• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 17
  • 1
  • Tagged with
  • 18
  • 11
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Ταχεία διάχυση αρνητικών χρηματοοικονομικών συμβάντων: επισκόπηση μεθόδων ανάλυσης και μέτρησης / Financial contagion: review of analysis and measurement methods

Κανελλάκη, Ευφροσύνη 16 June 2011 (has links)
Σκοπός της διπλωματικής αυτής εργασίας είναι η ανάλυση κάποιων από τις ήδη χρησιμοποιούμενες μεθόδους εκτίμησης καθώς και η εφαρμογή μιας εξ αυτών σε πραγματικά δεδομένα, που αφορούν χώρες της ευρωπαϊκής κοινότητας. Το μοντέλο που θα χρησιμοποιηθεί είναι το multinomial logit υπόδειγμα και θα εφαρμοστεί σε ένα πλήθος δεδομένων που αφορά ημερήσιες χρηματιστηριακές αποδόσεις σε ευρωπαϊκές, ιδιαίτερα ευάλωτες στην οικονομική κρίση, χώρες. Η δομή της εργασίας αυτής είναι απλή και εύκολα κατανοητή. Ουσιαστικά πρόκειται για μια δουλειά χωρισμένη σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος, που απαρτίζεται από τα κεφάλαια δύο και τρία, όπου ουσιαστικά πραγματοποιείται η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και στο δεύτερο μέρος το οποίο αποτελείται κυρίως από το τέταρτο κεφάλαιο όπου παρουσιάζεται το τεχνικό κομμάτι αλλά και η εμπειρική εφαρμογή. Πιο συγκεκριμένα στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί ο πιο πλήρης και ακριβής ορισμός του φαινομένου της ΤΔΑΧΣ παραθέτοντας διάφορους ορισμούς που έχουν ήδη δοθεί, από μελετητές προγενέστερους ημών. Επί της ουσίας πραγματοποιείται μια βιβλιογραφική επισκόπηση, εστιάζοντας σε προηγούμενες αντίστοιχες μελέτες με θεματολογία αντίστοιχη της παρούσας. Εκτός από την προσπάθεια ορισμού του φαινομένου αναζητούνται και οι παράγοντες στους οποίους οφείλει την εμφάνισή της ως οικονομικό μέγεθος η ΤΔΑΧΣ. Η βιβλιογραφική επισκόπηση συνεχίζεται και στο τρίτο κεφάλαιο, αυτή τη φορά όμως το βάρος της μελέτης μας εστιάζεται στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση αλλά και τη μέτρηση της ΤΔΑΧΣ, παρατίθενται αρκετές από τις υπάρχουσες μεθόδους και παρουσιάζονται αναλυτικότερα δυο εξ αυτών. Το τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί εφαρμογή των όσων αναφέρθηκαν στο τρίτο κεφάλαιο. Η εφαρμογή, η εμπειρική δηλαδή μελέτη, πραγματοποιείται σε δεδομένα που αφορούν τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες των οποίων οι οικονομίες χωλαίνουν το τελευταίο χρονικό διάστημα, πρόκειται για τις: Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία. Μετά την εμπειρική ανάλυση τη σκυτάλη παίρνουν τα συμπεράσματα που εξάγονται από την εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου και παρουσιάζονται στο πέμπτο κεφάλαιο ενώ στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο παρατίθεται ο επίλογος, για να ολοκληρωθεί η προσπάθεια αυτή με την παρουσίαση των βιβλιογραφικών και ηλεκτρονικών πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του παρόντος κειμένου. / --
12

Υποδείγματα πρόβλεψης μεταβλητότητας σε χρηματοοικονομικές αγορές : μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης, νομίσματα / Forecasting volatility models in financial markets

