• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 7
  • Tagged with
  • 7
  • 6
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της επίδρασης της λιποκυτταροκίνης αντιπονεκτίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα

Ψηλοπαναγιώτη, Αριστέα 27 April 2009 (has links)
Η αντιπονεκτίνη και οι υποδοχείς αντιπονεκτίνης, AdipoR1 και AdipoR2, αποτελούν συστατικά στοιχεία των ενεργειακών ομοιοστατικών μηχανισμών στους περιφερικούς ιστούς. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η αντιπονεκτίνη φαίνεται, επιδρώντας σε κεντρικά νευρωνικά κυκλώματα, να συμμετέχει στη ρύθμισης πρόσληψης τροφής και κατανάλωσης ενέργειας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής έκφρασης και της κατανομής της αντιπονεκτίνης και των υποδοχέων της στην ανθρώπινη υπόφυση, στον υποθάλαμο και σε άλλες περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου. Τομές υπόφυσης, υποθαλάμου και της παρακείμενης βασικής τηλεγκεφαλικής περιοχής, εγκεφαλικού φλοιού και παρεγκεφαλίδας μονιμοποιημένες σε ουδέτερη φορμόλη και εγκλεισμένες σε παραφίνη, από σαράντα περιστατικά, μελετήθηκαν ιστολογικά με τη χρήση ηωσίνης-αιματοξυλίνης, και των ειδικών χρώσεων PAS-orange G και luxol fast blue-cresyl violet. Εν συνεχεία, εφαρμόσθηκε απλή και διπλή ανοσοϊστοχημική μέθοδος, χρησιμοποιώντας ειδικά αντισώματα έναντι της αντιπονεκτίνης, του AdipoR1 και AdipoR2, της ακετυλομεταφοράσης της χολίνης, της FSH, LH, TSH, GH, ACTH και προλακτίνης. Ο μέσος όρος (± SD) ηλικίας και δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) των υπό εξέταση περιπτώσεων ήταν 56 (±18) έτη και 27 (±5) kg/m2, αντίστοιχα. Έντονη έκφραση της αντιπονεκτίνης παρατηρήθηκε στον πρόσθιο λοβό (pars distalis/PD) της υπόφυσης και στο χοανικό δακτύλιο (pars tuberalis/PT). Ειδικότερα, ισχυρή ανοσοϊστοχημική χρώση για την αντιπονεκτίνη παρατηρήθηκε στα κύτταρα που παράγουν GH, FSH, LH , TSH και FSH, LH, TSH, στον πρόσθιο λοβό και στο χοανικό δακτύλιο αντίστοιχα.. Στο PD, ισχυρή έως μέτρια έκφραση του AdipoR1 και AdipoR2 ανιχνεύθηκε στους ίδιους κυτταρικούς τύπους στους οποίους εντοπίσθηκε και η αντιπονεκτίνη. Δεν παρατηρήθηκε ανοσοθετικότητα για τους υποδοχείς της αντιπονεκτίνης στα κύτταρα του ΡT. Έντονη ανοσοϊστοχημική χρώση για τον AdipoR1 παρουσίασαν οι νευρώνες της πλάγιας υποθαλαμικής περιοχής και του βασικού πυρήνα του Meynert (NBM). Η έκφραση της αντιπονεκτίνης και των υποδοχέων της στην ανθρώπινη υπόφυση ενδεχομένως αποτελεί μία ένδειξη της ύπαρξης ενός τοπικού ρυθμιστικού συστήματος, το οποίο ασκεί τροποποιητικές δράσεις στους ενδοκρινικούς άξονες. Επιπρόσθετα, η παρουσία του AdipoR1 στον υποθάλαμο και στο NBM υποδεικνύει ότι η αντιπονεκτίνη μπορεί να 118 συμμετέχει σε κεντρικά νευρωνικά σηματοδοτικά μονοπάτια, ελέγχοντας την ενεργειακή ομοιόσταση και άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες. / Adiponectin and its receptors, AdipoR1 and AdipoR2, constitute integral components of energy homeostatic mechanism, in peripheral tissues. Recent studies have implicated adiponectin in central neural networks regulating food intake and energy expenditure. The present study aimed at investigating the possible expression and distribution of adiponectin and its receptors in human pituitary gland, hypothalamus and different brain areas. Sections of the pituitary gland, hypothalamus and adjacent basal forebrain area, cerebrum and cerebellum from forty autopsy cases, were examined using H&E, PAS-Orange G, luxol fast blue/cresyl violet stains and single and double immunohistochemistry using adiponectin, AdipoR1, AdipoR2, choline acetyltransferase, FSH, LH, TSH, GH, ACTH and prolactinspecific antibodies. Age and BMI mean values ± SD of the autopsy cases were 56±18 years and 27±5 kg/m2, respectively. Strong adiponectin expression was observed in pituitary gland. In pars distalis (PD), adiponectin localized in GH, FSH, LH and TSH-producing cells and in pars tuberalis (PT) in FSH, LH and TSH-producing cells. Strong to moderate expression of AdipoR1 and AdipoR2 was observed in PD by the same cell types as adiponectin. No immunoreactivity for adiponectin receptors was noted in cells of PT. Intense AdipoR1 immunostaining was observed in neurons of lateral hypothalamic area and of nucleus basalis of Meynert (NBM). Adiponectin and its receptors expression in human pituitary might indicate the existence of a local system, modulating endocrine axes. Furthermore, the presence of AdipoR1 in hypothalamus and NBM suggests that adiponectin may participate in central neural signaling pathways controlling energy homeostasis and higher brain functions.
