• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 33
  • 3
  • Tagged with
  • 37
  • 25
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Μελέτη μηχανισμών επαγωγής αυτοανοσίας σε ασθενείς με συστηματικά ρευματικά νοσήματα που λαμβάνουν θεραπεία με αντι-TNFα βιολογικούς παράγοντες

Καραμπέτσου, Μαρία 10 June 2014 (has links)
Οι αντι-TNFα βιολογικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται ευρέως στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη για την αντιμετώπιση συστηματικών φλεγμονωδών νοσημάτων όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και η νόσος του Crohn. Σύντομα, όμως, έγινε αντιληπτό ότι οι ασθενείς υπό θεραπεία με ανταγωνιστές του TNFα συχνά αναπτύσσουν στον ορό τους αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ) κυρίως τύπου IgM, ενώ ένα μικρό ποσοστό των ασθενών αυτών αναπτύσσει κλινικό σύνδρομο που θυμίζει ιδιοπαθή ΣΕΛ. Tα Β λεμφοκύτταρα θεωρείται ότι κατέχουν κεντρικό ρόλο στην παθογένεια του ΣΕΛ. Xαρακτηρίζονται από επίταση των φωσφορυλιωμένων πρωτεϊνών σε υπολείμματα τυροσίνης μετά από διέγερση του Β αντιγονικού υποδοχέα (BCR) και από μειωμένη έκφραση της κινάσης Lyn, ενός ενζύμου που ανήκει στην οικογένεια των Src κινασών και διαδραματίζει διπλό ρόλο, ευοδωτικό και ανασταλτικό, στην οδό σηματοδότησης του BCR. Επιπλέον, τα Β λεμφοκύτταρα στον ΣΕΛ χαρακτηρίζονται από μειωμένη έκφραση του δείκτη CD21 (υποδοχέας του συμπληρώματος τύπου 2), ενώ υπάρχουν αναφορές για αυξημένη έκφραση του δείκτη επιφανείας CD20. Για να μελετήσουμε τους μηχανισμούς της αυτοανοσίας που επάγεται από τη χρήση των αντι-TNFα παραγόντων εξετάσαμε εάν τα Β λεμφοκύτταρα των ασθενών υπό αντι-TNFα αγωγή αποκτούν φαινοτυπικά ή/και λειτουργικά χαρακτηριστικά που να προσομοιάζουν με αυτά που έχουν περιγραφεί για τα Β λεμφοκύτταρα στον ΣΕΛ. Συγκεκριμένα μελετήσαμε τα επίπεδα της Lyn, Syk, SHP-1, της φωσφορυλιωμένης Syk στη θέση τυροσίνης 348 (ΡΥ348-Syk), τα επίπεδα των τυροσινικά φωσφορυλιωμένων πρωτεϊνών καθώς και τους δείκτες επιφανείας CD20, CD21 και CD5 σε 29 ασθενείς με συστηματικά ρευματικά νοσήματα πριν και μετά την έναρξη θεραπείας με αντι-TNFα βιολογικούς παράγοντες. Διαπιστώσαμε ότι τα επίπεδα της Lyn, αλλά όχι της Syk ή της SHP-1, αυξάνονται μετά τη θεραπεία με αντι-TNFα παράγοντες, ιδίως σε ασθενείς με σπονδυλοαρθροπάθειες. H ενζυματική δραστηριότητα της Lyn διατηρείται μετά την έναρξη αγωγής με αντι-TNFα, όπως διαπιστώθηκε από την κατά 2.9 φορές αύξηση των επιπέδων της PY348-Syk, η οποία χαρακτηρίζει την ενεργοποιημένη μορφή της Syk και αποτελεί ειδικό στόχο της Lyn. Επιπλέον, βρήκαμε ότι τα μη-διεγερμένα Β λεμφοκύτταρα ασθενών που λαμβάνουν ανταγωνιστές του TNFα εμφανίζουν επίταση των φωσφορυλιωμένων πρωτεϊνών σε θέσεις τυροσίνης. Το CD20, ένας δείκτης επιφανείας που εκφράζεται αποκλειστικά στα Β λεμφοκύτταρα και συμμετέχει στη διατήρηση των ενδοκυτταρίων επιπέδων Ca++ μετά από διέγερση του BCR αυξάνεται μετά από θεραπεία με αντι-TNFα βιολογικό παράγοντα κυρίως στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ενώ τα επίπεδα του CD21 παρέμειναν αμετάβλητα. Επίσης, διαπιστώσαμε επέκταση του πληθυσμού των CD5+ B λεμφοκυττάρων, ενός υποπληθυσμού των Β κυττάρων που αποτελεί γνωστή πηγή φυσικών αυτοαντισωμάτων, κατά τη διάρκεια θεραπείας με αντι-TNFα. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι τα Β λεμφοκύτταρα των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με ανταγωνιστές του TNFα εμφανίζουν λειτουργικές και φαινοτυπικές διαταραχές οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με την επαγωγή αυτοανοσίας, αλλά διαφέρουν από τις διαταραχές που έχουν περιγραφεί για το Β λεμφοκύτταρο στον ΣΕΛ και μπορεί να αναπαριστούν ένα διαφορετικό μοντέλο αυτοανοσίας. Περαιτέρω μελέτες για την αποσαφήνιση των μηχανισμών αυτοανοσίας από την χρήση των αντι-TNFα παραγόντων θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κατανόηση των μοριακών μηχανισμών και της παθογένειας άλλων αυτοάνοσων φλεγμονωδών νοσημάτων. / Biologic agents against ΤΝFα have been widely used for the management of systemic inflammatory disorders, such as rheumatoid arthritis, ankylosing spondylitis, psoriatic arthritis and Crohn’s disease. However, it soon became apparent that patients under ΤΝFα blockade commonly develop serologic autoimmune manifestations. Emergence of ANA, usually of the IgM isotype, is common in anti-TNFα treated patients and a few of these patients may develop a SLE-like syndrome. B cells are implicated in the pathogenesis of SLE and are characterized