21 |
Κλινικοί, γενετικοί και εργαστηριακοί προγνωστικοί παράγοντες σχετιζόμενοι με τη θεραπευτική απάντηση σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C / Therapeutic response to patient with chronic hepatitis C due to clinical genetic and laboratory prognostic factorsΣυροκώστα, Ιουλία 26 June 2007 (has links)
H θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C παραμένει πρόκληση ,ιδιαίτερα για κάποιους ασθενείς ,μια και ποικίλοι παράγοντες που αφορούν τόσο τον ιό όσο και τον ξενιστή σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία .Ο γονότυπος τύπου 1 και το υψηλό ιϊκό φορτίο έναρξης είναι οι κύριοι ιϊκοί παράγοντες που σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία ,ενώ για τον ασθενή οι παράγοντες που σχετίζονται με χαμηλότερη ιολογική απάντηση στη θεραπεία είναι η μη ανταπόκριση ή η υποτροπή σε προηγούμενη θεραπεία ,η παρουσία κίρρωσης ,η Αφροαμερικανική καταγωγή, η μεγαλύτερη των 40 ετών ηλικία, η μη συμμόρφωση στη θεραπεία και η παχυσαρκία. Τα οβάλ ηπατοκύτταρα είναι πρόδρομα ηπατικά κύτταρα που έχουν συσχετισθεί με την εξέλιξη της ηπατικής νόσου και την ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκινώματος σε πειραματικά μοντέλα .Πρόσφατα έχουμε αποδείξει ότι σε περιπτώσεις χρόνιας ηπατίτιδας τύπου Β ή C η παρουσία πρόδρομων ηπατικών κυττάρων σχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου το βαθμό ίνωσης και το σχετιζόμενο κίνδυνο ανάπτυξης ηπατοκυτταρικού καρκινώματος Αυτή η μελέτη προσπάθησε να εντοπίσει τους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μακροχρόνια ανταπόκριση στη θεραπεία ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C καθώς και τον ρόλο που μπορεί να έχει σε αυτή τη διαδικασία η ύπαρξη πρόγονων ηπατικών κυττάρων . Στόχος του έργου είναι η διερεύνηση ποικίλων κλινικών γενετικών εργαστηριακών και ιστολογικών παραμέτρων οι οποίες σχετίζονται με τη θεραπεία σε ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη. Δευτερογενής στόχος της μελέτης είναι ο καθορισμός ομάδων υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκίνου. ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 135 ενήλικες ασθενείς με θετική PCR και με βιοψία ήπατος που πιστοποιούσε χρόνια ηπατίτιδα εισήχθησαν στη μελέτη και τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν είτε μονοθεραπεία με 3 MU ιντερφερόνης a2b τρεις φορές την εβδομάδα για 24 εβδομάδες ή συνδιασμό με ιντερφερόνη ή ή πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη a2a (40 KD) μία φορά την εβδομάδα και προσθήκη 1000ή1200 mg ριμπαβιρίνης για 24 ή 48 εβδομάδες ανάλογα τον γονότυπο .Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνταν για την ασφάλεια την αντοχή και την αποτελεσματικότητα στο τέλος της εβδομάδας 2, 4, 8 και κάθε 4 εβδομάδες κατά τη διάρκεια της θεραπείας . Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας οι ασθενείς παρακολουθούνταν στις εβδομάδες 4, 12, 24 . Το πρώιμο τελικό σημείο ήταν η απώλεια του μετρήσιμου RNA του ιού της ηπατίτιδας C (HCV- RNA < 100c/ml) την εβδομάδα 24 μετά το τέλος της θεραπείας . Για να μελετήσουμε τη συσχέτιση των πρόγονων ηπατικών κυττάρων με την ανταπόκριση στη θεραπεία μελετήθηκαν 77 ηπατικές βιοψίες από ισάριθμους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C. Σαν μάρτυρες χρησιμοποιήθηκαν 10 φυσιολογικές ηπατικές βιοψίες .29 ασθενείς που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και είχαν αρνητική PCR στο τέλος της προκαθορισμένης περιόδου αποτέλεσαν την ομάδα (Α) .29 ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και είχαν θετική PCR στο τέλος της προκαθορισμένης περιόδου αποτέλεσαν την ομάδα (Β) και τέλος 19 ασθενείς που υποτροπίασαν μετά αρχική ανταπόκριση στη θεραπεία αποτέλεσαν την ομάδα (Γ).Εξετάσθηκαν τομές παραφίνης πάχους 4 μm και καταμετρήθηκαν τα κύτταρα με μορφολογία οβάλ ηπατοκυττάρων δηλαδή AFPmRNA(+) και πρωτεΐνες CK19 (+) CK7(+) LCA(-) KAI CD34(-) Τα αποτελέσματα εκφράστηκαν σε ποσοστό επί τις %για τα κύτταρα με τα αντίστοιχα μορφολογικά χαρακτηριστικά και συσχετίστηκαν με τις αντίστοιχες κλινικές παραμέτρους. Ηπατικά προγονικά κύτταρα παρουσιάστηκαν και στις 87 βιοψίες αν και ήταν σημαντικά λιγότερα στις βιοψίες ελέγχου. Σύμφωνα με την έκφραση AFPmRNA η επί της % έκφραση ήταν :Ομάδα Β 53.4+ 1.3 > Ομάδα Γ 49+1.8 > Ομάδα Α 30.7 + 1.9 Οι ασθενείς που έλαβαν ιντερφερόνη ανταποκρίθηκαν καλύτερα στη θεραπεία αν ήταν < 40 είχαν γονότυπος 3,ιστορικό IV Χρήσης ουσιών αρνητική PCR-HCV (-) στην εβδομάδα 24 μετά θεραπεία &είχαν απουσία κίρρωσης ενώ είχαν μικρότερη πιθανότητα ανταπόκρισης αν είχαν ηλικία >40 έτη γονότυπο 1 ιστορικό μετάγγισης, αυξημένη ALT ή παρουσία κίρρωσης. Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία συνδιασμού είχαν ευνοϊκή πρόγνωση αν εμφάνιζαν γονότυπο 2 ή 3 και μη ευνοϊκή αν είχαν γονότυπο 1,4 παρουσία κίρρωσης& αυξημένη γGt . Οι αυξημένες τρανσαμινάσες δεν αποτελούσαν προγνωστικό δείκτη. Στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πεγκυλιωμενη ιντερφερονη η ηλικία ή η απουσία κίρρωσης δεν αποτελούσε ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα αντίθετα με την παραμονή αυξημένης ALT & γGt στον 6ο μήνα θεραπείας Ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για οποιαδήποτε θεραπευτικό σχήμα ήταν η Ηλικία (< 40 ετών )και η απουσία κίρρωσης .Οι ασθενείς με Φυσιολογικές τρανσαμινάσες αποτελούσαν το 40% των ασθενών μας στη δική μας μελέτη φάνηκε ότι ανταποκρίνονται καλύτερα στη θεραπεία και Σε μικρότερο ποσοστό εμφανίζουν κίρρωση ( 7% ) ενώ οι ασθενείς με κίρρωση Ανταποκρίνονται λιγότερο καλά σε όλες τις θεραπείες εμφανίζουν μεγαλύτερη διάρκεια λοίμωξης,λιπώδες ήπαρ σε μεγαλύτερο ποσοστό (64%) Έχουν αυξημένα ποσοστά ALT-γGt. Ενώ η παρουσία κίρρωσης είναι ανεξάρτητη από τον γονότυπο Τα ΠΗΚ υπάρχουν συχνά σε βιοψίες ήπατος ασθενών με ΧΗC και εκφράζουν AFPmRNA Υπάρχει σημαντική συσχέτιση με τη σοβαρότητα της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία Τα ΠΗΚ μπορεί να αποτελέσουν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την ανταπόκριση στη θεραπεία σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C. / The treatment of chronic hepatitis C remains a challenge, particularly for certain patients as several virus related and patient related factors are associated with a lower virologic response to therapy. Hepatitis C virus genotype 1and a high baseline viral load are the major viral factors associated with a lower virologic response to therapy .Patient –related factors include previous relapse or non response to treatment, the presence of cirrhosis, the African America ethnicity, older age, contraindications to treatment and obesity. Oval hepatocytes (HK) are liver stem cells which are involved in the progress of liver disease and hepatocellular carcinoma development in experimental models. We have previously shown that in case of chronic hepatitis type B or C the presence of OH is related to the severity of the disease, the grade of fibrosis and the relative risk for HCG development. This study try to determine the factors effect the long term suppression of hepatitis C virus and also investigate the correlation of OH expression with treatment response in patients with chronic hepatitis C. Design 135 patients aged 18 years or more with positive HCV RNA and liver biopsy, were enrolled and randomly allocated to one of three regimens: 3mega units (MU) interferon a2btree times a week for 24 weeks, 3mega units (MU) interferon a2b tree times a week, plus 1000-12000 mg ribavirine per day for 24 weeks or 48 weeks or peg interferon alfa-2a (40KD) plus ribavirine 1000 or 1200 per day for 24 or 48 weeks because of different genotype. All patients were assessed for safety, tolerance and efficacy and the end of weeks 2, 4, 8and every 4 weeks during treatment. After treatment was completed patients were followed up on weeks 4, 12 and 24.The primary endpoint was loss of detectable HCV-RNA (serum HCV-RNA <100 copies/ml) at week 24 after treatment. The study comprised 77 liver biopsies obtained to an equal number of patients with chronic hepatitis C virus infection. To investigate the correlation of OH expression with treatment response ten normal liver biopsy were used as control. Twenty nine patients were assigned as responders (group A) 29 as non responders (group B) and 19 as releasers (group C). Paraffin sections (4μm