• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 67
  • 4
  • Tagged with
  • 72
  • 52
  • 12
  • 11
  • 11
  • 10
  • 9
  • 9
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 7
  • 7
  • 6
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
31

Γεωβοτανική έρευνα του όρους Τυμφρηστού (ΒΔ Στερεά Ελλάδα) : χλωρίδα-βλάστηση-αξιολόγηση-διαχείριση / Geobotanical research of Timfristos Mt. (NW Sterea Ellas) : flora-vegetation-evaluation-management

Δημητρέλλος, Γεώργιος 24 June 2007 (has links)
Η παρούσα διατριβή ερευνά τους παράγοντες που συνεπιδρούν στη λειτουργία των οικοσυστημάτων του Όρους Τυμφρηστού. Έτσι αναλύθηκαν το αβιοτικό περιβάλλον (γεωλογία, τοπογραφία, υδρολογία, κλίμα) από τη μια πλευρά και το βιοτικό περιβάλλον (φυτογεωγραφία, βιολογικές μορφές, χλωρίδα, βλάστηση) από την άλλη. Επιπλέον, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι ο σημαντικότερος παράγοντας του οικοσυστήματος, μελετήθηκαν όλες εκείνες οι ενέργειες από πλευράς του, που επηρεάζουν και αποτρέπουν τη φυσική εξέλιξη των οικοσυστημάτων και προτείνονται διαχειριστικά μέτρα. / The aim of the present doctorate thesis is to investigate all the elements that affect the functioning of the ecosystem of Mt. Timfristos area. In order to achieve this, the abiotic environment (geology, topology, hydrology, climate) on one hand, and the biotic one (phytogeography, biologic patterns, flora, vegetation) on the other, was analyzed. Seeing that man is the most important element of the ecosystem, all his activities that effect and avert the normal course of ecosystems were studied and proposed measures management.
32

Συγκριτική προσέγγιση των εκπαιδευτικών συστημάτων Γερμανίας (Βάδη – Βυρτεμβέργη) και Φινλανδίας στο παράδειγμα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Στεργιόπουλος, Χαράλαμπος 27 August 2009 (has links)
Πρόσφατα, υπό την επιρροή Διεθνών Οργανισμών και της ΕΕ, η Γερμανία και η Φινλανδία πήραν μέτρα που αφορούν την ανάπτυξη και εξασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση γενικά, και στη σχολική μονάδα ειδικότερα. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η συγκριτική προσέγγιση του γερμανικού και του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος στο παράδειγμα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στη Γερμανία (Βάδη – Βυρτεμβέργη) και στη Φινλανδία. Και οι δύο χώρες αποτελούν μέλη της Ε.Ε. με ισχυρή κρατική πρόνοια αλλά με διαφορετικές ιστορικές, εθνικές καταβολές και διαφορετικό κοινωνικό οικονομικό και πολιτικό υπόβαθρο. / In recent years, under the influence of International Institutes and the EU, initiatives have been taken in Germany and Finland concerning the quality assurance and quality development of education at both the level of the school system and the level of the individual school. In the present study a comparative approach of the German and Finnish educational systems is attempted, in the paradigm of educational school evaluation, focusing on the primary education in Germany (Baden-Wuertemberg) and in Finland. The two countries constitute members of the EU with strong social welfare system but with specific historic and national heritage and different social, economic and political background.
33

Diesel from wood biomass : Screening LCA of a proposed KDV-plant in Jämtland, Sweden

