• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 106
  • 14
  • Tagged with
  • 120
  • 76
  • 17
  • 14
  • 14
  • 14
  • 13
  • 13
  • 13
  • 12
  • 10
  • 10
  • 10
  • 10
  • 9
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
41

Κατασκευές συμπλήρωσης διατεταγμένων χώρων

Παπαργύρη, Αθηνά 01 November 2010 (has links)
Στο κεφάλαιο 1 γίνεται μελέτη διατεταγμένων αλγεβρικών δομών. Δίνονται ορισμοί, αποδείξεις και στοιχειώδη αποτελέσματα, απαραίτητα σε όλη την πορεία της εργασίας. Ορίζουμε μερικώς διατεταγμένα σύνολα και μερική διάταξη σε αλγεβρικά συστήματα, βλέπουμε υπό ποίες προϋποθέσεις η μερική διάταξη επεκτείνεται σε ολική και άρα το σύνολο γίνεται ολικώς διατεταγμένο και στη συνέχεια τα διατεταγμένα σύνολα με μία εσωτερική πράξη ορίζουν μερικώς ή ολικώς διατεταγμένες ομάδες. Στο κεφάλαιο 2 παρουσιάζουμε συμπληρώσεις διατεταγμένων συνόλων και συγκεκριμένα, τα συμπληρώματα Dedekind, Kurepa και Krasner καθώς και ορισμένες ιδιότητες αυτών. Ο Dedekind (1831-1916) όρισε τις τομές Dedekind με τη βοήθεια των οποίων επέκτεινε τη διάταξη των φυσικών στο σύνολο των πραγματικών και θεμελίωσε με αυτόν τον τρόπο το σύνολο αυτό ως ένα διατεταγμένο σώμα. Η κατασκευή της δομής των πραγματικών εφοδιασμένη με τις πράξεις της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού και τη δίαταξη, καθώς και η κατασκευή της δομής του επιπέδου με τις ίδιες πραξεις και διάταξη κατά Dedekind παρουσιάζεται εκτενέστερα στο κεφάλαιο 3. Η γενίκευση της έννοιας του συμπληρώματος Kurepa και η εισαγωγή του συμπληρώματος Krasner, οφείλονται στον καθηγητή Λ. Ντόκα (1963). Η μέθοδος του Dedekind της συμπλήρωσης με τομές δεν είναι η μόνη μέθοδος κατασκευής των πραγματικών αριθμών. Η μέθοδος του G. Cantor (1845-1918) της συμπλήρωσης με ακολουθίες, είναι η δεύτερη εξίσου σημαντική μέθοδος, την οποία θα παρουσιάσουμε στο κεφάλαιο 4. Η μελέτη μας ολοκληρώνεται στο κεφάλαιο 5, όπου παρουσιάζεται ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για τις μερικώς διατεταγμένες ομάδες και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές επεκτείνονται σε ολικώς διατεταγμένες ομάδες, στηριζόμενοι στην εργασία “embedding groups into linear or lattice structures” των Κοντολάτου-Σταμπάκη (1987), όπου πραγματοποιούν επέκταση μίας μερικώς διατεταγμένης ομάδας, χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα του Fuchs για ύπαρξη επέκτασης ενός μερικώς διατεταγμένου συνόλου σε ολικώς διατεταγμένο. / In chapter 1 ordered algebraic structures are considered and we present certain definitions, proofs and elementary results which are necessary in the whole project. Partially ordered sets and partial order in algebraic systems is defined. Then we analyze under which conditions partial order can be extended to full order. This leads to fully ordered sets and those sets, along with an internal operation, define partially or fully ordered groups. In chapter 2 we present specific ordered set complements and in particular those of Dedekind, Kurepa and Krasner and furthermore we mention some of their properties. Dedekind sections where introduced by Dedekind (1831-1916), who used them in order to extend the order of natural numbers to the set of real numbers, making this set an ordered field. The construction of the real numbers structure along with the internal operations of addition and multiplication and order and the construction of the plane structure with the same operations and order, using Dedekind theory, is analytically presented in chapter 3. Due to L. Docas (1963), Kurepa complement was generalized and Krasner complement was introduced. Dedekind’s sections is not the only way to construct the set of real numbers. Another important method is that of G. Cantor (1845-1918), who used sequences for completion. We present this method in chapter 4. Finally, in chapter 5, we consider a paper published by A. Kontolatou and J. Stabakis (1987) entitled “Embedding groups into linear or lattice structures”. Fuchs’s results on the extend existence of a partially ordered set to fully ordered set is used. Based on the Kontolatou-Stabakis paper, we present an interesting result for partially ordered groups and certain conditions of how to extend those groups to fully ordered ones.
42

Προσομοίωση της τυρβώδους ανωστικής φλέβας σε ήρεμο στρωματοποιημένο περιβάλλον με την ολοκληρωματική μέθοδο

Μάρκου, Μάρκος 27 December 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία αναφέρεται στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωματικού μοντέλου 2ης τάξης για επίπεδες και κυκλικές, τυρβώδεις ανωστικές φλέβες σε περιβάλλοντα όπου επικρατεί στρωματοποίηση πυκνότητας και αποτελεί επέκταση μελέτης του Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Παναγιώτη Γιαννόπουλου η οποία έχει δημοσιευτεί υπό τον τίτλο “ An improved integral model for plane and round turbulent buoyant jets” στο περιοδικό J. Fluid Mech. το 2006, όπου μελετάται και αναπτύσσεται ένα παρόμοιο μοντέλο σε μη στρωματοποιημένο περιβάλλον. Αρχικά οι μερικές διαφορικές εξισώσεις του όγκου, της ορμής και της διατήρησης του ιχνηθέτη ολοκληρώνονται στην διατομή της ανωστικής φλέβας, παίρνοντας δεδομένο πως ισχύει η αρχή της αυτό-ομοιότητας. Το κλείσιμο της τύρβης επιτυγχάνεται με την υπόθεση ενός σταθερού ρυθμού εξάπλωσης της ανωστικής φλέβας μέχρι το σημείο που αυτό παγιδεύεται εξαιτίας της στρωματοποίησης. Οι κανονικές διαφορικές εξισώσεις που προκύπτουν από αυτή την ολοκλήρωση σχηματίζουν ένα σύστημα εξισώσεων το οποίο λύνεται με την βοήθεια ενός αλγορίθμου Runge-Kutta 4ης τάξης που διαμορφώσαμε κατάλληλα. Έπειτα το μοντέλο επικυρώνεται με την σύγκριση των αποτελεσμάτων αυτής της αριθμητικής διαδικασίας με αποτελέσματα απο Yannopoulos (2006) και εξάγονται συμπεράσματα και παρατηρήσεις για την επίδραση της στρωματοποίησης στην διάδοση της φλέβας, επιπλέον επιχειρείται μια προσπάθεια ανάπτυξης ενός συμπληρωματικού μοντέλου ρευστομηχανικής ανάλυσης των φαινομένων που εξελίσσονται εντός της παγιδευμένης περιοχής. Σκοπός συνεπώς αυτής της εργασίας είναι η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου ερευνητικού εργαλείου που θα μπορέσει να προβλέπει κατανομές ταχυτήτων, συγκεντρώσεων αλλά και γεωμετρικά και άλλα σημαντικά μεγέθη σε τυρβώδεις ανωστικές φλέβες που εμφανίζονται σε περιβάλλοντα όπου η στρωματοποίηση παίζει σημαντικό ρόλο. / The specific study refers to the development of a second order integral model for plane and round, turbulent, buoyant jets in stratified environments and is considered as an extension to the primary study of Pr. Yannopoulos, of the university of Patras, which was published under the title "An improved integral model for plane and round turbulent buoyant jets” in 2006 at J. Fluid Mech where a similar model is being studied in a uniform environment. Originally the partial differential equations of volume, momentum and conservation of tracer are integrated in the cross section of the buoyant jet with the help of the self similarity assumption. The closure of the turbulence is succeeded with the use of the spreading concept up to the point where the jet gets trapped. The ordinary differential equations that result from this procedure produce a set of equations which gets solved by a 4th order Runge-Kutta algorithm which was configured properly. After that the model gets validated via the comparison of its results with the findings of Yannopoulos for the same phenomenon in a uniform environment so that we can make observations and reach to conclusions considering the effect of stratification for the spreading of the jet. Moreover the development of a complementary model is attempted in order to provide a fluid dynamic analysis for the phenomena that take place inside the trapped area. Therefore the purpose of the specific study is the development of a reliable research tool that can predict the distributions of velocity and concentration as well as geometric and some other important quantities that play a significant role in these kind of jets.
43

