• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 90
  • 3
  • Tagged with
  • 93
  • 77
  • 11
  • 10
  • 9
  • 8
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 6
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
61

Γεωλογία και διαχείριση των σύγχρονων αποθέσεων και των υδατικών πόρων στους χείμαρρους της ΒΔ/κής Πελοποννήσου / Geology and management of recent deposits and water resources in torrents of NW Peloponnese, Greece

Παγώνας, Μιχάλης 28 September 2009 (has links)
Η περιοχή έρευνας, η οποία καταλαμβάνει τις αυτοτελείς υδρολογικές λεκάνες των χειμάρρων Σέλεμνου, Ξυλοκέρα και Βολιναίου, καταλαμβάνει συνολική έκταση 68.6 km2 και εντοπίζεται στη ΒΔ Πελοπόννησο, στο βόρειο τμήμα του Νομού Αχαΐας. Από βορρά ορίζεται από τον Πατραϊκό Κόλπο και από νότο από το Παναχαϊκό Όρος. Το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής αποτελούν οι σχηματισμοί της ζώνης Ωλονού – Πίνδου, ενώ το ημιορεινό και πεδινό τμήμα της είναι πληρωμένο από Πλειο-Πλειστοκαινικά και Ολοακινικά ιζήματα. Η περιοχή καλύπτεται κυρίως από φυσική βλάστηση και δάση (46.11%) καθώς και συστήματα καλλιεργειών (46.29%), ενώ υπάρχουν και μικρές εκτάσεις βοσκοτόπων (5.67%). Όσον αφορά τους κατοίκους, εκτός από τις καλλιέργειες και την εκτροφή ζώων, που αποτελούν τις κύριες δραστηριότητές τους, υπάρχει και ένας μικρός αριθμός βιομηχανιών (1.51%) οι οποίες εντοπίζονται κοντά στις αστικές περιοχές. Το μέσο υψόμετρο της περιοχής είναι 480.74 m και η μέση κλίση 42.04%. Οι υψηλές αυτές τιμές δείχνουν ότι στην περιοχή διατηρείται ένα ισχυρό ανάγλυφο. Η διατήρηση του ισχυρού αναγλύφου έχει να κάνει με την ενεργό τεκτονική που έχει δράσει στην περιοχή κατά τη Μεταλπική περίοδο. Μέρος της ενεργού τεκτονικής είναι και ο πλέον υψηλός ρυθμός ανύψωσης που υφίσταται η περιοχή, αφού κοντά στην υπολεκάνη του Ρίου έχει υπολογιστεί στα 4.5 mm/year. Η αύξηση του ρυθμού ανύψωσης κατά το Τεταρτογενές συνεπάγεται την ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου καθώς επίσης και μεγάλης έκτασης μεταβολή της κοκκομετρίας, από λεπτόκοκκο σε αδρόκοκκο, προς τα πάνω, με παράλληλη αύξηση του όγκου του παραγόμενου υλικού. Η μέση κλίση των λεκανών κυμαίνεται μεταξύ 36.34% και 44.46%, ενώ το μέσο υψόμετρο μεταξύ 441.89 m και 611.99 m. Το υψόμετρο μεγίστης συχνότητας κυμαίνεται από 250 έως 450 m, ενώ ο βαθμός αναγλύφου από 0.143 έως 0.165. Το υδρογραφικό δίκτυο είναι καλά αναπτυγμένο και επικρατεί η κατακόρυφη διάνοιξη των κοιλάδων. Βρίσκεται στο στάδιο νεότητας και η επικρατούσα μορφή του είναι η δενδριτική. Η ανάπτυξή του είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη των τεκτονικών ασυνεχειών ΔΝΔ-ΑΒΑ διεύθυνσης, δεδομένου ότι αποτελούν επιφάνειες αδυναμίας τις οποίες τα ρέοντα ύδατα μπορούν να διαβρώσουν και σχηματίσουν κανάλια επιφανειακής απορροής. Φτάνει μέχρι την 5η τάξη, ενώ η υδρογραφική πυκνότητα κυμαίνεται μεταξύ 2.425 και 3.223 και η συχνότητα μεταξύ 5.175 και 8.742. Η μελέτη των ιστολογικών χαρακτηριστικών των κόκκων στις κοίτες των χειμάρρων έδειξε ότι η ποσοτική παρουσία των λιθολογιών καθώς και μεταβολή του αριθμητικού μέσου σχετίζονται, κυρίως, με την εισροή νέου υλικού (στο ανώτερο και μέσο ρουν) καθώς και με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στους χαμηλότερους σταθμούς δειγματοληψίας. Επίσης, τα ποσοστά των ασβεστόλιθων μεταβάλλονται αντίστροφα με τα ποσοστά των κερατόλιθων. Από τη μελέτη των δειγμάτων του Σέλεμνου και του Βολιναίου παρατηρήθηκε ότι η μεταβολή της στρογγυλότητας σχετίζεται με την εισροή νέου υλικού, ενώ στον Ξυλοκέρα, πέραν της εισροής νέου υλικού, έχει μικρή συμμετοχή και ο ανθρωπογενής παράγοντας. Στα δείγματα του Σέλεμνου η σφαιρικότητα επηρεάζεται κυρίως από την εισροή νέου υλικού και δευτερευόντως από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Η σφαιρικότητα στους κόκκους του Ξυλοκέρα επηρεάζεται από την εισροή νέου υλικού. Τέλος, στα δείγματα του Βολιναίου η σφαιρικότητα εξαρτάται κυρίως από την εισροή νέου υλικού και δευτερευόντως από την εκλεκτική ταξινόμηση και την ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ δείχνει να αυξάνεται με την απόσταση μεταφοράς. Τα επικρατέστερα σχήματα των κόκκων και στους τρεις χείμαρρους είναι το δισκοειδές και το σφαιρικό, ενώ οι πεπλατυσμένοι και οι κυλινδρικοί εμφανίζονται σε ποσοστό 8-10%. Όσον αφορά τα υποεπιφανειακά ιζήματα της κοίτης, αυτά χαρακτηρίζονται από πολύ πτωχή ταξινόμηση. Ακόμα, παρουσιάζουν θετική έως πολύ θετική ασυμμετρία, που υποδεικνύει την περίσσεια λεπτόκοκκου υλικού το οποίο φιλτράρεται μέσα στο χονδρόκοκκο. Τα ιζήματα αυτά χαρακτηρίζονται από λεπτόκυρτη έως μεσόκυρτη καμπύλη, που σημαίνει ότι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διασπορά τιμών στο κέντρο. Αυτό επιβεβαιώνει και την παγίδευση του λεπτού υλικού μέσα στο χονδρόκοκκο, ενώ η ταχύτητα παραμένει σχεδόν σταθερή. Ωστόσο, κατά θέσεις, τα ιζήματα παρουσιάζουν πλατύκυρτη καμπύλη, ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων της ταχύτητας ροής. Από υδρολογικής σκοπιάς, οι πλέον ξηροί μήνες είναι οι Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος, ενώ οι μέγιστες τιμές βροχόπτωσης εμφανίζονται κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Το ύψος βροχής αυξάνεται με ρυθμό 85 mm ανά 100 m αύξησης του υψομέτρου. Η θερμοκρασία ακολουθεί κανονική κατανομή, με μέγιστα τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και ελάχιστα τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Κυμαίνεται μεταξύ 8 και 26 ºC και ελαττώνεται με ρυθμό 0.75 ºC ανά 100 m αύξησης του υψομέτρου. Η σχετική υγρασία παρουσιάζει παραπλήσια πορεία με αυτή των βροχοπτώσεων, ενώ το αντίθετο παρατηρείται με την πορεία της σχετικής υγρασίας και της θερμοκρασίας. Αντίθετα, η ηλιοφάνεια και η θερμοκρασία παρουσιάζουν παραπλήσιες πορείες. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως εύκρατο με ξηρό θέρος. Ο μέσος ετήσιος όγκος (1975-2004) νερού από βροχόπτωση ανέρχεται σε 71.649x106 m3, που αντιστοιχεί σε ένα μέσο ύψος βροχόπτωσης της τάξης των 1168.84 mm. Ο βροχομετρικός αυτός δείκτης είναι αρκετά υψηλός, αφού ο μέσος δείκτης για τον Ελλαδικό χώρο είναι 823 mm. Η μέση ετήσια ποσότητα που κατεισδύει και γίνεται υπόγειο νερό ανέρχεται σε 13.487x106 m3 ή 223.94 mm νερού, που αντιστοιχεί στο 19.07% του ετήσιου ύψους βροχόπτωσης. Από αυτά, τα 2.24x106 m3 (16.64%) κατεισδύουν στον προσχωματικό υδροφόρο και τα 8.525x106 m3 στους ασβεστόλιθους (63.34%). Οι απώλειες λόγω εξατμισοδιαπνοής υπολογίζονται σε 27.149x106 m3, που αντιστοιχούν σε 439.05 mm νερού ή στο 37.68% του ύψους βροχόπτωσης. Ακόμα, οι απώλειες λόγω επιφανειακής απορροής υπολογίζονται σε 31.013x106 m3 και αντιστοιχούν σε 505.76 mm νερού ή στο 43.25% του συνολικού ύψους βροχόπτωσης. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλο και αποδίδεται στο ισχυρό ανάγλυφο που επικρατεί στην περιοχή. Η γενική κατεύθυνση ροής στα υπόγεια ύδατα του προσχωματικού υδροφόρου είναι Β έως ΒΔ, με τις ισοπιεζομετρικές καμπύλες να μετατοπίζονται κατά την υγρή περίοδο προς την ακτογραμμή. Οι μεταβολές της στάθμης μεταξύ υγρής – ξηρής περιόδου κυμαίνονται μεταξύ 0 και 4.7 m και η μέση διακύμανση της στάθμης ανέρχεται στα 2.05 m. Η υδραυλική κλίση ισούται με 2.5‰ στις περιοχές των λεκανών Σέλεμνου και Ξυλοκέρα και 5-8‰ στην περιοχή της λεκάνης του Βολιναίου. Τα ρυθμιστικά αποθέματα του προσχωματικού υδροφόρου υπολογίζονται στα 3.25x106 m3. Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία και χημική ανάλυση από 20 σημεία ύδατος (σημεία κοίτης και γεωτρήσεις του προσχωματικού υδροφόρου) κατά τα έτη 2005-2008. Οι κύριες πηγές μόλυνσης των επιφανειακών υδάτων είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εξαιτίας της απόπλυσης και της απορροής λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, καθώς και η εκτροφή ζώων. Ωστόσο, οι τιμές της αμμωνίας, του φωσφόρου και των νιτρωδών και νιτρικών ιόντων δεν είναι υψηλές ώστε να καθιστούν απαγορευτική τη χρήση των επιφανειακών υδάτων για άρδευση ή ακόμα και για ύδρευση (μετά από κατάλληλη επεξεργασία σε ειδικές εγκαταστάσεις). Το σύνολο των δειγμάτων νερού των γεωτρήσεων του προσχωματικού υδροφόρου κατατάσσεται στην κατηγορία CaHCO3. Το νερό του υδροφόρου είναι καλής ποιότητας με την αγωγιμότητα να κυμαίνεται μεταξύ 433 και 771.5 μS/cm. Οι χαμηλές τιμές Cl- και Na+ δεν υποδεικνύουν φαινόμενα υφαλμύρινσης. Έτσι, τα υπόγεια ύδατα κατατάσσονται στις κατηγορίες S1-C2 και S1-C3 του διαγράμματος SAR-EC, που σημαίνει ότι είναι κατάλληλα για άρδευση. Η ανάγκη πρόβλεψης έντονων διαβρωτικών συνθηκών και πλημμυρικών φαινομένων είναι σημαντική γιατί επιτρέπει τον ορθολογικό σχεδιασμό των έργων υποδομής της περιοχής και την αποφυγή εκτεταμένων καταστροφών από αιφνίδια και μη φαινόμενα (βροχοπτώσεις και καταιγίδες). Η ανάγκη αυτή υπαγορεύτηκε εξαιτίας, κυρίως, των σοβαρών συνεπειών στα τεχνικά έργα (π.χ. προσχώσεις σε ταμιευτήρες ή υποχώρηση φραγμάτων) αλλά και στον άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν ειδικά μοντέλα προσομοίωσης. Για τον υπολογισμό της εδαφικής διάβρωσης στις λεκάνες απορροής, έγινε χρήση της Παγκόσμιας Εξίσωσης Εδαφικής Απώλειας (ΠΕΕΑ) η οποία συνυπολογίζει τις γεωλογικές, γεωμορφολογικές και μετεωρολογικές συνθήκες καθώς και τις χρήσεις γης της περιοχής. Από τη χρήση του μοντέλου, ως περιοχές υψηλού κινδύνου εδαφικής απώλειας ορίζονται οι περιοχές στους οικισμούς Αργυρά, Σελλά και Πιτίτσα καθώς και στα νότια της περιοχής έρευνας. Για τις υψηλές τιμές εδαφικής απώλειας ευθύνονται, κυρίως, το μεγάλο ύψος βροχόπτωσης καθώς και η μορφολογία, αφού οι περιοχές βρίσκονται στην ορεινή ζώνη όπου επικρατούν μεγάλα πρανή με απότομες κλίσεις. Οι περιοχές αυτές εμφανίζουν πολύ υψηλές τιμές στερεοπαροχής, αφού η επιφανειακή απορροή είναι εξίσου μεγάλη. Σε αυτό συμβάλλουν και οι γεωλογικοί σχηματισμοί οι οποίοι παρουσιάζουν μικρά ποσοστά κατείσδυσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η επιφανειακή απορροή. Για τον υπολογισμό των φερτών υλικών που προέρχονται από την πλευρική και σε βάθος διάβρωση της κοίτης των χειμάρρων, χρησιμοποιήθηκαν οι κοκκομετρικές αναλύσεις των επιφανειακών ιζημάτων και έγινε προσομοίωση ροής για δοσμένες τιμές βάθους ροής. Τα αποτελέσματα της προσομοίωσης έδειξαν ότι, η αύξηση του βάθους ροής (και επομένως της ταχύτητας) συνεπάγεται αύξηση της κινητικής ενέργειας των χειμάρρων και επομένως της ποσότητας του ιζήματος που μπορούν να διαβρώσουν και να μεταφέρουν, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η στερεοπαροχή. Η στερεοπαροχή συνδέεται άμεσα με τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στις εκβολές των χειμάρρων (απόθεση, διάβρωση). Όσον αφορά τον εντοπισμό περιοχών πλημμυρικής επικινδυνότητας, εφαρμόστηκαν τρεις μεθοδολογίες, η Υδρολογική Προσομοίωση των λεκανών απορροής, ο υπολογισμός της Ενέργειας του Χειμάρρου και η Πολυπαραγοντική Ανάλυση του Αναγλύφου. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά δεδομένα των μηχανισμών απορροής και κυρίως υδρομετεωρολογικά δεδομένα επί μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη συνήθεις και ακραίες συνθήκες. Από την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων και τη σύγκρισή τους, προκύπτει μία σύγκλιση αποτελεσμάτων που σημαίνει ότι, τα σημεία που προκύπτουν είναι και τα πιθανότερα για την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων. Περιοχές που παρουσιάζουν πολύ υψηλό κίνδυνο πλημμυρικής επικινδυνότητας είναι στους οικισμούς Άνω Καστρίτσι, Αργυρά και Σελλά. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο σε αυτές τις θέσεις να εκδηλωθούν πλημμυρικές απορροές, ούτε και ότι η εμφάνιση τέτοιων φαινομένων αποκλείεται στις υπόλοιπες θέσεις. Από τη μελέτη των διαχρονικών μεταβολών της ακτογραμμής προκύπτει πως, η ακτή, από το στόμιο του χείμαρρου Χάραδρου μέχρι την προβλήτα του Ψαθόπυργου, συνολικά διαβρώνεται. Η διάβρωση αυτή οφείλεται, κυρίως, στον εγκιβωτισμό των χειμάρρων, στην καταστροφή του προφίλ ισορροπίας της παραλίας με την δημιουργία ασφαλτόδρομων και τοιχίων προστασίας, την κατασκευή προβόλων και λιμενικών εγκαταστάσεων, καθώς και στην απόληψη αδρανών υλικών και στον καθαρισμό των κοιτών των χειμάρρων. Η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης από τη δράση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στις λεκάνες απορροής, καθώς και ο υπολογισμός του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής βοηθούν στο σωστό σχεδιασμό των απαραίτητων έργων για την προστασία των υδατικών πόρων. Τα έργα αυτά θα στοχεύουν στην προμήθεια νερού καλής ποιότητας τόσο για ύδρευση όσο και για άρδευση, στην εξασφάλιση και εξοικονόμηση των απαραίτητων ποσοτήτων νερού καθώς και στην προστασία από τα ακραία υδρολογικά φαινόμενα (πλημμύρες, εδαφική διάβρωση, ξηρασίες). Η περιβαλλοντική επιβάρυνση των επιφανειακών υδάτων των χειμάρρων προκαλείται από την απόπλυση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Με τη δημιουργία ειδικών ζωνών βλάστησης (θάμνοι, δένδρα, χορτάρι) στα σημεία της όχθης όπου εντοπίζονται πηγές μόλυνσης, μειώνονται τα θρεπτικά συστατικά και άλατα που καταλήγουν στο χείμαρρο αφού δεσμεύονται από τις ζώνες αυτές. Παράλληλα, η καλλιέργεια των επικλινών εκτάσεων κατά τις ισοϋψείς καμπύλες καθώς και σε αναβαθμίδες θα συμβάλλει στη μείωση της εδαφικής απώλειας και της επιφανειακής απορροής φερτών υλικών. Η απόληψη υλικού από τις κοίτες των χειμάρρων Σέλεμνου και Ξυλοκέρα είναι απαγορευτική αφού εγκυμονεί κινδύνους πλημμυρίσματος της παράκτιας οικιστικής ζώνης, ενώ παράλληλα στερεί σε ίζημα την ακτή με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα εκτεταμένης διάβρωσης. Αντίθετα, η ελεγχόμενη απόληψη υλικού από την κοίτη του Βολιναίου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατολίσθησης στην ακτή. Η εκτεταμένη διάβρωση κατά μήκος της ακτής μπορεί να αποκατασταθεί, έως ένα βαθμό, με την αποκατάσταση του ιζηματολογικού ισοζυγίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την απομάκρυνση των προβόλων και την απαγόρευση κατασκευής έργων (όπως παραλιακά τοιχία και ασφαλτόστρωση της παραλίας) κατά μήκος της ακτής καθώς και με την επανατροφοδότηση της παραλίας που διαβρώνεται με άμμο από την υποπαράκτια ζώνη. Ένα μεγάλο ποσοστό (43.25%) του ετήσιου όγκου νερού που πέφτει στην περιοχή, απορρέει επιφανειακά και καταλήγει στη θάλασσα. Για την αξιοποίησή του, απαραίτητη είναι η κατασκευή φραγμάτων ανάσχεσης σε κατάλληλες θέσεις, τα οποία μειώνουν τη χειμαρρική ροή και αυξάνουν το χρόνο παραμονής του νερού στην κοίτη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και το ποσοστό κατείσδυσης. Παράλληλα, συγκρατούν το στερεοφορτίο των χειμάρρων, το οποίο μπορεί να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί για αδρανή υλικά. Η κατασκευή μίας τεχνητής λίμνης στη λεκάνη απορροής του Βολιναίου, μπορεί να εξοικονομεί μέχρι και το 41.16% του ετήσιου όγκου που δέχεται η λεκάνη. Το νερό αυτό θα χρησιμοποιείται για την κάλυψη υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών, ύστερα από τον απαραίτητο έλεγχο και επεξεργασία σε ειδικές εγκαταστάσεις. / The aim of this thesis is to analyze the geological, hydrological and hydrogeological conditions of the study area and develop a complete water resources plan which will help in the protection and restoration of water quality. The study area consists of three drainage basins, these of Selemnos, Xylokeras and Volinaios. It covers 68.6 km2 and is located in NW Peloponnese, in the northern part of the prefecture of Achaia. It is bounded in the north by the Gulf of Patras and in the south by Panachaiko Mountain. From a geological perspective, the Olonos – Pindos geotectonic zone comprises the alpine substratum of the area, while Post Alpine sediments (Pliocene – Quaternary age) cover the lowlands. The land cover is constituted by forests (46.11%) and farmland (46.29%), while pasturelands are present (5.67%). Main activities, except farming and pasturing, are small industries (1.51%) next to urban or semi-urban areas. The mean elevation of the study area is 480.74 m and the mean gradient 42.04%, which indicates a high relief. This is due to tectonic activity during the Post – Alpine period that results a high uplifting rate of the area, which in the Rio basin is measured 4.5 mm/year. The mean gradient of the basins varies between 36.34% and 44.46%, the mean elevation between 441.89 m and 611.99 m and the relief ratio between 0.143 and 0.165. The drainage network is well developed with a dendritic pattern and is mostly controlled by the tectonic activity with WSW-ENE direction. According to the Strahler classification, the maximum stream order is 5th while drainage density varies between 2.425 and 3.223 and stream frequency between 5.175 and 8.742. Analysis of textural characteristics for river-bed sediments in the three torrents showed that lithology and mean size are mainly related to the inflow of new material (at the upper sampling stations) and anthropogenic interventions (at the 2-3 lower sampling stations). Pebbles were divided qualitatively into three major categories; limestone, chert and sandstone, with limestone and chert rates showing reverse distribution. Roundness is mainly related to the inflow of new material (for Selemnos and Volinaios), while for Xylokeras to anthropogenic interventions as well. The particle shape is often disc-shaped and spherical and less blade and rod-like. Sphericity is related to lateral sediment sources and to anthropogenic interventions (for Selemnos) and to selective transport as well (for Volinaios). For Xylokeras, sphericity is mainly related to the inflow of new material. Subsurface sediments show very low sorting and positive asymmetry, as a result of fine-grained sediment trapped into coarse-grained, while flow velocity remains steady. From a meteorological perspective, June, July and August are mostly dry, while November and December are mostly wet, with precipitation increasing 85 mm every 100 m of altitude. Maximum temperature is occur during July and August and decreases at a rate of 0.75°C every 100 m of altitude. Minimum values are during January and February. Moisture varies according to rainfall rates and temperature according to sunlight. Moisture and temperature are showing reverse distributions. The climate is mild with dry summer. The mean annual precipitation (period 1975-2004) for the studied area reaches 1168.84 mm that corresponds to 71.649x106 m3. A small amount of the water infiltrates (19.07%), while a significant volume of 31.013x106 m3 (43.25%) runs off and ends up to the sea. Another 27.149x106 m3 (37.68%) are lost through evaporation and transpiration processes. The main direction of underwater flow in the alluvial aquifer is N to NW, while the mean variance of water level is 2.05 m. The hydraulic gradient varies between 2.5‰ (for Selemnos and Xylokeras basins) and 5-8‰ (for the Volinaios basin). Chemical analysis of surface water (torrent flow) and groundwater (alluvial aquifer) took place during 2005-2008. Main contamination sources for surface water are agricultural activities, because of the use of fertilizers and intensive farming that affect nitrogen and phosphorus balance. However, these concentrations are not prohibitive for irrigation or water supply, given that there is appropriate chemical treatment and purification. Groundwater can be classified to the CaHCO3 chemical type that includes generally freshwater with good recharge and renewal conditions. Low concentrations of Cl-, Na+ and electric conductivity between 433 and 771.5 μS/cm define water with good drinking quality. According to the SAR-EC diagram, groundwater is classified to S1-C2 and S1-C3 types, which indicate good irrigation quality. Prediction of erosion and flood hazard is necessary for the right planning and development for the sufficient control of hazards due to natural phenomena (rainfalls and storms). Soil erosion was estimated using the Universal Soil Loss Equation. This model calculates the mean annual soil erosion from cultivated (or non-) land using geological, geomorphological and meteorological data. The results show that regions of high risk for soil erosion are mainly located to Argyra, Sella and Pititsa as well as to the southern part of the area. Sediment transport is high as well due to increased runoff values. Sediment derivation due to bed surface corrosion was calculated using grain size analysis of bed-surface sediments. Sediment derivation is mainly connected to the coastal processes (deposition, erosion). Three models were used to determine regions with high risk of flood hazard; Hydrological Simulation of drainage basins, Stream Power and Relief Factor Analysis. For these models, real meteorological and runoff data were used. These models show a convergence of results which means that the areas of Ano Kastritsi, Argyra and Sella are regions with high risk of flood hazard. An investigation of recent shoreline shifting was also conducted (from Haradros river mouth to Psathopyrgos). The investigation showed that the shoreline is mainly eroded due to human activities such as harbor and road construction, river bed flattening and bed load extraction, causing the disturbance of natural coastal process. Streams can be polluted by a variety of substances from adjacent lands such as soil particles (sediment) and nutrients (nitrogen and phosphorus) through runoff. Vegetation within a riparian zone can slow the overland movement of water and cause sediment and attached nutrients to be deposited on the land before they can reach the stream channel. In addition, contouring and terrace cultivation will minimize soil erosion and sediment transport. Bed load extraction is prohibitive for Selemnos and Xylokeras due to high risk of flood to the coastal urban zone. For Volinaios a selective bed load extraction could prevent a future coastal slide at the river mouth. Coastal erosion can be reduced with the restoration of natural coastal process. This can be achieved with the restriction of human activities across the shoreline such us road, harbor and wall construction as well with sand-supply of the eroded coast. A significance percent (43.25%) of the annual volume of water runs off and ends up to sea. Construction of small dams will result in the reduction of torrential flow and increase water infiltration. Also, suspended and bed-load sediment can be easily collected and used for construction material. In addition, a big dam in Volinaios drainage basin can save up to 41.16% of the annual water of the basin. The water can be used for irrigation and water supply, after appropriate treatment and purification.
62

