• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 18
  • 2
  • Tagged with
  • 20
  • 17
  • 9
  • 5
  • 5
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτης [sic] της αγγειογενετικής δράσης του νευρικού αυξητικού παράγοντα (NGF) σε μοντέλο ισχαιμίας οπίσθιων άκρων κονίκλων

Καρατζάς, Ανδρέας 15 September 2014 (has links)
Η περιφερική αρτηριοπάθεια αποτελεί μία νόσο με αυξημένη επίπτωση στις σύγχρονες χώρες. Οι τρόποι αντιμετώπισής της ποικίλουν, ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υπάρχουσες συμβατικές θεραπείες, είτε χειρουργικές, είτε συντηρητικές. Η αγγειογένεση αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο τρόπο αντιμετώπισης. Επιτελείται ευρεία έρευνα με χρησιμοποίηση μιας μεγάλης ποικιλίας ουσιών και κυττάρων με στόχο την επίτευξη θεραπευτικής αγγειογένεσης που θα βελτιώσει την κλινική εικόνα των ασθενών με περιφερική αρτηριοπάθεια. Ο νευρικός αυξητικός παράγοντας (NGF) υπάρχουν αναφορές ότι έχει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική και παθολογική αγγειογένεση. Βασισμένοι σε αυτές τις παρατηρήσεις, υποθέσαμε ότι ο NGF μπορεί να επάγει το σχηματισμό λειτουργικών αιμοφόρων αγγείων σε μοντέλο ισχαιμίας οπισθίων άκρων κονίκλου. Η ισχαιμία στα οπίσθια άκρα προκλήθηκε σε 34 κονίκλους με αμφοτερόπλευρο εμβολισμό της μηριαίας αρτηρίας. Την 7η, 14η και 20η ημέρα μετά τον εμβολισμό χορηγήθηκε NGF ενδομυϊκά σε ένα από τα δύο ισχαιμικά άκρα και εγχύθηκε μάρτυρας στο άλλο άκρο. Την 40η ημέρα, τα νεοσχηματισμένα παράπλευρα αγγεία διαμέτρου μεγαλύτερης των 500μm ποσοτικοποιήθηκαν με διαωτιαία ενδοαρτηριακή αφαιρετική αγγειογραφία. Πραγματοποιήθηκε, επίσης, in vivo δυναμική αξονική τομογραφία αιμάτωσης σε αμφότερα τα άκρα ώστε να διερευνηθεί η αιμοδυναμική ανάρρωση των ισχαιμικών ιστών. Η λειτουργική εκτίμηση της αιμάτωσης των άκρων έδειξε στατιστικά σημαντική αύξηση της αιματικής ροής και του όγκου αίματος στα άκρα που χορηγήθηκε NGF. Ωστόσο, η αύξηση των παράπλευρων αγγείων δεν ήταν ανιχνεύσιμη αγγειογραφικά, κάτι που υποδηλώνει ότι ο NGF ενίσχυσε τη δημιουργία τριχοειδικού δικτύου αλλά όχι την αρτηριογένεση. Ο συνδυασμός του NGF είτε με αναστολέα του TrkA είτε με αναστολέα του VEGFR-2, κατήργησε την αιμοδυναμική ανάρρωση που προκάλεσε ο NGF. Αυτό δείχνει εξάρτηση της αγγειογενετικής δράσης του NGF τόσο από το δικό του υποδοχέα άμεσα, όσο και από τον υποδοχέα του VEGF έμμεσα. Τα ανωτέρω ευρήματα προσφέρουν νέους ορίζοντες στην κατανόηση της δράσης του NGF στο σχηματισμό νέων αγγείων και στις πιθανές εφαρμογές του στη θεραπευτική αγγειογένεση. / Nerve growth factor (NGF) has been reported to play an important role in physiological and pathological angiogenesis. Based on these observations, we hypothesized that NGF may induce the formation of functional blood vessels in a hindlimb ischemic rabbit model. Hindlimb ischemia was induced in 34 rabbits bilaterally by endovascular embolization of femoral arteries. On the 7th, 14th, and 20th postembolization days, NGF was injected intramuscularly, in 1 ischemic limb, and vehicle was injected in the contralateral control limb. On the 40th day, newly developed collateral vessels (diameter .500 mm) were quantified by transauricular intraarterial subtraction angiography. Perfusion analysis of an in vivo dynamic computed tomography study was performed to the limbs to investigate the hemodynamic recovery of the distal ischemic tissues. Functional estimation of limb perfusion showed a statistically significant increase of blood flow and blood volume for NGF. However, the increase of the collateral vessels was not detectable angiographically, providing evidence for the existence of a NGF-stimulated capillary angiogenic network but not increase of arteriogenesis. The combination of NGF with either tropomyosin-related kinase type A or vascular endothelial growth factor receptor 2 antagonists abolished the NGF-induced hemodynamic recovery. These findings provide new insights into understanding the involvement of NGF in vascular formation and its applications in therapeutic angiogenesis.
2

Αποτελεσματικότητα αιμοποιητικών αυξητικών παραγόντων στην αντιμετώπιση της ουδετεροπενίας μετά από θεραπεία με κυτταροτοξικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα

Κουρουφέξη, Άντρη 25 January 2012 (has links)
Η ουδετεροπενία που σχετίζεται με τη χημειοθεραπεία, είναι μια συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια της θεραπείας κατά του καρκίνου, η οποία κάνει τους ασθενείς πιο ευπαθείς σε λοιμώξεις απειλητικές για τη ζωή. Ο κίνδυνος για εμπύρετη ουδετεροπενία ποικίλει ανάλογα με το σχήμα της χημειοθεραπείας και διάφορα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως η μεγάλη ηλικία ή σοβαρές συνοδές παθήσεις. Διάφορες κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η χορήγηση αυξητικών παραγόντων των κοκκιοκυττάρων (G-CSFs) μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο για εμπύρετη ουδετεροπενία. Η μείωση κινδύνου που αναφέρεται σε κλινικές μελέτες, κυμαίνεται από 8% μέχρι 37%, και η διακύμανση του ποσοστού αυτού αντικατοπτρίζει διαφορές στον κίνδυνο εμπύρετης ουδετεροπενίας που σχετίζεται με το σχήμα της χημειοθεραπείας. Το πρόβλημα που περιορίζει τη χορήγησή τους είναι το μεγάλο κόστος που έχουν. Επομένως, η τελική απόφαση για τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων βασίζεται στις μελέτες αποτελεσματικότητας του φαρμάκου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του πραγματικού ποσοστού εμφάνισης εμπύρετης ουδετεροπενίας σε ασθενείς με διάφορους συμπαγείς όγκους συμπεριλαμβανομένων και των λεμφωμάτων στους οποίους χορηγήθηκε αυξητικός παράγοντας αποικιών κοκκιοκυττάρων. Επιπρόσθετα μελετήθηκε ο συσχετισμός του ποσοστού εμφάνισης εμπύρετης ουδετεροπενίας με διάφορους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την εμφάνιση της. Τέλος, πραγματοποιήθηκε ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας της δευτερογενούς χορήγησης αυξητικού παράγοντα στο Κέντρο. Σε μια αναδρομική μελέτη μελετήθηκαν 482 ασθενείς οι οποίοι έλαβαν αυξητικό παράγοντα (λενογραστίμη) είτε ως πρωτογενή είτε ως δευτερογενή προφύλαξη. Η συλλογή των δεδομένων έγινε καταγράφοντας στοιχεία από τους φακέλους με το ιατρικό ιστορικό των ασθενών, από το λογισμικό πρόγραμμα Power Pro του φαρμακείου (ιστορικό φαρμάκων κάθε ασθενούς) και από το λογισμικό πρόγραμμα MOSAIQ του Κέντρου (αιματολογικές εξετάσεις των ασθενών). Μετά από πρωτογενή προφύλαξη με λενογραστίμη εμφανίστηκαν 38 εμπύρετα επεισόδια σε 30/367 (8,2%) ασθενείς, ενώ μετά από δευτερογενή προφύλαξη εμφανίστηκαν μόνο 5 εμπύρετα επεισόδια σε 5/115 (4,3%) ασθενείς. Από τη στατιστική ανάλυση δεδομένων προκύπτει ότι σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση εμπύρετης ουδετεροπενίας ήταν το φύλο (p=0,015), η προηγούμενη ή ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία (p=0,040) και ο αριθμός συνοδών παθήσεων (p=0,014). Με την αύξηση της διάρκειας χορήγησης λενογραστίμης μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός επεισοδίων εμπύρετης ουδετεροπενίας ανά ασθενή (p=0,0067), η διάρκεια νοσηλείας στο νοσοκομείο (p=0,02), ενώ αντίθετα αυξήθηκαν οι ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες παρατηρήθηκαν σε 153/482 (31,7%) ασθενείς (p=0,029). Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια που εμφανίστηκε ήταν ο πόνος στα οστά σε 148/482 (30,7%) ασθενείς, παρόλα αυτά σε 124/148 (83,8%) ασθενείς θεραπεύτηκε με χορήγηση παρακεταμόλης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης κόστους-αποτελεσματικότητας η χορήγηση χημειοθεραπείας με δευτερογενή προφύλαξη με λενογραστίμη σε ασθενείς «χαμηλού κινδύνου» παρουσιάζει υψηλότερη κλινική αποτελεσματικότητα από τη μη προφύλαξη, η οποία επέφερε τη μείωση του συνολικού κόστους ανά ασθενή που θεραπεύεται. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η λενογραστίμη αποτελεί υποψήφιο είδος G-CSF με ελκυστικά χαρακτηριστικά για χορήγηση σε ουδετεροπενικούς ασθενείς με πυρετό. Τα ποσοστά εμπύρετης ουδετεροπενίας που εμφανίστηκαν, αν και ήταν υψηλά, παραμένουν μικρότερα από αυτά που παρατηρήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο σε πολλά κέντρα του εξωτερικού. Η δευτερογενής προφύλαξη με λενογραστίμη σε ασθενείς «χαμηλού κινδύνου» εκτιμάται ως η κυρίαρχη επιλογή τόσο από πλευράς κλινικής αποτελεσματικότητας όσο και από πλευράς κόστους-αποτελεσματικότητας. / Chemotherapy-induced febrile neutropenia (FN) is a serious side effect of cancer treatment, commonly occurring during the initial cycles of cytotoxic therapy and increasing in frequency with both the depth and duration of neutropenia. The risk of developing FN appears to depend on a variety of factors, including tumor type, chemotherapy regimen and patient-related risk factors. Myeloid growth factors have been shown to reduce the incidence, duration, and severity of neutropenic events across a broad range of malignancies and regimens, often enabling the delivery of full chemotherapy dose intensity. A major limitation of the use of G-CSFs is the ability to predict which patients are at risk of developing neutropenic complications as administration is costly. The purpose of this study was to: (1) evaluate the real-world incidence of FN in patients with solid tumors, including lymphoma, after receiving lenograstim, (2) analyse factors that predict the occurrence of chemotherapy-induced myelosuppression, and (3) evaluate the cost-effectiveness of secondary prophylaxis with lenograstim. The study conducted in Bank of Cyprus Oncology Center at Nicosia. A total of 482 patients who received G-CSF between February 2008 and January 2010 were identified and selected from the pharmacy records. Data were retrospectively obtained from the medical records and records with the blood cell accounts. Results were recorded and analyzed using a database system (SPSS). The incidence of FN after primary prophylaxis with lenograstim was 8,2% and after secondary prophylaxis was 4,3%. Analysis of the results showed that gender (p=0,015), prior or concurrent radiation (p=0,040) and comorbidities (p=0,014) were associated with the risk of severe and febrile neutropenia. The use of CSFs in patients with established FN reduces the amount of time spent in hospital (p=0,02), while side effects were increased (p=0,029). Bone pain was reported in 30,7% patients receiving lenograstim and was treated with paracetamol in 83,8% patients. Secondary prophylaxis with lenograstim improved health outcomes with a very limited cost. In this retrospective study lenograstim was shown to be effective in the prophylaxis of chemotherapy-induced neutropenia. Gender, prior or concurrent radiation and comorbidities were prognostic factors for neutropenia. Also, secondary prophylaxis in low risk patients was cost-effective at the current official price in Cyprus.
3