2

Ο ρόλος των κυτταροκινών αντιπονεκτίνης TNF-α του λιπώδους ιστού στην εκδήλωση του μεταβολικού συνδρόμου

Παναγοπούλου, Παρασκευή 20 September 2010 (has links)
Ο λιπώδης ιστός είναι πλέον ένα ενδοκρινές όργανο το οποίο εκκρίνει ένα μεγάλο αριθμό βιοδραστικών μεσολαβητών που στοχεύουν σε όργανα μεταβολικής σημασίας όπως ο εγκέφαλος, το ήπαρ, οι σκελετικοί μύες και το ανοσοποιητικό σύστημα, ρυθμίζοντας την ομοιόσταση, την αρτηριακή πίεση, το μεταβολισμό των λιπιδίων και της γλυκόζης, την φλεγμονή και την αθηροσκλήρυνση. Η αντιπονεκτίνη κύρια πρωτεΐνη παραγόμενη από τον λιπώδη ιστό δρα προστατευτικά στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, φλεγμονής και αθηρωμάτωσης. Η παχυσαρκία και κυρίως η κεντρική παχυσαρκία συνδέεται με την εμφάνιση πολλών νοσογόνων καταστάσεων. Στο σπλαχνικό λίπος εκκρίνεται TNF-α από τα λιποκύτταρα και τα μακροφάγα του στρώματος, ο οποίος καταστέλλει την παραγωγή και την δράση της αντιπονεκτίνης δρώντας ευωδοτικά στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου. Μελετήσαμε τις διαφορές της έκφρασης της αντιπονεκτίνης και του TNF-α σε σπλαχνικό και υποδόριο λιπώδη ιστό με τη μέθοδο της έμμεσης ανοσοϊστοχημείας σε τρεις ομάδες ασθενών: υγιείς, παχύσαρκους υγιείς και σε παχύσαρκους με μεταβολικό σύνδρομο και Σ.Δ. / Adipose tissue, besides of its energy producting role, is now considered as an endocrine organ which releases numerous cytokines and adipokines. Adipose tissue crosstalks with immune, cardiovascular reproductive and other systems. In obesity (BMI>30) the adipocytes become hypertrophic, loosing their normal activity and increasing the risk of appearence of the Metabolic Syndrome (a cluster of risk factors which may lead to Coronary Artery Disease). Adiponectin is an adipokine which plays pivotal role protecting from Diabetes Melitus t. 2 and inflammation. In obesity, the level of serrum adiponektin is remarkably low. TNF-α is a multifunctional cytokine released mostly from the immune cells. Central obesity (waist circumference >102cm) is characterized of a low grade inflammation combined with decreased secretion of TNF-α from adipocytes and stroma cells of visceral adipose tissue. In central obesity TNF-α acts against insulin leading to the appearance of insulin resistance and M.S. In our study we examined the different levels of secretion of adiponectin and TNF-α from the adipocytes of subcutaneous and visceral fat between three categories of patients: a) Controls, b) Obese without central obesity M.S. and c) Obese with M.S.