Development of mammographic syntetic images using Monte Carlo techniques / Δημιουργία συνθετικών μαστογραφικών εικόνων με τεχνικές Monte Carlo

Μπάκα, Ειρήνη 02 February 2011 (has links)
Breast cancer is the most frequent cancer worldwide. The x-ray mammography an important imaging technique for detection can succeed balance between low breast dose and high image quality with the achievement of high sensitivity and specificity. Special requirements lead to the continuing effort to optimize the mammographic technique. Different studies target in improvement of quality image and as a consequence increase the diagnostic accuracy of pathological findings. In this study Monte Carlo methods play a key role as it offers a safe, reliable, inexpensive and flexible tool for complicated studies in medical radiation physics. It gives the solution to a major limitation, the lack of quantitative objective measures of the characteristics of pathological findings inside the environment of a real mammographic image. Different pathological findings are simulated in this study with the help of Monte Carlo techniques having the same density with the area of a clinical mammogram where they are superimposed, creating the synthetic images. The whole followed procedure is presented. Finally a number of result images is created containing different types and sizes of pathological findings reaching the conclusion that calcifications can be very well simulated up to 200μm ,lesions as masses can be realistic up to 0.5cm and especially when the appropriate size is embedded in the suitable heterogeneous area. Finally, masses of air was a difficult task since turned to be difficult to simulate a realistic cyst. The simulation procedure and created synthetic images can be evaluated by experts and gives the opportunity as a future work for a large database to be created. Untrained scientists can take advantage of this procedure or evaluating the detactibility of CAD systems. / Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνός καρκίνος παγκοσμίως. Η μαστογραφία με ακτίνες Χ, μια σημαντική απεικονιστική τεχνική για ανίχνευση παθολογικών ευρημάτων μπορεί να επιτύχει ισορροπία μεταξύ χαμηλής δόσης μαστού και υψηλή ποιότητα εικόνας με την επίτευξη υψηλής ευαισθησίας και ειδικότητας. Ειδικές απαιτήσεις οδηγούν στη συνεχόμενη προσπάθεια για βελτιστοποίηση της μαστογραφίας.Διαφορετικές μελέτες στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας της εικόνας και σαν συνέπεια αυξάνουν τη διαγνωστική ακρίβεια. Σε αυτή τη μελέτη οι μέθοδοι Monte Carlo παίζουν ένα σημαντικό ρόλο,καθώς προσφέρει ένα ασφαλές, αξιόπιστο, οικονομικό και εύχρηστο εργαλείο για πολύπλοκες μελέτες στην ιατρική ακτινοφυσική.Δίνει τη λύση σε ένα μεγάλο περιορισμό, την έλλειψη ποσοτικοποιημένων, αντικειμενικών μετρήσεων των χαρακτηριστικών των παθολογικών ευρημάτων μέσα στο περιβάλλον μιας πραγματικής μαστογραφικής εικόνας.Διαφορετικά παθολογικά ευρήματα προσομοιώνονται σε αυτή τη μελέτη με τη βοήθεια μεθόδων Monte Carlo διατηρώντας τη ίδια πυκνότητα με την περιοχή της κλινικής μαστογραφίας όπου θα τοποθετηθούν, δημιουργώντας συνθετικές εικόνες. Όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε παρουσιάζεται. Τελικά, μια ποσότητα από εικόνες αποτελέσματα δημιουργείται περιέχοντας διαφορετικούς τύπους και μεγέθη παθολογικών ευρημάτων, φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι οι αποτιτανώσεις μπορούν να προσομοιωθούν μέχρι τα 200 μm, αλλοιώσεις σαν μάζες μπορούν να είναι ρεαλιστικές μέχρι 0.5cm και ειδικά όταν το κατάλληλο μέγεθος τοποθετείται στην κατάλληλη ετερογενή περιοχή. Τέλος, οι μάζες αέρα ήταν δύσκολο θέμα καθώς αποδείκτηκε δύσκολο να προσομοιωθεί μία ρεαλιστική κύστη. Η διαδικασία προσομοίωσης και οι συνθετικές εικόνες που δημιουργήθηκαν μπορούν να αξιολογηθούν από έμπειρους και να δώσει την ευκαιρία σαν μελλοντική δουλειά να δημιουργηθεί μια μεγάλη βάση δεδομένων. Μη εκπαιδευμένοι επιστήμονες μπορούν εκπαιδευτούν ή να αξιολογηθεί η ικανότητα ανίχνευσης των υπολογιστικών συστημάτων.
44

