• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 33
  • 3
  • Tagged with
  • 37
  • 25
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Παραγωγή βιοεπιφανειοδραστικών παραγόντων από ζύμες καλλιεργούμενες σε γλυκερόλη

Γιαννόπουλος, Ανδρέας 07 April 2011 (has links)
Οι επιφανειοδραστικοί παράγοντες είναι αμφίφιλα μόρια, αποτελούμενα από μια υδρόφιλη κεφαλή και μια υδρόφοβη ουρά. Η ιδιαίτερη δομή τους τα καθιστά ικανά να μειώνουν τις επιφανειακές και διεπιφανειακές τάσεις, μεταξύ διαφορετικών υγρών φάσεων, αλλά και μεταξύ αέριων-υγρών φάσεων. Η ιδιότητα τους αυτή, σε συνδυασμό με την ικανότητά τους να δομούν γαλακτώματα ελαίων σε νερό (oil in water) ή νερού εντός ελαίων (water in oil), αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη και εν δυνάμει εφαρμόσιμη, σε πολλούς τομείς της σύγχρονης βιομηχανίας. Από την σύνθεση απορρυπαντικών ουσιών και προϊόντων προσωπικής υγιεινής, την παραγωγή φυτοφαρμάκων, παρασιτοκτόνων, ζιζανιοκτόνων και μυκητοκτόνων, έως τη σύνθεση φαρμακευτικών σκευασμάτων, αλλά και τη χρήση τους για την ανάκτηση ελαίων και τη βιοεξυγίανση χερσαίων και υδρόβιων συστημάτων, φαίνεται η υψηλή σημασία των ουσιών αυτών. Σήμερα, οι χημικοί επιφανειοδραστικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται ευρέως στο εμπόριο, τόσο λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής τους, όσο και της αποδοτικότητάς τους. Ωστόσο, οι βιολογικά συντιθέμενοι επιφανειοδραστικοί παράγοντες, προσφέρουν μια πληθώρα πλεονεκτημάτων έναντι των αντίστοιχων χημικών. Είναι πιο συμβατοί με το περιβάλλον, λιγότερο τοξικοί, συντίθενται από μια πληθώρα μικροοργανισμών και διαρκώς ανακαλύπτονται νέοι βιοεπιφανειοδραστικοί παράγοντες με διαφορετικές ιδιότητες. Εάν η σύνθεσή τους συνδυαστεί με την παραγωγή κέρδους, τότε θα έχουν όλα τα φόντα να παραγκωνίσουν τους χημικά συντιθέμενους ανταγωνιστές τους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η σύνθεση βιοεπιφανειοδραστικών παραγόντων από ζύμες, καθώς οι μικροοργανισμοί αυτοί, στην πλειοψηφία τους, είναι ασφαλέστεροι από τα βακτήρια. Επιπλέον, η χρήση γλυκερόλης, που αποτελεί υδατοδιαλυτό υπόστρωμα, ως μοναδική πηγή άνθρακα και ενέργειας, οδηγεί σε πλήρη απελευθέρωση των ουσιών αυτών στο μέσο καλλιέργειας, στις περιπτώσεις που αυτές παράγονται. Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η ικανότητα έξι στελεχών ζυμών να αυξάνονται, να συσσωρεύουν ενδοκυτταρικά λιπίδια και να συνθέτουν βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες παρουσία υποστρώματος γλυκερόλης. Η ανάπτυξη όλων των ζυμών ήταν ικανοποιητική, εκτός από την περίπτωση της C. tropicalis, η οποία δεν αναπτύχθηκε, στο παρόν υπόστρωμα. Επιπλέον συσσώρευσαν ενδοκυτταρικά λιπίδια σε διαφορετικά ποσοστά, η σύσταση των οποίων σε λιπαρά οξέα ήταν τυπική για αυτούς τους μικροοργανισμούς. Δύο εκ των στελεχών που μελετήθηκαν, τα C. curvatus και P. ciferrii, βρέθηκε να συνθέτουν βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες με γαλακτωματοποιητική ικανότητα. Για την πρώτη δεν έχει αναφερθεί στο παρελθόν η ικανότητα σύνθεσης τέτοιων ουσιών, ωστόσο για τη δεύτερη, είναι γνωστό ότι συνθέτει πλήρως ακετυλιωμένες τετραακέτυλ-φυτοσφιγγοσίνες, που αποτελούν πρόδρομα μόρια των σφιγγολιπιδίων, σημαντικό κλάσμα λιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών στα θηλαστικά. / Surfactants are amphiphilic molecules, comprising of a hydrophilic head group and a hydrophobic tail group. Their unusual structure makes them capable of reducing surface tension at the air/water interfaces and the interfacial tension at oil/water interfaces. This ability, which is sometimes associated, in the case of emulsifiers, with the formation of oil-in-water or water-in-oil emulsions, is very useful in many areas of industry. Many detergents and personal care products, as well as, many herbicides, pesticides and fungicides utilize surfactants as main ingredients. Their antimicrobial and anti-adhesive properties, makes them possible pharmaceutical agents. They can be also used in oil recovery and bioremediation processes. All these usages prove the great importance of surfactant agents. Today most of the commercially used surfactants are chemically synthesized, due to their low cost and high yield. However, biosurfactants present many advantages over the chemical ones. The first are more compatible with the environment, they present lower toxicity, they can be synthesized by many different microorganisms and newly synthesized biosurfactants, with various abilities, are being discovered all time. As soon as their production gets accompanied with profit, they will become extremely competitive over the chemically synthesized surfactants. The synthesis of biosurfactants from yeasts is quite important. These microorganisms, in their majority, are safer than bacteria. In addition, using glycerol, which is a water soluble substrate, as the only carbon and energy source, leads biosurfactants to be fully secreted in the culture medium. In the present study, the ability of six yeast strains to grow, accumulate intracellular lipids and produce biosurfactants on the presence of glycerol, was investigated. Growth of all microorganisms studied was satisfying, except for C. tropicalis, which showed no significant growth, on the current medium. They also accumulated intracellular lipids in various amounts. The fatty acid composition of these lipids was typical of these microorganisms. Two of the yeast strains studied, namely C. curvatus και P. ciferrii, was found to produce biosurfactants with emulsifying ability. No previous literature exists about the first one, producing such kind of agents. However, P. ciferrii is known to produce fully acetylated tetraacetyl-phytosphingosines, which constitute precursors of sphingolipids, an important fraction of lipids of mammalian cell membranes.
12

Η αλληλεπίδραση του μεταγραφικού παράγοντα COUP-TF με τον CTIP και οι διαφορετικές ισομορφές του στα μετάζωα