3

Μελέτη της έκφρασης λιποκινών και του υποδοχέα CB1 των ενδοκανναβινοειδών σε περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό ανθρώπου και συσχέτιση με την αθηροσκλήρωση

Σπύρογλου, Σοφία 27 December 2010 (has links)
Οι λιποκίνες αποτελούν πρωτεϊνικά προϊόντα του λιπώδους ιστού με αυτοκρινείς, παρακρινείς και ενδοκρινείς δράσεις που εμπλέκονται στην παθογένεια της καρδιαγγειακής νόσου. Η τοπική παραγωγή λιποκινών, ειδικά από τον περιαγγειακό λιπώδη ιστό, μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογία και την παθολογία των αγγείων. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα σχετίζεται με τη ρύθμιση της ενδοκρινούς λειτουργίας του λιπώδους ιστού, αλλά και με την παθογένεια της αθηροσκλήρωσης. Μελετήσαμε την έκφραση της αντιπονεκτίνης, της βισφατίνης, της λεπτίνης και των νεότερων λιποκινών χεμερίνης και βασπίνης, καθώς και του υποδοχέα ενδοκανναβινοειδών CB1 σε ανθρώπινο περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό, καθώς και τη συσχέτισή τους με την αορτική και τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Εφαρμόστηκε ανοσοϊστοχημική χρώση για τις λιποκίνες και τον CB1 σε δείγματα ανθρώπινου περιαορτικού, περιστεφανιαίου και επικαρδιακού λίπους της κορυφής της καρδιάς. Οι αθηροσκληρωτικές βλάβες στο παρακείμενο αγγειακό τοίχωμα αξιολογήθηκαν με βάση την κατάταξη του AHA. Οι λιποκίνες εκφράστηκαν στον περιαγγειακό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής και – με εξαίρεση την αντιπονεκτίνη – στα αγγειακά λεία μυικά κύτταρα και στα αφρώδη κύτταρα των αθηροσκληρωτικών βλαβών. Ο CB1 εκφράστηκε στον περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό, καθώς και στα αορτικά και στεφανιαία αγγειακά λεία μυικά κύτταρα. Η αορτική αθηροσκλήρωση συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση της χεμερίνης, της βασπίνης, της βισφατίνης και της λεπτίνης στο περιαορτικό λίπος. Η στεφανιαία αθηροσκλήρωση συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση της χεμερίνης και της βασπίνης στο περιστεφανιαίο λίπος. Η έκφραση της αντιπονεκτίνης στο λιπώδη ιστό συσχετίστηκε αρνητικά τόσο με την αορτική όσο και με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Η έκφραση λιποκινών στον επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής δε συσχετίστηκε με την αθηροσκλήρωση. Επίσης, η έκφραση του CB1 δε συσχετίστηκε με την αορτική ή με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε: α) διαφορετικό προφίλ έκφρασης της αντιπονεκτίνης, βισφατίνης, λεπτίνης, χεμερίνης, βασπίνης και του CB1 στον περιαορτικό, περιστεφανιαίο και επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής, β) συσχέτιση των λιποκινών, αλλά όχι του CB1, με την αορτική ή και με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση, με χαρακτηριστικό τρόπο για κάθε λιποκίνη. Η τοπική παραγωγή λιποκινών ενδεχομένως επηρεάζει ποικιλοτρόπως την αθηροσκληρωτική διαδικασία σε διαφορετικές θέσεις. / Adipokines are protein products of adipose tissue with autocrine, paracrine and endocrine actions, which have been implicated in the pathogenesis of cardiovascular disease. Locally produced adipokines, especially by periadventitial adipose tissue, may affect vascular physiology and pathology. The endocannabinoid system has also been implicated in the pathogenesis of atherosclerosis and in adipose tissue endocrine function regulation. We investigated the expression of adiponectin, visfatin, leptin and novel adipokines chemerin and vaspin, as well as CB1 endocannabinoid receptor, in human periaortic and epicardial adipose tissue, as well as their correlation to aortic and coronary atherosclerosis. Standard immunohistochemical staining for the adipokines and CB1 was performed on samples of human periaortic, pericoronary and apical epicardial adipose tissue. Atherosclerotic lesions of the adjacent vascular wall were assessed using the AHA classification. Adipokines were expressed in periadventitial and apical epicardial adipose tissue and - except for adiponectin - in vascular smooth muscle cells and foam cells in atherosclerotic lesions. CB1 was expressed in periaortic and epicardial adipose tissue, as well as in aortic and coronary vascular smooth muscle cells. Aortic atherosclerosis was positively correlated with chemerin, vaspin, visfatin and leptin periaortic fat expression. Coronary atherosclerosis was positively correlated with chemerin and visfatin pericoronary fat expression. Adipose tissue adiponectin expression was negatively correlated to atherosclerosis in both locations. Expression of adipokines in apical epicardial fat was not associated to atherosclerosis. CB1 expression was not correlated with either aortic or coronary atherosclerosis. Our results show: a) a different expression pattern of adiponectin, visfatin, leptin, chemerin, vaspin and CB1 in periaortic, pericoronary and apical epicardial adipose tissue, b) a correlation of these adipokines - but not CB1 - with either aortic or coronary atherosclerosis or both in a pattern characteristic for each adipokine and suggest that locally produced adipokines might differently affect the atherosclerotic process in different locations.
