• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 59
  • 3
  • 1
  • Tagged with
  • 64
  • 51
  • 9
  • 9
  • 8
  • 7
  • 7
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
41

Θεσμικό πλαίσιο και τεχνολογική ανάπτυξη : BRICs & οικονομία της γνώσης

Ηλιόπουλος, Δημήτριος 08 May 2012 (has links)
Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η προσπάθεια των αναπτυσσόμενων χωρών του συνόλου BRIC, στην πορεία μετάβασής τους προς τις «Οικονομίες της Γνώσης». Πρόκειται για τέσσερις από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, που στο μέλλον αναμένεται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις παγκόσμια οικονομική σκηνή. Οι αγορές όλων τους είναι υπερμεγέθεις, με την μεγαλύτερη από αυτές την Κίνα, να απαριθμεί 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους και να έχει γεωγραφικά διαμερίσματα με πληθυσμό μεγαλύτερο ακόμα και από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Η αξιολόγηση των χωρών έγινε στην βάση των τεσσάρων πυλώνων των «Οικονομιών της Γνώσης»: i) Πληθυσμός με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ικανότητες, που θα αξιοποιήσει παραγωγικά και θα εξελίξει τη Γνώση, ii) αποτελεσματικό σύστημα καινοτομιών, που θα αποτελέσει την υποδομή για τον σχηματισμό ενός δικτύου φορέων Ε&Α, iii) υποδομή δυναμικής πληροφόρησης, που θα διευκολύνει αποτελεσματικά την ενημέρωση και διάδοση της Γνώσης και iv) οικονομικό και οργανωσιακό καθεστώς, που θα παρέχει τα απαραίτητα κίνητρα για τη δημιουργία, ανάπτυξη και αποτελεσματική χρήση της Γνώσης. Μέσα από την μεταξύ τους σύγκριση συναντήσαμε σημαντικές διαφορές σε πολλά από τα στοιχεία που απαρτίζουν τον κάθε πυλώνα. Κάθε μία, όμως, από τις χώρες BRIC κατόρθωσε να παρουσιάσει σημεία σημαντικής προόδου. Αποδείχτηκε, πως μολονότι αξιοποιούνται διαφορετικά μέσα και δοκιμάζονται εναλλακτικές προσεγγίσεις, ο δρόμος για την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών BRIC είναι κοινός. Αυτός της Οικονομίας της Γνώσης. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση, διαπιστώνεται ότι πολλά από τα συμπεράσματα της μελέτης θα μπορούσαν να έχουν γενικότερη εφαρμογή, πλαισιώνοντας έναν μεγαλύτερο αριθμό αναπτυσσόμενων ή ακόμα και ανεπτυγμένων χωρών. Με την κατάλληλη προσαρμογή στις κοινωνικές, θεσμικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε χώρας, τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον δεκάλογο της επιτυχούς μετάβασης μιας χώρας σε μία Οικονομία που βασίζεται στη Γνώση / This study evaluated the efforts of the "BRIC" developing economies, in their transition towards a "knowledge-based economy". The evaluation was based on the four pillars of the "knowledge-based economy»: i) Population with higher education and skills for the creation and development of knowledge, ii) an effective innovation system and an efficient R&D network, iii) a dynamic information infrastructure that will facilitate information and knowledge dissemination effectively and iv) an economic and organizational regime, which will provide the necessary incentives for the creation, development and effective use of knowledge. Through the comparison between them, significant differences emerge in many of the elements that comprise each pillar. However, each one of the BRIC countries has shown signs of significant progress. Despite all differences in their approaches, we have seen that the road to development runs through a knowledge-based economy. Many of the conclusions of this study could have broader applications to a larger number of developing or even developed countries. With the proper adaptation to social, institutional and economic conditions of each country, these findings could form the decalogue of a country's successful transition to knowledge-based economy.
42

Σχεδιασμός και ανάπτυξη διαδικτυακής εφαρμογής για τη συνεργατική ανάπτυξη διαγραμμάτων

Σαμπάς, Βασίλης 19 October 2012 (has links)
Η εργασία αυτή έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη ενός συνεργατικού προγράμματος (groupware) για τη δημιουργία διαγραμμάτων μέσω διαδικτύου. Το πρόγραμμα αυτό, ονομαζόμενο CreDia (Diagram Creator), αναπτύχθηκε έτσι ώστε να εκτελείται από φυλλομετρητές ιστού χωρίς προηγούμενη εγκατάσταση. Στο κείμενο της εργασίας γίνεται αναφορά στη διαδικασία ανάπτυξης του προγράμματος αυτού, στο πείραμα ευχρηστίας και στη χρήση των αποτελεσμάτων του για την αποσφαλμάτωση και την ανάπτυξη της τελικής έκδοσης του προγράμματος. / The object of this paper is the creation of a groupware program for creating diagrams collaboratively over the internet. This program, called CreDia (Diagram Creator). The aforementioned paper decribes the development of the first version of this program, the user testing and debugging and the development of the program's final version.
43

