption de mesures ponctuelles et progressistes qui visent d’une part à l’intégration des enfants d’immigrés et d’autre part à une meilleure collaboration entre les familles, les enseignants et l’institution scolaire. Se situant dans ce cadre marqué par des mutations sociales et éducatives, la présente étude a comme objectif de décrire, de comprendre et d’expliquer le rapport à l’école primaire des parents grecs et des parents immigrés, qui constituent par ailleurs la première génération migratoire en Grèce.
Le rapport parental à l’école est examiné plus en termes de processus et de relations qu’en termes de situations. Par ailleurs, nous avons considéré qu’il ne peut être saisi, détecté et compris que par l’étude du rapport des parents aux savoirs scolaires, à l’institution scolaire elle-même ainsi qu'aux enseignants. Notre intérêt a porté sur les perceptions parentales concernant les savoirs dispensés par l’école primaire, sur les logiques familiales relatives à l’accompagnement scolaire de l’enfant et sur les contacts et les interactions des parents avec les enseignants. La recherche a été axée sur trois hypothèses de travail.
La première hypothèse, portant sur le rapport parental aux savoirs scolaires, suggère que les parents immigrés favoriseraient plutôt les connaissances pratiques et intellectuelles, tandis que les parents grecs demanderaient de l’école primaire une éducation dite générale. La deuxième hypothèse repose sur l'idée que les parents grecs s’impliqueraient davantage dans la scolarité de leurs enfants et entreraient en contact avec l’institution scolaire plus souvent que les parents immigrés ; ces derniers ne se rendent dans l’institution scolaire que sur invitations ou convocations du personnel éducatif. Enfin, la troisième hypothèse concerne le rapport des parents avec les enseignants. Nous supposons que les parents grecs entretiendraient des relations plus amicales avec les enseignants que les parents immigrés, dont le rapport aux enseignants serait empreint de réticence et de soumission.
Du fait que chaque groupe, que ce soit celui des parents grecs ou des parents immigrés, est profondément hétérogène et qu’il faut aussi tenir compte de la subjectivité des acteurs, l’accent est mis sur les différences et les contrastes entre les comportements, les réactions, les opinions, les perceptions et les choix de chaque acteur. Ce travail s’attache à analyser les expériences des parents, leurs logiques, leurs objectifs et leurs stratégies comportementales. En effet, nous partons du principe que l’acteur social, c’est-à-dire dans notre cas les parents, est porté par des désirs, des ambitions et des objectifs, qu'il est ouvert au monde social dans lequel il est actif et où il occupe une place singulière. Le rapport des parents à l’école est donc étudié en mettant en évidence la subjectivité de chaque acteur social inscrite dans des situations scolaires et sociales authentiques.
Nous avons mené une recherche qualitative dans un quartier de la ville d’Athènes marqué par une forte hétérogénéité culturelle. La méthode choisie a été l’enquête et la technique celle de l’entretien semi-directif. Plus spécifiquement, conformément à certains critères d’échantillonnage, nous avons interviewé 41 parents (20 parents grecs et 21 parents immigrés) appartenant à différents milieux socio-économiques. L’analyse des entretiens s’est appuyée sur la technique de l’analyse de contenu de type thématique, qui permet une meilleure exploration des valeurs, des attitudes, des comportements, des relations et des opinions. Ainsi, tout en respectant les limites de généralisation que la recherche qualitative impose, nous avons dégagé certaines tendances générales, qui caractérisent et décrivent le rapport des parents grecs et immigrés à l’école primaire.
Plus spécifiquement, la majorité des parents grecs interviewés attribuent une grande importance à la fonction socialisatrice de l’école primaire. Ils sous-estiment les savoirs pratiques et considèrent que l’école primaire a surtout comme vocation l’éducation générale des enfants. Leur rapport à l’institution scolaire prend plusieurs formes et dépend des plusieurs facteurs. En général, tant le fonctionnement de l’institution scolaire que l’hétérogénéité culturelle des classes sont vivement critiqués par les parents grecs, qui pourtant se rendent souvent dans l’espace scolaire et expriment toujours leurs mécontentements et leurs reproches. Les relations des parents grecs avec les enseignants sont décrites comme fréquentes, proches et souvent amicales. Ainsi, le rapport parent/enseignant se marque de solidarité, de soutien et de compréhension mutuelle.
En revanche, les parents immigrés valorisent les apprentissages pratiques, qui pourraient faciliter l’insertion et même garantir la réussite professionnelle de leurs enfants. Leur rapport à l’institution scolaire est marqué d’ambiguïté ; la plupart des parents immigrés ne se rendent à l’espace scolaire que très rarement et toujours dans les dates prévues par l’école. Pourtant, ils disent qu'ils sont satisfaits du fonctionnement de l’école et ils affirment se sentir les bienvenus en son sein. Les relations des parents immigrés avec les enseignants sont décrites comme distantes, officielles et parfois inexistantes. Ainsi, la plupart des discours parentaux esquissent un rapport qui est marqué par de réticence, du repli et de la soumission aux demandes des enseignants.
