• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 33
  • 3
  • Tagged with
  • 37
  • 25
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

Ο αυξητικός παράγοντας HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide) ενεργοποιεί έμμεσα τον υποδοχέα ALK (Anaplastic Lymphoma Kinase)

Τριπολιτσιώτη, Δήμητρα 06 August 2013 (has links)
Η HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide) είναι ένας αυξητικός παράγοντας που δεσμεύεται στην ηπαρίνη και εμπλέκεται στη ρύθμιση της κυτταρικής διαφοροποίησης, του κυτταρικού πολλαπλασιασμού καθώς και της αγγειογένεσης. Υψηλές συγκεντρώσεις του αυξητικού παράγοντα HARP έχουν βρεθεί σε ανθρώπινους καρκινικούς όγκους, σε καρκινικές κυτταρικές σειρές, όπως επίσης και σε ορό ασθενών με διάφορους τύπους καρκίνου. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η HARP αποτελεί υπόστρωμα για διάφορα πρωτεολυτικά ένζυμα του κυτταρικού μικροπεριβάλλοντος, με αποτέλεσμα την παραγωγή ενεργών πεπτιδίων που μπορούν να έχουν παρόμοιες ή και αντίθετες δράσεις από το ολικό μόριο. Η HARP ασκεί τις βιολογικές τις δράσεις ύστερα από πρόσδεση στους διαμεμβρανικούς υποδοχείς SDC3, RPTPβ/ζ και ALK. Παρά την ταυτοποίηση του υποδοχέα ALK ως λειτουργικού υποδοχέα της HARP, μέχρι σήμερα υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις αναφορικά με την αλληλεπίδρασή του με τη HARP. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η αλληλεπίδραση του αυξητικού παράγοντα HARP και του υποδοχέα ALK σε καρκινικά κύτταρα PC3 ανθρώπινου προστάτη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η HARP επάγει τη φωσφορυλίωση του ALK σε κύτταρα PC3, ωστόσο δεν είχε καμία επίδραση στην ενεργοποίηση του συγκεκριμένου υποδοχέα σε κύτταρα PC3 στα οποία είχε μειωθεί η συσσώρευση του RPTPβ/ζ. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν ανασυνδυασμένα πεπτίδια που είχαν εκφραστεί ως πρωτεΐνες σύντηξης με τη θειοτρανσφεράση της γλουταθειόνης (GST) και αντιστοιχούσαν σε περιοχές του αυξητικού παράγοντα HARP [P(9-110), P(9-59), P(60-110)] που προκύπτουν ύστερα από πέψη με πλασμίνη. Ύστερα από πειράματα συγκατακρήμνισης βρέθηκε ότι ο ALK αλληλεπιδρά ισχυρά με το πεπτίδιο P(60-110) αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε και ύστερα από μεωρύθμιση των επιπέδων έκφρασης του RPTPβ/ζ. Συμπερασματικά, στην παρούσα εργασία καταδεικνύεται η έμμεση αλληλεπίδραση του υποδοχέα ALK και του αυξητικού παράγοντα HARP, η οποία βρέθηκε ότι διαμεσολαβείται από τον υποδοχέα RPTPβ/ζ. Αποδεικνύεται επίσης ότι παρόλο που η αλληλεπίδραση των δύο αυτών μορίων δεν είναι ικανή να οδηγήσει στη φωσφορυλίωση του υποδοχέα ALK, τα δύο αυτά μόρια αλληλεπιδρούν βιοχημικά καθώς η αλληλουχία 60-110 των αμινοξέων της HARP αλληλεπιδρά ισχυρά και με τις δύο μορφές του υποδοχέα, με μοριακό βάρος 220 και 140 kDa αντίστοιχα. / HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide) is a heparin-binding growth factor, involved in the regulation of cell differentiation, cell proliferation as well as in angiogenesis. Elevated concentrations of HARP have been detected in malignancies, in cancer cell lines, as well as in the plasma of patients with different types of cancer. It is also known that HARP is substrate for different proteases of the cell microenvironment, leading to the production of biological active peptides which can exert similar or even opposite biological activities to HARP. HARP exerts its biological actions after binding to the transmembrane receptors SDC3, RPTPβ/ζ and ALK. Even though ALK has been defined as a functional HARP receptor, contradictory results have been published concerning HARP-ALK interaction. In the present work, we studied the interaction of HARP growth factor with ALK transmembrane receptor using PC3 prostate cancer cells. It was shown that HARP induces the phosphorylation of ALK in PC3 cells, however no effect on ALK activation was observed in PC3 cells after RPTPβ/ζ knockdown. We also used recombinant gst-fused peptides corresponding to various fragments of HARP [P(9-110), P(9-59), P(60-110)] which result after cleavage with plasmin. After GST pull-down assays it was shown that ALK strongly binds to the P(60-110), result that was also taken after RPTPβ/ζ knockdown. Cumulatively, our results indicate that HARP-induced ALK phosphorylation is mediated by RPTPβ/ζ. It is also demonstrated that HARP interacts biochemically with ALK, since P(60-110) strongly binded both species of ALK (220 and 140 kDa).
22

Η πολιτική 6-σίγμα σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών

Θεοδοσοπούλου, Ελένη 01 August 2014 (has links)
Σκοπός της διπλωματικής είναι η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και η ανεύρεση των κυριότερων θεωρητικών – εννοιολογικών μοντέλων σχετικά με τη πολιτική ποιότητας 6σ. Ωστόσο ο σημαντικότερος σκοπός ήταν η κατασκευή ενός πλήρους και τεκμηριωμένου ερωτηματολογίου που να ανταποκρίνεται στο περιβάλλον που λειτουργούν οι ελληνικές επιχειρήσεις. Μεθοδολογία: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και πιο συγκεκριμένα των διεθνών ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών (emerald) όπου έγινε αναζήτηση άρθρων χρησιμοποιώντας ως λέξεις κλειδιά: 6 σίγμα, κρίσιμοι παράγοντες 6σ, οφέλη του έξι σίγμα, εμπόδια και δυσκολίες του έξι σίγμα, το έξι σίγμα στη παροχή υπηρεσιών, λόγοι εφαρμογής – λόγοι μη εφαρμογής, η απόδοση του έξι σίγμα, εργαλεία και τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη πρωτοβουλία έξι σίγμα, το έξι σίγα και η σύνδεσή του με άλλες προσεγγίσεις ποιότητας (TQM, BE, ISO) και lean έξι σίγμα. Αποτελέσματα: η παρούσα εργασία παρουσιάζει τα κυριότερα εννοιολογικά μοντέλα πάνω στη πολιτική ποιότητας 6σ. Επίσης εξετάζει τα μοντέλα αυτά από την πλευρά των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και το πώς αυτά εφαρμόζονται επιτυχώς από αυτές. Το τελικό αποτέλεσμα της εργασίας είναι ένα τεκμηριωμένο ερωτηματολόγιο το οποίο προορίζεται για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και εξετάζει το κατά πόσο η πρωτοβουλία έξι σίγμα είναι γνωστή στα ελληνικά δεδομένα. Περιορισμοί: η εργασία παρέχει μόνο μία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και όχι ερευνητικά αποτελέσματα. Πρακτικές εφαρμογές: η εργασία παρέχει μία πλήρης εικόνα πάνω στα θεωρητικά - εννοιολογικά μοντέλα για την πολιτική ποιότητας έξι σίγμα στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για μελλοντικές εργασίες. Καλύπτει το κενό που υπάρχει στην κατασκευή ενός πλήρους και καλά τεκμηριωμένου ερωτηματολογίου Πρωτοτυπία – αξία: η εργασία αυτή καλύπτει σημαντικά το κενό που υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τη πολιτική ποιότητας έξι σίγμα. Συμβάλλει στη παροχή ενός εννοιολογικού πλαισίου για τη πολιτική ποιότητας έξι σίγμα από την πλευρά των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών. / The purpose of the current thesis is to review the literature and finding the main theoretical - conceptual models on the quality policy 6s. However the most important goal was to build a complete and documented questionnaire to respond to the environment that Greek companies operate. Methodology : literature review and in particular searching at international academic libraries (emerald) of articles using keywords such as: six sigma critical success factors, six sigma benefits, obstacles and difficulties of six sigma, six sigma in the service sector, implementation reasons – reasons for no implementation, the performance of six sigma, tools and techniques used in the six sigma initiative, the six sigma’s connection with other quality approaches (TQM, BE, ISO) and lean six sigma. Results: This paper presents the main conceptual models on the quality policy 6s. Also considers these models from the perspective of service providers and how they apply them successfully. The final outcome of this study is a well documented questionnaire intended for service firms, which examines whether the six sigma initiative is known in Greek service sector. Limitations: The paper provides only an overview of the literature rather than research results. Practical applications: this study provides a complete overview on the theoretical - conceptual models for the quality system of Six Sigma in the service sector and can be used as a basis for future studies. It covers the gap that exists in providing a complete and well- documented questionnaire. Originality - value: this study covers the major gap in Greek literature on Six Sigma quality policy. It provides a conceptual framework for six sigma quality policy on the part of the service providers.
23

Osseo-integration assessment by means of digital panoramic radiography and cone beam CT due to platelet rich plasma employment and graft placement in jaw bone defects / Εκτίμηση της οστεοποίησης με ψηφιακή πανοραμική φωτογραφία ή υπολογιστική τομογραφία μετά από τοποθέτηση αυξητικών παραγόντων και μοσχευμάτων σε οστικές ελλείψεις των γνάθων

Γεωργακόπουλος, Ιωάννης 07 July 2015 (has links)
Thirty eligible patients are randomly assigned to two groups. The test group received PRP application around new implants, while in the control group no PRP treatment was made. The bone-to-implant contact region was analyzed in a clinical sample of 60 Digitized Panoramic Radiographs, 30 corresponding to immediate implant loading (Class-I) and 30 after an 8 month follow-up period (Class-II). This region was sampled by 1146 circular Regions-of-Interest (ROIs), resulting from a specifically designed segmentation scheme based on Markov-Random-Fields (MRF). From each ROI, 41 textural features were extracted, then reduced to a subset of 4 features due to redundancy and employed as input to Receiver-Operating-Characteristic (ROC) analysis, to assess the textural differentiation between two classes. / Σε αυτή την έρευνα για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε μια υπολογιστική μελέτη υφής για την εκτίμηση της διαφοροποίησης της υφής που συνδέεται με τις ιδιότητες του σχηματισμού των οστών, περιμετρικά του εμφυτεύματος μετά την χρήση πλάσματος πλούσιο σε αιμομετάλια (Platelet-Rich-Plasma), σε πανοραμικές ακτινογραφίες. Ο κύριος στόχος ήταν να ποσοτικοποιηθεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση της υφής σε εικόνες πανοραμικής ακτινογραφίας σε μια περίοδο παρακολούθησης 8 μηνών, στην διεπαφή οστών-εμφυτεύματος, μεταξύ των δύο κατηγοριών (0 & 8 μήνες) και κατά συνέπεια να αξιολογηθεί οποιαδήποτε στατιστική διαφορά στα χαρακτηριστικά υφής των ακτινογραφιών μεταξύ των ομάδων ελέγχου και δοκιμασίας που μπορεί να αποδοθεί στη θεραπεία PRP. Η ανάλυση υφής σε συνδυασμό με τις ιδιότητες του σχηματισμού των οστών γύρω περιμετρικά του εμφυτεύματος πραγματοποιήθηκε με ROC ανάλυση.
24

Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, διαχρονικές μεταβολές επιδημιολογικών δεικτών και διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων στη Δυτική Ελλάδα

Αυγερινού, Χριστίνα 22 December 2014 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) είναι μια ετερογενής ομάδα επίκτητων κλωνικών διαταραχών του πολυδύναμου αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου, που χαρακτηρίζονται από κυτταροπενίες στο περιφερικό αίμα, μορφολογικές και λειτουργικές διαταραχές των αιμοποιητικών κυττάρων και αυξημένο κίνδυνο εκτροπής σε οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). Η επίπτωση των ΜΔΣ ποικίλλει σημαντικά μεταξύ διαφόρων χωρών με βάση δεδομένα από διάφορες μελέτες. Δεν υπήρχαν δημοσιευμένα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την επίπτωση των ΜΔΣ στον ελλαδικό χώρο μέχρι την πραγματοποίηση αυτής της διατριβής. Ασθενείς και μέθοδοι: Στο πρώτο σκέλος της διατριβής καταγράφηκαν όλοι οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με ΜΔΣ κατά την 20-ετή περίοδο 1/1/1990-31/12/2009 στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τους ιατρικούς φακέλους των ασθενών με τεκμηριωμένη διάγνωση ΜΔΣ από ειδικό αιματολόγο ή αιμοπαθολογοανατόμο, και από τα τέσσερα νοσοκομεία την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας», Θεραπευτήριο «Ολύμπιον» και Γενικό Νοσοκομείο Μεσολογγίου). Καταγράφηκαν τα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με ΜΔΣ και δημιουργήθηκε μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων, επί της οποίας έγινε περιγραφική στατιστική ανάλυση. Καταγράφηκε επίσης η ημερομηνία αρχικής διάγνωσης και η ημερομηνία θανάτου ή τελευταίας επαφής/εξέτασης και έγινε ανάλυση επιβίωσης. Εκτιμήθηκε η παρουσία συννοσηρών παθήσεων κατά τη διάγνωση και υπολογίστηκαν οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI. Η επίπτωση και ο επιπολασμός των ΜΔΣ υπολογίστηκαν για την περιοχή της Δυτικής Ελλάδας που απαρτίζεται από τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και ΜΔΣ. Το δεύτερο σκέλος της διατριβής είναι μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και στο Γενικό Νοσοκομείο «Ο Άγιος Ανδρέας». Ελήφθησαν συνεντεύξεις βάσει ερωτηματολογίου από ασθενείς με ΜΔΣ και ομάδα μαρτύρων με αναλογική εξομοίωση ως προς φύλο και ηλικία. Η ομάδα των μαρτύρων συγκροτήθηκε από ασθενείς που υπεβλήθησαν σε επέμβαση καταρράκτη στην Οφθαλμολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών. Η συνέντευξη βασίστηκε σε ερωτηματολόγιο αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, την περιοχή κατοικίας, το επάγγελμα, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου, την επαγγελματική έκθεση σε χημικά, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, τη διατροφή, την έκθεση σε οικιακούς παράγοντες κινδύνου, τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, την ακτινοβολία για διαγνωστικούς σκοπούς και τυχόν προηγηθέν ψυχοπιεστικό γεγονός. Και τα δύο ερευνητικά σκέλη της διατριβής έλαβαν την έγκριση του Επιστημονικού Συμβουλίου των συμμετεχόντων νοσοκομείων. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS Statistics (έκδοση 20.0). Αποτελέσματα: Συνολικά καταγράφηκαν 855 ασθενείς με ΜΔΣ. Η ανθεκτική αναιμία (RA) ήταν η πιο κοινή υποκατηγορία και στα δύο φύλα με βάση την ταξινόμηση τόσο κατά FAB όσο και κατά WHO. Οι κατηγορίες Del(5q) και RARS ήταν πιο συχνές στις γυναίκες, ενώ η CMML-D στους άνδρες. Η τρισωμία 8 ήταν η πιο κοινή μονήρης κυτταρογενετική ανωμαλία. Η αδρή μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 6 ανά 100.000 κατοίκους ηλικίας ≥15 ετών (όλες οι κατηγορίες ΜΔΣ κατά FAB), ενώ ήταν 4,8 ανά 100.000 όταν εξαιρέθηκαν CMML και RAEB-T. Η αδρή επίπτωση ήταν υψηλότερη στις αγροτικές από ό,τι στις αστικές περιοχές, αλλά αυτό το εύρημα δεν επιβεβαιώθηκε μετά από προτύπωση κατά ηλικία. Η προτυπωμένη κατά ηλικία μέση ετήσια επίπτωση ΜΔΣ ήταν 7,9 ανά 100.000 στους άνδρες και 3,4 ανά 100.000 στις γυναίκες. Παρατηρήθηκε μια συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση ΜΔΣ, που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει μια αύξηση στις περιπτώσεις RA και RARS κατά τη διάρκεια της μελετηθείσας περιόδου. Η μέση επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ ήταν 39,8 μήνες και η διάμεση επιβίωση ήταν 22,4 μήνες. Η επιβίωση συσχετίστηκε σημαντικά με την ηλικία κατά τη διάγνωση και με την προγνωστική κατηγορία κατά IPSS. Η μονοπαραγοντική ανάλυση με βάση το μοντέλο του Cox έδειξε ότι η ηλικία, η κατηγορία κατά FAB, η βαρύτητα της αναιμίας, της λευκοπενίας, της ουδετεροπενίας και της θρομβοπενίας και τα επίπεδα φερριτίνης και LDH στον ορό συσχετίστηκαν με τη συνολική επιβίωση. Η παρουσία καρδιακής ανεπάρκειας ή/και νεφρικής νόσου κατά τη διάγνωση φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση, ενώ οι δείκτες συννοσηρότητας Charlson Comorbidity Index και MDS-CI δε φάνηκε να συσχετίζονται με την επιβίωση των ασθενών με ΜΔΣ στην παρούσα μελέτη. Διακόσιοι είκοσι τέσσερις ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη ασθενών-μαρτύρων (126 ασθενείς με ΜΔΣ και 98 μάρτυρες). Οι ασθενείς και οι μάρτυρες εξομοιώθηκαν αναλογικά ως προς το φύλο και την ηλικία. Το οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής νεοπλασίας ή/και συμπαγούς όγκου συσχετίστηκαν σημαντικά με τα ΜΔΣ. Η επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα εντομοκτόνα και ζιζανιοκτόνα, συσχετίστηκε σημαντικά με τον κίνδυνο εμφάνισης ΜΔΣ. Η κατανάλωση κρέατος ≥5 φορές την εβδομάδα, αυγών ≥3 φορές την εβδομάδα και ποσότητας αλκοόλ ≥15 ποτά (ισοδύναμα) την εβδομάδα επίσης συσχετίστηκαν με ΜΔΣ. Ωστόσο, οι μοναδικοί παράγοντες που διατήρησαν τη στατιστική σημαντικότητά τους στην πολυπαραγοντική ανάλυση ήταν το οικογενειακό ιστορικό κακοήθειας (συμπαγούς όγκου) (p=0.014) και η έκθεση σε φυτοφάρμακα (p<0.0001). / “Epidemiologic features, temporal trends of epidemiological indices and investigation of risk factors for myelodysplastic syndromes in Western Greece” Background: “Myelodysplastic syndromes (MDS) are a heterogenous group of acquired clonal disorders of the bone marrow, characterized by cytopenias, morphologic and functional abnormalities of hematopoietic cells, and a high risk of transformation to acute myeloid leukaemia (AML)”. The incidence of MDS varies significantly among countries according to different studies. Published epidemiologic data for MDS in Greece were not available by the time this study was conducted. Objective: The objective of the present study was to describe the demographic and clinical features of the patients diagnosed with MDS in Western Greece during the period 1990-2009, to estimate the incidence of MDS and its temporal trends throughout this period, as well as to investigate risk factors for MDS in the same area. This was achieved in two main parts: the first part involved the creation of a local MDS registry and a subsequent descriptive study, and the second part was a case-control study. Patients and methods: In the first part of the thesis, all patients diagnosed with MDS in Western Greece during the 20-year-period 1/1/1990-31/12/2009 were registered. Data were retrieved from the medical records of patients with a documented diagnosis of MDS, performed by an expert hematologist and/or hematopathologist, in all four hospitals situated in the geographical area of Western Greece. Demographic and clinical features of patients with MDS were collected and an electronic database was created, upon which descriptive analysis was performed. Date of diagnosis and date of death or date of last contact were also registered and survival analysis was performed. Comorbidities at diagnosis were also evaluated and comorbidity indices (Charlson Comorbidity Index and MDS-CI) were calculated. Incidence and prevalence of MDS was calculated for the well-defined geographical area of Western Greece, which consists of the prefectures Achaia, Ilia and Etolia-Akarnania. Temporal trend of incidence rates was also studied. The second part of the thesis was a hospital-based case-control study conducted in two hospitals in the city of Patras, Greece. MDS prevalent cases and proportionally age- and gender-matched controls were interviewed. The group of controls consisted of patients who were operated for cataract at the Department of Ophthalmology. The interview was based on a questionnaire regarding marital status, area of residence, profession, family history of cancer, occupational exposure to chemicals, smoking, alcohol consumption, nutrition, exposure to domestic risk factors, leisure activities, radiation for diagnostic purposes and stressful life events. Both parts of the study were approved by the Ethical and Scientific Committee of the participating hospitals. Statistical analysis was performed with the statistical software IBM SPSS Statistics 20.0. Results: A total of 855 patients with newly diagnosed MDS were identified. Refractory anemia was the most common subtype in both FAB and WHO classification systems and in both genders. Del(5q) and RARS were more commonly encountered among females and CMML-D among males. Trisomy 8 was the most common single cytogenetic abnormality. The crude mean annual incidence rate of MDS was 6.0 per 100,000 inhabitants aged ≥15 years old (all subtypes according to FAB), and it was 4.8 per 100,000 when CMML and RAEB-T were excluded. Crude incidence rate was higher in rural than in urban areas, but this finding was not confirmed after age-standardization. Age-standardized mean annual incidence rate of MDS was 7.9/100,000 in men and 3.4/100,000 in women. A continuously increasing incidence rate of MDS was observed, which essentially represented an increase in cases of RA and RARS throughout the study period. Mean survival of patients with MDS was 39.8 months and median survival was 22.4 months. Survival was significantly associated with age at diagnosis and with IPSS prognostic category. Univariate analysis with Cox regression model revealed that age, FAB subtype, the degree of anemia, leucopenia, neutropenia, thrombocytopenia, serum ferritin and LDH levels were all associated with overall survival. The presence of heart failure and/or chronic kidney disease at diagnosis proved to significantly affect survival, whereas Charlson Comorbidity Index and MDS-CI were not shown to correlate with survival. Two hundred and twenty four patients participated in the case control study (126 MDS cases and 98 controls). Cases and controls were proportionally matched by age and gender. Family history of hematologic malignancy and family history of solid tumour were significantly associated with MDS. Occupational exposure to agricultural chemicals, and especially herbicides and insecticides, was significantly associated with MDS. Consumption of meat ≥5 times a week and eggs ≥3 times a week, and alcohol consumption ≥15 drinks (alcohol equivalents) a week were also associated with MDS. In multivariate analysis, the only factors which eventually retained their statistical significance were family history of solid malignancy (p=0.014) and exposure to agricultural chemicals (p<0.0001).
25

Παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη λειτουργία και βατότητα των αρτηριοφλεβικών επικοινωνιών για αιμοκάθαρση

Λαμπρόπουλος, Γιώργος 22 December 2009 (has links)
Η θρόμβωση αποτελεί το πιο συχνό αίτιο δυσλειτουργίας της αγγειακής προσπέλασης, στους ασθενείς, με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση. Σκοπός: Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η εκτίμηση του ρόλου του προεγχειρητικού απεικονιστικού ελέγχου στη δημιουργία αγγειακής προσπέλασης και ο έλεγχος των παραγόντων που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα της. Εκτιμήθηκε η επίδραση της διαμέτρου των αγγείων, που χρησιμοποιούνται στη δημιουργία αγγειακής προσπέλασης, στη βατότητα αυτής. Ελέγχθηκε ο ρόλος των γονιδιακών θρομβοφιλικών παραγόντων (FV Leiden, FII G20210A και MTHFR C677T→A) στην παρουσία θρόμβωσης και στην επιβίωση της ΑΦΕ. Τέλος ελέγχθηκε η δυνατότητα πρόβλεψης της θρόμβωσης με τη χρήση δημογραφικών, αιμοδυναμικών, αιματολογικών και βιοχημικών παραγόντων, αλλά και των θρομβοφιλικών γονιδιακών μεταλλάξεων. Μέθοδος- Υλικό: 137 συνεχόμενα περιστατικά, από Μάρτιο 2005 έως Δεκέμβριο 2006, προσήλθαν για δημιουργία αγγειακής προσπέλασης για αιμοκάθαρση και εντάχθηκαν στην παρούσα μελέτη. Μετά από φυσική εξέταση και λήψη ιστορικού, κατεγράφη το αιματολογικό- βιοχημικό τους προφίλ και η παρουσία θρομβοφιλικών μεταλλάξεων. Υπεβλήθηκαν σε χαρτογράφηση των αγγείων των άκρων με χρήση υπερήχων και φλεβογραφία και συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα ακλούθησε η δημιουργία αγγειακής προσπέλασης. Δημιουργήθηκαν 26 περιφερικές ΑΦΑ, 74 κεντρικές ΑΦΑ, τοποθετήθηκαν 32 ΑΦΜ και σε 5 περιστατικά ετέθη μόνιμος καθετήρας. Εξαιρέθηκαν από τη μελέτη τα περιστατικά με πρώιμη θρόμβωση (9), τα περιστατικά που δεν χρησιμοποιήθηκε η αγγειακή προσπέλαση (11) και στα περιστατικά που χάθηκαν από την παρακολούθηση η απεβίωσαν πριν συμπληρωθούν τουλάχιστον 4 μήνες ελέγχου (14). Στα υπόλοιπα 102 περιστατικά έγινε υπερηχογραφικός έλεγχος της αγγειακής προσπέλασης στους 2, 6 και 12 μήνες και κλινική εκτίμηση έως το πέρας της μελέτης σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αποτελέσματα: Η USVM άλλαξε το προεγχειρητικό σχεδιασμό σε 31 (22.6%) ασθενείς, χωρίς να αλλάξει η τελική αναλογία του τύπου σε σύγκριση με την αρχική εκτίμηση. 18 ασθενείς (36.7%) που τα υπερηχογραφικά ευρήματα άλλαξαν το σχεδιασμό ήταν διαβητικοί σε σύγκριση με το 14.8% (13) σε μη διαβητικούς (p<.001). Στα περιστατικά που άλλαξε το σχεδιασμό η USVM υπήρξαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε πρόγραμμα αιμοκάθαρσης(2.7 vs. 0.9 έτη). Φλεβογραφικά αναγνωρίστηκαν 18 περιστατικά με κεντρική στένωση και σε 12 από αυτά άλλαξε ο σχεδιασμός. Σημαντική στένωση παρουσίασε το 93% των ασθενών που στο ιστορικό ανέφεραν πάνω από 2 τοποθετήσεις κεντρικών καθετήρων. Η διάμετρος της φλέβας στις αναστομώσεις που παρουσίασαν πρώιμη θρόμβωση υπήρξε μικρότερη από τις υπόλοιπες λιτουργικές ΑΦΑ (2.84 vs 3.94, p<.001). Οι ΑΦΕ που παρουσίασαν θρόμβωση παρουσίασαν αρχική παροχή (Qa) 558.13 ml/min σε σύγκριση με τα 821.26 ml/min των περιστατικών που δεν παρουσίασαν θρόμβωση. Τα περιστατικά που παρουσίασαν θρόμβωση είχαν υψηλότερη συγκέντρωση Lp(a), είχαν ενταχθεί για μεγαλύτερο χρόνο σε αιμοκάθαρση και παρουσίαζαν μετάλλαξη του MTHFR (R2=0.6, p<.001). Οι γυναίκες, τα μοσχεύματα, ο χαμηλότερος όγκος ροής και η παρουσία μετάλλαξης FV Leiden σχετίζονται με συχνότερη εμφάνιση θρόμβωσης (p<.05). Συμπεράσματα: Ο υπερηχογραφικός έλεγχος θα πρέπει να γίνεται συστηματικά στον προεγχειρητικό σχεδιασμό, με μεγαλύτερο όφελος στους διαβητικούς, σε άτομα με περισσότερο χρόνο σε αιμοκάθαρση, με ιστορικό άλλων επεμβάσεων αγγειακής προσπέλασης. Η φλεβογραφία θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς με ιστορικό τοποθέτησης κεντρικής γραμμής στην πλευρά του χειρουργείου. Η πρώιμη θρόμβωση της ΑΦΕ συνδέεται με μικρότερη διάμετρο της φλέβας προς αναστόμωση. Ο Qa αποτελεί αξιόπιστο δείκτη καλής λειτουργίας της ΑΦΕ. Η θρόμβωση εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, στους ασθενείς με αυξημένα επίπεδα Lp(a), σε ατόμα με περισσότερα χρόνια σε αιμοκάθαρση και στα ΑΦΜ. Τόσο ο FV Leiden όσο και το MTHFR φαίνεται να παίζουν ρόλο στην εμφάνιση θρόμβωσης στις ΑΦΑ. / Vascular access thrombosis (VAT) is one of the most common causes of morbidity in hemodialysis patients. Objective: In an effort to increase the prevalence of AV fistulae, ultrasound vessel mapping (USVM) and upper extremity venography (UEV) have been suggested; however the effectiveness of their combined use remains unknown. We studied the effect of such a combined protocol on AV access type change, compared to physical examination alone. The vascular access patency had been correlated to vessel diameter and to a number of thrombosis risk factors. Finally the role of genetic thrombophilic risk factors on vascular access thrombosis was studied. Methods: Consecutive cases with chronic kidney disease (n=137) after an initial estimation of the AV access type based on physical examination, had USVM and UEV, to detect vascular pathology that could potentially alter the original plan. 26 distal AVF, 74 central AVF, 32 AV grafts and 5 permanent catheters were placed. 9 cases presented early thrombosis, 11 cases had delayed first use or the access wasn’t used at all, 14 patients died or did not present at their follow up and were excluded from our study. On the remaining 102 cases an ultrasound control of the VA was performed on 2, 6 and 12 months and clinical evaluation of the VA was performed in a regular base. Results: USVM changed the preoperative plan in 22.6% (31) patients; this was 36.7% (n=18) in diabetics compared to 14.8% (n=13) in non-diabetics (p<.001). Patients that USVM changed the type of the planned AV access had been on hemodialysis significantly longer (2.7 years vs. 0.9 years, p<.001). Venography identified 18 patients with central vein stenosis that led to a site change in 12 of them. Significant venous stenosis in patients with history of two or more central catheters placed and without such was 93%.Original plan was revised in 31% and this rate was similar for distal AVFs, central AVFs and AV grafts (38%, 26% and 43%, respectively, all p>0.05). The internal vein diameter used in VA creation was significant smaller in cases of early thrombosis (2.84 vs 3.94, p<.001). Thrombosed VA presented with initial flow volume measurement (Qa) of 558.13 ml/min and was significantly lower than VA without thrombosis 821.26 ml/min. Thrombosis was more frequent in a) higher values of cholesterol and Lp(a), b) longer periods under hemodialysis, b) lower blood flow volume in initial testing and with existence of MTHFR mutations. VA was thrombosed sooner in women, when an AV graft was placed and in FV Leiden mutation (p<.05). Conclusions: A significant proportion of patients have vascular pathology severe enough to alter the access type as suggested by physical examination alone. USVM should be routinely performed, while UEV selectively in patients with history of surgery or instrumentation of their central veins. The early thrombosis of VA appears on a smaller vein diameter. The blood flow volume measurement is a reliable indicator in case of vascular access thrombosis. Thrombosis appears in greater proportion in women, in higher Lp(a) concentration, in AV grafts. Finally FV Leiden and MTHFR mutations seem to play a role in vascular access thrombosis.
