• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 34
  • Tagged with
  • 34
  • 27
  • 7
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Ο ρόλος της L-αργινίνης στο σύνδρομο επαναιμάτωσης σε δερματικούς κρημνούς στον επίμυ

Μαστοράκος, Δημήτριος 27 June 2007 (has links)
Η μεγάλη πρόοδος που έχει συντελεστεί στην Πλαστική Χειρουργική είναι αποτέλεσμα της βαθειάς γνώσης της ανατομικής των ιστών, της χρήσης των διατατήρων δέρματος αλλά και της προόδου της Μικροχειρουργικής. Με τη μέθοδο αυτή είναι πλέον δυνατή σε ευρεία κλίμακα η αυτομεταμόσχευση ιστών από μία ανατομική περιοχή σε άλλη. Οι δυνατότητες που ανοίγονται για αποκατάσταση ελλειμμάτων μετά τραυματισμό αλλά και μετά ογκολογική ή άλλη εκτομή είναι πράγματι πρωτοφανείς. Η αυτόλογη μεταφορά ιστών με τη χρήση μικροχειρουργικής αναστόμωσης όμως, απαιτεί πάντα κάποιο χρόνο αντοχής των ιστών στην ισχαιμία, καθώς κατά την εκτέλεση τέτοιων επεμβάσεων διακόπτεται η αιματική ροή διαμέσου των μεταφερομένων ιστών. Το ίδιο ισχύει και στις εγχειρήσεις ομολόγων μεταμοσχεύσεων οργάνων, κατά τις οποίες υπάρχει πάντοτε μιά άλλοτε άλλης διάρκειας ισχαιμία των ιστών που μεταμοσχεύονται. Οι ιστικές βλάβες που σχετίζονται με την παροδική διακοπή της αιματικής ροής διαμέσου ενός ιστού φαίνεται ότι σχετίζονται περισσότερο με την περίοδο επαναιμάτωσης παρά την ισχαιμία αυτή καθαυτή. Το σύνολο των βλαβών που παρατηρούνται σε ιστούς μετά την επαναιμάτωση, έπειτα από παρατεταμένη ισχαιμία, έχει ονομαστεί Σύνδρομο Επαναιμάτωσης (ΣΕ, Reperfusion Injury) ή Σύνδρομο Ισχαιμίας-Επαναιμάτωσης (ΣΙΕ, Ischemia-Reperfusion Injury) (1),(2). Το Σύνδρομο Επαναιμάτωσης λοιπόν ορίζεται ως το σύμπλεγμα των βλαβών που προκαλούνται στους ιστούς αφού επανέλθει η αιμάτωσή τους μετά από άλλοτε άλλη περίοδο ισχαιμίας, σε αντίθεση με τη νέκρωση που ορίζεται ως η βλάβη ιστών των οποίων διακόπτεται η αιμάτωση χωρίς όμως να επανέλθει (3). Η αυτόλογη μεταμόσχευση ιστών με χρήση μικροχειρουργικών τεχνικών έχει προχωρήσει σε σημείο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά δέρματος, μυός, εντερικού ή και οστικού ιστού ή και συνδυασμού των παραπάνω ιστών σε ακραίες περιοχές του σώματος για χρήση στην αποκατάσταση τραυματικών κακώσεων, βλαβών ή και χειρουργικών ελλειμμάτων. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εγχειρήσεων ο ιστός πολλές φορές αποκόβεται από την αιματική κυκλοφορία για άλλοτε άλλο διάστημα, πού γιά την περίπτωση της Πλαστικής Χειρουργικής συνήθως διαρκεί 1 με 2 ώρες. Τέτοιου είδους επεμβάσεις αποτελούν καθημερινή πρακτική σε Ογκολογικά ή Τραυματολογικά Κέντρα. Εξάλλου η Χειρουργική του Χεριού και του Άνω Άκρου αποτελεί επίσης χώρο σημαντικής εφαρμογής των ίδιων τεχνικών, όπως στη Χειρουργική Νεύρων ή στη Χειρουργική Συγκόλλησης Άκρων. Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν πως κατά την επαναφορά του ιστού στην κυκλοφορία, η κύρια κάκωση επισυμβαίνει κατά την διάρκεια της επαναιμάτωσης του ιστού (4),(5),(6). Είναι λοιπόν σαφές οτι η μείωση ή και ο πλήρης έλεγχος του ΣΙΕ θα είχε σημαντικά ωφέλη για τους αρρώστους που για λόγους τραυματικών ελλειμμάτων ή μετά ογκολογική Χειρουργική αντιμετωπίζουν μεγάλα τραύματα δέρματος, μυός, οστού ή ακόμα και αυλού του εντερικού σωλήνα (π.χ. οισοφάγος). Αντίστοιχα ωφέλη θα μπορούσε κανείς να περιμένει και στο χώρο των Μεταμοσχεύσεων (7),(8), της Καρδιοχειρουργικής(9) και της Αγγειοχειρουργικής των Μεγάλων Αγγείων αλλά και στην αντιμετώπιση της Καταπληξίας(10), που μπορεί να θεωρηθεί ως η οριακή μορφή ισχαιμίας όλου του σώματος. Εκτεταμένες έρευνες έχουν γίνει, κυρίως στο μυοκάρδιο, για να διαλευκάνουν το μηχανισμό με τον οποίο επισυμβαίνουν οι βλάβες μετά ισχαιμία και επαναιμάτωση. Έχει βρεθεί οτι το ενδοθήλιο των αγγείων παράγει Μονοξείδιο του Αζώτου (ΝΟ, Nitric Oxide) (11),(12) κατά τη μετατροπή της L-αργινίνης σε L-κιτρουλλίνη. Το 6 ενδοθήλιο των στεφανιαίων έχει μελετηθεί εντατικά ως προς αυτή του την ιδιότητα (13). Το μόριο αυτό αποτελεί σημαντικότατη ανακάλυψη των τελευταίων δεκαετιών, καθώς φαίνεται πως αποτελεί πανταχού παρόντα διαβιβαστή στο επίπεδο των ιστών(14). Το ΝΟ ειναι ισχυρός αγγειοδιαστολέας, αλλά σε μικρότερες συγκεντρώσεις έχει επίσης και δράση κατά των ουδετεροφίλων(15). Έτσι φαίνεται ότι περιορίζει και τη φλεγμονώδη συνιστώσα του ΣΙΕ. Το ενδοθήλιο φαίνεται να υφίσταται αλλοιώσεις τα πρώτα λεπτά μετά την επαναιμάτωση, πριν ακόμα τα ουδετερόφιλα μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε αριθμούς ικανούς να προξενήσουν βλάβες και βέβαια πριν να εγκατασταθεί νέκρωση του μυοκαρδίου ή του μυός που έχει υποστεί το ΣΙΕ (16). Τα προηγούμενα φαίνεται να υποδεικνύουν πως η αρχική βλάβη του ενδοθηλίου μπορεί να αποτελεί τη θρυαλλίδα που βάζει σε κίνηση τον μεθισχαιμικό φλεγμονώδη μηχανισμό. Έρευνες απόφραξης και επαναιμάτωσης των στεφανιαίων αρτηριών δείχνουν ότι η αρχική βλάβη στο στεφανιαίο ενδοθήλιο παραβλάπτει την παραγωγή NO, που συνεπάγεται την εξάλειψη της ενδογενούς αντι-ουδετερόφιλης δράσης του NO(13). Η μειωμένη αυτή παραγωγή ενδογενούς NO και κατά συνέπεια η καρδιοπροστασία μπορούν ν' αποκατασταθούν είτε παρέχοντας ακριβώς κατά την έναρξη της επαναιμάτωσης την πρόδρομη ουσία του ΝΟ (L-αργινίνη) ή παρέχοντας ουσίες-δότες του ΝΟ(17). Σε πειραματικές εργασίες, η L-αργινίνη ή οι δότες NO μειώνουν το μέγεθος του εμφράκτου σε πειραματικά πρότυπα ισχαιμίας- επαναιμάτωσης (Ι-Ε) των στεφανιαίων, με αντίστοιχη βελτίωση της παρατηρούμενης καταπληξίας και κατά συνέπεια της επιβίωσης που προκύπτει (17). Ο μηχανισμός ή οι μηχανισμοί αυτής της καρδιοπροστασίας εμπεριέχουν τη διατήρηση της λειτουργίας του ενδοθηλίου και επίσης την αναστολή της συγκέντρωσης των ουδετεροφίλων στον ιστό που υπέστη Ι-Ε. Η δυνατότητα καρδιοπροστασίας του NO μας παρέχει μιά νέα θεραπευτική προσέγγιση στη μείωση του ΣΙΕ μετά χειρουργικές επεμβάσεις επαναιμάτωσης των στεφανιαίων μετά από απόφραξή τους αλλά και γενικότερα επαναιμάτωσης κάθε τύπου μυϊκού ιστού (18). Τα πολυμορφοπύρηνα και οι ελεύθερες ρίζες θεωρούνται ως οι κύριοι φορείς της βλάβης. Πολλές προσπάθειες περιορισμού του συνδρόμου στηρίζονται στη βάση αυτή (19),(2),(20). 7 Τελευταία η ανακάλυψη του μονοξειδίου του αζώτου (nitric oxide, NO) αγγειοδιασταλτικού παράγοντα που εκκρίνεται από το ενδοθήλιο (καθώς και πολλές άλλες κατηγορίες κυττάρων)(21) και που δρα κοντά στην περιοχή παραγωγής του, με ημιζωή της τάξης των δευτερολέπτων, έχει προσδόσει νέα ώθηση στην κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης. Το μονοξείδιο του αζώτου εκκρίνεται από το ενδοθήλιο, τους λείους μύες των αγγείων, τα μακροφάγα, τα πολυμορφοπύρηνα, την παρεγκεφαλίδα, τα επινεφρίδια και τα κύτταρα του Kupffer. Αποτελεί κύριο παράγοντα ρύθμισης του αγγειακού τόνου και επιδρά στα πολυμορφοπύρηνα, τα αιμοπετάλια και δεσμεύει τις ελεύθερες ρίζες (22). Οι περισσότερες μελέτες συμφωνούν πως το ΝΟ παράγεται από το αμινοξύ L-αργινίνη από τη δράση του ενζύμου συνθάση του ΝΟ (Nitric Oxide Synthase, NOS)(22), με τρόπο στερεοσκοπικά ειδικό μόνο γιά την L- και όχι τη D-αργινίνη. Μελέτες σε καρδιακό και εντερικό ιστό έχουν δείξει ευεργετικά αποτελέσματα από τη χρήση L- αργινίνης σε πρότυπα συνδρόμου επαναιμάτωσης (23),(24). Παρά την έκταση των πληροφοριών, που υπάρχουν γιά το ΣΙΕ σε διάφορα συστήματα οργάνων, υπάρχουν λιγοστές πληροφορίες για τη δράση του ΝΟ και την επίδραση της L-αργινίνης πάνω στο δέρμα. ΣΗΜΑΣΙΑ Οι περισσότερες ουσίες που προστατεύουν από το σύνδρομο επαναιμάτωσης είναι τοξικές ή δύσχρηστες. Η L-αργινίνη χρησιμοποιείται ήδη κλινικά γιά δοκιμασίες έκκρισης αυξητικής ορμόνης(25). Εφόσον λοιπόν η L-αργινίνη αποδειχθεί εύχρηστη και με καλά αποτελέσματα, θα είναι μια ουσία που αποτελεί φυσικό συστατικό του ανθρώπινου σώματος, με πολύ εύκολη παραγωγή και χαμηλό κόστος και που ήδη χρησιμοποιείται κλινικά, που θα έχει την πρόσθετη ικανότητα να προστατεύει από το ΣΙΕ. Επίσης ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία γιά την λειτουργία του ΝΟ στο μυϊκό ιστό, λίγα είναι τα στοιχεία γιά τη δράση του ΝΟ και της L-αργινίνης στο δέρμα. Κατά συνέπεια είναι και αυτό ένα σημείο έρευνας με σκοπό την κατανόηση του συνδρόμου επαναιμάτωσης στο δέρμα. 8 ΣΤΟΧΟΙ Οι στόχοι του πρωτοκόλλου ήσαν 1. Να διαπιστωθεί αν η L-αργινίνη δρα προφυλακτικά στο δέρμα επιμύων που έχει υποστεί σύνδρομο επαναιμάτωσης. 2. Να διερευνηθεί η επίδραση που έχει η L-αργινίνη πάνω στα πολυμορφοπύρηνα κύτταρα του δέρματος κατά την διάρκεια του συνδρόμου επαναιμάτωσης. 3. Να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια δόση ή και συχνότητα χορήγησης της L- αργινίνης για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. 4. Να διερευνηθεί η πιθανότητα εφαρμογής παρόμοιων τεχνικών τόσο σε νησιδωτούς κρημνούς / ελεύθερους κρημνούς όσο και σε μισχωτούς κρημνούς. / The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated. / The intraperitoneal use of L-Arginine in a model of rat skin Ischemia-Reperfusion Injury using island- and pedicle-flaps, protects against flap neutrophil accumulation and flap tissue loss. Negation of such an effect by the use of the Nitric Oxide (NO) synthase blocker L-NAME (Νω-Nitro-L-Arginine-methylester) suggests this effect is NO mediated.
2

