Spelling suggestions: "subject:"λευχαιμία""
11 |
Μελέτη του ρόλου του γονιδίου KLF10 στην αύξηση των επιπέδων της εμβρυικής αιμοσφαιρίνης ασθενών με β-μεσογειακή αναιμία και την ανταπόκρισή τους σε υδροξυουρίαΜπαρτσακούλια, Μαρίνα 11 October 2013 (has links)
Οι αιμοσφαιρινοπάθειες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο κοινές μονογονιδιακές διαταραχές παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της β-θαλασσαιμίας και της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας. Η επανενεργοποίηση των γονιδίων της γ-σφαιρίνης φαίνεται να είναι μια ενδιαφέρουσα θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς που πάσχουν από β-τύπου αιμοσφαιρινοπάθειες.
Ορισμένες φαρμακευτικές ουσίες έχουν τη δυνατότητα να επάγουν παροδικά την έκφραση των γονιδίων της γ-σφαιρίνης γεγονός που βελτιώνει το φαινότυπο των ασθενών λόγω των υψηλότερων επιπέδων HbF που παρατηρούνται. Η μόνη φαρμακευτική ουσία που έχει εγκριθεί από τον FDA και χρησιμοποιείται ευρύτατα σε ασθενείς που πάσχουν από β-τύπου αιμοσφαιρινοπάθειες και συγκεκριμένα από δρεπανοκυτταρική αναιμία είναι η HU. Παρά το γεγονός ότι στην πλειονότητα των ασθενών παρατηρείται αύξηση της παραγωγής HbF μετά από αγωγή με HU (Steinberg et al. 1997), τα επίπεδα αύξησης διαφέρουν αρκετά μεταξύ των ασθενών που πάσχουν από β-θαλασσαιμία και δρεπανοκυτταρική αναιμία(Patrinos and Grosveld 2008).
Σύμφωνα με τους Borg και συνεργάτες, το γονίδιο KLF10 φαίνεται να σχετίζεται με την αύξηση των επιπέδων της HbF και την ανταπόκριση ασθενών με β-τύπου αιμοσφαιρινοπάθειες σε θεραπεία με HU(Borg et al. 2012). Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση των SNP rs319133 και rs11552577, που εδράζονται στο γονίδιο KLF10, με αυξημένα επίπεδα HbF και η αξιολόγηση αυτών ως φαρμακογονιδιωματικοί δείκτες, που σχετίζονται με τη μεταβλητότητα των επιπέδων της HbF ως απόκριση στη θεραπεία με HU. Χρησιμοποιήθηκαν ασθενείς που πάσχουν από βαριά β-θαλασσαιμία, ενδιάμεση β-θαλασσαιμία, μη-θαλασσαιμικοί ασθενείς και διπλά ετερόζυγοι ασθενείς για β-θαλασσαιμία και δρεπανοκυτταρική αναιμία. Η μέθοδος γονοτύπησης που χρησιμοποιήθηκε και για τους δύο πολυμορφισμούς ήταν η PCR-RFLP.
Η απουσία του πολυμορφισμού rs319133 φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα HbF στους ασθενείς που χαρακτηρίζονται από ενδιάμεση β-θαλασσαιμία συγκριτικά με ασθενείς που πάσχουν από βαριά β-θαλασσαιμία (p=0.04). Επίσης παρατηρείται μια στατιστική τάση συσχέτισης χειρότερης ανταπόκρισης στην αγωγή με HU στους διπλά ετερόζυγους ασθενείς
96
για β-θαλασσαιμία και δρεπανοκυτταρική αναιμία. Για τον δεύτερο πολυμορφισμό που μελετήθηκε δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές.
Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν συσχέτιση του γονιδίου KLF10 με αυξημένα επίπεδα HbF. Μελέτες σε πολυπληθέστερες ομάδες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον εντοπισμό και άλλων πολυμορφισμών που σχετίζονται με αυξημένη έκφραση των γονιδίων της γ-σφαιρίνης. / Hemoglobinopathies are amongst the most common single gene disorders worldwide, including the thalassemias and sickle cell disease (SCD). Reactivation of the human γ-globin genes would be a therapeutic intervention for β-type hemoglobinopathies patients.