4

Μελέτη προφλεγμονωδών και αντιφλεγμονωδών κυτταροκινών σε ασθενείς με ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο

Μαρούση, Στυλιανή 07 April 2011 (has links)
Τα τελευταία χρόνια, ανοσολογικές διεργασίες άσηπτης φλεγμονής έχουν αναγνωρισθεί ότι συμμετέχουν τόσο στην πρόκληση, όσο και στην (πρώιμη ή όψιμη) έκβαση των ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (Ι-ΑΕΕ). Στην παρούσα μελέτη ελέγχθηκε κατά πόσον η γενετική προδιάθεση, προς εντονότερη (ή ασθενέστερη) ανοσολογική απάντηση, θα μπορούσε να προβλέπει το οξύ Ι-ΑΕΕ, τη νευρολογική του εξέλιξη, την 6μηνη έκβασή του και την ανάπτυξη κοινών νευροψυχιατρικών επιπλοκών (κατάθλιψη, νοητική έκπτωση). Για το σκοπό αυτό αναλύθηκε η πιθανή προγνωστική αξία 5 σημειακών λειτουργικών πολυμορφισμών στα γονίδια φλεγμονωδών κυτταροκινών (IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C και IL12B 1188A>C) σε 145 διαδοχικούς ασθενείς με οξύ Ι-ΑΕΕ και ισάριθμους μάρτυρες. Επιπρόσθετα, η μελέτη αξιολόγησε το ρόλο της αντιφλεγμονώδους κυτταροκίνης αντιπονεκτίνης στην οξεία φάση του Ι-ΑΕΕ, καθώς και την πιθανή προβλεπτική της αξία στη νευρολογική του εξέλιξη, την πρόγνωση και την 6μηνη έκβασή του. Τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: - Σε έναν ομογενή Eλληνικό πληθυσμό, οι λευτουργικοί πολυμορφισμοί IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C και IL12B 1188A>C δεν προβλέπουν την επέλευση ενός Ι-ΑΕΕ, την ηλικία έναρξης της νόσου ή την ανάπτυξη κατάθλιψης και νοητικής έκπτωσης όψιμα μετά το Ι-ΑΕΕ. - Ο IL4-589CT γονότυπος σχετίστηκε με την τάση της νόσου για υποτροπή. - Ο IL10-1082GG αρχέγονος γονότυπος προέβλεπε την πρώϊμη νευρολογική επιδείνωση και τη χειρότερη λειτουργική του έκβαση 1ου και 3ου μήνα. - Ο TNFa-308GG αρχέγονος γονότυπος συνέβαλλε ευεργετικά στην καλύτερη λειτουργική έκβαση κατά τον 6ο μήνα. - Ο IL12B 1188AC ετεροζυγώτης προέβλεπε σημαντικά τα ελαφρύτερα Ι-ΑΕΕ και στη χαμηλότερη θνητότητα από αυτά. - Τα αυξανόμενα επίπεδα αντιπονεκτίνης ορού σχετίζονται με μείωση των πιθανοτήτων για ένα Ι-ΑΕΕ, ανεξάρτητα από τους κλασσικούς παράγοντες κινδύνου. - Η αντιπονεκτίνη ορού βρίσκεται κατεσταλμένη στην οξεία φάση του Ι-ΑΕΕ, αλλά και 6 μήνες μετά. Τα χαμηλά της επίπεδα δεν αποτελούν αντίδραση οξείας φάσης, αλλά αντικατοπτρίζουν το σταθερό αντιφλεγμονώδη ρόλο της. - H αντιπονεκτίνης ορού οξείας φάσης μετά ένα Ι-ΑΕΕ δεν προβλέπει τη νευρολογική εξέλιξη και την 6μηνη έκβαση της νόσου στον άνθρωπο. Προτείνουμε ότι στο μέλλον η έγκαιρη ταυτοποίηση των γενετικά προδιατεθειμένων ατόμων για βαρύτερη νόσο και επιβαρυμένη έκβαση μετά ένα Ι-ΑΕΕ, θα επιτρέπει την αναγνώριση ομάδων ασθενών με τις μεγαλύτερες ανάγκες εντατικοποιημένης αποκατάστασης και βελτιστοποίησης των ιατρικών μας θεραπειών. Επιπρόσθετα, προτείνουμε ότι η αντιπονεκτίνη θα μπορούσε να αποτελεί ένα δυνητικό θεραπευτικό στόχο τροποποίησης του αγγειακού κινδύνου. / Immune processes of aseptic inflammation have been recently recognized as key participants into both the occurrence and (early or late) outcome of an ischemic stroke (IS). The current study tested whether the genetic predisposition for an enhanced (or suppressed) immunological response, could be predicting the occurrence, neurological evolution, 6-month outcome, and two common neuropsychiatric complications (depression, cognitive impairment) of an IS. For this purpose, 5 functional single nucleotide polymorphisms in the genes of inflammatory cytokines (IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C and IL12B 1188A>C) were analyzed for their putative prognostic value in 145 consecutive acute IS patients and in an equal-sized control group. Moreover, the present study evaluated the role of an anti-inflammatory cytokine, adiponectin, into the acute phase of an IS, as well as its possible predicting value in the neurological evolution, prognosis and 6-month outcome of the ischemic event. The main results of this study may be summarized as follows: - In a homogenous Greek population, the functional polymorphisms IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C and IL12B 1188A>C do not predict IS occurrence, age of disease onset, or the development of late post-stroke depression and cognitive impairment. - The IL4-589CT mutant genotype was associated with relapsing IS. - The IL10-1082GG ancestral genotype significantly predicted early stroke pregression and worse functional outcome on months 1 and 3. - The TNFa-308GG ancestral genotype beneficially contributed into better 6-month functional outcome. - The IL12B 1188AC heterozygote significantly predicted milder strokes and decreased IS mortality. - Increasing serum adiponectin levels are associated with reduced odds for an IS, independently of common vascular risk factors. - Low serum adiponectin is present at the acute phase and 6 months after an IS. Suppressed adiponectin levels are not an effect of the acute-phase response, but reflect its solid anti-inflammatory role. - Acute post-stroke serum adiponectin does not predict neurological evolution and 6-month outcome of an IS in humans. We propose that early identification of genetically predisposed subjects, for a more severe disease and for a worse outcome, will allow in the future the recognition of those IS sufferers, who would most benefit from intensive rehabilitation programs, and optimization of our medical therapies. Moreover, we propose that adiponectin may represent a promising candidate for the therapeutic risk modification of common vascular complications.
