11 |
Επιπολιτισμός και θρησκευτικότητα. Μια ερευνητική προσέγγιση σε γηγενείς μαθητές και μαθητές πολιτισμικά διαφορετικών ομάδωνΚαρναχωρίτη, Δέσποινα - Μαρία 21 October 2011 (has links)
Στα πλαίσια των νέων, διαπολιτισμικών κοινωνιών, παρατηρείται το φαινόμενο του επιπολιτισμού το οποίο προκύπτει από τη δυναμική αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών και τη μεταξύ τους επικοινωνία και οδηγεί το άτομο στο να επιλέξει εκείνη τη στρατηγική επιπολιτισμού που θα το βοηθήσει να προσαρμοστεί και να ενταχθεί στην κοινωνία της χώρας υποδοχής με το μικρότερο κόστος για το ίδιο. Από την άλλη, η θρησκευτικότητα είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο που συναντάται σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και σε επίπεδο ατόμου. Οι διάφορες θρησκείες που υπάρχουν ανά τον κόσμο αλλά και τα φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού που έχουν καταγραφεί ιστορικά και παρατηρούνται ξανά τα τελευταία χρόνια, υποδεικνύουν τη δύναμη που ασκούν οι θρησκείες στους πιστούς τους αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας, διαμορφώνοντας στάσεις, ήθη, έθιμα κ.λπ.
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να ερευνήσει τη σχέση του επιπολιτισμού με τη θρησκευτικότητα στα πλαίσια της διαπολιτισμικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως, επιχειρεί να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης των θρησκειών της χώρας υποδοχής και των χωρών προέλευσης και πως αυτά τα αποτελέσματα επιδρούν στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, συνήθειες και πρακτικές των ατόμων. / In the new, intercultural societies, we observe the phenomenon of acculturation, resulting from the dynamic interaction of different cultures and communication between them and that leads the person to choose the acculturation strategy that will help him adjust and integrate in host country’s society with the lowest cost to itself. On the other hand, religiosity is a timeless phenomenon that occurs in social and individual level. The various religions existing around the world as well as the phenomena of religious fanaticism recorded historically and there again the last years indicate the force exerted by the religions to their believers, but also to society by shaping attitudes, customs etc.
This study attempts to examine the relationship of acculturation with religiosity in the context of intercultural reality. However, mostly it seeks to determine the effect of the interaction of religions of the host and home countries and how these results impact on religious beliefs, habits and practices of individuals.
|
12 |
Αξιοποίηση τεχνολογιών κοινωνικής δικτύωσης από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Το φαινόμενο και οι διαστάσεις της βίαςΠαππά, Λαμπρινή 17 September 2012 (has links)
Διανύουμε μία εποχή όπου επιστήμονες διαφορετικών πεδίων καλούνται να συνεργαστούν για να ερμηνεύσουν τον αντίκτυπο και τις επιδράσεις του διαδικτύου στην καθημερινή ζωή.
Η τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών στα πεδία της πληροφορικής και των επικοινωνιών συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της εργασίας και του επιχειρείν, της επικοινωνίας, της διασύνδεσης και εν γένει της καθημερινής ζωής. Τα πληροφοριακά συστήματα εξελίχθηκαν και επεκτάθηκαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Καθημερινά, εκατομμύρια χρηστών, σε ολόκληρο τον κόσμο, απευθύνονται στο διαδίκτυο, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο στόχο, με την ίδια ευκολία που ανοίγουν την τηλεόραση. Σε αντίθεση, όμως, με την τηλεόραση, οι χρήστες στο διαδίκτυο έχουν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης και παραγωγής περιεχομένου. Αυτό σημαίνει, ότι οι χρήστες επικοινωνούν, αλληλεπιδρούν και εκφράζουν την άποψή τους, που αυτόματα δημοσιοποιείται. Ταυτόχρονα, έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν οι ίδιοι ιστοσελίδες, ιστολόγια, διαφόρων ειδών ηλεκτρονικές εφαρμογές και κοινωνικά δίκτυα.
Στη σύγχρονη εποχή, η χρήση του διαδικτύου αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους με σκοπό την έκφραση απόψεων και την ανάπτυξη προβληματισμών σχετικά με όλα τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα.
Η βία αποτελεί μία κατ’ εξοχήν παραδειγματική περίπτωση έννοιας ευρύτερου δημοσίου ενδιαφέροντος, για την οποία εκφέρονται γνώμες, εκφράζονται απόψεις, υπαγορεύονται στάσεις και συμπεριφορές, από το σύνολο των σύγχρονων αναπτυγμένων κοινωνιών. Παράλληλα, όμως, αποτελεί ένα σύγχρονο γνωστικό πεδίο, με το οποίο ασχολείται ένα ευρύ φάσμα διεπιστημονικού ενδιαφέροντος, όπως οι κοινωνικές, ανθρωπιστικές και νομικές επιστήμες, καθώς και οι επιστήμες της πληροφορικής, της ψυχικής και της σωματικής υγείας.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αξιοποιηθεί η κοινωνική δικτύωση προς όφελος των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, και ιδιαίτερα όσων έχουν βιώσει και υφίστανται κακοποίηση, αλλά και, εν γένει, έχουν υποστεί διάφορες μορφές βίας. / We live in an era where scientists of different fields are called to cooperate in order to interpret the impact and the effects of internet in daily life.
