• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 30
  • 3
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 55
  • 12
  • 10
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
41

Relationer mellan kvinnor : Avund och konkurrens mellan kvinnor i Försvarsmakten

Lund, Therese January 2011 (has links)
Syftet med denna studie är att undersöka kvinnors erfarenheter av konkurrens och avund kvinnor emellan inom Försvarsmakten. Tidigare forskning redovisar att friktioner mellan kvinnor skapas på grund av samhällets genusordning, att kvinnor är det underordnande könet vars prestationer inte värderas samma som männens.  Det visar sig också att kvinnors behov av bekräftelse och identifikation genom andra kvinnor skapar slitningar. En enkätundersökning ifylld av kadetter på alla Försvarsmaktens skolor visar att avund och konkurrens är ett tämligen vanligt förekommande fenomen. De kvinnliga kadetterna upplever att männen bidrar till att skapa avund och konkurrens kvinnor emellan. De uppger även att de i högre grad känner konkurrens gentemot männen på grund av att Försvarsmakten är en organisation gjord av män för män och en frustration bland kvinnorna är uppenbara på grund av kvinnors och mäns olika förutsättningar i Försvarsmakten. / The purpose of this study is to examine women's experiences of competition and envy between women in the Swedish Armed Forces.Previous research shows that the friction between the women is created because of society's gender policy; women are the subordinate sex whose achievements are not valued the same as men. It also turns out that woman’s needs for confirmation and identification by other women, creates tension.A questionnaire completed by cadets from all the Armed Forces schools shows that envy and competition is not an everyday phenomenon, however, the majority of the female cadets feel that the men, creates competition because the Swedish Armed Forces is an organization made ​​by men for men and a frustration among the women is obvious because of women's and men's different conditions.
42