thick) were subjected. To OH expretion . Cells with morphologic features of OH that were AFPmRNA or protein +/CK19+/CK7+ and LCA (-) /CD 34(-) were scored. Results were expressed as% of positive cells following morphometric analysis and correlated with the clinical parameters. Findings Sustained virological response at 24 weeks after treatment was found in 18( 22% ) of the 88 patient treated for 24 weeks with 3mega units (MU) interferon a2b three times a week ,35 ( 47%) of the 74 patient treated with the combination regiment, and 28 (60% ) of the 47 treated with peg interferon alfa-2a (40KD) plus ribavirine. Logistic recreation identified five independent factors significantly associated with response to treatment with interferon: genotype 2 or 3 , age forty years or less, minimal fibrosis stage, Ivd users , PCR negative at 6 months. Tree factors associated with the response to combination therapy: genotype 2 or 3, no cirrhosis, and high γgt the only factors significantly associated with response with the pegylated interferon treatment is high levels of γgt and alt to the sixth month of treatment. Oval hepatocyte expression was present in all 87 specimens, being significantly lower in controls compared with cases of chronic hepatitis C. According to the AFPmRNA expression, the grade for % OH expression was: (group B) non responders: 53.4+- 1.3> (Group C ) relapses :49+_1.8>(group A) responders30.7 +_1.9The difference was recorded as follows>(group A) vs. Bp<0.01, group A vs. C p<0.01, group B vs. C p<0.05. Conclusions This study demonstrates that OH are frequently present and expresses AFPmRNA in liver biopsies of patients with chronic hepatitis C. There is a significant association with the severity of disease and with response to treatment and may provide additional prognostic information and predict prognosis in cases of chronic hepatitis c. Age forty years or less and the presence of cirrhosis or no, they are independent factors significantly associated with response to any treatment. Patient with persistently normal or almost normal transaminase levels have higher virological response to therapy and less frequently cirrhosis Patient with cirrhosis exhibit lower response rates to therapy. The presents of cirrhosis is not related to genotype . Patients have frequently high levels of alt and γgt before and six months after therapy and have a worse virological response to any therapy.
|
22 |
Γονιδιακή μεταφορά σε αιμοποιητικά κύτταρα με επισωματικά αυτο-αναπαραγόμενα οχήματα / Gene tranfer in hematopoietic stem cells with replicating episomal vectorsΣταύρου, Ελεάνα 29 June 2007 (has links)
Tο πρώτο μέρος της εργασίας αφορούσε την παρακολούθηση της ερυθρολευχαιμική σειρά ποντικού (MEL) διαμολυσμένη με το επισωματικό αυτό-αναπαραγώμενο όχημα pEPI-EGFP, τα κύτταρα της οποίας δεν παρουσίαζαν φθορισμό ενώ παρέμεναν ανθεκτικά στο αντιβιοτικό (G418). Αποδείχθηκε η επισωματική κατακράτηση του οχήματος για δύο μήνες μετά τη δημιουργία της διαμολυσμένης σειράς. Η διαπίστωση επίσης ότι το μεταφερόμενο γονίδιο μπορεί να μην εκφράζεται αλλά το όχημα να παραμένει για τουλάχιστον 60 ημέρες επισωματικό και χωρίς ενσωμάτωση μας ώθησε σε νέες προοπτικές αναζήτησης. Το δεύτερο μέρος της εργασίας έγινε παρασκευή δύο οχημάτων τα οποία διαφέρουν ως προς τον υποκινητή του γονιδίου αναφοράς ΕGFP τόσο μεταξύ τους όσο και από το όχημα pEPI-EGFP, το βασικό όχημα μελέτης έως τώρα. Η παρασκευή αυτή βασίστηκε στην αντικατάσταση του υποκινητή pCMV από: 1 τον υποκινητή pSFFV για την παρασκευή του οχήματος pEPI-pSFFV και 2 τον υποκινητή της β-σφαιρίνης (pβ-globin) για την παρασκευή του αντίστοιχου οχήματος pEPI-pβ-globin. Η παρασκευή των δύο αυτόν οχημάτων, του pEPI-pSFFV και pEPI-pβ-globin αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στη ανάπτυξη νέων οχημάτων που αποτελέσουν οχήματα μεταφοράς γονιδίων σε αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα. / The first part of this work concerned the observation of the mouse erithroid cell line (MEL) transected with the Replicating Episomal Vector pEPI-EGFP. The cells even thought that they had lost their florescence a few days after the transfection with the Vector pEPI-EGFP, they still endure to the antibiotic (G418). In the fist place we have shown that the Replicating Episomal Vector pEPI-EGFP remains in episomatic condition at list two months after the transfect ion of the cell line with out any insertion eventhought the transferred gene is not translated. The second part of this work concerned the construction of two new vectors. The new vectors have the same reference gene with the pEPI-EGFP vector the EGFP gene but they have tow totally deferent new promoters for the EGFP gene. This contract was based on the replacement of the promoter pCMV 1. with the promoter pSFFV for the contraction of the pEPI-pSFFV new vector 2. with the promoter pβ-globin for the contraction of the pEPI-pβ-globin new vector These two new vectors the pEPI-pSFFV and the pEPI-pβ-globin were tested for their ability of being used as Replicating Episomal Vectors to Hematopoietic Stem Cells, HSC sach as CD34+ cells.
|
23 |
Αποτίμηση τεχνολογίας κατ' οίκον αιμοκάθαρσης, μελέτη των παραγόντων που επιδρούν στην υιοθέτηση της και αξιολόγηση ποιότητας ζωής των αιμοκαθαιρομενων στην Ελλάδα / Technology assessment of home hemodialysis, study of the factors that affect its adoption and evaluation of Greek hemodialysis patients’ quality of lifeΣταυριανού, Καλλιρρόη 12 September 2007 (has links)
Η τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΤΣΧΝΑ) είναι η αμετάκλητη απώλεια της νεφρικής λειτουργίας. Όταν η απώλεια της νεφρικής λειτουργίας φτάσει στο σημείο όπου οι νεφροί δεν μπορούν να συντηρήσουν τον ασθενή στην ζωή, τότε απαιτείται θεραπεία υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας (ΘΥΝΛ). που είναι η αιμοκάθαρση (ΑΜΚ), η περιτοναϊκή κάθαρση, ή η μεταμόσχευση νεφρού. Η ενδονοσοκομειακή ΑΜΚ πραγματοποιείται 3 φορές την εβδομάδα και διαρκεί 3-5 ώρες. Η κατ' οίκον ΑΜΚ λαμβάνει χώρα στο σπίτι του ασθενούς, προσφέροντας ευελιξία στην επιλογή της συχνότητας (3-7 οορές εβδομάδα) και της διάρκειας της συνεδρίας ΑΜΚ (4-10 ώρες). Ειδικότερα η καθημερινή νυχτερινή κατ' οίκον ΑΜΚ, που πραγματοποιείται κατά την διάρκεια του ύπνου, προσφέρει σημαντικά κλινικά οφέλη, δυνατότητα κοινωνικής και επαγγελματικής αποκατάστασης, μείωση της φαρμακοληψίας, ελευθερία στην διατροφή και την πόση, καθώς και βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, περισσότεροι από 10.000 Έλληνες ασθενείς υποφέρουν από ΤΣΧΝΑ και το 74% χρησιμοποιεί την ΑΜΚ ως θεραπεία υποκατάστασης, ενώ παράλληλα υπάρχει αυξανόμενη πίεση στις μονάδες ΑΜΚ, εξαιτίας της μεγάλης προσαύξησης του αριθμού των ασθενών τους. Για το 2004, η Ελλάδα παρουσίασε την μεγαλύτερη συχνότητα νεοεισαχθέντων ασθενών ανά εκατομμύριο πληθυσμού στην ΑΜΚ σε σύγκριση με 24 Ευρωπαϊκές χώρες και κατείχε την 3η θέση παγκοσμίως στην αντίστοιχη συχνότητα σε ΘΥΝΛ, μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η κατάταξη της Ελλάδας στην 8η θέση, στην παγκόσμια σύγκριση του επιπολασμού σε ΘΥΝΛ, παρόλο που είναι ευνοϊκότερη, παραμένει πολύ υψηλή, υποδεικνύοντας το μέγεθος του αυξημένου αριθμού ΤΣΧΝΑ στην χώρα μας. Στους παράγοντες που συντελούν στην ύπαρξη του φαινομένου, είναι ο πολύ χαμηλός αριθμός μεταμοσχεύσεων νεφρού στην Ελλάδα, η οποία κατέχει την 20η θέση ανάμεσα σε 24 Ευρωπαϊκές χώρες, για το 2004, καθώς και η αύξηση της επιβίωσης των ασθενών σε ΘΥΝΛ.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζεται στην αποτίμηση τεχνολογίας υγείας της κατ' οίκον αιμοκάθαρσης, στην μελέτη των παραγόντων που επιδρούν την υιοθέτηση της και στην αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των αιμοκαθαιρομένων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένοι στόχοι της είναι: i) Να εκτιμηθεί, πέρα από την ποιότητα ζωής, η προθυμία των Ελλήνων αιμοκαθαιρομένων να συμμετάσχουν σε πρόγραμμα κατ' οίκον ΑΜΚ και ii) Να διεξαχθεί βιβλιογραφική ανασκόπηση για να αποτιμηθεί αν η κατ' οίκον αιμοκάθαρση είναι πιο αποτελεσματική και με καλύτερο δείκτη κόστους -χρησιμότητας από την ενδονοσοκομειακή, καθώς και να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν δεδομένα από την ερευνητική επίσκεψη σε έμπειρα κέντρα κατ' οίκον αιμοκάθαρσης του εξωτερικού.