26

Ανίχνευση μεταλλάξεων του γονιδίου της αυξητικής ορμόνης (GH1) σε παιδιά με κοντό ανάστημα

Παπαθανασοπούλου, Βασιλική Σ. 18 February 2009 (has links)
Η διαδικασία της αύξησης ελέγχεται από έναν πολύπλοκο συνδυασμό πολλών παραγόντων σε διάφορα επίπεδα, που περιλαμβάνουν ενδογενείς παράγοντες, όπως είναι ο γονότυπος, οι ορμόνες, οι παράγοντες αύξησης και εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η διατροφή και η επίδραση του περιβάλλοντος. Οι ορμονικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την αύξηση είναι κυρίως η αυξητική ορμόνη (GH) και οι ινσουλινόμορφοι αυξητικοί παράγοντες (IGFs). Στην διαδικασία της αύξησης συμμετέχουν, όμως, και άλλες ορμόνες, όπως η θυροξίνη, τα επινεφριδιακά ανδρογόνα, τα στεροειδή του φύλου, τα γλυκοκορτικοειδή, η βιταμίνη D, η λεπτίνη και η ινσουλίνη, που αλληλεπιδρούν με τον άξονα GH-IGF. Η αυξητική ορμόνη εκκρίνεται στην κυκλοφορία από τα σωματότροπα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, υπό την επίδραση δύο υποθαλαμικών ορμονών του εκλυτικού παράγοντα της αυξητικής ορμόνης (GHRH), που διεγείρει την έκκριση της GH και της σωματοστατίνης (SS), που αναστέλλει την έκκρισή της. Μέχρι σήμερα στην διεθνή βιβλιογραφία έχουν περιγραφεί πολλές μεταλλάξεις του γονιδίου της GH ως αιτία κοντού αναστήματος στα παιδιά. Η παρούσα μελέτη εξέτασε ομάδα 11 παιδιών με κοντό ανάστημα, ρυθμό αύξησης κάτω από την 2η εκατοστιαία θέση και καθυστερημένη οστική ηλικία. Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε λεπτομερή κλινική εξέταση και πλήρη εργαστηριακό έλεγχο. Από την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο αποκλείστηκε η παρουσία κάποιας συστηματικής πάθησης. Στην συνέχεια υπεβλήθησαν σε προκλητές δοκιμασίες έκκρισης της GH, με κλονιδίνη και L-Dopa, σε έλεγχο της 24ωρης έκκρισης της GH και τη δοκιμασία γένεσης του IGF-I. Με βάση τα εργαστηριακά αποτελέσματα της έκκρισης της GH η ομάδα των ασθενών διαχωρίστηκε σε αυτούς με ιδιοπαθές κοντό ανάστημα (10 περιπτώσεις) και ένα ασθενή με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της GH (GHND), ο οποίος είχε μειωμένη 24ωρη έκκριση GH. Από τους ασθενείς αυτούς ελήφθησαν βιοψίες ούλων, στους καλλιεργημένους ινοβλάστες των οποίων έγιναν οι μελέτες αύξησης των ινοβλαστών και περιφερικό αίμα, από το οποίο έγινε εξαγωγή γονιδιωματικού DNA. Έγινε πολλαπλασιασμός των γονιδίων του υποδοχέα της GH (GHR) και του γονιδίου της GH (GH1) με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και προσδιορισμός της αλληλουχίας τους. Ανιχνεύτηκαν μεταλλαγές στους 6 από τους 11 ασθενείς, που μελετήθηκαν, οι οποίες εντοπίζονταν στο ιντρόνιο 4 του γονιδίου GH1 και ένας ακόμη ασθενής που έφερε μεταλλάξεις στα ιντρόνια 1 και 2. Οι μεταλλάξεις αυτές δεν επηρέαζαν την διαδικασία του ματίσματος και τον σχηματισμό του mRNA και απομακρύνονταν με το μάτισμα. Στην βιβλιογραφία αναφέρονται περισσότεροι από 10 πολυμορφισμοί του γονιδίου GH1 που εντοπίζονται κυρίως στα ιντρόνια του γονιδίου και κάποιοι από αυτούς έχουν συσχετιστεί με ελαττωμένη έκφραση του γονιδίου GH1. Στον ασθενή με την GHND περιγράφηκε μια μεταλλαγή στη θέση +7 του ιντρονίου 4 του γονιδίου GH1. RT-PCR του GH1 cDNA έδειξε ότι η μετάλλαξη αυτή είναι υπεύθυνη για το εσφαλμένο μάτισμα του mRNA, με αποτέλεσμα την απαλοιφή του εξονίου 5 από το ώριμο μετάγραφο. Ο ασθενής με τη μεταλλαγή είναι ετεροζυγώτης και η ίδια μεταλλαγή σε ετερόζυγη κατάσταση, βρέθηκε και στους δύο γονείς του ασθενούς, οι οποίοι έχουν επίσης κοντό ανάστημα. Η μεταλλαγή αυτή οδηγεί στην παραγωγή μικρότερου μορίου GH. Η βιοδραστικότητα του παραγόμενου ανώμαλου μορίου της GH εκτιμήθηκε με την προσθήκη ορού του ασθενούς σε καλλιέργειες φυσιολογικών ινοβλαστών, με τη μέθοδο ενσωμάτωσης στο DNA της βρώμο-δεοξυουριδίνης (BrDU), η οποία έδειξε μειωμένη σύνθεση DNA συγκρινόμενη με την σύνθεση DNA παρουσία ορού φυσιολογικών ατόμων. Δηλαδή η περίπτωση αυτή οικογενούς κοντού αναστήματος, το οποίο κληρονομείται κατά τον επικρατούντα χαρακτήρα, οφείλεται σε μεταλλαγή στο ιντρόνιο 4 του γονιδίου GH1. / Growth can be defined as an increase in size by accretion of tissue. The control of the growth process is affected by many complex interacting factors including internal cues such as the genotype, external factors such as nutrition and environment, and internal signaling systems such as hormones and growth factors. The principal hormones influencing growth are Growth Hormone (GH) and the Insulin-like Growth Factors (IGFs), but many other hormones contribute, such as thyroxine, adrenal androgens, sex steroids, glucocorticoids, vitamin D, leptin and insulin, often channeled through interaction with the GH-IGF axis. GH is secreted from the anterior pituitary into the circulation. The pattern of GH secretion is determined primarily by the interaction between the hypothalamic peptides Growth Hormone Releasing Hormone (GHRH) and somatostatin (SS). Many mutations of the GH1 gene have been described as the cause of short stature in children. The present study examined 11 children with severe short stature, growth velocity below the 2nd centile and delayed bone age. All patients underwent thorough clinical examination and laboratory investigation in order to exclude an underlying chronic disease. Also GH secretion provocative studies, 24 hr endogenous secretion studies and IGF-I generation test were carried out. According to the results of these tests the patients we studied were divided in two groups: 10 of the patients had idiopathic short stature (ISS) and 1 patient had GH neurosecretory dysfunction (GHND). Fibroblast cultures were established from gingival biopsies obtained from the patients and genomic DNA was extracted from peripheral blood leukocytes. GH1 and GH receptor (GHR) genes were amplified by PCR and sequenced. Hot spot mutations were detected in GH1 intron 4 in 6 patients and mutations in introns 1 and 2 were detected in 1 patient. These mutations did not affect the splicing of the primary RNA transcript. A novel deletion of thymine 7 bp downstream from the 3' splice site of intron 4 was found in the patient who had GHND. RT-PCR of GH1 cDNA showed that this mutation causes aberrant GH mRNA splicing, changes the read frame, creates a new stop codon and results in the deletion of exon 5. This was also confirmed by restriction enzyme analysis of the mutant cDNA. Both short parents and the patient are heterozygotes for this mutation. BrDU incorporation in the DNA of normal fibroblast cultures in the presence of the patient’s blood serum showed reduced DNA synthesis compared to fibroblasts cultured in medium with normal human serum. Addition of high concentrations of GH (4 μg/ml) to the culture medium containing the patient’s serum led to a near normal DNA synthesis. This is a new case of familial short stature inherited as a dominant trait, due to a mutation in intron 4 of the GH1 gene.
27