by enhanced tyrosine phosphorylation of proteins following BCR ligation and reduced expression of Lyn, a Src-family kinase abundantly expressed in B cells with both stimulatory and inhibitory properties on the BCR-signaling pathway. Reduced levels of B-cell surface CD21 (complement receptor type 2) and increased expression of CD20 have also been described for lupus B cells. To dissect the mechanisms of anti-ΤΝFα induced autoimmunity we examined the phenotype and function of B cells prior to and following treatment with ΤΝFα antagonists. Levels of Lyn, Syk, SHP-1, tyrosine 348 phospho-Syk (PY348-Syk) and tyrosine phosphorylated proteins were evaluated in 29 patients before and following treatment with TNFα blockers. B-cell surface expression of CD20, CD21 and CD5 were also assessed. Following treatment, B cell cytoplasmic levels of Lyn, but not Syk or SHP-1, significantly increased following treatment with anti-ΤΝFα agents, particularly in patients with spondyloarthropathies. Increased Lyn levels following treatment correlated with increased Lyn enzymatic activity as evidenced by a 2.9-fold increase of PY348-Syk levels, which comprises a Lyn-specific target. Moreover, unstimulated peripheral B cells from anti-ΤΝFα treated patients displayed a tendency towards increased tyrosine phosphorylated proteins following treatment. CD20, a B-cell restricted signaling-associated molecule implicated in the regulation of intracellular calcium levels following BCR ligation, significantly increased in patients with rheumatoid arthritis following treatment with anti-ΤΝFα agents whereas levels of CD21 remained unchanged. Circulating CD5+ B cells, a B-cell subpopulation and a known source of natural autoantibodies, were also significantly expanded during treatment. Our findings suggest that B cells in anti-ΤΝFα treated patients display functional and phenotypical aberrations that may be associated with the induction of autoimmunity, but do not acquire a typical idiopathic SLE profile. These aberrations are distinct from those previously described for lupus B cells and may thus represent a different model of autoimmunity. Further studies regarding the mechanisms underlying the induction of autoimmunity by TNFα antagonists may enhance our understanding on the molecular backgrounds and the pathogenesis of other autoimmune inflammatory disorders.
32

Μέθοδοι εισαγωγής και επίδραση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής σε μονάδες υγείας

Κωστάκη, Χαρά 31 October 2007 (has links)
Η διατριβή αναφέρεται στην ανάπτυξη μίας Μεθοδολογίας Ενοποίησης Εργαλείων Διοίκησης (Μ.Ε.Δ.Δ.) για την επίλυση προβλημάτων που παρουσιάζονται στον τομέα της υγείας, τα οποία αναφέρονται αφενός στη χωροθέτηση μονάδων υγείας και αφετέρου στην οργάνωση και διαχείρισή τους. Η καινοτομία της διατριβής αυτής είναι ότι αντιμετωπίζει τα προβλήματα αυτά σαν προβλήματα της μορφής ‘αιτία-κατάσταση-αντιμετώπιση’, δηλαδή προτείνει την ανάλυση των αιτιών (για παράδειγμα ανάλυση παραγόντων κινδύνου για τη δημιουργία Οξέος Στεφανιαίου Συνδρόμου) που οδηγούν σε μία κατάσταση (Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο) και μετά χρησιμοποιεί αυτή την ανάλυση για την αντιμετώπιση των καταστάσεων (χωροθέτηση, οργάνωση και διαχείριση μονάδων καρδιαγγειακών νοσημάτων). Η Μ.Ε.Ε.Δ. βασίζεται στην ενοποίηση μεθόδων από τα πεδία της Επιχειρηματικής Νοημοσύνης (Business Intelligence), της Επιχειρησιακής Έρευνας και της Κοστολόγησης, με σκοπό αρχικά την εξαγωγή κανόνων για την εύρεση αιτιών που δημιουργούν μία κατάσταση, στη συνέχεια την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης με βάση τους εξορυγχθέντες κανόνες και τέλος την οργάνωση των λειτουργικών μονάδων που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Αρχικά, χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι του επιστημονικού πεδίου Εξόρυξης από Δεδομένα (data mining): οι κανόνες συσχέτισης (association rules), ταξινόμησης (classification rules) και ομαδοποίησης (clustering rules) ως τεχνικές εύρεσης ισχυρών κανόνων, δηλαδή αιτιών που δημιουργούν την κατάσταση. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η ανάλυση χωροθέτησης (location analysis) από το πεδίο της επιχειρησιακής έρευνας, προκειμένου να χωροθετηθούν λειτουργικές μονάδες. Η τεχνική της προσομοίωσης (simulation) εφαρμόζεται, προκειμένου να εξετάσει σενάρια σχετικά με τη δομή και τους απαιτούμενους πόρους των μονάδων. Κατόπιν, η τεχνική της κοστολόγησης με βάση τις δραστηριότητες (Activity-based costing) χρησιμοποιείται για την κοστολόγηση των υπηρεσιών της μονάδας, ενώ η μέθοδος OLAP (On-line analytical processing) εφαρμόζεται για την παρακολούθηση της λειτουργίας της μονάδας και για τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και διορθωτικών μέτρων. Η εργασία αυτή προτείνει την οργάνωση των μεθόδων που αναφέρθηκαν με μία συγκεκριμένη ροή, ώστε κανείς να οδηγείται σε μία ολοκληρωμένη λύση τέτοιων πολύπλοκων προβλημάτων. / The thesis is concerned with the development of a methodology for solving a variety of problems in healthcare management, which refer to the location of health units, as well as their organization and management. The proposed methodology deals with these kinds of problems as problems of the form ‘cause-state-treatment’, which means that it proposes the analysis of the causes (for example risk factors associated with cardiovascular disease) which result in a state (cardiovascular disease) and then it uses this analysis to deal (treat) with the state (situation) (location, organization and management of Heart Disease Centers). The proposed methodology is based on the integration of various methods and techniques from the fields of Business Intelligence, Data Mining, Operational Research and Costing. Initially, the methodology extracts rules, which represent the causes that create a state, then it tackles the state (situation) based on the extracted rules, and finally it organizes the operational units, which are developed in order to deal with the state (situation). Thus, at the fist stage three data mining techniques are used: association rule mining, classification rules and clustering, as techniques for discovering strong rules in databases, that is, causes that lead to a state. Following, location analysis is used, intending to locate operational units, based on the quantitative results of the first stage. Simulation is used with the aim to examine alternative scenarios regarding the structure and the required resources (human resources as well as technology requirements) of the units. Then, activity-based costing is used to assess the efficiency of the health care technology. Finally, OLAP (On-line analytical processing) is applied in order for the health care managers to monitor the operations of the unit, as well as undertake corrective measures and finally aid decision making. The thesis proposes the organization of the aforementioned methods with a particular flow, so as the decision maker is led to an integrated solution of such complex health care management problems.
33

Ανάπτυξη επισωματικού φορέα για τη γονιδιακή μεταφορά του τεχνητού μεταγραφικού παράγοντα ενεργοποίησης της γ-σφαιρίνης

Δρύλλης, Γιώργος 11 September 2008 (has links)
Οι αυτοαναπαραγόμενοι επισωματικοί φορείς γονιδιακής μεταφοράς αποτελούν πολλά υποσχόμενους φορείς γονιδιακής θεραπείας. Στην παρούσα εργασία δημιουργήθηκε ο φορέας Zif-VP64-EP2 στα πλαίσια των μελετών γονιδιακής θεραπείας για τις αιμοσφαιρινοπάθειες. Πρόκειται για ένα κυκλικό πλασμίδιο, που φέρει το γονίδιο ενός τεχνητού μεταγραφικού παράγοντα της γ-σφαιρίνης του Zif-VP64 υπό την επενέργεια του ισχυρού υποκινητή pSFFV καθώς και τo γονίδιο της eGFP με το S/MAR στοιχείο από την περιοχή 5’ του γονιδίου της ανθρώπινης ιντερφερόνης β υπό την επενέργεια του υποκινητή pCMV. Διαπιστώθηκε ότι το Zif-VP64-EP2 μεσολαβεί γονιδιακή μεταφορά σε διαμολυσμένα κύτταρα της ανθρώπινης κυτταρικής σειράς Κ562. Η μακράς διάρκειας διαμολυσμένη καλλιέργεια (3 μήνες) καταδεικνύει ότι το όχημα είναι λειτουργικό και διατηρείται ως επισωματικό σε Κ562 κύτταρα διαμολυσμένα κύτταρα με το Zif-VP64- ΕΡ2. / Self-replicating episomal vectors for gene transfer are a new and very promising experimental approach to gene therapy. In this study, it was created the vector Zif-VP64-EP2, within the context of developing self-replicating episomal vectors for the gene therapy of hemoglobinopathies. Zif-VP64-EP2 is a circular plasmid which includes the gene of an artificial transcription factor for gamma globin: Zif-VP64 under the control of pSFFV promoter and the gene of eGFP with the S/MAR element from the region 5’ of the human interferon β gene under the control of pCMV promoter. It was established that Zif-VP64-EP2 was retained within the transfected Κ562 hematopoietic progenitor cell. Its episomal situation for a long time (3 months) and its normal expression in K562 human cells constitutes a proof of the utility of Zif-VP64- ΕΡ2 system in gene therapy applications.