Some drugs and compounds can transiently induce γ-globin gene expression and improve the disease phenotype by augmenting HbF accumulation. Only HU (hydroxyurea) is approved from the FDA and is widely used to treat patients with β-type hemoglobinopathies, in particular sickle cell disease. Although the majority of patients show an increase of HbF production upon HU treatment(Steinberg et al. 1997), the level of HbF increase differs considerably among β-thalassemia and SCD patients(Patrinos and Grosveld 2008).
According to Borg et al, KLF10 appears to be significantly associated with high HbF and it may act as an important pharmacogenetic biomarker for β-type hemoglobinopathies patients who are treated with HU(Borg et al. 2012). The aim of our study was to elucidate whether there is an association of the SNPs namely rs3191333 and rs11552577 in KLF10 gene with increased levels of HbF and with response to HU treatment in β-hemoglobinopathies patients. We analyzed samples of β-thalassemia major patients, of β-thalassemia intermedia patients, of healthy (non-thalassemic) donors and samples of SCD/β–thalassemia patients who have been treated with HU. Genotyping was carried out by using PCR-RFLP.
The lack of rs3191333 is associated with increased HbF levels in β–thalassemia intermedia compared to β– thalassemia major patients (p=0.04). Also, it is shown a statistical trend of worse response to HU treatment in compound heterozygote β–thalassemia-SCD patients. As far as rs11552577 is concerned no statistically significant differences were observed.
Our data show that KLF10 gene is strongly associated with HbF levels. Further analyses could possibly reveal novel variants which are associates with increased expression of γ-globin genes.
|
12 |
Μελέτη του ρόλου γονιδιακών αλλαγών στο μονοπάτι παραγωγής του μονοξειδίου του αζώτου στην αύξηση των επιπέδων της εμβρυικής αιμοσφαιρίνης ασθενών με β-μεσογειακή αναιμία και την ανταπόκρισή τους σε υδροξυουρίαΣτρατόπουλος, Απόστολος 13 January 2015 (has links)
Οι αιμοσφαιρινοπάθειες, συμπεριλαμβανομένης της β-θαλασσαιμίας και της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο κοινές μονογονιδιακές αναταραχές παγκοσμίως, που χρήζουν αποτελεσματικής θεραπευτικής στρατηγικής. Σήμερα, η επανενεργοποίηση των γονιδίων της γ-σφαιρίνης φαίνεται να είναι μια ενδιαφέρουσα θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς που πάσχουν από β-τύπου αιμοσφαρινοπάθειες. / Hemoglobinopathies are amongst the most common single gene disorders worldwide, including beta-thalassemia and sicle cell disease (SCD), seeking for therapeutic intervention. The reactivation of the human gamma-globin genes is considered to be a therapeutic strategy for beta-type hemoglobinopathies patients.
|
13 |
Διερεύνηση του μηχανισμού αναιμίας στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία σε μοριακό και κυτταρικό επίπεδο / Investigation of mechanisms of anemia in CLL in molecular and cellular levelΤσοπρά, Όλγα 19 August 2009 (has links)
Η αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι διάγνωση εξ΄ αποκλεισμού και διαπιστώνεται στις περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται άλλο εμφανές αίτιο αναιμίας. Δεδομένου ότι η παθογένεια της αναιμίας αυτής δεν είναι διευκρινισμένη, μελετήσαμε διάφορες παραμέτρους της ερυθροποίησης σε πρωτοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΧΛΛ και αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο και τις συγκρίναμε με τα αντίστοιχα ευρήματα ασθενών με ΧΛΛ χωρίς αναιμία και χωρίς να έχουν λάβει θεραπεία και με αυτά των υγιών μαρτύρων.
Η διήθηση του μυελού των οστών από τα κακοήθη Β-λεμφοκύτταρα δεν ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση αναιμίας. Τα CD34+ κύτταρα του μυελού των οστών στη ΧΛΛ δεν εμφάνισαν ενδογενή διαταραχή στη στροφή και περαιτέρω διαφοροποίησή τους προς την ερυθρά σειρά. Επιπλέον, δε διαπιστώθηκαν ανεπαρκή επίπεδα ερυθροποιητίνης ορού ούτε ελαττωματική απάντηση των ερυθροποιητικών προδρομικών κυττάρων στην ΕΡΟ στον άξονα ΕΡΟ-ΕΡΟ υποδοχέα κατά τη διέγερσή τους με ΕΡΟ ± TNF-α. Από την άλλη μεριά, τα επίπεδα του TNF-α βρέθηκαν αυξημένα στους ασθενείς με ΧΛΛ και αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο και φάνηκε ο TNF-α να ασκεί άμεση κατασταλτική δράση στη διαφοροποίηση των CD34+ κυττάρων προς κύτταρα της ερυθράς σειράς in vitro.