Φάσσας, Αθανάσιος 19 August 2009 (has links)
Η ακριβής πρόβλεψη της μελλοντικής μεταβλητότητας αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για την τιμολόγηση παραγώγων προϊόντων και την αντιστάθμιση κινδύνων στη διαχείριση χαρτοφυλακίων. H τεκμαρτή μεταβλητότητα, όπως αυτή αντανακλάται στις τιμές των δικαιωμάτων προαίρεσης, αποτελεί την εκτίμηση της αγοράς για τη μελλοντική πραγματοποιηθείσα μεταβλητότητα και έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο αποτελεσματική από την αντίστοιχη πρόβλεψη που προκύπτει από την ανάλυση ιστορικών χρονοσειρών. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη δημιουργία ενός δείκτη τεκμαρτής μεταβλητότητας για την Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, χρησιμοποιώντας έναν τρόπο υπολογισμού, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από κάθε υπόδειγμα τιμολόγησης δικαιωμάτων προαίρεσης και βασίζεται σε ένα σταθμισμένο άθροισμα τιμών δικαιωμάτων. Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε μια περιφερειακή, αναπτυσσόμενη αγορά, όπως το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο εν λόγω δείκτης τεκμαρτής μεταβλητότητας έχει τις προοπτικές να γίνει δείκτης αναφοράς των προσδοκιών για τη μελλοντική μεταβλητότητα στην Ελληνική μετοχική αγορά, καθώς αποδεικνύεται ότι υπερισχύει στατιστικά της ιστορικής μεταβλητότητας. Επίσης, οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών μπορούν να χρησιμοποιούν το επίπεδό του και τις ημερήσιες μεταβολές του για να λάβουν επενδυτικές αποφάσεις, καθώς τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης αποδεικνύουν ότι υπάρχει αρνητική και ασύμμετρη σχέση μεταξύ των μεταβολών του δείκτη τεκμαρτής μεταβλητότητας και των αποδόσεων του υποκείμενου μετοχικού δείκτη FTSE/Χ.Α.-20. Τέλος, η εμπειρική έρευνα καταγράφει την επιρροή της τεκμαρτής μεταβλητότητας των κυριοτέρων χρηματιστηρίων του εξωτερικού στην εγχώρια τεκμαρτή μεταβλητότητα, ενώ επιπλέον προσπαθεί να αναπτύξει ένα υπόδειγμα για την πρόβλεψη της τεκμαρτής μεταβλητότητας αυτής καθαυτής. / In this thesis a new measure of Greek stock market volatility based on the implied volatility of FTSE/ATHEX-20 index options is proposed. Greek Implied Volatility Index is calculated using the model-free methodology that involves option prices summations and is independent from the Black and Scholes pricing formula. The specific method is applied for the first time in a peripheral and illiquid market as the Athens Exchange. The empirical findings suggest that implied volatility includes information about future volatility beyond that contained in past realized volatility and in addition, prove that there is a statistically significant negative and asymmetric contemporaneous relationship between implied volatility changes and the underlying equity index returns. Finally, the volatility transmission effects on the Greek stock exchange from the major global exchanges are tested and documented. The basis of the international integration analysis, instead of the commonly used realized returns or variances, is the implied volatilities, as proxied by the corresponding implied volatility indices.
13

Διαχρονικά φαινόμενα ανύψωσης φωνηέντων στη νεότερη Ελληνική

Παυλάκου, Μαρία 25 May 2009 (has links)
Αντικείμενο μελέτης της εργασίας είναι η διαχρονία της ανύψωσης φωνηέντων στη Νεότερη Ελληνική. Αρχικά, παρουσιάζεται η ιστορική πορεία του φαινομένου και διατυπώνεται μια πρόταση για τη χρονολόγησή του. Κατόπιν, εξετάζονται συγχρονικά οι όροι εφαρμογής και η γεωγραφική κατανομή του φαινομένου στη Νέα Ελληνική και επιχειρείται μια σύγκριση των ελληνικών δεδομένων με δεδομένα άλλων γλωσσών. Επίσης, υιοθετείται μια ανάλυση στο πλαίσιο της Θεωρίας του Βέλτιστου και συζητώνται τα μειονεκτήματά της. Τέλος, με αφετηρία την ανύψωση φωνηέντων της Ελληνικής, θίγονται ορισμένα θεωρητικά θέματα σε σχέση με τη φωνολογική μεταβολή και τους τρόπους με τους οποίους αυτή εξαπλώνεται. / This study examines the diachrony of vowel raising in Greek. First, it presents the historical evolution of this phenomenon and deals with its dating. Then, it describes the conditioning environment of raising and its geographical distribution in Modern Greek. Moreover, Greek data is compared to relevant cross-linguistic data. An Optimality theoretic analysis is presented and its drawbacks are discussed. Last but not least, it is argued that the Greek phenomenon under scrutiny can contribute to a better understanding of sound change and how it spreads.
14

Διερεύνηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα υπό καθεστώς πολλαπλής τεχνολογικής ετερογένειας : ο ρόλος της διάχυσης της γνώσης, της ικανότητας απορρόφησης και του στρατηγικού προσανατολισμού των τραπεζικών επιχειρήσεων

