21 |
Βιοσύνθεση του πεπτιδικού δεσμού και αναστολή της από ορισμένα αντιβιοτικάΝτίνος, Γεώργιος 04 November 2009 (has links)
- / -
|
22 |
Χρήση Trt - τύπου ομάδων για πλευρική προστασία αμινοξέων στην πεπτιδική σύνθεση σε στερεή φάσηΚουτσογιάννη, Σοφία 04 November 2009 (has links)
- / -
|
23 |
Σχεδιασμός, σύνθεση και μελέτη βιολογικών δράσεων πεπτιδίων της HARP / Design, synthesis and study of the biological activities of HARP's (Heparin affin regulatory peptide) synthetic peptidesΗλιάδου, Ελένη 16 June 2010 (has links)
Η Heparin affin regulatory peptide (HARP) είναι ένας αυξητικός παράγοντας με μοριακό βάρος 18 kDa, που έχει μεγάλη συγγένεια με την ηπαρίνη. Είναι συντηρημένη μεταξύ διαφόρων ειδών και παρουσιάζει 50% ομολογία με τη Midkine και την RI-HBP. Οι πρωτεΐνες αυτές συγκροτούν μια σχετικά νέα οικογένεια αυξητικών παραγόντων που έχουν συγγένεια με την ηπαρίνη. Η HARP απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον εγκέφαλο νεογέννητου βοός ως ένα μόριο που μπορεί να επάγει την προέκταση των νευρικών κυττάρων. Επίσης, εκφράζεται στη μήτρα, στους χόνδρους και στα οστά. Αρκετές αναφορές αποδεικνύουν ότι υπάρχει μεγάλη συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης της HARP και της ανάπτυξης καρκινικού όγκου και της αγγειογένεσης.
Η HARP αποτελεί μιτογόνο παράγοντα για διάφορους τύπους ενδοθηλιακών κυττάρων, ενώ μπορεί να επάγει την αγγειογένεση in vivo και in vitro. Ασκεί τη βιολογική της δράση μετά από αλληλεπίδραση με πρωτεογλυκάνες της επιφάνειας του κυττάρου, όπως η N-συνδεκάνη, ή μετά από δέσμευση σε πιο ειδικούς υποδοχείς. Η RPTPβ/ζ, η εκκρινόμενη μορφή της (φωσφακάνη), αλλά και η κινάση ALK, έχει αναφερθεί ότι μπορούν να δεσμεύουν τη HARP και να συμμετέχουν στη μεταγωγή του σήματός της.
Ο κύριος σκοπός αυτής της διατριβής είναι η μελέτη της δομής και της δράσης της HARP, χρησιμοποιώντας μικρότερα τμήματα της HARP τα οποία τα έχουμε βιοτινυλιώσει για να διερευνήσουμε τις περαιτέρω δράσεις της, τους διάφορους μηχανισμούς και με ποιους υποδοχείς αλληλεπιδρά.
Τα βιοτινυλιωμένα-σεσημασμένα πεπτίδια αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για την βιοτεχνολογία, σε διάφορες εφαρμογές στερεής φάσης ανοσολογικών δοκιμών καθώς και τον εντοπισμό των υποδοχέων.
Τα συνθετικά πεπτίδια της HARP συντέθηκαν με μεθοδολογία Fmoc/t-Bu σε στερεά φάση χρησιμοποιώντας ως στερεό υπόστρωμα τη 2-χλωροτρίτυλ-ρητίνη για την παραλαβή μιας ελεύθερης αμινοομάδας (ΝΗ2) και C-τελικού καρβοξυλικού οξέος αντίστοιχα. Για την παραγωγή βιοτινυλιωμένων πεπτιδίων, περιλαμβάνει τον σχηματισμό ενός δεσμού: της ελεύθερη αμινοομάδα με την βιοτίνη στην διάρκεια της πεπτιδικής σύνθεσης στερεής φάσης. Επειδή η βιοτίνη έχει μικρή διαλυτότητα στα διαλύματα της πεπτιδικής σύνθεσης χρησιμοποιούμε τους προσχηματισμένους ενεργοποιημένους εστέρες όπως την βιοτίνη- ONp (biotin p-nitrophenyl ester ).
Τα συνθετικά πεπτίδια P(13-39) και Ρ (65-97), που αντιστοιχούσαν στην Ν-CTR-I και C-TSR-I περιοχή της HARP μελετήθηκαν ως προς την επίδρασή τους στον πολλαπλασιασμό και στην μετανάστευση των καρκινικών κυττάρων του προστάτη (PC3). / Heparin affin regulatory peptide (HARP) is an 18 kDa growth factor that has a high affinity for heparin. HARP is highly conserved among species and shares 50% homology with Midkine and RI-HBP. The above proteins constitute a relatively new family of growth factors with high affinity for heparin. HARP has been originally purified from perinatal rat and bovine brain as a molecule that induces neurite outgrowth. HARP is also expressed in uterus, cartilage and bone extracts. Several reports have established a strong correlation between HARP expression and tumour growth and angiogenesis.