Η μελέτη μας έδειξε ότι η αναιμία σχετιζόμενη με τη νόσο στη ΧΛΛ δεν οφείλεται σε ενδογενείς διαταραχές των ερυθροποιητικών προδρομικών κυττάρων, αλλά πιθανότατα να αποδίδεται στην απευθείας κατασταλτική επίδραση του TNF-α . / Disease-related anemia in chronic lymphocytic leukemia (CLL) occurs when the obvious causes are excluded while its pathogenesis is still obscure. To investigate its underlying mechanisms we studied parameters of erythropoiesis at cellular and molecular level in newly diagnosed CLL patients with disease-related anemia in comparison with those of non-anemic CLL patients and normal controls.
Bone marrow (BM) infiltration by leukemic B cells was not exclusively responsible for the presence and the severity of disease-related anemia and BM CD34+ cells were intrinsically capable of generating erythroid precursors. No deficiency of serum erythropoietin (EPO) or defective intracellular response of erythroid precursors to EPO ± Tumor Necrosis Factor-α (TNF-α) stimulation was also observed. On the other hand, serum TNF-α levels were found increased in patients with CLL and disease-related anemia and TNF-α appeared to exert a direct inhibitory effect on the differentiation of CD34+ cells towards the erythroid lineage in vitro.
Our study showed that disease-related anemia in CLL was not due to intrinsic defects of erythroid precursors, but might result from the direct suppressive effect of TNF-α on the erythroid production.
|
14 |
Δραστικότητα λυοσωματικών ενζύμων στα λευκά αιμοσφαίρια και το πλάσμα αίματος ασθενών με μεσογειακή αναιμίαΧατίρη, Ειρήνη 09 July 2010 (has links)
- / -
|
15 |
Υλοποίηση δικτυακού συστήματος για πρόβλεψη μεσογειακής αναιμίας με τη χρήση ασαφούς λογικής και νευρωνικών δικτύωνΣκαπέτης, Γεώργιος 19 January 2011 (has links)
Μέχρι σήμερα οι διάφοροι αλγόριθμοι εκπαίδευσης συστημάτων ταξινόμησης καθώς και τα έμπειρα συστήματα λήψης αποφάσεων έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές σε διάφορα προβλήματα ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης σε διάφορους τομείς. Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι η χρήση αυτών των συστημάτων στον ιατρικό τομέα και συγκεκριμένα στην πρόβλεψη της ασθένειας του στίγματος μεσογειακής αναιμίας (θαλασσαιμίας). Θα εξετάσουμε κυρίως τα νευρωνικά δίκτυα και τα ασαφή συστήματα λήψης αποφάσεων και θα τα μελετήσουμε την αποτελεσματικότητά τους στην πρόβλεψη του στίγματος μεσογειακής αναιμίας. Επίσης θα γίνει μια περιγραφή της αρχιτεκτονικής των νευρωνικών δικτύων και των συστημάτων ασαφούς λογικής καθώς και του τρόπου εξαγωγής αποτελεσμάτων. Όπως γνωρίζουμε μια προφανής δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα νευρωνικά δίκτυα και έτσι δεν πολύ έμπιστα σε πρακτικά θέματα, είναι ότι δεν μας δίνουν μια αμερόληπτη εκτίμηση για την αξιοπιστία μιας απλής ταξινόμησης. Ακόμη, μια άλλη δυσκολία όσο αφορά τα συστήματα ασαφούς λογικής είναι η επιλογή των παραμέτρων και των τιμών. Για τον υπολογισμό της αξιοπιστίας του συστήματος, θα γίνει σύγκριση με τα πραγματικά αποτελέσματα και θα υπολογιστεί η απόκλιση των αποτελεσμάτων από την πραγματικότητα. Επιπλέον, θα παρουσιαστεί και μια διαδικτυακή έκδοση των παραπάνω εργαλείων - συστημάτων ώστε να μπορούμε να εξάγουμε μια πρόβλεψη – απόφαση για έναν ασθενή μέσω του διαδικτύου και μιας απλής διεπαφής. / Until today, the various algorithms for training systems of classification and the fuzzy logic systems have solved various problems successfully. In this project, we will investigate the behavior of the above systems for solving the prediction of the disease thalassemia. We will investigate the neural networks and fuzzy logic systems and the reliability of the classification of various patterns for the thalassemia. Also, we will present a web version of a system that implements neural network and fuzzy logic, and it can be used from a single web-user.