Κοντόλαιμου, Αλεξάνδρα 21 March 2011 (has links)
Στην παρούσα διατριβή αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο μεθοδολογικό πλαίσιο για την ανάλυση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας επιχειρήσεων που λειτουργούν σε περιβάλλον πολλαπλής τεχνολογικής ετερογένειας. Με βάση την έννοια των μετα-μεταορίων, ορίζονται μέτρα αποτελεσματικότητας και τεχνολογικών χασμάτων σε κάθε επίπεδο τεχνολογικής ετερογένειας, τα οποία, σε ένα δεύτερο στάδιο, «αποδομούνται» σε παράγοντες σταθερούς ως προς τις εισροές και παράγοντες σταθερούς ως προς τις εκροές. Η προτεινόμενη μεθοδολογία χρησιμοποιείται για την διερεύνηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών τραπεζικών επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη πιθανή τεχνολογική ετερογένεια που οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (i) των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και (ii) των τραπεζικών τύπων ειδίκευσης. Οι επιδράσεις των εν λόγω πηγών τεχνολογικής ετερογένειας στην τραπεζική αποτελεσματικότητα εξετάζονται ξεχωριστά, σε ένα πλαίσιο ανάλυσης τεχνολογικής ετερογένειας ενός επιπέδου, και συνδυαστικά, σε ένα πλαίσιο ανάλυσης ιεραρχημένης τεχνολογικής ετερογένειας δύο επιπέδων. Τα αποτελέσματα της σχετικής εμπειρικής ανάλυσης ερμηνεύονται με βάση την «θεωρία της γνώσης», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της διάχυσης της γνώσης, της ικανότητας απορρόφησης και του στρατηγικού προσανατολισμού των ευρωπαϊκών τραπεζικών επιχειρήσεων. / In the context of the present thesis, a methodological framework is developed for analysing the productive efficiency of firms that operate in a multilevel technologically heterogeneous environment. Based on the meta-metafrontier notion, efficiency and technology gaps measures are defined at each level of technology heterogeneity and are decomposed into input- and output-invariant components. The proposed methodology is used for the investigation of productive efficiency of European banking firms, taking into account potential technology heterogeneity due to the particular characteristics of (i) the national banking systems and (ii) the specialization types of banking firms. The effects of the aforementioned heterogeneity sources on bank efficiency are examined separately, in a single-level technology heterogeneity framework, and simultaneously, in a hierarchical technology heterogeneity framework of two levels. The results of the relevant empirical analysis are interpreted using the “knowledge-based theory”, emphasising on the role of knowledge spillovers, the banking firms’ absorptive capacity and strategic orientation.
15

Αξιοποίηση μεταλλευτικών, βιομηχανικών παραπροϊόντων στην παραγωγή δομικών κεραμικών υλικών