5

Η ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού στην έντονη φυσική άκηση σε αθλήτριες Γυμναστικής

Ρούπας, Νικόλαος 26 July 2013 (has links)
Κύριος σκοπός τη παρούσης μελέτης ήταν η εκτίμηση της επίδρασης της οξείας και χρόνιας εντατικής άσκησης και του χρόνιου αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στα επίπεδα αντιπονεκτίνης, ρεζιστίνης και βισφατίνης. Επιπλέον, μελετήθηκε η συσχέτιση των επιπέδων των ανωτέρω λιποκινών με τα επίπεδα κορτιζόλης και ινσουλίνης, καθώς και με τις παραμέτρους έντασης της άσκησης. Ως μοντέλο ενεργειακής και μεταβολικής ομοιοστασίας χρησιμοποιήθηκαν αθλήτριες Ρυθμικής Γυμναστικής (RGs) υψηλού επιπέδου πρωταθλητισμού, Οι RGs υποβάλλονται σε χρόνια έντονη ψυχολογική και σωματική καταπόνηση, ενώ, στην προσπάθεια για επίτευξη και διατήρηση λεπτού σωματότυπου, υιοθετούν αυστηρές διαιτητικές συνήθειες και χρόνιο αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο. Υλικό και Μέθοδοι Η αδυναμία συλλογής δειγμάτων αίματος από αθλητές κορυφαίου επιπέδου πρωταθλητισμού επέβαλε τη συλλογή και επεξεργασία σιέλου για την πραγματοποίηση των ορμονικών προσδιορισμών. Ως εκ τούτου, προτού ξεκινήσει η υλοποίηση του πρωτοκόλλου της μελέτης (διαμόρφωση πληθυσμού και συλλογή δειγμάτων), σχεδιάστηκε και εκπονήθηκε μια μελέτη με σκοπό την ανίχνευση και τη μέτρηση των συγκεντρώσεών των λιποκινών αντιπονεκτίνη, βισφατίνη και ρεζιστίνη στο σίελο και τη συσχέτιση των συγκεντρώσεων τους στο σίελο με τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στο αίμα. Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο Τα επίπεδα των λιποκινών αντιπονεκτίνη, ρεζιστίνη και βισφατίνη προσδιορίσθηκαν στο σάλιο και τον ορρό 50 υγιών άτομα (33 γυναίκες και 17 άνδρες), με ταυτόχρονη μέτρηση των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών (ύψος και βάρος σώματος, υπολογισμός ΒΜΙ, ποσοστό λιπώδους μάζας) . Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 51 RGs υψηλού επιπέδου από 8 Ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες συμμετείχαν στη διοργάνωση «Κύπελλο Καλαμάτας 2010» τον Απρίλιο του 2010 στην Καλαμάτα. Επίσης, η μελέτη συμπεριέλαβε 27 υγιείς γυναίκες, μη αθλήτριες και χωρίς σημαντική διαφορά ως προς την ηλικία σε σύγκριση με τον πληθυσμό των αθλητριών (matched for age) ως πληθυσμό ελέγχου (μάρτυρες). Το πρωτόκολλο της μελέτης περιελάμβανε μη επεμβατικές κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, καθώς και τη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου. Ειδικότερα, προσδιορίσθηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά αθλητριών και πληθυσμού ελέγχου, οι αθλήτριες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε σε στοιχεία γυναικολογικού και αθλητικού ιστορικού, ενώ συλλέχθηκαν δείγματα σιέλου από τις αθλήτριες και τις μάρτυρες. Οι ορμονικοί προσδιορισμοί στο σίελο αφορούσαν σε μετρήσεις επιπέδων ρεζιστίνης, βισφατίνης, αντιπονεκτίνης, κορτιζόλης και ινσουλίνης σε κατάσταση ηρεμίας και μετά από άσκηση. Αποτελέσματα Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο Οι λιποκίνες ρεζιστίνη και αντιπονεκτίνη ανιχνεύονται στο σίελο του ανθρώπου και τα επίπεδά τους συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό (r=0.441, p=0.003 και r=0.347, p=0.019 αντίστοιχα). Αντίθετα, η λιποκίνη βισφατίνη ανιχνεύεται στο σίελο του ανθρώπου, όμως τα επίπεδά της δε συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό (r=-0.128, p=0.4431). Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού Παρατηρήθηκαν μειωμένα επίπεδα αντιπονεκτίνης (p<0.001) και αυξημένα επίπεδα βισφατίνης (p<0.05) στο σάλιο RGs, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στα επίπεδα ινσουλίνης, κορτιζόλης και ρεζιστίνης στο σάλιο μεταξύ αθλητριών και πληθυσμού ελέγχου. Στις RGs κορυφαίου επιπέδου η επίδραση της μικρής διάρκειας, έντονης αναερόβιας άσκησης του επίσημου αγώνα οδήγησε σε αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης (p<0.001), μείωση των επιπέδων αντιπονεκτίνης και βισφατίνης (p<0.001και p<0.05 αντίστοιχα) και καμιά μεταβολή στα επίπεδα κορτιζόλης και ρεζιστίνης στο σάλιο. Επίσης, καταγράφηκε απουσία διημερήσιας διακύμανσης της κορτιζόλης. Τέλος, τα επίπεδα αντιπονεκτίνης ηρεμίας παρουσίασαν σημαντική συσχέτιση με τις παραμέτρους έντασης της άσκησης. Συμπεράσματα Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο Οι λιποκίνες ρεζιστίνη, αντιπονεκτίνη και βισφατίνη ανιχνεύονται στο σίελο του ανθρώπου. Όμως, τα ορμονικά επίπεδα στο σίελο συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό μόνο για τη ρεζιστίνη και την αντιπονεκτίνη. Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού Σε RGs κορυφαίου επιπέδου η χρόνια εντατική άσκηση και το χρόνιο αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο αυξάνουν τα επίπεδα αντιπονεκτίνης και μειώνουν τα επίπεδα βισφατίνης στο σάλιο, ενώ η μικρής διάρκειας, έντονη αναερόβια άσκηση καταστέλλει τα επίπεδα τόσο της αντιπονεκτίνης, όσο και της βισφατίνης στο σάλιο. Επιπλέον, τα επίπεδα αντιπονεκτίνης στο σίελο συσχετίζονται με τη συνήθη ένταση της άσκησης, αντανακλώντας, μάλλον, την επιδείνωση του ενεργειακού ισοζυγίου παρά την κλιμάκωση της έντασης της άσκησης καθαυτής, υποδεικνύοντας έναν πιθανός ρόλο των συγκεντρώσεων αντιπονεκτίνης στο σάλιο στην εκτίμηση της επιδείνωσης του ενεργειακού ισοζυγίου, με ενδεχόμενη χρησιμότητα στην κλινική έρευνα και την ιατρική της άσκησης. / Exercise represents a physical stress challenging homeostasis, disturbing the energy balance and leading to adaptive changes in central and peripheral regulatory mechanisms. The aim of the present study was to evaluate the effect of negative energy balance, acute and chronic exercise on adiponectin, resistin and visfatin levels, their interaction with salivary cortisol and insulin levels and the relationship of the specific adipokines with training frequency and intensity. Elite Rhythmic Gymnasts (RGs) were used as a model of energy homeostasis and metabolism. Elite RGs begin exercise at an early age, undergo physical and psychological stress and adopt negative energy balance to retain a lean physique. The main problem in studying hormonal responses in elite athletes on the field of competition lies on the difficulty in obtaining blood samples. The determination of salivary hormone levels provides a convenient, non-invasive and stress-free alternative to blood analysis. As part of the study design, we invested interest in introducing the methodology for detecting and measuring adipokine levels in saliva and evaluating their association with relative serum levels. Materials and Methods Detection and measurement of adipokine levels in human saliva Resistin, visfatin and adiponectin levels were measured in serum and saliva of 50 healthy adult volunteers (17 male and 33 female) using commercial enzyme immunoassay kits for plasma with minor modifications. The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs The study included 51(fifty one) elite female athletes of RG from 8 European countries, participating in the top level tournament of “Kalamata 2010 Rhythmic Gymnastics World Cup” in Kalamata, Greece on April 2010. 24 (twenty four) healthy pubertal girls not engaged in strenuous sports activities were used as controls. The study protocol included noninvasive clinical and laboratory investigations as well as the completion of a questionnaire. The athletes completed a questionnaire including personal data (age of training onset, usual weekly training intensity and number of participations in international championships per year). Baseline and post exercise salivary cortisol, insulin, adiponectin, resistin and visfatin levels were measured. Results Detection and measurement of adipokine levels in human saliva The present study documented the determination of resistin and adiponectin levels in saliva and the significant correlation of salivary with their respective serum levels (r=0.441, p<0.01 and r=0.347, p<0.05, respectively). Moreover, the identification of visfatin in saliva was achieved, but no significant correlation with serum visfatin levels was observed. The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs At baseline, a significant inverse correlation was documented between salivary insulin and adiponectin levels (r=-0.316, p<0.05), after controlling for the effect of age and BMI. Salivary adiponectin levels were higher (p<0.001) and visfatin lower (p<0.05) in RG’s compared with controls, while no significant changes were observed regarding salivary cortisol, insulin and resistin levels. In elite RG’s short term intensive anaerobic exercise led to increased salivary insulin levels (p<0.001), reduced salivary adiponectin (p<0.001) and visfatin levels (p<0.05) and no changes in salivary resistin levels. Moreover, diurnal variation of salivary cortisol was lost. In addition, salivary adiponectin levels are associated with the intensity of training. Conclusions Detection and measurement of adipokine levels in human saliva The adipokines resistin, visfatin and adiponectin can be detected in human saliva. However, significant correlation between salivary and their relative serum levels are documented only for resistin and visfatin, but not for visfatin. The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs. Chronic intensive physical training and negative energy balance up-regulate salivary adiponectin and down-regulate salivary visfatin levels, while acute glucoregulatory response to short term intensive anaerobic exercise down-regulates salivary adiponectin and visfatin levels. Moreover, salivary adiponectin levels are associated with the intensity of training, reflecting the deterioration of energy balance rather than the training stress. Thus, salivary adiponectin could be introduced as a possible marker of significant energy deprivation, with potential usefulness in clinical and sports medicine.