Πετροπούλου, Χριστίνα 05 July 2012 (has links)
Οι COUP-TFs είναι πυρηνικοί μεταγραφικοί παράγοντες, οι οποίοι υπάγονται στην υπεροικογένεια των πυρηνικών υποδοχέων. Τα μέλη της οικογένειας COUP-TF γενικά θεωρούνται καταστολείς της μεταγραφής και πολυάριθμοι μηχανισμοί έχουν προταθεί να υποστηρίζουν αυτή τους τη δράση. Με σκοπό να αποσαφηνιστεί ο μηχανισμός καταστολής των μελών της οικογένειας των COUP-TFs, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος yeast two-hybrid για να αναγνωριστούν πρωτεΐνες που εκφράζονται επίσης στον εγκέφαλο και ταυτόχρονα αλληλεπιδρούν άμεσα με μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας. Η πρωτεΐνη CTIP1, ένα μέλος της καινούργιας οικογένειας των C2H2 πρωτεϊνών δακτύλου ψευδαργύρου, που απομονώθηκε σαν μία πρωτεΐνη που αλληλεπιδρά άμεσα με τον ARP1 και πιθανόν να εμπλέκεται στη μεταγραφική καταστολή που διαμεσολαβείται από τον ARP1, η οποία είναι ανεξάρτητη από την ευαίσθητη στην τριχοστατίνη Α αποακετυλίωση των ιστονών. Τόσο η CTIP1 όσο και η CTIP2 εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό στον εγκέφαλο μια περιοχή για την οποία είναι γνωστό ότι εκφράζονται τα μέλη της οικογένειας των COUP-TFs, υπονοώντας ότι αυτή η καινούρια οικογένεια των πρωτεϊνών C2H2 δακτύλου ψευδαργύρου πιθανόν να εμπλέκεται στο σηματοδοτικό μονοπάτι των COUP-TFs. Στο πρώτο μέρος της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής, ο στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε το πρότυπο έκφρασης της πρωτεΐνης COUP-TF Interactive Protein (CTIP) στα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια του αχινού Paracentrotus lividus με τη μέθοδο του ανοσοφθoρισμού και να συγκρίνουμε το πρότυπο αυτό με το πρότυπο έκφρασης του COUP-TF και ταυτόχρονα να ελέγξουμε αν οι δύο αυτοί μεταγραφικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν μέσω πειραμάτων ανοσοκατακρήμνισης. Ταυτόχρονα σημαντική ήταν και η προσπάθεια να μελετηθεί και η κατανομή των δύο ισομορφών του COUP-TF στα Μετάζωα. Το γονίδιο του COUP-TF αποτελείται, σε όλους τους μέχρι σήμερα μελετημένους οργανισμούς, από τρία εξώνια και δύο εσώνια που διακόπτουν την κωδική περιοχή του γονιδίου σε συντηρημένες θέσεις. Ωστόσο, έχει βρεθεί ότι ο αχινός Paracentrotus lividus διαφοροποιείται από αυτό το μοντέλο καθώς το γονίδιο αποτελείται από τέσσερα εξώνια (αδημοσίευτα αποτελέσματα του εργαστηρίου μας). Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι το επιπλέον εξώνιο βρίσκεται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εξωνίου και έχει μέγεθος 63nt. Στο πρωτογενές μετάγραφο του COUP-TF συμβαίνει εναλλακτικό μάτισμα που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή δύο m RNAs που κωδικοποιούν δύο πρωτεΐνες, οι οποίες διαφέρουν ως προς το μέγεθος λόγω της εισαγωγής 21 επιπρόσθετων αμινοξέων στην καρβόξυτελική περιοχή (CTE) της περιοχής πρόσδεσης στο DNA (DBD). Αν και πολλά δεν είναι γνωστά σχετικά με την ενδοκυτταρική τοποθέτηση κυρίως της μεγάλης ισομορφής, πειράματα EMSA ωστόσο εδειξαν οι δύο αυτές πρωτεΐνες διαφέρουν ως προς την ικανότητα πρόσδεσής τους στο DNA, με τη μεγάλη υπομονάδα του COUP να στερείται της ικανότητας να προσδένεται σε COUP στοιχείο απόκρισης. Σε μια προσπάθεια να μελετηθεί διεξοδικότερα το φαινόμενο του εναλλακτικού ματίσματος και συγκεκριμένα να διαπιστωθεί αν πρόκειται για ένα φαινόμενο συντηρημένο στα εχινοειδή, αποκλειστικό ή όχι αυτών, το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι το εναλλακτικό μάτισμα είναι συντηρημένο και εμφανίζεται σταθερά στα είδη των αχινών που μελετήθηκαν (Paracentrotus lividus, Spaerechinus granularis, Strongylocentrotus purpuratus). Το εναλλακτικό μάτισμα λαμβάνει χώρα σε όλα τα στάδια από τα αγονιμοποίητα ωάρια εως τον πλουτέα και σε όλους τους ιστούς που o COUP-TF εκφράζεται (κοιλωματικά κύτταρα, μύες, έντερο). Για να μελετήσουμε την εξάπλωση του εναλλακτικού ματίσματος στα Μετάζωα, επιλέχθηκαν αντιπρόσωποι απ΄ όλες τις ομοταξίες του φύλου των Εχινόδερμων (Strongylocentrotus purpuratus, Amphiura filiformis, Patiria miniata, Marthasteria glacialis, Holothuria polii, Oxycomanthus japonicas), του φύλου των Ημιχορδωτών (Sakoglossus kowalevski), του φύλου των Χαιτόγναθων (Sagita minima), του υπόφυλου των Ουροχορδωτών (Ciona intestinalis) και του φύλου Xenoturbella (Xenoturbella bocki) για την απομόνωση ολικού RNA από καθέναν από αυτούς τους οργανισμούς. Αυτό το υλικό αποτέλεσε το υπόστρωμα για την πραγματοποίηση μιας σειράς πειραμάτων RT-PCR και Nested PCR με τη χρήση ειδικά σχεδιασμένων εκκινητών (degenerate primers). Η κλωνοποίηση των προιόντων σε κατάλληλο φορέα συνέβαλλε στην αλληλούχηση των κατάλληλων κλώνων. Παράλληλα, με το πρόγραμμα BLAST ψάξαμε για ομολογία της μικρής ισομορφής της πρωτεΐνης του COUP-TF του Paracentrotus lividus με άλλες πρωτεΐνες άλλων οργανισμών. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν τόσο μέσα από τη νουκλεοτιδική αλληλούχηση όσο και μέσω της ηλεκτρονικής διερεύνησης συνηγορούσαν υπέρ της παρουσίας του εναλλακτικού ματίσματος ως ενός φαινομένου καθολικού που αφορά ευρύτερες (αν όχι όλες) ομάδες των Μεταζώων. / --
13