Χριστογέρου, Αγγελική 14 February 2012 (has links)
Στην παρούσα διατριβή ερευνήθηκε η αξιοποίηση μεταλλευτικών, βιομηχανικών παραπροϊόντων, των στερεών Υπολειμμάτων Βορίου (ΥΒ), που δημιουργούνται σε διάφορα στάδια κατά την παραγωγική διαδικασία προϊόντων βορίου. Τα εν λόγω παραπροϊόντα, που κατηγοριοποιούνται σε πέντε ποιότητες, SBW, DBW, SSBW, TBW και MBW, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσθετο Α’ υλών για την παραγωγή τούβλων και κεραμιδιών, και ως Α΄ ύλη για την παρασκευή τεχνητών ελαφροαδρανών. Πραγματοποιήθηκε φυσικοχημικός χαρακτηρισμός και θερμική ανάλυση όλων των ΥΒ. Στη συνέχεια μελετήθηκε η επίδραση προσθήκης διαφορετικών συγκεντρώσεων ΥΒ (SBW και SSBW) σε αργιλούχες Α΄ ύλες. Έγινε μια πρώτη προσέγγιση παρασκευής και ελέγχου κεραμικών δοκιμίων με τη μέθοδο της ξηρής ανάμιξης και αξονικής συμπίεσης, προκειμένου να περιοριστεί το φαινόμενο διάχυσης υδατοδιαλυτών ενώσεων βορίου που περιέχονται στα ΥΒ. Η προσθήκη 5%κβ SSBW και θερμοκρασία όπτησης 900-950°C οδήγησε σε κεραμικά με παραπλήσιες ή ακόμα και βελτιωμένες ιδιότητες (αυξημένες μηχανικές αντοχές) συγκριτικά με τα κεραμικά αναφοράς. Επιπλέον εξετάστηκε η παραγωγή δειγμάτων με ΥΒ (SBW) και διάλυμα εμπορίου με βορικό (Evansite®) ακολουθώντας διαδικασία παραπλήσια της βιομηχανικής πρακτικής. Στους 1000°C, παρατηρήθηκε μείωση της απορρόφησης νερού και αύξηση της αντοχής σε κάμψη για τα δείγματα με βορικά, σε σύγκριση με τα δείγματα αναφοράς. Η προσθήκη βορικών ευνόησε τη δημιουργία νέων κρυσταλλικών κατά την όπτηση. Δεδομένης της χημικής και ορυκτολογικής σύνθεσης των ΥΒ (πλούσια σε συλλιπάσματα και υψηλές απώλειες πύρωσης), πραγματοποιήθηκε επιπρόσθετα μελέτη των φυσικοχημικών μηχανισμών θερμικής διάσπασής τους. Σε θερμαινόμενη τράπεζα παρατηρήθηκε η ικανότητα διόγκωσης και ανάπτυξης ρευστής φάσης των ΥΒ, καθώς και μιγμάτων αυτών με άλλα υλικά, με σκοπό την εργαστηριακή παραγωγή ελαφροαδρανών. Βάσει των αποτελεσμάτων προτάθηκε ένα μίγμα αποτελούμενο από 70%κβ ΥΒ, 20%κβ αργιλούχο μίγμα και 10%κβ χαλαζιακή άμμο, για τη μορφοποίηση ξηρών σφαιριδίων. Απότομη θέρμανσή τους στους 760°C οδήγησε σε πορώδη υαλοποιημένα αδρανή με φαινόμενη πυκνότητα <1g/cm3. Το ενεργειακό κόστος παραγωγής των συγκεκριμένων αδρανών είναι χαμηλότερο, καθώς παρατηρήθηκε μείωση στη θερμοκρασία σε σχέση με άλλα τεχνητά ελαφροαδρανή, που παρασκευάζονται στους 1100°C. Για την αντιμετώπιση της διάχυσης ενώσεων βορίου προς την επιφάνεια των ξηρών σφαιριδίων, που οδήγησε σε προβλήματα κατά την πειραματική διαδικασία και σε υποβάθμιση της ποιότητας των τελικών προϊόντων, εξετάστηκε η προσθήκη φρουκτόζης ως παρεμποδιστή στο μίγμα Α’ υλών, με στόχο την βελτιστοποίηση της διαδικασίας παραγωγής ελαφροαδρανών από ΥΒ. Προσθήκη έστω και 0.5%κβ φρουκτόζης οδήγησε σε ικανοποιητικό έλεγχο, ενώ οι φυσικές ιδιότητες των παραχθέντων αδρανών τα κατατάσσουν στην κατηγορία των ελαφροαδρανών, σύμφωνα με το πρότυπο ASTM 330-97. Τα αποτελέσματα οδήγησαν στην κατανόηση βασικών φαινομένων θερμικής διάσπασης και στην ανάπτυξη μιας βέλτιστης διεργασίας παραγωγής τεχνητών ελαφροαδρανών χρησιμοποιώντας ΥΒ ως εναλλακτικές Α’ ύλες, με προφανές ενεργειακό και περιβαλλοντικό όφελος. / In the present thesis, the valorisation of mining and industrial by-products, the solid boron-containing Wastes (ΒW), which are created at various stages during the production process of concentrated and refined boron products, were investigated. The by-products under consideration, existing in five types SBW, DBW, SSBW, TBW and MBW, were used as additives and raw materials in clay mixes for the production of heavy clay ceramics (bricks, tiles and artificial lightweight aggregates). The BW were characterised in means of chemical and mineralogical composition and studied for their thermal behaviour. In addition, clay mixes with different amounts of BW (SBW and SSBW) were studied. A first approach was made on the formation of ceramic samples by dry pressing in order to minimize the borate migration towards the surface. The physical and mechanical properties, as well as the microstructure of the final products were studied. For 5 wt% SSBW addition and firing at 900-950°C, the sintered bodies presented comparable or improved physical and mechanical properties with respect to the reference formulation. Moreover, SBW or a commercial available borate solution (Evansite®) were introduced in a clay-based mix aiming to investigate their behaviour during a processing cycle comparable with that followed in the heavy clay industry. For firing at 1000°C, water absorption was reduced and bending strength increased for the samples with borates, compared to the reference samples. The addition of borates resulted in the formation of new crystalline phases during firing at high temperatures. BW consist of important fluxing oxides as well as of gas producing minerals during firing. Tests were performed on the bloating behavior of BW and mixes of them with other materials, by means of heating microscopy, aiming at the laboratorial production of lightweight aggregates (LWA). A new mix was proposed, according to the obtained results, consisting of 70wt% BW, 20wt% clay mixture and 10wt% quartz sand, for the formation of pellets. Abrupt heating of the dry pellets at 760°C, for 5min, resulted in porous LWA with bulk density <1g/cm3. The process was less energy demanding as the temperature was reduced compared to the one of the synthetic aggregates produced, where the firing temperature is 1100°C. During drying a white layer of boron salts was formed on the surface of the green pellets, which result on firing of a glassy layer causing alterations of their surface and experimental difficulties. In order to address this problem, fructose was added in the raw mix as a migration inhibitor. Addition of even 0.5wt% fructose inhibited the salt formation and a glassy impervious layer was formed after firing. The physical properties of the final samples meet the requirements of LWA according to the standard ASTM 330-97. The results of this thesis, led to the development of an optimised process for the production of artificial LWA with BW, as an alternative raw material.
16

Διεπιφανειακές ιδιότητες συστημάτων κεραμικών οξειδίων (δομικών και λειτουργικών) σε επαφή με ρευστές φάσεις