HARP has been reported to be mitogenic for different types of endothelial cells and angiogenic in vivo and in vitro. HARP exerts its biological activity through interactions with cell surface proteoglycans, such as N-syndecan, or binding to more specific cell surface receptors. Receptor-type protein tyrosine-phosphatase β/ζ (RPTPβ/ζ) and its secreted variant phosphacan, as well as ALK are implicated in HARP signalling.
The main target of this study is to investigate the structure and the biological activities of HARP, using smaller fragments of HARP which are biotinylated in order to study its further activities, the mechanisms and the interactions with the receptor.
Biotin-labelled peptides are extremely useful tools for biochemistry, with applications in solid-phase immunoassays, affinity purification and receptor localization.
The synthetic peptides of HARP were synthesized by Fmoc/t-Bu solid phase methodology utilizing a 2-chlorotrityl-chloride resin to provide a free NH2- amino-group and carboxyl acid, respectively. The simplest approach for the production of biotin-labelled peptides involves capping of a resin-bound free amino group with biotin, prior to cleavage of the peptide from the resin and side-chain deprotection. Because of the poor solubility of biotin in peptide synthesis solvents, biotin is most frequently introduced using a pre-formed active ester, such as biotin p-nitrophenyl ester.
The synthetic peptides, P(13-39) and P(65-97) with amino acids sequence corresponding to the N- and C-TSR-I domains of HARP, were studied for their impact to the proliferation and chemotactic (migration) on prostate cancer cells (PC3).
|
24 |
Βιοχημικός και δομικός χαρακτηρισμός του τμήματος TPR επαναλήψεων του μεταγραφικού παράγοντα Ssn6 του Saccharomyces cerevisiaeΤάρτας, Θανάσης 07 September 2010 (has links)
Τα TPRs (Tetratricopeptide Repeats) είναι πρωτεϊνικά μοτίβα επαναλήψεων με μήκος πεπτιδικής αλυσίδας 34 αμινοξικών κατάλοιπων. Περισσότερα από 10000 TPRs έχουν εντοπι-στεί έως σήμερα σε διάφορες πρωτεϊνες, από τα αρχαιοβακτήρια έως τον άνθρωπο. Τα TPRs συμμετέχουν σε πρωτεϊνικές αλληλεπιδράσεις. Δομικά, κάθε TPR παρουσιάζει τη διαμόρφωση έλικα-στροφή-έλικα σε σχήμα φουρκέτας ενώ διαδοχικά πακεταρισμένα TPRs σχηματίζουν στο χώρο δεξιόστροφη υπερέλικα, στην οποία διακρίνονται μία κυρτή και μία κοίλη επιφάνεια.
Το σύμπλοκο πρωτεϊνών Ssn6-Tup1 είναι ένας γενικός συγκαταστολέας της μεταγραφής στη ζύμη. Ομόλογα σύμπλοκα έχουν επίσης βρεθεί σε πολλούς οργανισμούς. Η πρωτεϊνη Ssn6 περιέχει δέκα διαδοχικά TPRs. Η αλληλεπίδραση των δύο πρωτεϊνών πραγματοποιείται μέσω των τριών πρώτων TPRs της Ssn6 και του Ν-τελικού τμήματος (αμινοξικά κατάλοιπα: 1-72) της Tup1. Σε προηγούμενη εργασία της η ερευνητική μας ομάδα έδειξε με πειράματα μεταλλαξιγένεσης και με δομική μοντελοποίηση, ότι η δομική ακεραιότητα του TPR 1 και η σωστή τοποθέτησή του σε σχέση με το TPR 2 είναι κρίσιμες για τη δέσμευση της Tup1.
Στην παρούσα διατριβή διερευνήθηκε για πρώτη φορά η δομική σταθερότητα του τμήμα-τος της πρωτεϊνης Ssn6 που αλληλεπιδρά με την Tup1, και η σημασία που έχει για την αλληλε-πίδραση το Ν-τελικό άκρο της Ssn6, το οποίο περιλαμβάνει μία εκτεταμένη περιοχή πολυγλου-ταμίνης. Για τη μελέτη εφαρμόστηκαν χαρτογράφηση της πρωτεϊνης Ssn6 με περιορισμένη πρωτεόλυση καθώς και βιοχημικός χαρακτηρισμός και φασματοσκοπία κυκλικού διχρωισμού σε επιλεγμένα τμήματα των πρωτεϊνών Ssn6 και Tup1 και στα σύμπλοκά τους. Επιπρόσθετα πραγματοποιήθηκαν, in silico, σύγκριση των TPRs της Ssn6 με άλλα γνωστά TPRs, προβλέψεις της δομικής αστάθειας των TPRs και προσομοίωση μοριακής δυναμικής στο δομικό μοντέλο των TPRs 1-3.