Le rapport à l’école des parents grecs et immigrés s’avère donc complexe, car influencé par de nombreux facteurs, et souvent contrasté et plein d’antithèses. L’expérience migratoire apparaît comme un facteur qui influence, détermine, voire règle les logiques familiales dans leurs rapports à l’institution scolaire, les objectifs parentaux face à l’éducation procurée par l’école et les comportements des parents à l’occasion des contacts et des interactions avec les enseignants. En guise de conclusion, il convient de noter que le fait d’être ou de se sentir étranger émerge à travers cette étude comme un facteur important et décisif concernant le rapport des parents à l’école et comme un fait social total dans la trajectoire de vie et dans l’expérience des acteurs. / Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει σήμερα μεγάλες δημογραφικές αλλαγές ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης των δύο τελευταίων δεκαετιών και βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά διακυβεύματα. Συγχρόνως, το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια συντηρητική και συγκεντρωτική οργάνωση από τη μια και στην υιοθέτηση από την άλλη προοδευτικών μέτρων που αποσκοπούν στην ένταξη των παιδιών των μεταναστών και στην καλύτερη συνεργασία των οικογενειών με τους εκπαιδευτικούς και το σχολικό θεσμό.
Στόχος αυτής της μελέτης είναι να αποτυπώσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων με το δημοτικό σχολείο. Η έρευνα αυτή επιχειρεί, λοιπόν, να περιγράψει και να προσδιορίσει τις οικογενειακές λογικές που σχετίζονται με την παρακολούθηση και τη φοίτηση εν γένει του παιδιού στο σχολείο, τους στόχους και τις αξιολογήσεις των γονέων σχετικά με την παρεχόμενη εκπαίδευση αλλά και τις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι παράμετροι αυτές θεωρήθηκε ότι διαμορφώνουν και σκιαγραφούν τη σχέση των γονέων με το σχολείο και μας οδήγησαν στην διατύπωση τριών βασικών υποθέσεων.
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση η σχέση των Ελλήνων γονέων με τη σχολική γνώση είναι διαφορετική από εκείνη των μεταναστών γονέων, οι οποίοι αποτελούν, πρέπει να τονίσουμε, και την πρώτη γενιά μεταναστών στην Ελλάδα. Οι μετανάστες γονείς εκδηλώνουν μια προτίμηση στις πρακτικές γνώσεις που θα μπορούσαν να εισαγάγουν το παιδί γρηγορότερα και ευκολότερα στην αγορά εργασίας, ενώ οι Έλληνες γονείς θεωρούν ότι το δημοτικό σχολείο πρέπει να προσφέρει γενικές γνώσεις και πάντως όχι τόσο εξειδικευμένες γνώσεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση οι Έλληνες γονείς, συγκριτικά με τους μετανάστες, εμπλέκονται πιο δυναμικά και πιο ενεργά στη σχολική ζωή του παιδιού τους και έρχονται συχνότερα σε επαφή με το σχολικό θεσμό. Τέλος, η τρίτη υπόθεση εστιάζει στις σχέσεις των γονέων με τους εκπαιδευτικούς, ο οποίες θεωρείται ότι κινούνται σε φιλικά επίπεδα Αντίθεση εκείνες των μεταναστών γονέων εμφανίζουν στοιχεία συγκράτησης, επιφυλακτικότητας και συχνά υποταγής στη θέληση και στις απαιτήσεις των εκπαιδευτικών.
Αναγνωρίζοντας την εσωτερική ετερογένεια της εκάστοτε ομάδας δρώντων υποκειμένων αλλά και την υποκειμενικότητα του κάθε γονέα, η μελέτη επικέντρωσε στις διαφορές και στις αντιθέσεις που παρουσιάζουν οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, οι απόψεις, οι αντιλήψεις και οι επιλογές των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων σχετικά με τις σχολικές γνώσεις, το σχολικό θεσμό και τους εκπαιδευτικούς. Γενικά η έρευνα αυτή εστίασε στις εμπειρίες των γονέων, στις αντιλήψεις τους σχετικά με την εκπαίδευση, στις λογικές τους, στις δραστηριότητές τους αλλά και στις στρατηγικές συμπεριφοράς τους. Το δρών υποκείμενο, ο εκάστοτε γονέας στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντιληπτό ως ένα άτομο το οποίο επηρεάζεται, κατευθύνεται, και τελικά λειτουργεί με βάση τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους ζωής που έχει θέσει, καθώς το υποκείμενο είναι ανοιχτό στην κοινωνία αναλαμβάνοντας ποικίλες δράσεις και καταλαμβάνοντας μια θέση μοναδική κάθε φορά. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας η σχέση των γονέων με το σχολείο μελετήθηκε ως μια διαδικασία δυναμική και όχι στατική, η οποία καθορίζεται και διαμορφώνεται τόσο από την υποκειμενικότητα του κάθε δρώντος υποκειμένου, όσο και από τη αυθεντικότητα των σχολικών καταστάσεων και συμβάντων.