Η μελέτη της στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια που κατά τη διάρκεια του ύπνου εμφανίζουν σημαντικού βαθμού αποκορεσμό της αιμοσφαιρίνης

Καρκούλιας, Κυριάκος 05 December 2008 (has links)
Σκοπός: 1) Η μελέτη της επίπτωσης της στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με σύνδρομο επικάλυψης ( ΣΑΑΥ και ΧΑΠ ) και η συγκρισή της με την επίπτωση της στυτικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς που παρουσίαζαν μόνο ΣΑΑΥ, και 2) η εκτίμηση της βελτίωσης της στυτικής δυσλειτουργίας (ED) σε άνδρες με σύνδρομο επικάλυψης (αποφρακτική άπνοια του ύπνου και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) υπό θεραπεία με cPAP (συνεχής θετική πίεση αεραγωγών) και βρογχοδιασταλτικά. Υλικό και μέθοδος : Μελετήθηκαν 48 άνδρες με μέσο όρο ηλικίας τα 52.8 + 10 χρόνια με αποφρακτική άπνοια του ύπνου (ΣΑΑΥ) και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και παράλληλα στυτική δυσλειτουργία ED. Επίσης 30 άνδρες με στυτική δυσλειτουργία και ΣΑΑΥ χωρίς αποφρακτική νόσο. Έλαβαν την κατάλληλη θεραπεία για αποφρακτική πνευμονοπάθεια (cPAP και βρογχοδιασταλτικά) για 6 μήνες και έπειτα το επίπεδο της στυτικής λειτουργίας (EF) επανεκτιμήθηκε. Η ED θεωρήθηκε ότι βελτιώθηκε εάν ο βαθμός βελτίωσης (score) αυξήθηκε για τουλάχιστον 5 μονάδες σε σύγκριση με αυτό της βασικής τιμής. Οι καθοριστικοί παράγοντες για βελτίωση της ED επίσης εκτιμήθηκαν, καθώς επίσης και ο βαθμός ικανοποίησης του κάθε ασθενή κατά τη διάρκεια της θεραπείας Αποτελέσματα : Η επίπτωση της ED σε ασθενείς με σύνδρομο επικάλυψης ήταν 81,08%. Η επίπτωση της ED σε ασθενείς πάσχοντες από ΣΑΑΥ και ED ήταν 29,17%. Η ED βελτιώθηκε σε 12 ασθενείς (25%), αλλά μόνο τα 2 /3 αυτών ήταν ικανοποιημένοι με τον βαθμό βελτίωσης μετά από θεραπεία. Η βελτίωση της ED συσχετίστηκε θετικά με την ηλικία, δείκτη άπνοιας / υπόπνοιας και αρνητικά με την διάρκεια της ED. Το score της ED, ο κορεσμός της αιμοσφαιρίνης σε Ο2 κατά τη διάρκεια της νύχτας και το BMI δεν συσχετίστηκαν σημαντικά με το βαθμό βελτίωσης της EF. Συμπεράσματα : 1) Η επίπτωση της ED σε ασθενείς με σύνδρομο επικάλυψης είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με αυτή των ασθενών που έπασχαν μόνο από ΣΑΑΥ και συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό. 2) Η συνήθης θεραπεία σε ασθενείς με ΣΑΑΥ και ΧΑΠ με βρογχοδιασταλτικά και cPAP έχει θετικά αποτελέσματα στην παράλληλη ED στην μειονότητα των ασθενών αυτών. Από τους άνδρες που βελτιώθηκαν, 1/3 από αυτούς δεν ήταν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα αυτής της θεραπείας. Διαφορετική θεραπευτική αντιμετώπιση ή συνδυασμός αγωγής θα πρέπει πιθανά να χορηγηθεί στους ασθενείς αυτούς. / Aim: 1) To determine the prevalence of erectile dysfunction in patients with overlap syndrome (obstructive sleep apnea and chronic obstructive pulmonary disease) compared with patients suffered from sleep apnea syndrome and erectile dysfunction and 2)To assess the improvement of concurrent erectile dysfunction (ED) in these patients treated with continuous positive airway pressure (cPAP) and bronchodilators Material and Methods: We evaluated 48 men suffering from OSA, COPD and concurrent ED, and 30 men suffered from OSA and ED. They were treated with conventional therapy for pulmonary obstructive disease (cPAP and bronchodilators) for 6 months and then their erectile function status was reassessed. ED was considered as improved, if ED intensity score increased for at least five points compared to that of baseline. Results: The prevalence of ED in patients with overlap syndrome was 81,08%. The prevalence of ED in men with OSA was 29,17%. ED was improved in 12 patients (25%), but only two thirds of them were satisfied with the grade of improvement after treatment. ED improvement was related positively with age and apnea/hypopnea index and negatively with ED duration. ED intensity score, O2 saturation at night and BMI were not significantly related to the outcome of EF improvement. Conclusions: 1) The prevalence of ED in patients with overlap syndrome was higher compared with the prevalence of ED in men with OSA. 2) Conventional treatment for OSA and COPD, has a positive effect on concurrent ED on the minority of patients. The effect is possibly due to the improvement of respiration during sleep with cPAP and of oxygenation with bronchodilators continuously
3

Μελέτη του πολυμορφισμού Ile 49 Ser του γονιδίου της αντιμυλλεριανικής ορμόνης (ΑΜΗ) σε γυναίκες με σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)

Μπακατσέλου, Αικατερίνη 09 December 2013 (has links)
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) αποτελεί την πιο συχνή ενδοκρινολογική διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από κεντρικού τύπου παχυσαρκία, ακμή, υπερτρίχωση και διαταραχές των εμμηνορησιακών κύκλων που οφείλονται στην υπερανδρογοναιμία και την χρόνια ανωοθυλακιορρηξία. Οι γυναίκες με PCOS αναπτύσσουν και μεταβολικού τύπου διαταραχές όπως η υπερινσουλιναιμία λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία και το μεταβολικό σύνδρομο. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές γενετικές μελέτες προκειμένου να προσδιορισθούν οι μοριακοί γενετικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στην παθογένεια του ΣΠΩ. Ένας σημαντικός ρυθμιστής της ωοθυλακιογένεσης που πιθανόν να παίζει ρόλο στην παθοφυσιολογία του ΣΠΩ είναι η αντιμυλλεριανική ορμόνη (ΑΜΗ). Eντός του εξωνίου 1 του γονιδίου της ΑΜΗ εδράζεται ο πολυμορφισμός Ιle49Ser (ref SNPID:rs10407022) που συνίσταται στην αλλαγή μιας βάσης θυμίνης (T) από γουανίνη (G) δημιουργώντας τρεις γονότυπους: ομοζυγώτες GG, oμοζυγώτες TT, ετεροζυγώτες GT. Δεδομένου του ρόλου της ΑΜΗ στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών αλλά και της ενδεχόμενης χρήσης της ως διαγνωστικό και προγνωστικό δείκτη του συνδρόμου, ο πολυμορφισμός Ιle49Ser έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης. Στην παρούσα μελέτη προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός Ιle49Ser σε 111 γυναίκες με ΣΠΩ και 67 υγιείς μάρτυρες . Από τη στατιστική ανάλυση δεν προέκυψε κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά στη συχνότητα των γονοτύπων του πολυμορφισμού Ile49Ser του γονιδίου της ΑΜΗ ανάμεσα στις γυναίκες με ΣΠΩ και του υγιούς πληθυσμού ελέγχου. Από τη στατιστική ανάλυση, επίσης, δεν προέκυψε συσχέτιση των γονοτύπων με κάποια από τις ορμονικές ή κλινικές παραμέτρους των γυναικών με ΣΠΩ. Η απουσία συσχέτισης του πολυμορφισμού Ile49Ser με αυξημένο κίνδυνο για ΣΠΩ δείχνει ότι το σηματοδοτικό μονοπάτι της ΑΜΗ εμπλέκεται στην παθογένεια του συνδρόμου με έναν έμμεσο τρόπο. Ωστόσο περισσότερες μελέτες είναι απαραίτητες προκειμένου να διαλευκανθεί ο ρόλος της ΑΜΗ στην ανθρώπινη ωοθυλακιογένεση, όπως και στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών. / The polycystic ovary syndrome (PCOS) is the most common endocrine disorder of women of reproductive age, characterized by central obesity, acne, hirsutism and disorders of menstrual cycles due to hyperandrogonemia and chronic anovulation. Women with PCOS develop type and metabolic disorders such as hyperinsulinemia due to insulin resistance, hypertension, diabetes mellitus, dyslipidemia and metabolic syndrome. Over the last decade there are an increasing number of studies conducted in order to identify the molecular genetic mechanisms that are involved in the pathogenesis of PCOS. AMH seems to be an important regulator of follicle development and may also play a significant role in the pathogenesis of PCOS. The polymorphism Ile49Ser (ref SNPID:rs10407022) is located in exon 1 of AMH gene and results from the conversion of thymine (T) to guanine (G) giving three genotypes: homozygotes TT, GG and heterozygotes GT. Taken as granted the role of AMH in the pathophysiology of PCOS and the possible use of AMH levels as a diagnostic and prognostic marker of the syndrome, recent studies concern the involvement of IIe49Ser polymorphism. The precent study identified the polymorphism Ile49Ser in a cohort of 111 women with PCOS and 67 controls. Genotype frequencies for the AMH Ile49Ser polymorphism were similar in PCOS women and controls. In addition, AMH Ile49 Ser variant was not associated with clinical or hormonal parameters of PCOS women. The absence of an association of AMH Ile49Ser polymorphism with susceptibility to PCOS indicates that the AMH signaling pathway is not directly involved in the pathophysiology of PCOS. More studies should be carried out in order to determine the role of AMH in human ovarian physiology.
4