Ο συνδυασμός των παραπάνω έδειξε πως όταν απουσίαζει η Tup1 τα TPRs 1 και 2 της Ssn6 βρίσκονται μερικώς αδίπλωτα. Ειδικά η έλικα Β του TPR1 φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα ευκίνητη και ότι εκθέτει μία έντονα υδρόφοβη επιφάνεια στο περιβάλλον μέσo του μορίου. Αντίθετα, όταν τα ίδια τμήματα της Ssn6 συμμετέχουν σε σύμπλοκα με την Tup1 παρουσιά-ζουν την αναμενόμενη δευτεροταγή διαμόρφωση δομικού τμήματος TPR. Παράλληλα, υπάρ-χουν ισχυρές ενδείξεις ότι η μετάβαση από την κατάσταση του τυχαίου σπειράματος προς τη διαμόρφωση α-έλικας συνοδεύεται από τη διευθέτηση των α-ελίκων σε δεμάτια. Τέλος, η παρουσία του Ν-τελικού άκρου της Ssn6 εμποδίζει τη συσσωμάτωση του τμήματος που αποτε-λείται από τα TPRs 1-4 όταν απουσιάζει η Tup1.
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα της εργασίας προτείνεται ότι η Ssn6 ανήκει στις φυσικές μερικώς αδίπλωτες πρωτεϊνες. Η έλλειψη δομικής διαμόρφωσης και η δομική ευκαμψία στο TPR1 της πρωτεΐνης εξυπηρετεί την αναγνώριση της πρωτεϊνης Tup1. Ο σχηματισμός συμπλόκου με την πρωτεΐνη Tup1 οδηγεί σε δίπλωμα τα TPRs 1 και 2, σε αντιστοιχία με το μοντέλο συζευγμένου διπλώματος και σύνδεσης του προσδέματος που έχει παρατηρηθεί σε άλλες πρωτεϊνες. Ο σχηματισμός του συμπλόκου πραγματοποιείται με υδρόφοβες αλληλεπι-δράσεις μεταξύ των δύο πρωτεϊνών και από την πλευρά της Ssn6 συμμετέχει κατά κύριο λόγο η κυρτή επιφάνεια της TPR-υπερέλικας.
Τα δύο τελευταία συμπεράσματα αναδεικνύουν ένα νέο μηχανισμό TPR-αλληλεπιδρά-σεων, ο οποίος δεν είχε αναγνωριστεί έως τώρα στα TPR-πρωτεϊνικά σύμπλοκα. / The tetratrico peptide repeat (TPR) is a 34 amino acid protein motif. Over 10000 TPRs have been identified in several species from archeobacteria to human. TPRs are protein-protein interaction mediators. Each TPR adopts a helix-turn-helix conformation in the form of α hairpin. Tandem TPRs stack together producing a right handed curved superhelix, with a convex and a concave surface.
The Ssn6-Tup1 protein complex is a general transcriptional co-repressor in yeast. Homologous complexes have been identified in many organisms. The Ssn6 protein contains 10 tandem TPRs. TPRs 1-3 interact with the N-terminus (aa: 1-72) of Tup1 to form the complex. Using 3D-modeling and mutagenesis data, our group has previously shown that the structural integrity of
TPR 1 and its correct positioning relatively to TPR 2 are crucial for Tup1 binding.
In the present study we investigate the structural stability of the Tup1-binding domain of Ssn6 and the importance of the Ssn6 N-terminus, which contains a polyglutamine sequence. For the purpose of the study we used limited proteolysis mapping of Ssn6 and biochemical characterization and circular dichroism spectroscopy of specific Ssn6 and Tup1 segments and their complexes, followed by order/disorder predictions and molecular dynamics simulations.
Our data suggest that TPRs 1 and 2 of Ssn6 are partially unfolded with the helix B of TPR 1 being highly dynamic, exposing an apolar surface to the solvent. However, TPRs 1-3 seem to adopt the TPR-typically expected secondary structure when the Ssn6 segment is in association with Tup1. In addition there are strong evidence that a conformational change occurs upon complex formation, consisting of acquisition of a-helical structure with simultaneous stabilization of coiled coil configuration. The presence of the Ssn6 N-terminus prevents the aggregation of the TPR 1-4 segment in the absence of Tup1.
According to the above we propose that:
Ssn6 is a member of the partially unfolded proteins group. The lack of typical conformation and the structural flexibility of TPR 1 serve the Tup1 recognition and binding. Complex formation followed by TPR 1 and 2 folding is consistent with the coupled folding to binding mechanism, reported on other binding proteins. The Ssn6-Tup1 complex formation is driven by hydrophobic interactions, in which mainly the convex surface of the TPR-superhelix takes part.