Chandolias, Pavlos January 2014 (has links)
The KDV-process uses catalytic depolymerisation to convert biomass into diesel oil. The environmental performance of KDV-diesel in a proposed KDV-plant located in the County of Jämtland, Sweden, was assessed using Life Cycle Assessment (LCA) methodology. The functional unit of the study was one litre of KDV-diesel and the environmental impact categories that were considered were Global Warming Potential (GWP), Eutrophication Potential (EP) and Acidification Potential (AP). The acquisition of wood biomass significantly affected the life cycle performance of KDV-diesel production in all three impact categories. When benchmarked against conventional diesel oil, KDV-diesel contributed significantly less to GWP, since there are no fossil carbon dioxide (CO2) emissions from the use phase, but it contributed more to EP and AP due to slightly higher emissions in the production phases. This conclusion holds true for five investigated electricity-supply scenarios for the production of KDV-diesel. Each scenario utilised a different source for electricity production: wind power; hydro power; nuclear power; coal power; and using part of the produced KDV-diesel for on-site electricity production. Another scenario analysis compared an alternative use of the wood biomass and assumed that the same amount of wood biomass was used to generate bio-electricity, instead of being converted into KDV-diesel. The scenario analysis indicated that whether wood biomass should be used for KDV-diesel production or for bio-electricity production depends on the type of electricity that is used throughout the life cycle of KDV-diesel. / KDV-processen använder katalytisk depolymerisering för att omvandla biomassa till dieselolja. Miljöprestanda för KDV-diesel från en föreslagen KDV-anläggning i Jämtland län, Sverige, har studerats med livscykelanalys (LCA) metodik. Studiens funktionella enhet var en liter av KDV-diesel och de studerade miljöpåverkanskategorierna var Klimatpåverkan (GWP), Övergödning (EP) och Försurning (AP). Skogsbruket påverkade signifikant livscykelprestanda för KDV-dieselproduktion från trädbiomassa i de tre studerade miljöpåverkanskategorierna. Kontrasterad mot konventionell dieselolja bidrog KDV-diesel betydligt mindre till GWP eftersom det inte finns några utsläpp av fossil koldioxid (CO2) under användningsfasen, men bidrog samtidigt mer till EP och AP på grund av något högre utsläpp i produktionsfasen. Denna slutsats gäller för fem olika elförsörjning scenarier för produktion av KDV-diesel som studerats. Varje scenario använde olika typ av elproduktion: vindkraft; vattenkraft; kärnkraft; kolkraft; samt att använda en del av den producerade KDV-diesel för egen elproduktion. En annan scenarioanalys studerade alternativ användning av trädbiomassan och antog att samma mängd träbiomassa användes för att generera bio-elektricitet istället för KDV-diesel. Scenarioanalysen visade att utfallet för ifall träbiomassan borde användas för produktion av KDV-diesel eller bio-electricitet beror på typen av elproduktion som används för KDV-diesels livscykel. / Η διαδικασία KDV χρησιμοποιεί καταλυτικό αποπολυμερισμό για τη μετατροπή βιομάζας σε καύσιμο ντίζελ. Οι περιβαλλοντικές επιδόσεις του KDV-ντίζελ σε μια προτεινόμενη μονάδα KDV που βρίσκεται στην περιφέρεια Γιέμτλαντ της Σουηδίας, αξιολογήθηκαν με τη μέθοδο Αξιολόγησης του Κύκλου Ζωής (LCA). Η λειτουργική μονάδα της μελέτης ήταν ένα λίτρο KDV-ντίζελ και οι κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που εξετάστηκαν ήταν το Δυναμικό Θέρμανσης του Πλανήτη (GWP), το Δυναμικό Ευτροφισμού (EP) και το Δυναμικό Οξίνισης (AP). Η απόκτηση της βιομάζας ξύλου επηρέασε σημαντικά την απόδοση του κύκλου ζωής της παραγωγής KDV-ντίζελ και στις τρεις κατηγορίες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε σύγκριση με το συμβατικό πετρέλαιο ντίζελ, το KDV-ντίζελ συνέβαλε σημαντικά λιγότερο στο GWP, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ορυκτής προέλευσης κατά τη φάση της χρήσης, αλλά συνέβαλε περισσότερο στο EP και στο AP λόγω ελαφρώς υψηλότερων εκπομπών στις φάσεις της παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για πέντε σενάρια παροχής ηλεκτρισμού για την παραγωγή του KDV-ντίζελ που μελετήθηκαν. Σε κάθε σενάριο χρησιμοποιήθηκε μια διαφορετική πηγή ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού: αιολική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, ηλεκτροπαραγωγή με καύση άνθρακα και χρήση μέρους του παραγόμενου KDV-ντίζελ για επιτόπια παραγωγή ηλεκτρισμού. Μια διαφορετική ανάλυση σεναρίου συνέκρινε μια εναλλακτική χρήση της βιομάζας ξύλου, υποθέτοντας ότι η ίδια ποσότητα βιομάζας ξύλου χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή βιο-ηλεκτρισμού, αντί να μετατραπεί σε KDV-ντίζελ. Η ανάλυση σεναρίου κατέδειξε ότι η χρήση της βιομάζας ξύλου για την παραγωγή KDV-ντίζελ ή για την παραγωγή βιο-ηλεκτρισμού εξαρτάται από την πηγή ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού καθ’όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του KDV-ντίζελ.
34

Σχεδιασμός κυκλωμάτων ασφαλούς λειτουργίας και χαμηλής κατανάλωσης ισχύος

Κακαρούντας, Αθανάσιος Παν. 15 July 2010 (has links)
- / -
35

Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού / Environmental impacts of infrastructure works and activities and ecological evaluation of the Alfeios river basin

Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική 20 April 2011 (has links)
Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε μια «κατάσταση που χαρακτηρίζεται καλή, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη». Στην κατεύθυνση αυτή επικεντρώθηκε και η παρούσα μελέτη για την υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αλφειού, σε μια προσπάθεια εκτίμησης της περιβαλλοντικής του κατάστασης σε όλο του το μήκος, αλλά και προσδιορισμού των απαραίτητων δράσεων για την ολοκληρωμένη διαχείρισή του. Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος (112 km) και παροχή (ετήσιο δυναμικό 2100×106 m3 ύδατος) ποταμός της Πελοποννήσου και βρίσκεται στην πέμπτη θέση των μεγαλύτερων σε μήκος ποταμών που έχουν το σύνολο της ροής τους εντός του ελληνικού εδάφους. Η λεκάνη απορροής του, έκτασης 3.600 km2, βρίσκεται στη Δυτική και Κεντρική Πελοπόννησο. Οι κυριότεροι παραπόταμοί του είναι ο Ερύμανθος, ο Λούσιος και ο Λάδωνας. Στόχος της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας και του βαθμού τροποποίησης των ποτάμιων ενδιαιτημάτων του Αλφειού και των παραποτάμων του από ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πρώτη φάση, η προσέγγιση της περιγραφής της δομής των ρεμάτων και ποταμών και της αναγνώρισης των ενδιαιτημάτων τους, έγινε με τη βοήθεια της αναγνωρισμένης μεθόδου RHS (River Habitat Survey). Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε η μέθοδος QBR (Qualitat del Bosc de Ribera), ώστε να επιτευχθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της οικολογικής ποιότητας των υπό μελέτη περιοχών. Στη συνέχεια, έγινε εκτίμηση των φαινομένων διάβρωσης/απόθεσης στην κοίτη και τις όχθες, με έμφαση στις περιοχές όπου εντοπίζονται ανθρώπινες παρεμβάσεις και επιχειρήθηκε η σύνδεσής τους με τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων μεθόδων. Με την ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων εντοπίσθηκαν: οι πιέσεις που δέχονται οι ποταμοί, η ποιότητα της δομής και ο βαθμός τροποποίησης των ενδιαιτημάτων τους, οι σημαντικότερες περιοχές ως προς την οικολογική ποιότητα των ποταμών, καθώς και πιθανές περιοχές προς αποκατάσταση. Τα αποτελέσματα του RHS αναφορικά με την ποιότητα των ενδιαιτημάτων και ειδικότερα με τη σπανιότητα των χαρακτηριστικών, έδειξαν ότι στα εξετασθέντα υδάτινα σώματα δεν είχαμε συχνές τεχνικές παρεμβάσεις στην ενεργό κοίτη, με εξαίρεση τα φράγματα στις περιοχές Φλόκα και Λάμπεια. Σύμφωνα με τη βαθμολογία που προέκυψε από την επεξεργασία του πρωτόκολλου QBR, επιβεβαιώνεται ότι, η ποιότητα και το εύρος της παραποτάμιας ζώνης εξαρτάται περισσότερο από την παρουσία ή μη ανθρώπινων παρεμβάσεων, παρά από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Γενικότερα, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως η διακύμανση της υδρομορφολογικής κατάστασης είναι ανάλογη των πιέσεων που δέχονται οι ποταμοί, στις επιμέρους παραμέτρους (όχθες, παρόχθια ενδιαιτήματα κ.λπ.). Ως προς τα φαινόμενα απόθεσης και διάβρωσης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού, σύμφωνα με τα δεδομένα του Corine, μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκε το εύρος της κοίτης του ποταμού κατά 730 km2, δηλαδή κατά 7,2%. Πρόκειται για το τμήμα του ποταμού που δέχεται τις περισσότερες ανθρώπινες επιδράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εκτός από εκτεταμένες καλλιέργειες, πολλά τεχνικά έργα και σημεία αμμοχαλικοληψίας. Αντίστοιχο αποτέλεσμα προέκυψε και μετά την ανάλυση των αλλαγών του πλάτους της ενεργού κοίτης, από την περίοδο 1965-1967 έως την περίοδο 2007-2009, χρησιμοποιώντας τους τοπογραφικούς χάρτες της Γ.Υ.Σ. και τους ψηφιακούς χάρτες της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, μέσα σε περίπου 40 χρόνια, κατά μέσο όρο το πλάτος της ενεργού κοίτης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού μειώθηκε κατά 27 m (28%). Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (εντατικές καλλιέργιες, τεχνικά έργα, αμμοχαλικοληψίες κ.λ.π) που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος του ποταμού και των παραπόταμών του έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση των παρόχθιων οικοσυστημάτων, μερικές σχεδόν απρόσβλητες περιοχές υπάρχουν ακόμα. Επομένως, ελπίζουμε ότι η οικολογική αξιολόγηση του ποταμού Αλφειού θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση της λεκάνης απορροής του ποταμού. / The degradation of the water quality in Europe led the European Parliament to the publication of The Water Framework Directive 2000/60/EC on Water Policy, which requires that physical, chemical and biological parameters of inland waters are measured in order to determine whether ‘high’ or ‘good’ ecological status has been maintained or achieved. In this context, the present study is an effort not only to estimate the ecological status of the Alfeios River basin, but also to determine actions necessary for its integrated management. Alfeios River is the greatest in length (112 km) and flow rate (2100×106m3) river in Peloponnisos and constitutes an important water resource for Western Greece. Alfeios River is also the fifth longest river in Greece among those which have their whole route in the Greek territory. The river basin covers 3600 km2 and extends in Western and Central Peloponnisos. Its main tributaries are the rivers Erymanthos, Lousios and Ladonas. The object of this study is the evaluation of the quality and modification level of Alfeios river habitats, due to human activities. At first, the description of the streams’ and rivers’ structure and the recognition of their habitats was based on the widely used methodology of R.H.S. (River Habitat Survey). Simultaneously, the methodology of QBR (Qualitat del Bosc de Ribera) was applied, in order to obtain a complete view on the ecological status of the study area. After that, we estimated the erosional/depositional phenomena in the watercourse and the banks, emphasising in the sites where human interventions are located and we attempted to connect them with the results of the methods mentioned above. After the data analysis and elaboration we evaluated: the stresses applied on the rivers, the structural quality and the modification degree of the river habitats, the most important areas for their high ecological quality and those which need to be restored. The results of RHS regarding the river habitats’ quality and more specifically the special characteristics showed that, there are not any frequent technical interventions in the river bed, with the exception of the dams in the Floka and Lampeia areas. On the contrary, the pressures sustained by the entire flood plain are frequent and intense. According to the total score of the QBR protocol, it is confirmed that, the quality and the extent of the riparian area depend more on the presence or absence of human activities than on the geomorphological characteristics of the areas. In general, the results of the study demonstrate that the fluctuation of the hydromorphological condition is proportional to the stresses sustained by the rivers in total, by their individual parameters (banks, riparian habitats etc.). According to Corine data, as far as the deposition and erosion phenomena in medium and lower watercourse of Alfeios are concerned, in one decade the width of the river’s watercourse decreased by 730 km2, or 7,2%. It is the river part that undergoes most of the human activities, including extensive agricultural plains, infrastructure and many sand and gravel extraction sites. Matching results were met after studying the changes of the active riverbed’s width from comparing data of the time periods of 1965-1967 until 2007-2009, obtained from topographic maps of the Army’s Geographic Department and the digital maps of KTIMATOLOGIO AE respectively. According to these results, in roughly 40 years the average width of the active riverbed decreased, in the medium and low watercourse of Alfeios, for 27 m (28%). As a conclusion, it is safe to say that Alfeios River constitutes the main water source of Western and Central Peloponnisos, supporting the neighboring communities. Although human activities such as settlements, agroindustries, pumping or deviation of water for irrigation, infrastructure works (dams, bridges), gravel extraction etc. have been developed along the river and its tributaries for a long time and have led to the degradation of the riparian ecosystems, some almost unaffected regions do still exist. Therefore, we hope that the ecological evaluation of the Alfeios River will be a useful tool for the sustainable management of the whole catchment area.
36