Ζητήματα δικαιοσύνης σε προβλήματα κατανομής αγαθών και επιμερισμού κόστους

Κυροπούλου, Μαρία 27 July 2010 (has links)
Το πρόβλημα της δίκαιης κατανομής είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που έχει ανακύψει στον τομέα της επιστήμης των υπολογιστών και όχι μόνο. Κάποιες από τις μορφές που έχει εμφανιστεί είναι π.χ. στην κατανομή πόρων σε δίκτυα υπολογιστών, στο διακανονισμό συνόρων σε διεθνείς διαφωνίες, στο οικογενειακό δίκαιο και ως πρόβλημα της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Θεωρούμε προβλήματα αναθέσεων στα οποία ένα σύνολο αγαθών είτε αγγαρειών πρέπει να ανατεθεί σε κάποιους παίκτες. Κάθε παίκτης έχει μία συνάρτηση κέρδους (κόστους) που δείχνει πόσο εκτιμά κάθε αγαθό (αγγαρεία, αντίστοιχα) και το κέρδος (κόστος) του παίκτη για κάθε πιθανό σύνολο αντικειμένων προκύπτει αθροιστικά. Στόχος του προβλήματος είναι, φυσικά, η αποδοτικότητα και η δικαιοσύνη της ανάθεσης, περιορισμοί όμως, όπως η εγωιστική συμπεριφορά των παικτών οδηγούν σε πολύ ενδιαφέρουσες παραλλαγές του προβλήματος. Το πρώτο αποτέλεσμα της εργασίας προκύπτει από τη μελέτη του προβλήματος ανάθεσης ενός συνόλου αδιαίρετων αγαθών σε παίκτες όταν μας ενδιαφέρει να μην υπάρχει μεγάλη ζήλεια μεταξύ των παικτών. Αδιαίρετα λέγονται τα αντικείμενα που δεν μπορούν να κοπούν σε κομμάτια και πρέπει να ανατεθούν ακέραια σε κάποιο παίκτη, ενώ ζήλεια, διαισθητικά, είναι η προτίμηση που έχει κάποιος παίκτης για το σύνολο αγαθών που ανατέθηκαν σε κάποιον άλλον σε σχέση με τα αγαθά που ανατέθηκαν στον ίδιο. Όπως έχουμε αναφέρει, στην πράξη οι παίκτες έχουν εγωιστική συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Για αυτό το λόγο, μπορεί να αναφέρουν εσφαλμένες συναρτήσεις κέρδους για να πετύχουν μία καλύτερη ανάθεση. Ως ειλικρινής χαρακτηρίζεται ένας μηχανισμός ανάθεσης ο οποίος εγγυάται ότι η ανάθεση των αντικειμένων βασίζεται στις σωστές συναρτήσεις κέρδους των παικτών. Υπό μία έννοια, ένας ειλικρινής μηχανισμός ανάθεσης αναγκάζει τους παίκτες να πουν την αλήθεια για τις συναρτήσεις κέρδους τους, ή αλλιώς, εγγυάται πως το κέρδος ενός παίκτη από την ανάθεση που βασίζεται σε εσφαλμένη συνάρτηση κέρδους δεν είναι μεγαλύτερο από το κέρδος που θα είχε αν η ανάθεση είχε βασιστεί στην πραγματική συνάρτηση κέρδους του, δεδομένου του ότι οι υπόλοιποι παίκτες λένε την αλήθεια. Παρουσιάζουμε μία απλή απόδειξη ότι ειλικρινείς ντετερμινιστικοί μηχανισμοί ανάθεσης δεν ελαχιστοποιούν τη ζήλεια, χαρακτηρίζοντας τέτοιους μηχανισμούς για δύο παίκτες και δύο αντικείμενα. Συγκεκριμένα, στην απόδειξη μας φαίνεται ότι για κάθε τέτοιο ειλικρινή μηχανισμό υπάρχουν στιγμιότυπα για τα οποία η ζήλεια σχεδόν μεγιστοποιείται. Επίσης, παρουσιάζουμε μία ανάλυση για ομοιόμορφα τυχαίες αναθέσεις οι οποίες είναι ειλικρινείς μηχανισμοί κατά μέσο όρο. Τα αποτελέσματα αυτά απλοποιούν και βελτιώνουν προηγούμενα αποτελέσματα των Lipton, Markakis, Mossel και Saberi. Συγκεκριμένα, δείχνουμε ότι η ζήλεια φράσσεται εκ των άνω από την ποσότητα O(a√(m ln n)) με μεγάλη πιθανότητα, όπου a είναι το μέγιστο κέρδος για κάθε αντικείμενο για κάθε παίκτη, n είναι ο αριθμός των παικτών και m ο αριθμός των αντικειμένων. Για την περίπτωση που το κέρδος κάθε παίκτη στο σύνολο των αντικειμένων είναι 1, το φράγμα γίνεται O(√(a ln n)). Στη συνέχεια μελετούμε την επίπτωση της δικαιοσύνης στην αποδοτικότητα των αναθέσεων. Στα ακόλουθα θα θεωρούμε ότι όντως είναι γνωστές οι πραγματικές συναρτήσεις κέρδους των παικτών. Επίσης, θεωρούμε και αναθέσεις αγγαρειών εκτός από αγαθών, καθώς επίσης και αναθέσεις διαιρετών εκτός από αδιαίρετων αντικειμένων. Ασχολούμαστε με τρείς διαφορετικές έννοιες δικαιοσύνης ανάμεσα στους παίκτες, συγκεκριμένα την αναλογικότητα, τη μη ύπαρξη ζήλειας και την ισοτιμία για αναθέσεις διαιρετών και αδιαίρετων αγαθών και αγγαρειών. Γενικά, μία ανάθεση αντικειμένων σε n παίκτες είναι αναλογική εάν σε κάθε παίκτη δίνεται η εντύπωση ότι παίρνει ένα σύνολο αντικειμένων “καλύτερο” από ποσοστό 1/n του συνόλου των αντικειμένων προς ανάθεση. Μία ανάθεση είναι χωρίς-ζήλεια εάν κάε παίκτης προτιμά όσα του έχουν ανατεθεί σε σύγκριση με το τι έχει πάρει οποιοσδήποτε άλλος παίκτης, ενώ μία ανάθεση είναι ισότιμη όταν όλοι οι παίκτες είναι εξ'ίσου ικανοποιημένοι με αυτά που τους έχουν ανατεθεί. Τέλος, μία ανάθεση είναι βέλτιστη εάν μεγιστοποιεί το κέρδος (ελαχιστοποιεί το κόστος, αντίστοιχα) του συνόλου των παικτών, δηλ. κάθε αντικείμενο ανατίθεται σε εκείνον τον παίκτη που το εκτιμά περισσότερο (του κοστίζει λιγότερο, αντίστοιχα). Παρουσιάζουμε μία σειρά αποτελεσμάτων για το κόστος της δικαιοσύνης όσον αφορά σε κάθε μία από