Μορφολογική εκτίμηση της συνομιλίας (cross–talk) των μεταγραφικών παραγόντων PPARγ και AP-1 στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου

Βανδώρος, Γεράσιμος 14 February 2012 (has links)
Ο ακριβής ρόλος των μεταγραφικών παραγόντων AP-1, NF-κB και PPARγ στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου δεν είναι πλήρως εξακριβωμένος. Είναι γνωστό ότι ο υποκινητής του γονιδίου cox-2 περιλαμβάνει περιοχές πρόσδεσης των μεταγραφικών παραγόντων AP-1 και NF-κB. ΣΚΟΠΟΣ Με σκοπό την διερεύνηση του ρόλου των AP-1, NF-κB και PPARγ στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου, εξετάστηκε η έκφραση των c-FOS, pc-JUN (φωσφορυλιωμένος-ενεργός c-JUN), pIκB-α (φωσφορυλιωμένος IκB-α – δείκτης ενεργοποίησης του μονοπατιού του ΝF-κB), CBP (κοινός μεταγραφικός συνενεργοποιητής των AP-1, NF-κB και PPARγ), EGFR, p53, PPARγ και COX-2, τόσο στον φυσιολογικό εντερικό βλεννογόνο όσο και σε αδενοκαρκινώματα παχέος εντέρου. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Εφαρμόστηκε ανοσοϊστοχημική μεθοδολογία σε τομές μονιμοποιημένες σε ουδέτερη φορμόλη και εγκλεισμένες σε παραφίνη από 60 ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου. Για κάθε ασθενή δημιουργήθηκε ένα “μοριακό προφίλ”, τόσο για τα φυσιολογικά επιθηλιακά κύτταρα όσο και για τα καρκινικά. Οι στατιστικές σχέσεις μεταξύ των μεταγραφικών παραγόντων και των γονιδίων-στόχων μελετήθηκαν με την χρήση του Spearman’s rho συντελεστή συσχετίσεως, και έγινε περαιτέρω ανάλυση και επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων με την βοήθεια μη-παραμετρικής ανάλυσης Kruskall-Wallis. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ο pΙκΒ-α βρέθηκε υπερεκφρασμένος στο 81.7% των αδενοκαρκινωμάτων σε σχέση με το γειτονικό φυσιολογικό επιθήλιο και η έκφρασή του συσχετιζόταν θετικά με την COX-2 (Spearman’s rho = 0.513, P < 0.001). H έκφραση του PPARγ βρέθηκε ελαττωμένη στο 77.3% των αδενοκαρκινωμάτων και παρουσίαζε αρνητική συσχέτιση με την έκφραση της COX-2 (Spearman’s rho = -0.412, P < 0.001) και του pIκB-α (Spearman’s rho = -0.444, P < 0.001). Ο CBP βρέθηκε υπερεκφρασμένος στο 50% των αδενοκαρκινωμάτων σε σχέση με το γειτονικό φυσιολογικό επιθήλιο και η έκφρασή του συσχετιζόταν θετικά με την COX-2 (Spearman’s rho = 0.461, P < 0.001). Οι EGFR και pc-JUN βρέθηκαν υπερεκφρασμένοι στο 41.7% και στο 43.3% των αδενοκαρκινωμάτων, αντίστοιχα, σε σχέση με το γειτονικό φυσιολογικό επιθήλιο και η έκφρασή τους συσχετιζόταν θετικά με την COX-2 (Spearman’s rho = 0.444, P < 0.001 και Spearman’s rho = 0.431, P < 0.001, αντίστοιχα). Επιπλέον, η έκφραση του p53 εμφάνιζε θετική συσχέτιση με την έκφραση της COX-2 (Spearman’s rho = 0.435, P = 0.004). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η ανάλυση των παραπάνω αποτελεσμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επαγωγή του μονοπατιού EGFR–MAPK–AP-1 και του μονοπατιού του ΝF-κB, καθώς και η ελάττωση της έκφρασης του PPARγ, είναι σημαντικά γεγονότα κατά την διάρκεια της καρκινογένεσης του παχέος εντέρου. Οι σχέσεις μεταξύ των μεταγραφικών παραγόντων AP-1, NF-κB, PPARγ και της COX-2 οδήγησαν στην δημιουργία ενός μοριακού μοντέλου, το οποίο εξηγεί την υπερέκφραση της COX-2 στα αδενοκαρκινώματα του παχέος εντέρου. Η κλινική σημασία αυτού του μοντέλου για την χημειοπροφύλαξη και την θεραπεία του καρκίνου παχέος εντέρου συζητείται διεξοδικά. / The exact role of AP-1, NF-κB and PPARγ in the development of colon cancer remains to be elucidated. Cox-2 promoter contains transcriptional regulatory elements for various transcription factors including AP-1 and NF-κB. OBJECTIVE The present study evaluated the expression of c-FOS, pc-JUN (phosphorylated-active c-JUN), pIκB-α (phosphorylated IκB-α, a signaling intermediate of the NF-κB pathway), CBP (a known AP-1, NF-κB and PPARγ transcriptional coactivator), EGFR, p53, PPARγ and COX-2 in normal colonic epithelial cells and colon adenocarcinoma cells. METHOD Immunohistochemical methodology was performed on formalin-fixed, paraffin-embedded sections from 60 patients with colon adenocarcinomas. A “molecular profile” was created for each patient both for normal colonic epithelial cells and colon adenocarcinoma cells. Relationships between transcription factors and downstream molecular targets were evaluated by Spearman’s rho correlation coefficient and all results were further validated by nonparametric Kruskall-Wallis test. RESULTS pIκB-α was overexpressed in 81.7% of adenocarcinomas as compared to adjacent normal colon and correlated positively with COX-2 (Spearman’s rho = 0.513, P < 0.001). PPARγ was down-regulated in 77.3% of the adenocarcinomas and correlated inversely with COX-2 (Spearman’s rho = -0.412, P = 0.001) and pIκB-α (Spearman’s rho = -0.444, P < 0.001). CBP was induced in 50% of the cases and its expression correlated positively with COX-2 (Spearman’s rho = 0.461, P < 0.001). Induction of EGFR and pc-JUN was detected in 41.7% and 43.3% of the cases, respectively, and their expression correlated positively with COX-2 (Spearman’s rho = 0.444, P < 0.001 and Spearman’s rho = 0.431, P < 0.001, respectively). Moreover, p53 expression correlated positively with COX-2 (Spearman’s rho = 0.435, P = 0.004). CONCLUSIONS The results of this study indicate that activation of the EGFR–MAPK–AP-1 and NF-κB pathways as well as down-regulation of PPARγ expression are important events in colon carcinogenesis. The correlations between AP-1, NF-κB, PPARγ and COX-2 lead to the proposal of a dynamic molecular model that explains COX-2 induction in colon adenocarcinomas. The clinical implications of this model in chemoprevention and treatment of colorectal cancer are thoroughly discussed.
4