Επαγγελματισμός, επαγγελματική ανάπτυξη, επαγγελματική ταυτότητα και εκπαιδευτικός. Η περίπτωση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Φωτοπούλου, Βασιλική 11 October 2013 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν στον επαγγελματισμό, στην επαγγελματική ταυτότητα και στην επαγγελματική ανάπτυξη με αναφορά στον εκπαιδευτικό της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Για τη διεξαγωγή της εμπειρικής έρευνας χρησιμοποιήθηκε το ανώνυμο γραπτό ερωτηματολόγιο. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο IBM SPSS Statistics (version 20) και αξιοποιήθηκαν οι στατιστικοί δείκτες: Mann-Whitney (U), Kruskal-Wallis (H), Friedman’s ANOVA (χ2), Wilcoxon (T) και χ2 ανεξάρτητων δειγμάτων. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 310 εκπαιδευτικούς, οι οποίοι υπηρετούσαν σε σχολεία της περιφερειακής ενότητας Αχαΐας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012, εκ των οποίων οι 234 είναι εκπαιδευτικοί Δημοτικής Εκπαίδευσης (ποσοστό απόκρισης: 17% του δειγματοληπτικού πλαισίου) και οι 76 είναι εκπαιδευτικοί Προσχολικής Αγωγής (ποσοστό απόκρισης: 19% του δειγματοληπτικού πλαισίου). Το μέγεθος του δείγματος είναι αντιπροσωπευτικό του υπό διερεύνηση πληθυσμού. Με βάση τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας, διαπιστώνεται ότι οι εκπαιδευτικοί Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι εκπαιδευτικοί Προσχολικής Αγωγής παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν στις απαντήσεις τους, αποδίδουν ιδιαίτερη σημαντικότητα σε ουσιώδεις παραμέτρους των εννοιών που μας απασχολούν και αναδεικνύουν την ουσιαστική συμβολή τους στην επαγγελματική τους υπόσταση και στην ποιότητα του έργου τους στο σχολείο. / The purpose of this PhD thesis is to investigate primary and pre-primary education teachers’ perceptions on issues related to professionalism, professional identity and professional development. The empirical survey of this study was carried out by using anonymous written questionnaires. Data processing and statistical analysis were performed using the IBM SPSS Statistics Software package (version 20). The statistical tests used were Mann-Whitney (U), Kruskal-Wallis (H), Friedman’s ANOVA (χ2), Wilcoxon (T) and Chi-Square (χ2) Test for Association. The sample of the survey consists of 310 primary and pre-primary education teachers who were working in schools located in the region of Achaia, during the school year 2011-2012. The size of the sample is broadly representative to the population under investigation. Two hundred thirty four (234) of them were primary education teachers (response rate: 17% of the sampling frame) and 76 were pre-primary school teachers (response rate: 19% of the sampling frame). The findings of the empirical research indicate that, despite some differences in the responses between the two groups, both groups tend to attribute great importance to substantial aspects related to professionalism, professional identity, and professional development. Moreover, they underline the significant contribution of these aspects to their overall work at school.
44

Ο ρόλος του GH1 γονιδίου της αυξητικής ορμόνης και του υποκινητή του σε παιδιά με οικογενή μεμονωμένη ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης

Γιαννακοπούλου, Ιωάννα 10 June 2014 (has links)
Η αυξητική ορμόνη (GH) παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, καθώς προάγει κυρίως τη μεταγεννητική κατά μήκος αύξηση, και ελέγχει το μεταβολισμό των λιπιδίων και των υδατανθράκων, τη σύνθεση των πρωτεϊνών και τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ανεπάρκεια GH (GHD) διαγιγνώσκεται είτε με παθολογικές συγκεντρώσεις της GH στον ορό μετά από πρόκληση με φαρμακολογικούς παράγοντες που διεγείρουν την έκκριση της (κλασσική GHD), είτε με φυσιολογικές προκλητές δοκιμασίες αλλά παθολογικό 24ωρο εκκριτικό ρυθμό της GH (GH νευροεκκριτική δυσλειτουργία, GHND). Οι GHD και GHND ασθενείς έχουν σοβαρή καθυστέρηση αύξησης και ανταποκρίνονται καλά στην εξωγενή θεραπεία με hGH. Κοντό ανάστημα που σχετίζεται με ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης (GHD) μπορεί να είναι σποραδικού τύπου και ιδιοπαθής, αλλά στο 5-30% των περιπτώσεων υπάρχει προσβεβλημένος πρώτου βαθμού συγγενής, που υποδηλώνει γενετική αιτιολογία. Μεταλλάξεις του γονιδίου της GH (GH1) ευθύνονται για την εκδήλωση οικογενούς μεμονωμένης ανεπάρκειας GH (IGHD). Ο εγγύς υποκινητής του GH1 γονιδίου παρουσιάζει υψηλού βαθμού πολυμορφισμό, με τουλάχιστον 16 αναγνωρισμένους πολυμορφισμούς (SNPs) σε έκταση 535 βάσεων, που εκδηλώνονται σε σύνολο 40 απλότυπων, κάποιοι από τους οποίους επηρεάζουν την έκφραση της GH. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η ανεύρεση αλλαγών στην αλληλουχία του GH1 γονιδίου της αυξητικής ορμόνης (GH) και του εγγύς υποκινητή του σε ασθενείς με οικογενή μεμονωμένη ανεπάρκεια GH (IGHD), αλλά και η ανάλυση του τρόπου κληρονομικότητας αυτών των αλλαγών. Μελετήθηκαν 33 IGHD ασθενείς (29 GHD και 4 GHND), τα μέλη των οικογενειών τους (22 οικογένειες) και 31 μάρτυρες. Απομονώθηκε γονιδιωματικό DNA από λεμφοκύτταρα περιφερικού αίματος και πραγματοποιήθηκε πολλαπλασιασμός του GH1 γονιδίου και του υποκινητή του με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR). Τα δείγματα αλληλουχήθηκαν και προσδιορίστηκαν αλλαγές της αλληλουχίας με βάση την NCBI, blast- Μ28466.1-βάση δεδομένων. Στους ασθενείς μετρήθηκαν τα επίπεδα IGF-1, τα επίπεδα των άλλων ορμονών του πρόσθιου λοβού του αδένα της υπόφυσης, η μέγιστη τιμή GH μετά από προκλητές δοκιμασίες με κλονιδίνη και L-Dopa, και στους 4 GHND ασθενείς πραγματοποιήθηκε 24ωρη καταγραφή της αυθόρμητης έκκρισης της GH. Οι πολυμορφισμοί (SNPs) που ανιχνεύθηκαν στο GH1 γονίδιο και τον υποκινητή του σε ασθενείς και μάρτυρες, ελέγχθηκαν για τη συχνότητα των γονοτύπων τους, και συσχετίστηκαν με κλινικοεργαστηριακά χαρακτηριστικά, ενώ ο δυνητικός λειτουργικός ρόλος των μεταλλάξεων ελέγχθηκε με λογισμικά προγράμματα. Η αλληλούχιση του GH1 γονιδίου και του υποκινητή του ανέδειξε 18 γνωστούς από τη βιβλιογραφία SNPs στον υπό μελέτη πληθυσμό και τρεις νέες (novel) μεταλλάξεις στις 3 από τις 22 οικογένειες. Ανάλυση με το λογισμικό πρόγραμμα MatΙinspector των 2 ετερόζυγων σημειακών μεταλλάξεων που εντοπίστηκαν στον GH1 υποκινητή, -485G>C and -400G>A, αποκάλυψε θέση πρόσδεσης για τον μεταγραφικό παράγοντα E-twenty six-1 (ETS-1). Ανάλυση της τρίτης ετερόζυγης μετάλλαξης (G>A) στη θέση +300 του εσωνίου 1 του GH1 γονιδίου με τα λογισμικά ESEfinder3 και ASSP αποκάλυψε τη δημιουργία μιας κρυφής θέση ματίσματος και διάσπαση της περιοχής ματίσματος εξωνίου (ESE) ενός ψευδοεξωνίου, μειώνοντας τον αριθμό προσδενόμενων πρωτεϊνών πλούσιων σε σερίνη-αργινίνη (SR). Η στατιστική ανάλυση των συχνοτήτων των γονοτύπων στους πολυμορφισμούς υψηλής συχνότητας, και η συσχέτιση τους με παραμέτρους που σχετίζονται με την αύξηση, την έκκριση της GH, αλλά και την ανταπόκριση στην hGH αγωγή, έδειξε ότι οι GHD ασθενείς πιθανόν να εμφανίζουν διαφορετική μεταγραφική δραστηριότητα στο GH1 γονίδιο λόγω των θέσεων -278, -57 του υποκινητή, -6 της 5΄ UTR περιοχής και της θέσης +1169 του γονιδίου, που έρχεται σύμφωνο και με άλλες μελέτες, αλλά και της θέσης -31, που αναφέρεται για πρώτη φορά. Αυτοί οι πολυμορφισμοί συσχετίστηκαν με μειωμένα επίπεδα IGF-1. Από την άλλη, οι SNPs που αναγνωρίσθηκαν στους GHND ασθενείς, παρόλο που είναι παρόμοιοι με αυτούς των GHD ασθενών, συσχετίστηκαν με παραμέτρους αύξησης και όχι με τα επίπεδα IGF-1. Οι 18 πολυμορφισμοί και οι 3 μεταλλάξεις που εντοπίστηκαν στους GHD και GHND ασθενείς φαίνεται να συμβάλουν μερικώς και μεμονωμένα ή συνεργικά στη μεταγραφή του GH1 γονιδίου και συνεπώς στην έκκριση της GH, ενώ η διαφορετική συμμετοχή των SNPs στους GHD και GHND ασθενείς πιθανόν αντανακλά και τη διαφορετική εκδήλωση της νόσου. Η κατανόηση της φαινοτυπικής ποικιλότητας των ασθενών με IGHD και των γενετικών αιτιών μπορεί να βοηθήσει στη κατανόηση των μηχανισμών που ενέχονται στον έλεγχο της αύξησης, αλλά και στη βελτίωση της παρακολούθησης και της θεραπείας των ασθενών. / Growth hormone (GH) plays a pivotal role in a number of physiological processes by promoting postnatal longitudinal body growth, lipid and carbohydrate metabolism, protein biosynthesis and activation of the immune system. GH deficiency (GHD) is diagnosed either by subnormal levels of serum GH during two hGH stimulation tests by pharmacological agents that physiologically stimulate GH secretion (classic form of GHD), or normal serum GH levels, but subnormal 24hr GH profile (Neurosecretory GH deficiency, GHND). Children with GHD and GHND have severe growth retardation and respond to exogenous human GH (hGH) therapy with significant catch-up growth. Short stature associated with isolated GH deficiency (GHD) is both sporadic and idiopathic, but between 5 and 30% have an affected first degree relative consistent with a genetic etiology. Mutations identified on the GH gene (GH1) associate with the manifestation of familial isolated GH deficiency (IGHD). The proximal promoter region of GH1 exerts a highly polymorphic region, with at least 16 single nucleotide polymorphisms (SNPs) identified over a region of 535bp, manifested by a total of 40 haplotypes, some of which affect the GH1 expression. The aim of this study was to identify possible changes in the sequence of the GH1 gene of growth hormone (GH) and its promoter region in patients with familial isolated GH deficiency (IGHD), together with the analysis of the inheritance pattern of such genetic changes. 33 IGHD patients (29 GHD and 4 GHND), their 1st degree relatives (22 families) and 31 controls were investigated. Genomic DNA was extracted from the lymphocytes of the subjects peripheral blood and the GH1 gene was amplified by the Polymerase Chain Reaction (PCR). The samples were sequenced and the changes were identified according to the sequence M28466.1 of the NCBI blast database. The levels of IGF-1 and other hormones of the pituitary were measured in the patients and the highest level of GH during the clonidine and L-Dopa hGH stimulation test were recorded, whereas in the 4 GHND patients a spontaneous 24hr GH profile was conducted. The sequencing results were analyzed for the frequencies of the genotypes of the identified SNPs and for any possible correlations with the clinical or biochemical characteristics of the patients and the controls. Additionally, the possible functional role of the found mutations was assessed using specific programs. The sequencing of GH1 and its promoter revealed 18 SNPs in the whole sample and 3 novel mutations in 3 of the 22 investigated families. Analysis with MatInspector of the 2 heterozygous nucleotide mutations located at the promoter regions -485GC and -400GA, respectively, revealed a binding sequence for the transcription factor E-twenty six-1 (ETS-1). Analysis of the third heterozygous mutation (GA) at the +300 region of intron 1 with ESEfinder3 και ASSP revealed a cryptic splicing position and disruption of the exon splicing enhancement (ESE) region by reducing the binding affinity of serine-arginine proteins (SRs). The frequency and correlation analysis showed that the GHD patients possible exert differential transcriptional activity at the GH1 gene via the SNPs at positions -278, -57 of the promoter, -6 of 5΄ UTR region, +1169 of intron 4, which is in accordance to previous studies, and also the newly reported SNP at -31 region. These SNPs associated also with decreased IGF-1 levels. On the other hand, the SNPs identified in the GHND patients, although similar to the GHD patients, correlated with several growth parameters, irrespective to the IGF-1 levels. The 18 SNPs and 3 mutations identified in the sample seem to contribute partially and individually or in synergy to the transcriptional regulation of GH1 in the GHD and GHND patients. The SNPs contribution is differentially exerted in the GHD patients, when compared to the GHND patients and this possibly reflects the different expression of the disease. The investigation of phenotypic variance in IGHD patients and their genetic predisposition can potentially improve our perception of the underlying mechanisms of growth and offer valuable information for the better therapeutic management of IGHD patients.
45

Μέτρηση της πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας των φοιτητών του 1ου και του 4ου έτους του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών

Τσορδιά, Χαριτωμένη 07 October 2014 (has links)
Η πρόθεση για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αποτελεί το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της παρούσας μελέτης. Ο Bird (1988) και οι Souitaris et al. (2007) ορίζουν την εν λόγω έννοια ως μια κατάσταση που κατευθύνει την προσοχή και τις δράσεις ενός ατόμου προς την αυτό-απασχόληση, έναντι της απασχόλησης από κάποιον άλλο. Σκοπός της μελέτης είναι η μέτρηση της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των φοιτητών του 1ου και του 4ου έτους του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών, ο προσδιορισμός των παραγόντων που τη διαμορφώνουν, αλλά και οι διαφορές μεταξύ των δύο ετών. Το μοντέλο που σχεδιάστηκε βασίζεται στη Θεωρία της Προ-Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior), ένα καθιερωμένο μοντέλο της βιβλιογραφίας που συνδέει την πρόθεση με τις επακόλουθες ενέργειες (Ajzen, 1987, 1991). Ο Ajzen (1991) προτείνει ότι η «στάση ενός ατόμου απέναντι στη συμπεριφορά (attitude towards behavior)», στους «υποκειμενικούς κανόνες (subjective norm)», και στον «αντιλαμβανόμενο έλεγχο της συμπεριφοράς (perceived behavioral control)» είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τις προθέσεις του. Για το σκοπό της παρούσας μελέτης, προστέθηκαν μεταβλητές δανεισμένες από τη διεθνή βιβλιογραφία οι οποίες αναμένεται ότι επιδρούν στο σχηματισμό της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)». Αυτές είναι το «αρμονικό πάθος (harmonious passion)», το «υπερβολικό πάθος (obsessive passion)», το «πρόγραμμα σπουδών του τμήματος και το περιεχόμενο των μαθημάτων (entrepreneurial curriculum and content)» (μόνο στο 4ο έτος), καθώς και κάποιες μεταβλητές σχετικές με το προφίλ των φοιτητών του τμήματος. Η μεθοδολογική προσέγγιση που επιλέχθηκε στην παρούσα μελέτη είναι η ποσοτική έρευνα με την μορφή ερωτηματολογίου. Ο πληθυσμός της έρευνας αποτελείται από το σύνολο των 413 προπτυχιακών φοιτητών που φοιτούν στο 1ο (264 φοιτητές) και στο 4ο (149 φοιτητές) έτος του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών, το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014, εκ των οποίων 186 ανταποκρίθηκαν (108 φοιτητές από το 1ο έτος και 78 από το 4ο), οι οποίοι αποτελούν το δείγμα της έρευνας. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική, ενώ στη συνέχεια η προσωπική μέθοδος συλλογής δεδομένων. Η έρευνα διεξήχθη από τις 28/03/2014 έως 14/05/2014. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως το δείγμα χαρακτηρίζεται από ουδέτερη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)», με τους τεταρτοετείς να εκφράζουν μειωμένη πρόθεση σε σχέση με τους πρωτοετείς. Τα τρία συστατικά της Θεωρία της Προ-Σχεδιασμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior) συσχετίζονται θετικά με τη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» του δείγματος. Όμοια είναι και τα ευρήματα του «αρμονικού πάθους (harmonious passion)» και για τα δύο έτη, καθώς και του «προγράμματος σπουδών και του περιεχομένου των μαθημάτων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (entrepreneurial curriculum and content)» των τεταρτοετών. Οι μεταβλητές που προβλέπουν την «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» και για τα δύο έτη είναι κατά σειρά σημαντικότητας η «στάση απέναντι στην αυτό-απασχόληση (attitude towards behavior)» και ο «αντιλαμβανόμενος έλεγχος της συμπεριφοράς (perceived behavioral control)», ενώ είναι εμφανής η συμβολή του «αρμονικού πάθους (harmonious passion)» στην «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των πρωτοετών και των «υποκειμενικών κανόνων (subjective norm)» στους τεταρτοετείς. Η μεταβλητή «πρόγραμμα σπουδών και το περιεχόμενο των μαθημάτων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (entrepreneurial curriculum and content)» συμβάλλει στο ποσοστό που ερμηνεύει τη μεταβλητότητα της «πρόθεσης για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)» των τεταρτοετών, αλλά δεν έχει στατιστικά σημαντική επίδραση. Τέλος, οι τεταρτοετείς με γονείς που δραστηριοποιούνται στην επιχειρηματικότητα, παρουσίασαν υψηλότερη «πρόθεση για ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (entrepreneurial intention)». / The entrepreneurial intention is the subject of interest of the present study. Bird (1988) and Souitaris et al. (2007) define this concept as a condition that directs the attention and actions of an individual towards self-employment, against employment by someone else. The purpose of the study is to measure the “entrepreneurial intention” of the 1st and 4th year students of the Business Administration Department, University of Patras, the definitions of the factors that shape it, as well as the differences between the two years. The model which has been designed is based on the Theory of Planned Behavior (TPB), an established model of literature linking the intention with the subsequent actions (Ajzen, 1987, 1991). Ajzen (1991) suggests that "a person's attitude towards behavior”, the “subjective norm”, and the “perceived behavioral control” are the factors that determine his intentions. For the purpose of this study, variables have been added, borrowed from the international literature which are expected to affect the formation of the "entrepreneurial intention”. These are the “harmonious passion”, the “obsessive passion”, the "entrepreneurial curriculum and content” (only in the 4th year), and some variables related to the profile of the students of the department. The methodological approach that has been chosen in this study is the quantitative research in the form of a questionnaire. The survey population consists of all 413 undergraduate students enrolled in the 1st (264 students) and 4th (149 students) year of the Business Administration Department, University of Patras, in the academic year 2013-2014, of which 186 have responded (108 students from the first year and 78 in the fourth), who constitute the sample of the study. Originally, the electronics method of data collection was used, while later on the personal one. The survey was conducted from 03.28.2014 to 05.14.2014. The results have shown that the sample is characterized by a neutral “entrepreneurial intention”, with the fourth-year students expressing a reduced intention, compared with the first-year ones. The three components of the Theory of Planned Behavior (TPB) are positively related to the "entrepreneurial intention” of the sample. Similar are the findings of the “harmonious passion” for both years, and the “entrepreneurial curriculum and content” of the fourth-year students. The variables which provide the “entrepreneurial intention” for both years are, in order of importance, the “(attitude towards behavior” and the “perceived behavioral control”, while there is a clear contribution of the “harmonious passion” in the “entrepreneurial intention” of freshmen and the “subjective norm” of the fourth-year students. The variable “entrepreneurial curriculum and content” contributes to the percentage which reflects the variability of “entrepreneurial intention” of the fourth-year students, but it has no statistically significant effect. Finally, the fourth-year students with parents involved in entrepreneurship have shown a higher “entrepreneurial intention”.
46