|
16 |
Μελέτη της αλληλεπίδρασης προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων και κυττάρων στρώματος του μυελού στην παθογένεια της απλαστικής αναιμίας. Προσέγγιση με μεθόδους κυτταρικής και μοριακής βιολογίαςΚακαγιάννη-Σιάσου, Θεοδώρα 08 August 2008 (has links)
Στην επίκτητη απλαστική αναιμία (ΑΑ) ο υποκυτταρικός μυελός και η πανκυτταροπενία στο περιφερικό αίμα είναι αποτέλεσμα βλάβης των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου είναι η ποσοτική αλλά και ποιοτική διαταραχή της stem cell δεξαμενής. Κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα προτείνουν το σημαντικό ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος και ειδικά των Τ λεμφοκυττάρων στην ανάπτυξη της απλαστικής αναιμίας. Σήμερα, πλέον, είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η καταστολή του μυελού, που παρατηρείται στην ιδιοπαθή απλαστική αναιμία, είναι αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής των μυελοκατασταλτικών κυτταροκινών IFN-γ και TNF-α από διεγερμένα CD8+ κυτταροτοξικά λεμφοκύτταρα, τα οποία συναντούμε τόσο στο περιφερικό αίμα όσο και στο μυελό ασθενών με απλαστική αναιμία. Οι κυτοκίνες αυτές παρουσιάζουν μάλλον προσθετική αντί συνεργική δράση, η οποία σχετίζεται με την IFN-γ-εξαρτώμενη αύξηση της έκφρασης του Fas στα CD34+ κύτταρα και από την IFN-γ-επαγώμενη έκκριση του TNF-α από τα μακροφάγα.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο τα CD34+ όσο και τα BMMNC κύτταρα του μυελού των ασθενών με ΑΑ είναι περισσότερα αποπτωτικά σε σχέση με φυσιολογικούς μυελούς.
Στόχος της διατριβής ήταν η περαιτέρω μελέτη των μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται στην ανοσολογικής προέλευσης απλαστική αναιμία. Λόγω, όμως, του ότι η απλαστική αναιμία είναι μια σπάνια νόσος, η παρουσία ενός εύκολα αναπαραγώγιμου in vitro μοντέλου μυελικής απλασίας θα βοηθούσε περισσότερο στη μοριακή μελέτη αυτής.
Στη μελέτη μας, η αναπαραγωγή του καταλληλότερου μοντέλου μυελικής απλασίας επιτεύχθηκε με την προσθήκη των μυελοκατασταλτικών κυτταροκινών IFN-γ και TNF-α σε φυσιολογικό σύστημα μακράς διάρκειας καλλιέργειας μυελού των οστών. Στο μοντέλο αυτό έγινε διερεύνηση των μοριακών μονοπατιών των σχετιζομένων με την Fas και TRAIL επαγόμενη απόπτωση. Παράλληλα, έγινε σύγκριση των δεδομένων από το in vitro μοντέλο με τα αποτελέσματα της παράλληλης μελέτης των αντίστοιχων μοριακών παραμέτρων σε κύτταρα μυελού ασθενών με απλαστική αναιμία.
Στο IFN-γ/ΤNF-α μοντέλο παρατηρήθηκε σημαντική μείωση τόσο των πιο άωρων LTC-IC όσο και των πιο δεσμευμένων προγονικών κυττάρων, σε σχέση με τις καλλιέργειες-μάρτυρες. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των πρωτογενών και δευτερογενών καλλιεργειών βραχείας διάρκειας σε μυελικά κύτταρα ασθενών με ενεργό νόσο, επιβεβαίωσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της απλαστικής αναιμίας, δηλαδή, το μειωμένο αριθμό προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων.