Τεχνικές και συστήματα διαχείρισης γνώσης στο διαδίκτυο / Techniques and systems for knowledge management on the Web

Μαρκέλλου, Πηνελόπη 25 June 2007 (has links)
Ο Παγκόσμιος Ιστός Πληροφοριών (Web) χαρακτηρίζεται σαν ένα περιβάλλον αχανές, ετερογενές, κατανεμημένο και πολύπλοκο με αποτέλεσμα να είναι δύσκολος ο αποδοτικός χειρισμός των δεδομένων των e-εφαρμογών με βάση παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην απαίτηση για σχεδιασμό, ανάπτυξη και υιοθέτηση «ευφυών» εργαλείων που θα επιλέξουν και θα εμφανίσουν στο χρήστη την κατάλληλη πληροφορία, στον κατάλληλο χρόνο και με την κατάλληλη μορφή. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με το πρόβλημα της εξόρυξης «κρυμμένης» γνώσης από συστήματα και εφαρμογές ηλεκτρονικής μάθησης (e-learning), ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce) και επιχειρηματικής ευφυΐας (business intelligence) με κύριο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της απόδοσης των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους τελικούς χρήστες. Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά αποτελέσματα επικεντρώνονται στα ακόλουθα: α) Μεθοδολογίες, τεχνικές και προτεινόμενοι αλγόριθμοι εξόρυξης «κρυμμένης» γνώσης από e-εφαρμογές λαμβάνοντας υπόψη τη σημασιολογία των δεδομένων, β) Παραγωγή εξατομικευμένων εκπαιδευτικών εμπειριών, γ) Παραγωγή αποδοτικών συστάσεων για την αγορά online προϊόντων, δ) Παραγωγή επιστημονικών και τεχνολογικών δεικτών από διπλώματα ευρεσιτεχνίας για την ανάδειξη του επιπέδου καινοτόμου δραστηριότητας μιας αγοράς, ε) Προτάσεις για μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις που επεκτείνουν τις τεχνικές εξόρυξης γνώσης σε πιο σύνθετους τύπους εφαρμογών και αναδεικνύουν νέες ερευνητικές ευκαιρίες. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια προσέγγιση για την υποστήριξη εξατομικευμένου e-learning όπου η δομή και η σχέση των δεδομένων και των πληροφοριών παίζουν ουσιαστικό ρόλο. Ο προτεινόμενος αλγόριθμος βασίζεται σε μια οντολογία (ontology) η οποία βοηθά στη δόμηση και στη διαχείριση του περιεχομένου που σχετίζεται με μια δεδομένη σειρά μαθημάτων, ένα μάθημα ή ένα θεματικό. Η διαδικασία χωρίζεται σε δύο στάδια: στις offline ενέργειες προετοιμασίας των δεδομένων, δημιουργίας της οντολογίας και εξόρυξης από δεδομένα χρήσης (usage mining) και στην online παροχή της εξατομίκευσης. Το σύστημα βρίσκει σε πρώτη φάση ένα αρχικό σύνολο συστάσεων βασισμένο στην οντολογία του πεδίου και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα frequent itemsets (συχνά εμφανιζόμενα σύνολα στοιχείων) για να το εμπλουτίσει, λαμβάνοντας υπόψη την πλοήγηση άλλων παρόμοιων χρηστών (similar users). Με τον τρόπο αυτό, μειώνουμε το χρόνο που απαιτείται για την ανάλυση όλων των frequent itemsets και των κανόνων συσχέτισης. Εστιάζουμε μόνο σε εκείνα τα σύνολα που προέρχονται από το συνδυασμό της ενεργούς συνόδου (current session) του χρήστη και των συστάσεων της οντολογίας. Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση ανακουφίζει και το πρόβλημα των μεγάλων χρόνων απόκρισης, το οποίο μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει στην εγκατάλειψη του e-learning συστήματος. Αν και η εξατομίκευση απαιτεί αρκετά βήματα επεξεργασίας και ανάλυσης, το εμπόδιο αυτό αποφεύγεται με την εκτέλεση σημαντικού μέρους της διαδικασίας offline. Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετάται το πρόβλημα της παραγωγής προτάσεων σε μια εφαρμογή e-commerce. Τα συστήματα συστάσεων (recommendations systems ή RSs) αποτελούν ίσως την πιο δημοφιλή μορφή εξατομίκευσης και τείνουν να μετατραπούν στις μέρες μας σε σημαντικά επιχειρησιακά εργαλεία. Η προτεινόμενη υβριδική προσέγγιση στοχεύει στην παραγωγή αποτελεσματικών συστάσεων για τους πελάτες ενός online καταστήματος που νοικιάζει κινηματογραφικές ταινίες. Η γνώση για τους πελάτες και τα προϊόντα προκύπτει από δεδομένα χρήσης και τη δομή της οντολογίας σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις-βαθμολογίες των πελατών για τις ταινίες καθώς και την εφαρμογή τεχνικών ταιριάσματος «όμοιων» πελατών. Όταν ένα ή περισσότερα κριτήρια ταιριάσματος ικανοποιούνται, τότε άλλες ταινίες μπορούν να προσδιοριστούν σύμφωνα με το οντολογικό σχήμα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτές που ο πελάτης έχει ήδη νοικιάσει. Στην περίπτωση ενός νέου πελάτη όπου το ιστορικό του είναι κενό, πληροφορίες από την αίτηση εγγραφής του αναλύονται ώστε να ταξινομηθεί σε μια συγκεκριμένη κλάση πελατών και να παραχθούν προτάσεις με βάση το οντολογικό σχήμα. Αυτή η ολοκλήρωση παρέχει πρόσθετη γνώση για τις προτιμήσεις των πελατών και επιτρέπει την παραγωγή επιτυχημένων συστάσεων. Ακόμη και στην περίπτωση του «cold-start problem» όπου δεν είναι διαθέσιμη αρχική πληροφορία για τη συμπεριφορά του πελάτη, η προσέγγιση μπορεί να προβεί σε σχετικές συστάσεις. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται το πρόβλημα της εξόρυξης γνώσης από καταχωρήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που καταδεικνύουν το επίπεδο της καινοτόμου δραστηριότητας μιας αγοράς. Η προτεινόμενη προσέγγιση αφορά στην εφαρμογή τεχνικών Text Mining σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας που βρίσκονται καταχωρημένα σε βάσεις δεδομένων διαφόρων διεθνών οργανισμών διαχείρισής τους, με στόχο την παραγωγή επιστημονικών και τεχνολογικών δεικτών για την ανάδειξη του επιπέδου καινοτομίας μιας αγοράς και συνεπώς την επιχειρηματική ευφυΐα. Αρχικά τα δεδομένα καθαρίζονται προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητά τους πριν την επεξεργασία. Στη συνέχεια εφαρμόζονται δύο τύποι επεξεργασίας η απλή ανάλυση (simple analysis) και η στατιστική ανάλυση (statistical analysis). Στην πρώτη περίπτωση παράγονται γραφήματα που συσχετίζουν τις πληροφορίες π.χ. κύριοι τομείς ανάπτυξης σε μια χώρα. Στη δεύτερη περίπτωση αναλύονται γλωσσολογικά τα πεδία title και abstract των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ομαδοποιούνται τα λήμματα των λέξεων. Στη συνέχεια πάνω στα δεδομένα εφαρμόζονται τεχνικές correspondence και clustering analysis έτσι ώστε αυτά να ομαδοποιηθούν σύμφωνα με τις τεχνολογίες στις οποίες αναφέρονται. Τα clusters πλέον αυτά προβάλλονται όπως και στην απλή ανάλυση παρέχοντας στο χρήστη μια πιο λεπτομερή απεικόνιση της πληροφορίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο συνδυασμός των αναλύσεων που εφαρμόζονται με βάση την προτεινόμενη μεθοδολογία επιτρέπει την αποτύπωση των τεχνολογικών εξελίξεων και καινοτομιών. Οι δείκτες που παράγονται είναι πολύ σημαντικοί αφού μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τις πληροφορίες που αφορούν σε συγκεκριμένες τεχνολογίες. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να παράγουμε δείκτες για τη δραστηριότητα συγκεκριμένων φορέων, εφευρετών, χωρών, κλπ. Τέλος, τεχνολογικοί δείκτες που υποδεικνύουν μελλοντικές ελπιδοφόρες τεχνολογίες καθώς και ποιοι φορείς θα είναι πρωτοπόροι σε αυτές μπορούν να εξαχθούν. / The World Wide Web (Web) has been characterized as a vast, heterogeneous, distributed and complicated environment resulting in difficulties for the efficient handling of e-applications’ data with traditional methods and techniques. This leads to the requirement for designing, implementing and adopting “intelligent” tools, able to select and present to the user the suitable information, at the suitable time and in the suitable form. The present dissertation deals with the problem of mining “hidden” knowledge from systems and applications of electronic learning (e-learning), electronic commerce (e-commerce) and business intelligence (BI), aiming mainly at the improvement of quality and performance of the services provided to the end-users. Specifically, the results are focused on the following: a) Methodologies, techniques and proposed algorithms of mining hidden knowledge from e-applications taking into consideration the semantics of data, b) Production of personalized educational experiences, c) Generation of efficient recommendations for the online purchase of products, d) Discovery of scientific and technological indicators in patents that indicate the level of innovation activity of a market, e) Proposals for future research directions that extend the techniques of knowledge mining to more complex types of applications and indicate new research opportunities. The first chapter presents an approach for the support of personalized e-learning in the cases where the structure and the relation of data and information play essential role. The proposed algorithm is based on an ontology which helps in structuring and managing the content that is related with a given course, a lesson or a topic. The process is decomposed into two stages: the offline phase of data preparation, ontology creation and data usage mining and the online phase of producing personalization. The system finds a initial set of recommendations based on the ontology of the domain and then identifies a set of frequent itemsets (sets of items observed often) in order to enrich the initial recommendations, taking into consideration the navigation of other similar users. In this way, we decrease the time required for the analysis of all the frequent itemsets and association rules, by focusing only on those sets that derive from the combination of the current active session of the user and the ontology recommendations. Moreover, this approach also alleviates the problem of long response times that can lead to the abandonment of the system. Even if the personalization requires considerable steps of preparation and analysis, this obstacle is avoided with the implementation of important part of the process offline. The second chapter studies the problem of recommendations’ production in an e-commerce application. Recommendation systems or RSs constitute perhaps the most popular form of personalization and they tend to become in our days an important business tool. The proposed hybrid approach aims in the production of effective recommendations for the customers of an online shop that rents movies. The knowledge for the customers and the movies results from usage data and the structure of an ontology in combination with customer rates about the movies, as well as with the application of matching techniques for discovering similar customers. When one or more matching criteria are satisfied, then other movies can be specified according to the ontological schema that has similar characteristics with those that the customer already has rented. In the case of a new customer with no history information, data from his registration form are analyzed so that he is categorized in a specific group of customers and the recommendations are based on the ontology. This integration provides additional knowledge for the preferences of customers and allows the production of successful recommendations. Even in the case of cold-start problem where initial information on the customer’s behavior is not available, the approach can produce qualitative and relatively precise recommendations. Finally, the third chapter describes the problem of mining knowledge from patent registrations which indicate the level of innovation activity of a market. The proposed approach concerns the application of Text Mining techniques in patents retrieved from the databases of various national and international Patent Offices, aiming at the production of scientific and technological indicators of the innovation level of a market activity and consequently business intelligence. Initially, the data are cleaned in order to improve their quality before the analysis steps. Then two types of analysis are applied on the data: simple analysis and statistical analysis. In the first case, several charts are produced that connect the information e.g. main sectors of development in a country. In the second case, the title and abstract fields of the patents are linguistically analyzed and the lemmas of words are grouped. Then correspondence and clustering analysis are applied. The produced clusters are depicted as in the simple analysis providing the user with a detailed representation of patent information. The combination of analyses that are applied based on the proposed methodology allows the identification of technological evolutions and innovations. The produced indicators are very important since they can quantify the information that concerns specific technologies. In this way, we can produce indicators for the activity of specific institutions, inventors, countries, etc. Finally, technological indicators about the potential emerging technologies as well as the institutions that will be pioneers can be exported.
63

Η χρηματοοικονομική διαχείριση των δήμων μέσω των προϋπολογισμών και η οικονομική αξιολόγησή τους / Financing management of municipalities via the budgets and the economic evaluation

Παυλοπούλου, Γεωργία 15 March 2010 (has links)
Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται μια παρουσίαση των Ο.Τ.Α., αναλύεται το άρθρο 102 του Συντάγματος και ο νέος Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας (Ν.3463/2006). Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει την οργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών των Ο.Τ.Α., τις Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) και την κατηγοριοποίηση τους. Κάνει μια μικρή αναφορά στις νέες τοπικές ευρωπαϊκές πολιτικές. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναλύεται ο προϋπολογισμός στις επιχειρήσεις, η ιστορική εξέλιξή του, τα είδη του, η χρησιμότητά του, τα πλεονεκτήματά και τα μειονεκτήματά του. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται ο προϋπολογισμός στους Ο.Τ.Α. και διακρίνεται σε δύο υποκεφάλαια: Στο πρώτο υποκεφάλαιο αναλύονται οι βασικές έννοιες του προϋπολογισμού στους Ο.Τ.Α. μέσα από το δημόσιο λογιστικό σύστημά του. Στο δεύτερο υποκεφάλαιο εξετάζεται ο νέος τύπος προϋπολογισμού των Ο.Τ.Α. και το θεσμικό πλαίσιο. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται η χρηματοοικονομική διοίκηση και διαχείριση των Ο.Τ.Α., η χρήση του διπλογραφικού συστήματος λογιστικής, το ισχύον σύστημα, οι λόγοι που οδηγούν στη μετάβαση από το δημόσιο λογιστικό στο διπλογραφικό λογιστικό σύστημα και τα πλεονεκτήματα της εφαρμογής του. Στο έκτο κεφάλαιο γίνεται η σύγκριση του προϋπολογισμών των επιχειρήσεων και των Ο.Τ.Α. και αναφέρονται οι ομοιότητες και οι διαφορές τους. Επίσης, προτείνεται η χρήση ορισμένων αριθμοδεικτών, που αναδεικνύουν την χρησιμότητα του προϋπολογισμού. Το έβδομο κεφάλαιο αποτελεί μια εμπειρική μελέτη, καθώς αναλύονται με διάφορους δείκτες, τα προϋπολογιστικά στοιχεία των δήμων Πατρέων, Ρίου, Μεσσάτιδας και Αιγίου, για τα έτη 2005-2006. Οι παραπάνω δήμοι έχουν πληθυσμό πάνω από δέκα χιλιάδες και σε αυτούς ανήκει και ο δήμος Δύμης. Ο τελευταίος εξαιρείται της ανάλυσης, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για το 2005. Στο όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζονται ορισμένα βασικά συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από τα προηγούμενα κεφάλαια, και προτείνονται λύσεις σχετικά με την χρηματοοικονομική διαχείριση και διοίκηση των Ο.Τ.Α. και τον προϋπολογισμό τους. / ABSTRACT In the first unit, there is a presentation of Local authority, the analysis of the article 102 of the Constitution and the new Municipal and Community Code (N.3463/2006). The second unit presents economic services of Local authority and their organization, the Cooperation of Public-Private Sector and their types. There is a small report in new local European policies, too. In third unit, the budget in the enterprises, its historical development, its types, its usefulness, its advantages and disadvantages are analyzed. In fourth unit, there is the budget in Local authority and it is constituted of two sub-units: in first sub-unit, the basic significance of budget in Local authority through its public accountant system is analyzed. In second one the new type of budget in Local authority and the institutional frame is examined. The fifth unit includes the financing administration and management of Local authority, the use of double - writing accountant system, the reasons that lead to double - writing accountant system and the advantages of its application. In sixth unit there is the comparison of budgets in enterprises and in Local authority and, also, their resemblances and their differences. Also, the use of number indicators is proposed, which are useful in process of budget. The seventh unit is an empirical study and analysis, with various indicators, the elements of the budget of municipalities as Patras, Rio, Messatidas and Egio, in 2005-2006. These municipalities have over ten thousands population. Also, the municipality of Dymis belongs to this category, but there are no sufficient elements for 2005 and consequently it is excluded. In eighth unit basic conclusions are presented, as a result of the above analysis and they are proposed solutions for the financing management and administration of Local authority and their budgets.
64