The technological revolution of the last decades at the fields of informatics and communication, contributed decisively and changed the way of organizing business and trade, communication, interconnection and generally daily life. The informative systems have developed and have extended at a lightning speed.
Daily, hundreds of users, worldwide, enter the internet, without any particular target; with the same facility they open the television. But, in contrast to the TV, the internet users have the possibility to interact and product content. That means that the users communicate, interact and express their opinions, which are, automatically, published. At the same time, they have the possibility to create sites, blogs, different kinds of applications and social networks.
In the recent era, the usage of internet constitutes the most important tool for the creation of proper field so as to express opinions and to develop speculations relatively to all the contemporary social issues.
Violence constitutes one exemplary case of notion of wider public interest, for which opinions are expressed and attitudes are dictated, from the entirety of the contemporary developed societies. Simultaneously, violence constitutes a contemporary scientific field, with which a wide spectrum of scientists of different fields have treated, such as social, human and law sciences, as also sciences of informatics, mental and corporal health.
Main purpose of this diplomatic research is to exploit the social networking at the advantage of the vulnerable social groups, and especially of those whose have suffered the abuse, but also, of those who have generally suffered different types of violence.
|
13 |
Τασικά πεδία σε ρήγματα στη νήσο Λήμνο / Tensor fields in faults in Lemnos islandΚουρλιμπίνη, Σταματίνα 07 June 2013 (has links)
Θεματικός πυρήνας της συγκεκριμένης εργασίας είναι η αναγνώριση και ερμηνεία των τασικών πεδίων που έδρασαν στην ευρύτερη περιοχή της νήσου Λήμνου-η οποία δεν εντάσσεται σε κάποια από τις γνωστές τεκτονοστρωματογραφικές ενότητες διότι δεν έχουμε εμφανίσεις των πετρωμάτων υποβάθρου- ,τα οποία οδήγησαν στην ενεργοποίηση ορισμένων ομάδων ρηγμάτων . Η αναγνώριση των τάσεων στηρίχθηκε τόσο σε παλαιότερες προσπάθειες συσχέτισης της γεωμετρίας των ρηγμάτων και της κινηματικής τους , με τις τάσεις που τα προκαλούν, όσο και σε συλλογή και επεξεργασία δεδομένων που συλλέχθηκαν στην ύπαιθρο μέσω του λογισμικού TECTONICSFP. / The core subject of this particular study is the recognition and structural interpretation of the stress regime of Lemnos island- which cannot be categorized in any of the tectonostratigraphic units, due to the fact that there are no rocks exposed on the island to help us determine a single unit that may fit-which led to fault activation. The recognition of the stress tensors was based not only in older tries of correlation between the geometry of the faults and their kinematics, but also in collecting geological data and processing them with the use of the software TECTONICSFP.
|
14 |
Μελέτη γεωμετρίας σφαιρών και πολλαπλοτήτων StiefelΣταθά, Μαρίνα 12 September 2014 (has links)
Σκοπός της εργασίας μας είναι η μελέτη κάποιων αναγωγικών χώρων που παρουσιάζουν ενδιαφέρουσα γεωμετρία. Συγκεκριμένα, μελετάμε τη γεωμετρία της σφαίρας S^n όταν αυτή είναι αμφιδιαφορική με έναν χώρο πηλίκο G/K και την γεωμετρία των πολλαπλοτήτων Stiefel SO(n)/SO(n-k) (το σύνολο όλων των k-πλαισίων του R^n). Ένας ομογενής χώρος αποτελεί επέκταση των ομάδων Lie, καθώς είναι μια λεία πολλαπλότητα M στην οποία δρα μεταβατικά μια ομάδα Lie G. Κάθε τέτοιος χώρος δίνεται ως M = G/K, όπου K = {g\in G : gp = p} (p \in M). Η βασική γεωμετρική ιδιότητα των ομογενών χώρων είναι ότι αν γνωρίζουμε την τιμή κάποιου γεωμετρικού μεγέθους σε ένα σημείο του χώρου, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε την τιμή του μεγέθους αυτού σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αναγωγικών χώρων G/K είναι ότι υπάρχει ένας Ad(K)-αναλλοίωτος υπόχωρος της άλγεβρας Lie(G). Η περιγραφή όλων των μεταβατικών δράσεων μιας ομάδας Lie σε μια πολλαπλότητα M αποτελεί ένα δύσκολο πρόβλημα. Για την περίπτωση των σφαιρών αυτές έχουν περιγραφτεί το 1953 από τους Montgomery-Samelson-Borel. Στην εργασία μας μελετάμε τη γεωμετρία (καμπυλότητες, μετρικές Einstein) των σφαιρών S^3, S^5 όταν αυτές είναι αμφιδιαφορικές με τα πηλίκα S^3 = SO(4)/SO(3) = SU(2) και S^5 = SO(6)/SO(5) = SU(3)/SU(2). Αντίστοιχα προβλήματα εξετάζονται για τις πολλαπλότητες Stiefel SO(n)/SO(n-k), όπου η περιγραφή όλων των SO(n)-αναλλοίωτων μετρικών παρουσιάζει δυσκολία, λόγω του ότι η ισοτροπική αναπαράστασή τους περιέχει ισοδύναμα υποπρότυπα. Μελετάμε για ποιές από τις