Τριανταφύλλου, Γεώργιος 17 September 2012 (has links)
Τα προηγμένα (δομικά ή λειτουργικά) κεραμικά θεωρούνται ως τα πλέον κατάλληλα υλικά για εφαρμογές όπου απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες. Διαθέτουν μία σειρά από πλεονεκτήματα όπως π.χ. αντοχή σε θερμικούς αιφνιδιασμούς, υψηλή σκληρότητα, αντοχή σε φθορά και διάβρωση και μεγάλο εύρος στις τιμές των ηλεκτρικών τους ιδιοτήτων. Από τεχνολογική άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζει ο συνδυασμός τους με μεταλλικές φάσεις με στόχο την συνένωση υλικών ή την παρασκευή σύνθετων κεραμομεταλλικών υλικών. Κεραμικές ενώσεις οξειδίων μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην τεχνολογία των κελιών καυσίμου στερεού ηλεκτρολύτη (SOFC) ως μονωτικά ή στεγανωτικά υλικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλεπίδραση τους στην διεπιφάνεια σε επαφή με άργυρο και κράματα με βάση τον άργυρο για χρήση ως εναλλακτικών, σε αντικατάσταση των υαλοκεραμικών, συγκολλητικών μεταξύ των στρώσεων των μεμονωμένων στοιβάδων των SOFC. Σημαντικό ρόλο στη μικροδομή και τις ιδιότητες των υλικών αυτών παίζουν τα φαινόμενα διαβροχής και η ισχύς του δεσμού που αναπτύσσεται στη διεπιφάνεια κεραμικού / μετάλλου, καθώς και οι επιφανειακές και διεπιφανειακές ενέργειες των υλικών ή των συστημάτων των υλικών που βρίσκονται σε επαφή. Για το λόγο αυτό η γνώση των επιφανειακών και διεπιφανειακών μεγεθών είναι απαραίτητη για την πρόβλεψη των ιδιοτήτων των συστημάτων σε επαφή. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της συνάφειας και των διεπιφανειακών ιδιοτήτων σε συστήματα κεραμικών οξειδίων σε επαφή με ρευστές μεταλλικές φάσεις και ιδιαίτερα σε συστήματα του κεραμικών οξειδίων σε επαφή με ρευστές μεταλλικές φάσεις αργύρου, με τελικό σκοπό την εφαρμογή των συστημάτων αυτών στην τεχνολογία των SOFC. Στο πρώτο μέρος της εργασίας, εξετάσθηκε η επίδραση του διαλυτοποιημένου οξυγόνου στην επιφανειακή ενέργεια του ρευστού άργυρου και του ρευστού χαλκού. Από τις εξισώσεις που εξήχθησαν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της επιφανειακής ενέργειας τους για δεδομένη θερμοκρασία και μερική πίεση οξυγόνου. Υπολογίσθηκε η ελεύθερη ενέργεια προσρόφησης του οξυγόνου στην επιφάνεια του ρευστού χαλκού, μέχρι τον κορεσμό. Διατυπώθηκε επίσης μία σχέση για τον υπολογισμό της διαλυτότητας ενός οξειδίου στα ρευστά μέταλλα σε εξάρτηση με την θερμοκρασία και την μερική πίεση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα του πειράματος. Στη συνέχεια, με χρήση ενός συνδυασμού βιβλιογραφικών και πειραματικών δεδομένων σχετικά με τις τιμές της επιφανειακής ενέργειας και τις γωνίας επαφής σε συστήματα κεραμικών οξειδίων σε επαφή με διάφορα ρευστά μέταλλα βελτιστοποιήθηκε μια εμπειρική σχέση η οποία, σε δεδομένη θερμοκρασία, συνδέει άμεσα την επιφανειακή ενέργεια των στερεών οξειδίων με την επιφανειακή ενέργεια των ρευστών μετάλλων και τη γωνία επαφής. Μέσω αυτής της σχέσης είναι δυνατή η εκτίμηση της επιφανειακής ενέργειας ενός στερεού οξειδίου ή της γωνίας επαφής σε μη διαβρέχοντα και μη αντιδρώντα συστήματα κεραμικών οξειδίων / ρευστών μετάλλων, με την προϋπόθεση ότι η μερική διαλυτοποίηση οξυγόνου του κεραμικού μέσα στο ρευστό μέταλλο δεν επηρεάζει τις διεπιφανειακές ιδιότητες του συστήματος. Η σχέση αυτή επαληθεύθηκε για διάφορα συστήματα κεραμικών οξειδίων / ρευστών μετάλλων και επιπλέον εφαρμόσθηκε για τον προσδιορισμό της επιφανειακής ενέργειας του πολυκρυσταλλικού οξειδίου Y2O3 μετά από πειράματα διαβροχής από ρευστό άργυρο, του πολυκρυσταλλικού οξειδίου 3YTZ (3mol% Yttria partial stabilized zirconia) και του μικτού πολυκρυσταλλικού οξειδίου 85wt% MgO + 15 wt% MgAl2O4, μετά από πειράματα διαβροχής με ρευστό άργυρο. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας πραγματοποιήθηκαν πειράματα διαβροχής κεραμικών οξειδίων από τήγμα αργύρου σε οξειδωτικές συνθήκες (αέρας) για να εξετασθεί η επίδραση του οξυγόνου στις διεπιφανειακές ιδιότητες του συστήματος, καθώς η τεχνολογία των SOFC απαιτεί οι διεργασίες αυτές να πραγματοποιούνται σε συνθήκες περιβάλλοντος. Διαπιστώθηκε ότι η παρουσία οξυγόνου βελτιώνει τη διαβρεξιμότητα στα συστήματα κεραμικών / μετάλλου αυξάνοντας την ισχύ του δεσμού στην διεπιφάνεια, όμως η γωνία θ παραμένει θ > 90◦ (κακή διαβροχή). Σημαντική ελάττωση της γωνίας επαφής επιτυγχάνεται με προσθήκη διεπιφανειακά ενεργών συστατικών στο τήγμα του συγκολλητικού μετάλλου αυξάνοντας σημαντικά το έργο συνάφειας και ως εκ τούτου την ισχύ του δεσμού στην διεπιφάνεια κεραμικού/μετάλλου. Για τον ίδιο λόγο πραγματοποιήθηκαν πειράματα διαβροχής κεραμικών οξειδίων από οξείδια με βάση το βόριο και