τις τρείς έννοιες δικαιοσύνης που αναφέρθηκαν παραπάνω, πάνω σε διαιρετά και αδιαίρετα αντικείμενα αγαθών και αγγαρειών και ποσοτικοποιούμε την απώλεια αποδοτικότητας σε δίκαιες αναθέσεις σε σύγκριση με τις βέλτιστες. Παρουσιάζουμε άνω και κάτω φράγματα για κάθε περίπτωση, τα περισσότερα από τα οποία είτε συμπίπτουν είτε απέχουν κατά σταθερούς πολλαπλασιαστικούς παράγοντες. / Fair division (or fair allocation) dates back to the ancient times and has found applications such as border settlement in international disputes, greenhouse gas emissions reduction, allocation of mineral riches in the ocean bed, inheritance, divorces, etc. In the era of the Internet, it appears regularly in distributed resource allocation and cost sharing in communication networks. We consider allocation problems in which a set of goods or chores has to be allocated among several players. Each player has a utility (disutility) function indicating the happiness (regret) of the player if she is allocated the particular good (chore, respectively); this function is non-negative and additive. The objective of the problem is the efficiency and the fairness of the allocation, but restrictions like the selfish nature of the players lead to very interesting variants of the problem. Our first result stems from the study of the problem where a set of indivisible items has to be allocated to some players and where allocations in which no player envies the bundle of items allocated to the other players too much are considered. Indivisibility implies that an item cannot be broken into parts and must be allocated to a single player, and envy, intuitively implies the preference of a player for the bundle of items allocated to another player compared to that of the items allocated to her. As we stated above, in practice, players are usually selfish in the sense that they aim to increase their benefit, i.e., their total utility on the bundle of items the algorithm allocates to them. In order to do so, they may report false valuations of items to the algorithm (i.e., different than their true utilities). Truthful allocation functions guarantee that the allocation is based on the true utilities of the players. In a sense, a truthful allocation function motivates the players to be truthful, or, put differently, guarantees that the benefit obtained by a player when reporting false valuations on the items is not greater than the benefit she would have obtained by telling the truth, given that the rest of the players are truthful. We present a simple proof that deterministic truthful allocations do not minimize envy by characterizing the truthful mechanisms for two players and two items. Our proof actually shows that for any truthful allocation function, there are instances in which the envy is almost maximized. We also present an improved analysis of uniformly random allocations of m items over n players, which are truthful in expectation. We show that the envy is at most O(a√(mln n)) with high probability, where a is the maximum utility per item over all players and items. For the case where the sum of utilities of each player is 1, we prove a bound of O(√(aln n)). This improves the previous bound of O(√a n^{1/2+e}) for any e>0. We also study the impact of fairness on the efficiency of allocations. For this part of the paper, we assume that the true utility functions of the players are public knowledge. We consider both goods and chores, as well as divisible and indivisible items. Furthermore, we consider three different notions of fairness, namely proportionality, envy-freeness, and equitability. Informally, an allocation among n players is proportional if each player has the impression that she gets a better share than a fraction of 1/n of the items to be allocated. An allocation is envy-free if no player envies some other player, whereas an allocation is equitable when all players are equally happy with their shares. Finally, an allocation is optimal when it maximizes the total utility (minimizes the total disutility, respectively) of the set of players, i.e., each item is allocated to the player that values it the most (costs her the least). We present a series of results on the price of fairness under the three aforementioned different notions of fairness, for the cases of divisible and indivisible goods and chores, and quantify the efficiency loss in fair allocations compared to optimal ones. We present upper and lower bounds on each case, most of which are either exact or tight within constant factors.
43