Γενική παρουσίαση της σήραγγας του Αιγίου : γεωτεχνική αξιολόγηση από την Χ.Θ. 85+728.57 έως Χ.Θ. 89+247.17

Μπαλτά, Ειρήνη 09 January 2012 (has links)
Η σήραγγα εντάσσεται στο τμήμα από Χ.Θ. 75+000 έως Χ.Θ. 90+000 της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Κορίνθου – Πατρών, η οποία είναι διπλής κατεύθυνσης και αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή της πόλεως του Αιγίου. Ειδικότερα, η υπόγεια χάραξη της νέας σιδηροδρομικής γραμμής διέρχεται αρχικά από την κατοικημένη περιοχή “Κουλούρα” και παρακάμπτοντας την πόλη του Αιγίου καταλήγει στην περιοχή του εργοστασίου “Κουνινιώτης”. Το έργο αφορά την κατασκευή της υποδομής στο υποτμήμα από Χ.Θ. 85+ 605 έως Χ.Θ. 89+119,95 με την κατασκευή της σιδηροδρομικής σήραγγας του Αιγίου, συνολικού μήκους 3514 m περίπου, των τριών στοών διαφυγής αυτής, ενός μικρού αριθμού τεχνικών έργων στις περιοχές εισόδου και εξόδου της σήραγγας και των στοών διαφυγής.Επιπλέον στην ευρύτερη περιοχή του έργου έγινε η κατασκευή τμήματος της υποδομής της ανοικτής σιδηροδρομικής γραμμής,από την αρχή της εργολαβίας μέχρι το στόμιο εισόδου της σήραγγας Αιγίου, καθώς επίσης και κατασκευή παράπλευρου οδικού δικτύου, εξυπηρέτησης της σιδηροδρομικής γραμμής και αποκατάστασης της κυκλοφορίας. Χ.Θ. ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΜΗΚΟΣ(m) ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΞΟΔΟΣ 85+840.54 89+089.95 3249.41 Πίνακας1: Χαρακτηριστικά στοιχεία της σήραγγας. Κατά την προχώρηση της σήραγγας η οποία έγινε μέσα σε μεταλπικά ιζήματα του νεογενούς, συναντήθηκαν αμμοχάλικα,αμμώδη υλικά,αργιλοϊλυώδη υλικά και μικτές συνθήκες. Οι μικτές συνθήκες κατατάσσονται σαν ιδιαίτερη ενότητα και αντιμετωπίσθηκαν λόγω των συχνών εναλλαγών, του μειωμένου πάχους και της δυσμενούς κλίσης των στρωμάτων κατά την κατεύθυνση ανατολικά – δυτικά, ως «μειωμένης μηχανικής αντοχής» υλικά.Λόγω της φύσης των υλικών ήταν απαραίτητη η χρήση δοκών προπορείας, και όλων των μέσων προσωρινής αντιστήριξης (πλαίσια, εκτοξευόμενο σκυρόδεμα, αγκύρια, πλέγμα) και στα σημεία που υπήρξε αυξημένη υδροφορία, έγινε χρήση μεμβρανών και συστηματικές αποστραγγιστικές οπές.Η εκσκαψιμότητα τους ήταν εύκολη με συνήθη μηχανικά μέσα. / The tunnel is integrated into the area from the K.P. 75+000 to the K.P. 90+000 of the new railway line Korinthos – Patra, which is bidirectional and it is growing in the wider area of the city of Aegio. In particular, the underground development of the new railway line passes firstly through the residential area " Kouloura " and bypassing the city of Aegio reaches the area of the factory named " Kouniotis ". The project concerns the construction of infrastructure in the sub – area from the K.P. 85+ 605 to the K.P. 89+119.95 with the construction of the railway tunnel of Aegio, of total approximate length 3514 KM, of its three of escape archways, of a small number of technical works in the entry and exit areas of the tunnel and the escape archways. In addition, in the wider area of the work it took place the construction of part of the infrastructure of the open railway line, from the beginning of the contract to the tunnel inlet of Aegio, as well as a construction of a side road network, serving the railway line and restoring the traffic. K.P. OF UNDERGROUND PART LENGTH OF UNDERGROUND PART (m) UNDERGROUND PART(m) ENTRY EXIT 85+840.54 89+089.95 3249.41 Table: Characteristics of the tunnel. During the progression of the tunnel, which took place in post alpine sediments of the neogene, they were met gravels, sandy materials, argil materials and mixed conditions. The mixed conditions are classified as a special module and they were regarded, because of the frequent rotations, the reduced thickness and the adverse gradient of the layers in the direction east – west, as being materials of " reduced mechanical strength ". Due to the nature of the materials it was necessary the use of head – beams and all temporary retaining means (frames, sprayed concrete, anchors, mesh) and in the points of increased aquifer it was made use of membranes and systematic drainage holes. Their excavation was easy with ordinary mechanical means.
37

Αξιολόγηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την κατασκευή του φράγματος των ποταμών Πείρου-Παραπείρου στο νομό Αχαΐας και εκτίμηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων από τη μελέτη των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον

Δίγκα, Κατερίνα 07 June 2013 (has links)
Τα μεγάλα φράγματα έχουν συχνά επικριθεί για τις αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις τους. Tο είδος και η βαρύτητα των επιπτώσεων ενός φράγματος συνδέονται με το μέγεθος και τα υλικά κατασκευής του, καθώς και με τα χαρακτηριστικά του ποταμού και της υδρολογικής λεκάνης του. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων από την κατασκευή και λειτουργία ενός φράγματος, απαιτείται, όπως και για κάθε τεχνικό έργο, Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), η οποία περιλαμβάνεται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που εκπονείται πριν από το έργο. Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η ολοκληρωμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων τόσο από την κατασκευή των φραγμάτων Βαλμαδούρας και Αστερίου, στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο, όσο και από τη μελλοντική τους λειτουργία. Επί πλέον επιχειρείται συγκριτική αξιολόγηση των επιπτώσεων που κάνει η ΜΠΕ με τη δική μας αξιολόγηση, καθώς και η διερεύνηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων που ανατέθηκαν από το ΥΠΕΧΩΔΕ στον φορέα εκτέλεσης και λειτουργίας του έργου «Ύδρευση της Πάτρας από τους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο». Κατ΄αρχήν γίνεται σύντομη αναφορά στο θεσμό των ΜΠΕ, ειδική αναφορά στα θέματα που αντιμετωπίζει η ΜΠΕ του έργου κατασκευής των φραγμάτων στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο και ιστορική αναφορά στην εξέλιξη της πορείας του μέχρι σήμερα. Ακολουθεί η περιγραφή των προτεινόμενων έργων βάσει της ΜΠΕ και των τεχνικών χαρακτηριστικών τους. Παρουσιάζονται τα βασικα σημεία της ΜΠΕ, οι επιπτώσεις του έργου και τα μέτρα αντιμετώπισης τους κατά τη ΜΠΕ, καθώς επίσης οι μελέτες αποκατάστασης του περιβάλλοντος που απαιτούνται βάσει αυτής και ακολουθεί η περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης. Με την εργασία πεδίου και τις προσωπικές παρατηρήσεις στα πλαίσια της μελέτης μας, έγινε δυνατή η καταγραφή των αλλαγών και των μέτρων που λαμβάνονται, καταβλήθηκε προσπάθεια να μελετηθούν και αξιολογηθούν οι επιπτώσεις του έργου στο έδαφος, στους υδάτινους πόρους, στη χλωρίδα και πανίδα και γενικότερα αυτές που συντελούν στην οποιαδήποτε υποβάθμιση του οικοσυστήματος, τόσο στην περιοχή των έργων όσο και στα κατάντη, ii μέχρι την εκβολή των ποταμών, ενώ έγινε επίσης εφαρμογή του πλαισίου DPSIR. Για τη δική μας αξιολόγηση, χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιοι παράγοντες με αυτούς της ΜΠΕ, ωστε να συγκριθεί με την αξιολόγηση της ΜΠΕ. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατόν να εντοπιστούν και τονιστούν οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Η εφαρμογή του πλαισίου DPSIR έγινε για πρώτη φορά για τα φράγματα, με σκοπό την καλύτερη ανάλυση των επιμέρους παραγόντων που επιδρούν στα παρόχθια οικοσυστήματα καθώς και στην εκβολή των ποταμών, δημιουργώντας μια κατάσταση όπου η αρνητική τους επιρροή είναι εμφανής. Έγιναν επίσης συναντήσεις και συνεντεύξεις με αρμόδιους φορείς και κατοίκους της περιοχής, και παρουσιάζεται η άποψη τους για την κατασκευή και λειτουργία του έργου. Από τη διερεύνηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων καταγράφονται αυτοί που δεν τηρήθηκαν και τέλος, προτείνονται μέτρα διαχείρισης για την σωστή και ολοκληρωμένη λύση των εντοπισμένων και αναμενόμενων προβλημάτων από την κατασκευή και λειτουργία του τεχνικού έργου. / Large dams have been often criticized for their adverse environmental and social impacts. The kind and severity of the impacts depend on the size and the construction materials, as well as the characteristics of the river and its hydrological basin. In order to cope with the environmental problems caused by the construction and operation of a dam, an Estimation of Environmental Impacts (EEI) is necessary, as for any civil engineering project, which is included in the Environmental Impact Assessment (EIA) conducted before the project’s construction. The present study is an attempt to an integrated estimation and evaluation of the Environmental Impacts from the construction of the Valmadoura and Asteri dams in Peiros and Parapeiros rivers respectively and of their future operation. Additionally, a comparative evaluation of the impacts between the EIA and our own evaluation is attempted, as well as the examination of the Environmental Rules imposed from the Ministry of Environment to the supervising authority for construction and operation of the project "Water supply for Patras from the rivers Peiros and Parapeiros". Primarily, a short reference to the institution of EIA is given, together with a special reference to the problems related to the EIA of the project of the dams’ construction in the rivers Peiros and Parapeiros and to the long history of the progress of this project from its beginning till today. A description of the proposed works follows, according to the EIA and their technical characteristics. The main points of the EIA, are presented, the impacts of the project and measures of mitigating the impacts proposed in the EIA, as well as the assessments for environmental restoration according to the EIA. Finally, a description of the existing situation of natural and human environment in the study area is given. Fieldwork and our own observations in the frame of our study enabled us to record changes and measures taken; we also attempted to study and evaluate the environmental impacts of the project’s works on soil, water resources, flora and fauna and generally these impacts causing any ecosystem degradation in the project application area downwards to the river mouth, while the DPSIR framework was also applicated. iv In order to compare the evaluation of the EIA and our own evaluation, we used the same factors as in the EIA. Thus it became possible to identify and highlight the differences between them. The application of the DPSIR framework was done for the first time for dams, and it was necessary in order to achieve a better analysis of the factors affecting riparian ecosystems down to the river Meetings and interviews with local citizens and relevant authorities and institutions were also organized; their opinions and ideas about the construction and operation of the project are presented. By investigating the implementation of the Environmental Rules, we recorded those which were ignored or not implicated. Finally, new measures for proper management are proposed in order to achieve a right and integrated solution of problems already known or expected to emerge in the course of the construction and operation of the technical project.
38