Η συγκέντρωση δεδομένων για την σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής 146 Ελλήνων αιμοκαθαιρομένων, πραγματοποιήθηκε σε 10 κέντρα ΑΜΚ της Ελλάδας, με ποσοστό απόκρισης 84%. Χρησιμοποιήθηκε το εξειδικευμένο στη νεφροπάθεια εργαλείο KDQOL-SF (που ενσωματώνει το εργαλείο γενικής υγείας SF-36) και ένα συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο που συνοδευόταν από ενημερωτικό κείμενο για την* νυχτερινή κατ' οίκον ΑΜΚ, ώστε να συλλεχθούν δημογραφικά δεδομένα και να εκτιμηθεί η προθυμία συμμετοχής σε πρόγραμμα κατ' οίκον ΑΜΚ. Η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων έγινε με επιτόπου συνέντευξη. Στην έρευνα συμμετείχαν 99 άνδρες και 47 γυναίκες, με μέση ηλικία 57 +/- 15,7 έτη. Παρόλο που το 61% των ερωτηθέντων ήταν σε παραγωγική ηλικία, μόνο το 23% είχαν παραμείνει στην εργασία τους και οι υπόλοιποι ήταν είτε άνεργοι, είτε σε άδεια ασθενείας, είτε είχαν συνταξιοδοτηθεί λόγω μερικής αναπηρίας, ενώ το 62% των ασθενών δήλωσε ετήσιο εισόδημα μικρότερο από 10.000€. Ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν η πιο συχνά εμφανιζόμενη πρωτογενής αιτία νεφρικής ανεπάρκειας (20%) και η πλειοψηφία των ασθενών (73%) τελούν ΑΜΚ για λιγότερα από πέντε χρόνια. Τρεις ασθενείς αναγκάστηκαν να αλλάξουν τόπο διαμονής για να βρίσκονται πιο κοντά στην μονάδα ΑΜΚ, ενώ περίπου το 45% των αιμοκαθαιρομένων διανύουν συνολικά περισσότερα από 40km, 3 φορές την εβδομάδα, για κάθε συνεδρία ΑΜΚ.
Από τις κλίμακες του KDQOL-SF, χαμηλότερες τιμές καταγράφηκαν στην εργασία, την σεξουαλική λειτουργία και τον φόρτο της νεοροπάθειας. Η σύγκριση των κλιμάκων SF-36 του δείγματος με τον Ελληνικό γενικό πληθυσμό παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές (p<0,01) σε όλες τις κλίμακες, πλην του σωματικού πόνου. Επίσης, η σύνοψη συνιστωσών ψυχικής υγείας του δείγματος των αιμοκαθαιρουμένων ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από του γενικού πληθυσμού, ενώ η σύνοψη συνιστωσών σωματικής υγείας ήταν αρκετά χαμηλότερη. Τα αποτελέσματα του δείγματος της παρούσας έρευνας (Ν=146) συγκρίθηκαν με αντίστοιχο δείγμα Ισπανών ασθενών ΤΣΧΝΑ (Ν=194) που συμπλήρωσαν το ίδιο ερωτηματολόγιο. Το γεγονός ότι και σ" αυτή την σύγκριση δεν εμφανίστηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην κλίμακα του σωματικού πόνου, ενδυναμώνει την εγκυρότητα της μέτρησης και υποδεικνύει ότι οι ασθενείς ΤΣΧΝΑ δεν υπέφεραν σημαντικά από σωματικό πόνο εξαιτίας της ασθένειας τους, σε σημείο τέτοιο, που να έχει αρνητική απήχηση στην αντίληψη τους για την σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής τους. Διάθεση συμμετοχής στην νυχτερινή κατ’ οίκον ΑΜΚ εξέφρασε το 84% των ασθενών και το 75% για την κατ΄ οίκον ΑΜΚ. Έντονη προθυμία σημειώθηκε στο 53% και το 38% των 146 ερωτηθέντων αντίστοιχα, ενώ διατεθειμένοι να δαπανήσουν κάποιο χρηματικό ποσό για να συμμετάσχουν ήταν το 38%. Στην ερευνητική επίσκεψη σε δύο μεγάλα και έμπειρα κέντρα κατ’ οίκον αιμοκάθαρσης του εξωτερικού, στο Lund και το Helsinki. συγκεντρώθηκαν πολύτιμα δεδομένα που αφορούν στην οργάνωση, την διεξαγωγή, την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους. και τα οποία σχετίζονται με την δομή του προγράμματος, οικονομικές εκτιμήσεις, ιατρικά δεδομένα, στατιστικά αποτελέσματα, μεθόδους εκπαίδευσης και τα πιθανά ρίσκα ή προβλήματα που ενδέχεται να ανακύψουν, μαζί με τους τρόπους αποφυγής ή επίλυσης τους.
Τα δημογραφικά δεδομένα σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος, καθιστούν την ενδονοσοκομειακή αιμοκάθαρση μια από τις πιο δαπανηρές υγειονομικές παρεμβάσεις και διαπιστωμένα την πιο δαπανηρή μεταξύ των υπολοίπων μεθόδων ΘΥΝΛ. Το κόστος της στην Ελλάδα ξεπερνά το 2% των δαπανών της υγείας. Από την ανασκόπηση της παγκόσμιας βιβλιογραφίας, αλλά και από την μελέτη των κέντρων ΑΜΚ της Σκανδιναβίας, επιβεβαιώνεται ότι η κατ’ οίκον και η δορυφορική ΑΜΚ στοιχίζουν λιγότερο και έχουν καλύτερο δείκτη κόστους-αποτελεσματικότητας από την ενδονοσοκομειακή ΑΜΚ. ενώ παράλληλα εμφανίζουν αυξημένη επιβίωση και καλύτερη ποιότητα ζωής. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη αυτών των εναλλακτικών μεθόδων στην Ελλάδα θα μπορούσε να αμβλύνει την αύξηση του προβλεπόμενου συνολικού κόστους των μεθόδων ΘΥΝΛ στο υγειονομικό σύστημα, συμβάλλοντας και στην ανακούφιση από το πρόβλημα της αυξανόμενης πίεσης στις νοσοκομειακές μονάδες ΑΜΚ. αλλά και της έλλειψης του νοσηλευτικού προσωπικού, με την ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας ζωής των αιμοκαθαιρομένων. Με την κατάλληλη οργάνωση και στελέχωση, η κατ* οίκον ΑΜΚ θα μπορούσε να γίνει εφικτή και στην Ελλάδα, αφού μεγάλη μερίδα ασθενών δηλώνουν πρόθυμοι να συμμετάσχουν, γεγονός που αποτελεί και την βασικότερη προϋπόθεση επιτυχίας ενός τέτοιου προγράμματος. Επιπρόσθετα, με δεδομένο ότι η Ελλάδα παρουσιάζει πολύ υψηλή συχνότητα νεοεισαχθέντων ασθενών ΤΣΧΝΑ, πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για την συγκράτηση και τον περιορισμό αυτού του φαινομένου, μέσω προγραμμάτων ενημέρωσης και πρόληψης, που μαζί με την μεταμόσχευση παραμένουν οι αποτελεσματικότεροι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος. / End stage renal failure is the irreversible loss of kidney function. When loss of kidney function reaches the point at which die kidneys fail to support life, then renal replacement therapy (RRT) is required, that is hemodialysis (HD), peritoneal dialysis or renal transplantation. Hospital hemodialysis is conducted 3 times per week and lasts 3-5 hours. Home hemodialysis takes places at patient’s home, offering flexibility in choosing the frequency (3-7 times Week) and the length of the hemodialysis session (4-10 hours). Daily nocturnal home hemodialysis in particular, which is conducted while the patient is asleep, offers significant clinical benefits, the opportunity of social and professional rehabilitation, reduction of drugs, freedom in diet and drinking intake, as well as improvement in patients' quality of life.