Les fondements émotionnels du politique : Essai de théorie politique post-girardienne / The Emotional Foundations of Politics : Essay of a Post Girardian political theory

Paulmier, Thierry 04 December 2015 (has links)
Cette thèse propose un double dépassement de la théorie mimétique de René Girard. Le premier consiste à confronter la théorie mimétique à la psychologie de l’admiration et de l’envie, afin de montrer comment les comportements mimétiques procèdent essentiellement de ces deux émotions. Dès lors, le mimétisme ne doit plus être considéré comme une cause première du comportement humain mais comme une cause seconde, subordonnée à l’admiration ou à l’envie. Le second dépassement, plus radicale, consiste à proposer une théorie émotionnelle du comportement humain plus complète que la théorie mimétique, intégrant non seulement l’envie et l’admiration mais aussi la peur et la piété filiale. Il est alors possible de proposer une théorie émotionnelle du politique distinguant quatre types de rapports hiérarchiques : le pouvoir tyrannique fondé sur la peur, régnant par la menace et le châtiment et visant à la sécurité de tous, le pouvoir fascinant fondé sur l’envie, régnant par la séduction et la récompense et visant à la supériorité de tous, l’autorité vertueuse fondée sur l’admiration, régnant par l’exemplarité et la vertu et visant à l’excellence de tous ; et l’autorité pieuse fondée sur la piété filiale, régnant par la responsabilité et le don de soi et visant à la communion de tous. / This thesis suggests a double « overtaking » of the mimetic theory developed by René Girard. The first one consists of confronting mimetic theory with the help of the psychology of admiration and envy in order to show how mimetic behaviours proceed mainly from these two emotions. Consequently, mimetism cannot be considered as a primary cause of human behaviour but as a secondary cause, subject to admiration or envy. The second one is more radical. It consists of suggesting a theory of human behaviour more comprehensive than the mimetic theory based not only on admiration and envy but also on fear and filial piety. Based on this anthropology, it is possible to develop an emotional theory of politics, distinguishing four types of hierarchical relationships : the tyrannic power based on fear, governing by threat and punishment and aiming to ensure security to all ; the fascinating power based on envy, governing by seduction and rewards and aiming to ensure priviledges to all ; the virtuous authority based on admiration, governing by example and virtue and aiming to ensure excellence to all ; the pious authority, governing by responsability and self-giving and aiming to ensure communion to all.
44

Evolutionary Psychology, Social Emotions and Social Networking Sites – An Integrative Model

Suran, Sandra L. 12 February 2010 (has links)
No description available.
45

Monstrous Reproduction: The Power of the Monstered Maternal in Graphic Form

Porter, Whitney 26 April 2017 (has links)
No description available.
46

Envier ou admirer les plus compétents? : une perspective évolutionnaire sur deux émotions liées au statut de prestige