The later two points reveal a novel interaction mechanism of the TPR motives.
|
25 |
Σχεδιασμός και σύνθεση αναλόγων του επιτόπου 83-99 της βασικής πρωτεΐνης της μυελίνης και τροποποιημένων παραγώγων της: εν δυνάμει προϊόντα στην ανοσοθεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκαςΔεράος, Γεώργιος 27 September 2010 (has links)
- / -
|
26 |
Η επεξεργασία των συνθέτων της Νέας Ελληνικής στην πρωτοπαθή προοδευτική αφασία με αγραμματικό λόγοΚορδούλη, Κωνσταντίνα 12 March 2015 (has links)
Η παρούσα εργασία εστιάζει στον τρόπο επεξεργασίας των σύνθετων λέξεων
της Νέας Ελληνικής (ΝΕ) στην Πρωτοπαθή Προοδευτική Αφασία με αγραμματικό
λόγο (ΠΠΑ-α). Οι μέχρι τώρα έρευνες επικεντρώνονται κυρίως σε κλινικές περι-
πτώσεις αφασίας από κάποια εστιακή εγκεφαλική βλάβη (ΕΑ), ενώ η ΠΠΑ δεν έχει
μελετηθεί ως προς το ζήτημα αυτό τόσο στη ΝΕ όσο και διαγλωσσικά. Στόχο, λοι-
πόν, της συγκεκριμένης εργασίας αποτελεί η εξέταση του κατά πόσο ελληνόφωνοι
ασθενείς με ΠΠΑ-α παρουσιάζουν ελλείμματα στην κατονομασία σύνθετων λέξεων.
Μέθοδος: Διεξαγωγή πειράματος κατονομασίας μέσω ορισμού (naming on definition
task), το οποίο αφορά την κατονομασία σύνθετων λέξεων της ΝΕ.
Συμμετέχοντες: 2 ΠΠΑ-α ασθενείς (ο πρώτος σε πιο πρώιμο στάδιο της ΠΠΑ-α σε
σχέση με το δεύτερο) και 2 άτομα που συνιστούν την ομάδα ελέγχου (controls).
Πειραματικό υλικό: 71 σύνθετα της ΝΕ, 45 υποτακτικά (π.χ. μολυβοθήκη, μαυροπί-
νακας, σιγοτραγουδώ), 15 παρατακτικά (π.χ. αλατοπίπερο, βορειοδυτικός) και 11
εξωκεντρικά (π.χ. κοκκινομάλλης, κακόγουστος).Υποθέσεις: Σύμφωνα με τα πορίσματα της τρέχουσας βιβλιογραφίας, ασθενείς με
αγραμματικού τύπου ΕΑ και ΠΠΑ-α εμφανίζουν παρόμοια επίδοση σε πειράματα
που ελέγχουν τη μορφοσύνταξη (Thompson et al.). Έτσι, αναμένεται να έχουν εξί-
σου παρόμοια επίδοση και όσον αφορά την επεξεργασία συνθέτων, αφού η σύνθεση
αποτελεί μία αμιγώς μορφολογική διαδικασία. Βάσει του παραπάνω παραλληλι-
σμού, υποθέτουμε πως οι ΠΠΑ-α ασθενείς θα κατονομάζουν ευκολότερα τα σημα-
σιολογικά διαφανή σύνθετα (πρώτη υπόθεση), θα διατηρούν τη γνώση της δομής
του συνθέτου (δεύτερη υπόθεση), θα διατηρούν τα όρια των επιμέρους συστατικών
σε πιθανά λάθη υποκατάστασης ή παράλειψης (τρίτη υπόθεση), και θα προβαίνουν
σε ανάκληση του συνθέτου μέσω τεμαχισμού στα επιμέρους συστατικά του (τέταρτηυπόθεση). Τέλος, αν το συστατικό-κεφαλή έχει κάποιο βασικό ρόλο στη διαδικασία
της κατονομασίας, αναμένονται συστηματικά περισσότερα λάθη σε αυτό το συστα-
τικό (πέμπτη υπόθεση). Ακόμη, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται και
κάποια επιπλέον ερωτήματα που αφορούν το αν και κατά πόσο υπάρχει όντως σύ-
γκλιση μεταξύ της ΠΠΑ-α και της ΕΑ-α στην κατονομασία σύνθετων λέξεων, το αν
υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του είδους/αριθμού των λαθών και του τύπου συνθέτου
και το αν υφίστανται πρόβλημα με συστατικά συγκεκριμένης γραμματικής κατηγο-
ρίας.
Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα του πειράματος ανέδειξαν σημαντικές διαφορές
στην επίδοση των δύο ασθενών. Ειδικότερα, ο πρώτος ασθενης είχε περισσότερα
λάθη υποκατάστασης, τα οποία σηματοδοτούν επίγνωση της σύνθετης δομής και
ανάκληση του συνθέτου μέσω τεμαχισμού στα επιμέρους συστατικά του. Αντίθετα,
η δεύτερη ασθενής είχε περισσότερα λάθη περίφρασης και απάντησης με μία λέξη-
λέξημα, ενώ ο στόχος ήταν η απάντηση με σύνθετη λέξη. Έτσι, τα λάθη της δεύ-
τερης ασθενούς παραπέμπουν σε μη επίγνωση της σύνθετης δομής και σε μία πιο
ολιστική διαδικασία ανάκλησης του συνθέτου. Τέλος, τα περισσότερα λάθη και των
δύο ασθενών έγιναν σε υποτακτικά σύνθετα της γραμματικής κατηγορίας του ονό-
ματος, ενώ δεν εντοπίστηκε επίδραση τόσο της σημασιολογικής διαφάνειας όσο και
της μορφολογικής κεφαλής.
Συμπεράσματα: Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων γίνεται σαφές πως το στά-
διο της διαταραχής καθορίζει και το είδος των γλωσσικών ελλειμμάτων. Συγκεκρι-
μένα, στα πρώιμα στάδια της ΠΠΑ-α εμφανίζονται γλωσσικά ελλείμματα τα οποία
συγκλίνουν με αυτά της ΕΑ-α, ενώ σε μετέπειτα στάδια η ικανότητα κατονομασίας
πλήττεται σοβαρά διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο κλινικό προφίλ, το οποίο δεν φαί-
νεται να συγκλίνει ξεκάθαρα με κάποιον άλλο παθολογικό πληθυσμό. Αναλυτικό-
τερα, στα αρχικά στάδια το πρόβλημα εδράζεται στην ενεργοποίηση της φωνολο-
γικής μορφής της λέξης, ενώ οι μορφολογικοί κανόνες φαίνεται ότι διατηρούνται
(γνώση της σύνθετης δομής, ορίων των συστατικών). Αντίθετα, σε μετέπειτα στά-
δια το πρόβλημα εντοπίζεται στην ενεργοποίηση τόσο της φωνολογικής όσο και της
μορφολογικής δομής του συνθέτου. Σε ό,τι αφορά τα υποτακτικά σύνθετα, η αυξη-
μένη δυσκολία που δημιουργούν μπορεί να συσχετιστεί με τη λειτουργική σχέση των
επιμέρους συστατικών τους.
Εν κατακλείδι, η παρούσα εργασία αποτελεί μία πρώτη προσπάθεια μελέτης της
σύνθεσης στην ΠΠΑ-α. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έφερε στο φως μία σειρά
από γλωσσικά ελλείμματα, τα οποία αναμένεται να ελεγχθούν σε μεγαλύτερο δείγμα
ΠΠΑ-α ασθενών για τον καθορισμό ασφαλέστερων συμπερασμάτων. / The present study is focused on the agrammatic variant of Primary Progressive Aphasia (PPA-a), which is a language impairment caused by neurodegenerative disease and characterized by difficulties in processing the grammatical aspects of speech (Mesulam, 2013). PPA-a has not examined about the grammatical deficits in Modern Greek (MG). Therefore, the aim of the present study is to examine if the Greek-speaking individuals with PPA-a have problems in naming compound words in MG. Procedure: Naming definition task of compound words in MG. Participants: Two patients with PPA-a (the first patient is in earlier stage of the disease than the other patient). Stimulus set: 71 compounds in MG, 45 subordinate compounds (e.g. [molivo’θici]>pencil case, [mavro’pinakas]>blackboard), 15 coordinate compounds (e.g. [alato’pipero]>salt and pepper, [vorioδiti’kos]>northwest) and 11 exocentric compounds (e.g. [kokkino’malis]>redhead, [ka’koγustos]>vulgar/tasteless). Hypotheses: According to the recent bibliography, agrammatic patients caused by stroke (StrAgr) and PPA-a patients have common performance in tasks which examine the morphosyntax (Thompson et al. 2013). So, PPA-a is expected to have the same deficits with StrAgr in naming compounds, given that compounding is a pure morphological procedure. Specifically, we expected compound effect, semantic transparency effect and lexical access through decomposition. Results: The error analysis showed differences in the performance of the two patients respect to the stage of the disease. Specifically, in the early stage substitution errors were occurred, supporting compound effect and a view of lexical access through decomposition. On the contrary, noncomposed semantic paraphasias and single words errors were occurred mainly at a later stage , indicating a more holistic access. Finally, the most errors were in subordinate compounds, whereas no effect of headedness and semantic transparency were found. Discussion: The results produce clear evidence that the stage of the PPA-a can affect the kind of the linguistic deficits. Specifically, in the initial stages, the linguistic deficits resemble with those of StrAgr patients with problems in the activation of the phonological form of the compound, whereas the morphological rules are intact. On the other hand, the naming competence is more impaired and distinctly different from other pathological populations at a later stage. Specifically, there are problems in the activation of both the phonological and the morphological compound forms. Finally, the increased difficulty with subordinate compounds will be correlated with the grammatical relations holding between the constituents.