Η επώαση φρέσκων φυσιολογικών μυελικών κυττάρων, σε 5-6 εβδομάδων LTBMC σύστημα, με συνδυασμό των TNF-α/IFN-γ παραγόντων οδηγεί σε αύξηση της Fas mRNA έκφρασης στα CD34+ κύτταρα, κάτι που δεν παρατηρείται στα, αντίστοιχα, φρέσκα και στα 5-6 εβδομάδων κύτταρα-μάρτυρες. Το εύρημα αυτό σε συνδυασμό με τη χαμηλή mRNA έκφραση της caspase 3 καθώς και την απουσία έκφρασης των Bcl-2, Bax και της caspase 8 στον ίδιο πληθυσμό, προτείνουν το σημαντικό ρόλο του external μονοπατιού επαγωγής της απόπτωσης, όπως αυτό ρυθμίζεται από την δράση των μυελοκατασταλτικών κυτοκινών TNF-α/IFN-γ. Παράλληλα, η παρουσία χαμηλής Bcl-2 mRNA έκφρασης, στα CD34+ κύτταρα, τονίζει τη σημασία της αναλογίας προ-αποπτωτικών/αντι-αποπτωτικών σημάτων στη κυτταρική έκβαση.
To σημαντικότερο, πάντως, εύρημα του TNF-α/IFN-γ μοντέλου είναι η συνεχής TRAIL mRNA έκφραση, στα CD34+ κύτταρα αυτού, κάτι το οποίο δεν έχει αναφερθεί, ως τώρα, στη βιβλιογραφία.
Η μοριακή ανάλυση των μυελικών κυττάρων των ΑΑ ασθενών απεκάλυψε, εκτός της Fas mRNA έκφρασης στα BMMNC και/ή στα CD34+ κύτταρα, την αυξημένη TRAIL mRNA έκφραση στο CD34+ κυτταρικό πληθυσμό των ασθενών με ενεργό νόσο. Αντίθετα, στους ασθενείς σε ύφεση, απουσιάζει η έκφραση και των δύο γονιδίων στον ίδιο πληθυσμό. Ενώ, στα BMMNC η έκφραση του TRAIL mRNA παραμένει, ένα συνεχές εύρημα, ακόμη και στους ασθενείς σε ύφεση. Επιπρόσθετα, η μειωμένη έκφραση των αντι-αποπτωτικών γονιδίων Bcl-xl και/ή Bcl-2 στα BMMNC όλων των ασθενών και του Bcl-xl στα CD34+ κύτταρα των ασθενών με ενεργό νόσο, δείχνει «ανίκανη» να αναστείλλει το μηχανισμό της απόπτωσης στους AA ασθενείς. Το γεγονός ότι η έκφραση του TRAIL mRNA είναι συνεχής στο CD34+ κυτταρικό πληθυσμό του TNF-α/IFN-γ μοντέλου και μόνο στα CD34+κύτταρα ΑΑ ασθενών με ενεργό νόσο, δείχνει τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου μορίου στην απόπτωση των προγονικών κυττάρων στη μυελική απλασία.
Συμπερασματικά, το μοντέλο μυελικής απλασίας που τελικά επιλέξαμε επιβεβαιώνει προηγούμενη γνώση της συμμετοχής των TNF-α και IFN-γ στη παθοφυσιολογία της απλαστικής αναιμίας. Παράλληλα, τα μοριακά δεδομένα, τόσο του μοντέλου όσο και των ασθενών με απλαστική αναιμία, ενισχύουν την εμπλοκή του Fas/FasL στη παθογένεση της νόσου και προτείνουν την πιθανή συμμετοχή του TRAIL/Apo2L στην όλη διαδικασία. / In aplastic anemia (AA) the hypocellular bone marrow and blood pancytopenia occur as a result of damage to hematopoietic stem cells . Previous studies have shown that a profound quantitative and qualitative defect in the stem cell compartment is a common feature in most patients with AA. Clinical and laboratory data suggest that the immune system, especially T lymphocytes, have an important role in the development of AA. It is well established that IFN-γ and TNF-α mediate hematopoietic stem cell suppression in aplastic anemia. These proinflammatory cytokines exhibit additive rather than synergistic effect, which may be mediated by the IFN-γ-dependent increase in Fas expression on CD34+ progenitor cells and by the IFN-γ-inducible secretion of TNF-α by macrophages.
Bone marrow total mononuclear and progenitor cells from aplastic anemia patients are more apoptotic than cells from normal donors, indicating that apoptosis may be a major mechanism of stem cell loss in aplastic anemia.