Επίδραση της υπερέκφρασης της Geminin στη δημιουργία διαφόρων τύπων νευρώνων κατά την ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού / Effect of the overexpression of Geminin in the creation of various types of neurons during the development of cerebral cortex

Δημοπούλου, Αγγελική 05 February 2015 (has links)
Η δημιουργία του εγκεφαλικού φλοιού στηρίζεται στη διαδοχική εμφάνιση πληθυσμών προγονικών νευρώνων, οι οποίοι δίνουν γένεση σε νευρικά και γλοιακά κύτταρα. Κατά την νευρογένεση όλοι οι νευρώνες του εγκεφαλικού φλοιού προέρχονται από το νευροεπιθήλιο που βρίσκεται δίπλα από τις πλευρικές κοιλίες. Τα νευροεπιθηλιακά κύτταρα αρχικά διαιρούνται με σκοπό την δημιουργία ικανού αριθμού πρόδρομων κυττάρων που θα δώσουν γένεση στον αναπτυσσόμενο φλοιό. Αργότερα, τα κύτταρα αυτά, διαφοροποιούνται προς τις άλλες κατηγορίες πρόδρομων κυττάρων και προς τους διαφοροποιημένους νευρώνες. Η πρωτεΐνη Geminin έχει προταθεί ως ένα μόριο που ρυθμίζει τόσο τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό όσο και την κυτταρική διαφοροποίηση. Προκειμένου να διερευνηθεί ο ρόλος της πρωτεΐνης Geminin in vivo στη δημιουργία νευρώνων, πραγματοποιήθηκαν πειράματα υπερέκφρασης της Geminin στον αναπτυσσόμενο εγκεφαλικό φλοιό του μυός κατά την Ε14.5 dpc. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας δείχνουν ότι η υπερέκφραση της Geminin οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κυττάρων της ανώτερης στοιβάδας και μείωση του αριθμού των κυττάρων της κατώτερης στοιβάδας. Συνοψίζοντας, τα αποτελέσματά μας προτείνουν ότι η Geminin συμμετέχει στη ρύθμιση του πληθυσμού των φλοιϊκών νευρώνων. / Cortical development is a highly ordered process, involving the timely orchestration of the appearance of different neural progenitor lineages, which succeed one another in order to generate the neurons and glia comprising the cortex.During neurogenesis, the cortical neurons are originated from the neuroepithelium that lies next to the lateral vesicles. At the beginning, neuroepithelial cells divide in order to expand their population and to create the number of progenitor cells that would give rise to the neurons and glia that comprise the cortex. Geminin has been shown to regulate cell proliferation, fate determination and organogenesis, representing a potential link between these processes. In order to investigate the in vivo role of Geminin in the creation of the cortical neurons, we performed overexpression experiments with of Geminin in the developing mouse cortex. Our results indicate that overexpression of Geminin in the developing cerebral cortex increases the number of the upper layer cells and reduces the number of the deep layer cells at E14.5 dpc. Our work suggests that Geminin is a molecule that participates in the regulation of the correct number of cortical progenitors and neurons in the cerebral cortex.
47

Image registration methods for reconstructing a gene expression atlas of early zebrafish embryogenesis / Μέθοδοι αντιστοίχισης εικόνων για την ανακατασκευή άτλαντα γονιδιακής έκφρασης κατά τα αρχικά στάδια της εμβρυογένεσης των ζεβρόψαρων