6

Μελέτη της έκφρασης λιποκινών και των υποδοχέων τους σε περιαγγειακό λιπώδη ιστό ανθρώπου και συσχέτιση με την αθηροσκλήρωση

Κωστόπουλος, Χρήστος 25 May 2015 (has links)
Ο λιπώδης ιστός θεωρείται πλέον ενδοκρινές όργανο που παράγει πληθώρα βιολογικά δραστικών πεπτιδίων, που καλούνται λιποκίνες. Ανάλογα με την ανατομική τους εντόπιση, οι διαφορετικές αποθήκες λίπους έχουν και διαφορετική ικανότητα παραγωγής λιποκινών και επίδρασης σε φυσιολογικές λειτουργίες. Οι λιποκίνες που παράγονται από τον περιαγγειακό λιπώδη ιστό εμπλέκονται στην παθογένεια αγγειακών νόσων, συμπεριλαμβανόμενης της αθηροσκλήρωσης. Είναι γνωστό πως η αντιπονεκτίνη ασκεί αντιαθηρογόνες δράσεις, ενώ ο ρόλος της Τ-καντχερίνης ως υποδοχέα της αντιπονεκτίνης δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί. Το απελινεργικό σύστημα, αποτελούμενο από την απελίνη και τον υποδοχέα της APJ, αποτελεί μεσολαβητή ποικίλων καρδιαγγειακών λειτουργιών και ενδέχεται να συμμετέχει και στην αθηροσκληρωτική διαδικασία. Η χεμερίνη είναι λιποκίνη με γνωστό ρόλο στην ανοσία, στη λειτουργία του λιπώδους ιστού και στο μεταβολισμό, δρώντας κυρίως μέσω του υποδοχέα της CMKLR1. Μελετήσαμε την πρωτεϊνική έκφραση της αντιπονεκτίνης και της Τ-καντχερίνης, της απελίνης και του APJ, της χεμερίνης και του CMKLR1 σε ανθρώπινες αορτές, στεφανιαίες αρτηρίες και στον αντίστοιχο περιαγγειακό λιπώδη ιστό και συσχετίσαμε την έκφρασή τους με την παρουσία αθηροσκλήρωσης και με κλινικές παραμέτρους. Εφαρμόστηκε ανοσοϊστοχημική χρώση για την αντιπονεκτίνη, την Τ-καντχερίνη, την απελίνη, τον APJ, τη χεμερίνη και τον CMKLR1 σε δείγματα ανθρώπινων αορτών και στεφανιαίων αρτηριών, περιλαμβανόμενου και του περιαγγειακού λίπους. Οι αορτικές και στεφανιαίες αθηρωματικές βλάβες αξιολογήθηκαν με βάση την κατάταξη του AHA. Ανοσοϊστοχημική χρώση, ποικίλης έντασης, για την αντιπονεκτίνη ανιχνεύθηκε μόνο στα λιποκύτταρα, ενώ η Τ-καντχερίνη εντοπίστηκε στα αγγειακά λεία μυικά κύτταρα (ΑΛΜΚ) και στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Ανοσοϊστοχημική χρώση για την απελίνη ανιχνεύθηκε σε λιποκύτταρα, ΑΛΜΚ, ενδοθηλιακά κύτταρα και μακροφάγα-αφρώδη κύτταρα των αθηρωματικών βλαβών, ενώ ο APJ εντοπίστηκε στα ΑΛΜΚ και στο ενδοθήλιο των αγγείων. Ανοσοθετικότητα για τη χεμερίνη παρατηρήθηκε και στις δύο αποθήκες λίπους ,στα ΑΛΜΚ και σε αφρώδη κύτταρα των αθηρωματικών βλαβών. Ο CMKLR1 εκφράστηκε σε ΑΛΜΚ και σε αφρώδη κύτταρα αορτών και στεφανιαίων αγγείων με αθηρωματικές βλάβες. Η έκφραση αντιπονεκτίνης στον περιαγγειακό λιπώδη ιστό και η έκφραση Τ-καντχερίνης στα ΑΛΜΚ συσχετίστηκαν αρνητικά με την αθηροσκλήρωση και στις δύο εντοπίσεις, όπως και η έκφραση απελίνης στα ΑΛΜΚ. Η έκφραση χεμερίνης στις περιαγγειακές αποθήκες λίπους και στα αφρώδη κύτταρα συσχετίστηκε στατιστικά σημαντικά με τη βαρύτητα της αθηροσκλήρωσης και στις δύο εντοπίσεις. Πολλές ακόμα – ειδικές για την εντόπιση – συσχετίσεις παρατηρήθηκαν. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν πιθανό ρόλο της Τ-καντχερίνης ως μεσολαβητή των αντιαθηρογόνων δράσεων της αντιπονεκτίνης, ενώ υποστηρίζουν το ενδεχόμενο αντιαθηρογόνο προφίλ της απελίνης και του υποδοχέα της APJ στις ανθρώπινες αρτηρίες. Ενισχύουν, ακόμα, τον υποτιθέμενο ρόλο της χεμερίνης στην εξέλιξη των αθηρωματικών βλαβών, πιθανότατα δρώντας μέσω του CMKLR1 υποδοχέα της. Περαιτέρω έρευνα είναι αναγκαία για να αποσαφηνιστεί ο ρόλος της τοπικά παραγόμενης αντιπονεκτίνης, απελίνης και χεμερίνης και της σηματοδότησης μέσω των αντίστοιχων υποδοχέων τους – T-cadherin, APJ και CMKLR1 – στην παθογένεια της αθηροσκλήρωσης στον άνθρωπο. / Adipose tissue is considered an endocrine organ, producing numerous bioactive peptides, called adipokines. Depending on their anatomical location, different fat depots have a different capacity to produce adipokines and influence physiological functions. Adipokines produced by periadventitial fat have been implicated