Radiographic imaging of neonates with digital and analog techniques : Comparative evaluation of dose and image quality / Ακτινογραφική απεικόνιση νεογνών με ψηφιακές και αναλογικές τεχνικές : Συγκριτική αξιολόγηση δόσης και ποιότητας εικόνας

Τακτικού, Ελευθερία 26 July 2013 (has links)
Diagnostic radiology plays an important role in the assessment and treatment of neonates, mainly premature, requiring intensive care in the Special Baby Care Unit (SBCU), because they have highly mitotic state of their cells and thus they are more radiosensitive. It is often necessary to perform a large number of X-ray examinations depending upon the infant's birth-weight, gestational age and respiratory problems. It is therefore important to ensure that radiation doses from radiographic examinations carried out in neo-natal units are kept to a minimum while maintaining the quality of radiographic images in a high level. An optimization study on radiation dose and image quality in neonatal radiography is presented. Our sample consists of 135 neonatal radiographic examinations, which performed on 54 neonates. All examinations were performed using the same mobile unit and under manual exposure control. Neonates were categorized into four groups depending on birth-weight. ESD was estimated from the exposure parameters (kVp, mAs) and tube output and also with using of Dose-Area Product (DAP). For the evaluation of image quality, our sample consists of 195 images (75 screen film images, 60 CR images in printed form and 60 CR images in electronic form) were assessed by two observers and were based on the visibility of certain anatomical features using a five-grade scale. ESDoutput values increased with increasing weight and ranged from 16.8 μGy to 64.7 μGy, with a mean value of 36 μGy for all radiographs. Similarly, ESDDAP values ranged from 14.8 μGy to 48.5 μGy with a mean of 29 μGy. Analyzing, the mean ESD for CR images was found 34.8 μGy and for screen film images 36.9 μGy. ESD values for CR images have the same behavior as ESD values for SF images. However, the majority of the acquired values are lower than the proposed Dose Reference Levels by Commission of European Communities (CEC: 80 μGy) and National Radiological Protection Board (NRPB: 50 μGy). Image quality evaluation revealed the feasibility of achieving a diagnostically satisfactory image using both low and high tube voltage techniques, with the latter resulting in reduced ESDs. The results suggest that the use of high tube voltage techniques could result in further reductions in neonatal dose, without image quality degradation, underlying the requirement for establishing standard examination protocols for neonatal radiography with respect to neonatal weight. / Η Διαγνωστική ακτινολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση και τη θεραπεία των νεογνών, κυρίως των πρόωρων, καθώς απαιτείται η εντατική φροντίδα τους στην Ειδική Μονάδα Φροντίδας Νεογνών, λόγω της μεγάλης μιτωτικής δραστηριότητας των κυττάρων τους και κατα συνέπεια της ακτινοευαισθησίας τους. Είναι συχνά απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ένας μεγάλος αριθμός ακτινογραφικών εξετάσεων που εξαρτώνται από το βάρος γέννησης, την περίοδο κύησης και τα αναπνευστικά προβλήματα. Επομένως, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι δόσεις ακτινοβολίας από ακτινογραφικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται σε μονάδες νεογνών περιορίζονται στο ελάχιστο, ενώ η ποιότητα των ακτινογραφικών εικόνων διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Μια μελέτη για τη βελτιστοποίηση της δόσης της ακτινοβολίας και της ποιότητας της εικόνας σε ακτινογραφίες νεογνών παρουσιάζεται παρακάτω. Το δείγμα μας αποτελείται από 135 ακτινογραφικές εξετάσεις νεογνών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 54 νεογνά. Όλες οι εξετάσεις πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας την ίδια φορητή ακτινογραφική μονάδα και με χειροκίνητο έλεγχο έκθεσης. Τα νεογνά ταξινομήθηκαν σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με το βάρος γέννησης. Η Επιφανειακή δόση (ESD) εκτιμήθηκε από τις παραμέτρους της έκθεσης (kVp, mΑs), αλλά και με τη χρήση του DAP. Για την αξιολόγηση της ποιότητας της εικόνας, το δείγμα αποτελούνταν από 195 εικόνες (75 συμβατικές, 60 ψηφιακές (CR) σε έντυπη μορφή και 60 ψηφιακές εικόνες (CR) σε ηλεκτρονική μορφή) οι οποίες αξιολογήθηκαν από δύο παρατηρητές και βασίστηκαν στην ορατότητα ορισμένων ανατομικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιώντας μια πενταβάθμια κλίμακα. Οι ESDoutput τιμές αυξάνονται με την αύξηση του βάρους και κυμαίνονται από 16.8μGy σε 64.7μGy, με μέση τιμή 36μGy για όλες τις ακτινογραφίες. Ομοίως, οι ESDDAP τιμές κυμαίνονται από 14.8 μGy σε 48.5 μGy, με μέση τιμή 29 μGy. Αναλυτικά, η μέση τιμή ESD για τις ψηφιακές (CR) εικόνες βρέθηκε 34.8μGy και για τις συμβατικές 36.9μGy. Η ESD για CR εικόνες έχει στατιστικά την ίδια συμπεριφορά με την ESD για SF εικόνες. Η πλειοψηφία των αποκτηθέντων τιμών είναι χαμηλότερες από τα Διαγνωστικά Επίπεδα Αναφοράς που έχουν προταθεί από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CEC: 80μGy) και το National Radiological Protection Board (NRPB: 50μGy) για προσθοπίσθιες ακτινογραφίες θώρακος νεογνών. Η αξιολόγηση της ποιότητας της εικόνας αποκάλυψε την δυνατότητα επίτευξης μιας διαγνωστικά ικανοποιητικής εικόνας χρησιμοποιώντας τόσο χαμηλές όσο και υψηλές τάσεις, με τις τελευταίες να οδηγούν σε μείωση των επιφανειακών δόσεων (ESDs). Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η χρήση τεχνικών υψηλής τάσης μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση των δόσεων στα νεογνά, χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα της εικόνας, τα οποία βασίζονται στην απαίτηση καθορισμού τυποποιημένων πρωτοκόλλων εξέτασης για ακτινογραφίες σε νεογνά σε σχέση με το βάρος τους.
39