Claude, Pauline 01 1900 (has links)
Le statut social humain dépend beaucoup du prestige, une forme de respect accordée de façon consentie aux individus jugés les plus compétents (les experts). Mais comment expliquer ce phénomène, inédit chez les primates ? J’aborde cette question en explorant les fondements émotionnels du lien entre la compétence et le statut social par le biais d’une approche évolutionnaire. Plus particulièrement, je teste l’hypothèse que l’envie et l’admiration sont deux émotions qui sous-tendent l’octroi de prestige et que leur expression est régulée par des programmes neurobiologiques mis en place par la sélection naturelle pour répondre à des enjeux compétitifs et coopératifs inhérents aux experts. Cette hypothèse est issue d’un modèle développé par Henrich et Gil-White (2001), selon lequel l’avènement de la culture humaine aurait créé un environnement où les experts représentent à la fois des rivaux pour le statut et des partenaires de coopération. Bien que ce modèle soit cohérent avec bon nombre de caractéristiques propres à l’envie et à l’admiration, il demeure limité quand il s’agit de prédire leurs patrons d’expression. À l’aide des données issues de la psychologie classique, j’en propose une version ajustée qui en conserve les principes de base, mais dans laquelle l’expression des deux émotions dépend de ce que j’appelle la valeur sociale de l’expert, à savoir ses qualités globales en tant que partenaire social (valeur coopérative) ou en tant que rival (valeur compétitive). Après avoir identifié une douzaine de facteurs affectant la valeur sociale, je mets à l’épreuve le modèle ajusté en testant l’hypothèse que les experts sont soit enviés ou admirés lorsque leurs valeurs compétitives ou coopératives sont respectivement élevées. Pour cela, j’utilise des données récoltées par l’entremise d’un questionnaire en ligne, dans lequel les participants étaient invités à décrire une situation impliquant un expert et ayant suscité chez eux de l’envie ou de l’admiration. D’une façon générale, les résultats de la présente étude ne permettent pas de tirer des conclusions fermes quant à la validité du modèle ajusté. Ils permettent néanmoins d’affirmer que ce modèle est approprié pour rendre compte des patrons d’expression de l’envie et de l’admiration et qu’il mérite d’être davantage exploré pour expliquer le lien entre la compétence et le prestige. Par exemple, les participants admiratifs figuraient parmi ceux qui attribuaient le plus de confiance en la disposition de coopérer des experts. Les participants envieux figuraient quant à eux parmi ceux ayant le plus décrit d’experts dont l’âge et le sexe les rendent plus à même d’être en compétition pour le statut. En étant en adéquation avec des prédictions issues d’un modèle construit à partir de la théorie de l’évolution, les résultats de cette étude appuient l’idée que les comportements humains répondent à des contraintes biologiques, et illustrent l’importance pour l’anthropologie d’intégrer l’approche évolutionnaire pour étudier les phénomènes sociaux complexes. / Human social status depends largely on prestige, a form of deference freely conferred to individuals that are deemed to be highly competent (i.e. experts). I attempt to explain this peculiar phenomenon, absent in other primates, by exploring the emotional and evolutionary underpinnings of the relationship between competence and status. More specifically, I test the hypothesis that prestige relies on envy and admiration and that these emotions are regulated by neurobiological adaptations selected to solve competitive and cooperative problems regarding experts. This hypothesis is based on a model developed by Henrich and Gil-White (2001), according to which, the evolution of human culture created an environment where experts represent both rivals for status and cooperation partners. Although consistent with many characteristics of envy and admiration, Henrich and Gil-White’s model does not provide the necessary framework to predict their manifestation. I propose an adjusted version to address the issue by using data from psychology research. This adjusted model follows the same fundamental principles as its original version, but adds the idea that the expression of envy and admiration depends on an expert’s social value. This value reflects the expert’s overall qualities as an ally (i.e. cooperative value) or as a threat to one’s status (i.e. competitive value). After identifying a dozen factors affecting an individual’s social value, I examine the adjusted model’s validity by challenging the idea that experts are either envied or admired when their competitive or cooperative values are respectively high. To that end, I use original data collected via an online questionnaire, in which participants were asked to describe a past event involving an expert who triggered envy or admiration. Overall, firm conclusions on the model’s validity cannot be drawn from this study alone. The provided results are nevertheless reliable enough to confirm its relevance as an explanation of the expression patterns of envy and admiration, and that the model deserves to be investigated further. For instance, admiring participants trusted significantly more the experts’ willingness to cooperate. Conversely, envious participants were more inclined to report experts whose age and sex made them more likely to be status threatening. By being congruent with evolutionary-based predictions, the results of this study demonstrate that human behaviour responds to biological constraints, and then, underscores the importance for anthropology of incorporating the evolutionary framework to study complex social phenomena.
47

More than Alchemic Reactions: Playing with Gender Norms in Fullmetal Alchemist: Brotherhood

Fetch, Amber 08 April 2014 (has links)
No description available.
48

Toward a predominantly male analysis of the annoyance/rage continuum in intimate heterosexual relationships