συγκεκριμένες πολλαπλότητες η μετρική που επάγεται από τη μορφή Killing είναι μετρική Einstein και περιγράφουμε αναλυτικά τις διαγώνιες SO(n)-αναλλοίωτες μετρικές Einstein στις πολλαπλότητες SO(n)/SO(n-2). Επιπλέον παρουσιάζουμε και ένα καινούργιο αποτέλεσμα, ότι στην πολλαπλότητα SO(5)/SO(2) οι μοναδικές SO(5)-αναλλοίωτες μετρικές Einstein είναι οι μετρικές που είχαν βρεθεί από τον Jensen το 1973. / The purpose of our work is to study homogeneous spaces that present interesting geometry. These include the geometry of the sphere S^n diffeomorphic to a quotient space G/K and the geometry of Stiefel manifolds SO(n)/SO(n-k) (the set of all k-planes in R^n). A homogeneous space is a smooth manifold M in which a Lie group acts transitively. Any such space is given as M = G/K where K = {g\in G : gp = p} (p\in M). The basic geometric property of homogeneous space is that if we know the value of a geometrical object at a point of the space, then we can estimate the value of thiw quantity at any other point. The special feature of reductive homogeneous space G/K is that there exists an Ad(K)-invariant subspace of the Lie algebra Lie(G). The description of all transitive actions of a Lie group into a manifold M is a difficult problem. In the case of spheres such actions have been described in 1953 by the Montgomery, Samelson and Borel. In our work we study the geometry (curvature, Einstein metrics) of the sphere S^3 = SO(4)/SO(3) = SU(2), S^5 = SO(6)/SO(5) = SU(3)/SU(2). Similar problems are examined for the Stiefel manifolds SO(n)/SO(n-k). The description of all SO(n)-invariant metrics presents serious difficulties because the isotropy representation contains equivalent submodules. We study for which of the manifolds SO(n)/SO(n-k) the metric induced by the Killing form is an Einstein metric and we describe in detail the diagonal SO(n)-invariant Einstein metrics on the Stiefel manifolds SO(n)/SO(n-2). In addition, we give the new result that for the Stiefel manifold SO(5)/SO(2) the unique SO(5)-invariant Einstein metrics are the metrics found by Jensen in 1973.
|
15 |
Διοίκηση συγκρούσεων, ηγεσία και συναισθηματική νοημοσύνη στις ομάδες διαχείρισης κρίσεωνΓαρδίκη, Αντιόπη 09 October 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, της Ηγεσίας και της Διοίκησης Συγκρούσεων σε Ομάδες Διαχείρισης Κρίσεων (ΟΔΚ) και πώς όλα τα παραπάνω διαμορφώνονται με βάση τη χρονική στιγμή σε σχέση με την κρίση, δηλαδή τι ισχύει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση.
Στην εμπειρική έρευνα που πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιήθηκαν 117 δομημένα ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από στελέχη που είχαν συμμετάσχει τουλάχιστον μια φορά σε ΟΔΚ. Tο μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα προέρχεται από τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό). Επίσης συμμετείχαν μέλη ΟΔΚ από Υπουργεία, Οργανισμούς του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα και Ένοπλες Δυνάμεις.
Η παρούσα έρευνα οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αναδεικνύοντας τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν σημαντικά τη διαχείριση κρίσεων από τις εργασιακές ομάδες. Η διαχείριση κρίσεων αποτελεί μια δυναμική διαδικασία αλληλένδετων φάσεων, όπου η μια επηρεάζει την άλλη σημαντικά, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή της. Παρατηρούμε λοιπόν ότι όταν η κάθε οργάνωση έχει την ικανότητα να εντοπίσει έγκαιρα τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης, αυτό οδηγεί στην καλύτερη αντιμετώπισή της κατά τη δεύτερη φάση και εν συνεχεία όσο πιο αποτελεσματική είναι η αντιμετώπιση κατά τη δεύτερη φάση τόσο πιο γρηγορα θα επιστρέψει ο οργανισμός σε ομαλή λειτουργία.
Συγκεκριμένα εξετάζοντας τη φάση πριν την κρίση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φάση αυτή εξαρτάται σημαντικά από την κατηγορία της κρίσης που ξεσπά στην οργάνωση. Oι δυσεπίλυτες κρίσεις επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανίχνευση, την πρόληψη και την προετοιμασία για την αντιμετώπιση τους, δηλαδή τη φάση πριν την κρίση, ενώ με ένα μικρότερο ποσοστό ακολουθούν οι συνηθισμένες κρίσεις. Έτσι καταλήγουμε στο ότι αυτοί οι τύποι κρίσεων διευκολύνουν τη Δημόσια Διοίκηση να είναι σε θέση να αναγνωρίζει πιθανά σημάδια έλευσής τους, να είναι προετοιμασμένη και να έχει την ικανότητα να τις αποτρέψει εν τη γενέσει. Σε ότι αφορά την αυτοεπίγνωση ως μερος της συναισθηματικής νοημοσύνης του επικεφαλής της ομάδας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με το να έχει ο τελευταίος αυτοεπίγνωση και επίσης να διατηρεί τον έλεγχο των αντιδράσεών του είναι δυνατό να προετοιμάσει την ομάδα του καλύτερα για μια κατάσταση κρίσης.