το λίθιο, στον αέρα, με σκοπό να εξετασθεί η συνοχή μεταξύ των φάσεων σε επαφή. Τέλος εξετάσθηκε η διαβροχή του χάλυβα Crofer 22 APU, ο οποίος χρησιμοποιείται στην τεχνολογία των SOFC, από τις ίδιες ρευστές φάσεις, με στόχο να εξετασθεί η δυνατότητα χρήσης τους ως συγκολλητικές φάσεις σε κελιά καυσίμου στερεού ηλεκτρολύτη. / Advanced ceramics (structural or functional) are considered to be the most suitable for use in high temperature applications. They have a number of advantages, such as resistance to thermal shocks, high hardness, wear and corrosion resistance and a wide range in the values of their electrical properties. Special interest is being manifested in the compounds of ceramics with metals and metal alloys, in the field of materials joining and the production of composite materials. Ceramic compounds are used in the field of solid oxide fuel cells (SOFC) as insulators and sealing materials. Particular interest has been stimulated in the interaction in the interface of ceramics in contact with liquid silver and silver based alloys, as alternatives to the glass-ceramics sealing materials in SOFC stacks. In all of these cases the surface and interfacial energies of the materials or the materials systems used, as well as the wetting and bonding phenomena at the interface, play a key role in obtaining materials with the desired properties and microstructure. The aim of the present work is the study of adhesion and interfacial properties in ceramic oxide / liquid metal systems, particularly in systems of ceramic oxides in contact with liquid silver and silver-based alloys, with the ultimate aim of implementing such systems in the SOFC technology. In the first part of this work, the effect of the dissoluted oxygen on the surface energy of liquid copper and liquid silver was examined. The equations that were deriverd can be used to calculate their surface energy as a function of the temperature and the partial pressure of the oxygen. The free energy of the oxygen adsorption in the surface of the liquid copper was calculated, until saturation. Also, an equation that allows to calculate the solubility of an oxide in a liquid metal was deriverd, as a function of the temperature and the oxygen partial pressure. Moreover, from the combination of literature and experimental data of interfacial energies and contact angles in non-wetting and non-reactive ceramic oxide/liquid metal systems where the limited solubility of oxygen of the ceramic oxides into the liquid metalls has no effect on the interfacial properties, has led to an empirical relationship which correlates at a given temperature the surface energy of the oxides with the contact angle and the surface energy of the liquid metal. This relationship allows either the calculation of the surface energy of an oxide from known values of the surface energy of a liquid metal and the contact angle, or conversely, the estimation of the contact angle value, as well as the work of adhesion, for known surface energy of the oxide. The formulated empirical relationship has been applied to additional non-wetting and non-reactive systems of oxides in contact with liquid metals and the results showed good agreement with literature data. In addition, the empirical formula was used to calculate the surface energies of the polycrystalline oxides Y2O3 and 3YTZ (3mol% Yttria partial stabilized zirconia) as well as the 85wt% MgO + 15 wt% MgAl2O4 mixed oxide, after wetting experiments with liquid copper and/or liquid silver in an Ar- 4%H2 atmosphere. In the second part of this work, the effect of the oxygen on the the interfacial properties of the ceramics / liquid silver systems was examined by wetting experiments, in order to achieve conditions similar to the SOFC operating conditions. The results showed that the presence of the oxygen improves the wetability in the ceramic / liquid metal systems, increasing the bond in the interface but the angle remains θ > 90◦ (non wetting systems). The addition of interfacial active compounds in the liquid metal led to a significant decrease in the contact angle value, with the simultaneous increase in the work of adhesion, and so to the increase in the strength of the bond. For this purpose and in order to examine the adhesion between the two phases, wetting experiments with lithium and borium based oxides took place. Finally, the above liquid phases were used in wetting experiments on steel substrate (Crofer 22 APU) in order to investigate the potential usage of them as sealing and insulators in SOFC technology.
17