Είναι η διαμεσολαβούμενη από υποδοχέα κάθαρση της απολιποπρωτεΐνης Ε σημαντική για την εμφάνιση διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας και δυσανεξίας στη γλυκόζη;

Καλογεροπούλου, Χριστίνα 02 March 2015 (has links)
Η απολιποπρωτεΐνη Ε (apoE) είναι κύριο συστατικό των VLDL λιποπρωτεϊνών και των υπολειμμάτων χυλομικρών και είναι υπεύθυνη για την απομάκρυνση των αθηρογενετικών λιποπρωτεϊνών από την κυκλοφορία. In vivo και in vitro μελέτες έχουν δείξει ότι μεταλλάξεις στην apoΕ που εμποδίζουν την πρόσδεση των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν την apoΕ στον υποδοχέα της LDL (LDLr), συνδέονται με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο πλάσμα και προκαλούν πρώιμη αθηροσκλήρωση σε ανθρώπους και πειραματόζωα. Στον άνθρωπο υπάρχουν τρεις κύριες φυσικές ισομορφές της apoE που ονομάζονται E2, E3, E4 και είναι αποτέλεσμα μεταλλάξεων στα αμινοξικά κατάλοιπα 112 και 158. Προηγούμενες μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει πως η apoE διαμεσολαβεί στην εμφάνιση διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας. Σκοπός της εργασίας είναι να αξιολογήσουμε το ρόλο της κάθαρσης των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν apoE μέσω του υποδοχέα LDLr στην εμφάνιση παχυσαρκίας, καθώς οι ισομορφές Ε3, Ε4 έχουν πολύ μεγαλύτερη συγγένεια για τον LDLr από την Ε2 ισομορφή. Τα πειραματόζωα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πειραματικά ποντίκια αγρίου τύπου C57BL/6, ποντίκια με καθολική έλλειψη στην apoE (apoE-/- ) και ποντίκια που εκφράζουν την ανθρώπινη E2, E3, E4 ισομορφή αντίστοιχα. Τα πειραματόζωα τρέφονταν με δίαιτα δυτικού τύπου για ένα χρονικό διάστημα 24 εβδομάδων ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν βιοχημικές και μεταβολικές μελέτες. Παρατηρήσαμε πως τα ποντίκια που εκφράζουν την apoE2, παρά την χαμηλή συγγένεια που έχουν ως προς τον LDLr, αύξησαν το βάρος τους περισσότερο και εμφάνισαν υψηλότερες τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα σε σχέση με τις υπόλοιπες ισομορφές. Γεγονός που αποδεικνύει πως η κάθαρση των λιπιδίων του αίματος δεν σχετίζεται με την εμφάνιση παχυσαρκίας στα πειραματικά μοντέλα ποντικών. Αντίθετα οι δοκιμασίες ανοχής στη γλυκόζη που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν πως τα apoE3 +/+ ποντίκια εμφάνισαν τη χειρότερη ανοχή στη γλυκόζη, ενώ οι apoE2 +/+ , apoE4 +/+ ομάδες ποντικών είχαν στατιστικά παρόμοιες καμπύλες. Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει πως εμφάνιση διαβήτη και διατροφικά επαγόμενης παχυσαρκίας είναι ανεξάρτητα πεδία που πρέπει να μελετηθούν ξεχωριστά. / Apolipoprotein E (apoE) is a major component of VLDL and chylomicron remnants and is responsible for the removal of atherogenic lipoproteins from the circulation. In vivo and in vitro studies have shown that apoE mutations that prevent the binding of apoE-containing lipoproteins to LDLr, are associated with high plasma cholesterol levels and cause premature atherosclerosis in humans and animals. In humans, there are three main natural isoforms of apoE called E2, E3, E4 and is the result of mutations in amino acid residues 112 and 158. Given that previous animal studies have shown that apoE mediates the development of diet-induced obesity, the aim of this study was the evaluation of the role of apoE-containing lipoprotein's clearance by the LDLr in the development of obesity. Taking into account that the E3, E4 isoforms have higher LDLr affinity compared to the E2 isoform, we focused on the role of different apoE isoforms in these metabolic diseases. The animals we used in this study were apoE-deficient mice (apoE-/-), mice expressing human E2 (apoE2+/+), E3 (apoE3+/+), E4 (apoE4+/+) isoform and wild type C57BL/6 mice as a control group. The animals were fed western type diet for a 24-week period while biochemical and metabolic studies were performed. We observed that mice expressing apoE2, despite having low LDLr affinity, had higher body weight compared to C57BL/6 and exhibited higher plasma cholesterol and triglyceride levels compared to the other isoforms. This observation demonstrates that the clearance of blood lipids is not associated with obesity in experimental mouse models. Conversely, the glucose tolerance tests carried out showed that the apoE3+/+ mice had the worst glucose tolerance, followed by apoE4+/+ and the apoE2+/+ mice groups (apoE3+/+>>apoE4+/+≥apoE2+/+) suggesting that in case of glucose tolerance the clearance of apoE-containing lipoproteins may be a factor. Based on the above, diet-induced obesity and diabetes are, probably, independent fields that should be studied separately.
5

Έκφραση κυτταροκινών από Τ κύτταρα περιφερικού αίματος στο σύνδρομο Sjogren και τροποποίηση από πεπτίδια που χαρτογραφούν Τ αντιγονικούς επιτόπους των αυτοαντιγόνων La-SSB