Επίδραση των πολυαμινών στη δομή και λειτουργία του 5s ριβοσωματικού RNA

Γερμπανάς, Γεώργιος 30 July 2007 (has links)
Η ΒΥΠ διαθέτει αντίτυπο της διατριβής σε έντυπη μορφή στο βιβλιοστάσιο διδακτορικών διατριβών που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου της. / Στα βακτήρια, η μεγάλη ριβοσωματική υπομονάδα αποτελείται από δύο είδη RNA, το 23S και το 5S rRNA, καθώς και 33 πρωτεΐνες. Ο σχηματισμός του πεπτιδικού δεσμού και η απελευθέρωση της πεπτιδικής αλυσίδας επιτελούνται στη μεγάλη υπομονάδα, όπου εδράζεται το καταλυτικό κέντρο της πεπτιδυλοτρανσφεράσης (PTase). Εκτός αυτού, η μεγάλη υπομονάδα περιλαμβάνει το κέντρο προσδέσεως των μεταφραστικών παραγόντων, το οποίο πυροδοτεί τη GTPase δραστηριότητα των G-πρωτεϊνικών παραγόντων, που εμπλέκονται στη μετατόπιση των υποστρωμάτων και άλλες ριβοσωματικές λειτουργίες. Έχει υποτεθεί ότι το 5S rRNA παίζει ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση του κέντρου της PTase και στη μετάδοση σημάτων μεταξύ του καταλυτικού κέντρου και των ριβοσωματικών συστατικών που διεκπεραιώνουν τη μετατόπιση των υποστρωμάτων. Το ιοντικό περιβάλλον φαίνεται να επηρεάζει καθοριστικά τη διαμόρφωση του 5S rRNA. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι οι πολυαμίνες δεσμεύονται εκλεκτικά στο 5S rRNA και επηρεάζουν τη δραστικότητα του έναντι του διμεθυλο-θεϊκού, ενός αντιδραστηρίου-ιχνηθέτη της τριτοταγούς δομής του RNA. Αρχικά ελέγξαμε αν υπάρχουν εξειδικευμένες θέσεις πρόσδεσης των πολυαμινών στο 5S rRNA. Στη συνέχεια, με σκοπό να ελέγξουμε αν η πρόσδεση των πολυαμινών επηρεάζει τη λειτουργία του 5S rRNA, 70S ριβοσώματα προγραμματισμένα με πολύ-ουριδυλικό σχηματίσθηκαν από 50S υπομονάδες, ολικά ή εκλεκτικά φωτοσημασμένες με ένα φωτοδραστικό ανάλογο της σπερμίνης και από 30S ακατέργαστες υπομονάδες. Αυτά τα ριβοσώματα είχαν την ικανότητα να δεσμεύουν AcPhe-tRNA ελαφρώς ισχυρότερα, σε σύγκριση με ριβοσώματα συγκροτημένα από φυσικά συστατικά, μη περιέχοντα πολυαμίνες. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η πρόσδεση πολυαμινών στο 5S rRNA επηρεάζει, σε μικρό βαθμό, τη λειτουργία του παράγοντα επιμήκυνσης EF-Tu. Συζευγμένα, όμως, τα εν λόγω ριβοσώματα με tRNAPhe στην Ε-θέση και AcPhe-tRNAστην Ρ-θέση, επέδειξαν ισχυρότερη καταλυτική δραστικότητα και αυξημένη ικανότητα για μετατόπιση των υποστρωμάτων. Τα αποτελέσματα αυτά εισηγούνται σημαντική εμπλοκή των πολυαμινών στο λειτουργικό ρόλο του 5S rRNA κατά την κατάλυση και μετατόπιση των υποστρωμάτων. / In bacteria, the large ribosomal subunit comprises two RNA species, 23S and 5S rRNA, and 33 proteins. Peptide bond formation and peptide release are catalyzed by the large subunit, where the peptidyltransferase (PTase) center is located. In addition to this center, which triggers the GTPase activities of G-protein factors involved in translocation and other ribosomal functions. It has been hypothesized that 5S rRNA plays essential role in assembling the PTase center and mediating signal transmissions between this center and the translocation machinery. Furthermore, the ionic environment seems to affect the conformation of 5S rRNA. For instance, polyamines have been found to bind specifically to 5S rRNA and influence the 5S rRNA reactivity towards dimethyl-sulfate (DMS), a chemical probe of RNA tertiary structure. Initially we examined whether there are specific sites for binding of polyamines. To test whether the binding of polyamines influence the function of 5S rRNA poly(U)-programmed 70S ribosomes were reconstituted from 50S subunits, totally or specifically photolabelled in their 5S rRNA with a photoreactive analogue of spermine, and native 30S subunits. These ribosomes were found to enzymatically bind AcPhe-tRNA better than ribosomes reconstituted from native components. This means, that furnishing 5S rRNA with spermine slightly influences the elongation factor EF-Tu function. However, equipped with tRNAPhe at the A-site and AcPhe-tRNA at the P-site, these ribosomes exhibited higher catalytic activity and enhanced tRNA translocation efficiency. These results suggest an essential impact of polyamines on the functional role of 5S rRNA in catalysis and translocation of translation substrates.
28

Κλινικοί, γενετικοί και εργαστηριακοί προγνωστικοί παράγοντες σχετιζόμενοι με τη θεραπευτική απάντηση σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C / Therapeutic response to patient with chronic hepatitis C due to clinical genetic and laboratory prognostic factors