Μελέτη της βιολογικής δράσης επιμέρους περιοχών του αυξητικού παράγοντα HARP

Μπινενμπάουμ, Ιλόνα 08 January 2013 (has links)
Η HARP είναι ένας αυξητικός παράγοντας με πλειοτροπική δράση που εμπλέκεται στην ανάπτυξη, τη διαφοροποίηση και τη μετανάστευση πολλών ειδών κυττάρων καθώς και στην αγγειογένεση και την καρκινογένεση. Η HARP ασκεί τις δράσεις της μέσω των διαμεμβρανικών της υποδοχέων RPTPβ/ζ, ALK και Ν-συνδεκάνη. Η δομή της HARP αποτελείται από δύο κεντρικές περιοχές ομόλογες με τις επαναλαμβανόμενες περιοχές τύπου I της θρομβοσπονδίνης (Thrombospondin type I Repeat, TSR) και το αμινοτελικό και καρβοξυτελικό της άκρο που έχουν τυχαία διαμόρφωση στο χώρο. Έχει βρεθεί ότι η HARP αποτελεί υπόστρωμα διάφορων πρωτεολυτικών ενζύμων και πεπτίδια της έχουν ανιχνευθεί στο υγρό θρεπτικό μέσο σε καλλιέργειες διαφόρων κυττάρων. Τα πεπτίδια της HARP μπορούν να έχουν διαφορετική ή και αντίθετη δράση από αυτή ολόκληρου του μορίου. Στo πλαίσιo της μελέτης των επιμέρους περιοχών της HARP που συμμετέχουν στις βιολογικές δράσεις της αλλά και της δράσης των πεπτιδίων που προκύπτουν από την πρωτεόλυσή της, σε αυτή την εργασία μελετήθηκε η δράση δύο ανασυνδυασμένων, τροποποιημένων μορφών της HARP που αντιστοιχούν στις κεντρικές TSR περιοχές, των H9-59 και H60-110, στον πολλαπλασιασμό και την προσκόλληση κυττάρων καρκίνου του προστάτη PC3 και στη φωσφορυλίωση των μορίων μεταγωγής σήματος ERK1/2. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι τα πολυπεπτίδια H9-59 και H60-110 καταστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων PC3, ενώ επάγουν την προσκόλληση των ίδιων κυττάρων. Επιπλέον, τόσο το H9-59 όσο και το H60-110 επάγουν τη φωσφορυλίωση των ERK1/2. / HARP is a heparin-binding growth factor, which plays a key role in cell proliferation, differentiation and migration. HARP is also involved in angiogenesis and tumor growth and progression. HARP mediates its functions through its transmembrane receptors RPTPβ/ζ, ALK and N-syndecan. Structurally, HARP contains two TSR homologous domains and two basic clusters in its N and C-termini. It has been found that HARP is a substrate for several extracellular proteolytic enzymes and HARP peptides have been detected in conditioned media of cells. HARP peptides often have different or even opposite biological activity from the whole molecule. The aim of this project was to study the biological activity of two recombinant, truncated forms of HARP that correspond to the two TSR domains, H9-59 and H60-110, in order to contribute to the study of the HARP domains that mediate its biological activities and also the biological activity of HARP peptides. The results of the study show that both H9-59 and H60-110 inhibit the proliferation of PC3 cells but stimulate their adhesion. Moreover, both H9-59 and H60-110 stimulate the phosphorylation of ERK1/2.
14

Ανταγωνιστικότητα των διεθνών περιφερειακών προορισμών μέσα από την προοπτική της διαπολιτισμικής εμπειρίας / Competitiveness of international regional destinations through the intercultural-experience perspective

Δέδε, Ανίλα 10 June 2014 (has links)
Traditionally, tourism was placed second as a priority in the agenda of investors, policy makers, and academics. Nowadays, a significant reappraisal of its role in socioeconomic development is taking place, which values tourism as a source for earning export revenues, generating large numbers of jobs, promoting economic growth and a more services-oriented economy not only in developing but also in developed countries (UNCTAD, 2007). According to World Tourism Organization (WTO), the European Union (EU) numbered six Member States among the top 10 countries in the world welcoming the largest number of international tourist arrivals. Within the EU, receipts from international tourism in 2008 were highest in Spain, France, and Italy, followed by Greece and Portugal. Previous studies have attempted to explain destination and/or firm strategic positions by focusing on (mostly demand and supply side factors) prices, exchange rates, qualitative and other institutional factors. The unique memorable experiences provided to customers directly determine a business’s and ultimately destination’s competitiveness. However, the extant tourism literature has provided limited explanation of the factors that characterize these memorable tourism experiences. Why Experience? ● Because a trip is very high in experiential & hedonic characteristics ● Pine & Gilmore (1999) argued the emerging of an “experience economy” in which: companies personally engage consumers through staged events, experiences become offerings in the marketplace; and consumers’ hearts are captured by the memorability of the experience Subject of Research ● Differences in Competitiveness of Regional Destination ● A business’s competitiveness is directly determined by the unique memorable experiences provided to customers. ● Therefore, it is important to investigate the impact that the experience’s perception and expectations can have on the diversification of tourism product & the competitiveness of international regional destinations It is well known that Traveller’s perceptions of different destinations, their awareness of alternative options and their perception of the extent to which these destination’s services could fulfil their expectations are crucial to tourist flows. A destination’s services should adapt and change in a way that suits the evolving consumer’s preferences in order for these destinations to maintain and/or enhance their competitiveness. Knowledge of tourist’s expectations, motivations, attitudes and differences among different cultural groups can create an environment within which by performing in an adaptive way, destinations will enhance their competitiveness. Therefore this research aims to offer the following contribution: ● Thorough literature review on the global tourism picture & the role of experience ● A novel approach by introducing a tourist’s enhanced role in defining the concept of experience ● Provide industry managers a generalized information on cross cultural differences Intend do so by trying to Evaluate the motivating experience factors that lead travellers from different cultural origins to different preferences when selecting their travel destination. Examine traveller’s anticipations, motivations and attitudes while reinterpreting experiences in a cross cultural setting. Assess the respective relevance and importance of the identified factors in the destination’s competitiveness as well as cross cultural influences and differences that lead to choosing differently while deciding to visit or revisit a destination. This research will also try to address practical and theoretical implications as well as suggestions for future research. / Ο τουρισμός αποτελούσε παραδοσιακά δεύτερη προτεραιότητα στην ατζέντα επενδυτών, υπεύθυνων χάραξης πολιτικής και ακαδημαϊκών. Σήμερα, πραγματοποιείται μια ουσιαστική επανεκτίμηση του ρόλου του στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, θεωρώντας ότι συνιστά πηγή εσόδων, ότι δημιουργεί μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας και ότι προωθεί την οικονομική ανάπτυξη και μια οικονομία περισσότερο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες (UNCTAD, 2007). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (ΠΟΤ), έξι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) συγκαταλέγονται μεταξύ των δέκα κορυφαίων παγκοσμίως χωρών με τον μεγαλύτερο αριθμό αφίξεων διεθνών τουριστών. Στην ΕΕ, τα έσοδα από τον διεθνή τουρισμό το 2008 ήταν υψηλότερα στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, και ακολούθησε η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Προηγούμενες μελέτες επιχείρησαν να εξηγήσουν στρατηγικές θέσεις προορισμών και/επιχειρήσεων, εστιάζοντας (κυρίως παράγοντες προσφοράς και ζήτησης) σε τιμές, συναλλαγματικές ισοτιμίες, ποιοτικούς και λοιπούς θεσμικούς παράγοντες. Οι μοναδικές, αξέχαστες εμπειρίες που προσφέρονται απευθείας στους πελάτες καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης και, τελικά, ενός προορισμού. Ωστόσο, η υπάρχουσα βιβλιογραφία για τον τουρισμό δεν έχει εκτενώς επεξηγήσει τους παράγοντες που χαρακτηρίζουν και καθορίζουν αυτές τις αξέχαστες τουριστικές εμπειρίες. Γιατί γίνεται λόγος για εμπειρία ● Γιατί ένα ταξίδι έχει πολλά χαρακτηριστικά εμπειρίας και ηδονής ● Οι Pine & Gilmore (1999) μίλησαν για την εμφάνιση μιας «οικονομίας εμπειρίας»στην οποία οι εταιρείες προσελκύουν προσωπικά τους καταναλωτές μέσω σκηνοθετημένων εκδηλώσεων, όπου οι εμπειρίες γίνονται προσφορές στην αγορά και οι καρδιές των καταναλωτών σαγηνεύονται από την αξέχαστη εμπειρία. Θέμα της Έρευνας ● Διαφορές στην Ανταγωνιστικότητα των Περιφερειακών Προορισμών ● Η ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης καθορίζεται άμεσα από τις μοναδικές, αξέχαστες εμπειρίες που προσφέρονται στους πελάτες. ● Επομένως, είναι σημαντικό να ερευνηθεί ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει η αντίληψη της εμπειρίας και οι προσδοκίες στη διαφοροποίηση του προϊόντος τουρισμού και στην ανταγωνιστικότητα των διεθνών περιφερειακών προορισμών. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι αντιλήψεις του ταξιδιώτη για τους διάφορους προορισμούς, η επίγνωση των εναλλακτικών επιλογών που έχει και η αντίληψη του βαθμού στον οποίο οι υπηρεσίες προορισμού θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του, έχουν αποφασιστική σημασία για τις τουριστικές ροές. Οι υπηρεσίες ενός προορισμού θα πρέπει να προσαρμόζονται και να αλλάζουν σύμφωνα με τις εξελισσόμενες προτιμήσεις του καταναλωτή προκειμένου οι προορισμοί αυτοί να διατηρούν και/ή να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους. Η γνώση των προσδοκιών, των κινήτρων, της νοοτροπίας του τουρίστα και των διαφορών μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι προορισμοί, αντιδρώντας κατά τρόπο προσαρμοστικό, θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Επομένως, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να παράσχει τα εξής ● εις βάθος εξέταση της βιβλιογραφίας σχετικά με την εικόνα του παγκόσμιου τουρισμού και τον ρόλο της εμπειρίας ● μια καινοτόμα προσέγγιση με την εισαγωγή του ενισχυμένου ρόλου του τουρίστα στον ορισμό της έννοιας της εμπειρίας ● παροχή στους επικεφαλής του κλάδου γενικευμένων πληροφοριών σχετικά με τις διαπολιτισμικές διαφορές Κάτι τέτοιο επιδιώκεται μέσα από τα εξής ● Αξιολόγηση των παραγόντων δημιουργίας κινήτρων για την εμπειρία που οδηγούν τους ταξιδιώτες διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης σε διαφορετικές προτιμήσεις κατά την επιλογή του προορισμού ταξιδιού τους. ● Εξέταση των προσδοκιών, κινήτρων και της νοοτροπίας του ταξιδιώτη, δίνοντας ταυτόχρονα νέα ερμηνεία στις εμπειρίες μέσα από την διαπολιτισμική προοπτική ● Αξιολόγηση της σχετικής συνάφειας και σημασίας των προσδιορισμένων παραγόντων για την ανταγωνιστικότητα του προορισμού ● Αξιολόγηση των διαπολιτισμικών επιδράσεων και των διαφορών που οδηγούν σε διαφορετική επιλογή κατά τη λήψη απόφασης για την επίσκεψη ή την εκ νέου επίσκεψη ενός προορισμού. Η παρούσα έρευνα προσπαθεί επίσης να εξετάσει τις πρακτικές και θεωρητικές επιπτώσεις, καθώς και προτάσεις για μελλοντική έρευνα.
15