Οι συνηθισμένες κρίσεις όπως και στην πρώτη φάση έτσι και κατά τη διάρκεια της κρίσης επηρεάζουν σημαντικά την αντιμετώπισή της. Επιπρόσθετα οι απρόσμενες κρίσεις φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά την αντιμετώπιση μιας κρίσης, προκαλώντας προβλήματα κατά τη φάση της κρίσης. Επίσης η επικοινωνία του επικεφαλής με τα μέλη της ομάδας του μέσα κυρίως από την ενσυναίσθηση και τις κοινωνικές του δεξιότητες και η ικανότητα του να λαμβάνει γρήγορες αποφάσεις στη διάρκεια της κρίσης συμβάλλει στην συνεργασία. Όσο καλύτερα οι ομάδες διαχειρίζονται τις κρίσεις, τόσο θα διασφαλίζεται η αποκατάσταση της ομαλότητας του οργανισμού και εν συνεχεία η αποκόμιση γνώσης και εμπειρίας. Η συναισθηματική νοημοσύνη και η επικοινωνία του ηγέτη επιδρά θετικά τόσο στην οργανωσιακή μάθηση, όσο και στη διαχείριση του άγχους των μελών της ομάδας.
Αναφορικά με τη διοίκηση συγκρούσεων στο πλαίσιο της ομάδας αποδεικνύεται ότι η επιλογή της ενσωμάτωσης ή του συμβιβασμού επηρεάζεται σημαντικά από την ικανότητα των μελών της ομάδας να λαμβάνουν αποφάσεις. Όταν η ομάδα είναι προετοιμασμένη σωστά και έχει την ικανότητα να εντοπίσει έγκαιρα τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης, αυτό οδηγεί στην επιλογή από το μέλος της ομάδας της εναρμόνισης με τον επικεφαλής ή έστω του συμβιβασμού για τη διαχείριση διαφωνιών. Η ανεπίσημη επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας επηρεάζει σε μικρό βαθμό αλλά αρνητικά τον συμβιβασμό μεταξύ των μελών της ομάδας και του επικεφαλής μιας και η προφορική επικοινωνία ή η καταγεγραμμένη ενημέρωση δημιουργούν πολλές φορές εντάσεις και τα άτομα δεν είναι διατεθειμένα να «μοιράσουν τη διαφορά» και να αναλάβουν ευθύνη φτάνοντας σε κοινές αποφάσεις.
Σχευικά με τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν σημαντικά τη διαχείριση κρίσεων δεν συναντήσαμε την αποτελεσματική ηγεσία του επικεφαλής μέσα από την ικανότητα του να εκτιμά πληροφορίες και να λαμβάνει αποφάσεις σε συνθήκες καθημερινής πίεσης και υψηλού ρίσκου καθώς και την βαθύτερη ανάπτυξη της συναισθηματικής του νοημοσύνης σχετικά με τα μέλη της ομάδας. Αυτό συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με την έλλειψη ή/και τοποθέτηση μη κατάλληλων στελεχών ικανών να ηγηθούν ομάδων σε συνθήκες κρίσης. Η αναπολεσματική διοίκηση σε πολλές περιπτώσεις ειδικά σε θέματα οργανωσιακών αλλαγών (δομές, διαδικασίες) ενισχύεται από την οργανωσιακή κουλτούρα καθώς και τους περιορισμούς από το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον (κεντρική διακυβέρνηση, μνημόνια). / This study aims to investigate the relationships between Emotional Intelligence, Leadership and Conflict Management in Crisis Management Teams (CMT). Participants were 117 individulas involved in CMT working at various fuctional units and different hierarchical levels in Police Force, Fire Service, Public Health Care organizations, Ministries and Army forces.
This study contributes to our understanding of the defining factors that lead to successful crisis handling by teams. Crisis Management is a dynamic process that consists of three related stages: pre crisis, crisis and post crisis stage. Results provide support for the model since signal detection and preparation leads organization to a better response during crisis stage and subsequently to recovery in post crisis stage.
Predictability of the crisis (intractable, conventional crises) is positively associated with handling during pre crisis stage. Also, leaders’ intrapersonal competencies (self awareness, self regulation) help them in order to face a crisis situation effectively on team basis. Research findings indicate that conventional crises are also related positively with appropriate handling during crisis stage. On the other hand, unexpected crises have a negative impact on crisis management process since public administration is not well prepared for the prescribed type of crisis. Overall leader-team member communication using interpersonal competencies (empathy, social skills) contributes effectively to cooperation. Team leader’s communication with members also enhance organizational learning during post crisis stage.
On another but related issue crisis management is a group decision-making process. Results suggest that team members’ ability to make decisions is associated positively with the utilization of integrating or comprosing as conflict management style. Especially when CMT follows signal detection, prevention and crisis preparation, members have the willingness to integrate goals or to compromise with supervisor in order to reach a positive outcome for teamwork.
Crisis leadership is another crucial factor for effective handling. According to empirical findings CMT leader’s ability in public administration to assess information and make decisions in the face of ambiguity, high stakes, and urgency is limited. Poor management in some cases maybe is due to internal factors (lack of human resources, selection process, organizational culture) as well as external factors (political leadership, economic crisis).