Συροκώστα, Ιουλία 26 June 2007 (has links)
H θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C παραμένει πρόκληση ,ιδιαίτερα για κάποιους ασθενείς ,μια και ποικίλοι παράγοντες που αφορούν τόσο τον ιό όσο και τον ξενιστή σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία .Ο γονότυπος τύπου 1 και το υψηλό ιϊκό φορτίο έναρξης είναι οι κύριοι ιϊκοί παράγοντες που σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία ,ενώ για τον ασθενή οι παράγοντες που σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία είναι η μη ανταπόκριση ή η υποτροπή σε προηγούμενη θεραπεία ,η παρουσία κίρρωσης ,η Αφροαμερικανική καταγωγή, η μεγαλύτερη των 40 ετών ηλικία, η μη συμμόρφωση στη θεραπεία και η παχυσαρκία. Τα οβάλ ηπατοκύτταρα είναι πρόδρομα ηπατικά κύτταρα που έχουν συσχετισθεί με την εξέλιξη της ηπατικής νόσου και την ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκινώματος σε πειραματικά μοντέλα .Πρόσφατα έχουμε αποδείξει ότι σε περιπτώσεις χρόνιας ηπατίτιδας τύπου Β ή C η παρουσία πρόδρομων ηπατικών κυττάρων σχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου το βαθμό ίνωσης και το σχετιζόμενο κίνδυνο ανάπτυξης ηπατοκυτταρικού καρκινώματος Αυτή η μελέτη προσπάθησε να εντοπίσει τους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μακροχρόνια ανταπόκριση στη θεραπεία ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C καθώς και τον ρόλο που μπορεί να έχει σε αυτή τη διαδικασία η ύπαρξη πρόγονων ηπατικών κυττάρων . Στόχος του έργου είναι η διερεύνηση ποικίλων κλινικών γενετικών εργαστηριακών και ιστολογικών παραμέτρων οι οποίες σχετίζονται με τη θεραπεία σε ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη. Δευτερογενής στόχος της μελέτης είναι ο καθορισμός ομάδων υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκίνου. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 135 ενήλικες ασθενείς με θετική PCR και με βιοψία ήπατος που πιστοποιούσε χρόνια ηπατίτιδα εισήχθησαν στη μελέτη και τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν είτε μονοθεραπεία με 3 MU ιντερφερόνης a2b τρεις φορές την εβδομάδα για 24 εβδομάδες ή συνδιασμό με ιντερφερόνη ή ή πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη a2a (40 KD) μία φορά την εβδομάδα και προσθήκη 1000ή1200 mg ριμπαβιρίνης για 24 ή 48 εβδομάδες ανάλογα τον γονότυπο .Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνταν για την ασφάλεια την αντοχή και την αποτελεσματικότητα στο τέλος της εβδομάδας 2, 4, 8 και κάθε 4 εβδομάδες κατά τη διάρκεια της θεραπείας . Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας οι ασθενείς παρακολουθούνταν στις εβδομάδες 4, 12, 24 . Το πρώιμο τελικό σημείο ήταν η απώλεια του μετρήσιμου RNA του ιού της ηπατίτιδας C (HCV- RNA < 100c/ml) την εβδομάδα 24 μετά το τέλος της θεραπείας . Για να μελετήσουμε τη συσχέτιση των πρόγονων ηπατικών κυττάρων με την ανταπόκριση στη θεραπεία μελετήθηκαν 77 ηπατικές βιοψίες από ισάριθμους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C. Σαν μάρτυρες χρησιμοποιήθηκαν 10 φυσιολογικές ηπατικές βιοψίες .29 ασθενείς που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και είχαν αρνητική PCR στο τέλος της προκαθορισμένης περιόδου αποτέλεσαν την ομάδα (Α) .29 ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και είχαν θετική PCR στο τέλος της προκαθορισμένης περιόδου αποτέλεσαν την ομάδα (Β) και τέλος 19 ασθενείς που υποτροπίασαν μετά αρχική ανταπόκριση στη θεραπεία αποτέλεσαν την ομάδα (Γ).Εξετάσθηκαν τομές παραφίνης πάχους 4 μm και καταμετρήθηκαν τα κύτταρα με μορφολογία οβάλ ηπατοκυττάρων δηλαδή AFPmRNA(+) και πρωτεΐνες CK19 (+) CK7(+) LCA(-) KAI CD34(-) Τα αποτελέσματα εκφράστηκαν σε ποσοστό επί τις %για τα κύτταρα με τα αντίστοιχα μορφολογικά χαρακτηριστικά και συσχετίστηκαν με τις αντίστοιχες κλινικές παραμέτρους. Ηπατικά προγονικά κύτταρα παρουσιάστηκαν και στις 87 βιοψίες αν και ήταν σημαντικά λιγότερα στις βιοψίες ελέγχου. Σύμφωνα με την έκφραση AFPmRNA η επί της % έκφραση ήταν :Ομάδα Β 53.4+ 1.3 > Ομάδα Γ 49+1.8 > Ομάδα Α 30.7 + 1.9 Οι ασθενείς που έλαβαν ιντερφερόνη ανταποκρίθηκαν καλύτερα στη θεραπεία αν ήταν < 40 είχαν γονότυπος 3,ιστορικό IV Χρήσης ουσιών αρνητική PCR-HCV (-) στην εβδομάδα 24 μετά θεραπεία &είχαν απουσία κίρρωσης ενώ είχαν μικρότερη πιθανότητα ανταπόκρισης αν είχαν ηλικία >40 έτη γονότυπο 1 ιστορικό μετάγγισης, αυξημένη ALT ή παρουσία κίρρωσης. Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία συνδιασμού είχαν ευνοϊκή πρόγνωση αν εμφάνιζαν γονότυπο 2 ή 3 και μη ευνοϊκή αν είχαν γονότυπο 1,4 παρουσία κίρρωσης& αυξημένη γGt . Οι αυξημένες τρανσαμινάσες δεν αποτελούσαν προγνωστικό δείκτη. Στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πεγκυλιωμενη ιντερφερονη η ηλικία ή η απουσία κίρρωσης δεν αποτελούσε ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα αντίθετα με την παραμονή αυξημένης ALT & γGt στον 6ο μήνα θεραπείας Ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για οποιαδήποτε θεραπευτικό σχήμα ήταν η Ηλικία (< 40 ετών )και η απουσία κίρρωσης .Οι ασθενείς με Φυσιολογικές τρανσαμινάσες αποτελούσαν το 40% των ασθενών μας στη δική μας μελέτη φάνηκε ότι ανταποκρίνονται καλύτερα στη θεραπεία και Σε μικρότερο ποσοστό εμφανίζουν κίρρωση ( 7% ) ενώ οι ασθενείς με κίρρωση Ανταποκρίνονται λιγότερο καλά σε όλες τις θεραπείες εμφανίζουν μεγαλύτερη διάρκεια λοίμωξης,λιπώδες ήπαρ σε μεγαλύτερο ποσοστό (64%) Έχουν αυξημένα ποσοστά ALT-γGt. Ενώ η παρουσία κίρρωσης είναι ανεξάρτητη από τον γονότυπο Τα ΠΗΚ υπάρχουν συχνά σε βιοψίες ήπατος ασθενών με ΧΗC και εκφράζουν AFPmRNA Υπάρχει σημαντική συσχέτιση με τη σοβαρότητα της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία Τα ΠΗΚ μπορεί να αποτελέσουν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την ανταπόκριση στη θεραπεία σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C. / The treatment of chronic hepatitis C remains a challenge, particularly for certain patients as several virus related and patient related factors are associated with a lower virologic response to therapy. Hepatitis C virus genotype 1and a high baseline viral load are the major viral factors associated with a lower virologic response to therapy .Patient –related factors include previous relapse or non response to treatment, the presence of cirrhosis, the African America ethnicity, older age, contraindications to treatment and obesity. Oval hepatocytes (HK) are liver stem cells which are involved in the progress of liver disease and hepatocellular carcinoma development in experimental models. We have previously shown that in case of chronic hepatitis type B or C the presence of OH is related to the severity of the disease, the grade of fibrosis and the relative risk for HCG development. This study try to determine the factors effect the long term suppression of hepatitis C virus and also investigate the correlation of OH expression with treatment response in patients with chronic hepatitis C. Design 135 patients aged 18 years or more with positive HCV RNA and liver biopsy, were enrolled and randomly allocated to one of three regimens: 3mega units (MU) interferon a2btree times a week for 24 weeks, 3mega units (MU) interferon a2b tree times a week, plus 1000-12000 mg ribavirine per day for 24 weeks or 48 weeks or peg interferon alfa-2a (40KD) plus ribavirine 1000 or 1200 per day for 24 or 48 weeks because of different genotype. All patients were assessed for safety, tolerance and efficacy and the end of weeks 2, 4, 8and every 4 weeks during treatment. After treatment was completed patients were followed up on weeks 4, 12 and 24.The primary endpoint was loss of detectable HCV-RNA (serum HCV-RNA <100 copies/ml) at week 24 after treatment. The study comprised 77 liver biopsies obtained to an equal number of patients with chronic hepatitis C virus infection. To investigate the correlation of OH expression with treatment response ten normal liver biopsy were used as control. Twenty nine patients were assigned as responders (group A) 29 as non responders (group B) and 19 as releasers (group C). Paraffin sections (4μm thick) were subjected. To OH expretion . Cells with morphologic features of OH that were AFPmRNA or protein +/CK19+/CK7+ and LCA (-) /CD 34(-) were scored. Results were expressed as% of positive cells following morphometric analysis and correlated with the clinical parameters. Findings Sustained virological response at 24 weeks after treatment was found in 18( 22% ) of the 88 patient treated for 24 weeks with 3mega units (MU) interferon a2b three times a week ,35 ( 47%) of the 74 patient treated with the combination regiment, and 28 (60% ) of the 47 treated with peg interferon alfa-2a (40KD) plus ribavirine. Logistic recreation identified five independent factors significantly associated with response to treatment with interferon: genotype 2 or 3 , age forty years or less, minimal fibrosis stage, Ivd users , PCR negative at 6 months. Tree factors associated with the response to combination therapy: genotype 2 or 3, no cirrhosis, and high γgt the only factors significantly associated with response with the pegylated interferon treatment is high levels of γgt and alt to the sixth month of treatment. Oval hepatocyte expression was present in all 87 specimens, being significantly lower in controls compared with cases of chronic hepatitis C. According to the AFPmRNA expression, the grade for % OH expression was: (group B) non responders: 53.4+- 1.3> (Group C ) relapses :49+_1.8>(group A) responders30.7 +_1.9The difference was recorded as follows>(group A) vs. Bp<0.01, group A vs. C p<0.01, group B vs. C p<0.05. Conclusions This study demonstrates that OH are frequently present and expresses AFPmRNA in liver biopsies of patients with chronic hepatitis C. There is a significant association with the severity of disease and with response to treatment and may provide additional prognostic information and predict prognosis in cases of chronic hepatitis c. Age forty years or less and the presence of cirrhosis or no, they are independent factors significantly associated with response to any treatment. Patient with persistently normal or almost normal transaminase levels have higher virological response to therapy and less frequently cirrhosis Patient with cirrhosis exhibit lower response rates to therapy. The presents of cirrhosis is not related to genotype . Patients have frequently high levels of alt and γgt before and six months after therapy and have a worse virological response to any therapy.
29