The aim of our study was to investigate the molecular mechanisms involved in the immune-mediated pathology of aplastic anemia. Since aplastic anemia is a rare disease the existence of an easily reproducible model of in vitro hematopoietic cell suppression can facilitate studies concerning the molecular pathways of this disease. In our study, we reproduced such a model with the addition of the myelosuppressive cytokines IFN-γ and TNF-α in a normal long term bone marrow culture system.
In this model, we examined the Fas mediated pathway of apoptosis and especially the correlation between TRAIL expression and myelosuppression. We, also, studied these parameters in marrow cells from aplastic anemia patients.
The IFN-γ and TNF-α inhibitory cytokines appeared to affect both immature LTC-ICs and more commited progenitor cells capable of lineage-specific colony formation (CFCs). In addition our progenitor cell assays results in patients, supported this unifying feature of reduced haematopoietic progenitor cells in aplastic anemia.
TNF-α and IFN-γ treatment up-modulated Fas expression and induced apoptosis of 5-6 weeks cultured normal CD34+ cells, while normal freshly isolated and 5-6 weeks untreated cultured CD34+ cells showed no Fas mRNA expression. This finding, along with the low mRNA expression of caspase 3 and the absence of Bcl-2, Bax and caspase 8 expression, proposes the major role for activation of the extrinsic apoptosis pathway due to treatment of BMMNC with TNF-α and IFN-γ. In parallel, the existence of the low Bcl-xl mRNA expression in the same cell compartment points to the importance of the ratio of pro-apoptotic to anti-apoptotic signals, in cell fate.
The most interesting finding is the constant TRAIL mRNA expression on CD34+ cells in TNF-α/IFN-γ treated LTBMC, something not mentioned before.
Molecular analysis of patients’ marrow cells revealed, apart from Fas mRNA expression in BMMNC and/or CD34+ cells, TRAIL mRNA expression in CD34+ cell population in active disease. Ιn contrast, in patients in remission, both Fas and TRAIL mRNA expression does not exist. Instead, in BMMNC’s cell compartment TRAIL mRNA expression remains a constant finding even in patients in remission. Additionally, the decreased expression of anti-apoptotic bcl-xl and/or bcl-2 in all patients’ BMMNCs and bcl-xl expression in CD34+ cells from patients with active disease, seems unable to inhibit the mechanism of apoptosis in aplastic anemia patients.
In our study, the fact that the expression of TRAIL was constant on CD34+ cells in TNF-α/IFN-γ treated LTBMC and only in CD34+ cells of patients with active disease, points out its significance in apoptosis of progenitor cells.
In conclusion, our in vitro model of hematopoietic suppression confirmed previous knowledge for participation of TNF-α and IFN-γ in the pathophysiology of marrow failure in aplastic anemia. In parallel, the molecular data both from the in vitro model, as well as from patients with aplastic anemia, reinforce the implication of Fas/FasL pathway in the pathogenesis of this disease and propose a probable role for TRAIL/Apo2L in the process.
|
17 |
Η χρήση γονιδιωματικών δεικτών για την πρόγνωση της βαρύτητας των συμπτωμάτων της β-μεσογειακής αναιμίαςΤαφραλή, Χριστίνα 11 July 2013 (has links)
Τα αυξημένα επίπεδα εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης (HbF) μετριάζουν την βαρύτητα των διαταραχών που αφορούν στην β-σφαιρίνη, δηλαδή τη δρεπανοκυτταρική αναιμία (SCD) και την β-μεσογειακή αναιμία, που αποτελούν σημαντικές αιτίες παγκόσμιας νοσηρότητας και θνησιμότητας. Γι’ αυτό το λόγο είναι μακροχρόνιο το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη θεραπευτικών προσεγγίσεων για την επαγωγή της παραγωγής HbF. Η αναζήτηση μορίων που ρυθμίζουν την μετάβαση από την έκφραση της εμβρυϊκής (HbF) στην έκφραση της αιμοσφαιρίνης των ενηλίκων (HbA) και που συντελούν στην διατήρηση της αποσιώπησης ή αντίθετα στην ενεργοποίηση της έκφρασης της HbF στους ανθρώπους αποτελεί πολυετές αντικείμενο έρευνας με σκοπό την στόχευση αυτών των παραγόντων για την επαγωγή της HbF (Sankaran et al. 2011). Έτσι, εκτός από τα cis-ρυθμιστικά στοιχεία, έχουν εντοπιστεί και trans-ρυθμιστικά στοιχεία, τα οποία αποτελούν κυρίως μεταγραφικούς παράγοντες. Όμως υπάρχουν και γονιδιακοί τόποι εκτός του β-συμπλέγματος που φαίνεται να επιδούν στην ρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων του β-γονιδιακού τόπου. Τέτοιοι είναι οι τόποι που συνδέονται με «ποσοτικά γνωρίσματα» (Quantitative trait loci-QTL). Η χρωμοσωμική περιοχή 6q23 έχει σε διάφορες μελέτες προσδιοριστεί ως QTL, που συνδέεται με την μεταβολή των επιπέδων της HbF σε ασθενείς με SCD. (Close et al. 2004, Thein et al. 2007, Wyszynski et al. 2004). Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι διττός:
A. Ο εντοπισμός μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών (SNP) εντός των γονιδίων MAP3K5 και PDE7B του QTL στην 6q23 χρωμοσωμική περιοχή, που να σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα HbF.