|
16 |
Σχεδίαση δικτυακής πύλης θεατρικής ομάδαςΓιαννακάς, Φίλιππος 13 September 2011 (has links)
Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας είναι η ανάπτυξη μιας δικτυακής πύλης της Θεατρικής Ερασιτεχνικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Πατρών. Επόμενος στόχος είναι η σχεδίαση και η υλοποίηση ενός πρωτοτύπου περιβάλλοντος που περιλαμβάνει εργαλεία για την αποθήκευση, διαχείριση και επεξεργασία των δεδομένων από προηγούμενες θεατρικές παραστάσεις. Συγκεκριμένα, το περιβάλλον αυτό θα πρέπει να παρέχει τις παρακάτω λειτουργίες:
• ιστορικό παραστάσεων
• διαχείριση πληροφορίας
• αναζήτηση
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο ανάπτυξης εφαρμογών διαδικτύου (PHP), βάση δεδομένων (MySQL) και το εργαλείο διαχείρισης περιεχομένου (Content Management) Mod-X Revolution. / --
|
17 |
Περιβάλλοντα διαδικτυακών παιχνιδιών μεγάλου πλήθους παικτών και μάθησηΒούλγαρη, Ηρώ 10 June 2013 (has links)
Η παρούσα έρευνα εντάσσεται στο πεδίο της διερεύνησης των περιβαλλόντων Διαδικτυακών Παιχνιδιών Μεγάλου Πλήθους Παικτών (ΔΠΜΠΠ) σε σχέση με το μαθησιακό δυναμικό τους. Προτείνεται ένα πλαίσιο διερεύνησης της μάθησης σε ΔΠΜΠΠ, στο οποίο συνδυάζεται η γνωστική, η συναισθηματική και η κοινωνική διάσταση της μάθησης και ένα εννοιολογικό μοντέλο που συμπεριλαμβάνει χαρακτηριστικά του παίκτη, της ομάδας, της δραστηριότητας, του σχεδιασμένου και του κοινωνικού περιβάλλοντος, και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των παικτών. Επιπλέον, χαρτογραφείται βάσει αυτού του πλαισίου, η περιοχή των ΔΠΜΠΠ σε σχέση με παράγοντες που αφορούν άμεσα ή έμμεσα την ανάπτυξη διαδικασιών μάθησης. Ακολουθήθηκε Μικτή Μεθοδολογία Έρευνας, με το συνδυασμό ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η σφαιρικότερη κατανόηση των φαινομένων που αναδύονται. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν μέσω συμμετοχικής παρατήρησης σε περιβάλλοντα ΔΠΜΠΠ (σημειώσεις πεδίου, βίντεο, εικόνες), μέσω παρατήρησης σε σχετικούς διαδικτυακούς τόπους και fora (συζητήσεις παικτών, οδηγούς παιχνιδιού), από βίντεο καταγραφής παιχνιδιού εθελοντών παικτών, ατομικές και ομαδικές συνεντεύξεις με παίκτες ΔΠΜΠΠ και ερωτηματολόγια.
Από την ανάλυση των δεδομένων (ποιοτική, στατιστική) αναδύθηκε ένα σύνολο φαινομένων και παραγόντων που αφορούν δημογραφικά στοιχεία των παικτών, τα κίνητρα παιχνιδιού, τον προσδιορισμό και την ανάδειξη της εμπειρίας, τις δεξιότητες που ασκούνται, τις διαδικασίες και πηγές μάθησης, τις αλληλεπιδράσεις των παικτών, πρακτικές και διαδικασίες που αναπτύσσονται στις ομάδες των παικτών και γενικότερα στην κοινότητα των παικτών, και χαρακτηριστικά σχεδιασμού όπως ο εικονικός χαρακτήρας, οι λειτουργίες υποστήριξης αλληλεπιδράσεων και επικοινωνίας, οι οργανωμένες δραστηριότητες και οι λειτουργίες υποστήριξης της μάθησης. Η επιβεβαιωτική ανάλυση με χρήση μοντέλων δομικών εξισώσεων (structural equation modeling) που πραγματοποιήθηκε στα ποσοτικά δεδομένα της έρευνας επιβεβαίωσε άμεσες και έμμεσες σχέσεις παραγόντων όπως οι κοινωνικές πρακτικές μάθησης, η κοινωνική διάσταση και το μέγεθος της ομάδας, τα εργαλεία υποστήριξης της επικοινωνίας, και η ηλικία και οι προτιμήσεις των παικτών, με την αντίληψη ανάπτυξης δεξιοτήτων μέσω του παιχνιδιού.
Η μάθηση φαίνεται να αποτελεί αποτέλεσμα τόσο των σχεδιαστικών επιλογών όσο και των πρακτικών των παικτών που παρατηρούνται σε αυτά. Κίνητρα που σχετίζονται τόσο με το σχεδιασμό του περιβάλλοντος όσο και με τις αλληλεπιδράσεις και σχέσεις μεταξύ των παικτών ενισχύουν τη συμμετοχή, την εμπλοκή και την εκμάθηση γνώσεων και δεξιοτήτων που αφορούν την εξέλιξη στο περιβάλλον. Παράλληλα οι παίκτες δημιουργούν αυθόρμητα ομάδες και κοινότητες μάθησης του παιχνιδιού και συνεργατικής επίτευξης των δραστηριοτήτων. Η κατανόηση των πρακτικών και των διαδικασιών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του παιχνιδιού και η σχέση τους με τις σχεδιαστικές επιλογές του περιβάλλοντος μπορούν να παράσχουν πολύτιμα στοιχεία τόσο για τη συνεργασία των ατόμων σε κατανεμημένες ομάδες μέσω διαδικτυακών εικονικών περιβαλλόντων, όσο και για την ανάπτυξη αποτελεσματικών συνεργατικών μαθησιακών περιβαλλόντων με ή χωρίς την υποστήριξη υπολογιστή. / This study is situated within the research field of learning in Massively Multiplayer Online Games (MMOGs) and aims at mapping the field. Through this study, a research framework for the study of learning in MMOGs is proposed. The framework combines the cognitive, the emotional, and the social aspects of learning, and also a conceptual model including features of the players, the groups, the tasks, the designed and the social environment, and the interactions among the players. Furthermore, phenomena and factors directly or indirectly relevant to the support of learning in MMOGs are mapped, based on this framework. A mixed method research approach was employed. The main research methodologies and tools employed were virtual ethnography and questionnaires, for the qualitative and the quantitative approaches respectively. Data were collected through participant observation in different MMOGs, observation in relevant websites and fora, videos of volunteers expert players, individual and group interviews with MMOG players, and questionnaires. Through the combination of qualitative and quantitative data it was possible to investigate and understand the different perspectives of the phenomena emerging.