|
27 |
Μοντελοποίηση και ψηφιακή επεξεργασία προσωδιακών φαινομένων της ελληνικής γλώσσας με εφαρμογή στην σύνθεση ομιλίας / Modeling and signal processing of greek language prosodic events with application to speech synthesisΖέρβας, Παναγιώτης 04 February 2008 (has links)
Αντικείμενο της παρούσης διδακτορικής διατριβής αποτελεί η μελέτη και μοντελοποίηση των φαινομένων επιτονισμού της Ελληνικής γλώσσας με εφαρμογές στην σύνθεση ομιλίας. Στα πλαίσια της διατριβής αυτής αναπτύχθηκαν πόροι ομιλίας και εργαλεία για την επεξεργασία και μελέτη προσωδιακών παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν την πληροφορία που μεταφέρεται μέσω του προφορικού λόγου. Για την διαχείρηση και επεξεργασία των παραπάνω πόρων υλοποιήθηκε πλατφόρμα μετατροπής κειμένου σε ομιλία βασισμένη στην συνένωση δομικών μονάδων ομιλίας. Για την μελέτη και την δημιουργία των μοντέλων μηχανικής μάθησης χρησιμοποιήθηκε η γλωσσολογική αναπαράσταση GRToBI των φαινομένων επιτονισμού. / In this thesis we cope with the task of studying and modeling prosodic phenomena encountered in Greek language with applications to the task of speech synthesis from tex. Thus, spoken corpora with various levels of morphosyntactical and linguistic representation as well as tools for their processing, we constructed. For the task of coding the emerged prosodic phenomena of our recorded utterences we have utilized the GRToBI annotation of speech.
|
28 |
Η σύνθεση στην Κυπριακή : ζητήματα εξωκεντρικότηταςΑνδρέου, Μάριος 11 January 2011 (has links)
Στη μεταπτυχιακή αυτή διατριβή αμφισβητώ την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η διάκριση ανάμεσα σε ενδοκεντρικά και εξωκεντρικά σύνθετα είναι κατ’ εξοχήν σημασιολογική (βλ. μεταξύ άλλων Bauer 2009: 350). Αντιθέτως, ακολουθώντας τους Ralli & Andreou (2010), προτείνω ότι η συγκεκριμένη διάκριση είναι δομική. Για να υποστηρίξω τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις μου, παραθέτω δεδομένα από την Κυπριακή και την Κοινή Νέα Ελληνική. Καταρχάς, υποστηρίζω ότι η εξωκεντρικότητα δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο στη σύνθεση, δεδομένου ότι διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, μεταξύ των οποίων και η Κυπριακή, επιδεικνύουν υψηλό βαθμό παραγωγικότητας εξωκεντρικών συνθέτων. Ακολούθως, υποστηρίζω ότι η σημασιολογία δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα ούτε για την κατηγοριοποίηση των εξωκεντρικών, αλλά ούτε και για τη διάκριση ανάμεσα σε ενδοκεντρικότητα και εξωκεντρικότητα. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τους Scalise et al. (2009), δείχνω ότι τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα το γένος και η κλιτική τάξη, δεν μπορούν να ορίσουν την εξωκεντρικότητα. Καταληκτικά, προτείνω ότι η ενδοκεντρικότητα και η εξωκεντρικότητα είναι επιφαινόμενα της σειράς εφαρμογής των διαδικασιών σχηματισμού λέξεων, σύνθεσης και παραγωγής. Με βάση την πρόταση αυτή, ένα σύνθετο είναι εξωκεντρικό όταν η σύνθεση και η παραγωγή οι οποίες συνεμφανίζονται (co-occur) σε ένα μορφολογικά πολύπλοκο πρωτογενή σχηματισμό, αλληλεπιδρούν με τέτοιο τρόπο ώστε η παραγωγή να έπεται της σύνθεσης. Αντίθετα, ένα σύνθετο είναι ενδοκεντρικό όταν περιλαμβάνει μόνο σύνθεση ή όταν συμπεριλαμβάνει παραγωγή και σύνθεση με αυτή τη σειρά. / In this MA thesis, I challenge the widely accepted view that the distinction between endocentric and exocentric compounds is fundamentally semantic (see, among others, Bauer 2009: 350). Following Ralli & Andreou (2010), I propose, instead, that this is a structural distinction. I illustrate my claims and proposals by using data from Greek and Cypriot Greek. First, I challenge the widespread view that exocentric compounds do not belong to the productive word-formation mechanism given that exocentricity in a number of linguistic varieties, Cypriot included, is very productive. In addition, I show that semantics cannot be a safe criterion for either classifying exocentric compounds into various categories or distinguishing between endocentric and exocentric compounds. Moreover, I argue that morphological features, e.g. gender and inflection class, cannot define exocentricity, in the way Scalise et al. (2009) have proposed. Finally, I suggest that exocentricity might be an epiphenomenon of the order of application of the two word-formation processes, according to which, when compounding and derivation co-occur within the same morphologically-complex item, compounding precedes derivation. In contrast, a structure is endocentric, if it contains only compounding, or involves derivation and compounding, in this particular order.