Επιπλοκές της κύησης σε γυναίκες ελληνικής καταγωγής με κληρονομική θρομβοφιλία

Ανδρουτσόπουλος, Γεώργιος Α. 13 August 2008 (has links)
Σκοπός: Οι μορφές κληρονομικής θρομβοφιλίας έχουν θεωρηθεί σαν μία κατάσταση με πιθανά αυξημένη ευαισθησία για δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης των κληρονομικών θρομβοφιλικών παραγόντων στην έκβαση της εγκυμοσύνης σε τυχαίο δείγμα εγκύων γυναικών της Νοτιο-Δυτικής Ελλάδος. Υλικό-Μέθοδος: 396 γυναίκες με αυτόματη έναρξη της εγκυμοσύνης μελετήθηκαν για τις πιο συχνές θρομβοφιλικές μεταλλάξεις (παράγοντας V Leiden, G20210A πολυμορφισμός του παράγοντα II, C677T πολυμορφισμός του MTHFR γονιδίου) και παρακολουθήθηκαν για δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης. Οι συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων πραγματοποιήθηκαν με τη δοκιμασία Pearson’s x2 και υπολογίστηκε το Odds Ratio. Αποτέλεσμα: Οι θρομβοφιλικοί γονότυποι ήταν σημαντικά υψηλότεροι στις γυναίκες με αποκόλληση πλακούντα. Στις γυναίκες που ήταν ετεροζυγώτες στον παράγοντα V Leiden ο κίνδυνος για αποκόλληση πλακούντα αυξανόταν κατά 6.58 φορές, ενώ στις γυναίκες που ήταν ομοζυγώτες στον C677T πολυμορφισμό του MTHFR γονιδίου ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 4.3 φορές. Οι γυναίκες με κληρονομική θρομβοφιλία και επιπλοκές σε προηγούμενες εγκυμοσύνες, παρουσίαζαν σημαντικό κίνδυνο για επιπλοκές σε επόμενη εγκυμοσύνη (p<0.05). Συμπέρασμα: Οι γυναίκες με αποκόλληση πλακούντα θα πρέπει να ελέγχονται για κληρονομική θρομβοφιλία και να εξετάζεται η λήψη προφυλακτικής αντιπηκτικής αγωγής. Οι γυναίκες που είναι ομοζυγώτες στον C677T πολυμορφισμό του MTHFR γονιδίου θα πρέπει να έχουν εκτεταμένο εργαστηριακό έλεγχο και να λαμβάνουν τα ανάλογα σκευάσματα. / Objective: Inherited thrombophilias have been suggested as a possible condition of increased susceptibility to adverse pregnancy outcomes. The purpose of the present study was to investigate the impact of inherited thrombophilic factors in the gestational outcome of unselected pregnant women from South-Western Greece. Material-Method: 396 women with spontaneous pregnancy were investigated for the commonest thrombophilic mutations (Factor V Leiden, prothrombin G20210A, MTHFR C677T) and followed for adverse pregnancy outcomes. Comparisons between groups were performed by Pearson’s chi-square test and odd ratios were calculated. Result: Thrombophilic genotypes were significantly higher in women with placental abruption. Heterozygocity for Factor V Leiden increased 6.58 times the risk for placental abruption while homozygocity for C677T MTHFR mutation increased the risk 4.3 times. Women with inherited thrombophilia and previous obstetric complications were at significant risk for complications in a subsequent pregnancy (p<0.05). Conclusion: Women with placental abruption should be screened for inherited thrombophilia and considered for prophylactic anticoagulation. Women homozygous for C677T MTHFR mutation should have an extensive work up and receive supplements accordingly.
5

Elongation factor EF-P and its role in environmental stress adaptation

Σταυροπούλου, Μαρία 17 September 2012 (has links)
Bacterial elongation factor P (EF-P) is a poorly understood soluble protein that has been shown to enhance the first step of peptide bond formation through an interaction with the ribosome and initiator tRNA. The crystal structure of EF‐P shows that EF‐P mimics the tRNA shape. Orthologous proteins have been found in both archaeal and eukaryotic systems, known as aIF5A and eIF5A, respectively. eIF5A, which was recently shown to increase translation elongation rates, is post-translationally modified at a highly conserved lysine residue (K50) through the addition of the rare amino acid hypusine. A similar pathway was recently elucidated for EF-P, in which EF-P is post-translationally modified by the enzymes YjeA and YjeK at lysine 34, corresponding to a homologous site of hypusylation in a/eIF5A. As a paralog of class II LysRS, YjeA catalyzes the addition of lysine onto EF-P, but is incapable of modifying tRNA. YjeK is a 2,3-(β)-lysine aminomutase and is responsible for converting lysine to β-lysine, which YjeA was recently shown to recognize as a preferred substrate for EF-P modification. However, fully modified EF-P requires a third enzyme, YfcM, which acts as a hydroxylase and hydroxylates the C4 or C5 position of K34 of EF-P, but not the added β-lysine. Based on a complete description of the EF-P modification and pathway, in this project we focused on further studies to address the mechanism of action of EF-P and especially to investigate how the different stages of EF-P’s modifications can affect E. coli cells. Using E. coli Keio knockout collection (Δefp, ΔyjeK, ΔyjeA, ΔyfcM) and E. coli Keio parental strain (wild-type) as reference, we checked the effect of the deletion strains on the cells under different environmental stress conditions (varying growth temperatures and nutrition conditions, susceptibility to antibiotics), showing that Δefp strain has growth defects and that E. coli efp mutants show sensitivity to non-ribosomal inhibitors, such as ampicillin and rifampicin, suggesting a possible secondary role of EF-P related to the cell envelope. Moreover, we tested the ability of deletion strains to restore viability in the presence of the appropriate plasmid and showed that EF-P is important for cell viability under certain conditions in E. coli. As reported previously, YjeA and YjeK are important in bacteria virulence. In addition, EF‐P is recognized as one of the proteins important for bacteria motility in Bacillus subtilis. However, motility and virulence are often linked together. Here, we tested deletion strains for their ability to produce flagella. Further, using external fluorescence staining and confocal microscopy we revealed differences in morphology of the E. coli deletion strains, and we performed Histidine tag protein purification with Ni-NTA agarose beads and gel filtration, in order to purify YfcM, an uncharacterized protein, and set initial screens for crystallization. Finally, our future goal is to clone the following polycistronic construct, “- yjeK - yjeA - yfcM - his-efp -“, overexpress and crystallize it, so as to see the crystal structure of the whole modification pathway of EF-P and study better the function of EF-P in translation extracts from different mutants / Ο βακτηριακός παράγοντας επιμήκυνσης EF-P, είναι μια διαλυτή πρωτεΐνη που βοηθά στο σχηματισμό του πρώτου πεπτιδικού δεσμού, αλληλεπιδρώντας με το ριβόσωμα και το εναρκτήριο tRNA. Η κρυσταλλική δομή του EF-P δείχνει ότι μιμείται στη μορφή το tRNA. Ορθόλογες πρωτεΐνες έχουν βρεθεί και στα αρχαία και τα ευκαρυωτικά κύτταρα, γνωστές ως aIF5A και eIF5A, αντίστοιχα. Ο eIF5A, για τον οποίο αποδείχθηκε πρόσφατα ότι συμμετέχει και στο στάδιο της επιμήκυνσης της μετάφρασης, υφίσταται μια μοναδική μετα-μεταφραστική τροποποίηση στη λυσίνη 50 (Κ50), μέσω της προσθήκης σε αυτή ενός σπάνιου αμινοξέος, της υπουσίνης (hypusine). Μια παρόμοια τροποποίηση αποδείχθηκε ότι υφίσταται ωστόσο και ο EF-P της Escherichia coli (E. coli), ο οποίος τροποποιείται μετα-μεταφραστικά στη λυσίνη 34 (Κ34) με τη βοήθεια των ενζύμων YjeA και YjeK. Το YjeA αποτελεί παράλογο της δεύτερης κλάσης των tRNA συνθετασών της λυσίνης (LysRSs: Lysyl-tRNA synthetases), και καταλύει την προσθήκη της λυσίνης επάνω στον EF-P. Το YjeK είναι μια 2,3 αμινομουτάση της λυσινης (LAM: Lysine-2-3-aminomutase) και είναι αρμόδια για τη μετατροπή της α-λυσίνης σε β-λυσίνη. Εντούτοις, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι ο πλήρως τροποποιημένος EF-P απαιτεί ένα επιπλέον ένζυμο, το YfcM, το οποίο ενεργεί ως υδροξυλάση και υδροξυλιώνει τον C4 ή C5 άνθρακα της K34 του EF-P. Στη συγκεκριμένη μελέτη εστιάσαμε στην εξέταση του μηχανισμού δράσης του EF-P και ειδικότερα στις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα διαφορετικά στάδια των τροποποιήσεών του σε κύτταρα E. coli. Χρησιμοποιώντας τα knockout E. coli στελέχη της Keio (Δefp, ΔyjeK, ΔyjeA, ΔyfcM), ελέγξαμε την επίδραση διαφόρων περιβαλλοντικών συνθηκών στα στελέχη (διαφορετικές θερμοκρασίες, συνθήκες διατροφής, ευαισθησία σε αντιβιοτικά), δείχνοντας ότι το Δefp στέλεχος έχει μειωμένη αύξηση και ότι τα μεταλλαγμένα στελέχη παρουσιάζουν ευαισθησία σε μη-ριβοσωματικούς αναστολείς, όπως για παράδειγμα την αμπικιλίνη και τη ριφαμπικίνη. Επιπλέον, εξετάσαμε τη δυνατότητα των μεταλλαγμένων στελεχών να ανακάμπτουν στην ανάπτυξή τους παρουσία του κατάλληλου πλασμιδίου και είδαμε ότι ο EFP είναι σημαντικός για την in vivo ανάπτυξη της E. coli σε στρεσσογόνες καταστάσεις. Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα, οι YjeA, YjeK και EF-P πρωτεΐνες συμβάλουν στη μείωσης της τοξικότητας στη Salmonella. Επιπλέον, έχει δειχθεί πως ο EF-P είναι μια από τις πρωτεΐνες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην κινητικότητα των βακτηρίων στο Bacillus subtilis. Ωστόσο, έρευνα των Josenhans και Suerbaum το 2002, έδειξε πως η κινιτηκότητα και η τοξικότητα συχνά συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι εξετάσαμε, τα μεταλλαγμένα στελέχη για την ικανότητά τους να κινούνται, δημιουργώντας μαστίγια, σε semi-solid θρεπτικό υλικό. Περαιτέρω έρευνες χρησιμοποιώντας external fluorescence staining και confocal microscopy, αποκαλύψε διαφορές στη μορφολογία των μεταλλαγμένων στελεχών της E. coli. Επίσης, με στόχο τη μελέτη της πρωτεΐνης YfcM, η λειτουργία της οποίας δεν είναι ακόμη γνωστή, απομονώσαμε και καθαρίσαμε την YfcM, με Νi-NTA agarose beads και gel filtration για τη μελλοντική κρυσταλοποίησή της,. Τέλος, μελλοντικός στόχος μας είναι η κλωνοποίηση του ακόλουθου πολυκιστρονικού γονιδίου “- yjeK - yjeA - yfcM - Ηis-efp - “, με σκοπό την υπερέκφραση και την κρυσταλλοποίησή του, ώστε να λάβουμε μια εικόνα του πως μοιάζει ολοκληρωμένο το μονοπάτι της τροποποίησης του EF-P, και επιπλέον, να μελετήσουμε καλύτερα τη λειτουργία του EF-P σε εκχυλίσματα της μετάφρασης από διαφορετικές μεταλλάξεις..
6