Παράγοντες επίδρασης των άμεσων ξένων επενδύσεων

Νομικού, Ερωφίλη 18 July 2013 (has links)
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (Α.Ξ.Ε.) θεωρούνται ως ένα σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη των οικονομιών πολλών χωρών, μέσω της βελτίωσης της υποδομής τους, των τεχνικών τους δεξιοτήτων, των ικανοτήτων των επιχειρηματιών και των οικονομικών πόρων, αναφορικά με τα έσοδα της κυβέρνησης και το ξένο συνάλλαγμα. Η παρούσα εργασία εκπονείται με απώτερο σκοπό να εξετάσει κατά πόσο α) ο πραγματικός κατά κεφαλήν ρυθμός ανάπτυξης του Α.Ε.Π., β) ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού, γ) το ποσοστό ανεργίας, δ) ο υφιστάμενος αριθμός των τηλεφωνικών γραμμών ανά 100 κατοίκους, ε) το εργατικό δυναμικό που κατέχει δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και στ) το ονομαστικό κόστος εργασίας, επηρεάζουν τις εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στις χώρες που βρίσκονται α) στην Ε.Ε. – 27, β) στην Ευρωζώνη καθώς και γ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά εκτός Ευρώ, αναφορικά με τα έτη 2002 – 2010. Αναλυτικότερα, η τρέχουσα μελέτη αποτελείται από πέντε κεφάλαια καθώς και από ένα παράρτημα. Κατ’ αρχάς, το πρώτο (1ο) κεφάλαιο εξετάζει ορισμένες βασικές έννοιες της διεθνούς επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εν συνεχεία, στο δεύτερο (2ο) κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι έξι προαναφερθέντες προσδιοριστικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι ικανοί να εξηγήσουν την επένδυση των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων σε μια δεδομένη τοποθεσία. Επιπροσθέτως, στο τρίτο (3ο) κεφάλαιο, αναλύονται τα υποδείγματα εκείνα που στηρίζονται σε πάνελ δεδομένα. Στο τέταρτο (4ο) κεφάλαιο, δε, πραγματοποιείται η εμπειρική ανάλυση με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου, STATA και ταυτόχρονα, διαφαίνονται τα αντίστοιχα αποτελέσματα αυτής, αναφορικά με τη σχέση των εισροών Α.Ξ.Ε. και των εξεταστέων παραγόντων, σε κάθε μια ομάδα χωρών (Ε.Ε. – 27, χώρες Ευρωζώνης και χώρες εκτός Ευρώ) ξεχωριστά, κατά τα έτη 2002 – 2010. Στη συνέχεια, στο πέμπτο (5ο) κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που εκπίπτουν από τη συγκεκριμένη ανάλυση και παράλληλα, δίδονται ορισμένες ενδιαφέρουσες προτάσεις για μελλοντική έρευνα. Εν κατακλείδι, η τρέχουσα μελέτη ολοκληρώνεται με την εισαγωγή ενός παραρτήματος, το οποίο αποτελεί ένα συνοπτικά χρήσιμο εγχειρίδιο εντολών του πακέτου STATA και ίσως συμβάλλει στην κατανόηση και εξυπηρέτηση του εκάστοτε χρήστη αυτού. / Foreign Direct Investment (F.D.I.) is considered as an important tool in the process of globalization and plays a crucial role in the development of economies of many countries, by improving the quality of their infrastructure, their technical skills, entrepreneur capabilities and financial resources, in terms of government revenues and foreign exchange. This dissertation takes part in order to examine whether a) Real G.D.P. Growth Rate per Capita, b) Annual Inflation Rate (Inflation is measured by the Annual Growth Rate of the G.D.P. Deflator), c) Unemployment Rate (Total Unemployment as a percentage of Total Labor Force), d) Telephone Lines per 100 people, e) Labor Force with Secondary Education and f) Nominal Labor Cost (Labor Cost Index, Nominal Value – Annual Data), affect F.D.I. inflows a) in the 27 European Union member countries, b) in the Eurozone countries and c) in the Non – Eurozone countries, during the period 2002 – 2010. Specifically, this study consists of five chapters and an appendix. First of all, the first (1st) chapter examines concepts relevant to the international business activity. Moreover, the second (2nd) chapter presents the above six determinants of Foreign Direct Investment, which is able to explain the establishment of MNEs in a specific location. Furthermore, the third (3rd) chapter concerns those models based on panel data. Τhe fourth (4th) chapter incorporates the empirical analysis, using the statistical package, STATA, and simultaneously, its corresponding results, regarding the relationship between F.D.I. inflows and their possible six determinants, in each group of countries separately (E.U. – 27 member countries, Eurozone and Non – Eurozone countries), during the period 2002 – 2010. Moreover, the fifth (5th) chapter shows the final results, which are extracted from the specific analysis and at the same time, it provides some interesting proposals for further research. Finally, this study is completed with the introduction of an annex, which is a useful manual of STATA commands and perhaps, make users become more convenient and confident with this package.
30

Composting of agro-industrial wastes / Κομποστοποίηση αγροτο-βιομηχανικών αποβλήτων