B. Η αξιολόγηση των SNP αυτών ως φαρμακογονιδιωματικών δεικτών, που να σχετίζονται με την μεταβλητότητα των επιπέδων της HbF ως απόκριση στη θεραπεία με HU. / Hemoglobinopathies, particularly β-thalassemia and sickle cell disease (SCD), are major health problems, in which quantitative or qualitative defects in hemoglobin production occur, respectively. Under normal circumstances, different types of hemoglobin (Hb) are produced during embryonic, fetal, and adult life. At birth, fetal hemoglobin (HbF), in particular, composes 80–90% of the total hemoglobin synthesized, but it gradually decreases to approximately 1% by 10 months in infancy as its synthesis is restricted to a small subset of erythrocytes termed ‘F cells’ [Patrinos&Grosveld, 2008].
The first studies searching for regulators of HbF expression were conducted on individuals with heterocellular hereditary persistence of HbF (HPFH) – i.e. increase of HbF levels unevenly distributed among ‘F cells’ – and suggested the absence of linkage between the determinant of the HbF levels and the β-globin gene cluster, back then named “non-α globin cluster” [Gianni et al., 1983]. Later, while seeking for genetic elements associated with elevated HbF levels in healthy adults, several cis-acting variants on the β-globin gene complex were unraveled, including the XmnI-Gγ (HBG2) gene promoter polymorphism [Gilman et al., 1985]. Ιn addition, variants unlinked to the β-locus (trans-acting), such as quantitative trait loci (QTLs) on Xp22 [Dover et al., 1992] and 6q23 [Craig et al., 1996] became known soon after. Initially, a study on an extensive, inbred kindred of Asian Indian origin with heterocellular HPFH revealed that a key locus controlling HPFH resides on chromosome 6q, which was fine-mapped to 6q22.3–23.1 [Craig et al., 1996]. Among the first positional candidate genes in the 6q23 region, assumed to possibly explain this QTL, were the MYB proto-oncogene and the eukaryotic release factor-similar HBS1L, as well as the mitogen-activated protein kinase kinase kinase 5 (MAP3K5) [Game et al., 2000]. In addition, genes within this region are associated with response to hydroxyurea (HU) treatment based on elevated HbF levels, in SCD patients; however, the mechanism by which this chromosome 6q22-23 QTL influences HbF levels in the context of HU treatment remains unknown [Ma et al., 2007] and very few, if any, studies have addressed this question.
In continuing the global effort of scrutinizing the 6q23 region for variants accounting for the modulation of HbF production, we investigated a possible association of SNPs residing within the MAP3K5 and PDE7B genes with elevated HbF levels in β-thalassemia intermediate or major patients and normal (non-thalassemic) individuals. We also examined a cohort of 38 heterozygous SCD/β-thalassemia patients who had undergone HU therapy, in order to clarify whether there is a correlation of these SNPs with HU treatment response in patients of Hellenic origin.
|
18 |
Η εγκυμοσύνη μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας : Θρεπτική κατάσταση και έκβαση / Pregnancy following bariatric surgery : Nutritional status and outcomeMead, Nancy 09 October 2014 (has links)
Nutritional status during pregnancy and the effects of nutritional deficiencies on pregnancy outcomes following bariatric surgery is an important issue that warrants further study.