Ψιάνου, Κωνσταντία 10 June 2014 (has links)
Το σύνδρομο Sjögren (ΣΣ) είναι μια αυτοάνοση νόσος που προσβάλλει κυρίως τους σιελογόνους και δακρυϊκούς αδένες οδηγώντας στην ξηρά επιπεφυκίτιδα και την ξηροστομία. Ιστοπαθολογικά χαρακτηρίζεται από λεμφοκυτταρική διήθηση Τ και Β κυττάρων, με επικράτηση των ενεργοποιημένων CD4 + Τ βοηθητικών κυττάρων. Οι ακριβείς παθογενετικοί μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για το ΣΣ δεν είναι ακόμη πλήρως γνωστοί, ωστόσο φαίνεται ότι συμμετέχουν περιβαλλοντικοί, ορμονικοί και γενετικοί παράγοντες. Ακόμη, απορρύθμιση των κυτταροκινών που παράγονται από Th1, Th2 και Th17 κύτταρα εμπλέκονται στην ανάπτυξη του ΣΣ. Σκοπός: Σε αυτή τη μελέτη, αναλύσαμε την έκκριση κυτταροκινών από υποσύνολα Τ-κυττάρων από το περιφερικό αίμα ασθενών με πρωτοπαθές ΣΣ, χρησιμοποιώντας συνθετικά πεπτίδια τα οποία αντιστοιχούσαν σε επιτόπους Τ-κυττάρων των αυτοαντιγόνων La / SSB. Μέθοδοι: Μονοκύτταρα περιφερικού αίματος (PBMC) απομονώθηκαν από 23 ασθενείς με πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren (πΣΣ) και 14 από την ομάδα ελέγχου και καλλιεργήθηκαν παρουσία ή απουσία μιτογόνου διέγερσης (ΡΗΑ) και σε διάφορες συγκεντρώσεις των πεπτιδίων. Τo PBMC υποβλήθηκε σε κυτταρική ανοσοφαινοτύπιση και κυτταρομετρία ροής μετά από επώαση με το πεπτίδιο. ELISA χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της IL-2, IL-4, IL-5, IL-10, ΤGF-β και IFN-γ σε υπερκείμενα από καλλιέργειες κυττάρων των PBMC ή καθαρές ομάδες κυττάρων. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό στο περιφερικό αίμα των υγιών είτε παρουσία είτε απουσία PHA ενώ ανεστάλη ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός σε ασθενείς με πΣΣ παρουσία PHA. Το ποσοστό των CD4 + CD25 + Τ λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα αυξήθηκε σε ασθενείς με πΣΣ σε σύγκριση με τους υγιείς. Οι IL-4, IL-2, ΙFΝ-γ και IL-5 δεν ανιχνεύθηκαν στα υπερκείμενα των υγιών και ασθενών, είτε τα κύτταρα καλλιεργήθηκαν μόνα ή υπό την παρουσία των πεπτιδίων. Η L-10 και ο TGF-β, έδειξαν μια διαφοροποίηση στην έκκριση τους σε σχέση με τους υγιείς. Συμπεράσματα: Το αυξημένο ποσοστό των CD4+CD25+ Τ κυττάρων δείχνει την ύπαρξη ανοσορυθμιστικού μηχανισμού που είναι παρόν στο ΣΣ, ενώ η αύξηση της IL-10 μπορεί τελικά να συμβάλλει στην παθογένεια της νόσου. / Sjögren’s syndrome (SS) is a common autoimmune disease mainly of salivary and lachrymal glands, leading το xerostomia and keratoconjunctivitis sicca. Histopathological findings in SS include focal lymphocytic infiltrates that contain T cells and B cells with a predominance of activated CD4+ helper T cells. The exact pathogenetic mechanisms responsible for SS are not yet fully known, however environmental, hormonal and genetic factors may be involved in SS pathogenesis. Dysregulation of several cytokines produced by the infiltrating Th1, Th2 and also Th17 cells have also been implicated in the development and progression of SS. Purpose: In this study, we analyzed the cytokine expression patterns of peripheral blood T-cell subsets in primary SS (pSS) patients using synthetic peptides that map to T-cell epitopes of the La/SSB autoantigen. Methods: Peripheral Blood Mononuclear Cells (PBMC) were isolated from 23 patients with pSS and 14 controls and were cultured in the presence or absence of mitogenic stimulation (PHA) and various concentrations of the peptides. PBMC were subjected to cell phenotyping and FACS analysis after incubation with peptide. ELISA was used to measure IL-2, IL-4, Il-5, Il-10, TGF-b and IFN-γ cytokine production in culture supernatants from cell culture of PBMC or purified cell groups. Results: No significant difference in cellular proliferation was observed in isolated PBMCs from healthy donors in the presence or absence PHA, whereas an inhibition of cellular proliferation was noticed in the presence of PHA in pSS patients. The percentage of CD4+CD25+ T lymphocytes in peripheral blood (PB) was increased in pSS patients compared with controls. IL-4, IL-2, IFN-γ and IL-5 were not detected in the supernatants of both controls and patients, whether the cells were cultured alone or in the presence of the peptides. IL-10 and TGF-b showed a differentiation in their secretion from controls. Conclusion: The increased percentage of the CD4+CD25+ T cells, shows that an enhanced immunoregulatory mechanism is present in SS and increased production of IL-10 in SS patients may contribute to the pathogenesis of the disease.
6

Ο ρόλος του ενζύμου 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση τύπου 1 (11β-HSD-1) στο λιπώδη ιστό στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου σε ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία / The role of the enzyme 11β-hydroxysteroid dehydrogenase type 1 to the visceral fat in the development of the metabolic syndrome in severe obesity

Μιχαλάκη, Μαρίνα 23 October 2007 (has links)
Η παχυσαρκία και ειδικά η συσσώρευση σπλαχνικού λίπους αποτελεί σημαντικό προδιαθεσικό παράγοντα για την εκδήλωση μεταβολικού συνδρόμου. Οι μηχανισμοί που συνδέουν την κοιλιακή παχυσαρκία με τις μεταβολικές επιπλοκές δεν είναι γνωστοί, αλλά έχουν προταθεί διάφορες υποθέσεις. Μια εξ αυτών, πηγάζει από τις ομοιότητες ανάμεσα στο σύνδρομο Cushing και το μεταβολικό σύνδρομο σε παχύσαρκα άτομα και προτείνει ότι αυξημένη τοπική δράση γλυκοκορτικοειδών στο σπλαχνικό λιπώδη ιστό , λόγω αυξημένης μετατροπής της ανενεργής κορτιζόνης σε ενεργή κορτιζόλη μέσω του ενζύμου 11β- υδροξυστεροιειδική αφυδρογονάση τύπου 1 (11β-HSD-1) οδηγεί στην εκδήλωση του συνδρόμου. Η δική μας υπόθεση είναι η εξής: Μεταβολικό σύνδρομο εκδηλώνουν τα παχύσαρκα άτομα που έχουν αυξημένη έκφραση και δραστικότητα του ενζύμου 11β-HSD-1 στο σπλαχνικό λιπώδη ιστό, ενώ αυτά που δεν έχουν προστατεύονται από την εκδήλωση των μεταβολικών επιπλοκών της παχυσαρκίας. Θα μελετηθούν 40 συνολικά άτομα τα οποία θα χωρισθούν σε 4 ομάδες. 1η Ομάδα: 10 άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος (ΔΜΣ 18.5-25) χωρίς Μεταβολικό Σύνδρομο 2η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40) χωρίς μεταβολικό σύνδρομο 3η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40) και μεταβολικό σύνδρομο. Τα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου θα είναι αυτά που ορίζονται από τον οργανισμό National Cholesterol Education Program`s Adult Treatment Panel III report (NCEP/ ATP) III. Μεταβολικό σύνδρομο υφίσταται εάν πληρούνται 3 ή περισσότερα κριτήρια του πίνακα 1. 4η Ομάδα: 10 άτομα με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία (ΔΜΣ>40), μεταβολικό σύνδρομο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Στην συνέχεια τα άτομα αυτά θα υποβληθούν σε προγραμματισμένα βαριατρικά χειρουργεία από όπου θα ληφθούν διεγχειρητικά βιοψίες υποδορίου και σπλαχνικού λίπους. Θα γίνει απομόνωση RNA και στη συνέχεια ταυτοποίηση και ποσοτικοποίηση του mRNA του ενζύμου 11β HSD-1 με real time RT-PCR. Επίσης θα μελετηθεί η δραστικότητα του ενζύμου 11β HSD-1. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα μας είναι περιορισμένα λόγω του ότι η συλλογή του υλικού δεν έχει ολοκληρωθεί, υπολείπονται 4 άτομα από την 3η και 4η ομάδα και δεν έχει γίνει RT-PCR σε όλους τους ασθενείς. Φαίνεται ότι υπάρχει τάση να υπερεκφράζεται το ένζυμο στους παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η μελέτη συνεχίζεται και ελπίζουμε ότι με την ολοκλήρωση της να αποδείξουμε την υπόθεση μας. / Obesity and especially visceral fat is a risk factor for the development of the metabolic syndrome. The mechanisms linking obesity and its metabolic complications remain elusive, though several hypotheses have been proposed. One hypothesis emerged from the similarities between syndrome Cushing and the metabolic syndrome. According to this hypothesis, increased action of glucocorticoids in the visceral fat, due to increased conversion of inactive cortisone to active cortisol via the enzyme 11β- hydroxysteroid dehydrogenase type 1 (11β-HSD-1) leads to the development of the metabolic syndrome. Our hypothesis is: Metabolic syndrome is present in the obeses with increased expression and activity of the enzyme 11β-HSD-1 to the visceral fat while those they do not have are protected from the metabolic complications. We study 40 individuals, divided in 4 groups. 1η Group: n ═ 10 with normal body mass index (BMI 18.5-25) without metabolic syndrome 2η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) without metabolic syndrome 3η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) with metabolic syndrome. 4η Ομάδα: n ═ 10 with severe obesity (BMI >40) with metabolic syndrome and diabetes type 2. All obese subjects will undergo bariatric surgery and we take biopsies from visceral and subcutaneous fat. We extract RNA and will be identification and qualification of the mRNA of the enzyme 11β HSD-1 with real time RT-PCR. Also we will study the activity of the enzyme 11β HSD-1. At the time present are results are inconclusive because the study is ongoing, however it seems that there is a trend of hyperexpression of the enzyme in the obese individuals with metabolic syndrome and diabetes type 2.
7