34

Μορφολογική εκτίμηση της έκφρασης του μεταγραφικού παράγοντα PPARγ και της συνομιλίας του (cross-talk) με το μεταγραφικό παράγοντα AP-1 κατά τη διαδικασία της καρκινογένεσης στα νεοπλάσματα εκ μεταβατικού επιθηλίου της ουροδόχου κύστης / Μorphological assessment of the expression of the transcriptional factor PPARγ and its cross-talk with the transcriptional factor AP-1 during the process of carcinogenesis in urothelial carcinomas

Πέττα, Ευρυδίκη 04 May 2011 (has links)
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι η τέταρτη συχνότερη κακοήθεια στους άνδρες και η δέκατη στις γυναίκες και η ετήσια επίπτωσή του αυξάνει συνεχώς στις ανεπτυγμένες χώρες. Oι προγνωστικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται σήμερα δεν μπορούν να προβλέψουν με βεβαιότητα την μακροπρόθεσμη έκβαση του ουροθηλιακού καρκίνου και έτσι προκύπτει η ανάγκη αναγνώρισης δεικτών με δυνατότητα πρόγνωσης της συμπεριφοράς των καρκινωμάτων. Επιπλέον, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων των σημερινών θεραπευτικών επιλογών (χειρουργική αντιμετώπιση, χημειοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία και ακτινοθεραπεία), απαιτούνται νέες θεραπευτικές στρατηγικές. Μία τέτοια στρατηγική είναι η στόχευση σε μεταγραφικούς παράγοντες όπως οι πυρηνικοί υποδοχείς και οι upstream ενεργοποιητές τους. Η διαταραχή αυτών των μεταγραφικών παραγόντων είναι κομβικό σημείο της έναρξης και διατήρησης του κακοήθους φαινοτύπου. O πυρηνικός υποδοχέας PPARγ εμπλέκεται στον έλεγχο του μεταβολισμού, την κυτταρική ανάπτυξη, την αγγειογένεση και την ανοσολογική και φλεγμονώδη απάντηση. Επιπρόσθετα, υπάρχουν ενδείξεις ότι ρυθμίζει τους μηχανισμούς καταστολής αλλά και προαγωγής της καρκινογένεσης. Ο RXRα είναι επίσης μέλος της υπεροικογένειας των πυρηνικών υποδοχέων και ετεροδιμερίζεται με τον PPARγ προς σχηματισμό του συμπλόκου που αλληλεπιδρά με το DNA. Οι προσδέτες των RXR υποδοχέων έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στη χημειοπρόληψη διαφόρων μορφών καρκίνου. Ο μεταγραφικός παράγoντας AP-1, απαρτίζεται από διμερή των Fos και Jun πρωτεϊνών και η δράση του σχετίζεται με την πρόοδο της καρκινογένεσης. Υπάρχουν πάντως και ενδείξεις για προ-αποπτωτική δράση του. Η CBP είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους ολοκληρωτές σημάτων της μεταγραφής. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των PPARγ και AP-1 για τη CBP είναι ένας απ’ τους μηχανισμούς που εξηγούν την αρνητική «συνομιλία» (cross-talk) μεταξύ των PPARγ και AP-1. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε τόσο ξεχωριστά όσο και σε συνδυασμό μεταξύ τους, την έκφραση των πέντε μοριακών παραγόντων (PPARγ, RXRα, p-c-Jun, c-Fos, CBP) στο φυσιολογικό ουροθήλιο, τις προκαρκινικές αλλοιώσεις και τα ουροθηλιακά καρκινώματα (ΟΚ). Τα ιστικά δείγματα προήλθαν από 88 ασθενείς οι οποίοι υπέστησαν διαγνωστική βιοψία ή θεραπευτική κυστεκτομή, νεφρεκτομή ή ουρητηρεκτομή. Εφαρμόστηκε η ανοσοϊστοχημική μέθοδος σε τομές παραφίνης και εκτιμήθηκε η σχετική έκφραση των μελετώμενων παραγόντων στα ενδοκυττάρια διαμερίσματα, τις ενδοεπιθηλιακές στιβάδες και τις φυσιολογικές ή παθολογικές ιστολογικές βαθμίδες. Όλοι οι παράγοντες παρουσίασαν κυρίως πυρηνική εντόπιση. Η έκφραση του p-c-Jun ελαττώνεται στους ασθενείς άνω των 70 ετών σε σχέση με τους νεώτερους, ενώ κανένα άλλο απ’ τα μελετώμενα μόρια δε φαίνεται να επηρεάζεται από την ηλικία. Η έκφραση των PPARγ, CBP, p-c-Jun και c-Fos σημειώνει αύξηση κατά την πορεία προς τον καρκίνο. Όσο αφορά στα ΟΚ, οι PPARγ και CBP παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με την αποδιαφοροποίηση. Επιπλέον ο PPARγ συσχετίζεται αρνητικά με την απόκτηση χαρακτήρων διήθησης στα ΟΚ. Αντιθέτως, η έκφραση του RXRα δεν διακυμαίνεται στατιστικώς σημαντικά σε όλη την πορεία της καρκινογένεσης. Η ανάλυση της συνδυασμένης έκφρασης των πέντε παραγόντων έγινε με σκοπό την αποκάλυψη ενδεχόμενων αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους. Η προστατευτική δράση του PPARγ στο ουροθήλιο συνοδεύεται από ταυτόχρονη μέτρια ή ισχυρή έκφραση των RXRα, p-c-Jun και c-Fos. Αναλυτικά, η αυξανόμενη έκφραση του p-c-Jun συμπίπτει με ενίσχυση της θετικής συσχέτισης του PPARγ με καλύτερα διαφοροποιημένους, λιγότερο διηθητικούς όγκους, ενώ ο c-Fos φαίνεται να εξασθενίζει ήπια την ευνοϊκή δράση του PPARγ στη διαφοροποίηση του ουροθηλίου. Η αυξανόμενη έκφραση της CBP έδειξε να εξασθενίζει και τελικά να εκμηδενίζει τη στατιστικά σημαντική αύξηση του PPARγ στην πορεία προς τον καρκίνο και την επαγωγή του στους μη διηθητικούς όγκους σε σύγκριση με τους διηθητικούς. Ταυτόχρονα, η αρνητική σχέση της CBP με την αποδιαφοροποίηση και την αύξηση της κακοήθειας των ΟΚ επηρεάζεται από την παρουσία των PPARγ και AP-1, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση της συνομιλίας αυτών των μοριακών παραγόντων. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι οι περισσότερες από τις αναφερθείσες πιο πάνω συσχτίσεις μεταξύ των μοριακών παραγόντων ίσχυαν για μεγαλύτερους των 70 ετών αλλά όχι πάντα για τους νεώτερους ασθενείς. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης μπορούν πιθανόν να οδηγήσουν σε συμπεράσματα με εφαρμογή σε χημειοπροληπτικές και θεραπευτικές στρατηγικές για τον ουροθηλιακό καρκίνο. / Bladder cancer is the fourth and tenth most common malignancy in men and women, respectively, and its incidence is increasing annually in the developed countries. Current prognostic parameters cannot predict with certainty the long-term outcome of bladder cancer and as a result there is a need to identify markers that may predict tumor behavior. Furthermore, given the limitations of current therapeutic options (surgery, chemotherapy or immunotherapy and radiotherapy), novel treatment strategies are very much needed. One such strategy targets transcription factors such as nuclear receptors and their upstream activators. Disruption of these transcription factors is a key element in the initiation and maintenance of a malignant phenotype. The nuclear receptor PPARγ is involved in controlling metabolism, cell growth, angiogenesis, and immune and inflammatory responses. In addition, it has also been suggested that it regulates tumor suppression as well as tumor promotion. RXRα is another member of the nuclear receptor superfamily, that partners PPARγ to form the DNA-binding complex. RXR ligands are already being used as chemopreventive agents in various types of cancer. The transcription factor AP-1 is formed by dimerization of Jun and Fos proteins and its activity is often associated with tumor progression. On the other hand, there is also evidence that AP-1 may enhance apoptosis. CBP is one of the most important transcriptional integrators. The competition of PPARγ and AP-1 for CBP is one of the multiple mechanisms that explain the negative PPARγ/AP-1 cross-talk. In the present study, we assessed separate and concurrent expression of the five factors (PPARγ, RXRα, p-c-Jun, c-Fos, CBP) in normal urothelium, precancerous lesions and urothelial carcinomas (UC). Clinical samples were derived from 88 patients who had undergone diagnostic biopsy or therapeutic excision of the bladder, the kidney or the ureter. Parafin section immunohistochemistry was utilized and relative expression was estimated in intracellular compartments, intraepithelial layers and histologic categories of urothelium. All five factors had mainly nuclear pattern of expression. P-c-jun was downregulated in patients older than 70 years old compared to younger ones, whereas age did not affect the expression of the rest four factors. PPARγ, CBP, p-c-Jun and c-Fos were upregulated towards tumorigenesis. PPARγ and CBP showed an inverse relationship with carcinoma level of differentiation. Moreover, PPARγ expression downregulated significantly in invasive tumors compared to non-invasive ones. On the contrary, RXRα expression did not vary significantly along the carcinogenesis course. The following correlations were based on coexpression analysis to reveal molecular interactions between the five factors. The established protective effect of PPARγ on urothelium was accompanied by concomitant RXRα, p-c-Jun and c-Fos moderate or strong expression. In detail, p-c-Jun’s increasing expression strengthened the positive relation of PPARγ with better differentiated, less invasive tumors, whereas c-Fos seemed to mildly lessen PPARγ’s favourable effect in urothelium differentiation. Statistically significant PPARγ upregulation in malignant tissues compared to normal urothelium and in non-invasive tumors compared to invasive ones is suppressed and finally cancelled by CBP’s increasing expression. PPARγ and AP-1 seemed to influence the negative relation of CBP with loss of differentiation and increase of malignant potential in UC, an observation that denotes a cross-talk between these molecular factors. Interestingly, most of the aforementioned correlations were noticed in patients older than 70 years old, but not all of them were plausible in younger patients. The results from the present study could lead to conclusions possibly applicable in chemoprevention and therapy strategies for urothelial carcinomas.