According to recent records, more than 10.000 Greek patients suffer from end stage renal disease (ESRD) and 74% of them use hemodialysis as replacement therapy, while at die same time there is increasing pressure on hemodialysis units because of the growing number of patients who are receding hemodialysis. In 2004, Greece appeared to have the highest incidence per million population in hemodialysis, in comparison with 24 European countries and the 31 place in die world in the incidence per million population in RRT, after USA and Japan. The rating of Greece in the 8th place of global comparison in prevalence in RRT, although more propitious, remains very high suggesting die extent of the increasing number of ESRD m Greece. Among the factors that contribute to the existence of this phenomenon are the very low numbers of renal transplantation in Greece, which holds the 20th place among 24 European countries m 2004 and the increase of survival of patients on RRT.
This doctoral thesis focuses on technology assessment of home HD, the study of the factors that affect its adoption and finally die evaluation of Greek hemodialysis patients' quality of life. The specific objectives are: i) To evaluate the quality of life of Greek hemodialysis patients, as well as their willingness to participate in a home HD program and ii) To conduct a review of the literature in order to assess whether home hemodialysis is more effective and with better cost-utility than hospital hemodialysis and to gather and analyze data taken from the inquiring visit in experienced home hemodialysis units of foreign countries.
Data concerning die health related quality of life of 146 Greek hemodialysis patients were gathered from 10 HD units in Greece and the response rate was 84%. The renal disease specific instrument KDQOL-SF was used (which incorporates the general health instrument SF-36), accompanied with an additional questionnaire and an informative leaflet on nocturnal home hemodialysis, in order to gather demographic data and to evaluate the willingness of participation m a home hemodialysis progρam. Questionnaires were completed with on site interview. This study included 99 men and 47 women, with mean age 57 +/- 15,7 years. Although 61% of the participants were in productive age, only 23% were employed and the rest were either unemployed, on sick leave or receiving a disability pension, while 62% of the patients reported annual income less than l0.000 Euros. Diabetes mellitus was the most common primary kidney disease (20%) and the majority of patients were on hemodialysis for less than five years. Three patients were obliged to change place of residence so as to be closer to the hemodialysis unit, while almost 45% of the patients had to navel more than 40km, 3 times per week, for every HD session.
The lowest scores in KDQOL-SF scales were found in work status, in sexual functioning and m the burden of kidney disease. The comparison of the SF-36 scales of die study sample with the Greek general population identified statistically significant differences (p<0.01) in all scales, except of the bodily pain scale. Moreover, the Mental Component Summary was slightly worse compared with the general population's, while the Physical Component Summary was quite lower. The results of the present study sample (N=146) were compared with an equivalent sample of Spanish ESRD patients (N=194) who completed the same questionnaire. The fact that m this comparison no statistically significant difference was found in the scale of bodily pain, strengthens the validity of the measurement and suggests that ESRD patients did not experience severe suffering from pain due to their disease that could worsen their perception of health related quality of life. Inclination to participate in nocturnal home HD was expressed by 84% of the patients and by 75% of the patients for home hemodialysis. Strong willingness was reported in 53% of the patients for nocturnal home HD and in the 38% for home HD respectively, while the 38% of the patients were also willing to contribute financially in order to participate. The inquiring visit in two experienced home hemodialysis units in Lund and Helsinki, provided valuable information concerning their organization, their waging, their experience and their know-how. which are related with the structure of the program, economical evaluations, medical data, statistical outcomes, methods of training and potential risks or problems that might emerge, together with advices on how to avoid or solve them.
The demographical data in combination with the high cost renders hospital hemodialysis one of the most expensive medical interventions and certainly the most expensive among the other RRT methods. Hemodialysis cost in Greece absorbs more than 2% of total health expenditure. The review of the global literature and the study on the Scandinavian home HD units verified that both home and satellite hemodialysis are less costly and more cost-effective than hospital hemodialysis, while at the same time they present increased survival and better quality of life. Hence, the development of these alternative modalities of dialysis in Greece could mitigate the anticipated net cost increases of RRT to the health system. This could contribute to the alleviation of the increasing pressure on hospital HD units and the nursing shortage, with the simultaneous improvement of hemodialysis patients' quality of life. With the appropriate organization and staff, home hemodialysis could be feasible also in Greece, since big part of the patients are reporting willingness to participate and this fulfils the basic requirement for such a program to succeed. In addition, considering that Greece reports very high incidence, efforts must be intensified in order to restrain and reduce this phenomenon, through informing and prevention programs, which next to renal transplantation are the most effective ways to confront the problem.
|
24 |
Γονιδιακή θεραπεία μυοκαρδιοπαθειών : στοχεύοντας το οξειδωτικό στρες / Myocardial gene therapy : targeting oxidative stressΡάπτη, Κλεοπάτρα 11 November 2008 (has links)
Πρόσφατες μελέτες παρέχουν ενδείξεις για τη συμμετοχή του οξειδωτικού στρες στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Το οξειδωτικό στρες έχει συσχετιστεί ισχυρά με τον κυτταρικό θάνατο και διαδικασίες καρδιακής αναδόμησης, που αποτελούν χαρακτηριστικά της καρδιακής ανεπάρκειας. Μύες χωρίς δεσμίνη, σημαντική πρωτεΐνη των μυϊκών ενδιαμέσων ινιδίων, αναπτύσσουν διατατική μυοκαρδιοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία χαρακτηρίζεται από μιτοχονδριακές ανωμαλίες και κυτταρικό θάνατο μαζί με εκτεταμένες εναποθέσεις ασβεστίου και ίνωση, προσφέροντας έτσι ένα πολύ καλό μοντέλο καρδιακής ανεπάρκειας.Διάφορες κυτταρικές και βιοχημικές αλλοιώσεις στην καρδιά των μυών αυτών υποδηλώνουν έντονα ότι το οξειδωτικό στρες είναι ένας σημαντικός μηχανισμός που συμβάλλει στην παθογένεση αυτού του φαινότυπου. Οι ανωμαλίες στη μιτοχονδριακή δομή και λειτουργία, οι οποίες χαρακτηρίζουν το φαινότυπο του μυός χωρίς δεσμίνη, προσφέρουν τις πιο σημαντικές ενδείξεις για την ύπαρξη οξειδωτικού στρες, καθώς η αναπνευστική αλυσίδα είναι η πιο σημαντική πηγή δραστικών Ενώσεων Οξυγόνου (ΔΕΟ ή Reactive Oxygen Species - ROS) στα μυοκαρδιοκύτταρα. Προκειμένου να διασαφηνιστεί η ύπαρξη οξειδωτικού στρες στο μυοκάρδιο απουσία δεσμίνης και συνεπώς η συμμετοχή του στην εξέλιξη του μυοεκφυλισμού, επιχειρήθηκαν τόσο in vitro, όσο και in vivo προσεγγίσεις. Η ύπαρξη οξειδωτικής καταπόνησης διερευνήθηκε σε πρωτογενείς καλλιέργειες ενήλικων μυοκαρδιοκυττάρων. Επιχειρήθηκε η ενίσχυση του αντιοξειδωτικού αμυντικού συστήματος, έτσι ώστε να αποτιμηθεί, τόσο η συμβολή του οξειδωτικού στρες στο μυοεκφυλισμό, όσο και η πιθανή θεραπευτική δράση των αντιοξειδωτικών στρατηγικών. Προκειμένου να αποτιμηθούν τα επίπεδα ενδοκυτταρικής οξειδωτικής καταπόνησης αναπτύχθηκε νέα μέθοδος απομόνωσης ενήλικων μυοκαρδιοκυττάρων από μυ. Επειδή τα μιτοχόνδρια αποτελούν το κύριο στόχο των παρατηρούμενων αλλοιώσεων, επιχειρήθηκε πρώτα ο προσδιορισμός των γενικών αλλαγών που παρατηρούνται στο μιτοχονδριακό πρωτέωμα. Πράγματι, οι παρατηρούμενες αλλαγές στα επίπεδα πρωτεϊνικής έκφρασης ενίσχυσαν την αρχική υπόθεση. Στη συνέχεια εκτιμήθηκαν τα ενδοκυτταρικά επίπεδα ROS σε καλλιέργειες ενήλικων 8 μυοκαρδιοκυττάρων χρησιμοποιώντας φθορίζοντες ιχνηθέτες. Ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι υπάρχουν αυξημένα επίπεδα ROS στα μυοκαρδιοκύτταρα απουσία δεσμίνης. Επιπλέον, διερευνήθηκε το μιτοχονδριακό μεμβρανικό δυναμικό, το οποίο είναι ενδεικτικό της σωστής μιτοχονδριακής λειτουργίας, χρησιμοποιώντας ειδικό φθορίζοντα ιχνηθέτη. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν σημαντικές αλλοιώσεις σε αρκετά μυοκαρδιοκύτταρα απουσία δεσμίνης. Με σκοπό (1) να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη οξειδωτικού στρες in vivo, (2) να αποτιμηθεί η συμβολή του στο φαινότυπο του μυός χωρίς δεσμίνη και (3) να εκτιμηθεί η θεραπευτική δυνατότητα της προστασίας έναντί του, το αντιοξειδωτικό αμυντικό σύστημα ενισχύθηκε in vivo, χρησιμοποιώντας το μυ χωρίς δεσμίνη ως μοντέλο καρδιακής ανεπάρκειας. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν διαγονιδιακοί μύες που υπερεκφράζουν στο μυοκάρδιο τα αντιοξειδωτικά ένζυμα καταλάση και υπεροξειδική δυσμουτάση (MnSOD). Η καταλάση αποτοξινώνει τα κύτταρα από το H2O2 μετατρέποντας το σε νερό και οξυγόνο. Η μυοκαρδιακή υπερέκφραση καταλάσης μελετήθηκε σε υπόβαθρο απουσίας δεσμίνης. Το επίπεδο υπερέκφρασης αποτιμήθηκε σε επίπεδο τόσο πρωτεϊνικό, όσο και ενζυμικής ενεργότητας. Ο καρδιοπροστατευτικός ρόλος της καταλάσης αποτιμήθηκε ως συνιστώσα των επιπέδων ινωδών αλλοιώσεων, της υπερδομής και της καρδιακής συστολικής λειτουργίας. Η υπερέκφραση καταλάσης στο μυοκάρδιο μυών χωρίς δεσμίνη οδηγεί σε σημαντική μείωση των ενδοκυτταρικών επιπέδων ROS και της έκτασης ινωδών αλλοιώσεων, μειώνει το μυοεκφυλισμό και βελτιώνει την καρδιακή συστολική λειτουργία. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν τη συμβολή του οξειδωτικού στρες και ειδικά του H2O2 στην ανάπτυξη μυοκαρδιοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας στο μυ χωρίς δεσμίνη και υπογραμμίζουν τη θεραπευτική δυνατότητα της υπερέκφρασης καταλάσης. Η MnSOD εντοπίζεται στη μιτοχονδριακή μήτρα και μετατρέπει το υπεροξειδικό ανιόν σε υπεροξείδιο του υδρογόνου. Η καρδιακή υπερέκφραση MnSOD μελετήθηκε σε υπόβαθρο απουσίας δεσμίνης. Υπερέκφραση της MnSOD μόνο σε ενδιάμεσα επίπεδα οδηγεί σε μείωση των επιπέδων του υπεροξειδικού ανιόντος και των ινωδών αλλοιώσεων στο μυοκάρδιο απουσία δεσμίνης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε βελτίωση της μυοκαρδιακής υπερδομής, καθώς και μέτρια βελτίωση της καρδιακής συστολικής λειτουργίας. Η υποβολή μυών χωρίς δεσμίνη που υπερεκφράζουν MnSOD σε υποχρεωτική άσκηση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο. Αυτή η κατάληξη δεν παρατηρήθηκε όταν στο μυοκάρδιο χωρίς δεσμίνη 9 υπερεκφράζονταν τόσο η καταλάση, όσο και η MnSOD. Αυτό το αποτέλεσμα υποδηλώνει ότι το H2O2 είναι σημαντικός διαμεσολαβητής της παρατηρούμενης θνησιμότητας. Είναι ενδιαφέρον ότι η MnSOD έχει «μεικτή» συμβολή στην αποτοξίνωση από ΕΜΟ, καθώς διασπά μία δραστική ένωση δημιουργώντας ταυτόχρονα μία άλλη. Είναι συνεπώς πολύ σημαντικό η υπερέκφραση αυτού του αντιοξειδωτικού ενζύμου να πραγματοποιείται με επίγνωση των επιβλαβών συνέπειών του. Συνολικά, τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται εδώ επιβεβαιώνουν τη συμβολή της οξειδωτικής καταπόνησης στην ανάπτυξη κληρονομικής μυοκαρδιοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς και τη θεραπευτική ικανότητα των διαφορετικών αντιοξειδωτικών στρατηγικών και του συνδυασμού τους. / Recent studies support the contribution of oxidative stress in the development
of cardiovascular diseases. Oxidative stress has been strongly linked to cell death and
cardiac remodeling processes, all hallmarks of heart failure. Mice null for desmin,
which is the major muscle specific intermediate filament protein, develop dilated
cardiomyopathy and heart failure characterized by mitochondrial defects and
cardiomyocyte death accompanied by extensive calcification and fibrosis, thus
providing a very good model for heart failure. Several cellular and biochemical
alterations in the hearts of these mice strongly suggested that oxidative stress is one of
the mechanisms contributing to the pathogenesis of the phenotype. The defects in
mitochondrial structure and function, hallmarks of the desmin null mouse phenotype,
provide the most important indications for the existence of oxidative stress, as the
respiratory chain is the most important source of reactive oxygen species (ROS) in
cardiomyocytes.
In order to delineate the existence of oxidative stress in the desmin null
myocardium and therefore its participation in the development of the myocardial
degeneration we sought both in vitro and in vivo approaches. The existence of
oxidative stress was addressed in primary adult cardiomyocytes. The reinforcement of
the antioxidant defense system was pursued, in order to assess the contribution of
oxidative stress in the myocardial degeneration, as well as the therapeutic potential of
antioxidant strategies.
To assess intracellular oxidative stress a new method for the isolation of adult
mouse cardiomyocytes was developed. Since mitochondria were the target of
pathology, we wanted to first determine global changes in the mitochondrial
proteome. The observed changes in protein levels reinforced the original hypothesis.
Intracellular reactive oxygen species were measured using fluorescent probes in adult
cardiomyocyte cultures. Analysis of the above data showed that there are increased
levels of ROS in desmin null cardiomyocytes. Furthermore, the mitochondrial
membrane potential, which is indicative of proper mitochondrial function, was
investigated using a fluorescent probe. It was found altered in a subset of the desmin
null cardiomyocytes.
In order to (1) verify the existence of oxidative stress in vivo, (2) assess its
contribution to the phenotype of desmin null mice and (3) evaluate the therapeutic
5
potential of protecting against it, the antioxidant defense system was fortified in vivo
using the desmin null mouse as a heart failure model. Towards this goal transgenic
mice overexpressing the antioxidant genes catalase and manganese superoxide
dismutase (MnSOD) were created.
Catalase detoxifies the cells from hydrogen peroxide by converting it to water
and oxygen. Cardiac specific overexpression of catalase was brought to a desmin null
background. The level of overexpression was assessed by measuring protein levels
and enzyme activity. The cardioprotective effect of catalase was assessed in terms of
fibrotic lesion extent, ultrastructure and cardiac systolic function. Overexpression of
catalase in the heart of desmin null mice leads to marked decrease in intracellular
ROS levels and significant decrease in fibrotic areas, ameliorates the myocardial
degeneration and improves cardiac function. These data support the contribution of
oxidative stress and in particular of the ROS hydrogen peroxide in the development of
cardiomyopathy and heart failure in the desmin null mouse and underscore the
therapeutic potential of catalase overexpression.
MnSOD in localized in the mitochondrial matrix and converts superoxide
anion to hydrogen peroxide. Cardiac specific overexpression of MnSOD was studied
in a desmin null background. Overexpression of MnSOD only at moderate levels
leads to a significant reduction of fibrotic lesion in the desmin null myocardium.
Furthermore, an improvement of the myocardial ultrastructure was observed, as well
as a moderate improvement of cardiac systolic function. These data suggest that
another ROS, superoxide anion, contributes to the development of cardiomyopathy
and heart failure in the desmin null mouse and that MnSOD, when overexpressed at
moderate levels, offers cardioprotective effect. When the mice overexpressing
MnSOD in the desmin null myocardium were challenged to exercise an absolute
reduction of survival was observed. This defect was completely reversed when
desmin null mice overexpressed both MnSOD and catalase. This suggests that
hydrogen peroxide is an important mediator of the observed lethality. It is of note that
MnSOD retains a contradictory antioxidant role, both breaking down and creating a
specific ROS. It is therefore of paramount importance that this antioxidant enzyme is
employed with caution and awareness of its deleterious effects.