in the pathogenesis of vascular disease, including atherosclerosis. Adiponectin has established anti-atherogenic actions, while the role of T-cadherin as an adiponectin receptor is not fully elucidated. The apelinergic system, consisting of apelin and its APJ receptor, is a mediator of various cardiovascular functions and may also be involved in the atherosclerotic process. Chemerin is an adipokine with an established role in immunity, adipose tissue function and metabolism, acting, mainly through its CMKLR1 receptor. We investigated the protein expression of adiponectin and T-cadherin, apelin and APJ, chemerin and CMKLR1 in human aortas, coronary vessels and the respective periadventitial adipose tissue and correlated their expression with the presence of atherosclerosis and clinical parameters. Immunohistochemistry for adiponectin, T-cadherin, apelin, APJ, chemerin and CMKLR1 was performed on human aortic and coronary artery samples including the periadventitial adipose tissue. Aortic and coronary atherosclerotic lesions were assessed using the AHA classification. Adiponectin immunostaining, of varied intensity, was detected only in adipocytes, while T-cadherin was localized to vascular smooth muscle cells (VSMCs) and endothelial cells. Apelin immunostaining was detected in adipocytes, VSMCs, endothelial cells and foam cells in atherosclerotic lesions, while APJ was found in VSMCs and endothelia. Chemerin immunopositivity was noticed in both periadventitial fat depots, in VSMCs and foam cells in atherosclerotic lesions. CMKLR1 was expressed in VSMCs and foam cells in aortic and coronary vessels with atherosclerotic lesions. Periadventitial adiponectin and VSMC T-cadherin expression were negatively correlated with atherosclerosis in both sites, as was VSMC apelin expression. Chemerin expression in periadventitial fat depots and foam cells was statistically significantly correlated with the severity of atherosclerosis in both locations. Several other – depot specific – associations were observed. Our results suggest a possible role for T-cadherin as a mediator of anti-atherogenic adiponectin actions, while they support the putative anti-atherogenic profile for apelin and its APJ receptor in human arteries. They also lend some support to a presumable role of chemerin in the progression of atherosclerotic lesions, possibly acting through its CMKLR1 receptor. Further research is necessary to elucidate the role of locally produced adiponectin, apelin and chemerin and signaling through their respective receptors – T-cadherin, APJ and CMKLR1 – in the pathogenesis of human atherosclerosis.
7

Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία

Σδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία. Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό βάθος χρόνου. ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ): 42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6 (IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή -­‐ 106 -­‐ Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12 μήνες μετεγχειρητικά. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP, μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής (επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής, όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory status and weight loss. Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose, insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3 and 12 months after surgery. Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups. Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in -­‐ 108 -­‐ the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in TNF-α levels in either group. Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study. Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory status in patients undergoing SG.

Page generated in 0.1228 seconds