Objective: To investigate pregnancy outcomes and nutritional indices following restrictive and malabsorptive procedures.
Setting: University Hospital, Greece.
Methods: We investigated pregnancy outcomes of 113 women who gave birth to 150 children following biliopancreatic diversion (BPD), Roux-en-Y gastric bypass (RYGB) and sleeve gastrectomy (SG) between June 1994 and December 2011. Biochemical indices and pregnancy outcomes were compared among the different types of surgery and to overall 20-year hospital data, as well as to 56 pre-surgery pregnancies in 36 women of the same group.
Results: Anemia was observed in 24.2% and 15.6% of pregnancies following BPD and RYGB, respectively. Vitamin B12 levels decreased postoperatively in all groups, with no further decrease during pregnancy; however, low levels were observed not only after BPD (11.7%) and RYGB (15.6%), but also after SG (13.3%). Folic acid levels increased. Serum albumin levels decreased in all groups during pregnancy, but hypoproteinemia was seen only after BPD. Neonates after BPD had significantly lower average birth weight without a higher frequency of low birth weight defined as less than 2500gr. A comparison of neonatal data between babies born before surgery (BS) and siblings born after surgery (AS) showed that AS newborns had lower average birth weight with no significant differences in body length or head circumference and no cases of macrosomia.
Conclusions: Our study showed reasonably good pregnancy outcomes in this sample population following all types of bariatric surgery provided nutritional supplement guidelines are followed. Closer monitoring is required in pregnancies following malabsorptive procedures especially regarding protein nutrition. / Η θρεπτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι συνέπειες διατροφικών ανεπαρκειών στην έκβαση της, που ακολουθεί μια χειρουργική επέμβαση για κλινική σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας.
Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση της θρεπτικής κατάστασης και της έκβασης της εγκυμοσύνης, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογνά, σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές επεμβάσεις για κλινικά σοβαρή παχυσαρκία.
Μελετήθηκαν 113 γυναίκες που γέννησαν 150 παιδιά μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή (BPD), Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη (RYGB) και επιμήκη γαστρεκτομή μεταξύ Ιουνίου 1994 και Δεκεμβρίου 2011. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των θρεπτικών δεικτών και της έκβασης της εγκυμοσύνης μεταξύ των επεμβάσεων καθώς και με τα 20ετή στοιχεία γεννήσεων του νοσοκομείου μας και τα αποτελέσματα από 56 προεγχειρητικές εγκυμοσύνες σε 36 από τις ίδιες γυναίκες.
Αναιμία παρατηρήθηκε σε 24.2% και 15.6% των κυήσεων μετά από BPD και RYGB, αντίστοιχα. Τα επίπεδα της βιταμίνης B12 μειώθηκαν μετεγχειρητικά σε όλες τις ομάδες, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης• όμως, χαμηλά επίπεδα παρατηρήθηκαν σε κάποιες γυναίκες όχι μόνο μετά από BPD (11.7%) και RYGB (15.6%), αλλά και μετά από SG (13.3%). Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος αυξήθηκαν μετεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η τιμή της αλβουμίνης μειώθηκε σε όλες τις ομάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποπρωτεϊναιμία παρατηρήθηκε μόνο μετά από BPD. Τα νεογνά μετά από BPD είχαν χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης (p<0.05), χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χαμηλού βάρους γέννησης (<2500gr). Η σύγκριση μεταξύ των νεογνών που γεννήθηκαν πριν και μετά το χειρουργείο έδειξε ότι τα νεογνά που γεννήθηκαν μετά είχαν χαμηλότερο βάρος (p<0.001) χωρίς σημαντικές διαφορές στη διάρκεια κύησης, στο μήκος ή στην περίμετρο της κεφαλής και καθόλου μακροσωμία.
Συμπερασματικά, η δική μας μελέτη έδειξε σχετικά καλή θρεπτική κατάσταση και έκβαση στη εγκυμοσύνη μετά από όλους τους τύπους επεμβάσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες. Πιο στενή παρακολούθηση χρειάζεται μετά από δυσαπορροφητικές επεμβάσεις ιδιαίτερα ως προς το θέμα της πρωτεϊνικής θρέψης
|
Page generated in 0.0231 seconds