Μπαλάνου, Ευαγγελία 12 April 2010 (has links)
The process of embryogenesis is governed by the expressions of groups of genes which are acting in a coordinate way. Uncovering how the expressions of these genes control the development of a multicellular organism is fundamental for developmental biology. Gene expression atlases could capture quantitative spatio-temporal information of all genes expressed in a developing embryo. In other words, they could reveal the underlying genetic activity during the embryogenetic processes by providing information about, apart from how much and which, where and when the genes are expressed at cellular level and the interactions between them. The extraction of relative gene expression data and their simultaneous study in animal models, such as zebrafish, would be greatly facilitated by the existence of such atlases. This Master Thesis focuses on the early zebrafish embryogenesis and its goal is to design and implement an image processing framework that will provide the means to gather the expression patterns of different genes from different embryos at a given developmental stage into a common template. The framework should work with image-based data from different embryos, each fluorescently stained to label nuclear DNA and the expression patterns of a reference gene and another gene of interest. The volumetric data from each fluorescent label are contained in different channels. Therefore the crux of the framework lies in its ability to combine appropriately the information from the different channels and deal with a three-dimensional image registration problem. The implemented framework works with datasets of two embryos, one that serves as a template and depicts a whole embryo and another that has to be aligned with the first and depicts part of the other embryo. It is composed of different steps, responsible for preprocessing the channels, coarsely positioning the partial embryo view in the three dimensional template’s space and determining the geometrical transformation that finally aligns it with the template using as reference the gene expression pattern common to all labelled embryos. The resulting transformation is used to map the second expression patterns, thus producing their spatial expression atlas. The algorithm developed is based on the Insight Segmentation and Registration Toolkit. The framework was evaluated with data from six embryos at the same developmental stage and four different registration methods were compared in terms of performance. Visual inspection of the results identified the combination of the correlation coefficient, as a similarity measure function between two images, with the gradient descent optimization algorithm as the most appropriate method for this specific application. The final results obtained showed that the framework achieves its goal of integrating several gene expression patterns into a common template. This framework is ready to be used in order to construct a gene expression atlas integrating a large number of gene expression data of the zebrafish embryogenesis. In the near future, this atlas should be validated with known genetic interactions and used to unravel new ones, so that gene regulatory network models can become a reality. / Η διαδικαςία ανάπτυξης των εμβρύων καθορίζεται από τις συγχρονισμένες εκφράσεις ορισμένων γονιδίων. Το πώς αυτές ελέγχουν την δημιουργία ενός πολυκύτταρου οργανισμού από ένα κύτταρο αποτελεί αντικείμενο μελέτης της Αναπτυξιακής Βιολογίας. Ένας χάρτης γονιδιακής έκφρασης θα μπορούσε να συνδυάζει χρονικές, χωρικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την έκφραση των γονιδίων που ενορχηστρώνουν την διαδικασία ανάπτυξης ενός εμβρύου. Σε έναν τέτοιον χάρτη η γενετική δραστηριότητα θα αναλυόταν σε συνιστώσες που αφορούν το ποια, πότε, πού και πόσο εκφράζονται τα γονίδια σε κυτταρικό επίπεδο. Η ύπαρξη τέτοιων χαρτών για οργανισμούς, όπως το ζεβρόψαρο, που πρωταγωνιστεί σε μελέτες που αφορούν σπονδυλωτά, θα διευκολύνει την ταυτόχρονη μελέτη των εκφράσεων και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Η παρούσα διπλωματική εστιάζεται στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση μιας διαδικασίας επεξεργασίας εικόνας που θα είναι ικανή να συγκεντρώσει τις γονιδιακές εκφράσεις ενός συγκεκριμένου σταδίου ανάπτυξης του ζεβρόψαρου σε έναν τρισδιάστατο άτλαντα. Τα δεδομένα που πρέπει να επεξεργαστεί είναι τρισδιάστατες απεικονίσεις διαφορετικών εμβρύων, κάθε ένα από τα οποία έχει σημανθεί με φθορίζουσες ουσίες με στόχους το DNA των πυρήνων και τις εκφράσεις δύο γονιδίων, εκ των οποίων η μία είναι κοινή για όλα τα έμβρυα. Η πληροφορία που αποκαλύπτει κάθε ουσία βρίσκεται σε διαφορετικό κανάλι της κάθε εικόνας. Συνεπώς η διαδικασία θα πρέπει να συνδυάζει κατάλληλα τις πληροφορίες των διαφορετικών καναλιών και να ευθυγραμμίζει τρισδιάστατες εικόνες. Η υλοποιημένη διαδικασία δέχεται σειρές δεδομένων από δύο έμβρυα. Η μία απεικονίζει πλήρως ένα έμβρυο, το οποίο αποτελεί το έμβρυο αναφοράς και η άλλη μέρος του άλλου εμβρύου, το οποίο κα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το πρώτο. Η διαδικασία αποτελείται από διάφορα βήματα, τα οποία προεπεξεργάζονται τα δεδομένα, μετασχηματίζουν την εικόνα του μερικώς απεικονιζόμενου εμβρύου ώστε να αποκτήσει μια κατάλληλη αρχική θέση στον χώρο που ορίζεται από την εικόνα του ολόκληρου εμβρύου και τέλος ευθυγραμμίζουν την πρώτη εικόνα στην δεύτερη χρησιμοποιώντας ως αναφορά τη γονιδιακή έκφραση που είναι κοινή για όλα τα σημασμένα έμβρυα. Οι παράμετροι που προκύπτουν από την ευθυγράμμιση χρησιμοποιούνται για την αντιστοίχιση των άλλων σημασμένων γονιδιακών εκφράσεων, δημιουργώντας έτσι ένα τρισδιάστατο χάρτη εκφράσεων. Η υλοποίηση βασίστηκε στο Insight Segmentation and Registration Toolkit. Η διαδικασία δοκιμάστηκε με δεδομένα από έξι έμβρυα του ίδιου σταδίου ανάπτυξης και συγκρίθηκαν οι επιδόσεις τεσσάρων μεθόδων αντιστοίχισης. Οπτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων ανέδειξε τον συνδυασμό της συνάρτησης του συντελεστή συσχέτισης με τον αλγόριθμο βελτιστοποίησης gradient descent ως την πιο κατάλληλη μέθοδο για την συγκεκριμένη εφαρμογή. Τα τελικά αποτελέσματα απέδειξαν ότι η διαδικασία επιτυγχάνει τον στόχο της. Η διαδικασία που υλοποιήθηκε στην παρούσα διπλωματική είναι έτοιμη προς χρήση για την δημιουργία ενός χάρτη γονιδιακής έκφρασης του ζεβρόψαρου. Αντικείμενο μελλοντικής μελέτης αποτελεί η επικύρωση του χάρτη με ήδη γνωστές γονιδιακές αλληλεπιδράσεις και κατόπιν η χρήση του για την εύρεση νέων.
48