Οικολογική αξιολόγηση εκβολικών οικοσυστημάτων στον Πατραϊκό κόλπο με τη χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)

Κυριακοπούλου, Νίκη 17 July 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται οικολογική αξιολόγηση των εκβολικών οικοσυστημάτων των ποταμών Εύηνου και Πείρου που εκβάλλουν στον Πατραϊκό κόλπο. Αποτελούν συνδυασμό χερσαίων και υγροτοπικών περιοχών με σημαντική οικολογική αξία και λειτουργίες. Ο Εύηνος σχηματίζει τυπικό δέλτα σε αντίθεση με τον Πείρο, στην περιοχή εκβολής του οποίου οι συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια διαδικασία. Στόχοι της μελέτης ήταν: η καταγραφή και χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων στις επιμέρους περιοχές με τη χρήση των GIS, η μελέτη των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους στη δομή των οικοτόπων, η εκτίμηση της κατάστασης τους με τη βοήθεια δεικτών οικολογικής αξιολόγησης και τελικά, η ανάπτυξη κατάλληλου διαχειριστικού σχεδίου. Για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής προηγήθηκαν επισκέψεις και στα δύο εκβολικά οικοσυστήματα, φωτογραφήσεις, καθώς και συλλογή και προσδιορισμός φυτικού υλικού από τους κυριότερους τύπους βλάστησης. Για την αναγνώριση των τύπων οικοτόπων χρησιμοποιήθηκε ο Τεχνικός Οδηγός Χαρτογράφησης του δικτύου NATURA 2000. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των εξεταζόμενων περιοχών εφαρμόστηκαν τα κριτήρια της ποικιλότητας, φυσικότητας, σπανιότητας, απειλής και δυνατότητας αποκατάστασης στο επίπεδο των οικοτόπων και των συνδυασμών τους σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, εφαρμόστηκε η ανάλυση DPSIR σε επίπεδο λεκάνης απορροής των υπό μελέτη ποταμών, με έμφαση στα εκβολικά τους συστήματα, με τη χρήση 45 δεικτών. Οι τύποι οικοτόπων, η αξιολόγηση με βάση τα κριτήρια και οι πιέσεις-επιπτώσεις σε κάθε περιοχή μελέτης οπτικοποιήθηκαν σε ψηφιακούς χάρτες με τη χρήση των GIS. Καταγράφηκαν 322 taxa στο δέλτα του Εύηνου και 225 taxa στις εκβολές του Πείρου, εκ των οποίων τα 112 είναι κοινά μεταξύ των περιοχών μελέτης. Πραγματοποιήθηκε περιγραφή και χαρτογράφηση 22 φυσικών και 3 ανθρωπογενών τύπων οικοτόπων. Οι κυριότερες αλλοιώσεις που καταγράφηκαν ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ανθρώπινης παρουσίας είναι: η έντονη διάβρωση και οπισθοχώρηση της ακτογραμμής, η επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων εις βάρος των φυσικών και η έντονη ρύπανση των υδάτων. Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι οικότοποι στις δύο περιοχές βρίσκονται σε μια μέτρια έως καλή κατάσταση διατήρησης, με την περιοχή του Εύηνου να λαμβάνει την υψηλότερη βαθμολογία ως προς τα κριτήρια. Το πλαίσιο DPSIR ανέλυσε την επικρατούσα κατάσταση και ανέδειξε τη σοβαρή υποβάθμιση που υφίστανται τα εκβολικά συστήματα. Συμπερασματικά, τα GIS αποτέλεσαν ένα σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο, καθώς επιτρέπουν τη συνεχή καταγραφή των διαχρονικών αλλαγών και την εκτίμηση του βαθμού αλλοίωσης των δύο εκβολικών οικοσυστημάτων με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία τους. / In the present study an ecological evaluation of the estuary ecosystems of the rivers Evinos and Piros flowing into the Gulf of Patras was carried out. They constitute a combination of terrestrial and wetland areas with significant ecological value and functions. Evinos forms a typical delta unlike Piros, in the estuarine region of which the conditions do not favor such a process. The objectives of the study were: the recording and mapping of habitat types in each area with the use of GIS, the study of human activities and their impact on the structure of habitats, the assessment of their state with the use of indicators of ecological value and finally, the development of an appropriate management plan. For the accomplishment of this study visits to both estuarine ecosystems, photography and collection and identification of the plant material from the main vegetation types was performed. For the identification of habitat types the Technical Guide for Mapping of the network NATURA 2000 was used. To assess the ecological status of the areas concerned the criteria of diversity, naturalness, rarity, threat and replaceability were applied, at the level of habitats and their combinations, according to the Directive 92/43/EEC. Moreover, the DPSIR analysis was applied at the basin level of the studied rivers, with emphasis on their estuarine systems. The habitat types, the evaluation based on the criteria and the pressures-impacts on each of the studied areas were visualized into digital maps using GIS. 322 taxa were recorded for the Evinos delta and 225 for the mouth of Piros, of which 112 are common among the study areas. Description and mapping of 22 natural and 3 anthropogenic habitat types was carried out. The main alterations that were recorded as a result of long-term human presence are: the intense erosion and retreat of the coastline, the expansion of cultivated land at the expense of natural one and the strong water pollution. Assessment revealed that the habitats in both regions are at a moderate to good conservation status, with the area of Evinos receiving the highest rating concerning the above criteria. The DPSIR framework analysed the present state and highlighted the serious degradation that occurs in estuaries. In conclusion, the GIS are an important management tool, as they allow the continuous recording of the diachronic changes and the evaluation of the degree of deterioration of both estuary ecosystems in order to conserve and protect them.
40