|
29 |
Ψηφιακή επεξεργασία σήματος για ανάλυση και σύνθεση ήχου με έμφαση στη χρήση ημιτονοειδώνΚοτσώνης-Τζάννες, Ελευθέριος-Μάριος 09 January 2012 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται μελέτη της ανάλυσης και σύνθεσης ήχου με τη βοήθεια ημιτονοειδών. Ειδικότερα, εξετάζονται οι παράμετροι της ανάλυσης και σύνθεσης και πως αυτες επηρεάζουν την τελική ανακατασκευή του σήματος. Στη συνέχεια γίνεται διερεύνηση της ανάλυσης και σύνθεσης μόνο στις χαμηλές συχνότητες. Με βάση ένα περιορισμένο εύρος ζώνης, γίνεται ανίχνευση των τονικών υψών. Αναπτύσσονται τρεις μέθοδοι κατηγοριοποίησης τους και στη συνέχεια γίνεται μία αξιολόγηση των μεθόδων αυτών μέσω των μέτρων NMR και PEAQ. / In this degree thesis sound analysis and synthesis using sinusoidals is studied. More specifically, parameters of analysis and synthesis are examined and how they affect the final reconstruction of a signal. Further research is conducted for analysis and synthesis at low sound frequencies. Based on a limited bandwidth, pitch detection is taking place on the input signal. Three methods of categorizing frequencies are developed and they are evaluated using the metrics of NMR (Noise to Mask Ratio) and PEAQ (Perceptual Evaluation of Audio Quality).
|
30 |
Δομή, χαρακτηριστικά και διαχείριση της μικρής παράκτιας αλιείας στην ΕλλάδαΤζανάτος, Ευάγγελος 02 December 2008 (has links)
Η μικρή παράκτια αλιεία αποτελεί σημαντικό τμήμα του αλιευτικού κλάδου στnν Ελλάδα και τη Μεσόγειο και χαρακτηρίζεται από υψηλή ετερογένεια και πληθώρα ιδιαιτεροτήτων. Η διαχείριση της απαιτεί την εξέταση βιολογικών, αλλά και κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων. Στην παρούσα εργασία αναπτύχθηκε μία τυπολογία της ελληνικής μικρής παράκτιας αλιείας με βάση βιολογικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια η εργασία εστιάστηκε στον Πατραϊκό Κόλπο, όπου μελετήθηκε η δραστηριότητα της τοπικής μικρής παράκτιας αλιείας, η συνολική παραγωγή και η παραγωγή ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας, η σύνθεση του αλιεύματος, τα απορριπτόμενα και η κατά μήκος σύνθεση των αλιευμάτων.
Οι νομοί της Ελλάδας στρωματοποιήθηκαν βάσει του αριθμού των αλιέων και της εξάρτησης από την αλιεία και πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις αλιέων. Επιβεβαιώθηκε η ποικιλία εργαλείων και ειδών-στόχων και η έντονη χωρική ετερογένεια. Το κυρίαρχο πρότυπο αλιευτικής δραστηριότητας εμφάνισε εποχικές διακυμάνσεις (20 ημέρες δραστηριότητας μηνιαίως το καλοκαίρι, 13 ημέρες το χειμώνα), παρουσίασε όμως τοπικές ιδιαιτερότητες. Οι κύριες ενασχολήσεις (métiers) που πραγματοποιούνται σε πανελλήνιο επίπεδο αναγνωρίστηκαν ως συνδυασμοί αλιευτικού εργαλείου, είδους-στόχου, εποχής και περιοχής με πολυμεταβλητή ανάλυση. Οι αλιείς παρουσίασαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και υψηλή μέση ηλικία, υψηλά ποσοστά παραμονής στον τόπο γέννησης και διαπιστώθηκε έντονη παρουσία της οικογένειας στο επάγγελμα. Οι αλιείς χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες εξάρτησης από την αλιεία βάσει του ποσοστού του εισοδήματος που προέρχεται από το ψάρεμα, οι οποίες εμφάνισαν διαφορές σε χαρακτηριστικά όπως η μέση ηλικία, το μήκος του σκάφους, οι ημέρες δραστηριότητας και το εισόδημα από το ψάρεμα.