Με αφετηρία αυτές τις θεωρητικές συνισταμένες πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική έρευνα σε περιοχή του κέντρου της Αθήνας που παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά πολιτισμικής ετερογένεια γιατί ακριβώς η πλειοψηφία των κατοίκων της έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο. Επιλέχθηκε η μέθοδος της διερεύνησης και η τεχνική της συνέντευξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με κάποια δειγματοληπτικά κριτήρια, διενεργήθηκαν 41 συνεντεύξεις σε Έλληνες και μετανάστες γονείς (21 μετανάστες γονείς και 20 Έλληνες γονείς), οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η πρώτη επαφή με τις οικογένειες έγινε μέσω του δασκάλου και κατόπιν οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στα σπίτια των γονέων. Προκειμένου για την ανάλυση των συνεντεύξεων προτιμήθηκε η ανάλυση περιεχομένου θεματικού τύπου, η οποία επιτρέπει την καλύτερη αποτύπωση και κατανόηση των αξιών, των συμπεριφορών, των σχέσεων, των αντιλήψεων και των απόψεων των υποκειμένων που συμμετείχαν.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει η πολυπλοκότητα που διέπει τη σχέση των γονέων με το σχολείο αλλά και η πολλαπλότητα των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, τη χαρακτηρίζουν και την προσανατολίζουν. Όπως αποδεικνύεται κάθε δρών υποκείμενο αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και ενεργεί απέναντι στις διάφορες καταστάσεις ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις προσωπικές διαδρομές του αλλά και τις επιρροές που δέχεται από τις ποικίλες ομάδες στις οποίες ενδέχεται να ανήκει (πολιτισμικές, κοινωνικές, θρησκευτικές…). Δεχόμενοι ex definition ότι η ποιοτική έρευνα δεν επιδέχεται γενικεύσεις, με την προσπάθειά μας αυτή επιδιώξαμε να εμβαθύνουμε, να προσδιορίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις λογικές που συγκροτούν και κατευθύνουν τη σχέση των γονέων με το σχολείο.
Αρχικά λοιπόν αξίζει να σημειώσουμε πώς τόσο οι Έλληνες όσο και οι μετανάστες γονείς επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχολική ζωή των παιδιών τους και παρουσιάζονται πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς. Εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων γονέων με το σχολικό θεσμό εμφανίζεται συχνά αντίθετη από εκείνη των μεταναστών γονέων. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των συνεντεύξεων, οι Έλληνες γονείς διαμορφώνουν μια σχέση στενή αλλά συγχρόνως και πολύ επικριτική απέναντι στο σχολικό θεσμό. Αντίθετα, οι μετανάστες γονείς παρουσιάζονται ευχαριστημένοι από τη λειτουργία του σχολικού θεσμού παρόλο που όπως δηλώνουν οι επαφές τους είναι σχετικά περιορισμένες.
Η αντίθεση που χαρακτηρίζει τη σχέση με το σχολείο των Ελλήνων και των μεταναστών γονέων αντικατοπτρίζεται επίσης και στις αντιλήψεις και τις αξιολογήσεις των γονέων τις σχετικές με τη σχολική γνώση. Οι περισσότεροι Έλληνες γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή εμφανίζονται να επιθυμούν μια ολοκληρωτική σχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους, τονίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη σημαντική κοινωνικοποιητική λειτουργία του δημοτικού σχολείου. Οι μετανάστες γονείς αντίθετα αναπτύσσουν μια πιο χρηστική, η καλύτερα ωφελιμιστική σχέση με τις σχολικές γνώσεις, συνδέοντας τες άμεσα με την επαγγελματική επιτυχία των παιδιών τους. Οι σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται εξίσου αντιθετικές για τους Έλληνες και τους μετανάστες γονείς. Οι πρώτοι διατηρούν τις περισσότερες φορές στενές και φιλικές σχέσεις με το δάσκαλο ή τη δασκάλα του παιδιού τους, ενώ παράλληλα απέναντι στα όποια σχολικά προβλήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξή τους στους εκπαιδευτικούς. Από την άλλη μεριά, οι μετανάστες γονείς χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς ως απόμακρες και τυπικές και δεν διστάζουν να εκφράσουν την έντονη κριτική τους για τον τρόπο συμπεριφοράς ή διδασκαλίας των εκπαιδευτικών.