Ο κοινοτικός κανονισμός REACH για τις επικίνδυνες χημικές ουσίες

Δροσόπουλος, Δημήτριος 16 June 2010 (has links)
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η ανάλυση του νέου νομικού καθεστώτος διαχείρισης και ελέγχου των χημικών ουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η ανάδειξη των ποικίλων διακυβευμάτων που αυτό θέτει. Το νέο αυτό νομικό καθεστώς, παρά την μακροχρόνια διαβούλευση του, δεν είναι τελικά απαλλαγμένο από αδυναμίες και προβλήματα εφαρμογής. Πρόκειται για τον νέο κανονισμό REACH (αρχικά του Registration, Evaluation and Authorisation of Chemicals) ή κανονισμό 1907/2006/ΕΚ. Ο κανονισμός REACH αποτελεί ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νομοθέτημα για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών ουσιών, αντικαθιστώντας 40 διαφορετικά υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα. Η εργασία χωρίζεται στην εισαγωγή, σε έξι κεφάλαια και τέλος τα συμπεράσματα. Στην εισαγωγή παρουσιάζεται η υφιστάμενη νομοθεσία της ευρωπαϊκής ένωσης για τις χημικές ουσίες, τα προβλήματα από την εφαρμογή της καθώς και η ανάγκη για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα αντικαταστήσει το υφιστάμενο και θα έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Αναφορά γίνεται στην βιώσιμη ανάπτυξη και την πράσινη χημεία, καθώς αποτελούν βασικούς πυλώνες του κανονισμού. Επίσης παρουσιάζονται οι βασικές αρχές του κανονισμού (αρχή της προφύλαξης, της υποκατάστασης κλπ) καθώς και οι επιδιωκόμενοι στόχοι από την εφαρμογή του. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση της αρχής της προφύλαξης, η οποία αποτελεί βασική και θεμελιώδης αρχή του κανονισμού. Γίνεται αναφορά στην σχέση της με την αρχή της πρόληψης, στην πορεία της μέσα στο ευρωπαϊκό δίκαιο και στη διατροφική πολιτική της ευρωπαϊκής ένωσης καθώς και η αντιμετώπισή της από το ελληνικό δικαιικό σύστημα. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικά η οικοδόμηση του κανονισμού REACH, μέσω των σημαντικότερων χρονολογικών γεγονότων που άλλοτε ενίσχυσαν και άλλοτε αποδυνάμωσαν το κανονισμό, ικανοποιώντας κάθε φορά και διαφορετικά συμφέροντα ή απαιτήσεις, έως την οριστικοποίηση του τελικού του κειμένου. Ειδική αναφορά γίνεται στο ρόλο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου του κανονισμού. Στη συνέχεια, στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται αναλυτικά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, τα θεσμικά όργανα και οι αρμοδιότητές τους καθώς και οι βασικές διατάξεις του κανονισμού, η καταχώριση, η αξιολόγηση, η αδειοδότηση και περιορισμοί των χημικών ουσιών. Ακολουθεί το τέταρτο κεφάλαιο, όπου παρουσιάζεται ο κανονισμός CLP (αρχικά του Classification, Labelling, Packaging) για την ταξινόμηση, την επισήμανση και συσκευασία χημικών ουσιών και μειγμάτων ή κανονισμός 1272/2008/EK. Ο κανονισμός CLP συμπληρώνει και τροποποιεί τον κανονισμό REACH στο κενό που παρουσιάζει όσον αφορά την ταξινόμηση, την σήμανση και τη συσκευασία των χημικών ουσιών και τον εναρμονίζει με το Παγκόσμιο Εναρμονισμένο Σύστημα ταξινόμησης και επισήμανσης για τις χημικές ουσίες και τα μείγματα των Ηνωμένων Εθνών. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται μια αναλυτική αποτίμηση του κανονισμού REACH, καθώς παρουσιάζονται και αναλύονται τόσο οι θετικές του όψεις όσο και οι αδυναμίες του. Αναλυτική αναφορά γίνεται στο κόστος εφαρμογής του κανονισμού καθώς και στα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή του. Επίσης παρουσιάζοντα τα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής του κανονισμού. Ακολουθεί το έκτο κεφάλαιο, στο οποίο γίνεται αναφορά στην εφαρμογή του κανονισμού REACH στην Ελλάδα καθώς παρουσιάζεται η υπεύθυνη αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του κανονισμού και ο ρόλος της, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (επιχειρήσεις χημικών προϊόντων) καθώς και ο ρόλος του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών. Τέλος στα συμπεράσματα γίνεται μια συγκεντρωτική παρουσίαση και σύγκριση των αρνητικών και θετικών χαρακτηριστικών του κανονισμού και αποτιμάται ο βαθμός της επίτευξης των αρχικών στόχων του μέσα στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εφαρμογής του έως σήμερα. Επίσης παρουσιάζεται πως ο κανονισμός REACH αποτελεί καινοτόμο νομοθετικό εργαλείο στα χέρια της διοίκησης αν και αποδυναμωμένος σε σχέση με το αρχικό του κείμενο και την αρχική πεποίθηση για ολοκληρωμένη και υψηλού επιπέδου προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. / Aim of this work is the analysis of new legal regime of management and control of chemical substances in European level and the emergence of diverse implications that this poses. This new legal regime, despite its long-lasting consultation, is not finally exempted from weaknesses and problems of application. This is the new REACH Regulation (initials of the Registration, Evaluation and Authorisation of Chemicals) or regulation 1907/2006/EC. REACH is a uniform European legislation on the registration, evaluation, authorisation and restriction of chemicals, replacing 40 different existing legislative measures. The work is divided into the introduction, six chapters and finally conclusions. The introduction presents the existing EU legislation on chemicals, the problems of implementation as well as the need for a new legal framework which will replace the existing and will have as fundamental aim the protection of human health and environment. Reference is made to sustainable development and green chemistry, which are key pillars of the regulation. It also presents the basic principles of the regulation (precautionary principle, substitution principle, etc) as well as the objectives pursued by its application. In the first chapter becomes an analytic presentation of precaution principle, which constitutes basic and fundamental principle of regulation. Reference is made in relation to the prevention principle, in European law and food policy in the European Union as well as its confrontation from Greek law system. In the second chapter is presented in detail the construction of REACH regulation, by means of the most important chronological facts that sometimes reinforced and sometimes watered down regulation, satisfying each time and different interests or requirements, until the finalization of the final text. Special reference to the role of the World Trade Organization is made for the configuration of final text of regulation. Afterwards, in the third chapter, are presented in detail the field of application of regulation, the institutional bodies and their competences as well as the basic provisions of regulation, the registration, evaluation, authorisation and restriction of chemicals. Fourth chapter follows, where regulation CLP is presented (initials of the Classification, Labeling and Packaging) for the classification, labeling and packaging of substances and mixtures or regulation 1272/2008/EC. Regulation CLP supplements and modifies regulation REACH in the void that it presents with regard to the classification, labeling and packing of chemical substances and it harmonizes REACH with the World Harmonized System of classification and labeling for the chemical substances and mixtures of United Nations. In the fifth chapter becomes an analytic assessment of regulation REACH, while are presented and analyzed both positive aspects and weaknesses. A detailed reference becomes in the cost of implementing the regulation and to the economic benefits arising from its application. Also the problems in the interpretation and application of the regulation are presented. Following the sixth chapter, in which reference is made in the implementation of reach in Greece as the responsible authority for the application of the regulation and its role, the field of application of regulation (enterprises of chemical products) as well as the role of the Association of Greek Chemical Industries. Finally, in the conclusions is a summary and comparison of negative and positive characteristics of regulation and evaluation of the extent of the initial objectives within the period from the date of application until now. It also shows that REACH is an innovative legislative tool in the hands of the administration, although weak compared to the initial text, and the initial conviction for integrated and high level of protection of human health and environment.
49

Διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων της περιβαλλοντικής καινοτομίας : μια μελέτη περίπτωσης από ένα δείγμα ελληνικών επιχειρήσεων