Δημιουργία διαδραστικής βάσης δεδομένων και μελέτη σχέσεων δομής-δράσης στεροειδών αλκυλιωτικών παραγόντων

Μπάρλα, Ελένη Δ. 19 February 2009 (has links)
Η ερευνητική προσπάθεια ανάπτυξης νέων αντινεοπλασματικών φαρμάκων, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την τροποποίηση γνωστών χημειοθεραπευτικών ενώσεων, με σκοπό την ελάττωση των τοξικών τους παρανεργειών και τη βελτίωση της δραστικότητας των παραγώγων τους. Τέτοιες ενώσεις αποτελούν οι στεροειδικοί αλκυλιωτικοί παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Ειδικότερα, μελετήθηκαν το προφίλ και η βιολογική δραστικότητα των χημικών αυτών ενώσεων έναντι της λευχαιμίας Ρ388, με απώτερο στόχο την προσπάθεια εξαγωγής Ποσοτικών Σχέσεων Δομής-Δράσης (QSAR). Αρχικά δημιουργήθηκε μια διαδραστική βάση δεδομένων-χημική βιβλιοθήκη, στην οποία περιελήφθησαν όλες οι πληροφορίες που αφορούν φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και δεδομένα βιολογικής δραστικότητας των υπό μελέτη ενώσεων. Στη συνέχεια από τα δεδομένα της βάσης αυτής, συγκρίθηκαν μεταξύ τους και αναλύθηκαν διάφοροι συσχετισμοί μεταξύ των ενώσεων αυτών. Από την πρωταρχική μελέτη των ενώσεων που συμπεριλήφθηκαν στην βάση δεδομένων και εμφανίζουν αντινεοπλασματική δράση καθίσταται προφανές ότι άσχετα με το δοσολογικό σχήμα δραστικές έναντι της λευχαιμίας Ρ388 εμφανίστηκαν οι ίδιες (στην συντριπτική τους πλειοψηφία 43 έναντι 44 ανά κατηγορία δοσολογικού σχήματος) ενώσεις. Για τιμές λιποφιλικότητας LogP < 4, δεν καταγράφονται ενώσεις και αναγνωρίζεται μεγάλη ποικιλία συντεταγμένων, διότι είναι αρκετά δύσκολο να προκύψουν ενώσεις τόσο μικρής λιποφιλικότητας από το συνδυασμό στεροειδικού σκελετού και αλκυλιωτικού παράγοντα, εκτός αν προστεθούν στο στεροειδικό σκελετό και άλλες υδρόφιλες ομάδες. Από την παρούσα μελέτη προκύπτει ότι ο κατάλληλος συνδυασμός αλκυλιωτικού παράγοντα και στεροειδικού σκελετού οδηγεί σε ενώσεις υψηλής εκλεκτικότητας, ενώ η εισαγωγή στον Β δακτύλιο του στεροειδικού σκελετού του συζυγιακού συστήματος, οδηγεί κατά κανόνα σε μόρια υψηλής αντινεοπλασματικής ικανότητας και χαμηλής τοξικότητας. / -
16

Έκφραση των δεικτών απόπτωσης bcl-2, bax, του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki-67 και του ογκογονιδίου p53 σε ηπατοκυτταρικά καρκινώματα και συσχέτιση με τη μετεγχειρητική επιβίωση ασθενών και τους κλασσικούς προγνωστικούς δείκτες της νόσου. / Expression of the apoptotic indices bcl-2, bax the cellular proliferation index Ki-67 and p53 oncogene in hepatocellular carcinomas and correlation with the post-operative survival of patients and the classic prognostic indices of the disease.