Η δομή του κόστους των νοσοκομείων στην Ελλάδα : η επίδραση του παράγοντα της εκπαίδευσης (teaching impact cost) στο κόστος των πανεπιστημιακών νοσοκομείων της Ελλάδας / The cost structure fo Greek hospitals : the effect of teaching impact factor in the operating cost of Greek University hospitals

Θανάσας, Γεώργιος 12 April 2013 (has links)
Μια από τις κυριότερες δαπάνες, τις οποίες είναι αναγκαίο να πληρώσουν οι διάφορες χώρες, είναι αυτή για τις υπηρεσίες παροχής υγείας προς τους πολίτες. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα (δεκαετία 1940), αρκετές προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, ξεκίνησαν την αναμόρφωση στα συστήματα υγείας τους, αρχικά με την εισαγωγή των Οικονομικών της Υγείας και έπειτα με την Λογιστική Επιστήμη. Η ανάγκη αυτή προήλθε εξαιτίας της προσπάθειας συγκράτησης των δαπανών τους, μέσω και της μείωσης του λειτουργικού κόστους των Νοσοκομείων. Παράλληλα, ενέτειναν τις έρευνες τους όχι μόνο για τη διάρθρωση του λειτουργικού κόστους των Νοσοκομείων τους, αλλά και για τον προσδιορισμό ειδικότερων παραγόντων, οι οποίοι προσαυξάνουν το κόστος. Ένας από τους παράγοντες, οι οποίοι προσδιορίστηκαν, είναι και αυτός της εκπαίδευσης του μελλοντικού ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού από τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία. Στην ουσία, πρόκειται για το επιπρόσθετο ποσοστό κόστους το οποίο δαπανούν τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, έναντι των Γενικών, για την επιμόρφωση των φοιτητών των Ιατρικών και Νοσηλευτικών Σχολών, ώστε να μπορέσουν να στελεχώσουν μετέπειτα τον τομέα της Υγείας. Στην Ελλάδα, η αρχή της ένταξης της Λογιστικής Επιστήμης στα Νοσοκομεία έγινε με το Π.Δ. 143/2003. Παρόλο όμως το γεγονός της υποχρεωτικής εφαρμογής των αρχών και πρακτικών της Λογιστικής στα Ελληνικά Νοσοκομεία από την 1/1/2004, ελάχιστα είναι αυτά που τις εφάρμοζαν. Από το 2009, που η χώρα εισέρχεται στην οικονομική κρίση, η ανάγκη για διαφάνεια σε όλους τους τομείς των δημοσίων δαπανών καθίσταται επιτακτική και αναγκαία. Αυτό δεν άφησε ανεπηρέαστο τον τομέα της Υγείας και «επέβαλε» στα Νοσοκομεία την έκδοση οικονομικών καταστάσεων και καταστάσεων δαπανών. Η παρούσα διατριβή, πραγματεύεται τον προσδιορισμό του ποσοστού του επιπρόσθετου κόστους το οποίο αναλαμβάνουν τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, έναντι των αντίστοιχων Γενικών, στην Ελλάδα. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού αυτού, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες από την διεθνή βιβλιογραφία, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν σε παρόμοιες μελέτες. Επίσης, στη παρούσα διατριβή παρουσιάζεται η δομή και οι παράγοντες εκείνοι, που επιδρούν στη διαμόρφωση του λειτουργικού κόστους των Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων της Ελλάδας. Για τον προσδιορισμό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν οικονομικά και λειτουργικά στοιχεία, τα οποία παραχωρήθηκαν από Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ελλάδας. / One of the main expenditure, that countries among world are required to pay, is that for the provision of health services to their citizens. From the middle of last century (decade 1940), several western countries, began to reform their health systems, initially with the introduction of the Health Economics and afterward introducing the Accounting Science in Hospitals. This need derived because of the effort to contain costs and by reducing the operating costs of Hospitals. At the same time, these countries developed their research not only in the structure of the operating costs of Hospitals, but also to identify specific factors that increases the cost. One of these factors were identified, and this is the education, by the Teaching Hospitals, of future medical and nursing staff. In essence it is the additional rate costs that are required to spend by the Teaching Hospitals, for the training of students of medical and nursing schools so that they can later be deployed by the Health Sector In Greece, the principle of inclusion of Accounting Science in Hospitals was done by Presidential decree 143/2003. Although the fact that the application of the principles and practices of Accounting by the Greek Hospitals was compulsory from 1/1/2004, few are those who practice it. Since 2009, when the country enters the economic crisis, the need for transparency in all areas of public spending is imperative and necessary. This is not left unaffected by the Health Sector and “forced” Greek Hospitals to issue financial and cost statements. This thesis deals with the determination of the percentage of additional costs that being undertaken by the Teaching Hospitals, opposite the General ones, in Greece. To determine this percentage, several factors from the international literature are taking into account and have been used in similar studies. Also, this thesis shows the structure and the factors that affect the configuration of the operating costs of Teaching Hospitals in Greece. For this assay, financial and operating data are used and were provided by a Teaching Hospital in Greece.
7

Επίδραση του TGF-β1και του MIF στην παραγωγή IL-6 από ινοβλάστες ρινικού πολύποδα και διερεύνηση της πιθανής συνέργειάς τους στην έκφρασή της