Contrast detail analysis in mammography utilizing Monte Carlo methods

Μεταξάς, Βασίλειος 20 April 2011 (has links)
Mammography, either for screening or for the examination of a woman who displays symptoms of breast cancer, must be capable of revealing subtle differences in density and composition of breast parenchymal tissue, as well as the presence of any abnormalities. This is a challenging imaging task since connective tissue, glandular tissue, skin and fat must be simultaneously visualized and differentiated, while having very similar attenuation coefficients and thus low subject contrast. The detection of small low-contrast lesions is essential for screening mammography. Because the mammogram is a projected image of superimposed breast structures, it is generally more difficult to detect cancer in a dense breast pattern. This is attributed to minor differences in x-ray attenuation between lesions and the surrounding parenchymal. The visibility of small structures on a mammogram is restricted by the compromise between the image quality and the absorbed dose. This leads to a continuous drive for improved techniques, mainly with respect to improving the low contrast character of the technique. In the framework of this master thesis, the imaging performance of a wide range of mammographic spectra has been evaluated and their influence on imaging of inhomogeneities was studied. These spectra correspond to several combinations of anode (Mo, Rh, W) and filter (Mo, Rh, Nb, Zr Al, and Pd) materials and diameters (90–250 μm), and tube voltages (26-30 kVp), with 1 mm Be-window inherent filtration. A properly designed mathematical breast phantom was utilized, simulating water, containing two identical spherical inhomogeneities of air of various diameters. An earlier developed and validated Monte Carlo model (MASTOS), was utilized for the simulation studies. Utilizing the developed model, the influence of the factors affecting the x-ray spectrum (tube voltage, anode material, filter material) on the detectability of small low contrast lesions was investigated in terms of Contrast to Noise Ratio (CNR) and Contrast-Detail (CD) analysis. Results demonstrate that spectra mainly produced from W anodes and filtered with k-edge filters (Mo, Rh, Nb, Pd and Zr) provide improved imaging characteristics that is similar and in some cases better compared to commonly used Mo and Rh anodes filtered with k-edge filters, especially for inhomogeneities of larger diameters. However, in the case of inhomogeneities of smaller diameter softer spectra mainly produced from Mo anodes and spectra filtered with k-edge filters of low energy k-absorption edge provide better CNR. As far as the filter material is concerned, k-edge filters demonstrate improved imaging performance compared to Al filter. This is the reason that justifies the use of these filters in clinical mammographic procedure. Tube voltage has a limited effect on CNR for all inhomogeneity sizes. As a conclusion, the discriminability of low contrast details, in terms of CNR, depends on all the parameters affecting the x-ray spectrum, but especially on the combination of the anode material and filter. / Η μαστογραφία, είτε για απεικόνιση είτε για εξέταση γυναικών που παρουσιάζουν συμπτώματα καρκίνου του μαστού, πρέπει να είναι ικανή να αποκαλύπτει τόσο πολύ μικρές διαφορές στην πυκνότητα και σύσταση του μαστογραφικού παρεγχύματος, όσο και την παρουσία ανωμαλιών. Αυτή είναι μια αντικρουόμενη διαδικασία καθώς ο συνδετικός ιστός, ο αδενικός ιστός, το δέρμα και το λίπος πρέπει ταυτοχρόνως να απεικονιστούν και να διαφοροποιηθούν ενώ έχουν πολύ μικρές διαφορές στους συντελεστές εξασθένισης και γι’αυτό το λόγο χαμηλή αντίθεση θέματος. Η ανίχνευση μικρών χαμηλής αντίθεσης αλλοιώσεων είναι απαραίτητη για την απεικονιστική μαστογραφία. Επειδή το μαστογράφημα είναι μια προβολική εικόνα των δομών του μαστού, είναι γενικά πολύ δύσκολο να ανιχνευθεί ο καρκίνος σε ένα πυκνό μαστογραφικό παρέγχυμα. Αυτό αποδίδεται στις ασήμαντες διαφορές στην εξασθένιση των ακτινών χ μεταξύ των αλλοιώσεων και του περιβάλλοντος παρεγχύματος του μαστού. Η ανιχνευσιμότητα των μικρών δομών σε μια μαστογραφία περιορίζεται από τον συμβιβασμό ανάμεσα στην ποιότητας εικόνας και την απορροφούμενη δόση. Αυτό οδηγεί σε μια συνεχή προσπάθεια για βελτιωμένες τεχνικές, λαμβάνοντας υπόψη τα χαμηλής αντίθεσης χαρακτηριστικά της μαστογραφικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας αποτιμήθηκε η απεικονιστική ικανότητα ενός μεγάλου εύρους μαστογραφικών φασμάτων και μελετήθηκε η επίδρασή τους στην ανιχνευσιμότητα ανομοιογενειών. Τα φάσματα αυτά αντιστοιχούν σε διάφορους συνδυασμούς υλικών ανόδων (Mo, Rh, W), φίλτρων (Mo, Rh, Nb, Zr Al, and Pd) και υψηλών τάσεων με έμφυτο φιλτράρισμα 1mm παράθυρο Βe. Χρησιμοποιήθηκε ένα κατάλληλα σχεδιασμένο μαθηματικό ομοίωμα μαστού από νερό που περιέχει δύο πανομοιότυπες ανομοιογένειες αέρα διαφόρων διαμέτρων. Για τις μελέτες προσομοίωσης χρησιμοποιήθηκε ένα νωρίτερα ανεπτυγμένο και επικυρωμένο μοντέλο Monte Carlo, το MASTOS. Χρησιμοποιώντας το μοντέλο, διερευνήθηκε η επίδραση των παραγόντων που επηρεάζουν το μαστογραφικό φάσμα (υλικό ανόδου, υλικό φίλτρου, υψηλή τάση), στην ανιχνευσιμότητα μικρών χαμηλής αντίθεσης λεπτομερειών σε όρους αντίθεσης προς θόρυβο (CNR). Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι τα φάσματα που παράγονται από ανόδους W και φιλτράρονται με φίλτρα κ-αιχμής (Mo, Rh, Nb, Pd, Zr) δίνουν βελτιωμένα απεικονιστικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι παρόμοια και σε μερικές περιπτώσεις καλύτερα συγκρινόμενα με φάσματα από ανόδους Mo και Rh φιλτραρισμένα με φίλτρα κ-αιχμής, ειδικά για τις μεγαλύτερες ανομοιογένειες. Παρολ’αυτά, στην περίπτωση των μικρότερων ανομοιογενειών τα μαλακά φάσματα που παράγονται από ανόδους Mo και φιλτράρονται με φίλτρα κ-αιχμής, με αιχμή απορρόφησης χαμηλής ενέργειας παρέχουν καλύτερο λόγο αντίθεσης προς θόρυβο (CNR). Λαμβάνοντας υπόψη το υλικό του φίλτρου, τα φίλτρα κ-αιχμής προσφέρουν καλύτερη απεικόνιση συγκρινόμενα με τα φίλτρα αλουμινίου (Al). Αυτός είναι ο λόγος που δικαιολογεί τη χρήση αυτών των φίλτρων στην κλινική μαστογραφική διαδικασία. Η υψηλή τάση έχει περιορισμένη επίδραση στον λόγο αντίθεσης προς θόρυβο για όλα τα μεγέθη ανομοιογενειών. Γενικά ως συμπέρασμα, η ανιχνευσιμότητα των χαμηλής αντίθεσης λεπτομερειών σε όρους αντίθεσης προς θόρυβο, εξαρτάται από όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν το μαστογραφικό φάσμα, αλλά κυρίως από το υλικό της ανόδου και το υλικό του φίλτρου.
45