Μακατσώρης, Θωμάς 25 June 2007 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη βιολογικών και θεραπευτικών συσχετισμών σε ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και ο δυνητικός ρόλος της απόπτωσης. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η μελέτη περιέλαβε 35 παρασκευάσματα μερικών ηπατεκτομών από ισάριθμους ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, μη ινοπεταλιώδους τύπου, που αφαιρέθηκαν με ηπατεκτομή για θεραπευτικό σκοπό. Σε αυτούς τους όγκους εκτιμήθηκαν διάφορα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, διαβαθμίστηκαν και συσχετίστηκαν με το διάστημα ελεύθερο νόσου. Επιπρόσθετα, σε τομές παραφίνης εκτιμήθηκε η έκφραση του bcl-2 και του bax (ανοσοϊστοχημεία/mRNA in-situ υβριδισμός) και της πρωτεΐνης p53. Αποτελέσματα: Η αγγειακή διήθηση η οποία είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας υποτροπής της νόσου, σχετίζεται με το μέγεθος των όγκων, την ύπαρξη γιγαντοκυττάρων και νέκρωσης, τον επικρατούντα και το χειρότερο βαθμό διαφοροποίησης και τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη. Ο in-situ υβριδισμός ανέδειξε έκφραση του mRNA του bcl-2 σε 25 από τους 35 ασθενείς (70%). Η ανοσοϊστοχημική χρώση δεν ανέδειξε έκφραση της πρωτεΐνης του bcl-2 στα καρκινικά κύτταρα. Αντίθετα, το bax mRNA και η πρωτεΐνη bax έδειξαν παρόμοιο τρόπο έκφρασης και ανευρέθηκαν μέσα στα ηπατοκύτταρα και στα χολαγγεία. Η έκφραση του bax mRNA ήταν υψηλότερη σε όγκους καλής διαφοροποίησης. Η έκφραση του p53 ήταν μικρότερη στον μικροδοκιδώδη τύπο από το συμπαγή τύπο και ήταν υψηλότερη σε πτωχά διαφοροποιημένους όγκους από τους καλά ή μετρίως διαφοροποιημένους όγκους. Συμπεράσματα: Η ηπατική καρκινογένεση στον άνθρωπο είναι μια πολυπαραγοντική και πολυεστιακή διαδικασία. Η αγγειακή διήθηση σχετίζεται με τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη και υψηλότερος αποπτωτικός/μιτωτικό δείκτης σχετίζεται με καλύτερο ελεύθερο νόσου διάστημα. Επιπλέον, η πρωτεΐνη bcl-2 δεν εκφράζεται ενώ εκφράζεται το mRNA, το οποίο εισηγείται μετα-μεταφραστικό λάθος και δείχνει ότι το bcl-2 δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. / Aim: The study of biologic and therapeutic correlations in patients with hepatocellular carcinomas and the potential role of apoptosis. Patients and Methods: The study included 35 partial hepatectomy specimens removed from equal number of patients with nonfibrolamellar hepatocellular carcinomas (HCCs) for therapeutic reasons. In these tumors several macroscopic and microscopic features were assessed, graded and correlated with disease free survival. In addition, in paraffin sections the expressions of bcl-2 and bax (protein immunohistochemistry / mRNA-in situ hybridization) and p53 protein were assessed. Results: Vascular invasion, which is the strongest predictor of disease recurrence, correlates significantly with tumor size, tumor giant cells and necrosis, the predominant and worst degree of differentiation, and the apoptosis/mitosis ratio. Immuno-histochemical staining failed to reveal any bcl-2 protein expression in tumor cells of HCC. In the contrary, bax MRNA and protein displayed somehow a similar pattern of expression. They were detected within hepatocytes, bile duct epithelial and cholangiolar epithelial cells. Ηigher bax mRNA expression was noted in grade I carcinomas. Expression of p53 protein was less in the microtrabecular type than in the solid type and it was higher in poorly differentiated tumors than in those that were well or moderately well differentiated. Conclusions: Liver carcinogenesis in humans is a multistep and multifocal process. Vascular invasion correlates with the apoptosis/mitosis ratio and a higher apoptosis/mitosis ratio correlates with improved disease free survival. In addition, bcl-2 gene is frequently present but its protein product is absent. This suggests a post-translational mechanism of bcl-2 protein degradation, indicating that bcl-2 does not play a substantial role in the progress of hepatocellular carcinoma.
17

Διερεύνηση του μηχανισμού της αιμοποίησης στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα με μακράς διάρκειας καλλιέργειες μυελού των οστών. Επίδραση αυξητικών παραγόντων και κυτταροκινών

Κουράκλη, Αλεξάνδρα 22 October 2007 (has links)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα αποτελούν ετερογενή ομάδα νοσημάτων, με δυσμενή πρόγνωση και δυσκολία θεραπευτικής προσέγγισης. Η κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών που διέπουν την παθολογική αιμοποίηση που παρατηρείται στα σύνδρομα αυτά in vitro και in vivo, μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους. Σκοπός αυτής της διατριβής ήταν η μελέτη της αιμοποίησης των ΜΔΣ με τη μέθοδο των καλλιεργειών αιμοποιητικών κυττάρων μακράς διάρκειας και η επίδραση διαφόρων παραγόντων στην in vitro αιμοποίηση, με στόχο την αναγωγή των ευρημάτων και στην in vivo διαδικασία. Οι καλλιέργειες βραχείας διάρκειας ανέδειξαν την αδυναμία των προγονικών κυττάρων των ασθενών να δημιουργήσουν φυσιολογικές αποικίες. Η προσθήκη μίγματος αυξητικών παραγόντων στο καλλιεργητικό υλικό είχε θετική επίδραση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Με μακράς διάρκειας καλλιέργειες συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των ΜΔΣ με αυτά φυσιολογικών μαρτύρων και των υποκατηγοριών ΜΔΣ μεταξύ τους. Αξιολογήθηκαν η έκταση του στρώματος, η διάρκεια ζωής, η εβδομαδιαία και η συνολική κυτταρική απόδοση. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανάπτυξη υπολειπόταν ποιοτικά και ποσοτικά στους ασθενείς, σε σχέση με τους μάρτυρες. Η προσθήκη παραγόντων στο καλλιεργητικό υλικό αποσκοπούσε στη βελτίωση των παραμέτρων που προαναφέρθηκαν. Η IFN-α, η βιταμίνη D3, η Ara-c και ο συνδυασμός της με IFN-α δεν βελτίωσαν τα αποτελέσματα. Η προσθήκη IL-3 είχε ευοδωτική επίδραση κυρίως στις κυτταρικές αποδόσεις. Η IL-6 είχε επίσης ευοδωτική δράση, κυρίως στον σχηματισμό στρώματος. Ο συνδυασμός IL-3+IL-6 απέβη ο πιο σημαντικός τροποποιητής της συμπεριφοράς των καλλιεργειών των ασθενών με ΜΔΣ ευοδώνοντας όλες τις παραμέτρους και προκάλεσε διαφορές πολύ σημαντικές σε σχέση με την control καλλιέργεια. Αναδείχθησαν λοιπόν ευρήματα συνέργειας των δύο ιντερλευκινών, σε όλες τις άλλες παραμέτρους αξιολόγησης των καλλιεργειών μακράς διάρκειας. Με βάση τον τρόπο ανάπτυξης και την συμπεριφορά των κυττάρων των ασθενών με ΜΔΣ στην προσθήκη των κυτταροκινών, διακρίθηκαν δύο μοντέλα in vitro ανάπτυξης της καλλιεργειών: Το δυσπλαστικό και το λευχαιμικό. Συμπερασματικά οι μακράς διάρκειας καλλιέργειες στους ασθενείς με ΜΔΣ αποτελούν χρήσιμη προγνωστική μέθοδο και μπορούν να διακρίνουν τους ασθενείς που θα εξελιχθούν ταχέως, από εκείνους που θα έχουν χρονιότερη και ηπιότερη πορεία. Συνδυασμός κυτταροκινών και άλλων παραγόντων μπορεί να βελτιώσει την προβληματική-παθολογική in vitro αιμοποίηση των προγονικών κυττάρων των ασθενών με ΜΔΣ. / Myelodysplastic syndromes comprise a heterogeneous group of hematopoietic stem-cell disorders, with dismal prognosis and difficulty in their therapeutic approach. The revealing of the underlying pathogenetic mechanisms, implicated in the impaired hematopoiesis of these syndromes, is crucial for the development a more comprehensive and effective treatment approaches. The aim of this thesis was the study of hematopoiesis of MDS, by using long term cultures of hemopoietic cells and the investigation of the influence of various exogenous modulating factors-drugs in vitro, in an effort to obtain results, which could direct their use in vivo. Short term cultures revealed the disability of the progenitor cells of patients to form normal colonies. The addition of a mixture of growth factors in the conditioned medium had a positive influence in the majority of cases. By using long term cultures we compared the results obtained from patients with MDS, with those from normal controls, and between the different MDS subgroups For this comparison we used: the extent of the area of the stroma-layer formed, the longevity of the culture, the weekly cell production and the total cell yield of each culture. In all cases the development of cultures derived from patients was inferior to those of controls. The addition of modulating factors to the culture medium was aimed to improve the above parameters. IFN-α, vitamin D3, Ara-c and the combination of IFN-α and Ara-c did not improve any of the culture’s parameter. The addition of IL-3 had a clearly favorable effect mainly to the weekly and the total cell yield. Interleukin-6 had similarly a favourable effect, particularly promi-nent in the stroma-cell formation. The combination of IL-3 plus IL-6 was proved as the most important favourable modulator of the MDS cultures. It improved all culture parameters and produced statistically significant differences in comparison to the control cultures. According to the developmental model obtained by the long-term culture the dysplastic and the leukemic pattern of in vitro growth could be distinguished. In conclusion, long term cultures of hematopoietic cells of MDS patients represent a useful prognostic tool and can distinguish patients who will more rapidly evolve to leukemia from those who will have a more prolonged and stable clinical course. The use of a combination of cytokines and might have a favourable effect on in vitro hematopoiesis of the progenitor cells of MDS patients.
18