Joffe, Marc Gavin 06 1900 (has links)
This thesis operates, unashamedly, from the premise that every act of criticism involves a self-reflexive gesture of one's own concerns and ideological imprintings. For this reason Chapter One establishes the writer's own involvement - both autobiographical and theoretical - in notions of male rage and the 'working through' of these concerns. Chapter Two conducts an overview of male rage and the extant systemic literature on the subject. It sets out the various positions on the subject and posits the importance of gender (over generation) in the praxis of therapy. Furthermore, it explores the possibility that the male is equally, but differently, troubled by the hegemonic forces of patriarchy as is the woman. Without diminishing the legitimacy of the woman's experience in the face of male rage, the argument is forwarded that the male is caught in a similar struggle but without the feminine articulatory resources. This chapter details the lack of male power in the face of his supposed muscular omnipotence. Seminal analytic approaches to the question of gender are raised in Chapter Three. Working through Freud, Klein, Lacan and Masters and Johnson an attempt is made to plot the 'evolution' of the feminine and the masculine. Central to this debate is the bi-polarization of gender relations within the same sex (biology/construction) and without (phallic/vaginal, clitoral, passive/active). What emerges is that femininity is bi-focal and that the woman has more resources at her disposal that hitherto acknowledged. While the woman is always double - as both clitoral and vaginal, as lover and mother- it appears that male sexuality is far more precarious than generally perceived. It is this dis-ease on the part of the male that translates itself into envy and, with it, the need to denigrate and belittle woman as the object of that envy. In Chapter 4 an attempt is made to overlap the seemingly divergent fields of analytic and systemic methodologies via the involvement of the therapist in the eco-system of analysis. The substantial role of the therapist -- and the coercive forces placed on him/her by the couple -- is used to modify Elkaim's model and to introduce the need for a telling of the particular stories that concentrate on the unique narratives of the warring couple rather than the patriarchal regime under which these stories are constrained. Before encountering these narratives an essay is made at establishing a methodology of sorts. Newton's scientific formulations are used in order to question the binary opposition that has been, historically, established between quantitative (male) and qualitative (female) methodologies. In the process of questioning this binary opposition it becomes clear that any form of objectifying approach constitutes a refuge from the messiness that is intrinsic to the therapeutic process. The experimental methodology that is posited is precisely one that engages in the narratives of male violence - four extracts are considered, each exposing different articulations of male violence. The question of female subjectivity (and the attendant power of the sorority) is returned to in light of these stories. Central to this section is the notion that male subjectivity is far more convoluted - perhaps more that the feminine counterpart - than initially conceived. The original identification with the (m)other forever displaces him in that the later identification with the father remains distant and contrived. For the purposes of maintaining the dialogic nature of this work, a feminist appraisal of the rage narratives concludes the thesis. Don Quixote is used, by way of an Epilogue, to offer three representations of male subjectivity and to look towards alternative subject positions for the male under patriarchy. / Psychology / D.Litt. et Phil. (Psychology)
49

The impact of inequity aversion on relational incentive contracts

Kragl, Jenny 18 June 2009 (has links)
Diese Dissertation enthält drei Aufsätze zur Theorie der Anreizsetzung bei nicht-verifizierbaren Leistungsmaßen. Untersuchungsgegenstand sind die Auswirkungen individueller Fairnesspräferenzen auf die Ausgestaltung und Eignung verschiedener Anreizmechanismen, welche in realen wirtschaftlichen Situationen Anwendung finden. Alle Arbeiten analysieren Umgebungen moralischen Risikos, in denen eine Firma zwei ungerechtigkeitsaverse Mitarbeiter beschäftigt, deren individuelle Arbeitsleistung zwar beobachtbar, jedoch nicht kontrahierbar ist. Der erste Aufsatz untersucht die Effekte von Ungerechtigkeitsaversion auf relationale Anreizverträge. Als Leistungsmaß eines Agenten dient sein individueller Beitrag zum Firmenwert. Abweichend von der Literatur zeigt sich, dass Ungerechtigkeitsaversion vorteilhaft sein kann: Für bestimmte Zinssätze können relationale Verträge mit neidischen Agenten profitabler sein, wenn sie nicht sogar nur mit solchen implementierbar sind. Der zweite Aufsatz vergleicht relationale Individual- und Gruppenbonusverträge. Durch das Vermeiden ungleicher Löhne sind letztere profitabler, solange sich die Firma keinem Glaubwürdigkeitsproblem gegenübersieht. Dies kann sich jedoch umkehren, da Individualboni vergleichsweise kleiner sind und somit die Selbstdurchsetzung des Vertrags fördern. Ursachen dafür sind das Vermeiden des Trittbrettfahrerproblems und die Anreizwirkung von Neid. Im dritten Aufsatz wird relationalen Individualbonusverträgen ein relatives Leistungsturnier gegenübergestellt. Im Gegensatz zum Bonusvertrag unterliegt das Turnier keiner Glaubwürdigkeitsbeschränkung. Dennoch ist ersteres Anreizschema profitabler, solange das Glaubwürdigkeitsproblem der Firma nicht zu groß ist. Dies liegt an der zwingenden Auszahlung ungleicher Löhne im Turnier und den daraus resultierenden hohen Kosten für Ungleichheitsprämien. Weiter wird für ein Beispiel gezeigt, dass die Zinsspanne, für die der Bonusvertrag das Turnier dominiert, im Neid der Agenten steigt. / This thesis consists of three self-contained essays that investigate the impact of fairness concerns among agents on the design of real-world incentive contracts used to mitigate moral-hazard problems under non-verifiable performance. All papers consider situations in which a firm employs two inequity averse workers whose individual performances are, albeit observable by the contracting parties, not contractible. The first paper studies the effects of inequity aversion on relational employment contracts. Performance is evaluated via an agent’s individual non-verifiable contribution to firm value. In contrast to the literature, we find that inequity aversion may be beneficial: In the presence of envy, for a certain range of interest rates relational contracts may be more profitable. For some interest rates reputational equilibria exist only with envious agents. In the second paper, I compare group to individual performance pay. Avoiding payoff inequity, the group bonus contract is superior as long as the firm faces no credibility problem. The individual bonus contract may, however, become superior due to two reasons: The group bonus scheme is subject to a free-rider problem requiring a higher incentive pay and impeding credibility of the firm. Moreover, with individual bonuses the firm benefits from the incentive-strengthening effect of envy, further softening the credibility constraint. The third paper contrasts a rank-order tournament with independent bonus contracts. Whereas the bonus scheme must be self-enforcing, the tournament is contractible. Yet the former incentive regime outperforms the latter as long as credibility problems are not too severe. This is due the fact that the tournament requires unequal pay across peers with certainty and thus imposes large inequity premium costs on the firm. For a simple example, I show that the more envious the agents are the larger is the range of interest rates for which the bonus scheme dominates the tournament.
50