Γιάννου, Αναστάσιος 05 February 2015 (has links)
Ο ρινικός πολύποδας (ΡΠ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος του ρινικού βλεννογόνου, η οποία χαρακτηρίζεται από διήθηση φλεγμονωδών κυττάρων, όπως ηωσινόφιλα, λεμφοκύτταρα και πλασμοκύτταρα, τροποποιήσεις στη διαφοροποίηση του επιθηλίου και ανάπλαση ιστού, που περιλαμβάνει υπερπλασία της βασικής μεμβράνης, συσσώρευση εξωκυττάριου υλικού και οίδημα. Ο παράγοντας αναστολής της μετανάστευσης μακροφάγων (MIF) είναι μία μοναδική κυτταροκίνη με σημαντικό ρόλο στο σηπτικό σόκ και στις χρόνιες φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες ασθένειες.Παράγεται από ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα, μακροφάγα αλλά και από ποικιλία άλλων κυττάρων. Εκτός των άλλων, έχει βρεθεί ότι επάγει την έκφραση της IL-6 από διάφορα κύτταρα και ανταγωνίζεται την κατασταλτική επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στην έκφρασή της. Απαντάται σε αυξημένα επίπεδα στο ρινικό πολύποδα. Ο αυξητικός παράγοντας μετασχηματισμού-β1 (TGF-β1) θεωρείται ένας αντιφλεγμονώδης παράγοντες, ο οποίος ανταγωνίζεται τη δράση της IL-1β και του TNF-α, στην έκφραση της ΜΜΡ-1 και ΜΜΡ-3. Διεγείρει επίσης την έκφραση του ΤΙΜΡ-1, του κολλαγόνου τύπου Ι και της IL-6 και λόγω των δράσεών του αυτών εμπλέκεται ισχυρά στις διαδικασίες ίνωσης. Απαντάται σε σημαντικά επίπεδα στο ρινικό πολύποδα. Η IL-6 είναι μία Th2 πολυλειτουργική κυτταροκίνη η οποία εμπλέκεται σε ποικίλες φλεγμονώδεις καταστάσεις. Διεγείρει την ανάπτυξη των ινοβλαστών, αυξάνει τη σύνθεση και εναπόθεση του κολλαγόνου και μειώνει την αποικοδόμησή του. Απαντάται σε αυξημένα επίπεδα στο ρινικό πολύποδα και θεωρείται σημαντικός παθαγενετικός παράγοντας μέσω της επαγωγής του σχηματισμού των πλασμοκυττάρων και της σύνθεσης συστατικών του στρώματος, και της προαγωγής της σύνθεσης και εναπόθεσης κολλαγόνου και της ανάπλασης ιστού. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η μελέτη της συμβολής του MIF και του TGF-β1 στη παραγωγή της IL-6 από ινοβλάστες ρινικού πολύποδα, των σηματοδοτικών μονοπατιών που εμπλέκονται, και η διερεύνηση της πιθανής συνεργειακής δράσης τους στην έκφραση της κυτταροκίνης. Τόσο ο TGF-β1 (0,01-1 ng/ml) όσο και ο MIF (1-100 ng/ml) προκάλεσαν διέγερση της έκφραση της IL-6 σε ινοβλάστες ρινικού πολύποδα κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο, η οποία κατεστάλλει σημαντικά από αναστολέις των ΜΑΡ κινασών και της ΡΙ-3 κινάσης. Ο TGF-β1 (1 ng/ml) προκάλεσε επίσης χρονοεξαρτώμενη αύξηση στα επίπεδα της IL-6 γιά χρόνο επώασης μέχρι 2 ώρες, τα οποιά έμεινα σταθερά στη συνέχεια μέχρι τις 72 ώρες επώασης, επαγωγή της παραγωγής ενδοκυτταρικών ενεργών ειδών οξυγόνου (ROS) με μέγιστο σε δύο χρόνους επώασης 20 και 180 λεπτά, και ενεργοποίηση των ERK κινασών από 15-60 λεπτά επώασης, με μέγιστη ενεργοποίηση στα 30 λεπτά, και στη συνέχεια πτώση στα επίπεδα του μάρτυρα. Ενώ ο MIF σε συγκέντρωση 1-100 ng/ml προκάλεσε μικρή μείωση στην έκφραση της φωσφατάσης-1 των ΜΑΡΚ (ΜΚΡ-1), ο TGF-β1 αντίθετα, σε συγκέντρωση 1 ng/ml προκάλεσε αύξηση στην έκφραση της ΜΚΡ-1 σε δύο χρόνους επώασης 0,5 και 24 ώρες. Μετά από επώαση των ινοβλαστών ρινικού πολύποδα παρουσία TGF-β1 (1 ng/ml) και MIF (100 ng/ml) μαζί, δεν παρατηρήθηκε συνεργειακή επίδραση στην έκφραση της IL-6. Ενώ τόσο ο TGF-β1 όσο και ο MIF προκάλεσαν διέγερση στην έκφραση της IL-6 από ινοβλάστες πνεύμονα, δεν παρατηρήθηκε και πάλι συνεργειακή επίδρασή τους στην έκφραση της κυτταροκίνης αυτής. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι ο MIF, ενώ ανταγωνίζεται την κατασταλτική επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στην έκφραση της IL-6 μέσω της ρύθμισης των επιπέδων της ΜΚΡ-1, δεν έχει την ίδια επίδραση στην έκφραση της IL-6 από τον TGF-β1, μέσω ρύθμισης της έκφρασης της φωσφατάσης αυτής. Από την άλλη μεριά η επαγωγή της έκφρασης της ΜΚΡ-1 από τον TGF-β1 φαίνεται να μην επηρεάζει την παραγωγή της IL-6 για μικρούς χρόνους επώασης, μέχρι 2 ώρες, πιθανόν λόγω της ανασταλτικής επίδρασης των ROS, που επάγονται από τον TGF-β1, στη δράση της ΜΚΡ-1, ενώ την επηρεάζει για μεγάλους χρόνους επώασης , εξ ού και τα σταθερά επίπεδα της IL-6 μέχρι και 72 ώρες επώασης. / Nasal polyp (NP) is a chronic inflammatory condition of nasal mucosa, characterized by infiltration of inflammatory cells such as eosinophils, lymphocytes and plasma cells, alterations in epithelial differentiation and tissue reconstruction, involving hyperplasia of basal membrane, accumulation of extracellular material and edema. Macrophage migration inhibitory factor (MIF) is a unique cytokine, the role of which in chronic inflammatory and autoimmune diseases and septic shock pathogenesis is very important. MIF is produced by activated T-lymphocytes, macrophages and a plethora of other cells. MIF appears to antagonize the suppressive effect of glucocorticoids as well as induce the expression of IL-6 in multiple cells. High levels of MIF are detected in nasal polyps. Transforming growth factor- β1 (TGF-β1) is an anti-inflammatory factor antagonizing the positive effect of IL-1β and TNF-α on the expression of MMP-1 and MMP-3, TGF-β1 also stimulates the expression of TIMP-1, collagen type I and IL-6; because of these effects, TGF-β1 is involved in the process of fibrosis. TGF-β1 levels in nasal polyps are significantly elevated. IL-6 is a cytokine participating in Th2 response and consequently is involved in a subset of inflammatory reactions. IL-6 stimulates the growth of fibroblasts, increases the production and deposition of collagen and it decreases its degradation. IL-6 is found in nasal polyps at elevated levels and it is thought to be an important pathogenic factor acting mainly in tissue reconstruction, stimulation of plasma cell differentiation, production of stromal material, promotion of collagen synthesis and deposition. The purpose of this paper is to study the effect of MIF and TGF-β1 in IL-6 production by fibroblasts isolated from nasal polyps, dissect the signaling pathways involved, and investigate their synergistic effect on the production of IL-6. Both TGF-β1 (0, 01-1 ng/ml) and MIF (1-100 ng/ml) induced IL-6 expression in nasal polyp fibroblasts in a dose-dependent manner. This effect was significantly suppressed by inhibitors of MAP and PI-3 kinase pathways. TGF-β1 (1 ng/ml) also induced IL-6 expression within 2 hours of administration. Elevated IL-6 levels remained unchanged for 72h further. TGF-β1 also promoted the production of intracellular reactive oxygen species (ROS), which peaked in 20 and 180 minutes and the activation of ERK kinase, peaked in 30 minutes. While MIF, at a concentration of 1-100 ng/ml, caused a slight decrease in the expression of phospatase-1 of MAPK (MKP-1), TGF-β1, at a concentration of 1 ng/ml, increased the expression of MKP-1. No synergistic effect on IL-6 expression was detected after incubating nasal polyp and lung fibroblasts together with TGF-β1 (1 ng/ml) and MIF (100 ng/ml). In conclusion, while MIF antagonizes the suppressive effect of glucocorticoids on the expression of IL-6 by regulating the levels of MKP-1, it fails to antagonize the TGF-β1 inducing effect on IL-6 via MKP-1. The induction of MKP-1expression by TGF-β1 is not affecting the production of IL-6 after short incubation periods; this effect can be explained by the inhibitory effect of TGF-β1 induced ROS on MKP-1. After prolong incubation with TGF-β1 (up to 72 hours), IL-6 levels remain elevated.
8

Μελέτη της αλληλεπίδρασης προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων και κυττάρων στρώματος του μυελού στην παθογένεια της απλαστικής αναιμίας. Προσέγγιση με μεθόδους κυτταρικής και μοριακής βιολογίας