Διαχείριση και προστασία των ενδημικών, απειλουμένων και σπανίων φυτών του Εθνικού Δρυμού Αίνου, Κεφαλονιάς / Management and conservation of the endemic, threatened and rare plants of the National Park of Ainos, Cephalonia

Καραγιάννη, Βασιλική 20 April 2011 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των ενδημικών φυτικών ειδών και ειδών ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, τα οποία απαντώνται στον Εθνικό Δρυμό του Αίνου (περιοχή NATURA 2000: GR2220002 & SPA). Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα: Viola cephalonica, Saponaria aenesia, Ajuga orientalis subsp. aenesia, Campanula garganica subsp. cephallenica, Centaurea subciliaris, κ.ά. Συνολικά η μελέτη περιλαμβάνει 21 taxa τα οποία ανήκουν σε 13 οικογένειες. Προτείνονται in situ και ex situ δράσεις προστασίας των. Για τον σκοπό αυτό έχουν καταγραφεί και μελετηθεί όλοι οι υποπληθυσμοί των ειδών, στοιχεία από τη βιολογία τους, οι απειλές που δέχονται, οι υπάρχουσες διαχειριστικές πρακτικές και οι σημαντικότεροι αβιοτικοί παράγοντες από τις θέσεις εμφάνισής των. Μέρος της μελέτης αποτελεί, επίσης, η εύρεση επιτυχημένων πρωτοκόλλων φύτρωσης και μηχανισμών άρσης του ληθάργου ο οποίος απαντάται σε ορισμένα taxa. Η οικοφυσιολογία της φύτρωσης αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στάδιο στο βιολογικό κύκλο των φυτικών ειδών, το οποίο μπορεί να καθορίσει ακόμα και τη διατήρησή τους. Πιθανόν να πρέπει να αξιολογείται μαζί με άλλα δεδομένα (αριθμός ατόμων, έκταση και αριθμός υποπληθυσμών κ.α.) τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψη κατά τη διάρθρωση των κόκκινων καταλόγων των φυτικών ειδών. / The object of the present work is the study of the endemic plant species and of species with special interest, which grow in the National Park of Mount Ainos (NATURA 2000 area: GR2220002 & SPA). The following are included among them: Viola cephalonica, Saponaria aenesia, Ajuga orientalis subsp. aenesia, Campanula garganica subsp. cephallenica, Centaurea subciliaris, etc. In total, the study covers 21 taxa, belonging to 13 families. In situ and ex situ actions for their protection are being proposed. For this purpose, all the species subpopulations have been recorded and data on their biology, on the encountered threats, on the current management practices and on the most important abiotic factors which characterize the locations of occurrence have been studied. Part of the study was also the creation of successful germination protocols and the finding of mechanisms for the dormancy breakage, since the seeds of some taxa are characterized by the presence of dormancy. The ecophysiology of germination constitutes a very important stage in the biological cycle of plant species, which could even define their conservation. It might be necessary to evaluate it along with the other data (no. of individuals, subpopulation size and number etc), which are being taken under consideration, during the compilation of Red Data Books of plant species.
65

Μοντέλα για το χρονοπρογραμματισμό έργων με περιορισμένους πόρους

Κάντζαρη, Μαρία 27 July 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία παρουσιάζει το μαθηματικό υπόβαθρο της διαχείρισης των έργων. Η πολυπλοκότητα του όλου εγχειρήματος, έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός διακλαδικού κλάδου με βάση την Επιχειρησιακή Έρευνα. Στο πρώτο κεφάλαιο δίνονται οι αναγκαίοι ορισμοί, ενώ στο δεύτερο καταγράφεται η ιστορική εξέλιξη της διαχείρισης των έργων. Στο τρίτο κεφάλαιο δίνεται η προσέγγιση του προβλήματος μέσω της δικτυωτής ανάλυσης. Το τέταρτο κεφάλαιο ασχολείται με τη μέθοδο PERT, η οποία με τη βοήθεια της Θεωρίας Πιθανοτήτων εκτιμά το χρόνο περάτωσης του έργου μέσω σταθμισμένων μέσων όρων. Για το σκοπό αυτό γίνεται σύγκριση διαφόρων υποθέσεων για τις κατανομές των χρόνων περάτωσης των επιμέρους δραστηριοτήτων. Στη διαχείριση των έργων σημαντικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων παίζει η αποδοτική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Έτσι, στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μέθοδος της κρίσιμης διαδρομής (CPM) για την εκτίμηση της βέλτιστης σχέσης χρόνου-κόστος ενός έργου. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μία αναφορά στη χρήση του γραμμικού μοντέλου στη διαχείριση των έργων. Ακολουθεί η επίλυση ενός υποθετικού αλλά ρεαλιστικού προβλήματος με τη χρήση του λογισμικού Microsoft Project 2007© παράλληλα με οδηγίες χρήσης του. / The present work presents the mathematic background of project management. The complexity of all undertaking, has led to the growth of one of intersectorial branch with base the Operational Research. In the first chapter are given the necessary definitions, while in second is recorded the historical development of project management. In the third chapter is given the approach of problem via the reticular analysis. The fourth chapter deals with the method of PERT, which with the help of Theory of Probabilities appreciates per year finalization of work via parked means. For this aim becomes comparison of various affairs for the distributions of years of finalization of individual activities. In the project management important role for the achievement of objectives plays the efficient exploitation of available resources. Thus, in the fifth chapter is presented the method of critical path (CPM) for the estimate of most optimal relation of time-cost of project. The chapter is completed with a report in the use of linear model in the project management. Follows the resolution of hypothetical but realistic problem with the use of software Microsoft Project 2007© in step with its directives of use.
66

Ανάπτυξη μοντέλων διαχείρισης ποιότητας στην ακτινοφυσική και στην εκπαίδευση στη βιοϊατρική τεχνολογία

Γρίβα, Βασιλική 08 July 2011 (has links)
Η βελτιστοποίηση της ποιότητας των υπηρεσιών στο χώρο της υγείας είναι επιτακτική στις μέρες μας. Στο χώρο της Ακτινοφυσικής συλλέγεται μεγάλος αριθμός δεδομένων από τη χρήση τυποποιημένων Πρωτοκόλλων Ποιοτικών Ελέγχων, τα αποτελέσματα των οποίων θα μπορούσαν να παρέχουν πολύτιμη πληροφορία για όλες τις σχετικές διεργασίες. Η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας καθιστά αναγκαία την πιστοποίησή τους ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα σπουδών που προσφέρουν. Η χρήση του ηλεκτρονικού εργαλείου QS-PRO (Quality System Processes), ενός γενικευμένου εργαλείου λογισμικού για εφαρμογές που σχετίζονται με ποιότητα των υπηρεσιών συνέβαλλε στην ανάπτυξη συστημάτων ποιότητας σε δύο πεδία, αυτό της διασφάλισης ποιότητας στις διαδικασίες Ποιοτικών Ελέγχων στη Μαστογραφία καθώς και της διαχείρισης ποιότητας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στη Βιοϊατρική Τεχνολογία. Συνοπτικά, το εργαλείο διευκόλυνε στην ανάπτυξη μιας δομής διεργασιών και διαδικασιών που τεκμηριώνονται επαρκώς ώστε να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς ποιότητας που έχουν τεθεί. Συγκεκριμένα, η ηλεκτρονική έκδοση του Ευρωπαϊκού Πρωτοκόλλου Ποιοτικών Ελέγχων στη Μαστογραφία χαρακτηρίζεται από την αποτελεσματική χαρτογράφηση των ολοκληρωμένων συνεδριών ποιοτικών ελέγχων με καθορισμένες μεταβλητές (μετρήσιμες παραμέτρους και αποτελέσματα) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ολοκληρωμένα προγράμματα ελέγχων μονάδων μαστογραφίας. Το Εγχειρίδιο Συστήματος Διαχείρισης Ποιότητας για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στη Βιοϊατρική Τεχνολογία αποτελεί έναν οδηγό για όλους όσους συμμετέχουν στην υλοποίηση του προγράμματος και μέσα από τις προσδιορισμένες διαδικασίες μέτρησης και βελτίωσης της ικανοποίησης των φοιτητών και των διδασκόντων των συνεργαζόμενων πανεπιστημίων οδηγεί στη βελτίωση του και ταυτόχρονα στην πιστοποίηση του προγράμματος κατά ISO-9001. / Nowadays, optimization of health services is imperative. Large data sets collected through standardised Quality Control Protocols can provide valuable information cornering the related processes. On the other hand, the development of highly specialised educational programs for health professionals has rendered their certification necessary in order to ensure the quality of the offered services. The adoption of the electronic tool QS-PRO (Quality System Processes) - a standard software tool used for quality applications in services- has significantly contributed to the development of quality systems in two fields: Quality Assurance in Quality Control procedures in Mammography and Quality Management of the European Postgraduate Program on Biomedical Engineering. In short, the tool facilitated the creation of a process structure that is well documented in order to be further applied for reaching already-set quality objectives. More specifically, the electronic version of the European Protocol of Quality Control in Mammography features an effective mapping of complete quality control sessions with specified variables (measurable parameters and outcomes) aimed for further use in integrated quality control trials. The Quality System Manual of the European Postgraduate Program on Biomedical Engineering constitutes a comprehensive guide for all course participants; through measurements and improvements in overall satisfaction levels (by students, staff and collaborating institutions) the aim is to improve the program itself and eventually lead to its certification according to ISO-9001 standards.
67