Through the data analysis, a complex set of phenomena and factors emerged, relevant to demographic data of the players, motivations for play, the definition and the emergence of expertise, the skills employed, the learning practices, the interactions of the players, the practices and process in the groups and the community of players, and features of the environment design such as the virtual characters, tools for the support of interactions and communication, the tasks and quests, and functionalities for the support of learning. Confirmatory analysis of the quantitative data through structural equation modeling confirmed the direct and indirect relations of factors such as the social practices for learning, the social aspect and the size of the group, the tools for communication support, and the age and preferences of the players, with the perceptions of skill development through the game.
Learning in MMOGs seems to emerge from the combination of both design decisions as well as the practices of the players. Motives relevant to the design of the environment and the interactions among the players engage the players in the acquisition of game-related skills and progress in the environment. Players spontaneously develop groups and communities for learning the environment and collaboratively accomplishing tasks. Understanding of the practices and processes emerging within the framework of the game, and their relations to the design of the environment can provide valuable insights of the way people interact and collaborate in distributed online teams, and also for the development of effective collaborative learning environments with or without the support of computers.
|
18 |
Παράγοντες επίδρασης των άμεσων ξένων επενδύσεωνΝομικού, Ερωφίλη 18 July 2013 (has links)
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (Α.Ξ.Ε.) θεωρούνται ως ένα σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη των οικονομιών πολλών χωρών, μέσω της βελτίωσης της υποδομής τους, των τεχνικών τους δεξιοτήτων, των ικανοτήτων των επιχειρηματιών και των οικονομικών πόρων, αναφορικά με τα έσοδα της κυβέρνησης και το ξένο συνάλλαγμα. Η παρούσα εργασία εκπονείται με απώτερο σκοπό να εξετάσει κατά πόσο α) ο πραγματικός κατά κεφαλήν ρυθμός ανάπτυξης του Α.Ε.Π., β) ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού, γ) το ποσοστό ανεργίας, δ) ο υφιστάμενος αριθμός των τηλεφωνικών γραμμών ανά 100 κατοίκους, ε) το εργατικό δυναμικό που κατέχει δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και στ) το ονομαστικό κόστος εργασίας, επηρεάζουν τις εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στις χώρες που βρίσκονται α) στην Ε.Ε. – 27, β) στην Ευρωζώνη καθώς και γ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά εκτός Ευρώ, αναφορικά με τα έτη 2002 – 2010. Αναλυτικότερα, η τρέχουσα μελέτη αποτελείται από πέντε κεφάλαια καθώς και από ένα παράρτημα. Κατ’ αρχάς, το πρώτο (1ο) κεφάλαιο εξετάζει ορισμένες βασικές έννοιες της διεθνούς επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εν συνεχεία, στο δεύτερο (2ο) κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι έξι προαναφερθέντες προσδιοριστικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι ικανοί να εξηγήσουν την επένδυση των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων σε μια δεδομένη τοποθεσία. Επιπροσθέτως, στο τρίτο (3ο) κεφάλαιο, αναλύονται τα υποδείγματα εκείνα που στηρίζονται σε πάνελ δεδομένα. Στο τέταρτο (4ο) κεφάλαιο, δε, πραγματοποιείται η εμπειρική ανάλυση με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου, STATA και ταυτόχρονα, διαφαίνονται τα αντίστοιχα αποτελέσματα αυτής, αναφορικά με τη σχέση των εισροών Α.Ξ.Ε. και των εξεταστέων παραγόντων, σε κάθε μια ομάδα χωρών (Ε.Ε. – 27, χώρες Ευρωζώνης και χώρες εκτός Ευρώ) ξεχωριστά, κατά τα έτη 2002 – 2010. Στη συνέχεια, στο πέμπτο (5ο) κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που εκπίπτουν από τη συγκεκριμένη ανάλυση και παράλληλα, δίδονται ορισμένες ενδιαφέρουσες προτάσεις για μελλοντική έρευνα. Εν κατακλείδι, η τρέχουσα μελέτη ολοκληρώνεται με την εισαγωγή ενός παραρτήματος, το οποίο αποτελεί ένα συνοπτικά χρήσιμο εγχειρίδιο εντολών του πακέτου STATA και ίσως συμβάλλει στην κατανόηση και εξυπηρέτηση του εκάστοτε χρήστη αυτού. / Foreign Direct Investment (F.D.I.) is considered as an important tool in the process of globalization and plays a crucial role in the development of economies of many countries, by improving the quality of their infrastructure, their technical skills, entrepreneur capabilities and financial resources, in terms of government revenues and foreign exchange. This dissertation takes part in order to examine whether a) Real G.D.P. Growth Rate per Capita, b) Annual Inflation Rate (Inflation is measured by the Annual Growth Rate of the G.D.P. Deflator), c) Unemployment Rate (Total Unemployment as a percentage of Total Labor Force), d) Telephone Lines per 100 people, e) Labor Force with Secondary Education and f) Nominal Labor Cost (Labor Cost Index, Nominal Value – Annual Data), affect F.D.I. inflows a) in the 27 European Union member countries, b) in the Eurozone countries and c) in the Non – Eurozone countries, during the period 2002 – 2010. Specifically, this study consists of five chapters and an appendix. First of all, the first (1st) chapter examines concepts relevant to the international business activity. Moreover, the second (2nd) chapter presents the above six determinants of Foreign Direct Investment, which is able to explain the establishment of MNEs in a specific location. Furthermore, the third (3rd) chapter concerns those models based on panel data. Τhe fourth (4th) chapter incorporates the empirical analysis, using the statistical package, STATA, and simultaneously, its corresponding results, regarding the relationship between F.D.I. inflows and their possible six determinants, in each group of countries separately (E.U. – 27 member countries, Eurozone and Non – Eurozone countries), during the period 2002 – 2010. Moreover, the fifth (5th) chapter shows the final results, which are extracted from the specific analysis and at the same time, it provides some interesting proposals for further research. Finally, this study is completed with the introduction of an annex, which is a useful manual of STATA commands and perhaps, make users become more convenient and confident with this package.