Μετάδοση δεδομένων με χρήση πολλαπλών φερουσών / Multicarrier transmission

Ράμαη, Αλκέτα-Αικατερίνη 03 October 2011 (has links)
Η διαμόρφωση και η πολύπλεξη είναι από τα πιο σημαντικά τμήματα των συστημάτων ψηφιακής μετάδοσης και στόχος τους είναι να επιτύχουν την αποτελεσματική χρήση του καναλιού. Η τεχνική OFDM είναι μια μέθοδος διαμόρφωσης και πολύπλεξης για τη μετάδοση με πολλαπλές φέρουσες σε χρονικώς και συχνοτικώς επιλεκτικά κανάλια. Προσφέρει μεγαλύτερη ανοσία στη Διασυμβολική Παρεμβολή (ISI) και μπορεί να υλοποιηθεί εύκολα με χρήση του γρήγορου μετασχηματισμού Fourier. Η παρούσα διπλωματική εργασία στοχεύει στην καλή κατανόηση και παρουσίαση του ασύρματου καναλιού, του ισοδύναμου μοντέλου βασικής ζώνης του, καθώς και των φυσικών παραμέτρων, βάσει των οποίων κατηγοριοποιούμε τα ασύρματα συστήματα. Εξαιτίας των διαλείψεων πολυδιόδευσης, που δεν μπορούν να αποφευχθούν στα ασύρματα συστήματα, η τεχνική OFDM είναι περισσότερο κατάλληλη για αυτά τα συστήματα, παρά για τα ενσύρματα. Στη συνέχεια, προσομοιώνεται ένα σύστημα OFDM για διάφορα είδη καναλιών. Συγκεκριμένα, αρχικά θεωρείται ως περιβάλλον μετάδοσης το κανάλι AWGN και στη συνέχεια, το συχνοτικώς επιλεκτικό, σταθερό κανάλι. Στην επόμενη προσομοίωση χρησιμοποιήθηκε (συχνοτικώς επιλεκτικό) σταθερό κανάλι με εκθετική κρουστική απόκριση. Στις δύο τελευταίες προσομοιώσεις θεωρήσαμε κανάλι Rayleigh επίπεδης διάλειψης και ένα είδος συχνοτικώς επιλεκτικού καναλιού με διαλείψεις Rayleigh, αντίστοιχα. / Modulation and multiplexing are between the most important parts of a digital transmission system and their goal is to achieve an efficient use of the channel. Orthogonal Frequency Division Multiplexing (OFDM) is both a modulation and multiplexing method for multicarrier transmission through time and frequency selective channels. It offers a greater immunity to Inter-Symbol Interference (ISI) and can be easily implemented using the fast Fourier transform (FFT). This Diploma thesis aims at the interpretation and the presentation of wireless channel and OFDM technique, in detail. Initially, we described the wireless channel, its baseband equivalent, and the physical parameters that are used to classify the different types of it. Because of the multipath fading which is unavoidable in wireless systems, OFDM is more appropriate for these ones than for wire systems. Then, we simulate an OFDM system. The simulations take place in several types of (wireless) channel. Especially, we firstly considered an AWGN channel and then a frequency-selective, non-fading channel. We also used an exponential frequency-selective, non-fading channel. For the two last simulations we considered the one-tap (flat), Rayleigh fading channel, and a type of frequency-selective, fading channel.
46

Υποδείγματα επιχειρησιακής έρευνας για την ανάπτυξη φυσικού δικτύου τραπεζών

Κάρλος, Νικόλαος 03 October 2011 (has links)
Ο Τραπεζικός τομέας έχει προσελκύσει πληθώρα μελετών που καλύπτουν μια ευρύτατη θεματολογική γκάμα και, ειδικότερα για το τραπεζικό κατάστημα εστιάζουν, στο θέμα της χωροθέτησης και της αξιολόγησης της απόδοσης των καταστημάτων. Η παρούσα μελέτη σκοπεύει να συνεισφέρει στην πληρέστερη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αναφορικά με την εξέλιξη και τη στρατηγική ανάπτυξης του φυσικού δικτύου διανομής, που είναι το τραπεζικό κατάστημα. Ο κύριος ερευνητικός στόχος της μελέτης είναι διττός : 1. να διαπιστωθεί το γεγονός ότι υπάρχουν οι μεταβλητές εκείνες, που εκφράζουν τους στρατηγικούς στόχους μιας Τράπεζας (π.χ. μεγέθους, κερδοφορίας, κ.α.) και οι οποίες επεξηγούν τις μεταβολές στον αριθμό των τραπεζικών Καταστημάτων, ώστε να καταλήξουμε στη δημιουργία ενός υποδείγματος. Ταυτόχρονα διερευνάται κατά πόσο το υπόδειγμα αυτό έχει προβλεπτική αξία ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί για να εκτιμηθεί ο «επιθυμητός» αριθμός τραπεζικών καταστημάτων προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στρατηγικοί στόχοι μιας Τράπεζας. 2. να δοθεί ένα παράδειγμα ούτως ώστε να γίνει αντιληπτή η διαδικασία επιλογής της τοποθεσίας για την εγκατάσταση ενός νέου καταστήματος, αν κριθεί από την ανωτάτη Διοίκηση μια τράπεζας, βάσει της προηγούμενης διαδικασίας, ότι απαιτείται η επέκταση του φυσικού δικτύου. Τα βήματα της ερευνητικής μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε είναι τα εξής: • Επιλέχθηκε η τράπεζα προς μελέτη και συλλέχθηκαν οικονομικά δεδομένα από δημοσιευμένες πηγές για την περίοδο 1990-2003 • Καταγράφηκε η βασική ερευνητική μας υπόθεση υπό τη μορφή μιας εξίσωσης, όπου ο αριθμός των Καταστημάτων μιας Τράπεζας (εξαρτημένη μεταβλητή) είναι συνάρτηση των στρατηγικών στόχων μιας Τράπεζας σε τομείς όπως μερίδια αγοράς, κερδοφορία, αποτελεσματικότητα, κ.α. (ανεξάρτητες μεταβλητές). • Μέσω της ανάλυσης παλινδρόμησης, καταλήξαμε σε μια σειρά πολλαπλών γραμμικών παλινδρομήσεων όπου εντοπίσθηκαν στατιστικά σημαντικές σχέσεις με ορισμένες από τις μεταβλητές μας. Διενεργήθηκαν όλοι οι απαραίτητοι στατιστικοί (διαγνωστικοί) έλεγχοι. • Μέσω της ασαφούς αναλυτικής ιεράρχησης δεδομένων ( fuzzy AHP ) και της μεθόδου TOPSIS επεξεργάστηκαν τα σημαντικότερα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη σε μια διαδικασία χωροθέτησης τραπεζικού καταστήματος και έγινε επιλογή της προτιμότερης τοποθεσίας, αφού ταξινομήθηκαν όλες οι εναλλακτικές επιλογές βάσει της ελκυστικότητάς τους. Η εν λόγω διπλωματική εργασία ακολουθεί την παρακάτω δομή-λογική: Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η δομή και μια συνοπτική ιστορική εξέλιξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να γίνεται κατανοητό το πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε το δίκτυο των τραπεζικών καταστημάτων, ως κυρίαρχο κανάλι διανομής. Επίσης αναπτύσσονται οι θεωρίες που αφορούν το τραπεζικό κατάστημα, το ρόλο του, τη δομή του, την εξέλιξή του στα πλαίσια της τραπεζικής αγοράς. Παράλληλα εξετάζεται η βιβλιογραφία που αφορά στις θεωρίες ανάπτυξης, αξιολόγησης και χωροθέτησης των τραπεζικών καταστημάτων. Επιπροσθέτως, παρατίθενται συνοπτικά τρεις μελέτες – άρθρα που αποδελτιώθηκαν από τον ηλεκτρονικό τύπο τα οποία εστιάζουν στη σημασία του δικτύου καταστημάτων μιας τράπεζας, και τελικά, δείχνουν να εξαίρουν τη σπουδαιότητά του ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται μια μελέτη πραγματικής περίπτωσης ενός μοντέλου παλινδρόμησης με το οποίο επιχειρείται να εκτιμηθεί το κατά πόσον επηρεάζεται η μεταβολή του αριθμού των τραπεζικών καταστημάτων συγκεκριμένης τράπεζας από κάποιες μεταβλητές, οι οποίες εκφράζουν συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους της τράπεζας. Στο τρίτο μέρος διενεργείται μελέτη ανάλυσης χωροθέτησης για μια πραγματική περίπτωση, αφού πρώτα παρουσιαστούν οι τεχνικές που εφαρμόστηκαν (AHP, fuzzy AHP, TOPSIS). Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη χωροθέτησης που γίνεται στην τουρκική επικράτεια προκειμένου να επιλεγεί η κατάλληλη περιοχή εγκατάστασης ενός νέου τραπεζικού καταστήματος. Η ιεράρχηση των εξεταζόμενων κριτηρίων επιλογής γίνεται με τη μέθοδο TOPSIS, ενώ η επιλογή της τοποθεσίας πραγματοποιείται με τη βοήθεια της ασαφούς αναλυτικής ιεράρχησης δεδομένων (fuzzy AHP). Μπορούμε να πούμε ότι επιχειρείται να προσεγγιστεί το θέμα της χωροθέτησης με τρόπο παραγωγικό. Από το γενικό, την ανάγκη για νέα καταστήματα σε μια ευρύτερη περιοχή όπως το σύνολο της χώρας-αυτό παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος της συγκεκριμένης διατριβής-πάμε στο ειδικό, την απόφαση για την τοποθεσία του νέου καταστήματος του οποίου την ανάγκη ίδρυσης η προηγούμενη διαδικασία ανέδειξε-πρόκειται για το τρίτο μέρος της διατριβής. Και όλα αυτά, μετά την αναφορά στο τραπεζικό σύστημα, τις λειτουργίες του, τις δομές του και τη διαχρονική εξέλιξή του και ΚΥΡΙΩΣ αφού επισημάνθηκε η σημασία του φυσικού δικτύου μιας και παρουσιάστηκαν μελέτες από διαφορετικές πηγές που ωστόσο συγκλίνουν προς τη συνεχιζόμενη σπουδαιότητα του δικτύου καταστημάτων. / -
47