Συστημική προσέγγιση της αξιολόγησης επίδοσης ενός οργανισμού σε θέματα εργασιακής ασφάλειας και υγείας

Σγουρού, Εύα 06 December 2013 (has links)
Η τακτική ανασκόπηση και αξιολόγηση της επίδοσης ενός οργανισμού σε θέματα εργασιακής ασφάλειας και υγείας αποτελεί απαραίτητη διεργασία για την αποτελεσματική διαχείριση των θεμάτων αυτών. Η αξιολόγηση της επίδοσης είναι στενά συνδεδεμένη με την παρακολούθηση, που στην περίπτωση της εργασιακής ασφάλειας και υγείας γίνεται μέσω δεικτών, αποτελεσμάτων και προληπτικών. Και οι δύο διεργασίες έχουν ως στόχο την παροχή πληροφοριών για την τρέχουσα επίδοση και την υποστήριξη αποφάσεων για τη βελτίωσή της. Ωστόσο, η βασική διαφορά τους έγκειται στο ότι η παρακολούθηση αποτελεί μία «περιγραφική» διεργασία, που κυρίως επικεντρώνεται σε διαδικασίες και αποτελέσματα, ενώ η αξιολόγηση αποτελεί μία «ερμηνευτική» διεργασία, που εξετάζει σε βάθος τις αλληλεπιδράσεις παραγόντων και προσπαθεί να ανακαλύψει τα αίτια που οδηγούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή αποτελέσματα. Η παρούσα διατριβή αφορά τη συστημική προσέγγιση που απαιτείται για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας διεργασίας αξιολόγησης της επίδοσης σε θέματα εργασιακής ασφάλειας και υγείας. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η διατριβή εξετάζει αρχικά τις θεωρητικές προσεγγίσεις πάνω στο αντικείμενο της αξιολόγησης της επίδοσης σε θέματα ασφάλειας, και τις επαναπροσδιορίζει μέσα από το πρίσμα της ολιστικής προσέγγισης στα θέματα διαχείρισης της ασφάλειας. Η διατριβή στοχεύει κυρίως στη διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου με βασικές θέσεις για τη συστημική προσέγγιση επιμέρους θεμάτων που σχετίζονται με την αξιολόγηση, όπως είναι το επίπεδο της ανάλυσης, οι αλληλεπιδράσεις παραγόντων που επηρεάζουν ή σχετίζονται με τη διαχείριση της ασφάλειας, η καθιέρωση κριτηρίων αξιολόγησης που να προκύπτουν μέσα από μια συμμετοχική διεργασία και να αντανακλούν τον συμβιβασμό μεταξύ διαφορετικών απόψεων και αντιλήψεων. Για την επικύρωση του θεωρητικού πλαισίου, προτείνεται η εφαρμογή της Μεθόδου Μαλακών Συστημάτων (Soft Systems Methodology), η οποία χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μίας διεργασίας αξιολόγησης της επίδοσης σε θέματα εργασιακής ασφάλειας και υγείας σε έναν συγκεκριμένο δημόσιο οργανισμό. / Regular review and evaluation of an organisation’s occupational health and safety performance are essential processes for the effective safety management. Performance evaluation is closely related to monitoring, which, in the case of occupational health and safety is done through reactive and proactive indicators. Both processes, monitoring and evaluation, aim at providing information on the current performance, and at supporting decisions on safety improvement actions. However, their basic difference is based on the fact that monitoring is a “descriptive” process, which is mainly focused on procedures and results, while evaluation is an “interpretivistic” process, which explores the inter-relations of safety related factors and seeks to identify the causes of particular actions or results. The present thesis discusses the systemic approach required for the development and implementation of an occupational health and safety evaluation process. Towards this purpose, the various theoretical positions on the subject of safety performance evaluation are initially examined and redefined through the lens of a holistic safety management approach. This thesis aims mainly at formulating a theoretical framework consisted of basic positions on the systemic approach of specific issues related with safety performance evaluation, such as: level of analysis, inter-relations of safety related factors, evaluation criteria selected through a participatory process, thus reflecting the compromise between different views and beliefs. For the validation of this theoretical framework, Soft Systems Methodology is proposed and implemented for the development and implementation of an occupational health and safety performance evaluation process in a particular organization of the public sector.

Page generated in 0.056 seconds