|
19 |
Ενδοκλαδική δυναμική ανάλυση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης και των υπηρεσιών: ο ρόλος των χρηματοδοτικών περιορισμών και των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίαςΓιωτόπουλος, Ιωάννης 19 April 2010 (has links)
Κύριο αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εξετασθεί και να αξιολογηθεί η επίδραση ποικίλων παραγόντων στην πορεία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Για την πραγματοποίηση της έρευνας χρησιμοποιείται ένα σύνολο δεδομένων για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους ελληνικούς τομείς μεταποίησης και υπηρεσιών κατά την διάρκεια της χρονικής περιόδου 1995-2001. Η ενδοκλαδική δυναμική μεγέθυνση των επιχειρήσεων αναλύεται στο πλαίσιο της στοχαστικής θεωρίας της μεγέθυνσης, η οποία εκφράζεται κυρίως από το νόμο του Gibrat. Σε αυτό το πλαίσιο, το αρχικό μέγεθος των επιχειρήσεων θεωρείται ως κρίσιμη μεταβλητή για την διερεύνηση της συμπεριφοράς μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η παρούσα διατριβή διερευνά εάν κάποιοι παράγοντες - όπως είναι το μέγεθος και η ηλικία των επιχειρήσεων, η διατήρηση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, η ύπαρξη χρηματοδοτικών περιορισμών και η ένταση χρησιμοποίησης Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) - διαδραματίζουν οποιοδήποτε ρόλο στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από 6 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο προσφέρει μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα της διατριβής. Το κεφάλαιο 2 προσφέρει μια εκτενή παρουσίαση της θεωρητικής και εμπειρικής βιβλιογραφίας αναφορικά με την μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο 3 διερευνά τη δυναμική διαδικασία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στο πλαίσιο του νόμου του Gibrat και λαμβάνει υπόψη την πιθανή διατήρηση της μεγέθυνσης με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιώντας ένα σύνολο δεδομένων από 3685 επιχειρήσεις που λειτουργούν στον ελληνικό τομέα μεταποίησης. Σε αυτό το εμπειρικό κεφάλαιο, εφαρμόζοντας την Μέθοδο των Ελαχίστων Τετραγώνων και την Δέλτα Μέθοδο, τα αποτελέσματα προτείνουν ότι στο συνολικό δείγμα οι μικρές επιζούσες επιχειρήσεις παρουσιάζουν μία υψηλότερη εν δυνάμει μεγέθυνση σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η ταξινόμηση των επιχειρήσεων σε 4 κατηγορίες μεγέθους και σε 4 κατηγορίες ηλικίας αποδίδει ενδιαφέροντα ευρήματα. Συγκεκριμένα, παρατηρείται για τις μικρές, τις μίκρο και τις νέες επιχειρήσεις μία τάση διατήρησης των ποσοστών μεγέθυνσής τους στις επόμενες χρονικές περιόδους. Από την άλλη πλευρά, οι πορείες μεγέθυνσης των μεγάλων, μεσαίων και ηλικιωμένων επιχειρήσεων ακολουθούν έναν τυχαίο περίπατο. Στο κεφάλαιο 4 εξετάζονται οι πορείες μεγέθυνσης 4975 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό τομέα των υπηρεσιών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των ΤΠΕ. Η συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιεί τη Γενικευμένη Μέθοδος Ροπών συστήματος εφαρμόζοντας ξεχωριστές εκτιμήσεις για κάθε έναν από τους 14 διαθέσιμους κλάδους των υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα προτείνουν ότι οι πορείες μεγέθυνσης των επιχειρήσεων εμφανίζονται να είναι ετερογενείς ανάλογα με τον τύπο ΤΠΕ των κλάδων και ότι η δυναμική διαδικασία μεγέθυνσης των επιχειρήσεων στις υπηρεσίες που σχετίζονται με ΤΠΕ μπορεί να μην απεικονίζει την αντίστοιχη που ισχύει στην μεταποίηση. Στο κεφάλαιο 5 εξετάζεται η επίδραση των χρηματοδοτικών περιορισμών στην μεγέθυνση 1734 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό τομέα μεταποίησης. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη εμπειρική ανάλυση διερευνά πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν την δυνατότητα πρόσβασης των επιχειρήσεων σε εξωτερική χρηματοδότηση, χρησιμοποιώντας την Γενικευμένη Μέθοδο Ροπών συστήματος για την εκτίμηση των υπό εξέταση υποδειγμάτων μεγέθυνσης. Ταξινομώντας τις επιχειρήσεις σε 3 ηλικιακές ομάδες επιχειρήσεων και σε 2 μεγάλες ομάδες κλάδων με κριτήριο την έντασή τους σε ΤΠΕ, αποδεικνύεται ότι στους μη-ΤΠΕ κλάδους οι νέες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα χρηματοδότησης σε σχέση με τις πιο ηλικιωμένες επιχειρήσεις. Αντίθετα, στους ΤΠΕ κλάδους οι νέες επιχειρήσεις εμφανίζονται να είναι ικανές να αποκτήσουν όμοια πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση όπως οι ηλικιωμένες επιχειρήσεις. Στο τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζονται αρχικά τα βασικά ευρήματα και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα τρία εμπειρικά κεφάλαια της διατριβής, κατόπιν διατυπώνονται κάποιες προτάσεις αξιοποίησης