Φαινόμενα μεταφοράς και συσσωμάτωσης σε δυναμικά συστήματα κοκκώδους ύλης / Transport and clustering phenomena in dynamical systems of granular matter

Κανελλόπουλος, Γεώργιος 30 April 2014 (has links)
Τα κοκκώδη υλικά είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος, και συνεπώς, για την καλύτερη κατανόηση του κόσμου αυτού, επιβάλλεται η μελέτη τους. Αυτός είναι και ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής. Επικεντρωνόμαστε σε διάδρομο μεταφοράς ο οποίος αποτελεί αντιπροσωπευτικό μοντέλο για πληθώρα εφαρμογών τόσο στην βιομηχανία όσο και στο φυσικό περιβάλλον. Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικογένειας ανοικτών πολυσωματιδιακών συστημάτων, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης επιστήμης της Πολυπλοκότητας. Αρχικά εισάγουμε το μοντέλο ροής στο οποίο το κοκκώδες υλικό αντιμετωπίζεται ως ένα ειδικό ρευστό (συνεχές μέσο) με εσωτερική απώλεια ενέργειας. Μελετάμε τη δυναμική ισορροπία που επικρατεί στο σύστημα υπό σταθερές συνθήκες, καθώς και την κατάρρευση της ομαλής ροής μέσω του σχηματισμού συσσωματώματος. Ειδική μνεία γίνεται στα πρόδρομα φαινόμενα της συσσωμάτωσης, τα οποία ερμηνεύουμε μέσω μίας αντίστροφης διακλάδωσης διπλασιασμού περιόδου. Διερευνώντας την εξάρτηση μεταξύ της μορφής της ροϊκής συνάρτησης και του τρόπου με τον οποίο το σύστημα μεταβαίνει σε καθεστώς συσσωμάτωσης αποκαλύπτουμε τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές διαφορές σε σχέση με τον παραπάνω τύπο διακλάδωσης. Μια σημαντική παραλλαγή του συστήματος μεταφοράς προκύπτει εφαρμόζοντας ανατροφοδότηση του πρώτου δοχείου με το συνολικό υλικό που εκρέει από το τελευταίο. Η μαθηματική επεξεργασία αποδεικνύει ότι σε αυτήν την περίπτωση η δημιουργία συσσωματώματος συντελείται μέσω μιας διακλάδωσης Hopf αντί για διακλάδωσης διπλασιασμού περιόδου. Επιστρέφοντας στο αρχικό μας σύστημα, μελετάμε και το συνεχές όριο, θεωρώντας το διάδρομο μεταφοράς να έχει «άπειρο» μήκος. Η δυναμική ισορροπία, που ισοδυναμεί με το ισοζύγιο της μάζας ανάμεσα σε διαδοχικά δοχεία του διακριτού συστήματος, τώρα παίρνει τη μορφή μιας μη γραμμικής μερικής διαφορικής εξίσωσης δεύτερης τάξης με μη σταθερούς συντελεστές. Η προσεκτική μελέτη της εξίσωσης και των συντελεστών της, σε συνδυασμό πάντα με τις συνοριακές συνθήκες στην είσοδο και έξοδο του διαδρόμου, μας επιτρέπει όχι μόνο να αναπαραγάγουμε τα προηγούμενα αποτελέσματα υπό το πρίσμα του συνεχούς ορίου αλλά και να τα ερμηνεύσουμε βάσει φυσικών διεργασιών όπως είναι η μεταφορά (drift) και η διάχυση (diffusion). Ειδικότερα, η συσσωμάτωση συμβαίνει σε καθεστώς αρνητικής διάχυσης (antidiffusion). Κλείνουμε την διατριβή προτείνοντας γενικεύσεις των συστημάτων που ερευνήσαμε. Επεκτείνουμε το διάδρομο μεταφοράς σε πλέγματα δύο διαστάσεων και μελετάμε άλλα μοντέλα που σχετίζονται με ροές διακριτών σωματιδίων όπως είναι η κυκλοφορία οχημάτων στους αυτοκινητοδρόμους. / Granular materials are ubiquitous in nature and in our daily lives, and understanding their behavior is therefore of crucial importance. The present thesis wants to contribute to this. We focus on a conveyor belt, which is not only a representative model for numerous applications both in industry and the natural environment, but also a prime example of an open multi-particle system prone to spontaneous pattern formation. This places our study right in the center of the modern science of complexity. Initially we introduce the flux model, in which the granular material is treated as a special fluid (a continuous medium) with internal energy losses. We examine the dynamic equilibrium that exists in the system under steady state conditions and also the breakdown of this equilibrium when the inflow rate exceeds a certain critical threshold value, resulting in the formation of a cluster and the obstruction of the conveyor belt. We focus especially on the pre-clustering phenomena and find that these can be described mathematically by a reverse period doubling bifurcation. Investigating the relation between the precise form of the flux function and the way in which the transition to the clustered state takes place, we reveal that the above scenario via a reverse period doubling bifurcation is not universal. Also other bifurcation types are possible. An important variation of our transport system is obtained by applying a feedback mechanism: All the particles that flow out from the last compartment are inserted into the first, making the system closed with respect to matter (mass conservation). The mathematical analysis proves that in this case the cluster formation occurs via a Hopf bifurcation instead of a period doubling. Returning to our original system, we study its continuum limit by considering a conveyor belt of ‘infinite’ length. The dynamics of the system is now described by a second-order nonlinear partial differential equation with non-constant coefficients. A careful analysis of this PDE and its coefficients, in combination with the special boundary conditions at the entrance and exit of the system, allows us not only to reproduce the results of the discrete system in the setting of differential equations but also to interpret these results in terms of physical processes such as drift and diffusion. In particular, the clustering occurs when the diffusion coefficient becomes negative, which gives antidiffusion. We close this thesis by discussing several generalizations of the system investigated. Among other things we expand the one-dimensional conveyor belt to a two-dimensional lattice. We further propose to use a similar flux model for the study of other, non-granular instances of discrete particle flows, such as vehicles on a highway.
18