Ενδογενείς παράγοντες με άμεση επίδραση στην αγγειογένεση

Γουρνή, Δέσποινα 04 January 2008 (has links)
Η αγγειογένεση ρυθμίζει πολλές φυσιολογικές και παθολογικές διαδικασίες. Έτσι είναι μεγάλου ενδιαφέροντος να ανακαλυφθούν μηχανισμοί που συμμετέχουν. Στο πρώτο μέρος της μεταπτυχιακής εργασίας πραγματοποιήθηκε η σύνθεση των τριών πεπτιδίων, ανάλογα ΤR1-41). Στην συνέχεια μελετήθηκε ο βιολογικός ρόλος του ΤR1-41. Είναι γνωστό ότι η θρομβίνη, η πρωτεάση σερίνης, έχει κεντρικό ρόλο στην αιμόσταση, και έχει προταθεί για να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στην έναρξη της αγγειογέννεσης μέσω της μεταγωγής σήματος από τους PARs υποδοχέων. Οι PARs αποτελούνται μια νέα οικογένεια πρωτεϊνικών υποδοχέων των επτά διαμεμβρανικών τμημάτων (seven transmembrane domain receptor family) που διασυνδέονται με G πρωτεΐνες. Mοριακές και δομικές μελέτες του υποδοχέα της θρομβίνης, PAR-1, έδειξαν ότι το εξωκυτταρικό αμινοτελικό άκρο του είναι μακρύ και αποτελείται από 75 αμινοξέα. Επιπλέον, στην αλληλουχία του αμινοτελικού άκρου εντοπίστηκε μία θέση θετική για πέψη από τη θρομβίνη στη θέση μεταξύ της Arg41 και Ser42. Πράγματι η σύνδεση της θρομβίνης με τον PAR-1 έχει ως συνέπεια την εκλεκτική υδρόλυση του πεπτιδικού δεσμού LDPR41- S42FLLRN. Το αποτέλεσμα από την υδρόλυση αυτή, είναι η δημιουργία ενός ελεύθερου πεπτιδίου 41 αμινοξέων( Thrombin Receptor Peptide 1-41, TR1-41), και ενός νέου αμινοτελικού άκρου για τον υποδοχέα. Σε αντίθεση με το νέο αμινοτελικό άκρο του υποδοχέα της θρομβίνης (PAR-1), ο ρόλος του πεπτιδίου των 41 αμινοξέων (TR1-41) που αποκόπτεται με τη πρωτεολυτική δράση της θρομβίνης μεταξύ των αμινοξέων Arg41-Ser42 είναι σχεδόν άγνωστος. Στην παρούσα μελέτη, αξιολογήσαμε την επίδραση αυτού του πεπτιδίου (MGPRRLLLVAACFSLCGPLLSARTRARRPESKATNATLDPR) στα καλλιεργημένα ανθρώπινα ενδοθηλιακά κύτταρα. Η έκθεση των ενδοθηλιακών κυττάρων στο πεπτίδιο οδήγησε σε μια δοσοεξαρτώμενη αναστολή του πολλαπλασιασμού των κυττάρων, καθώς επίσης και της δράσης των bFGF και VEGF. Επίσης υπήρχε η ένδειξη ότι το πεπτίδιο TR1-41 αναστέλλει σε συνθήκες ορού 5% FBS, τη δράση bFGF μέσω του μονοπατιού της MAP-κινάσης και μέσω του Erk1/2. Αντίθετα, καμία επίδραση δεν παρατηρήθηκε στα κύτταρα στα οποία χορηγήθηκε το scrambled peptide (πεπτίδιο 41 αμινοξέων με αναγραμματισμένη σειρά αμινοξέων) ή και μικρότερα πεπτίδια αυτού (TRARRPESKATNATLDPR). Επίσης το πεπτίδιο TR1-41 παρουσιάζει ανασταλτική δράση στον πολλαπλασιασμό των HUVECs και άλλων κυτταρικών σειρών. Τέλος, το πεπτίδιο TR1-41 εμπόδισε τον σχηματισμό αγγείων στο in vitro σύστημα της αγγειογέννεσης με υπόστρωμα Matrigel. Tο δεύτερο μέρος του μεταπτυχιακού μελετήθηκε ο βιολογικός ρόλος της ορμόνης μελατονίνης. Η μελατονίνη είναι το σημαντικότερο εκκριτικό προϊόν του κωνοειδούς αδένα και σε γενικές γραμμές εμφανίζει ογκοστατικές, αντιγηραντικές, αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές, υπνωτικές, ορεξιογόνες, αναλγητικές, θερμορυθμιστικές,και καρδιαγγειακές ιδιότητες, ενώ παρουσιάζει ανασταλτική δράση στη διαδικασία της αναπαραγωγής και μετατοπίζει τις φάσεις του «βιολογικού ρολογιού». Από τα πειράματά μας στα πρωτογενή ανθρώπινα ενδοθηλιακά κύτταρα (HUVECs) η επίδραση της μελατονίνης φαίνεται διφασική. Στις χαμηλές συγκεντρώσεις μελατονίνης αυξάνεται ο πολλαπλασιασμός των HUVECς. Στις υψηλές συγκεντρώσεις αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των HUVECς. / Angiogenesis regulates many physiological and pathological processes, so it is of great interest to find out which mechanisms that are involved. In the first part of the project we synthesised three peptides, analogs of ΤR1-41 and we studied the biological role of the ΤR1-41. It is known that thrombin, the serine proteinase, best known for its pivotal role in haemostasis, has been proposed to play an important role in the initiation of angiogenesis by a mechanism most likely independent of its coagulant activity and more dependent on signaling via the protease-activated receptors (PARs). PARs consists a novel family of G protein-coupled receptors, which can be activated by proteolytic cleavage of their N-terminal extracellular domain. PAR-1 is the first member of this family to be cloned in which proteolytic cleavage at the R41/S42 bond by thrombin releases a 41 aminoacid peptide and unveils a tethered peptide ligand with the recognition sequence SFLLRN. Despite the wealth of information relating to the role of thrombin and PAR-1 innormal and disease states, a potential biological role of cleaved peptide remains unknown. In the present study, we evaluated the effect of the 41-amino-acid cleaved peptide, (MGPRRLLLVAACFSLCGPLLSARTRARRPESKATNATLDPR) in cultured human endothelial cells. Exposure of endothelial cells to this peptide resulted in a concentration-dependent inhibition of serum-mediated proliferation, as well as of bFGF- and VEGF-induced cell growth. There was the suspicion that the peptide blocked the serum, bFGF-triggered Erk1/2 activation. In contrast, no effect was observed in cells treated with a scramble peptide or with a shorter derivative of parstatin (TRARRPESKATNATLDPR). Finally, ΤR1-41 peptide abrogated tube formation in vitro Matrigel angiogenesis model. These results provide a plausible evidence for a negative role of PAR-1 cleaved peptide in angiogenic cascade and suggest parstatin as target for developing anti-angiogenic agents with potential therapeutic application in cancer and other angiogenesis-related diseases. The second part of the project was the biological role of melatonin. Melatonin is the major secretory product of the pineal gland and is considered an important natural oncostatic agent. From our experiments in human umbilical vein endothelial cells (HUVECs) the effect of melatonin seems to be biphasic. In low concentrations melatonin increased HUVEC proliferation, but in higher concentrations significantly decreased cell proliferation.
19