Κακαγιάννη-Σιάσου, Θεοδώρα 08 August 2008 (has links)
Στην επίκτητη απλαστική αναιμία (ΑΑ) ο υποκυτταρικός μυελός και η πανκυτταροπενία στο περιφερικό αίμα είναι αποτέλεσμα βλάβης των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου είναι η ποσοτική αλλά και ποιοτική διαταραχή της stem cell δεξαμενής. Κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα προτείνουν το σημαντικό ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος και ειδικά των Τ λεμφοκυττάρων στην ανάπτυξη της απλαστικής αναιμίας. Σήμερα, πλέον, είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η καταστολή του μυελού, που παρατηρείται στην ιδιοπαθή απλαστική αναιμία, είναι αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής των μυελοκατασταλτικών κυτταροκινών IFN-γ και TNF-α από διεγερμένα CD8+ κυτταροτοξικά λεμφοκύτταρα, τα οποία συναντούμε τόσο στο περιφερικό αίμα όσο και στο μυελό ασθενών με απλαστική αναιμία. Οι κυτοκίνες αυτές παρουσιάζουν μάλλον προσθετική αντί συνεργική δράση, η οποία σχετίζεται με την IFN-γ-εξαρτώμενη αύξηση της έκφρασης του Fas στα CD34+ κύτταρα και από την IFN-γ-επαγώμενη έκκριση του TNF-α από τα μακροφάγα. Μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο τα CD34+ όσο και τα BMMNC κύτταρα του μυελού των ασθενών με ΑΑ είναι περισσότερα αποπτωτικά σε σχέση με φυσιολογικούς μυελούς. Στόχος της διατριβής ήταν η περαιτέρω μελέτη των μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται στην ανοσολογικής προέλευσης απλαστική αναιμία. Λόγω, όμως, του ότι η απλαστική αναιμία είναι μια σπάνια νόσος, η παρουσία ενός εύκολα αναπαραγώγιμου in vitro μοντέλου μυελικής απλασίας θα βοηθούσε περισσότερο στη μοριακή μελέτη αυτής. Στη μελέτη μας, η αναπαραγωγή του καταλληλότερου μοντέλου μυελικής απλασίας επιτεύχθηκε με την προσθήκη των μυελοκατασταλτικών κυτταροκινών IFN-γ και TNF-α σε φυσιολογικό σύστημα μακράς διάρκειας καλλιέργειας μυελού των οστών. Στο μοντέλο αυτό έγινε διερεύνηση των μοριακών μονοπατιών των σχετιζομένων με την Fas και TRAIL επαγόμενη απόπτωση. Παράλληλα, έγινε σύγκριση των δεδομένων από το in vitro μοντέλο με τα αποτελέσματα της παράλληλης μελέτης των αντίστοιχων μοριακών παραμέτρων σε κύτταρα μυελού ασθενών με απλαστική αναιμία. Στο IFN-γ/ΤNF-α μοντέλο παρατηρήθηκε σημαντική μείωση τόσο των πιο άωρων LTC-IC όσο και των πιο δεσμευμένων προγονικών κυττάρων, σε σχέση με τις καλλιέργειες-μάρτυρες. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των πρωτογενών και δευτερογενών καλλιεργειών βραχείας διάρκειας σε μυελικά κύτταρα ασθενών με ενεργό νόσο, επιβεβαίωσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της απλαστικής αναιμίας, δηλαδή, το μειωμένο αριθμό προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων. Η επώαση φρέσκων φυσιολογικών μυελικών κυττάρων, σε 5-6 εβδομάδων LTBMC σύστημα, με συνδυασμό των TNF-α/IFN-γ παραγόντων οδηγεί σε αύξηση της Fas mRNA έκφρασης στα CD34+ κύτταρα, κάτι που δεν παρατηρείται στα, αντίστοιχα, φρέσκα και στα 5-6 εβδομάδων κύτταρα-μάρτυρες. Το εύρημα αυτό σε συνδυασμό με τη χαμηλή mRNA έκφραση της caspase 3 καθώς και την απουσία έκφρασης των Bcl-2, Bax και της caspase 8 στον ίδιο πληθυσμό, προτείνουν το σημαντικό ρόλο του external μονοπατιού επαγωγής της απόπτωσης, όπως αυτό ρυθμίζεται από την δράση των μυελοκατασταλτικών κυτοκινών TNF-α/IFN-γ. Παράλληλα, η παρουσία χαμηλής Bcl-2 mRNA έκφρασης, στα CD34+ κύτταρα, τονίζει τη σημασία της αναλογίας προ-αποπτωτικών/αντι-αποπτωτικών σημάτων στη κυτταρική έκβαση. To σημαντικότερο, πάντως, εύρημα του TNF-α/IFN-γ μοντέλου είναι η συνεχής TRAIL mRNA έκφραση, στα CD34+ κύτταρα αυτού, κάτι το οποίο δεν έχει αναφερθεί, ως τώρα, στη βιβλιογραφία. Η μοριακή ανάλυση των μυελικών κυττάρων των ΑΑ ασθενών απεκάλυψε, εκτός της Fas mRNA έκφρασης στα BMMNC και/ή στα CD34+ κύτταρα, την αυξημένη TRAIL mRNA έκφραση στο CD34+ κυτταρικό πληθυσμό των ασθενών με ενεργό νόσο. Αντίθετα, στους ασθενείς σε ύφεση, απουσιάζει η έκφραση και των δύο γονιδίων στον ίδιο πληθυσμό. Ενώ, στα BMMNC η έκφραση του TRAIL mRNA παραμένει, ένα συνεχές εύρημα, ακόμη και στους ασθενείς σε ύφεση. Επιπρόσθετα, η μειωμένη έκφραση των αντι-αποπτωτικών γονιδίων Bcl-xl και/ή Bcl-2 στα BMMNC όλων των ασθενών και του Bcl-xl στα CD34+ κύτταρα των ασθενών με ενεργό νόσο, δείχνει «ανίκανη» να αναστείλλει το μηχανισμό της απόπτωσης στους AA ασθενείς. Το γεγονός ότι η έκφραση του TRAIL mRNA είναι συνεχής στο CD34+ κυτταρικό πληθυσμό του TNF-α/IFN-γ μοντέλου και μόνο στα CD34+κύτταρα ΑΑ ασθενών με ενεργό νόσο, δείχνει τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου μορίου στην απόπτωση των προγονικών κυττάρων στη μυελική απλασία. Συμπερασματικά, το μοντέλο μυελικής απλασίας που τελικά επιλέξαμε επιβεβαιώνει προηγούμενη γνώση της συμμετοχής των TNF-α και IFN-γ στη παθοφυσιολογία της απλαστικής αναιμίας. Παράλληλα, τα μοριακά δεδομένα, τόσο του μοντέλου όσο και των ασθενών με απλαστική αναιμία, ενισχύουν την εμπλοκή του Fas/FasL στη παθογένεση της νόσου και προτείνουν την πιθανή συμμετοχή του TRAIL/Apo2L στην όλη διαδικασία. / In aplastic anemia (AA) the hypocellular bone marrow and blood pancytopenia occur as a result of damage to hematopoietic stem cells . Previous studies have shown that a profound quantitative and qualitative defect in the stem cell compartment is a common feature in most patients with AA. Clinical and laboratory data suggest that the immune system, especially T lymphocytes, have an important role in the development of AA. It is well established that IFN-γ and TNF-α mediate hematopoietic stem cell suppression in aplastic anemia. These proinflammatory cytokines exhibit additive rather than synergistic effect, which may be mediated by the IFN-γ-dependent increase in Fas expression on CD34+ progenitor cells and by the IFN-γ-inducible secretion of TNF-α by macrophages. Bone marrow total mononuclear and progenitor cells from aplastic anemia patients are more apoptotic than cells from normal donors, indicating that apoptosis may be a major mechanism of stem cell loss in aplastic anemia. The aim of our study was to investigate the molecular mechanisms involved in the immune-mediated pathology of aplastic anemia. Since aplastic anemia is a rare disease the existence of an easily reproducible model of in vitro hematopoietic cell suppression can facilitate studies concerning the molecular pathways of this disease. In our study, we reproduced such a model with the addition of the myelosuppressive cytokines IFN-γ and TNF-α in a normal long term bone marrow culture system. In this model, we examined the Fas mediated pathway of apoptosis and especially the correlation between TRAIL expression and myelosuppression. We, also, studied these parameters in marrow cells from aplastic anemia patients. The IFN-γ and TNF-α inhibitory cytokines appeared to affect both immature LTC-ICs and more commited progenitor cells capable of lineage-specific colony formation (CFCs). In addition our progenitor cell assays results in patients, supported this unifying feature of reduced haematopoietic progenitor cells in aplastic anemia. TNF-α and IFN-γ treatment up-modulated Fas expression and induced apoptosis of 5-6 weeks cultured normal CD34+ cells, while normal freshly isolated and 5-6 weeks untreated cultured CD34+ cells showed no Fas mRNA expression. This finding, along with the low mRNA expression of caspase 3 and the absence of Bcl-2, Bax and caspase 8 expression, proposes the major role for activation of the extrinsic apoptosis pathway due to treatment of BMMNC with TNF-α and IFN-γ. In parallel, the existence of the low Bcl-xl mRNA expression in the same cell compartment points to the importance of the ratio of pro-apoptotic to anti-apoptotic signals, in cell fate. The most interesting finding is the constant TRAIL mRNA expression on CD34+ cells in TNF-α/IFN-γ treated LTBMC, something not mentioned before. Molecular analysis of patients’ marrow cells revealed, apart from Fas mRNA expression in BMMNC and/or CD34+ cells, TRAIL mRNA expression in CD34+ cell population in active disease. Ιn contrast, in patients in remission, both Fas and TRAIL mRNA expression does not exist. Instead, in BMMNC’s cell compartment TRAIL mRNA expression remains a constant finding even in patients in remission. Additionally, the decreased expression of anti-apoptotic bcl-xl and/or bcl-2 in all patients’ BMMNCs and bcl-xl expression in CD34+ cells from patients with active disease, seems unable to inhibit the mechanism of apoptosis in aplastic anemia patients. In our study, the fact that the expression of TRAIL was constant on CD34+ cells in TNF-α/IFN-γ treated LTBMC and only in CD34+ cells of patients with active disease, points out its significance in apoptosis of progenitor cells. In conclusion, our in vitro model of hematopoietic suppression confirmed previous knowledge for participation of TNF-α and IFN-γ in the pathophysiology of marrow failure in aplastic anemia. In parallel, the molecular data both from the in vitro model, as well as from patients with aplastic anemia, reinforce the implication of Fas/FasL pathway in the pathogenesis of this disease and propose a probable role for TRAIL/Apo2L in the process.
9