Overall, the data presented here demonstrate the contribution of oxidative
stress in the development of inherited cardiomyopathy and heart failure, as well as the
therapeutic potential of different antioxidant strategies, and their combination.
|
25 |
Θεραπεία ψαθύρων πετρωμάτων φρεατίων πετρελαίου με την επί τόπου καταβύθιση ανόργανων αλάτωνΣούκουλη, Λήδα-Μαρία 01 February 2013 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη του μηχανισμού καταβύθισης ανόργανων αλάτων μέσω της επί τόπου (in-situ) καταβύθισής τους σε πορώδη μέσα και η ανάπτυξη μιας περιβαλλοντικά φιλικής μεθόδου που θα οδηγήσει στη στεγανοποίηση και ενδυνάμωση (θεραπεία) των μηχανικών ιδιοτήτων των πετρωμάτων. Οι εφαρμογές στη βιομηχανία μπορεί να είναι ποικίλες, όπως για τη στεγανοποίηση σηράγγων και άλλων υπόγειων έργων, για τη σταθεροποίηση των κυματοθραυστών, για την προστασία των κατασκευών από τη διάβρωση εξ αιτίας της υγρασίας, για την προστασία των μνημείων πολιτισμικής κληρονομιάς.
Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα που μελετάται είναι το σύστημα των πυριτικών αλάτων. Έγινε μελέτη της αυθόρμητης καταβύθισης του πυριτικού ασβεστίου σε αντιδραστήρα διαλείποντος έργου. Επιπλέον, μελετήθηκε η επίδραση συγκεκριμένης ποσότητας κονιοποιημένης σκόνης (10γραμμάρια) πετρώματος στο μηχανισμό καταβύθισης του πυριτικού ασβεστίου. Κατά τη διάρκεια της πειραματικής διαδικασίας συλλέγονταν δείγματα από τον αντιδραστήρα σε τακτά χρονικά διαστήματα για να διαπιστωθεί η μείωση των ιόντων πυριτίου και ασβεστίου από το διάλυμα με τη μέθοδο του φωτομέτρου και της ατομικής απορρόφησης αντίστοιχα. Από τη μείωση της συγκέντρωσης των ιόντων υπολογίστηκε ο ρυθμός καταβύθισης και κατόπιν η φαινόμενη τάξη της αντίδρασης. Επίσης, με τη χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης και της περιθλασιμετρίας των ακτίνων Χ ανιχνεύθηκαν οι καταβυθιζόμενες φάσεις στις διαφορετικές πειραματικές συνθήκες. Αυτές ήταν κυρίως το άμορφο διοξείδιο του πυριτίου, το ένυδρο πυριτικό ασβέστιο και ο βολλαστονίτης. Κατά την αυθόρμητη καταβύθιση του πυριτικού ασβεστίου ο κύριος μηχανισμός που την ελέγχει βρέθηκε ότι είναι το πολυπυρηνικό πρότυπο.
Η εργασία χωρίζεται σε 6 κεφάλαια.
Το πρώτο αναφέρεται γενικότερα στο πρόβλημα των διαβρώσεων και των προβληματικών κατασκευών, το δεύτερο δίνει πληροφορίες σχετικά με το στοιχείο του πυριτίου, τις ενώσεις που σχηματίζει και τις ιδιότητές του και το τρίτο είναι μια σύντομη αναφορά στη θεωρία της κρυστάλλωσης. Επίσης, αναφέρονται σύντομα οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την πυρηνογένεση και την κρυστάλλωση από υπέρκορα διαλύματα.
Στη συνέχεια, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε αντιδραστήρα διαλείποντος έργου για διαφορετικές συγκεντρώσεις και τιμές pH. Πραγματοποιήθηκαν πειράματα σε pH=9 και pH=10 και σε εύρος συγκεντρώσεων 2mM to 50mM, απουσία και παρουσία σκόνης πετρώματος. Τα υδατικά διαλύματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι χλωριούχο ασβέστιο (CaCl2) και οξείδιο του πυριτίου (Na2Si3O7).
Στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η μέθοδος που αναπτύχθηκε με σκοπό να μειωθεί το πορώδες των πετρωμάτων. Χρησιμοποιήθηκαν κυλινδρικά δοκίμια φυσικού πετρώματος (υπόστρωμα), πάνω στα οποία εφαρμόστηκαν διαλύματα πυριτικού ασβεστίου σε διάφορες συγκεντρώσεις. Η επιλογή του πετρώματος ως υπόβαθρο εφαρμογής έγινε γιατί η σταθεροποίηση πετρωμάτων βρίσκει εφαρμογή σε αρκετά πεδία, όπως η προστασία των μνημείων και των έργων τέχνης, η βιομηχανία πετρελαίου και τα τεχνικά έργα. Πραγματοποιήθηκαν πειράματα υδατικής εισρόφησης (water absorption test) σε διαφορετικές συγκεντρώσεις. Το επιθυμητό προϊόν καταβύθισης ανάμεσα στους πόρους του πετρώματος είναι το Ca-Si-O και η καταβύθιση είναι επιθυμητό να πραγματοποιείται στην επιφάνεια αλλά και μερικά χιλιοστά κάτω από αυτή. Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο παρατίθενται συνολικά τα συμπεράσματα που εξήχθησαν από την εργασία. / The main motivation for the present work is the investigation of the precipitation mechanisms through in-situ mixing and the precipitation of soluble salts in porous media. The proposed method may be applicable for the prevention of sand entrainment into well bores during oil production in poorly consolidated oil reservoirs.
The work done concerning the development of the methodology of calcium silicate salts involved the following steps:
i) investigation of the mechanism via growth rate measurements.
ii) treatment of natural rock samples with the application of chemical solutions and testing of the method.
In the present study, two series of experiments were conducted in order to investigate the kinetics of calcium silicate precipitation in batch reactors using calcium chloride and sodium trisilicate as the initials reagents in the absence and presence of silica sand and at pH=9 and 10 at 25oC. Different concentrations of the salts were tried, ranging from 2mM to 50mM. In all sets of lab experiments used in the present work the molar concentrations of the supersaturated solutions were equal (1:1). During the experiments, samples were taken, filtered by membrane filters and analyzed for total calcium by AAS (atomic absorption spectroscopy) and for total silica by UV spectrometry. Moreover, at the end of each experiment, the fluid suspension was filtered with a 0.22μm filter and the solid parts were collected, then dried and finally characterized by powder XRD (X-Ray diffraction) method and observed in SEM (scanning electron microscopy) for the identification of the mineral crystalline phases.
The analysis of the kinetic data showed that in spontaneous precipitation experiments at pH=10, the crystal growth mechanism is best described by the polynuclear model (n=6) and the main crystalline phase recognized was calcium silicate hydrate. The effect of various parameters, such as temperature, salts concentration, pH, and the presence of sand was studied upon the rate of precipitation and the morphology of the precipitate. It was expected that precipitation would be favored for high concentrations of solutions.
Finally, a set of experiments was carried out to test the efficiency of the method when applied inside porous media. The porous media that was used was natural rock that was cut and formalized in small cylindrical samples. The two soluble salts were applied either separately on the rock samples or after having been mixed for different concentrations and repeatedly with brushing or spraying. It was attempted to obtain qualitative and quantitative information concerning the deposition and growth of calcium silicate within the pores of the rock. After the treatment of the samples with the solutions water absorption test took place. It was found that precipitation of calcium silicate happened within porous material and indeed was favored by high concentrations and repeated applications
|
26 |
Η εντατική περιεγχειρητική αναλγησία μειώνει την ένταση, την επίπτωση και τη συχνότητα του πόνου φάντασμα μετά από ακρωτηριασμό κάτω άκρου : μια προοπτική, τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή κλινική μελέτη / Optimized perioperative analgesia reduces chronic phantom limb pain intensity, prevalence and frequency : a prospective, randomized, clinical trialΑρέθα, Διαμάντω 10 August 2011 (has links)
Η παρουσία σοβαρού ισχαιμικού πόνου πριν από τον ακρωτηριασμό κάτω άκρου πολύ συχνά συνοδεύεται από την ανάπτυξη πόνου φάντασμα. Ερευνήσαμε αν η εντατική περιεγχειρητική αναλγησία μειώνει την ανάπτυξη πόνου φάντασμα 6 μήνες μετά τον ακρωτηριασμό.