Ανάλυση ελεγχόμενης σύγχρονης μηχανής μόνιμου μαγνήτη με τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων / Analysis of a brushless DC motor driven by a three-phase inverter using the finite element method

Τράκα, Φωτεινή 09 January 2012 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τη μελέτη, το σχεδιασμό και την εξομοίωση ενός σύγχρονου κινητήρα μόνιμου μαγνήτη (Brushless DC) οδηγούμενο από τριφασικό αντιστροφέα. Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Ηλεκτρομηχανικής Μετατροπής Ενέργειας του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Στις μέρες μας, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, ευνοεί την αντικατάσταση σε πολλές εφαρμογές των κλασικών σύγχρονων και ασύγχρονων μηχανών από μηχανές νέας τεχνολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, του νέου αυτού τύπου μηχανών, είναι και η Σύγχρονη Μηχανή Μόνιμου Μαγνήτη . Η ευκολία στον έλεγχο, η απουσία ψηκτρών και των προβλημάτων που αυτές δημιουργούν, ο μεγάλος βαθμός απόδοσης, καθώς και η υψηλή πυκνότητα ισχύος, την έχουν καταστήσει ιδανική επιλογή για μεγάλο πλήθος εφαρμογών. Σκοπός λοιπόν της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη και προσομοίωση ενός συγκεκριμένου 8πολικού κινητήρα τύπου Brushless DC, ονομαστικής ισχύος 660 W , ονομαστικής τάσης 48 V, και ονομαστικής ταχύτητας 3000 rpm, μέσω της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων, με τη βοήθεια του λογισμικού Opera σε δύο διαστάσεις (2d). Στο περιβάλλον σχεδίασης κυκλωμάτων του ίδιου προγράμματος, σχεδιάσθηκε και ο τριφασικός αντιστροφέας ισχύος, για την οδήγηση του κινητήρα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε, στην εξομοίωση του τρόπου λειτουργίας των αισθητήρων Hall, μέσω των ημιαγωγικών διακοπτικών στοιχείων του αντιστροφέα, τα οποία ρυθμίστηκαν για να λειτουργούν σε κατάλληλες, για την υπό μελέτη μηχανή, χρονικές περιόδους. Κρίσιμη ήταν επίσης, η επιλογή της αρχικής θέσης του δρομέα, ώστε να παραχθεί η μέγιστη δυνατή ροπή με τη μικρότερη δυνατή ταλάντωση. / In this dissertation, the design and simulation of a permanent magnet synchronous motor (Brushless DC) with trapezoidal Back-Electromotive Force, driven by a three-phase inverter, is presented. The work was conducted at the Laboratory of Electromechanical Energy Conversion, Department of Electrical and Computer Engineering, University of Patras. Nowadays, due to the rapid evolution of technology, classical synchronous and asynchronous machines are being replaced in many applications, by modern types of machine. An example of these modern types of machine is the Permanent Magnet Synchronous Machine. The ease in control, the absence of brushes and of the consequent problems, as also, the high efficiency and the high power density, are some of the characteristics that have made Brushless DC an ideal choice for a wide range of applications. The purpose of the present dissertation is the analysis and simulation of a specific Brushless DC motor, with a nominal power of 660 W, a nominal voltage of 48 V, and a nominal speed of 3000 rpm, using the Opera software in two dimensions (2d), which bases its analysis on the Finite Element Method (FEM). In the Circuit Editor environment of the same software, a three-phase inverter for driving the motor was designed. Special attention was given to the operation of the switching components of the inverter. Critical was also, the choice of the initial position of the rotor, so that the production of maximum torque with minimum ripple could be achieved.
48

Δημιουργία μοντέλου πεπερασμένων στοιχείων και μελέτη σύγχρονης μηχανής μόνιμου μαγνήτη αξονικής ροής ως ανεμογεννήτρια