35

Η πολιτική ποιότητας 6-σίγμα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις

Κορδερά, Στυλιανή 06 November 2014 (has links)
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει την έννοια της πολιτικής ποιότητας «6 Σίγμα» και να αναπτύξει ένα εργαλείο μέτρησης, ένα ερωτηματολόγιο για αυτή. Να εντοπίσει τα κενά που υπάρχουν στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με αυτή την έννοια καθώς και να παραθέσει κάποιες προτάσεις για μελλοντικές έρευνες. Τέλος σκοπός της είναι να παρουσιάσει το προφίλ των ελληνικών μεταποιητικών – βιομηχανικών επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να στοχεύσει το παρόν ερωτηματολόγιο. Μεθοδολογία/προσέγγιση: στην παρούσα εργασία αναπτύσσεται η θεωρία σχετικά με την εφαρμογή της πολιτικής ποιότητας «6 Σίγμα» στις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με βάση τη βιβλιογραφική ανασκόπηση και οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: six sigma, critical success factors of six sigma, barriers of six sigma, benefits of six sigma, problem areas of six sigma, lean six sigma, reasons for implementing and not implementing, tools and techniques used by companies, factors for measuring six sigma management activities, και methodology DMAIC. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας δημιουργήθηκε ένα δομημένο ερευνητικό ερωτηματολόγιο το οποίο έχει να κάνει με την πολιτική ποιότητας «6 Σίγμα» στις ελληνικές μεταποιητικές – βιομηχανικές επιχειρήσεις. Συμπεράσματα: μετά τη μελέτη αρκετών παρόμοιων ερευνών που έγιναν πάνω στην πολιτική ποιότητας «6 Σίγμα», καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το παρόν ερωτηματολόγιο θα απευθυνθεί σε επιχειρήσεις που έχουν κάποια εμπειρία στην πολιτική ποιότητας «6 Σίγμα», ή έχουν εφαρμόσει κάποια άλλη στρατηγική ποιότητας (ISO 9000). Επίσης το μέγεθος των επιχειρήσεων στο οποίο θα στοχεύσει θα είναι ΜΜΕ, αφού αποτελούν την πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων. Περιορισμοί: όπως κάθε έρευνα που πραγματοποιείται περιλαμβάνει κάποιους περιορισμούς έτσι και η παρούσα εργασία έχει τους δικούς της. Ο βασικότερος περιορισμός της είναι ότι βασίστηκε μόνο σε βιβλιογραφική ανασκόπηση και δεν απέδειξε τα στοιχεία που παρουσιάζονται μέσα από κάποια έρευνα έστω και πιλοτική. Επιπλέον το παρόν ερωτηματολόγιο αφορά μόνο τις μεταποιητικές – βιομηχανικές επιχειρήσεις. Παρόλα αυτά αυτή η μελέτη απλά αντιπροσωπεύει μια προκαταρκτική μελέτη που αργότερα μπορεί να επεκταθεί. Πρακτικές επιπτώσεις: αυτή η εργασία θα δώσει τη δυνατότητα στους επαγγελματίες «6 Σίγμα» να ελέγξουν κατά πόσο οι ελληνικές μεταποιητικές – βιομηχανικές επιχειρήσεις είναι εξοικειωμένες με την έννοια της πολιτικής ποιότητας «6 Σίγμα» και κατά πόσο την εφαρμόζουν. Αυτό θα μπορέσει να γίνει στο άμεσο μέλλον, αφού το παρόν ερωτηματολόγιο θα χρησιμοποιηθεί σε πιλοτική έρευνα. Πρωτοτυπία – αξία: αυτή η εργασία παρουσιάζει τα κενά που υπάρχουν στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με την πολιτική ποιότητας «6 Σίγμα», τα οποία οδηγούν σε πολλές ερευνητικές προτάσεις για το μέλλον. Επίσης αποτελεί την πρώτη απόπειρα προσέγγισης των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν αυτή την πολιτική ποιότητας. Λέξεις κλειδιά: six sigma, critical success factors of six sigma, barriers of six sigma, benefits of six sigma, problem areas of six sigma, lean six sigma, reasons for implementing and not implementing, tools and techniques used by companies, factors for measuring six sigma management activities, methodology DMAIC, six sigma belt system και manufacturing industry. / The purpose of this project is to present the concept of “six sigma” and develop a measurement tool, a questionnaire, on this. To locate the gaps that may exist in the relevant by now-bibliography and also to give some future research suggestions. Finally its aim is to present the Greek manufacturing industries profile, which the present questionnaire concerns. Methodology/approach: The present project develops the theory which is relevant to the application of “six sigma” in the manufacturing industries. The collection of the data was based on literature reviews and the key words that were used were: six sigma, critical success factors of six sigma, barriers of six sigma, benefits of six sigma, problem areas of six sigma, lean six sigma, reasons for implementing and not implementing, tools and techniques used by companies, factors for measuring six sigma management activities and methodology DMAIC. In the context of this project there was created a structured research questionnaire, relevant to “six sigma” in Greek manufacturing industries. Conclusions: after studying enough similar surveys on “six sigma”, we come to the conclusion that the present questionnaire is addressed to industries that have a certain experience in “six sigma”, or have applied some other quality strategies (ISO 9000). Furthermore the size of the industries at which it aims will be SME, since they are the majority of Greek industries. Research limitations: the present project includes some specific limitations, like every other study that has been realized. The most basic limitation is that it was only based on literature reviews and it didn’t prove the elements that were presented through a study, even a pilot one. Moreover the present questionnaire concerns only the manufacturing industries. Nevertheless this study simply represents a preliminary study that later can be extended. Practical implications: this study will give the capability to the “six sigma” professionals to check how much the manufacturing industries are familiarized to the concept of “six sigma” and how much they apply it. This might happen in the direct future, since the present questionnaire is used in pilot study. Originality/value: this study presents the gaps that exist in the already existing literature relevant to six sigma, which leads to a lot of future research suggestions. Also it is the first attempt to approach Greek manufacturing industries that apply this quality politic. Key words: six sigma, critical success factors of six sigma, barriers of six sigma, benefits of six sigma, problem areas of six sigma, lean six sigma, reasons for implementing and not implementing, tools and techniques used by companies, factors for measuring six sigma management activities, methodology DMAIC, six sigma belt system and manufacturing industry.