Συστήματα διαχείρισης περιεχομένου και σημαντικός ιστός / Content management systems and semantic web

Νάκος, Κωνσταντίνος 24 January 2012 (has links)
Ένα μεγάλο ποσοστό ιστότοπων παράγεται και συντηρείται με χρήση Συστημάτων Διαχείρισης Περιεχομένου (Content Management Systems – CMS), τα οποία, εκτός από περιεχόμενο κειμένου, διαχειρίζονται και δομημένα δεδομένα. Από την άλλη, ο Σημαντικός Ιστός αν και έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα παραμένει σε εμβρυϊκό στάδιο σε σχέση με τον παραδοσιακό Ιστό. Η σύγκλιση των δύο κόσμων θα μπορούσε να αποφέρει τεράστια οφέλη και να πυροδοτήσει την ταχύτερη εξάπλωση του Σημαντικού Ιστού. Στην παρούσα διπλωματική εργασία καταγράφονται και μελετώνται τα πιο διαδεδομένα εργαλεία Σημαντικού εμπλουτισμού CMS, καθώς και μια σειρά από CMS που φέρουν εγγενή χαρακτηριστικά Σημαντικού Ιστού. Τέλος, υλοποιείται μια πρότυπη δικτυακή πύλη με τη χρήση της έκδοσης 7 του CMS Drupal, η οποία ενσωματώνει χαρακτηριστικά Σημαντικού Ιστού στον πυρήνα της (όπως αυτόματη ενσωμάτωση στις σελίδες που παράγονται του νεοσύστατου πρότυπου RDFa). / Currently a large number of Web sites are driven by Content Management Systems (CMS), which manage not only textual content but also structured data. On the other hand, even though Semantic Web is beginning to materialize, it is still dwarfed by the traditional Web. The convergence of the two worlds could produce significant benefits and trigger a faster spread of the Semantic Web. In the current diploma thesis, prevalent CMS semantic enrichment tools and a series of Semantic CMS are thoroughly examined. Finally, an experimental web portal is developed using CMS Drupal’s version 7, which integrates Semantic Web features in its core (such as the automatic embedding of the emergent RDFa standard in the pages created).
68

Προσαρμοζόμενη υποστήριξη συνεργασίας με έμφαση σε θέματα επιχειρηματολογίας και οπτικής αναπαράστασης / Adaptive collaboration support with emphasis on argumentation and visualization

Γκότσης, Γιώργος 07 October 2011 (has links)
H παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά στην ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων για σύγχρονα, βασισμένα στη γνώση, Συστήματα Υποστήριξης Συνεργασίας. Η προτεινόμενη προσέγγιση εστιάζει στο μοντέλο αναπαράστασης της συνεργασίας, καθώς και στο μοντέλο επιχειρηματολογίας που υιοθετείται κατά περίπτωση. Σε πρακτικό επίπεδο, αναπτύχθηκε και προτάθηκε ένα σύστημα υποστήριξης συνεργασίας, του οποίου η καινοτομία έγκειται στην ικανότητα δυναμικής προσαρμογής και απεικόνισης μιας συνεργασίας. Το σύστημα αυτό επιτρέπει την ελεύθερη, μηχανικά υποστηριζόμενη μετάβαση και εναλλαγή περιβαλλόντων συνεργασίας, όπου οι οντότητες, οι πράξεις και οι παρεχόμενοι μηχανισμοί προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της τρέχουσας αναπαράστασης. Σε θεωρητικό επίπεδο, η επιχειρηματολογία εξετάζεται ως μια συγκεκριμένη λειτουργία συνεργασίας και διεξάγεται μελέτη σχετικά με τα διαφορετικά μοντέλα επιχειρηματολογίας. Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, αναδείχθηκε και προτάθηκε η αξία της σύνθεσης και συσχέτισης μεταξύ επιχειρημάτων ως μια δομή που φέρει συγκεκριμένη σημασία και αποτελεί αντικείμενο αξιοποίησης. Έτσι, η διατριβή επεκτείνει ένα γενικό μοντέλο επιχειρηματολογίας, το οποίο αρχικά ανάγεται και αναλύεται σε ένα γραφοθεωρητικό μοντέλο, ώστε να περιγραφεί ένας αποδοτικός τρόπος αξιοποίησης τέτοιων δομών σε υπολογιστικό επίπεδο. Τέλος, έχοντας αναγνωρίσει την κοινωνική διάσταση της συνεργασίας αλλά και τα κενά στα αντίστοιχα συστήματα, η διατριβή προτείνει ένα πλαίσιο που εκμεταλλεύεται τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες των συστημάτων συνεργασίας, προκειμένου να εκμεταλευτεί το σχηματισμό ομάδων χρηστών σε μια κοινότητα. / This thesis concerns the development of innovative solutions for modern, knowledge-based Collaboration Support Systems. The proposed approach focuses on the representation model of collaboration, and the argumentation model adopted for various cases. On a practical level, a collaboration support system was developed and proposed. Its innovation lies in the ability to adapt and visualize a collaborative session; the system allows the arbitrary, machine supported transition and switch between environments, where entities, actions and the provided mechanisms adapt in order to meet the needs of the current representation. On a theoretical level, argumentation is considered as a particular mode of collaboration and a study is conducted on different argumentation models. In this study, the value of the composition and the inter-association between arguments is explored, as a structure that carries specific semantics and constitutes an asset under exploitation. Thus, the thesis extends a general argumentation model, which is initially reduced and analyzed as a graph-theoretic model, in order to describe an effective way of assessing such structures on a computational level. Finally, having recognized the social aspects of collaboration as well as the limitations in respective systems, the thesis proposes a framework that exploits the characteristics of collaboration support systems, in order to take advantage of the formation of user groups in a community.
69

Η ένταξη της καύσης στην ολοκληρωμένη διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας

Μουγκογιάννης, Νικόλαος 08 May 2012 (has links)
Στην παρούσα εργασία διερευνάται η καύση των Αστικών Στερεών Αποβλήτων (ΑΣΑ) και η δυνατότητα δημιουργίας Εγκατάστασης Καύσης των ΑΣΑ (ΕΚΑΣΑ) στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (ΠΔΕ). Στο 1ο κεφάλαιο δίνεται η περιγραφή της διαχείρισης των ΑΣΑ σε χώρες του εξωτερικού. Εδώ δίνονται στοιχεία για πρωτοπόρες χώρες στην καύση των ΑΣΑ και η γενικότερη διαχείριση των ΑΣΑ τους. Διερευνάται αρχικά η κατάσταση στην Ευρώπη, στον υπόλοιπο κόσμο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η καύση των ΑΣΑ είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως σε μεγάλες, βόρειες και πλούσιες χώρες της Ευρώπης. Αυτή η τεχνολογία επεξεργασίας των ΑΣΑ σε πολλές χώρες φτάνει έως και το 50% (π.χ. Ελβετία και Δανία) της συνολικής διαχείρισης των ΑΣΑ. Τέλος παρουσιάζεται η πρόσφατη οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2008/98/EΚ, η οποία ταξινομεί τους τρόπους διαχείρισης των ΑΣΑ και κατατάσσει την καύση των ΑΣΑ με ενεργειακή ανάκτηση πάνω από την εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα ταφή των ΑΣΑ και κάτω από την ανακύκλωση. Επίσης καθορίζεται πότε η καύση των ΑΣΑ θεωρείται ανάκτηση και όχι διάθεση, σύμφωνα με τον συντελεστή R1 που εξετάζεται στο 5ο κεφάλαιο. Τέλος παρουσιάζεται και η οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 99/31/ΕΚ η οποία προβλέπει την σταδιακή μείωση των βιοαποδομήσιμων αστικών αποβλήτων που οδηγούνται στους ΧΥΤΑ, κάτι που μπορεί να γίνει με την καύση. Στο 2ο κεφάλαιο δίνεται μια σύντομη παρουσίαση της ΠΔΕ. Γίνεται μια ανασκόπηση του πληθυσμού, του τουρισμού, των οικονομικών και των μεταφορών της ΠΔΕ. Επίσης δίνονται στοιχεία για τα φυσικά χαρακτηριστικά της ΠΔΕ (κυρίως ύδατα), του κλίματος και των προστατευόμενων περιοχών της ΠΔΕ. Στο 3ο κεφάλαιο γίνεται πρόβλεψη της ποσότητας και της ποιοτικής σύστασης των ΑΣΑ που παράγονται στην ΠΔΕ για το έτος έναρξης λειτουργίας της ΕΚΑΣΑ, το 2020. Σύμφωνα με στοιχεία των απογραφών του 1991 και του 2001 και τον εποχικό πληθυσμό του 2009 που πάρθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, (ΕΛ.ΣΤΑΤ) υπολογίζεται ο ισοδύναμος πληθυσμός της ΠΔΕ σε περίπου 850.000 κατοίκους. Έπειτα λαμβάνεται ο ρυθμός παραγωγής ΑΣΑ ανά κάτοικο και ημέρα από τον Παναγιωτακόπουλο, [Παναγιωτακόπουλος, 2008] και υπολογίζεται η ετήσια συνολική παραγωγή των ΑΣΑ για την ΠΔΕ το 2020 σε περίπου 372.000 τόνους. Ακολούθως λαμβάνεται η ποιοτική σύσταση των ΑΣΑ από τον Οικονομόπουλο, [Οικονομόπουλος, 2009] καθώς και ότι το 10% της συνολικά παραγόμενης ποσότητας ΑΣΑ ανακυκλώνεται το 2020. Τέλος αφού αφαιρεθεί η ποσότητα των ΑΣΑ που ανακυκλώνεται εκτιμάται η συνολική ποσότητα των ΑΣΑ που δύναται να καεί σε περίπου 335.000 τόνους. Στο 4ο κεφάλαιο επιλέγεται η θέση της ΕΚΑΣΑ στην Βιομηχανική Περιοχή της Πάτρας (ΒΙΠΕ). Η ΕΚΑΣΑ είναι βιομηχανική μονάδα, παράγει ατμό για άλλες βιομηχανίες και είναι σε κοντινή απόσταση από τον κύριο παραγωγό ΑΣΑ της ΠΔΕ, τον Δήμο Πατρέων. Παρουσιάζονται οι Σταθμοί Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων (ΣΜΑ) και οι διαφορετικές μέθοδοι σχεδιασμού τους. Με τους ΣΜΑ θεωρείται ότι μπορεί να επιτευχθεί οικονομικότερη μεταφορά και μεταφόρτωση των ΑΣΑ στην ΕΚΑΣΑ σε σχέση με την μεταφορά με απορριμματοφόρα (Α/Φ). Εδώ ελέγχεται η οικονομία που επιτυγχάνουν ανά Καλλικρατικό Δήμο. Ο ΣΜΑ τοποθετείται στο κέντρο του Καλλικρατικού Δήμου και οι Πηγές Παραγωγής ΑΣΑ (ΠΠΑΣΑ) θεωρούνται οι Καποδιστριακοί Δήμοι με ποσότητες που εκτιμώνται στο 3ο κεφάλαιο. Στοιχεία κόστους λαμβάνονται μερικώς από εμπειρικά στοιχεία των Περιφερειών της Δυτικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης καθώς και από βιβλιογραφικές αναφορές. Συμπεραίνεται ότι η χρήση των ΣΜΑ ρίχνει το μεταφορικό κόστος των ΑΣΑ, στους περισσότερους Δήμους της ΠΔΕ, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ελέγχονται επίσης μέθοδοι επιχειρησιακής έρευνας και εκτιμάται αδυναμία εφαρμογής τους αφού προϋποθέτουν σαφείς θέσεις χωροθέτησης των ΣΜΑ, κάτι που είναι δύσκολο και πολύπλοκο να εκτιμηθεί. Στο 5ο κεφάλαιο αρχικά παρουσιάζονται οι τεχνικές καύσης των ΑΣΑ και επιλέγεται ως τεχνική καύσης των ΑΣΑ της ΠΔΕ η μαζική καύση των ΑΣΑ σε εστία με εσχάρες. Η τεχνική αυτή είναι η πιο διαδεδομένη και με πιο αξιόπιστα στοιχεία. Έπειτα εκτιμάται η Κατώτατη Θερμογόνος Δύναμη (ΚΘΔ) των ΑΣΑ βάσει των μετρήσεων του Καραγιαννίδη, [Karagiannidis et al., 2010] για την θερμική αξία των ΑΣΑ της Θεσσαλονίκης και της εκτιμώμενης σύστασης των ΑΣΑ από τον Οικονομόπουλο. Η ΚΘΔ εκτιμάται σε 10,885 Mj/kg ΑΣΑ, τιμή ίση και μεγαλύτερη από αυτή που έχουν τα ΑΣΑ σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμα λαμβάνεται ένα απλό θερμικό δίκτυο για την ΕΚΑΣΑ από το βιβλίο του Κ.Χ. Λέφα, [Λέφας, 1982] για παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας και εκτιμώνται οι βαθμοί απόδοσης της ΕΚΑΣΑ. Τέλος εξετάζεται αν η ΕΚΑΣΑ μπορεί να θεωρηθεί διαχείριση ανάκτησης (ισοδύναμη με την μηχανική και βιολογική επεξεργασία) ή διάθεσης (ισοδύναμη των ΧΥΤΑ) των ΑΣΑ, βάσει του συντελεστή R1 που εισάγει η οδηγία 2008/98/EΚ και στατιστικών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας των ΕΚΑΣΑ (CEWEP). Η ΕΚΑΣΑ πετυχαίνει R1 μεγαλύτερο του 0,65 για παραγωγή μόνο ηλεκτρικής ενέργειας και για συμπαραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας. Στο 6ο κεφάλαιο αρχικά παρουσιάζονται οι αέριες εκπομπές, τα υγρά απόβλητα και τα στερεά υπολείμματα των ΕΚΑΣΑ. Οι αέριες εκπομπές των ΕΚΑΣΑ, με χρήση σύγχρονων συσκευών ελέγχου των αέριων εκπομπών, παραμένουν αρκετά κάτω από την όρια που θέτει η οδηγία 2000/76/ΕΚ. Οι ΕΚΑΣΑ παράγουν τέφρα που είναι αδρανές υλικό και διατίθεται με ασφάλεια σε ΧΥΤΥ. Η ιπτάμενη τέφρα που παράγεται μετά από επεξεργασία σταθεροποιείται και έπειτα μπορεί να διατεθεί σε ΧΥΤΥ. Δίνονται στοιχεία για την μέση σύσταση των παραπάνω καθώς και τα όρια που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Αμερικανική Υπηρεσία Περιβάλλοντος (EPA). Τέλος παρουσιάζονται τα συστήματα ελέγχου των αέριων εκπομπών. Στο 7ο κεφάλαιο εκτιμάται το κόστος κατασκευής της ΕΚΑΣΑ και τα αναμενόμενα έσοδα που μπορούν να προκύψουν από την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας. Το κόστος εκτιμάται από την βιβλιογραφία. Ένα ποσοστό εσόδων μπορούν να υπολογιστούν βάση της επιδότησης που δίνει ο ν.3851/2010 για το βιοαποδομήσιμο κλάσμα των ΑΣΑ που θεωρείται βιομάζα και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αυτό θεωρείται ανανεώσιμη (ΑΠΕ). Τα υπόλοιπα έσοδα που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το μη βιοαποδομήσιμο κλάσμα δεν δύναται να τιμολογηθούν. Επίσης τα έσοδα από την πώληση θερμότητας, θεωρείται ότι καλύπτουν την κατασκευή συστήματος τηλεθέρμανσης ως ανταποδοτικό όφελος για την τοπική κοινωνία που φιλοξενεί την ΕΚΑΣΑ. Το κόστος της ΕΚΑΣΑ συγκρίνεται με το παρόν κόστος της απόθεσης των ΑΣΑ σε ΧΥΤΑ και προκύπτει μικρότερο. Το κόστος του ΧΥΤΑ εκτιμάται σε 8-35 €/τόνο ΑΣΑ, ενώ της ΕΚΑΣΑ σε 10,5 – 26,125 €/τόνο ΑΣΑ. Καταλήγοντας, σε αυτή την εργασία, προτείνεται για πρώτη φορά η καύση των ΑΣΑ στην ΠΔΕ. Σύμφωνα με την σύγχρονη τεχνολογία, η καύση είναι μια οικονομική λύση με ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο, σε αντίθεση με την διάθεση σε ΧΥΤΑ, όπου οι επιπτώσεις είναι αφενός τοπικές και αφ’ετέρου παγκόσμιες και ο έλεγχος των εκπομπών περιορισμένος. Η μεγάλη μείωση στον όγκο των ΑΣΑ (90%) που επιτυγχάνεται, ελαχιστοποιεί τις απαιτήσεις μεγάλων χώρων