Ο ρόλος της πρωτεϊνικής κινάσης G στην αγγειογένεση

Κόικα, Βασιλική 15 February 2011 (has links)
Ο αγγειακός ενδοθηλιακός παράγοντας (VEGF) επάγει την παραγωγή του μονοξειδίου του αζώτου(ΝΟ), το οποίο διαμεσολαβεί πολλές από τις αγγειογενετικές δράσεις του. Μολονότι, γνωρίζουμε ότι ο «υποδοχέας του ΝΟ» διαλυτή γουανυλική κυκλάση (sGC) συμμετέχει στην αγγειογένεση που επάγεται από τον VEGF, ελάχιστα είναι χαρακτηρισμένα τα καθοδικά μόρια- εκτελεστές μέσω των οποίων το cGMP που προέρχεται από την sGC κατευθύνει την αγγειογενετική απάντηση. Για να προσδιορίσουμε την συμμετοχή της PKG (cGMP-dependent protein kinase) στην αγγειογένεση που επάγεται από τον VEGF, χρησιμοποιήσαμε τα πεπτίδια DT2 και DT3, δύο επιλεκτικούς αναστολείς της PKGIα. Έχοντας την απάντηση αυτού του ερωτήματος ως στόχο, πραγματοποιήσαμε in vivo (CAM, μοντέλο του κερατοειδή του ματιού κουνελιού, τροποποιημένη δοκιμασία Miles assay) και in vitro (πολλαπλασιασμός και μετανάστευση ενδοθηλιακών κυττάρων, εκβλάστηση σε δακτυλίους αορτής) μελέτες. Επιπλέον εκτιμήθηκε η ικανότητα του DT2 να παρεμβάλλεται στην μεταγωγή σήματος του VEGF. Επώαση CAM μεμβρανών με τους πεπτιδικούς αναστολείς της PKGIα είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση του μήκους των αγγείων με δοσο-εξαρτώμενο τρόπο, με το DT3 να είναι πιο αποδοτικό από το DT2. Επιπρόσθετα παρατηρήσαμε, ότι το DT3 καταργεί την αγγεογενετική απάντηση που προέρχεται από τον VEGF στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού κουνελιού. Η αναστολή της PKGI εμποδίζει επίσης την αγγειακή διαρροή που επάγεται από τον VEGF. In vitro, χορήγηση VEGF σε ενδοθηλιακά κύτταρα επάγει την φωσφορυλίωση της VASP στην Ser239 (επιλεκτικό υπόστρωμα για την PKGΙ) μέσω της ενεργοποίησης του VEGFR2 ενώ η συνχορήγηση του DT2 έχει σαν αποτέλεσμα μειωμένα επίπεδα φωσφορυλιωμένης VASP πρωτεΐνης αποδεικνύοντας ότι σε άθικτα κύτταρα διέγερση του VEGFR2 οδήγησε σε ενεργοποίηση της PKGI. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι επώαση των ενδοθηλιακών κυττάρων με DT2 ή DT3 αναστέλλει την διαμεσολαβούμενη από τις ΜΑΡΚ κινάσες ERK1/2 και p38 μετανάστευση, πολλαπλασιασμό και εκβλάστηση τους που επάγονται από τον VEGF. Εν κατακλείδι, παρέχουμε αποδείξεις ότι η PKGI είναι μέρος του μεταγωγικού μονοπατιού που διαμεσολαβεί τις αγγειογενετικές δράσεις του VEGF και ότι οι πεπτιδικοί αναστολείς της PKGI θα μπορούσαν να δοκιμαστούν σε ασθένειες που σχετίζονται με ενισχυμένη αγγειογένεση. / Vascular endothelial growth factor (VEGF) stimulates nitric oxide (NO) production, which mediates many of its angiogenic actions. However, the angiogenic pathways that operate downstream of NO following VEGF treatment are not well characterized. Herein, we used DT2 and DT3, two highly selective cGMP-dependent protein kinase I peptide inhibitors to determine the contribution of PKGI in VEGF-stimulated angiogenesis. Incubation of chicken chorioallantoic membranes (CAM) with PKG-I peptide inhibitors decreased vascular length in a dose-dependent manner, with DT-3 being more effective than DT2. Moreover, inhibition of PKG-I with DT3 abolished the angiogenic response elicited by VEGF in the rabbit eye cornea. PKG-I inhibition, also blocked VEGF-stimulated vascular leakage. In vitro, treatment of cells with VEGF stimulated phosphorylation of the PKG substrate VASP through VEGFR2 activation; the VEGF-stimulated VASP phosphorylation was reduced by DT2. Pre-treatment of cells with DT2 or DT3 inhibited VEGF-stimulated mitogen activated protein kinase cascades (ERK1/2 and p38), growth, migration and sprouting of endothelial cells. The above observations taken together identify PKGI as a downstream effector of VEGFR2 in EC and provide a rational basis for the use of PKG-I inhibitors in disease states characterized by excessive neovascularization
10

Μορφολογική εκτίμηση της λειτουργικής διάδρασης (cross talk) των υποδοχέων οιστρογόνων τύπου β (ERβ) και του μεταγραφικού παράγοντα NFκB κατά την καρκινογένεση, στα νεοπλάσματα από μεταβατικό επιθήλιο της ουροδόχου κύστεως. Στόχος, πιθανή εφαρμογή στη χημειοπρόληψη