Μελέτη φυσικού επιπέδου τηλεπικοινωνιακών συστημάτων 3ης γενιάς και εξομοίωση καναλιού PRACH ανερχόμενης ζεύξης κατά την προτυποποίηση 3GPP

Παναγιωτακοπούλου, Αγγελική 15 January 2009 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία έγινε στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Ηλεκτρονικής και Υπολογιστών, στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Αντικείμενό της αποτελεί η μελέτη του φυσικού επιπέδου συστημάτων κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς και η εξομοίωση χαρακτηριστικού καναλιού του φυσικού επιπέδου σύμφωνα με την παγκόσμια προτυποποίηση 3GPP. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται ιστορική ανασκόπηση των συστημάτων προηγούμενων γενεών. Αναφέρονται βασικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ένα τηλεπικοινωνιακό σύστημα καθώς και η βασική δομή των κυψελοειδών συστημάτων. Γίνεται εισαγωγή στα συστήματα τρίτης γενιάς ως προς τις απαιτήσεις, τις υπηρεσίες που προσφέρουν, την προτυποποίηση και την αρχιτεκτονική τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετώνται οι τρόποι πολλαπλής πρόσβασης με ιδιαίτερη έμφαση στην προσπέλαση με διαίρεση κωδικών. Αναλύονται τα συστήματα διάχυσης φάσματος. Γίνεται εκτενής αναφορά και υλοποίηση προγραμμάτων για τις ψευδοτυχαίες ακολουθίες και τις ακολουθίες Gold. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται η δομή δικτύων επικοινωνίας κατά το μοντέλο OSI. Αναφέρονται τα επίπεδα των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων με διεξοδική μελέτη του φυσικού επιπέδου και στις διεπαφές που χρησιμοποιεί για επικοινωνία καθώς και στις υπηρεσίες που προσφέρει. Αναλύεται η δομή όλων των φυσικών καναλιών και εξομοιώνεται η διαδικασία ενθυλάκωσης του καναλιού PRACH. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύονται οι κώδικες διάχυσης των φυσικών καναλιών ανερχόμενης ζεύξης καθώς και η διαδικασία διάχυσης τους. Δημιουργούνται προγράμματα που παράγουν αυτούς τους κώδικες και γίνεται εξομοίωση της διάχυσης και της αποδιάχυσης του PRACH καναλιού. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται η διαδικασία κωδικοποίησης πηγής και μελετάται η PSK διαμόρφωση και αποδιαμόρφωση που χρησιμοποιούν τα συστήματα τρίτης γενιάς. Υλοποιούνται προγράμματα που εξομοιώνουν τη συνολική διαδικασία σε ενθόρυβο κανάλι AWGN μελετώντας την επίδραση του θορύβου σε μεταδιδόμενο σήμα. Όλες οι εξομοιώσεις υλοποιήθηκαν με το πρόγραμμα Matlab 7.1. / This master thesis is a part of the post-graduate course of the Physics department of the University of Patras, on Electronics and Computers. Its main objective is the study of the physical layer of 3rd generation telecommunication systems and the simulation of a particular channel, in accordance to 3GPP specifications. In the first chapter we review telecommunication systems of previous generations. We also refer to major problems that need to be dealt with and also the basic structure of cellular networks. 3rd generation telecommunication systems, their requirements, offered services, standardisation and architecture are all introduced. In the second chapter we study multiple access methods, emphasising CDMA methods. Moreover, spread spectrum systems are analysed. Finally we refer to pseudorandom and Gold sequences. Programs are created which generate these sequences. In the third chapter we look into the structure of communication networks according to the OSI model. The layers of telecommunication systems are mentioned, laying emphasis on the physical layer, the interfaces used for communication as well as the offered services. We report all physical channels and we simulate the encapsulation of the PRACH channel. In the fourth chapter we analyse the spreading and scrambling codes referring to the uplink channels. Next we point out the code allocation process. Programs are created which generate these spreading and scrambling codes and we finally simulate the spreading and de-spreading process of the PRACH channel. In the fifth chapter we outline the source coding process using PCM, and we study PSK modulation and demodulation which are used by 3rd generation telecommunication systems. We create programs that simulate the whole procedure in a noisy channel, and we study the effect of AWGN. The programs were created and the simulations were run using Matlab version 7.1.

Page generated in 0.0682 seconds