Μεθοδολογία: Σε συνολικά 65 ασθενείς πραγματοποιήθηκε προγραμματισμένος ακρωτηριασμός κάτω άκρου. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε 5 ομάδες αναλγησίας: (1) Οι ασθενείς της ομάδας Επι/Επι/Επι έλαβαν περιεγχειρητικά επισκληρίδια αναλγησία και επισκληρίδιο αναισθησία; (2) Οι ασθενείς της ομάδας PCA/Επι/Επι έλαβαν προεγχειρητικά ενδοφλέβια αναλγησία ελεγχόμενη από τον ασθενή (Patient Controlled Analgesia-PCA), μετεγχειρητικά επισκληρίδιο αναλγησία και επισκηρίδιο αναισθησία; (3) Οι ασθενείς της ομάδας PCA/Επι/PCA έλαβαν περιεγχειρητικά ενδοφλέβια PCA και επισκληρίδιο αναισθησία; (4) Οι ασθενείς της ομάδας PCA/ΓΑ/PCA έλαβαν περιεγχειρητικά ενδοφλέβια PCA και γενική αναισθησία (ΓΑ); (5) Οι ασθενείς της ομάδας ελέγχου έλαβαν συμβατική αναλγησία και ΓΑ. Η επισκηρίδιος αναλγησία ή η ενδοφλέβια PCA ξεκινούσε 48 ώρες προεγχειρητικά και συνεχιζόταν για 48 ώρες μετεγχειρητικά. Τα αποτελέσματα της κλίμακας πόνου VAS (Visual Analogue Scale) και της κλίμακας πόνου McGill καταγραφόταν περιεγχειρητικά και στον 1 και 6 μήνες.
Αποτελέσματα: Στους 6 μήνες, η ενδιάμεσες (median) τιμές (ελάχιστη-μέγιστη, minimum–maximum) του πόνου φάντασμα (Phantom Limb Pain – PLP) και οι τιμές P (ομάδες παρέμβασης έναντι ομάδας ελέγχου) για την κλίμακα πόνου VAS (Visual Analogue Scale) ήταν οι ακόλουθες: 0 (0–20) για την ομάδα Επι/Επι/Επι (P = 0.001), 0 (0–42) για την ομάδα PCA/Επι/Επι (P = 0.014), 20 (0–40) για την ομάδα PCA/Επι/PCA (P = 0.532), 0 (0–30) για την ομάδα PCA/ΓΑ/ PCA (P = 0.008), και 20 (0–58) για την ομάδα ελέγχου. Οι τιμές για την κλίμακα πόνου McGill (McGill Pain Questionnaire) ήταν οι ακόλουθες: 0 (0–7) για την ομάδα Επι/Επι/Επι (P = 0.001), 0 (0–9) για την ομάδα PCA/Επι/Επι (P = 0.003), 6 (0–11) για την ομάδα PCA/Επι/PCA (P = 0.208), 0 (0–9) για την ομάδα PCA/ΓΑ/PCA (P = 0.003), και 7 (0–15) για την ομάδα ελέγχου. Στους 6 μήνες πόνος φάντασμα παρουσιάστηκε σε 1 από τους 13 ασθενείς της ομάδας Επι/Επι/Επι, σε 4 από τους 13 ασθενείς της ομάδας PCA/Επι/Επι, και σε 3 από τους 13 ασθενείς της ομάδας PCA/ΓΑ/PCA έναντι 9 από τους 12 ασθενείς της ομάδας ελέγχου (P=0.001, P=0.027, και P=0.009, αντίστοιχα). Ο πόνος κολοβώματος στους 6 μήνες ήταν ασήμαντος.
Συμπεράσματα: Η χρήση εντατικήςς αναλγησίας, με χρήση επισκληριδίου ή ενδοφλέβιας PCA, η οποία ξεκινάει 48 ώρες προεγχειρητικά και συνεχίζεται για 48 ώρες μετεγχειρητικά, μειώνει τον πόνο φάντασμα στους 6 μήνες.
Trial registration: Clinical Trials.gov, number NCT00443404 / Severe preamputation pain is associated with phantom limb pain (PLP) development in limb amputees. We investigated whether optimized perioperative analgesia reduces PLP at 6-month follow-up.
Methods: A total of 65 patients underwent lower-limb amputation and were assigned to five analgesic regimens: (1) Epi/Epi/Epi patients received perioperative epidural analgesia and epidural anesthesia; (2) PCA/Epi/Epi patients received preoperative intravenous patient-controlled analgesia (PCA), postoperative epidural analgesia, and epidural anesthesia; (3) PCA/Epi/PCA patients received perioperative intravenous PCA and epidural anesthesia; (4) PCA/GA/PCA patients received perioperative intravenous PCA and general anesthesia (GA); (5) controls received conventional analgesia and GA. Epidural analgesia or intravenous PCA started 48 h preoperatively and continued 48 h postoperatively. The results of the visual analog scale and the McGill Pain Questionnaire were recorded perioperatively and at 1 and 6 months.
Results: At 6 months, median (minimum–maximum) PLP and P values (intervention groups vs. control group) for the visual analog scale were as follows: 0 (0–20) for Epi/Epi/Epi (P _ 0.001), 0 (0–42) for PCA/Epi/Epi (P = 0.014), 20 (0–40) for PCA/Epi/PCA (P = 0.532), 0 (0–30) for PCA/GA/ PCA (P = 0.008), and 20 (0–58) for controls. The values for the McGill Pain Questionnaire were as follows: 0 (0–7) for Epi/Epi/Epi (P = 0.001), 0 (0–9) for PCA/Epi/Epi (P = 0.003), 6 (0–11) for PCA/Epi/PCA (P = 0.208), 0 (0–9) for
PCA/GA/PCA (P = 0.003), and 7 (0–15) for controls. At 6 months, PLP was present in 1 of 13 Epi/Epi/Epi, 4 of 13 PCA/Epi/Epi, and 3 of 13 PCA/GA/PCA patients versus 9 of 12 control patients (P=0.001, P=0.027, and P=0.009, respectively). Residual limb pain at 6 months was insignificant.
Conclusions: Optimized epidural analgesia or intravenous PCA, starting 48 h preoperatively and continuing for 48 h postoperatively, decreases PLP at 6 months.
Trial registration: Clinical Trials.gov, number NCT00443404
|
27 |
Παιδί και ελληνική οικονομική κρίση : ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα πρόληψηςΤαμάμη, Δέσποινα 07 May 2015 (has links)
Στην παρούσα έρευνα αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε ένα ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα για παιδιά δημοτικού. Ο στόχος ήταν η κατανόηση από μέρους των παιδιών των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, λόγω της οικονομικής κρίσης και η ενδυνάμωσή τους για σωστή διαχείριση των παραπάνω αλλαγών.
Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα έξι συναντήσεων βασισμένο στις αρχές της Θετικής ψυχολογίας και της Γνωσιακής – Συμπεριφοριστικής ψυχολογίας. Οι συμμετέχοντες διδάχτηκαν στρατηγικές και δεξιότητες διαχείρισης της οικονομικής κρίσης.
Από τη στατιστική ανάλυση των ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων των ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν από τους συμμετέχοντες στο ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα εξήχθησαν τα παρακάτω συμπεράσματα:
Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες έμαθαν τις έννοιες των βασικών όρων της οικονομικής κρίσης. Εξέφρασαν τα συναισθήματά τους και αντιλήφθηκαν τις σωματικές αντιδράσεις που τα συνοδεύουν. Επίσης, φάνηκε μια τάση ανάπτυξης των τριών αξόνων της Θετικής ψυχολογίας δηλαδή, της ικανοποίησης από τη ζωή, της ευτυχίας και της αισιοδοξίας τους. Τέλος, έδειξαν κατανόηση των στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων. / In this survey was developed and implemented a psycho educational program for primary school children. The goal was the understanding, from the children, of changes that have occurred in the social and family environment due to the economic crisis and their empowerment for proper management of these changes.
A six meetings psycho educational program has been designed and implemented based on the principles of positive psychology and cognitive-behavioral psychology. Participants were taught strategies and economic crisis management skills.