Μελέτη του διαφορικού ρόλου των υποδοχέων RPTPβ/ζ και ALK στις βιολογικές δράσεις του αυξητικού παράγοντα HARP και πεπτιδίων του, σε κύτταρα καρκινικών σειρών προστάτη

Διαμαντοπούλου, Ζωή 21 March 2011 (has links)
Η HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide), γνωστή και ως πλειοτροπίνη, είναι ένας αυξητικός παράγοντας που η έκφρασή του στα ενήλικα άτομα είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένους ιστούς. Ωστόσο, έκφραση ή υπερέκφρασή της έχει παρατηρηθεί in vivo σε διάφορους όγκους και στον ορό του αίματος ασθενών με διάφορες μορφές καρκίνου, καθώς και in vitro σε διάφορες καρκινικές κυτταρικές σειρές. Παρόλο που οι in vivo βιολογικές δράσεις της HARP είναι αδιαμφισβήτητες, δεν έχει διασαφηνιστεί ο μηχανισμός με τον οποίο ασκεί τις δράσεις αυτές. Επίσης, υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τις in vitro βιολογικές της δράσεις. Στη συγκεκριμένη εργασία διερευνήθηκε το εάν η διαφορετική έκφραση των υποδοχέων της HARP, RPTPβ/ζ και ALK, είναι ένας άλλος λόγος για τα αντικρουόμενα αυτά αποτελέσματα. Χρησιμοποιώντας την RNAi τεχνολογία, δημιουργήσαμε DU145 και PC3 κύτταρα (κυτταρικές σειρές από καρκίνο ανθρώπινου προστάτη), τα οποία σταθερά έχουν μειωμένα επίπεδα έκφρασης του RPTPβ/ζ και του ALK. Τα DU145 κύτταρα εκφράζουν μόνο τον RPTPβ/ζ, σε αντίθεση με τα PC3 κύτταρα που εκφράζουν και τους δύο υποδοχείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο RPTPβ/ζ καταστέλλει την επαγόμενη από HARP κυτταρική προσκόλληση και μετανάστευση, ενώ ο ALK επάγει την επαγόμενη από HARP κυτταρική μετανάστευση. Επιπλέον, η μελέτη της μεταγωγής σήματος αυτών των υποδοχέων έδειξε ότι ο RPTPβ/ζ καταστέλλει τα επίπεδα φωσφορυλίωσης της κινάσης Src, της Fak, της Pten/Akt και των Erk1/2, ενώ ο ALK επάγει την ενεργότητα της Akt και των Erk1/2. Επιπρόσθετα, η μείωση της έκφρασης του RPTPβ/ζ σχετίζεται με την επαγωγή EMT φαινοτύπου, αφού καταστέλλει την έκφραση της E-καντερίνης και επάγει την έκφραση της Ν-καντερίνης, των ιντεγκρινών-α5, -αv και β3, καθώς και της MMP9. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι αυξητικοί παράγοντες αποτελούν υπόστρωμα για διάφορα πρωτεολυτικά ένζυμα του κυτταρικού μικροπεριβάλλοντος, με αποτέλεσμα την παραγωγή βιολογικά ενεργών πεπτιδίων που μπορούν να έχουν παρόμοιες ή και αντίθετες δράσεις με το ολικό μόριο. Η πλασμίνη, η τρυψίνη και η MMP2, πέπτουν την HARP και παράγουν πεπτίδια που αναστέλλουν την επαγωγική της δράση. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες, το ενδιαφέρον για την ανακάλυψη πεπτιδίων με αντικαρκινική δράση εντοπίζεται στο καρβοξυτελικό τμήμα της HARP, καθώς και στις δύο κεντρικές περιοχές που παρουσιάζουν ομολογία με τις επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες της θρομβοσπονδίνης-1. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε ο μηχανισμός δράσης του P(122-131) και οι βιολογικές δράσεις των P(13-39) και P(65-97). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το P(122- 131) μετά την πρόσδεσή του στον RPTPβ/ζ, μειώνει τα επίπεδα φωσφορυλίωσης της κινάσης Src, της Fak, της Pten και των Erk1/2 και καταστέλλει την in vitro προσκόλληση και μετανάστευση των DU145 και LNCaP κυττάρων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι το P(122-131) καταστέλλει αυτές τις διαδικασίες και μετά από τον ανταγωνισμό του με τη HARP για την πρόσδεση όχι μόνο στον ALK, αλλά και σε άλλους υποδοχείς. Τέλος, χρησιμοποιώντας το σύστημα της χοριοαλλαντοϊδικής μεμβράνης εμβρύου όρνιθας, παρατηρήσαμε ότι το P(122-131) καταστέλλει και την in vivo αγγειογένεση. Παρόμοια με το P(122-131), τα P(13-39) και P(65-97) καταστέλλουν την in vitro προσκόλληση και μετανάστευση των DU145 και PC3 κυττάρων μετά την πρόσδεσή τους στον RPTPβ/ζ. Συμπερασματικά, στην παρούσα εργασία καταδεικνύεται ο ρόλος των υποδοχέων RPTPβ/ζ και ALK στον μηχανισμό δράσης του αυξητικού παράγοντα HARP και των πεπτιδίων του. Για πρώτη φορά αποδεικνύεται ότι η ανασυνδυασμένη HARP προκαρυωτικής προέλευσης είναι βιολογικά ενεργή και ότι η δράση της εξαρτάται από τη συνισταμένη των δράσεων που έχει κάθε υποδοχέας της, αντικατοπτρίζοντας τον περίπλοκο μηχανισμό δράσης της HARP και των πεπτιδίων της. / HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide), also known as Pleiotrophin, is a growth factor that is thought to be involved in carcinogenesis. Elevated concentrations of this growth factor are found in many types of tumors, as well as in the plasma of patients with different types of cancer. However, contradictory results have been published concerning the in vitro activities of HARP. Here, we investigated whether the differential expression of HARP receptors, namely RPTPβ/ζ and ALK, is another reason for these controversies. Using the RNAi technology, we stably transformed prostate cancer cell lines DU145 and PC3 to knockdown RPTPβ/ζ or ALK expression. DU145 cells express only RPTPβ/ζ, while PC3 cells express both RPTPβ/ζ and ALK. Our results showed that RPTPβ/ζ inhibits HARP-mediated cellular adhesion and migration, while ALK induces HARP-mediated cellular migration. Investigation of the transduction mechanism revealed that RPTPβ/ζ inactivates Src, Fak, Pten/Akt, and Erk1/2, while ALK activates Akt and Erk1/2. In addition, RPTPβ/ζ knockdown promotes a shift in expression form E- to N-cadherin, and induces the expression of integrin-α5, -αv, -β3, and MMP9. Growth factors can be hydrolyzed by proteases, leading to the production of biological active peptides. Previous studies indicate that HARP is cleaved by enzymes in the extracellular environment, such as plasmin, trypsin, chymotrypsin, and MMP2. Moreover, the resulting peptides exert altered biological functions compared to the whole molecule. Here, we investigated the effect of (P122-131), corresponding to the basic cluster of the C-terminal region of HARP, as well as the effect of P(13-39) and P(65-97) derived from the TSR domains of HARP. Our results demonstrated that P(122-131) interacts with RPTPβ/ζ, inactivates its catalytic activity, and triggers a signal transduction pathway that inhibits DU145 and LNCaP adhesion and migration, while in parallel interferes with ALK or other pleiotrophin receptors inhibiting pleiotrophin-induced cellular adhesion and migration. In addition, P(122-131) inhibits angiogenesis in vivo, as determined by the chicken embryo CAM assay. Furthermore, P(13-39) and P(65-97) interacts with RPTPβ/ζ and inhibits DU145 and PC3 adhesion and migration. Taken together, the results of this study demonstrate the effect of RPTPβ/ζ and ALK on HARP and its peptides-mediated biological actions. Our results support the hypothesis that the overall effect of pleiotrophin depends on the expression profile of its receptors. Concluding, we show that bacterial pleiotrophin is biological active and part of the diversity of pleiotrophin biological actions is due to RPTPβ/ζ and /or ALK and the complex way of their interactions and signaling.
20