Μητροπούλου, Μαρία 07 June 2013 (has links)
Το θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της σύγχρονης μηχανής αξονικής ροής με μόνιμους μαγνήτες, που προορίζεται να λειτουργήσει σε ανεμογεννήτρια, μέσω της δημιουργίας του αντίστοιχου τρισδιάστατου μοντέλου πεπερασμένων στοιχείων. Σκοπός της εργασίας είναι η σχεδίαση και η εξομοίωση του μοντέλου στις τρεις διαστάσεις μέσω του λογισμικού της OPERA 3D. Τα δεδομένα, προκειμένου να επιτευχθεί η σχεδίαση της μηχανής, προέκυψαν έπειτα από ακριβή διαδικασία διαστασιολόγησής της αξιοποιώντας τις θεωρητικές σχέσεις που, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, περιγράφουν τη λειτουργία της. Η δομή της διπλωματικής εργασίας διαρθρώνεται ως εξής. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη αναφορά στο θέμα της αιολικής ενέργειας σε σχέση με την αξιοποίησή της τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς επίσης και μια παράθεση στοιχείων που αφορούν τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας των ανεμογεννητριών. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η διερεύνηση της βέλτιστης τοπολογίας σύγχρονης μηχανής αξονικής ροής που φέρει μόνιμους μαγνήτες για χρήση σε ανεμογεννήτρια. Η διερεύνηση γίνεται ως προς τη διάταξη δρομέα – στάτη, το τύλιγμα και τους μαγνήτες της μηχανής. Συνεχίζοντας, στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθεται η θεωρητική ανάλυση της συγκεκριμένης μηχανής και η βήμα προς βήμα διαδικασία της διαστασιολόγησής της. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το περιεχόμενο αυτού του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα συνεργασίας με τη φοιτήτρια του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών Αγγελίνα Ιωάννου, της οποίας η Διπλωματική Εργασία είναι παρόμοιου θέματος με αυτό της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη θεωρητική προσέγγιση της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων και μια εισαγωγή στον τρόπο λειτουργίας του λογισμικού της OPERA 3D. Στο πέμπτο κεφάλαιο δίνονται οι βασικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που σχεδιάστηκε το μοντέλο στην OPERA 3D. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις εξομοιώσεις του μοντέλου στην OPERA 3D οι οποίες περιλαμβάνουν: • Στατική γραμμική ανάλυση της τοπολογίας διπλού δρομέα – μονού στάτη • Στατική μη γραμμική ανάλυση της τοπολογίας διπλού δρομέα – μονού στάτη • Στατική γραμμική ανάλυση της τοπολογίας μονού δρομέα – μονού στάτη • Στρεφόμενη γραμμική ανάλυση της τοπολογίας διπλού δρομέα – μονού στάτη εν κενώ • Στρεφόμενη γραμμική ανάλυση της τοπολογίας διπλού δρομέα – μονού στάτη για διάφορα φορτία / The subject of this thesis is the research of a permanent magnet axial flux synchronous machine, which is intended to operate in a wind turbine, through finite element analysis. The purpose of this thesis is the design and the simulation of the model in three dimensions using the software OPERA 3D. The data we needed, in order to achieve the design of the machine, were results of a detailed process of sizing with the use of all the theoretical relationships that, according to the literature, describe machine’s operation. This thesis is structured as follows. The first chapter is a brief reference to the issue of wind energy in relation to its use both in Greece and abroad, as well as a quote data concerning the characteristics and operation of wind turbines. The second chapter presents the investigation of the optimal topology of a permanent magnet axial flux synchronous machine used in wind turbines. The investigation includes the rotor – stator order, the winding and the magnets of the machine. Continuing, the third chapter presents the theoretical analysis of this machine and the step by step process of sizing. It should be noted that the content of this chapter is the result of cooperation with the student of the Department of Electrical and Computer Engineering in the University of Patras, Aggelina Ioannou whose thesis subject is similar to that of this thesis. The fourth chapter is a brief theoretical approach to the finite element method and an introduction to the way the software OPERA 3D operates. The fifth chapter provides basic information about how the model was designed to OPERA 3D. Finally, the sixth chapter presents the results obtained from simulations of the model in OPERA 3D which include: • Static linear analysis of the double rotor – single stator topology • Static non linear analysis of the double rotor – single stator topology • Static linear analysis of the single rotor – single stator topology • RΜ linear no load analysis of the double rotor – single stator topology • RΜ linear load analysis of the double rotor – single stator topology
49

Κλιματικοί δείκτες και επεξεργασία χρονοσειρών βροχόπτωσης στην Δυτική Ελλάδα

Σπυρόπουλος, Πέτρος 14 December 2009 (has links)
Η παρούσα εργασία διαπραγματεύεται την επεξεργασία ετήσιων και εποχικών χρονοσειρών βροχόπτωσης από 12 σταθμούς της Δυτικής Ελλάδας για την περίοδο 1975-2004. Επιπλέον για τους 8 από τους συνολικά 12 σταθμούς όπου υπήρχε η δυνατότητα, η επεξεργασία αφορά μια περίοδο 50 ετών (1956-2005). Χρησιμοποιώντας ως κλιματικό δείκτη το ετήσιο βροχομετρικό ύψος προκύπτει ότι το σύνολο των 12 σταθμών χαρακτηρίζεται εν γένει από έναν συνδυασμό ημίυγρου ή υγρού κλιματικού τύπου. Χρησιμοποιώντας τον μη-παραμετρικό έλεγχο των Mann-Kendall για την εξακρίβωση παρουσίας τάσεων σε βάθος χρόνου, για την περίοδο 1975-2004 δεν διαφαίνεται η ύπαρξη κάποιας σημαντικής τάσης εκτός από τις ετήσιες βροχοπτώσεις του Πύργου που εμφανίζουν μία σημαντικά αρνητική τάση. Την περίοδο από το 1956-2005 προκύπτουν σημαντικά αρνητικές τάσεις τόσο σε εποχική βάση (κυρίως την άνοιξη) όσο και σε ετήσια για τους μισούς από τους οκτώ σταθμούς που εξετάστηκαν. Η Γάμμα κατανομή είναι εκείνη που περιγράφει καλύτερα το φυσικό μέγεθος ύψος βροχόπτωσης και στην περίπτωση μας προσδιορίζονται ανά σταθμό και για την περίοδο 1975-2004 (σε εποχική και ετήσια βάση), οι παράμετροι της με την βοήθεια της μεθόδου μέγιστης πιθανοφάνειας. Στα πλαίσια της φασματικής ανάλυσης, για να εξακριβωθεί η ύπαρξη ή οχι περιοδικότητας στην τιμή της διασποράς των εποχικών και ετήσιων τιμών βροχόπτωσης χρησιμοποιούνται οι 7 σταθμοί για τους οποίους υπάρχει επάρκεια μετρήσεων με εξεταζόμενη περίοδο την πεντηκονταετία 1955-2004 και κάνοντας χρήση της μεθόδου Blackman-Tukey. Προκύπτει με την εν λόγω μέθοδο ότι κατά την διάρκεια του φθινοπώρου και της άνοιξης δεν διαφαίνονται κάποια σαφή στοιχεία περιοδικότητας στην διασπορά των υψών υετού των 7 σταθμών. Αυτό δεν ισχύει όμως για τον χειμώνα αλλά και σε ετήσια βάση, όπου στα φάσματα των τιμών υετού των σταθμών αποκαλύπτονται τρεις περιοχές συχνοτήτων περιοδικότητας που μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές οι σταθμοί της Δυτικής Ελλάδας επηρεάζονται από τα ίδια περιπου βαρομετρικά συστήματα και άρα είναι φυσιολογικό να εμφανίζουν παρόμοιες συνιστώσες περιοδικότητας στις διασπορές των τιμών υετού τους. / This work deals with the processing of annual and seasonal precipitation series from 12 stations of West Greece for a 30-year study period (1975-2004). Moreover for 8 out for τηε 12 stations where possible, the processing uses a 50-year study period (1956-2005). By using the annual precipitation height as an climatic index it follows that the total of the twelve stations is characterized generally by a combination of semi-wet and wet climatic type. Making use of nonparametric Mann-Kendall test for ascertaining the existence of trend, it doesn't follow any significant trend for the 30-year period (1975-2004), with the exception of the annual precipitation heights of Pirgos that show a significant negative trend. During the 50-year period (1956-2005) significant negative trends occur in seasonal (mainly during spring) and annual basis as well, for half of the eight stations which have been examined. Gamma distribution is tha type of statistical distribution that describes more effectively the physical quantity precipitation height, and in our case its parameters per station are being computed for the period 1975-2004, by using the maximum likelihood method. Under the framework of a Spectral analysis of the precipitation series (for the verification of periodicity in the variances of precipitation rates) , 7 stations are used for a 50-year study period (1955-2004) by using the Blackman-Tukey method. It follows after this method has been used, that precipitation series don't appear any periodicity during autumn and spring seasons. This is in contrast with the winter season and the annual rainfall values as well, where three parts of periodicity in the spectra of the stations appear that bear a common resemblance. This depicts the fact that genarally the total of West Greece stations are influenced by almost the same barometric pressure systems which leads to the variances of precipitation rates to appear common periodicity components.
50