Toward a predominantly male analysis of the annoyance/rage continuum in intimate heterosexual relationships

Joffe, Marc Gavin 06 1900 (has links)
This thesis operates, unashamedly, from the premise that every act of criticism involves a self-reflexive gesture of one's own concerns and ideological imprintings. For this reason Chapter One establishes the writer's own involvement - both autobiographical and theoretical - in notions of male rage and the 'working through' of these concerns. Chapter Two conducts an overview of male rage and the extant systemic literature on the subject. It sets out the various positions on the subject and posits the importance of gender (over generation) in the praxis of therapy. Furthermore, it explores the possibility that the male is equally, but differently, troubled by the hegemonic forces of patriarchy as is the woman. Without diminishing the legitimacy of the woman's experience in the face of male rage, the argument is forwarded that the male is caught in a similar struggle but without the feminine articulatory resources. This chapter details the lack of male power in the face of his supposed muscular omnipotence. Seminal analytic approaches to the question of gender are raised in Chapter Three. Working through Freud, Klein, Lacan and Masters and Johnson an attempt is made to plot the 'evolution' of the feminine and the masculine. Central to this debate is the bi-polarization of gender relations within the same sex (biology/construction) and without (phallic/vaginal, clitoral, passive/active). What emerges is that femininity is bi-focal and that the woman has more resources at her disposal that hitherto acknowledged. While the woman is always double - as both clitoral and vaginal, as lover and mother- it appears that male sexuality is far more precarious than generally perceived. It is this dis-ease on the part of the male that translates itself into envy and, with it, the need to denigrate and belittle woman as the object of that envy. In Chapter 4 an attempt is made to overlap the seemingly divergent fields of analytic and systemic methodologies via the involvement of the therapist in the eco-system of analysis. The substantial role of the therapist -- and the coercive forces placed on him/her by the couple -- is used to modify Elkaim's model and to introduce the need for a telling of the particular stories that concentrate on the unique narratives of the warring couple rather than the patriarchal regime under which these stories are constrained. Before encountering these narratives an essay is made at establishing a methodology of sorts. Newton's scientific formulations are used in order to question the binary opposition that has been, historically, established between quantitative (male) and qualitative (female) methodologies. In the process of questioning this binary opposition it becomes clear that any form of objectifying approach constitutes a refuge from the messiness that is intrinsic to the therapeutic process. The experimental methodology that is posited is precisely one that engages in the narratives of male violence - four extracts are considered, each exposing different articulations of male violence. The question of female subjectivity (and the attendant power of the sorority) is returned to in light of these stories. Central to this section is the notion that male subjectivity is far more convoluted - perhaps more that the feminine counterpart - than initially conceived. The original identification with the (m)other forever displaces him in that the later identification with the father remains distant and contrived. For the purposes of maintaining the dialogic nature of this work, a feminist appraisal of the rage narratives concludes the thesis. Don Quixote is used, by way of an Epilogue, to offer three representations of male subjectivity and to look towards alternative subject positions for the male under patriarchy. / Psychology / D.Litt. et Phil. (Psychology)

Page generated in 0.0642 seconds