διάθεσης και αμβλύνει τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η δυνατότητα ανάκτησης ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, καθώς και μετάλλων, καθιστούν βιώσιμη την καύση των ΑΣΑ. Τέλος, σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η ενέργεια αυτή σε μεγάλο ποσοστό της (55,4%) θεωρείται ΑΠΕ. Επομένως, η ένταξη της καύσης των ΑΣΑ στην ολοκληρωμένη διαχείριση τους θα προσφέρει στην επίτευξη του στόχου της Ελλάδας για 40% ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ μέχρι το 2020 (ν.3851/2010). / This paper studies the combustion of municipal solid waste (MSW) and the possible creation of MSW incineration plant (each) in Western Greece (RWG). In the first chapter is to describe the management of MSW in foreign countries. Here are figures for leading countries in the combustion of MSW and the overall management of the MSW. Investigated initially the situation in Europe, the world and developing countries. The combustion of MSW is a method widely used in large and wealthy northern countries of Europe. This technology for processing MSW in many countries at up to 50% (eg Switzerland and Denmark) the overall management of MSW. Finally presents the recent directive of the European Parliament 2008/98/EK, which classifies the management of MSW and ranks MSW incineration with energy recovery over the applied in Greece burial of MSW and bottom of recycling. It also determines when the combustion of MSW is recovery and not disposal, in accordance with the R1 factor considered in chapter 5. Finally presented and Directive 99/31/EC of the European Parliament which provides for the gradual reduction of biodegradable municipal waste going to landfills, which can be done by burning. In the second chapter gives a brief introduction of the EDP. Is an overview of population, tourism, finance and transport of the EDP. Also given of the physical characteristics of the PDE (mainly water), climate and protected areas of the EDP. In the third chapter is predicting the quantity and qualitative composition of MSW produced in the EDP for the initial year of operation of each, in 2020. According to data from the censuses of 1991 and 2001 and the seasonal population of 2009 was taken from the Greek Statistical Authority (EL.STAT) estimated the equivalent population of EDP of 850,000 inhabitants. Then take the production rate of MSW per inhabitant and day by Panagiotakopoulos [Panagiotakopoulos, 2008] and calculate the total annual production of MSW in the EDP in 2020 to around 372,000 tonnes. Then take the qualitative composition of MSW by Economopoulos, [Economopoulos, 2009] and that 10% of the total produced quantity of MSW recycled in 2020. Finally, subtracting the amount of MSW recycled estimated the total amount of MSW that can be burned to about 335,000 tonnes. In the fourth chapter the chosen position EKAS the Industrial Area of ​​Patras (Industrial Zone). Each being the plant produces steam for other industries and is walking distance from the main MSW producer of the EDP, the Municipality of Patras. Presented the Waste Transfer Station (WTS) and different methods of design. With STDs considered to be achievable economical transport and transfer of MSW to EKAS in relation to transport garbage (M / F). This controlled the economy achieved by Kallikrates City. The STD is placed in the center Kallikaratous Municipality and the sources of MSW (PPASA) are the Kapodistrian Municipalities with quantities estimated in the third chapter. Cost data obtained in part by empirical evidence of the Regions of Western Macedonia and Eastern Macedonia and Thrace as well as bibliographic references. It is concluded that the use of STD throws the transport costs of MSW in most municipalities of EDP, with few exceptions. Also controlled methods of operational research and assess their inapplicability as clear positions require siting of STDs, which are complex and difficult to assess. In the fifth chapter presents the first technical combustion of MSW and selected as a technique of combustion of MSW PIP mass burning of MSW fireplace with grills. This technique is the most widespread and most reliable data. After assessing the Low Calorific Value (KTHD) of MSW based on measurements of Karagiannidis, [Karagiannidis et al., 2010] for the heat value of MSW in Thessaloniki and the estimated composition of MSW by Economopoulos. The KTHD estimated at 10,885 Mj / kg MSW, a price equal to and greater than that which the SMR in major European countries. Even taking a simple thermal network for EKAS from the book of CE Lefas [Lefas, 1982] to produce electricity and thermal energy and the estimated yield of each. Finally considering whether EKAS can be considered administration recovery (equivalent to the mechanical and biological treatment) or disposal (equivalent of landfills) of MSW, the rate R1 introduced by the Directive 2008/98/EK and statistics of the European Confederation of EKAS (CEWEP). The R1 gets EKAS than 0.65 for only electrical energy and combined heat and power. In the sixth chapter first presents the air emissions, effluents and solid residues each. Gaseous emissions from each, using modern equipment to control air emissions remain well below the limits set in Directive 2000/76/EC. The EKAS produce ash is an inert material and safely disposed of in landfills. The fly ash produced after treatment stabilizes and then can be placed in landfills. Given of the average composition of the above and the limits set by the European Union (EU) and the U.S. Environmental Agency (EPA). Finally put the control of gaseous emissions. In chapter 7 the estimated construction cost of each and the expected revenue can be derived from the sale of electricity and thermal energy. The cost is estimated from the literature. A percentage of revenue can be calculated based on the subsidy given by the n.3851/2010 the biodegradable fraction of MSW is biomass and electricity produced from it is renewable (RES). The remaining proceeds from the production of electricity from non-biodegradable fraction can not be billed. Also, revenue from the sale of heat, are deemed to cover the construction of district heating system as a contributory benefit for the local community hosts each. The cost of EKAS compared with the present cost of disposal of MSW in landfills and less apparent. The cost of landfill is estimated at 8-35 € / tonne of MSW, while the EKAS at 10,5 - 26,125 € / tonne of MSW. In conclusion, this work proposed for the first time the combustion of MSW in the EDP. According to modern technology, combustion is a cost effective solution with minimal environmental impacts, which are limited locally, as opposed to disposal in landfills, where the impact is both local and global, and on the other hand the control of emissions limited. The large decrease in the volume of MSW (90%) achieved, minimizing the requirements of large disposal sites and mitigate the social and environmental impacts. The recoverability of electricity and thermal energy and metals, making sustainable combustion of MSW. Finally, important is the fact that energy is a large percentage of (55.4%) is considered renewable. Therefore, the inclusion of the combustion of MSW in the integrated management will provide the objective of Greece's 40% electricity from renewables by 2020 (n.3851/2010).
70