Ο λιπώδης ιστός ως ενδοκρινές όργανο: λιποκύτταρο και μεταβολικό σύνδρομο / Adipose tissue as an endocrine organ: adipocyte and metabolic syndrome

Σπύρογλου, Σοφία 22 April 2008 (has links)
Ο λιπώδης ιστός δεν θεωρείται πλέον αποκλειστικά παθητικός αποταμιευτικός ιστός, αλλά εκκρίνει ποικίλα βιοδραστικά πεπτίδια, γνωστά ως λιποκίνες. Η εμπλοκή των τελευταίων στην παθογένεια του μεταβολικού συνδρόμου και των επιπλοκών του τις καθιστά μόρια-στόχους που δύνανται να συμβάλουν στη θεραπευτική προσέγγιση του μεταβολικού συνδρόμου. / Adipose tissue is no more considered a passive tissue with storage function, but it has proved to be a source of a variety of bioactive peptides, described as adipokines. The implication of adipokines in the pathogenesis of metabolic syndrome and its consequences renders many of them putative target molecules in a new therapeutic approach of this syndrome.
8

Ολική σύνθεση πρωτότυπων διξεοξυνουκλεοζιτών με πρώτη ύλη χειρόμορφα αμινοξέα και μελέτη της αντι-HIV δράσης τους

Μπαλαγιάννης, Γεώργιος Π. 14 July 2010 (has links)
- / -
9

Ανάπτυξη οστεοβλαστών από ασθενείς με μυεολοδυσπλαστικό σύνδρομο (ΜΔΣ) και διερεύνηση των αλληλεπιδράσεών τους με φυσιολογικά αιμοποιητικά κύτταρα