Βορρίση, Βασιλική-Διονυσία 14 February 2012 (has links)
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημιουργήσει τρόπους ευαισθητοποίησης των βιομηχανιών για περιβαλλοντικά ζητήματα, προάγοντας την εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ). Στην παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζουμε εμπειρικά τη σχέση ανάμεσα στην υιοθέτηση περιβαλλοντικής καινοτομίας από τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ). Η συγκεκριμένη οικονομετρική μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα που δημιουργήθηκαν μέσω ερωτηματολογίου που συμπληρώθηκε από επιχειρήσεις που βρίσκονται στον κλάδο των Χημικών και των Μεταλλικών. Αναφορικά με τη θεωρητική προσέγγιση, η εργασία μας εστιάζει στις αντικρουόμενες προσεγγίσεις της υπόθεσης αμοιβαίου οφέλους (win-win) του Porter, 1991 και των Porter και Van der Linde, 1995 με την νεοκλασική θεωρία, που είχε ως κύριους εκφραστές της, τους Jaffe και Palmer 1995,1997. Σύμφωνα με την οικονομετρική ανάλυση η πιθανότητα μια επιχείρηση να υιοθετήσει περιβαλλοντικές πρακτικές, στα πλαίσια ΕΤΑ, επηρεάζεται θετικά από την συνεχή εξαγωγική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας καθώς και από το μέγεθος της επιχείρησης. Ωστόσο, η οικονομετρική ανάλυση έδειξε επίσης ότι άλλοι παράγοντες που είχαν προταθεί στη βιβλιογραφία, όπως ο τρόπος εξαγωγών της επιχείρησης και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που ακολουθεί, έχουν μη στατιστικά σημαντική επίδραση ως προς την περιβαλλοντική καινοτομία. Τέλος, η πιθανότητα υιοθέτησης περιβαλλοντικής καινοτομίας επηρεάζεται αρνητικά από τη μεγάλη δυσκολία που συναντούν οι επιχειρήσεις λόγω της αυστηρότητας των νομοθετικών ρυθμίσεων. / The three last decades the European Commission has been placing an emphasis on promoting the CSR that aims to support the industry’s realization of environmental innovations in order to achieve a reduction of all environmental impacts. The present study investigates the realization of environmental innovation by companies involved in Research and Development, which belong to chemical and metal industry. This study is based on a unique firm level data set of the Greek industry. A theoretical approach of Porter Hypothesis has been developed. According to the econometric analysis, the probability of a firm to adopt environmental technologies under R&D activities is positively affected by the continuing export activity in the last ten years and the size of the firm. However, the econometric analysis also showed that other factors that have been suggested in literature, such as the export method of the company and bureaucratic procedures do not have significant effect on environmental innovation. Finally, the probability of the adoption of environmental innovation is negatively affected by the great difficulty faced by firms due to the stringency of regulation.
50

Η διερεύνηση του ρόλου και των αντιλήψεων των συμβούλων σταδιοδρομίας στην επαγγελματική ανάπτυξη των ενηλίκων εκπαιδευόμενων στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας

Μάνου, Ακριβή 08 May 2012 (has links)
Επιχειρείται η διερεύνηση των αντιλήψεων των Συμβούλων Σταδιοδρομίας των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) σχετικά με το ρόλο τους στην επαγγελματική ανάπτυξη των ενηλίκων εκπαιδευομένων. Διερευνάται πως η εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή των Συμβούλων Σταδιοδρομίας στα ΣΔΕ επηρεάζει την ιδιότητα και το ρόλο τους. Ποια η αντίληψη των Συμβούλων Σταδιοδρομίας για την συμβολή του ρόλου τους, στην επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευόμενων στα ΣΔΕ. Πως οι αντιλήψεις για τις συνθήκες λειτουργίας και το πλαίσιο του θεσμού της Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας στα ΣΔΕ, (σχέσεις των Συμβούλων Σταδιοδρομίας τόσο με τους άλλους εκπαιδευτές, όσο και με το ΙΔΕΚΕ, τους άλλους φορείς εξυπηρέτησης ενηλίκων και την τοπική κοινωνία), επηρέαζουν την επαγγελματική ανάπτυξη των ενηλίκων εκπαιδευομένων στα ΣΔΕ. Ποιες οι απόψεις των Συμβούλων Σταδιοδρομίας για την αποδοτικότητα του θεσμού της Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας στα ΣΔΕ όσον αφορά την επαγγελματική ανάπτυξη των ενηλίκων εκπαιδευομένων και ποιες οι προτάσεις τους για τη βελτίωση του θεσμού που έχουν να καταθέσουν. Χρησιμοποιείται η μέθοδος της ημιδομημένης συνέντευξης, η οποία αποβλέπει στην καταγραφή των απόψεων και των εμπειριών των συμβούλων, που συμμετέχουν στη συμβουλευτική διαδικασία στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας. Εξετάζεται επίσης, η συμβολή της Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας στους ενήλικες εκπαιδευόμενους των ΣΔΕ, ο ρόλος των συμβούλων Σταδιοδρομίας, (προσόντα. επιστημονικές γνώσεις, ποιοτικά χαρακτηριστικά) στην παραπάνω διαδικασία, καθώς επίσης ο τρόπος που δομούν και ασκούν το ρόλο τους και κατά πόσο αυτός επηρεάζει την επαγγελματική και κατά συνέπεια την κοινωνική ένταξη των εκπαιδευόμενων των Σ.Δ.Ε. / Attempts to investigate the perceptions of Career Counsellors of Second Chance Schools (SDE) on their role in the professional development of adult learners. Investigated how the educational and professional journey of Directors of Career SBS affects the status and role. What is the concept of career guidance for the contribution of their role, the professional development of trainees in SBS. How do perceptions of conditions and the context of the institution of Career Counseling in AAD (relationships of Career Counsellors, both with other trainers, and the IDEKE, other adult service agencies and local community) affect the professional development adult learners in SBS. What are the views of Career Counsellors for the profitability of the institution of Career Guidance in SBS for the professional development of adult learners and what their suggestions for improving the institution having to testify. The method of semi-structured interview, designed to record the views and experiences of the consultants involved in the consultative process in the Second Chance Schools. Also examined the contribution of Career Counseling in adult learners of SBS, the role of consultants Career (prosonta. scientific knowledge, qualities) in this process, as well as how they construct and perform their role and how it affects the professional and therefore the inclusion of learners of SDE

Page generated in 0.1495 seconds