Βακτηριακή & ιογενής ρύπανση των οστρακοειδών

Τσιμπουξή, Ανδρομάχη 01 August 2008 (has links)
Στα πλαίσια αυτής της διδακτορικής εργασίας μελετήθηκαν οι εμπορικά σημαντικότερες περιοχές καλλιέργειας και συγκομιδής οστρακοειδών του Ελλαδικού χώρου. Κατά τη διάρκεια περιόδου 18 μηνών πραγματοποιήθηκε μηνιαία συλλογή δειγμάτων στρειδιών (Οstrea edulis) και μυδιών (Mytilus galloprovincialis), τα οποία συλλέχθηκαν από έξι (6) διαφορετικά σημεία του Ελλαδικού χώρου και αναλύθηκαν για τους εντεροϊούς (EV), τους αδενοϊούς (Adv), τον ιό της ηπατίτιδας Α (HAV), τους ιούς Noro I και II (NLVI και NLVII), για το βακτήριο Ε. coli, καθώς και για σωματικούς κολιφάγους, τους F-sperific RNA βακτηριοφάγους και τους βακτηριοφάγους του Β. fragilis. Επιπλέον αναπτύχθηκαν μέθοδοι τόσο για την ανίχνευση παθογόνων ιών ανθρώπινης προέλευσης στα οστρακοειδή, όσο και για την ανίχνευση των "πιθανών δεικτών" αυτών των ιών. Οι μέθοδοι εξετάστηκαν προκειμένου να αξιολογηθεί η απόδοση καλής ποιότητας από όλα τα εργαστήρια μέσω διεργαστηριακών αναλύσεων. Η μέθοδος που εφαρμόστηκε σε αυτή τη μελέτη για την ανίχνευση των ιών στα οστρακοειδή βασίζεται στην εξαγωγή και την ομογενοποίηση του πεπτικού αδένα με χρήση διαλύματος γλυκίνης, pH 10, απομόνωση των νουκλεϊνικών οξέων και ενίσχυση του γονιδιώματος των ιών που αναλύονται. Για την ανίχνευση του βακτηρίου E. coli χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών σωλήνων, ενώ για την ανίχνευση των βακτηριοφάγων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος καλλιέργειας διπλοστιβάδας. Για το βακτήριο E. coli, σε σύνολο 138 δειγμάτων, 110 δείγματα (ποσοστό 79,7%) βρέθηκαν να ανήκουν στην κατηγορία Α (MPN/100g σάρκας = <20 έως 220), δηλαδή χαρακτηρίζονται σαν δείγματα χαμηλής μόλυνσης, 25 δείγματα (ποσοστό 18,1%) βρέθηκαν να ανήκουν στην κατηγορία Β (MPN/100g σάρκας = 220 έως 3500), οπότε χαρακτηρίζονται σαν δείγματα μεσαίας μόλυνσης, ακατάλληλα προς κατανάλωση χωρίς να προηγηθεί διαδικασία εξυγίανσης, ενώ μόνο 3 δείγματα (ποσοστό 2,2%) βρέθηκαν να ανήκουν στη κατηγορία C (MPN/100g σάρκας =3500 έως >18000), δηλαδή είναι δείγματα υψηλής μόλυνσης. Οι ιοί που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα οστρακοειδή της Ανατολικής Μεσογείου είναι οι αδενοϊοί (34% των δειγμάτων βρέθηκαν θετικά για τους αδενοϊούς) και ακολουθούν οι εντεροϊοί (16,7% των δειγμάτων βρέθηκαν θετικά για τους εντεροϊούς). Αντίθετα, ο ιός της ηπατίτιδας Α (ποσοστό θετικών δειγμάτων = 4,34%), καθώς και οι ιοί Noro I (ποσοστό θετικών δειγμάτων = 2,1%) και Noro II (ποσοστό θετικών δειγμάτων = 1,47%%) εμφανίζονται σε μικρό ποσοστό δειγμάτων. Τέλος, 80 δείγματα (58%) βρέθηκαν θετικά (παρουσία πλακών βακτηριοφάγων) για τους σωματικούς κολιφάγους, με τον αριθμό των πλακών να κυμαίνεται από 71,4 έως 584800 pfp/100g, 52 δείγματα (37,7%) βρέθηκαν θετικά για τους F-specific RNA βακτηριοφάγους (αριθμός των πλακών από 76,2 έως 17051 p100g) και 33 δείγματα (24%) βρέθηκαν θετικά για τους βακτηριοφάγους του Bacteroides fragilis (αριθμός των πλακών από 194.5 έως 5266,25 pfp/100g). Τόσο για το βακτήριο E. coli όσο και για τους βακτηριοφάγους πραγματοποιήθηκαν διεργαστηριακές αναλύσεις προτύπων, οι οποίες οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι αντίστοιχες μέθοδοι χαρακτηρίζονται ως αξιόπιστες. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι το βακτήριο E. coli παρουσιάζει θετική συσχέτιση με τους σωματικούς κολιφάγους, αλλά δεν δείχνει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ούτε με τους F-specific RNA βακτηριοφάγους, ούτε με κανέναν από τους ιούς εντερικής προέλευσης. Επίσης, θετική συσχέτιση παρουσίασαν οι αδενοϊοί με τους εντεροϊούς, καθώς και οι σωματικοί κολιφάγοι με τους βακτηριοφάγους του B. fragilis. Η μοναδική συσχέτιση μεταξύ ιών εντερικής προέλευσης και βακτηριοφάγων βρέθηκε για τους αδενοϊούς και τους βακτηριοφάγους του B. fragilis. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί σε περαιτέρω μελέτες, τότε η συγκεκριμένη κατηγορία βακτηριοφάγων θα μπορούσε να αποτελέσει έναν καλό δείκτη πρόβλεψης της παρουσίας αδενοϊών σε δείγματα οστρακοειδών. Επιπλέον μελετήθηκε η σχέση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων και των μικροοργανισμών που εξετάστηκαν. Η επεξεργασία αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το βακτήριο E. coli ανιχνεύεται σε μεγαλύτερα ποσά όταν το διαλυμένο οξυγόνο και η περιεκτικότητα σε άλας του ύδατος είναι αυξημένα. Αντίθετα, αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε μείωση της ανίχνευσης του βακτηρίου. Επίσης, η περιεκτικότητα σε άλας φαίνεται να επηρεάζει θετικά και τον ιό της ηπατίτιδας Α, αν και ο μικρός αριθμός θετικών δειγμάτων γι’αυτόν τον ιό δεν μπορεί να επιτρέψει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Το pH και το διαλυμένο οξυγόνο των υδάτων οδηγεί σε αύξηση της ανίχνευσης των βακτηριοφάγων του B. fragilis, χωρίς όμως να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει, λόγω του μικρού αριθμού θετικών δειγμάτων γι’αυτούς τους βακτηριοφάγους. Τέλος, η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων φαίνεται να οδηγεί και σε αύξηση της παρουσίας των F-specific RNA βακτηριοφάγων, και το ίδιο παρατηρήθηκε και με την αύξηση του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό. Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη διεξοδική έρευνα για την ιογενή κοπρανώδη μόλυνση τον οστρακοειδών στην Ελλάδα. Επιπλέον, αντιπροσωπεύει την πρώτη μελέτη σχετικά με τη αποτελεσματικότητα των οργανισμών - δεικτών ιϊκής μόλυνσης, καθώς και για τη συσχέτιση της μικροβιολογικής επιβάρυνσης των οστρακοειδών με τις φυσικοχημικές παραμέτρους του περιβάλλοντος ύδατος. Η μελέτη κατάλληλων δεικτών που σχετίζονται με την παρουσία εντερικών ιών στα οστρακοειδή οδήγησε σε χρήσιμα συμπεράσματα για τη χρήση της ανίχνευσης των βακτηριοφάγων ως δεικτών ιϊκής μόλυνσης. Εντούτοις, απαιτείται περαιτέρω μελέτη προκειμένου να προσδιοριστεί και η χρήση των βακτηριοφάγων ως δεικτών που θα μαρτυρούν την προέλευση (ανθρώπινη ή ζωική) των εντερικών ιών που ανιχνεύονται στα οστρακοειδή. / In this doctorate investigation, important shellfish growing areas of Greece have been defined and studied. Oysters (Ostrea edulis) and mussels (Mytilus galloprovincialis) were obtained on a monthly basis over an 18 month sampling period. These samples were collected by six (6) different points of Greece and were analyzed for enteroviruses (EV), adenoviruses (Adv), virus of hepatitis A (HAV), Noro viruses I and II (NLVI and NLVII ), bacterium E. coli, as well as for somatic coliphages, F-sperific RNA bacteriophages and bacteriophages of B. fragilis. Moreover, methods were developed for the detection of pathogenic viruses of human origin in the shellfish, as well as for the detection of potential "viral indicators". The methods were examined in order to validate the good quality performance from all the laboratories via interlaboratory analyses. The method that used in this study for the detection of human enteric viruses in the shellfish is based on the export and homogenisation of digestive gland with glycine buffer at pH 10, viral nucleic acid extraction and amplification of the genomes of the analysed human viruses. The procedure applied for detection of E. coli consists on a five tube, three dilution most probable number (MPN) method, while the method for the detection of bacteriophages was the double-agar-layer method. For E. coli analysis, in a total number of 138 samples, 110 samples (79,7%) were found to belong in category A (MPN / 100 g of flesh = < 20 until 220), that it means these samples are characterized as samples of low pollution, 25 samples (18,1%) were found to belong in category B (MPN / 100 g of flesh = 220 until 3500), therefore are characterized as samples of intermediate pollution, inadequate to consumption without precedes process of cleansing, while only 3 samples (2,2%) were found to belong in category C (MPN / 100 g of flesh = 3500 until > 18000), that it means they are samples of high pollution. The viruses that are presented with higher frequency in the shellfish of Eastern Mediterranean are the adenoviruses (34% of samples were found positive for adenoviruses) and follow enteroviruses (16,7% samples they were found positive for enteroviruses). On the contrary, virus of hepatitis A (percentage of positive samples = 4,34%), as well as the Noro I viruses (percentage of positive samples = 2,1%) and Noro II viruses (percentage of positive samples = 1,47%%) are presented in small number of samples. Finally, 80 samples (58%) were found positive (presence of plaques of bacteriophages) for somatic coliphages, with the number of plaques between 71,4 and 584800 pfp / 100 g, 52 samples (37,7%) were found positive for F - specific RNA bacteriophages (number of plaques from 76,2 to 17051 pfp/ 100 g) and 33 samples (24 %) were found positive for the bacteriophages of B. fragilis (number of plaques from 194,5 to 5266,25 pfp / 100 g). Interlaboratory studies involved the testing of reference materials of E. coli and bacteriophages were used as part of the good quality performance assessment program to be applied all over the study, and led to the conclusion that the corresponding methods are characterized by good reliability. According to the statistical analysis of the results, the presence of E. coli seems to be significantly related with the presence of somatic coliphages. However, E. coli do not present significant statistical relation neither with F - specific RNA bacteriophages, nor with all of the viruses of intestinal origin. Also, adenoviruses were significantly related with enteroviruses, as well as somatic coliphages with the bacteriophages of B. fragilis. The unique significant relation between viruses of intestinal origin and bacteriophages was found for the adenoviruses and bacteriophages of B. fragilis. If this is confirmed in further studies, then this category of bacteriophages could constitute a good indicator of forecast of presence adenoviruses in samples of shellfish. Moreover, we studied the relation that can exist between the physic-chemical parameters and the micro-organisms that were examined. This analysis led to the conclusion that E. coli is detected in higher levels when the dissolved oxygen and the salinity of water are increased. On the contrary, increase of temperature leads to reduction of detection of E. coli. Also, the salinity appears to influence positively also virus of hepatitis A, even if the small number of positive samples of this virus cannot allow the export of sure conclusions. The pH and the dissolved oxygen of waters lead to increase of detection of bacteriophages of B. fragilis, but the small number of positive samples for these bacteriophages can’t give safe conclusions. Finally, the increase of temperature of waters appears to lead also to increase of presence of F - specific RNA of bacteriophages, and the same was also observed with the increase of dissolved oxygen in water. This study constitutes the first extensive research for the fecal viral pollution of shellfish in Greece. Moreover, it represents the first study with regard to the effectiveness viral indicators, as well as for the correlation of microbiological parameters of shellfish with the physical-chemical parameters of water. The study of suitable indicators that are related with the presence of enteric viruses in the shellfish led to useful conclusions on the use of detection of bacteriophages as indicators of viral pollution. Nevertheless, further study is required in order to determine also the use of bacteriophages as indicators that will testify the origin (human or animal) of the enteric viruses that are detected in the shellfish.

Page generated in 0.0226 seconds