των ευρημάτων της παρούσας διατριβής στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής, μετέπειτα αναφέρονται κάποιοι περιοριστικοί παράγοντες που παρουσιάστηκαν κατά την εκπόνηση της διατριβής, και τέλος προτείνονται κάποιες κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα. / The main objective of the present thesis is to examine and evaluate the impact of various factors on the growth patterns of firms. In doing so, we make use of a dataset on firms that operate in the Greek sectors of manufacturing and services during the period 1995-2001. Intra-industry growth dynamics of firms are analyzed in the context of the stochastic theory of growth, which is expressed mainly by Gibrat’s Law. In this framework, initial firm size is considered as a critical variable for the investigation of the behaviour of firm growth. At the same time, the present thesis investigates whether relevant factors - such as firm size, firm age, persistence of firm growth, financing constraints, Information and Communication Technologies (ICT) - play any role in the growth process of firms. The thesis consists of 6 chapters. The first chapter provides a short introduction in the subject of thesis. Chapter 2 provides an extensive empirical and theoretical literature review on firm growth. Chapter 3 investigates the dynamic growth process of firms in the context of Gibrat’s Law and considers the potential persistence of firm growth over time, using a dataset of 3685 firms that operate in the Greek manufacturing sector. In this empirical chapter, applying the OLS and the delta method, the results suggest for the total sample that small surviving firms have a higher potential of growth than larger ones. The classification of firms in 4 size groups and 4 age groups yields interesting findings. In particular, it is observed that the growth rates of micro, small and young firms tend to persist in subsequent periods. On the other hand, the growth patterns of medium, large and old firms follow a random walk. Chapter 4 examines the growth patterns of 4975 firms that act in the Greek service sector, focusing particularly on the role of ICT. This empirical analysis uses the GMM system technique to estimate separately each of the 14 available disaggregated service industries. The results show that the firm growth patterns are heterogeneous for different ICT groups of industries and the dynamic growth process of firms in ICT-related services might not resemble the firm growth patterns holding in manufacturing. Chapter 5 examines the impact of financing constraints on the growth of 1734 firms that operate in the Greek manufacturing sector. At the same time, this empirical analysis investigates possible factors that affect the ability of firms to have access to external finance, using the GMM system method in order to estimate the examined growth models. By classifying firms in 3 age groups and in 2 major groups of industries with respect to their intensity in the use of ICT, it is found that young firms face greater financing constraints than their older counterparts. On the contrary, in ICT sectors young firms appear to be able to acquire similar access to external finance as the older firms. The last chapter, summarizes the main findings of the three empirical chapters, points at relevant policy implications, limitations and directions for further research.
|
20 |
Υποκειμενοποίηση και υποκειμενικότητα ως αποτέλεσμα διαμεσολαβητικών διαδικασιών σε συνθήκες μετανάστευσης. Μια ερευνητική προσέγγιση σε γηγενείς μαθητές και μαθητές πολιτισμικά διαφορετικών ομάδωνΚυπριανού, Δέσποινα 20 October 2010 (has links)
Σκοπός της έρευνας είναι η ανάδειξη στοιχείων και όψεων της υποκειμενικότητας των παιδιών πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων σε μια χώρα υποδοχής, των κοινωνικών διαμεσολαβήσεων που τη διαμορφώνουν μέσω των υποκειμενοποιήσεων που συνεπάγονται, καθώς και των υποκειμενικών νοηματοδοτήσεων ως προς την εθνική καταγωγή και την προσωπικότητά τους. Επιπρόσθετο σκοπό αποτελεί η σύγκριση σε όλα τα πιο πάνω επίπεδα των αποτελεσμάτων σε δύο χώρες υποδοχής μεταναστών, την Ελλάδα και την Κύπρο. / The aim of the study is to investigate and to define subjectivity aspects of children from culturally different groups in a receiving country. The definition of subjectivity derives from the investigation of social mediations, subjectifications, and children’ s subjective opinions for their national and personal orientation.
An additional aim is to compare the results of the study in two immigrant receiving countries, Greece and Cyprus.
|
Page generated in 0.045 seconds