Επανασχεδιασμός και επέκταση του συστήματος απομακρυσμένης διαχείρισης υπολογιστικών και δικτυακών συστημάτων OpenRSM / Re-design and extension of the remote system management OpenRSM

Ψυλλίδου, Ευαγγελία 25 January 2012 (has links)
Το OpenRSM (Open Remote System Management) είναι ένα εργαλείο ανοιχτού κώδικα για την απομακρυσμένη διαχείριση συστημάτων και δικτυακών συσκευών. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σύστημα που συνδυάζει και σε ορισμένες περιπτώσεις επεκτείνει έναν αριθμό εργαλείων ανοιχτού κώδικα παρέχοντας ένα κοινό περιβάλλον εργασίας με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση λειτουργιών όπως: Ανακάλυψη περιουσιακών στοιχείων (Inventory), Εγκατάσταση και απεγκατάσταση λογισμικού (Deployment), Απομακρυσμένος έλεγχος σταθμών εργασίας (Remote Control), Εκτέλεση εντολών κελύφους (Command Execution). Το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να υλοποιήσει οποιαδήποτε διαδικασία διαχείρισης συστημάτων και δικτύου. Έχει διερευνηθεί η χρήση του στα έξης: Διαχείριση ασύρματων access points, Ολοκλήρωση με συστήματα Grid και διαμοιρασμού υπολογιστικών πόρων. Το OpenRSM αποτελείται από μια κεντρική κονσόλα ελέγχου και διαχείρισης (Manager), έναν εξυπηρετητή διαχείρισης (Server) ο οποίος υλοποιεί την λογική εξυπηρετητή που ολοκληρώνει, προγραμματίζει, αποθηκεύει και εκτελεί τις διαχειριστικές λειτουργίες και τους πράκτορες (agents) οι οποίοι εγκαθίσταται στους διαχειριζόμενους σταθμούς και τους καθιστούν διαχειρίσιμους. Κατά την αρχική ανάπτυξη του OpenRSM επιλέχθηκε ως τεχνολογία υλοποίησης η γλώσσα προγραμματισμού Borland Delphi. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης σχεδιαστικής επιλογής ήταν τα λειτουργικά τμήματα (Agent, Manager, Server) του OpenRSM να μπορούν να εγκατασταθούν μόνο σε υπολογιστές που διαθέτουν λειτουργικό σύστημα Microsoft Windows. Ο συγκεκριμένος περιορισμός σε συνδυασμό με την αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια χρήση λειτουργικών συστημάτων που βασίζονται στον πυρήνα Linux από όλο και μεγαλύτερες ομάδες χρηστών οδήγησε στην ανάγκη επανασχεδιασμού του OpenRSM και στην εκ νέου υλοποίηση του. Βασικός σκοπός της παρούσας εργασίας αποτελεί ο επανασχεδιασμός του OpenRSM ώστε να παρέχει επιπλέον λειτουργίες και κυρίως η εκ νέου υλοποίηση του χρησιμοποιώντας ως τεχνολογία το Qt framework. Τελικός στόχος είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την αποτελεσματική διαχείριση απομακρυσμένων συστημάτων που θα μπορεί να εγκατασταθεί σε όλα τα βασικά λειτουργικά συστήματα. Για τον σκοπό αυτό θα μελετηθεί η υπάρχουσα αρχιτεκτονική και θα προταθούν μια σειρά από βελτιώσεις/επεκτάσεις οι οποίες θα προσφέρουν στο σύστημα ένα σημαντικό αριθμό από νέες λειτουργίες. Οι πιο σημαντικές από αυτές είναι η ολοκλήρωση του λειτουργικού συστήματος TinyOS με το OpenRSM για την παρακολούθηση των ασύρματων δικτύων αισθητήρων (WSN) που βασίζονται σε αυτό, η δυνατότητα εγκατάστασης ενημερώσεων των εφαρμογών που έχουν εγκατασταθεί στους διαχειριζόμενους σταθμούς και η ολοκλήρωση του λογισμικού BOINC με το OpenRSM. Επιπλέον, εξετάζουμε ζητήματα που αφορούν την ενίσχυση των μηχανισμών ασφαλείας στην επικοινωνία των λειτουργικών τμημάτων του OpenRSM, καθώς και την ανάπτυξη λειτουργιών για το χρονοπρογραμματισμό των διαφόρων εργασιών και την ενεργειακή απόδοση των υπό-διαχείριση μηχανημάτων. / OpenRSM is a tool for remote management of workstations. It extends and integrates high-value open source projects in order to provide an integrated management platform. The goal has been to build a remote systems and network management platform capable to facilitate daily tasks. The system is designed to be fully functional yet simple, unlike most commercial management systems. OpenRSM is designed to offer: Inventory and assets management: information retrieval about installed assets, Software delivery: management of installed software. Supports user-interactive and silent installations/uninstallation among other, Remote procedure call: sending executable commands to stations, Remote Control, Wireless access points management, Integration with EGEE Grid technologies. The main components of OpenRSM are the server, the agent and the user console. The console accepts input from users and conveys it to the server in the form of task objects. The server is responsible for the coordination of the subsystems and task dispatch. The agent is a passive component on managed stations that accepts commands from the server and executes them. Borland Delphi programming language was initially used for the development of the OpenRSM system. The result of this design choice was the operating components (Agent, Manager, Server) of OpenRSM to be installed only on computers which run the operating system Microsoft Windows. This particular restriction in combination with the increase in the use of Linux-based operating systems led to the re-design of OpenRSM. The main purpose of this work is the development of OpenRSM using the Qt framework and the elaboration in functionality. The main goal has been to develop of a system capable to manage remote stations in a platform-independent manner. For this purpose, a study of the existing architecture is essential in order to propose a series of improvements which will provide the system with a significant number of new features. The most important of these features is the monitoring and management of wireless sensor networks, the ability to install updates for applications which are installed on the managed stations and the integration of open-source software platform BOINC with OpenRSM. As a result of this integration, OpenRSM would provide the operation of deploying BOINC software client and managing BOINC system into managed workstations. Moreover, we consider issues which are related to strengthening the security mechanisms in the communication between OpenRSM components and the development of new operations for scheduling jobs and for energy-efficiency of managed stations.

Page generated in 0.0852 seconds