Μέσα από αυτήν την μελέτη, λοιπόν, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στην υποκειμενικότητα των ατόμων και απορρίπτει τις ντετερμινιστικές και κουλτουραλιστικές εξηγήσεις, η μετανάστευση αναδεικνύεται σε ένα κοινωνικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τη ζωή των ατόμων. Όπως αποδεικνύεται, η εμπειρία της μετανάστευσης επηρεάζει τις οικογενειακές λογικές που αφορούν τη γονική σχέση με το σχολικό θεσμό, προσανατολίζει τους γονικούς στόχους που σχετίζονται με τη σχολική εκπαίδευση και ρυθμίζει τις συμπεριφορές των γονέων ως προς τις επαφές και τις σχέσεις τους με τους εκπαιδευτικούς. Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, σύμφωνα πάντοτε με τις απαντήσεις, τα σχόλια, τις εξηγήσεις, τις περιγραφές και τις ερμηνείες των γονέων, ότι το να είναι ή το να νιώθει ένα άτομο ξένο μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία ενδέχεται να οδηγήσει στην υιοθέτηση οικογενειακών λογικών απέναντι στο σχολείο οι οποίες να διαφοροποιούνται των γηγενών γονέων, οι οποίοι δρουν και αναπτύσσουν σχέσεις μέσα στο ίδιο κοινωνικό και απέναντι στο ίδιο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
|
10 |
School and social integration of adolescents residing in AthensRerak, Monika Barbara 19 May 2011 (has links)
The concept of social integration has gained prominence in the social and policy debates all over the Europe. Children of immigrants, constituting a significant percentage of modern population of European Union, go through some demanding changes in their processes of social and school integration. As the number of immigrants in Greece is growing, it is of high importance to identify, examine, and understand problems that young immigrants living in this country might have.
Our research investigates social and school integration of adolescents’ from Polish immigration families residing in Athens, Greece. By this project we wish to build and advance beyond the current research and contribute to existing knowledge in the field of social integration. The study is based on a qualitative research method relying on semi-structured, in–depth interviews with 12 young respondents from Greek and Polish high schools in Athens.
The results indicate that the level of social integration of adolescent Poles is various and depends on the school that young people attend extracurricular activities they participate in, social networks within Greek population, parents’ socioeconomic status and Greek language competency. In case of respondents from the Group of Polish schools at Polish Embassy in Athens observed level of integration was lower, than in the group of pupils from Greek schools. / Η έννοια της κοινωνικής ένταξης έχει κερδίσει εξέχουσα θέση στις κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις σε όλη την Ευρώπη. Τα παιδιά των μεταναστών, που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του σύγχρονου πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υφίστανται σε ορισμένες απαιτητικές αλλαγές κατά την κοινωνική και σχολική τους ένταξη. Καθώς ο αριθμός των μεταναστών στην Ελλάδα αυξάνεται, είναι υψηλής σημασίας ο εντοπισμός, η εξέταση, και η κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι μετανάστες που ζουν στη χώρα αυτή.
Η έρευνά μας διερευνά την κοινωνική και σχολική ένταξη των εφήβων που προέρχονται από πολωνικές οικογένειες μεταναστών, οι οποίες κατοικούν στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, Αθήνα. Στην παρούσα μελέτη προσπαθούμε να οικοδομήσουμε και να προωθήσουμε την έρευνα και να συμβάλουμε στην υπάρχουσα γνώση, στον τομέα της κοινωνικής ένταξης. Η μελέτη βασίζεται σε μια ποιοτική μέθοδο έρευνας η οποία στηρίζεται σε ημι-δομημένες, λεπτομερείς συνεντεύξεις 12 νέων ερωτηθέντων από ελληνικά και πολωνικά γυμνάσια στην Αθήνα.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο βαθμός της κοινωνικής ένταξης των εφήβων Πολωνών διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από: το σχολείο, το οποίο οι νέοι συμμετέχουν, τις εξωσχολικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν, τα κοινωνικά δίκτυα στον ελληνικό πληθυσμό, την κοινωνικo-οικονομική κατάσταση των γονέων τους και την ευχέρεια τους στην χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στην περίπτωση των ερωτηθέντων από το συγκρότημα των πολωνικών σχολείων στην πολωνική πρεσβεία στην Αθήνα, παρατηρήθηκε ότι το επίπεδο της ένταξης τους ήταν χαμηλότερο, συγκριτικά με την ομάδα των μαθητών που προέρχονταν από ελληνικά σχολεία.
|
Page generated in 0.0411 seconds