36

Οροεπιδημιολογική μελέτη του ιού του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό και των χανταϊών με τεχνικές ELISA και ανοσοφθορισμού σε πληθυσμό της βόρειας Πελοποννήσου / Seroepidemiological study of Crimean-Congo hemorrhagic fever virus and hantaviruses in northern Peloponnese with ELISA and immunofluorescence techniques

Σαργιάνου, Μαρία 05 February 2015 (has links)
Ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό (Crimean-Congo Hemorrhagic Fever Virus, CCHFV), καθώς και οι χανταϊοί (hantaviruses) προκαλούν στον άνθρωπο αιμορραγικό πυρετό. Αυτοί παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική κατανομή και αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία, λόγω του υψηλού ποσοστού θνητότητας που σημειώνουν και της απουσίας αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής. Παρότι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν την παρουσία αντισωμάτων στον ελληνικό πληθυσμό, περιορισμένες είναι οι αναφορές κλινικών περιστατικών CCHF και HFRS στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιορίσει τον επιπολασμό της μόλυνσης με τον CCHFV και τους χανταϊούς στον Ν. Αχαΐας, που αν και παρουσιάζει ευνοϊκές συνθήκες για την κυκλοφορία των δύο ιών, δεν έχει μελετηθεί στο παρελθόν. Σχεδιάσθηκε διατμηματική μελέτη και συγκεντρώθηκαν προοπτικά 207 δείγματα ορού φαινομενικά υγιών ατόμων-κατοίκων της περιοχής, τα οποία εξετάστηκαν με τη μέθοδο ELISA και έμμεσου ανοσοφθορισμού για την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του CCHFV και των χανταϊών. Ο επιπολασμός για τη μόλυνση με CCHFV βρέθηκε 3,4% και 9,7% για τη μόλυνση με χανταϊούς, ενώ κανένα από τα οροθετικά άτομα δεν ανακαλούσε συμπτώματα παρόμοια με αυτά του CCHF ή του HFRS. Για τον CCHFV, βρέθηκε ότι η ηλικία, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση, η κατοχή/εκτροφή αιγοπροβάτων, το ιστορικό νύγματος κρότωνα, η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ., η μόνιμη διαμονή σε μη αρδευόμενες αρόσιμες εκτάσεις ή σε αγροτικές εκτάσεις με σημαντικό ποσοστό φυσικής βλάστησης, καθώς και η μόνιμη διαμονή σε αγροτική περιοχή είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου. Από αυτούς, το νύγμα κρότωνα, η αγροτοκτηνοτροφική ενασχόληση και η μόνιμη διαμονή σε υψόμετρο ≥400μ. βρέθηκαν να προβλέπουν καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επίσης, βρέθηκε ότι παράγοντες που σχετίζονται με τη μόλυνση με χανταϊούς είναι: η ηλικία, η θέαση τρωκτικών σε ακτίνα <200μ. γύρω από την οικία και η ιδιοκτησία υπόγειας αποθήκης. Από αυτούς, μόνο η ηλικία βρέθηκε να προβλέπει καλύτερα την οροθετικότητα ενός ατόμου. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι σχεδόν το 75% των θετικών ατόμων για αντισώματα έναντι των χανταϊών παρουσίαζαν ήπια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Εντοπίστηκαν, επίσης, ενδημικές εστίες των ιών στον νομό: ο Δ. Ερυμάνθου για τον CCHFV και ο Δ. Δυτικής Αχαΐας για του χανταϊούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αποτελέσματα, θα πρέπει οι κλινικοί γιατροί της περιοχής να συμπεριλαμβάνουν τον CCHF και τον HFRS στη διαφορική διάγνωση εμπύρετων νοσημάτων, ιδίως όταν αυτά συνοδεύονται από θρομβοπενία ή επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. / Crimean-Congo hemorrhagic fever virus (CCHFV) and hantaviruses cause to humans fever with hemorrhagic manifestations. These viruses present wide geographic distribution and represent major threats for public health, because of the high fatality rate that they present and the lack of appropriate treatment. Although seroprevalence studies show the presence of antibodies against CCHFV and hantaviruses in the greek population, only some reports of human cases have been reported to date in Greece. The aim of the present study is to estimate seroprevalence for CCHFV and hantaviruses in humans in the prefecture of Achaia, where the local conditions potentially favor the circulation of these viruses and which has not been previously studied. A cross-sectional study was designed and 207 human sera were collected from apparently healthy individuals living in Achaia, which were tested for CCHFV and hantaviruses IgG antibodies by ELISA and by indirect immunofluorescence assay (IFA). Seroprevalence for CCHFV infection