Καλυβιώτη, Ελένη 30 May 2012 (has links)
Η αιμοποιητική φωλαιά (hematopoietic stem cell niche) περιέχει οστεοβλάστες, οι οποίοι ρυθμίζουν τη φυσιολογική αιμοποίηση. Ωστόσο, λίγα στοιχεία είναι γνωστά, έως τώρα, για το ρόλο των οστεοβλαστών στη διαδικασία της αιμοποίησης σε ασθενείς με Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο (ΜΔΣ). Το ΜΔΣ, αποτελεί μια ετερογενή ομάδα κλωνικών αιματολογικών διαταραχών, με αυξημένο κίνδυνο εκτροπής προς Οξεία Μυελογενή Λευχαιμία (ΟΜΛ). Μελέτες σε ex-vivo συστήματα καλλιεργειών (co-cultures) περιγράφουν την επίδραση των μεσεγχυματικών κυττάρων (“feeder cells”) στο δυναμικό πολλαπλασιασμού, στη μεταναστευτική ικανότητα, καθώς και στη διατήρηση (stemness) των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCs) φυσιολογικών δοτών. Η μελέτη αυτή στοχεύει στη διερεύνηση των βιολογικών χαρακτηριστικών των οστεοβλαστών από ασθενείς με ΜΔΣ καθώς και τις αλληλεπιδράσεις φυσιολογικών HSCs και οστεοβλαστών ασθενών με ΜΔΣ. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένα σύστημα δισδιάστατης καλλιέργειας (2-D culture system) χρησιμοποιώντας οστεοβλάστες που παρήχθησαν από μεσεγχυματικά κύτταρα μυελού των οστών (human marrow mesenchymal stem cells-MSCs). Τα MSCs απομονώθηκαν από το μυελό των οστών ασθενών με ΜΔΣ και υγιών δοτών και καλλιεργήθηκαν σε κατάλληλο θρεπτικό μέσο. Ακολούθησε επαγωγή της διαφοροποίησης των MSCs, μετά από συνεχόμενες καλλιέργειες σε οστεοβλάστες. Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν 13 δείγματα μυελού των οστών από ασθενείς με ΜΔΣ (6 RA, 3 RAEBI, 2 RAEBII, 1 5q- και 1 υποπλαστικό MDS) και 8 δείγματα μυελού φυσιολογικών μαρτύρων όμοιας ηλικίας. Για τη μελέτη της επίδρασης των οστεοβλαστών από ασθενείς με ΜΔΣ στην αιμοποίηση χρησιμοποιήθηκαν φυσιολογικά HSCs από κινητοποιημένο περιφερικό αίμα υγιών δοτών (mPB, n=4), τα οποία τοποθετήθηκαν πάνω στους ήδη εγκατεστημένους οστεοβλάστες (osteoblast confluent monolayer cultures). Τα MSCs και οι οστεοβλάστες που αναπτύχθηκαν ελέγχθηκαν μορφολογικά και ανοσοφαινοτυπικά, με τη χρήση μικροσκοπίας και κυτταρομετρίας ροής αντίστοιχα. Μονοπύρηνα κύτταρα από δείγματα κινητοποιημένου περιφερικού αίματος υγιών δοτών τοποθετήθηκαν στο δισδιάστατο καλλιεργητικό σύστημα, σε καλλιεργητικό υλικό αιμοποιητικών κυττάρων, χωρίς την εξωγενή προσθήκη κυτταροκινών. Με τη χρήση κυτταρομετρίας ροής ελέγχθηκε η έκφραση των μορίων που σχετίζονται με την προσκόλληση των αιμοποιητικών κυττάρων στην αιμοποιητική φωλαιά καθώς και την εγκατάσταση και διατήρησή τους σε αυτή. Ο έλεγχος έγινε στις 36 ώρες και τις 7 ημέρες συγκαλλιέργειας και αφορούσε τα μόρια CXCR4, το οποίο ρυθμίζει την άμεση πρόσδεση των HSCs στην φωλαιά κατά τη διαδικασία του “homing”, CD49d (Very Late Antigen-4- VLA4) και CD49e (Very Late Antigen-5- VLA5), τα οποία παρέχουν σήματα επιβίωσης ή προάγουν την ενεργοποίηση μιας φάσης ηρεμίας (quiescence) στα HSCs μετά την είσοδο τους στη φωλαιά (localization). Η έκφραση των μορίων αυτών μελετήθηκε στους υποπληθυσμούς των CD34+, CD34+/CD38+ και CD34+/CD38- κυττάρων. Παράλληλα εκτιμήθηκε το ποσοστό (συχνότητα) των CD34+ αιμοποιητικών κυττάρων καθώς επίσης και η προσκόλλησή τους στους οστεοβλάστες. Μετά τη συγκαλλιέργεια, οι οστεοβλάστες που προήλθαν από υγιείς δότες προκάλεσαν τον πολλαπλασιασμό των CD34+ κυττάρων των φυσιολογικών αιμοποιητικών κυττάρων που τοποθετήθηκαν πάνω στο εγκατεστημένο στρώμα των οστεοβλαστών (3-fold και 9-fold αύξηση στις 36ώρες και τις 7ημ., αντίστοιχα). Αύξηση επίσης, παρατηρήθηκε (2 fold αύξηση) στα CD34+ κύτταρα στις συγκαλλιέργειες των 36h, φυσιολογικών HSCs με οστεοβλάστες που παρήχθησαν από ασθενείς με ΜΔΣ, ενώ καμία διαφορά δεν παρατηρήθηκε μεταξύ των διαφορετικών υποτύπων ΜΔΣ. Στις 7 ημέρες συγκαλλιέργειας από την άλλη, δεν 12 παρατηρήθηκε καμία διαφορά στη συχνότητα εμφάνισης ενός πιο άωρου φαινοτύπου των φυσιολογικών HSCs που αναπτύχθηκαν σε οστεοβλάστες από ασθενείς με χαμηλού κινδύνου ΜΔΣ (low risk MDS). Αντιθέτως, τα CD34+ κύτταρα αυξήθηκαν κατά πολύ (16- fold αύξηση), όταν φυσιολογικά HSCs, τοποθετήθηκαν σε οστεοβλάστες ασθενών με υψηλού κινδύνου ΜΔΣ (high risk MDS). Επιπλέον, παρατηρήθηκε αύξηση της έκφρασης των μορίων CXCR4, CD49d και CD49e στα CD34+ κύτταρα μετά από συγκαλλιέργεια φυσιολογικών HSCs και οστεοβλαστών από υγιείς δότες, συγκριτικά με τα επίπεδα έκφρασης των μορίων αυτών πριν την τοποθέτηση τους στο σύστημα συγκαλλιέργειας. Η αύξηση της έκφρασης του μορίου CXCR4 ήταν λιγότερο εμφανής στην περίπτωση συγκαλλιέργειας των φυσιολογικών HSCs με οστεοβλάστες από ασθενείς με ΜΔΣ, όπου η μεγαλύτερη διαφορά παρατηρήθηκε στο σύστημα που περιείχε τους οστεοβλάστες από ασθενείς χαμηλού κινδύνου ΜΔΣ (3- και 1,7- fold αύξηση στις 7ημέρες καλλιέργειας με οστεοβλάστες από υγιείς δότες και χαμηλού κινδύνου ΜΔΣ ασθενείς, αντίστοιχα). Το πρότυπο έκφρασης των μορίων CD49d και CD49e ήταν όμοιο στα κύτταρα που τοποθετήθηκαν τόσο σε οστεοβλάστες προερχόμενους από υγιείς δότες, όσο και οστεοβλάστες από ΜΔΣ ασθενείς. Ο φαινότυπος, τόσο όσον αφορά τα μορφολογικά όσο και τα ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά, των MSCs ήταν ίδιος και στις δυο ομάδες μελέτης, ενώ η διαφοροποίηση των MSCs προς οστεοβλάστες ήταν όμοια τόσο στα MSCs που προήλθαν από φυσιολογικούς δότες όσο και σε αυτά που προήλθαν από ασθενείς με ΜΔΣ, δείχνοντας παρόμοια έκφραση των ειδικών οστεοβλαστικών πρωτεϊνών αλλά και της διαδικασίας της ενασβεστοποίησης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που λάβαμε, οι οστεοβλάστες από υγιείς δότες προώθησαν την αύξηση του ποσοστού των προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων και οδήγησαν στην επαγωγή της έκφρασης του μορίου CXCR4, ενός πολύ σημαντικού μορίου για τη μετανάστευση, την εγκατάσταση αλλά και την ανάπτυξη. Ωστόσο, η διαφορετική δραστηριότητα, τόσο όσον αφορά το ποσοστό των CD34+ όσο και την έκφραση του μορίου CXCR4, όταν τα φυσιολογικά αιμοποιητικά κύτταρα συγκαλλιεργήθαν με οστεοβλάστες που προήλθαν από ασθενείς με ΜΔΣ, οδηγεί στην υπόθεση ότι υπάρχει μεταβολή στη λειτουργία των οστεοβλαστών, οπότε προβλέπεται και μια επακόλουθη αλλαγή στη ρύθμιση της εγκατάστασης των HSC στην αιμοποιητική φωλαιά, στους ασθενείς με ΜΔΣ. / The hematopoietic stem cell niche contains osteoblasts that regulate normal hematopoiesis. However, little is known about the role of osteoblasts in MDS hematopoiesis so far. Myelodysplastic syndrome comprises a heterogeneous group of clonal stem cell disorders with dismal prognosis and difficulty in their therapeutic approach, which is characterized by ineffective hematopoiesis. It appears with dysplastic hematopoietic cells, peripheral blood cytopenias and high risk of evolution to acute myeloid leukemia (AML). Data derived from ex vivo co-culture systems using mesenchymal stromal cells as a feeder cell layer suggest that cell-cell contact has a significant impact on the expansion, migratory potential and “stemness” of hematopoietic stem cells. In this study, we investigated the biological characteristics of osteoblasts from MDS patients and the interactions between these cells and normal hematopoietic stem cells (HSCs). Osteoblasts were differentiated from marrow MSCs from 13 MDS patients (6 RA, 3 RAEBI, 2 RAEBII, 1 5q- and 1 hypoplastic MDS) and 8 age-matched healthy individuals. To study the effect of MDS osteoblasts on hematopoiesis, normal HSCs from mobilized peripheral blood from healthy individuals (n=4) were seeded onto osteoblast confluent monolayer cultures using a culture medium appropriate for the culture of HSCs, without the exogenous addition of cytokines. We studied the morphology and immunophenotype of MSCs and osteoblasts by microscopy and flow cytometric analysis, respectively. Cytometric analyses of homing associated molecules were performed 36h and 7d later. These molecules are CXCR4, which regulates the direct adhesion of HSCs to the bone marrow niche during “homing”, CD49d (Very Late Antigen-4- VLA4) and CD49e (Very Late Antigen-5- VLA5), which produce survival signals or promote the maintenance of a quiescent state for HSCs after entering the stem cell niche (localization). We investigated the expression of these molecules in CD34+, CD34+/CD38+ and CD34+/CD38- cell populations. Furthermore we studied the frequency of CD34+ hematopoietic cells and also their ability to adhere osteoblasts.Osteoblasts from healthy individuals increased the frequency of CD34+ cells by 3- and 9-fold increase in normal hematopoietic cells after 36h and 7d co-cultures respectively. A 2-fold increase was also seen in CD34+ cells when normal HSCs grown on MDS-osteoblasts for 36h and no difference was seen between the MDS subtypes. When the culture period was extended to 7d, there was no change in the frequency of immature phenotype of normal HSCs in osteoblast cultures from low-risk MDS patients. In contrast, CD34+ cells increased several fold (16-fold increase) when normal HSCs were cultured on high-risk MDS 14 osteoblasts, twice the values obtained in osteoblast co-cultures from healthy individuals and low risk patients. The expression of adhesion molecules CXCR4, CD49d and CD49e on CD34+ cells from normal HSCs was increased in co-cultures with osteoblasts from healthy individuals compared to the values obtained before culture (3-fold increase at 7d). The increase in CXCR4 expression was less pronounced in the presence of osteoblasts from MDS patients with the largest difference being found in low-risk MDS patients (1,7-fold increase at 7d). The expression pattern of CD49d and CD49e was identical between cells grown on MDS- and normal- osteoblast co-cultures.The morphological and immunophenotypical analysis of MSCs show the same results for the two study groups, while the differentiation of MSCs to osteoblasts was similar for both healthy individuals and MDS patients, after having similar expression of bone specific proteins and mineralization activity. According to our data, osteoblasts from healthy individuals promoted the expansion of immature hematopoietic progenitors and induced the cell surface expression of CXCR4, an important molecule in HSCs homing, retention and development. However, the different expression of CXCR4 and the change in frequency of CD34+ cells that were detected when normal HSCs co-operated with MDS-osteoblasts, suggests alteration in osteoblast function and the subsequent regulation of the HSC residency in the niche in MDS patients compared with healthy individuals.
10

Άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια και μεταβολικό σύνδρομο

Καζάκου, Παρασκευή 17 September 2012 (has links)
Το μεταβολικό σύνδρομο, αποτελεί ένα σύνολο διαταραχών, όπως η κοιλιακή παχυσαρκία, η υπεργλυκαιμία, η χαμηλή HDL χοληστερόλη (HDL-C), τα αυξημένα τριγλυκερίδια (ΤRG) και η υπέρταση. Αν και η συχνότητα του παρουσιάζεται συνεχώς αυξανόμενη παγκοσμίως, η παθογένειά του, καθώς και τα διαγνωστικά κριτήρια, παραμένουν όχι σαφώς προσδιορισμένα. Φαίνεται να σχετίζεται με τη δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ, όμως ο υποκείμενος μηχανισμός παραμένει ασαφής. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να διερευνήσουμε τη λειτουργία του άξονα ΥΥΕ σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο και να εξετάσουμε αν η δραστηριότητα του άξονα ΥΥΕ σχετίζεται με τα επί μέρους στοιχεία του μεταβολικού συνδρόμου. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκαν 159 συνολικά άτομα, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα (ομάδα ατόμων με μεταβολικό σύνδρομο) περιελάμβανε 86 άτομα με μεταβολικό σύνδρομο, 48 άνδρες και 38 γυναίκες, μέσης ηλικίας 52.2±7.6 έτη, mean±SD, και με δείκτη σωματικής μάζας 30.5±5.35 kg/m², mean±SD. Η δεύτερη ομάδα (ομάδα ελέγχου) περιελάμβανε 73 υγιή άτομα (μάρτυρες), 19 άνδρες και 54 γυναίκες, μέσης ηλικίας 49.9±7.5 έτη, mean±SD, και με δείκτη μάζας σώματος 27.9±4.42 kg/m², mean±SD. Οι δύο ομάδες ήταν συγκρίσιμες ως προς την ηλικία. Όλα τα άτομα υπεβλήθησαν σε δοκιμασία ανοχής 75g γλυκόζης από το στόμα (OGTT) μετά από νηστεία 12 ωρών, και δείγματα αίματος ελήφθησαν για τον προσδιορισμό της ACTH, της κορτιζόλης, της ινσουλίνης, του C-πεπτιδίου και της γλυκόζης. Τα επίπεδα κορτιζόλης ορού μετά από δοκιμασία ολονύκτιας καταστολής με 1mg δεξαμεθαζόνης (DXM) μετρήθηκαν και στις δύο ομάδες. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο είχαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης ορού μετά από ολονύκτια δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες. Καθ’όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας ΟGTT τα επίπεδα της ΑCTH πλάσματος ήταν υψηλότερα στην ομάδα με μεταβολικό σύνδρομο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, ενώ τα επίπεδα κορτιζόλης ορού ήταν συγκρίσιμα μεταξύ των δύο ομάδων. Σε όλους τους χρόνους της δοκιμασίας OGTT τα επίπεδα της γλυκόζης, της ινσουλίνης και του C-πεπτιδίου ήταν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα στην ομάδα με μεταβολικό σύνδρομο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Επίσης, η ΑCTH κατά τη δοκιμασία OGTT παρουσίασε στατιστικώς σημαντική θετική συσχέτιση με το μεταβολικό σύνδρομο και τα περισσότερα στοιχεία του, ενώ δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της κορτιζόλης κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας OGTT και του μεταβολικού συνδρόμου. Συμπεράσματα: Ο άξονας ΥΥΕ φαίνεται να είναι περισσότερο δραστήριος στους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, όπως αποδεικνύεται από τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης μετά από ολονύκτια δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη και τα αυξημένα επίπεδα ACTH κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας OGTT. Το εύρημα αυτό ενισχύει την άποψη ότι υφίσταται «λειτουργική» υπερκορτιζολαιμία στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου. / Metabolic syndrome (MetS) is correlated with the activity of Hypothalamic-Pituitary-Adrenal axis (HPA) but the underlying mechanism still remains elusive.The aim of this study was to investigate the HPA axis function in patients with MetS. Materials/Methods: This case-control study included 159 people. They were divided into 2 groups. The first group included 73 healthy volunteers (control group: 19 male, 54 female, mean±SD: 49.9±7.5 years old, with BMI: 27.9±4.42 kg/m2) and the second group included 86 patients with MetS (case group: 48 male, 38 female, mean±SD: 52.2±7.6 years old, with BMI: 30.5±5.35 kg/m2). An oral glucose tolerance test (OGTT) was performed for all subjects after a 12-h overnight fast, and blood samples were obtained for determination of ACTH, cortisol, insulin, C-peptide, and glucose levels. Serum cortisol after an overnight dexamethasone suppression test was determined in both groups. Results: Patients with MetS had serum cortisol levels after an overnight dexamethasone suppression test significantly higher than controls. During OGTT plasma ACTH levels were higher at all time points in patients with MetS compared to controls, whereas serum cortisol levels were comparable between the 2 groups. Plasma ACTH during OGTT was also correlated with most of the components of MetS. Conclusions: The HPA axis in patients with MetS seems to be more active as evidenced by the higher cortisol levels after the overnight dexamethasone suppression test and by the higher ACTH levels during OGTT. This functional hypercortisolism might be involved in the pathogenesis of the metabolic syndrome.

Page generated in 0.0756 seconds