Σχεδιασμός και ανάλυση μεθόδου διερεύνησης παραγόντων και της αλληλεπίδρασής τους στην πρόκληση των εργατικών ατυχημάτων / Design and analysis of an investigation method of aiming at the finding factors and their interelationships to the accident causation

Κατσακιώρη, Παναγιώτα 13 July 2010 (has links)
Αντικείμενο της διατριβής είναι η έρευνα των παραγόντων πρόκλησης των εργατικών ατυχημάτων με το σχεδιασμό και την ανάλυση μιας ολοκληρωμένης μεθόδου διερεύνησης, περιορίζοντας τους παράγοντες σε συγκεκριμένες κατηγορίες με τις αλληλεπιδράσεις τους και την ποσοτικοποίηση των σχέσεών τους. Από την ανάλυση των μοντέλων πρόκλησης, προσδιορίζονται τρεις ομάδες μοντέλων (διαδοχικά, επεξεργασίας της ανθρώπινης πληροφορίας και συστημικά), αναδεικνύεται η αντιστοιχία τους με τις μεθόδους διερεύνησης και προτείνεται ολοκληρωμένο πλαίσιο αξιολόγησης των μεθόδων διερεύνησης με συγκεκριμένα κριτήρια. Παράλληλα, οι έρευνες πεδίου σε διαφορετικά δείγματα εργατικών ατυχημάτων ταυτοποιούν παράγοντες πρόκλησης επιβεβαιώνοντας τη σημερινή έρευνα για άμεσους και έμμεσους παράγοντες χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό πλαίσιο πρόκλησής τους. Η αξιολόγηση των μεθόδων διερεύνησης και τα αποτελέσματα των ερευνών πεδίου, οδήγησαν στο σχεδιασμό μιας νέας μεθόδου διερεύνησης, η οποία στηρίζεται σε συνδυαστικό μοντέλο πρόκλησης εμπλουτίζοντάς το με τη νομική διάσταση. Η μέθοδος λαμβάνει υπόψη τέσσερις ομάδες παραγόντων: εργασιακούς, ανθρώπινους, οργανωτικούς και νομικούς, οι οποίες διακρίνονται σε υποομάδες με τη βοήθεια σχεδίων ταξινόμησης στοχεύοντας σε μια ολοκληρωμένη διερεύνηση του ατυχήματος. Τα πρώτα αποτελέσματα από την επικύρωση της προτεινόμενης μεθόδου, όσον αφορά στην αξιοπιστία της και την εγκυρότητά της, είναι ενθαρρυντικά για την εφαρμογή της μεθόδου. Ο έλεγχος των υποθέσεων για τη διασφάλιση της εγκυρότητας της μεθόδου, με την ποσοτικοποίηση των σχέσεων των παραγόντων πρόκλησης, όπως ο σχεδιασμός της εργασίας με την κατάρτιση καθώς και η παροχή ανασφαλούς εξοπλισμού με την έλλειψη συμμετοχής των εργαζομένων σε θέματα σχετικά με την εργασία και τα καθήκοντά τους οδηγεί στην πληρέστερη απεικόνιση της πρόκλησης. / This thesis concerns the identification of accident causation factors and their interrelationships with the design and analysis of a structured accident investigation method. The main contribution of the research reported is the development of an evaluation framework of accident investigation methods in terms of their alignment with accident causation models, the design of an investigation method based on the evaluation results and covering the descriptive, revealing, qualitative, quantitative and legal requirements of the investigation and the quantification of the relation between accident causation factors aiming at a more precise structural equation model explaining the occupational accident causation phenomenon. Preliminary research on various samples of accidents identified accident causation factors confirming the current research on immediate and underlying factors without taking into account the whole context of accident causation. The proposed method takes into account four areas: workplace, human, management and legal factors. The method process breaks down the four areas into simpler components with the aid of classification schemes aimed at an integrated accident reconstruction. Results from the application of the proposed method can reveal patterns of associations between factors such as work design and training as well as between provision of unsafe equipment and employee involvement which form the basis to understand complex accident causation mechanisms.

Page generated in 0.0469 seconds