Κοντός, Στυλιανός 29 July 2011 (has links)
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αποτελεί την 4η κατά συχνότητα μορφή καρκίνου στους άνδρες στο Δυτικό κόσμο, ακολουθώντας τον καρκίνο του προστάτη, του πνεύμονα και του κόλου. Η επιφανειακή μορφή του καρκίνου της κύστεως έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πολύ συχνών υποτροπών, οι οποίες ευθύνονται για τη μεγάλη νοσηρότητα της νόσου. Οι πολύ συχνές υποτροπές έχουν, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος, εφ’ όσον ένα σημαντικό τμήμα των πασχόντων αποτελεί μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η καρκινογένεση δεν είναι μια απλή διαδικασία, αλλά μια αλληλουχία αλλαγών οι οποίες αφορούν τους κυτταρικούς μηχανισμούς αύξησης, διαφοροποίησης και απόπτωσης και οδηγούν στη μετατροπή ενός φυσιολογικού κυττάρου σε νεοπλασματικό. Ως «Χημειοπρόληψη» ορίζεται η χρήση ειδικών φυσικών ή συνθετικών χημικών ουσιών που μπορούν να παρέμβουν σε κάποια από τα μοριακά αυτά γεγονότα και να προλάβουν, καταστείλουν ή αναστρέψουν, την εξέλιξη προκαρκινικών βλαβών σε διηθητικό καρκίνο. Η διαφορά στην επίπτωση του νεοπλάσματος και τα διαφορετικά κλινικοπαθολογοανατομικά χαρακτηριστικά του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως ανάμεσα στα δύο φύλα, υποδεικνύουν ένα σημαντικό ρόλο των ορμονών του φύλου στην παθογένεια του νεοπλάσματος. Υποθέσεις μόνο γίνονται για τη σημασία των οιστρογόνων στην ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου κύστεως, αφού ακόμα ο ρόλος τους δεν έχει αποσαφηνιστεί. Τα οιστρογόνα ασκούν τη δράση τους μέσω των υποδοχέων τους (ERα, ERβ) οι οποίοι αποτελούν μέλη μιας υπεροικογένειας μεταγραφικών παραγόντων, των πυρηνικών υποδοχέων. Οι πυρηνικοί υποδοχείς ρυθμίζουν τη γονιδιακή έκφραση μέσω θετικής ή αρνητικής παρεμβάσεως στη δράση άλλων μεταγραφικών παραγόντων, όπως του NFκB, με τη βοήθεια ενός μηχανισμού που ονομάζεται cross-talk. Αν και η φλεγμονή με την καρκινογένεση έχουν αναγνωρισμένη σχέση από παλιά, συνδέθηκαν άμεσα με την παρατήρηση ότι υπερέκφραση του γονιδίου για το ένζυμο κυκλοοξυγενάση-2 (COX-2), αποτελεί πρώιμο γεγονός της καρκινογένεσης (Greten et al, 2004). Η COX-2, όπως επίσης και ο μεταγραφικός παράγοντας NFκB, που σχετίζεται με τη φλεγμονή, έχει διαπιστωθεί ότι συμμετέχουν στις διαδικασίες της καρκινογένεσης.. Η σύνδεση των οιστρογόνων στους οιστρογόνικους υποδοχείς επάγει τη δέσμευση συν-ρυθμιστικών παραγόντων, οι οποίοι διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες τους συν-ενεργοποιητές (coactivators), όπως p300 και τους συν-καταστολείς (corepressors), όπως NCoR. Κατά την παρούσα εργασία μελετήθηκε η μεμονωμένη όσο και η συνδυαστική έκφραση των πέντε παραπάνω μορίων στο φυσιολογικό επιθήλιο και στα καρκινώματα διαφόρων Grade, σε ιστικά δείγματα από 140 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διαγνωστική βιοψία διουρηθρική εκτομή νεοπλάσματος κύστεως ή ριζική κυστεκομή. Η μέθοδος που εφαρμόστηκε ήταν η ανοϊστοχημεία σε τομές παραφίνης, η οποία λόγω του μορφολογικού της χαρακτήρα επέτρεψε τη λήψη δεδομένων για τη σχετική εντόπιση των μορίων στους ενδοκυττάριους χώρους, τις ενδοεπιθηλιακές στιβάδες, τις φυσιολογικές ή παθολογικές ιστολογικές βαθμίδες και το επιθηλιακό ή μεσεγχυματικό διαμέρισμα. Ο παράγοντας NFκB (υπομονάδα p65) εμφάνισε μεικτή υποκυττάρια εντόπιση. Στην παρούσα ανοσοϊστοχημική μελέτη το επίπεδο της έκφρασης του NFκB στον πυρήνα των καρκινικών κυττάρων παρουσίαζε μια στατιστικά σημαντική συνολική αύξηση στα τρία επίπεδα διαφοροποίησης των καρκινωμάτων. Τα καρκινώματα χαμηλής διαφοροποίησης παρουσίαζαν ισχυρότερη ανοσοθετικότητα του NFκB από τα μετρίας και καλής διαφοροποίησης. Η αύξηση της πυρηνικής εντόπισης του NFκB συνδυάζεται με ταυτόχρονη ελάττωση της κυτταροπλασματικής, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βιολογική δράση του. Ο πυρηνικός υποδοχέας ERβ, που εντοπίζεται στο πυρήνα των καλώς διαφοροποιημένων καρκινικών κυττάρων, είναι στατιστικά σημαντικά αυξημένος σε σχέση με λιγότερο διαφοροποιημένα νεοπλασματικά κύτταρα. Στην παρούσα ανοσοϊστοχημική μελέτη τα κύτταρα του φυσιολογικού επιθηλίου της ουροδόχου κύστης, εκφράζουν έντονα τον πυρηνικό υποδοχέα και κατά την πρόοδο της καρκινογένεσης η έκφραση του ελαττώνεται, παράλληλα με την απώλεια της διαφοροποίησης των καρκινικών κυττάρων. Στην εξέλιξη της καρκινογένεσης, η COX-2 επάγεται σταθερά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας, με διαδοχικές αυξήσεις που συνοδεύουν όλα τα στάδια της προοδευτικής αποδιαφοροποίησης των κυττάρων. Η πυρηνική έκφραση του p300 αυξάνεται σταδιακά καθώς τα καρκινώματα αποκτούν χαρακτήρες αποδιαφοροποίησης, συσχέτιση στατιστικώς σημαντική. Η πυρηνική έκφραση του NCoR ελαττώνεται σταδιακά καθώς τα καρκινώματα αποκτούν χαρακτήρες αποδιαφοροποίησης, συσχέτιση στατιστικώς σημαντική, σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας μελέτης. Στις υπόλοιπες συσχετίσεις μελετήθηκε η συν-έκφραση πλέον των παραγόντων σε κάθε ασθενή, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για ενδεχόμενη αλληλεπίδραση τους. Αναλυτικότερα, παρατηρήθηκε στα καρκινώματα της ουροδόχου κύστεως ισχυρή θετική συσχέτιση του NFκB με την έκφραση της COX-2, υποδηλώνοντας τον υποστηρικτικό ρόλο των δύο αυτών παραγόντων στην πρόοδο της καρκινογένεσης. Από τη συσχέτιση NFκB και ERβ προέκυψε κατασταλτική επίδραση του πρώτου στην ογκοανασταλτική δράση του δεύτερου, υποδηλώνοντας σχέση ανταγωνισμού στη δέσμευση συνπαραγόντων και κατάληψης ίδιων περιοχών στους υποκινητές γονιδίων, ενώ δεν αναδείχθηκε συνομιλία ανάμεσα στον ERβ και COX-2. Τέλος αποκαλύφθηκε συνεργική δράση του NFκB με τον p300 στην καρκινογένεση, με τον ERβ και NCoR να χάνουν την ικανότητα πρόκλησης κυτταρικής διαφοροποίησης και άρα την προστατευτική επίδρασή τους. Η έκφραση του ERβ συσχετίστηκε με την ιστοπαθολογική βαρύτητα, ανά βαθμό έκφρασης των συνρυθμιστών p300 και NCoR, ώστε να διευκρινιστεί εάν η συγκέντρωση τους στα κύτταρα είναι καθοριστικός παράγοντας για την επίδραση του πυρηνικού υποδοχέα στον ιστολογικό φαινότυπο. Η επεξεργασία των δεδομένων φανερώνει αρνητική συσχέτιση της προόδου της καρκινογένεσης με την πυρηνική έκφραση του ERβ, αλλά μόνο όταν τα κύτταρα υπερεκφράζουν παράλληλα τον p300. Η απώλεια της έκφρασης του NCoR αναστέλλει την ενεργοποίηση του πυρηνικού υποδοχέα ERβ, γεγονός που διαπιστώθηκε και στην παρούσα μελέτη κατά τη διάρκεια της απώλεια διαφοροποίησης των καρκινικών κυττάρων της ουροδόχου κύστης. Επομένως, το τελικό αποτέλεσμα της δράσης του ERβ εξαρτάται από τον ανταγωνισμό των ενεργοποιητών και καταστολέων για τις ίδιες θέσεις σύνδεσης στο μόριο του ERβ. Συνολικά, η χρήση αγωνιστών των ERβ και NCoR με παράλληλη αναστολή των NFκB, COX2 και NCoR, θα είχε πιθανότατα ευνοϊκό αποτέλεσμα στην αναστροφή της καρκινογένεσης στην ουροδόχο κύστη. Ειδικές παράμετροι του χημειοπροληπτικού σχήματος, θα ήταν ωφέλιμο να τροποποιούνται ύστερα από εξατομικευμένη αξιολόγηση του δικτύου των πέντε παραγόντων. / Backround Bladder cancer is the forth most common malignancy among men in the Western World, following prostate, lung, and colon cancer. However, due to the highly recurrent nature of the disease, bladder cancer is the most prevalent and the most expensive per patient treated. Carcinogenesis is a complicated multistage process that gradually deprives normal cells of their natural phenotype, resulting in tissue disturbance, from which tumors finally emerge. During its lengthy course it is accompanied by an evenly prolonged inflammatory response. Chemoprevention pursues the arrest of both processes, by means of pharmacological targetting key molecules, involved in cell growth, differentiation and apoptosis, as well as in chronic inflammation. Nuclear Hormone Receptors are appropriate targets, as they are induced by ligand binding to mediate gene transcription. Epidemiological and molecular data support the possible role of ERβ and NFκB between the two collateral processes, providing evidence for target-specific chemopreventive strategies. ERβ promotes cellular differentiation and restriction of inflammation. Nuclear receptor coregulators provide a great level of sophistication in the dynamic process of transcriptional regulation. The transcriptional coactivator p300 is a ubiquitous nuclear protein and transcriptional cofactor with intrinsic acetyltransferase activity. NCoR is a protein that contain distinct functional domains responsible for interaction with NRs, and activation of HDAC proteins, ultimately resulting in targeted repression of transcription The inducible transcription factor NF-κB, immediately after being released from a cytoplasmic inhibitor, translocates into nucleus, where it enhances transcription of anti-apoptotic and pro-inflammatory genes. COX-2, an enzyme often induced in neoplastic conditions, perpetuates the chronic inflammatory state in the epithelium and its microenvironment, by means of prostaglandin synthesis. Elucidation of the molecular networks implicated in estrogen signaling is very important in view of the potential use of selective estrogen receptor modulators in chemoprevention and targeted anticancer therapy. Materials and Methods. In our retrospective study we included 111 consecutive patients (74 males and 37 females), aged 23-90 years (mean 70±10) diagnosed with TCC of the bladder by either biopsies, transurethral resection of bladder tumor, or radical cystectomies, between 2000 and 2002 from the Urological Department of Urology of University Hospital of Patras, Greece. None of the patients had received any preoperative intravesical therapy. Bladder tumors were graded and staged according to the World Health Organization (WHO) grading. Paraffin section immunohistochemistry was utilized and relative expression was estimated in intracellular compartments, intraepithelial layers, and histologic categories. NF-κB(p65 subunit) demonstrated mixed subcellular presence, COX2 cytoplasmic whereas ERβ, p300 and NCoR staining patterns were nuclear. NF-κB and COX-2, were constantly upregulated as tumorigenesis progressed. Results NF-κB, COX-2 and p300 expression correlated positively with progression of carcinogenesis, suggesting a potential involvement in bladder tumorigenesis. On the contrary, ERβ and NCoR were severely diminished in cancer, compared to normal epithelium, and they were affected by tumor Grade. The remaining correlations are based on coexpression analysis of the aforementioned factors, individually for each patient, to permit judgement of molecular interactions. In detail, an inverse staining between ERβ and nuclear p65 immunoreactivity was observed and we could suggest that there is a reciprocal transactivation between ERβ and activated NFκB. COX-2 was positively associated in bladder carcinomas with NFκB, a finding which may denote the nuclear factor contribution to the enzyme induction. A correlation has been established, when correlating the expression of ERβ with the coregulators, positive with NCoR and negative with p300, indicating a potential role of these key molecules in bladder carcinogenesis. Furthermore, p300 and NCoR, may not be strictly segregated and in bladder cancer cells interact directly, since, according to biochemical purification studies, p300 is capable of directed negative interaction with NCoR. Conclusions The inhibition of ERβ in combination with the antiapoptotic properties of NFκB may contribute to the pathogenesis of TCC. Selective ERβ and NCoR agonist and agents-inhibitors of NFκB, COX2 and p300 may represent a possible new treatment strategy, by virtue of their role in bladder carcinogenesis. Subtle variations in the chemopreventive regimen, based on personalized molecular profiling, would hopefully achieve a patient-tailored therapeutic approach.

Page generated in 0.0378 seconds