Chowdhury, Abu Khayer Md. Muktadirul Bari 25 May 2015 (has links)
The olive oil extraction industry represents a substantial share of the economies of Mediterranean countries but leads to serious environmental problems by producing huge amounts of wastes (by-products) within a short production period. The production rate of olive oil is about 1.4-1.8 million tonnes per year in the Mediterranean, resulting in 30 million m3 of by-products and 20 million tonnes of olive pomace. A small portion of these wastes can be used as raw materials in different industries as they contain valuable natural resources. Greece has about 2300 small-scale, rural, agro-industrial units that extract olive oil. These are generally three-phase systems and their by-products include olive mill residual solids (olive pomace and leaves) and olive mill waste water. Olive mills produce significant quantities of solid wastes with outputs of 0.35 tonnes of olive pomace and 0.05 tonnes of leaves per tonne of olives. The huge quantities of olive pomace and olive leaves produced within the short oil extraction season cause serious management problems in terms of volume and space. The solid wastes (olive pomace and olive leaves) that are produced contain almost 95% organic matter and although they could be highly beneficial to agricultural soils, it has been shown that they also contain toxic compounds and lipid which increase soil hydrophobicity and decrease water retention and infiltration rate. The soils of most Mediterranean countries have low organic matter contents (<1%) which has negative impacts on agriculture. Frequent application of composted organic residues increases soil fertility, mainly by improving aggregate stability and decreasing soil bulk density. Organic amendments play a positive role in climate change abatement by soil carbon sequestration. Recurrent use of composted materials enhances soil organic nitrogen content by up to 90%. To replenish soil organic matter content and promote eco-friendly crop production, the application of olive pomace compost could be a good solution. To examine olive mill solid waste composting, four pilot-scale experiments were carried out to produce good quality compost using three phase olive mill solid waste (olive pomace, OP) and different bulking agents such as rice husk (RH), olive leaves (OL) sawdust (SD), wood shavings (WS), and chromium treated reed plants (RP). A series of parallel experiments was carried out to examine the effect final compost quality of: (a) initial moisture content, (b) water addition during the composting process, and (c) material ratios, and to also determine the toxicity level in plants and human blood lymphocytes (genotoxicity and cytotoxicity). For each experiment, six trapezoidal bins were used with dimensions 1.26 m long, 0.68 m wide and 0.73 m deep, and a total volume of 0.62 m3. The study was carried out in the facilities of the Department of Environmental and Natural Resources Management, University of Patras, Agrinio, in a closed area to maintain controlled temperature conditions. To monitor the composting process and evaluate compost quality, physicochemical parameters (temperature, moisture content, pH, electrical conductivity, organic matter, volatile solids, total organic carbon, total nitrogen, total phosphorus, potassium, sodium, and water soluble phenols) were measured at different phases. The respirometric test (O2 uptake) was performed to determine compost stability. Experimental results showed that even after short composting periods, the quality of the final product remained high. The final product had excellent physicochemical characteristics (C/N: 12.1–17.5, germination index (GI): 88.32–164.43%, Cr: 8–10 mg/kg dry mass, that fulfill1 EU requirements and can be used as a fertilizer in organic farming. To achieve higher quality of the final product, Olive pomace should be used in higher ratios than the other materials (OL, RH, WS, SD and RP). The amount (volume of humidifying agents) and time (frequency) of moisture addition also played an important role during composting. Based on the experimental results, olive mill wastes can produce a high quality soil amendment which has no phytotoxic, genotoxic or cytotoxic effects. Nevertheless, composting duration and bulking agents and their ratios are crucial factors that determine the quality of the final product. Finally, the revision of EU regulations is proposed to include genotoxic and cytotoxic evaluation of composts that enter the human food chain. A full-scale compost unit was designed based on the experimental results. For a typical small-sized olive mill, processing 30 tonnes of olives per day for a 100-day operation period, a total area of about 850 m2 is needed to compost the mill’s entire annual waste production. / Η βιομηχανία παραγωγής ελαιόλαδου αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας στις χώρες της Μεσογείου, προκαλώντας ταυτόχρονα σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, λόγω της παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων αποβλήτων κατά τη σύντομη περίοδο λειτουργίας των ελαιοτριβείων. Η μέση ετήσια παραγωγή ελαιολάδου στην Μεσόγειο κυμαίνεται στους 1.4-1.8 χιλιάδες τόνους, ενώ παράγονται επίσης περίπου 30 χιλιάδες m3 παραπροϊόντων και 20 χιλιάδες τόνους ελαιοπυρήνα. Μόνο ένα μικρό μέρος αυτών των παραπροϊόντων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη σε διάφορες βιομηχανίες. Η Ελλάδα έχει περίπου 2300 ελαιοτριβεία μικρής κλίμακας διασπαρμένα στην ύπαιθρο. Τα ελαιοτριβεία αυτά είναι κυρίως τριφασικά και τα παραπροϊόντα τους συμπεριλαμβάνουν στερεά υπολείμματα (ελαιουρήνας και φύλλα) και υγρά απόβλητα ελαιοτριβείου. Τα ελαιοτριβεία παράγουν σημαντικές ποσότητες στερεών υπολειμμάτων παρέχοντας περίπου 0.35 τόνους ελαιοπυρήνα και 0.05 τόνους φύλλων ανά τόνο ελαιοκάρπου, παρακαλώντας σημαντικά προβλήματα στη διαχείρισης τους. Τα στερεά υπολείμματα (ελαιοπυρήνας και φύλλα) περιέχουν 95% οργανική ύλη, καθιστώντας τα δυνητικά κατάλληλα ως εδαφοβελτιωτικά, καθώς τα εδάφη των περισσότερων Μεσογειακών χωρών έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ύλη (<1%) επηρεάζοντας αρνητικά την γεωργία. Τα υπολλείματα αυτά περιέχουν ωστόσο τοξικές ουσίες και έλαια, τα οποία αυξάνουν την υδροφοβικότητα του εδάφους και μειώνουν την κατακράτηση του νερού και την ρυθμό διήθησης. Έχει αποδειχθεί ότι συχνές εφαρμογές κομποστοποιημένων οργανικών υπολειμμάτων αυξάνουν την γονιμότητα του εδάφους, αυξάνοντας κυρίως τη συνολική σταθερότητα και την πυκνότητα του εδάφους. Η συχνή χρήση κομποστοποιημένων υλικών βελτιώνει την περιεκτικότητα των εδαφών σε οργανικό άζωτο του εδάφους έως και 90%. Η κομποστοποίηση ελαιοπυρήνα θα μπορούσε να αποτελέσει μια πιθανή λύση για την αναπλήρωση του περιεχομένου σε οργανική υλη των εδαφών και για την προώθηση μιας οίκοφιλικής αγροτικής παραγωγής. Για να εξεταστεί η κομποστοποιήση στερεών υπολειμμάτων ελαιοτριβείων, διεξήχθησαν 4 πειράματα πιλοτικής κλίμακας για την παραγωγή κομποστ, χρησιμοποιώντας στερεά υπολείμματα τριφασικών ελαιοτριβείων (ελαιοπυρήνας) και διαφόρους διογκωτικούς παράγοντες, όπως φλοιό ρυζιού, φύλλα ελιάς, πριονίδια, ροκανίδια, και καλάμια με υψηλή περιεκτικότητα σε χρώμιο. Σκοπός των παράλληλων πειραμάτων ήταν η εξέταση της επίδρασης στην ποιότητα του τελικού κομπόστ των: (α) αρχικού περιεχόμενου υγρασίας, (β) της προσθήκης νερού κατά την διάρκεια της κομποστοποιήσης, (γ) των ποσοστών ανάμιξης των υλικών, καθώς επίσης και ο προσδιορισμός της φυτοτοξικότητας και της γενοτοξικότητας των τελικών κομπόστ. Σε κάθε πείραμα χρησιμοποιήθηκαν 6 τραπεζοειδή πλαστικά δοχεία διαστάσεων 1.26 m σε μήκος, 0.68 m σε πλάτος και 0.73 m σε ύψος, με ολικό όγκο 0.62 m3. Οι πιλοτικές μονάδες ήταν τοποθετημένες σε κλειστό χώρο του Τμήματος Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Πατρών στο Αγρίνιο, ώστε να επικρατούν σταθερές συνθήκες θερμοκρασίας. Η παρακολούθηση της κομποστοποίησης και η εκτίμηση της ποιότητας του κομπόστ, έγινε μέσω του προσδιορισμού διαφόρων φυσικοχημικών παραμέτρων (θερμοκρασία, περιεχόμενο υγρασίας, pH, ηλεκτρική αγωγιμότητα, περιεχόμενη οργανική ύλη, πτητικά στέρεα, ολικός οργανικός άνθρακας, ολικό άζωτο, ολικό φώσφορος, κάλιο, νάτριο, και ολικές φαινόλες). Για την εκτίμηση της ποιότητας του κομποστ πραγματοποιήθηκαν επίσης ρεσπιρομετρικά τεστ (κατανάλωση O2). Τα πειραματικά αποτελέσματα απέδειξαν ότι ακόμα και μετά από σύντομες περιόδους κομποστοποιήσης η ποιότητα του τελικού κομπόστ παρέμενε υψηλή. Το τελικό προϊόν είχε εξαιρετικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά (C/N: 12.1–17.5, δείκτης βλαστικότητας (GI): 88.32–164.43%, Cr: 8–10 mg/kg ξηρής μάζας), τα οποία είναι εντός των νομοθετικών ορίων της ΕΕ για την χρήση λιπασμάτων σε βιολογικές καλλιέργειες. Για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κομπόστ ο ελαιοπυρήνας πρέπει να χρησιμοποιείτε σε μεγαλύτερη αναλόγια σε σχέση με τα υπόλοιπα υλικά. Η ποσότητα και η συχνότητα προσθήκης νερού παίζει επίσης σημαντικό ρόλο κατά τη κομοστοποιήση. Με βάση τα πειραματικά αποτελέσματα αποδείχθηκε ότι τα στερεά υπολείμματα ελαιοτριβείων μπορούν να παράξουν ένα υψηλής ποιότητας εδαφοβελτιωτικό, το οποίο δεν εμφανίζει φυτοτοξικότητα, γενοτοξικότητα και κυτταροτοξικότητα. Παρόλο αυτά η διάρκεια της κομποστοποίησης, οι διογκωτικοί παράγοντες και τα ποσοστά ανάμιξης των υλικών είναι κρίσιμοι παράγοντες, που επηρεάζουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Επίσης αναφέρουμε ότι η νομοθεσία της ΕΕ θα πρέπει να αναθεωρηθεί συμπεριλαμβάνοντας τόσο τη γενοτοξική και την κυτταρτοξική εκτίμηση του κομπόστ πριν χρησιμοποιηθεί για βρώσιμες καλλιέργειες. Τέλος με βάση τα πειραματικά αποτελέσματα διαστασιολοήθηκε μια μονάδα πλήρους κλίμακας για την κομποστοποίηση στερεών υπολειμμάτων ελαιοτριβείου. Έτσι για ένα τυπικό μικρής κλίμακας ελαιοτριβείο, που επεξεργάζεται ημερησίως 30 τόνους ελιών και για περίοδο κομποστοποίησης 100 ημερών, χρειάζεται μια συνολική έκταση περίπου 850 m2 για τη κομπστοποίηση όλης της ετησίας ποσότητας του ελαιοπυρήνα.

Page generated in 0.0453 seconds