was estimated at 3.4%, whereas for hantaviruses at 9.7%; none recalled any illness resembling CCHF or HFRS. For CCHFV, it was found that age, agro-pastoral occupation, tending sheep and/or goats, tick bite, living in areas at an altitude of ≥400m., living at rural areas, living on non-irrigated arable land or on land principally occupied by agriculture, with significant areas of natural vegetation are significantly related to seropositivity. Among them, tick bite, agro-pastoral occupation and living in areas at an altitude of ≥400m. better predict seropositivity of an individual. For hantaviruses, it was found that age, rodent sighting around home and the ownership of an underground shed are significantly related to seropositivity. Among them, it seems that only age can predict seropositivity of an individual. Moreover, it was observed that almost 75% of the seropositive for hantaviruses individuals presented mild renal dysfunction. In this study, endemic foci were also detected: the municipality of Erimanthos for CCHFV and the municipality of Western Achaia for hantaviruses. Clinicians should include CCHF and HFRS in the differential diagnosis of an acute febrile case, especially when thrombocytopenia or impaired renal function is encountered.
37

Αθηρωμάτωση του συστήματος των βρογχικών αρτηριών και πιθανός συσχετισμός με την στεφανιαία κυκλοφορία

Κωτούλας, Χριστόφορος 22 December 2008 (has links)
Σκοπός: Διεξάγαμε την παρούσα μελέτη για να καταδείξουμε την ύπαρξη των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων στο πειραματικό μοντέλο του χοίρου. Επιπλέον διερευνήσαμε την επίπτωση της αρτηριοσκλήρυνσης στις βρογχικές αρτηρίες. Υλικό – Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τα παρασκευάσματα καρδιάς και πνευμόνων από 6 χοίρους. Επιπλέον, δείγματα βρογχικών αρτηριών ελήφθησαν από 40 ασθενείς που υποβάλλονταν σε θωρακοτομή. Σημειώθηκαν αναλυτικά οι κλινικοί και εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης. Αποτελέσματα: Με υπολογιστική τομογραφία, ψηφιακή αγγειογραφία και χορήγηση χρωστικής ρητίνης καταδείξαμε το αναστομωτικό δίκτυο μεταξύ των βρογχικών και κυρίως των αριστερών στεφανιαίων αρτηριών σε 5 από τα 6 παρασκευάσματα. Η μικροσκοπική εξέταση των δειγμάτων δεν στοιχειοθέτησε ύπαρξη αθηροσκλήρυνσης, παρά μόνο ύπαρξη ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα σε ποσοστό 2.5%, που δεν συσχετίστηκε με τους παράγοντες κινδύνου αρτηριοσκλήρυνσης. Συμπεράσματα: Με δεδομένο ότι βρογχικές αρτηρίες παρουσιάζουν ελάχιστο βαθμό ασβεστοποιού σκλήρυνσης του μέσου χιτώνα., υποθέτουμε ότι θα μπορούσαν να συνδράμουν στη στεφανιαία κυκλοφορία μέσω των προαναφερθεισών αναστομώσεων σε καταστάσεις εκσεσημασμένης στεφανιαίας νόσου. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την σπουδαιότητα των βρογχικών αρτηριών και των βρογχικο-στεφανιαίων αναστομώσεων σε περιπτώσεις εμβολισμού των βρογχικών αρτηριών, μεταμοσχεύσεων καρδιάς-πνευμόνων και αντιμετώπισης ανευρυσμάτων θωρακικής αορτής. / Aim of the study: We conducted this study to demonstrate the coronary-bronchial anastomotic routes in a porcine model. Additionally, we estimated the incidence of bronchial arteries arteriosclerosis. Material and Methods: Six heart-lung porcine blocks were used. Furthermore, 40 bronchial arteries were obtained from patients who underwent thoracotomy. Detailed clinical and laboratory atherosclerotic risk factors of the patients were documented. Results: Using CT-scan, Digital Subtraction Angiography and colored latex, we demonstrated communications between the bronchial and coronary circulation in 5 of 6 subjects. Histology revealed no established atherosclerotic lesion and narrowing of the lumen, but medial calcific sclerosis in 2.5%, that was independent from the arteriosclerotic risk factors. Conclusions: As evidence suggests that bronchial arteries only exhibit medial calcific sclerosis, we hypothesize that bronchial arteries can contribute to the coronary flow through the broncho-coronary anastomoses in cases of severe coronary artery disease. Our study emphasizes their importance and their anastomoses to coronaries in cases of embolization, heart-lung transplantation and thoracic aorta aneurysms repair.

Page generated in 0.0338 seconds