Στη συνέχεια μελετήθηκε η μικρή παράκτια αλιεία του Πατραϊκού Κόλπου με δειγματοληψίες σε αλιευτικές εξορμήσεις. Η αλιευτική παραγωγή ήταν κατά μέσο όρο 12 Kg ανά αλιευτική εξόρμηση. Συνολικά, αναγνωρίστηκαν 102 είδη αλιευμάτων. Αναπτύχθηκε μία μεθοδολογία αναγνώρισης ενασχολήσεων σε περιπτώσεις περιορισμένου αριθμού δεδομένων, όπως συχνά συμβαίνει στη Μεσόγειο. Οι ενασχολήσεις που αναγνωρίστηκαν παρουσίασαν διαφορές στην ποσότητα και στη σύνθεση του αλιεύματος και ομαδοποιήθηκαν σε μετα-ενασχολήσεις με σκοπό την αποτελεσματικότερη δειγματοληψία της αλιευτικής δραστηριότητας. Η μελέτη των απορριπτομένων ανέδειξε τρεις αιτίες απόρριψης: χαμηλή εμπορικότητα (78% της απορριφθείσας ποσότητας), καταστροφή των αλιευμάτων κατά την παραμονή τους στο νερό (5%) και μείωση της ποιότητάς τους εξαιτίας κακών χειρισμών του ψαρά (17%). Υψηλό ποσοστό απόρριψης παρουσίασαν οι ενασχολήσεις παραγαδιών και μανωμένων διχτύων με μικρό άνοιγμα ματιού. Από τα δεδομένα ατομικού μήκους των αλιευμάτων πραγματοποιήθηκαν συγκρίσεις κατά μήκους σύνθεσης ανάμεσα σε διαφορετικές ενασχολήσεις και εποχές του έτους. Στις περισσότερες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν διαφορές. Η μελέτη της επίπτωσης της εφαρμογής του ελάχιστου επιτρεπόμενου μεγέθους εκφόρτωσης έδειξε μικρό ποσοστό υπομεγεθών ατόμων στο αλίευμα βάσει τόσο των σημερινών σε ισχύ μεγεθών όσο και βάσει αυτών που πρόκειται να εφαρμοστούν σύμφωνα με τον Οδικό Χάρτη για την Αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, σε επίπεδο είδους όμως παρουσιάστηκαν εξαιρέσεις.
Η παρούσα εργασία αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μελέτη της μικρής παράκτιας αλιείας στην Ελλάδα και την πραγματοποίηση συγκριτικών μελετών σε ευρωπαϊκή κλίμακα σε αυτόν τον λίγο μελετημένο αλιευτικό κλάδο. / Small-scale fisheries are an important fisheries sector in Greece and the Mediterranean. They are characterized by high heterogeneity and a multitude of particularities. The management of small-scale fisheries requires taking into account biological as well as social and economical elements. In the present study, a typology of Greek small-scale fisheries was developed based on biological, social and economical parameters. Consequently, the study focused in the Patraikos Gulf, where elements such as the fishing activity of the local fleet, catch and catch per unit of effort, species composition, discards and length composition of individuals caught were examined.
The prefectures of Greece were stratified considering the number of fishermen and local dependence on fisheries and interviews of fishermen were carried out. The multitude of fishing gears and target species and the intense spatial heterogeneity was confirmed. The major activity pattern identified was seasonal (20 days of activity in summer, 13 in winter), however local particularities arose. The main métiers practiced were identified as combinations of fishing gear, target species, area and season. Concerning socio-economical elements, the fishermen generally had low education, high average age, tendency to remain in their place of birth and the profession is attached to the family. The fishermen were categorized into three dependence groups, based on the percentage of income originating from fisheries. Significant differences were identified among these groups considering variables such as mean fishermen age, vessel size, days of activity and income from fishing.
Consequently, the small-scale fisheries of the Patraikos Gulf were studied using data from sampling of fishing operations. The catch weighted about 12 Kg per operation on average and a total of 102 species were recorded. A methodology for the identification of métiers using a limited dataset, as is often the case in the Mediterranean, was developed. The métiers identified showed significant differences in catch quantity and composition and were grouped in meta-métiers to facilitate fishing activity sampling schemes. The study of discards revealed three reasons for discarding: low commercial value (78% of discards), destruction of the catch before gear retrieval (5%) and bad handling of the catch o board (17%). High discard ratio was recorded for the longline and small-size mesh trammel net métiers. Using data of individual length per species comparisons were carried out among métiers and seasons that in most cases revealed significant differences. The study of the effect of minimum landing sizes legislation showed a low percentage of undersized individuals regarding both the legislation currently in effect and the proposed one by the Roadmap for the Reform of the Common Fisheries Policy of the European Union, but exceptions arose for certain species.
The present work is the foothold for the development of a methodology for studying small-scale fisheries in Greece and for carrying out comparative studies in a European scale concerning this understudied fishing sector.
|
Page generated in 0.028 seconds