From the statistical analysis of qualitative and quantitative data of the questionnaires that were completed by the participants, the following conclusions were reached:
Most of the participants learned the concepts of key terms of the economic crisis. They expressed their feelings and perceived physical reactions that accompany them. Moreover a development trend of the three pillars of positive psychology was demonstrated, that is, life satisfaction, happiness and optimism. Finally, they showed understanding of problem solving strategies.
|
28 |
Γονιδιακή μεταφορά με μη ιϊκά επισωματικά / Gene transfer into hematopoietic progenitor cells with non-viral episomal vectorsΠαπαπέτρου, Ειρήνη 25 June 2007 (has links)
Τα επισωματικά αυτο-αναπαραγώμενα συστήματα αποτελούν υποσχόμενα εναλλακτικά οχήματα γονιδιακής μεταφοράς για εφαρμογές της γονιδιακής θεραπείας. Η πρόσφατη κατανόηση της ικανότητας των αλληλουχιών S/MAR να διαμεσολαβούν την επισωματική διατήρηση γενετικών στοιχείων επέτρεψε την ανάπτυξη ενός πρότυπου κυκλικού επισωματικού φορέα που λειτουργεί χωρίς να κωδικοποιεί πρωτεΐνες ιϊκής προέλευσης. Σε αυτή τη μελέτη, διερευνήθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα αυτού του φορέα, pEPI-eGFP, να μεσολαβεί γονιδιακή μεταφορά σε κυτταρικές σειρές προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων καθώς και σε πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα και, κυρίως, σε ανθρώπινα προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα. Δείχνουμε ότι ο φορέας pEPI-eGFP διατηρείται επισωματικά και υποστηρίζει παρατεταμένη έκφραση του γονιδίου αναφοράς eGFP, ακόμα και χωρίς πίεση επιλογής, στην ανθρώπινη κυτταρική σειρά K562, καθώς και σε πρωτογενείς ανθρώπινους ινοβλάστες. Αντίθετα, στην κυτταρική σειρά ερυθρολευχαιμίας ποντικού MEL, η έκφραση της eGFP αποσιωπάται μέσω αποακετυλίωσης ιστονών, παρά την επισωματική διατήρηση του φορέα. Προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα με κλωνογόνο ικανότητα, προερχόμενα από αίμα ομφάλιου λώρου, διαμολύνονται αποτελεσματικά με το φορέα μέσω ηλεκτροδιάτρησης. Ημιστερεές αποικίες προερχόμενες από διαμολυσμένα CD34+ κύτταρα διατηρούν το φορέα και εκφράζουν eGFP. Μετά από 4 εβδομάδες ο φορέας διατηρείται επισωματικά σε περίπου 1% των θυγατρικών κυττάρων. Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ένα πλασμίδιο βασιζόμενο σε μια αλληλουχία S/MAR μπορεί να λειτουργεί ως σταθερό επιίσωμα σε πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα και, ιδιαίτερα, σε προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα, υποστηρίζοντας παρατεταμένη έκφραση του διαγονιδίου. Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τη χρησιμότητα του συστήματος αυτού για τους σκοπούς της γονιδιακής θεραπείας. Παράλληλα, καταδεικνύει τους στόχους στους οποίους πρέπει να επικεντρωθεί η μελλοντική έρευνα προς την κατεύθυνση της βελτίωσής του. / Episomally maintained self-replicating systems present attractive alternative vehicles for gene therapy applications. Recent insights into the ability of chromosomal scaffold/matrix attachment regions (S/MARs) to mediate episomal maintenance of genetic elements cloned in cis allowed the development of a small circular episomal vector that functions independently of virally encoded proteins. In this study, we investigated the potential of this vector, pEPI-eGFP, to mediate gene transfer in hematopoietic progenitor cell lines as well as in primary human cells and, importantly, in human hematopoietic progenitor cells. pEPI-eGFP was episomally maintained and conferred sustained eGFP expression even in nonselective conditions in the human cell line, K562, as well as in primary human fibroblast-like cells. In contrast, in the murine erythroleukemia cell line, MEL, transgene expression was silenced through histone deacetylation, despite the vector’s episomal persistence. Hematopoietic semisolid cell colonies derived from transfected human cord blood retained the vector and expressed eGFP. After 4 weeks, the vector was maintained in approximately 1% of progeny cells. Our results provide the first evidence that a S/MAR-based plasmid can function as a stable episome in primary human cells, supporting long-term transgene expression. The present study constitutes a proof of principle for the utility of this system in gene therapy applications and points at targets for future improvements.
|
29 |
Ανάπτυξη επισωματικού φορέα για τη γονιδιακή μεταφορά του τεχνητού μεταγραφικού παράγοντα ενεργοποίησης της γ-σφαιρίνηςΔρύλλης, Γιώργος 11 September 2008 (has links)
Οι αυτοαναπαραγόμενοι επισωματικοί φορείς γονιδιακής μεταφοράς αποτελούν πολλά υποσχόμενους φορείς γονιδιακής θεραπείας. Στην παρούσα εργασία δημιουργήθηκε ο φορέας Zif-VP64-EP2 στα πλαίσια των μελετών γονιδιακής θεραπείας για τις αιμοσφαιρινοπάθειες. Πρόκειται για ένα κυκλικό πλασμίδιο, που φέρει το γονίδιο ενός τεχνητού μεταγραφικού παράγοντα της γ-σφαιρίνης του Zif-VP64 υπό την επενέργεια του ισχυρού υποκινητή pSFFV καθώς και τo γονίδιο της eGFP με το S/MAR στοιχείο από την περιοχή 5’ του γονιδίου της ανθρώπινης ιντερφερόνης β υπό την επενέργεια του υποκινητή pCMV.
Διαπιστώθηκε ότι το Zif-VP64-EP2 μεσολαβεί γονιδιακή μεταφορά σε διαμολυσμένα κύτταρα της ανθρώπινης κυτταρικής σειράς Κ562. Η μακράς διάρκειας διαμολυσμένη καλλιέργεια (3 μήνες) καταδεικνύει ότι το όχημα είναι λειτουργικό και διατηρείται ως επισωματικό σε Κ562 κύτταρα διαμολυσμένα κύτταρα με το Zif-VP64- ΕΡ2. / Self-replicating episomal vectors for gene transfer are a new and very promising experimental approach to gene therapy. In this study, it was created the vector Zif-VP64-EP2, within the context of developing self-replicating episomal vectors for the gene therapy of hemoglobinopathies. Zif-VP64-EP2 is a circular plasmid which includes the gene of an artificial transcription factor for gamma globin: Zif-VP64 under the control of pSFFV promoter and the gene of eGFP with the S/MAR element from the region 5’ of the human interferon β gene under the control of pCMV promoter.
It was established that Zif-VP64-EP2 was retained within the transfected Κ562 hematopoietic progenitor cell. Its episomal situation for a long time (3 months) and its normal expression in K562 human cells constitutes a proof of the utility of Zif-VP64- ΕΡ2 system in gene therapy applications.
|
30 |
Διαχείριση της φυματίωσης στην πρωτοβάθμια περίθαλψηΤσίρος, Γεώργιος 07 April 2011 (has links)
Η φυματίωση είναι λοιμώδης νόσος μεταδιδόμενη αερογενώς και προκαλούμενη από βακτήρια τα οποία ανήκουν στην ομάδα των Μυκοβακτηριδίων και ιδιαίτερα στο σύμπλοκο της φυματιώσεως (Mycobacterium tuberculosis complex). Τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας ανά την υφήλιο, με επίπτωση παγκοσμίως για το 2007 139/100.000 πληθυσμό, ενώ για την Ευρώπη 54/100.000 και για την Ελλάδα 5,9/100.000 πληθυσμό. Η σωστή καταγραφή των κρουσμάτων, συμβάλλει στην πραγματική αποτύπωση του μεγέθους του προβλήματος και των χαρακτηριστικών της νόσου και θα οδηγήσει σε αποτελεσματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, ώστε να επιτευχθούν και στη χώρα μας οι στόχοι που έχει θέσει η ΠΟΥ, δηλαδή ο περιορισμός κατά το ήμισυ της νοσηρότητας και των θανάτων από φυματίωση έως το 1015, συγκριτικά με το 1990 και η εκρίζωση της νόσου έως το 2050. Στην παρούσα μελέτη έγιναν αρχικά δύο επιδημιολογικές έρευνες που αφορούσαν: α) την επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα και την αξιολόγηση της πληρότητας των υποχρεωτικών δηλώσεων (2000-2003) καθώς και β) την εκτίμηση του δείκτη διαμόλυνσης σε μαθητικό πληθυσμό του Νομού Ηλείας (1994-2000). Σκοπός μας ήταν να περιγραφεί και να αναλυθεί η επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα (Νομοί Ηλείας, Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας), ώστε να εξετασθεί η επάρκεια ολόκληρου του συστήματος επιτήρησης και ελέγχου για τη δηλωτέα αυτή νόσο στο ΚΕΕΛΠΝΟ, καθώς και να αξιολογηθεί η εξέλιξη του δείκτη διαμόλυνσης της φυματίωσης στο νομό Ηλείας, στα πλαίσια πρόληψης της νόσου. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν επίσημα στοιχεία από την ΠΟΥ, το ΚΕΕΛΠΝΟ, τις Νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, αλλά και αρχεία των νοσοκομείων ENΝΘΔΕ, του ΠΓΝ Πατρών, καθώς και του Κέντρου Υγείας Γαστούνης. Εν συνεχεία, μελετήθηκε η εφαρμογή της Άμεσα Επιτηρούμενης Θεραπείας (DOTS) σε 13 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με φυματίωση, συγκριτικά με την έκβαση 41 πρώην διαγνωσθέντων ασθενών (μάρτυρες) χωρίς ΑΕΘ, αλλά με την έως τώρα συντηρητική αντιμετώπιση, όλοι κάτοικοι του Νομού Ηλείας. Για την ολοκλήρωση της μελέτης υπήρξε συνεργασία του Πνευμονολογικού Ιατρείου του Γ.Ν. Πύργου με τον ειδικά εκπαιδευμένο Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό, ο οποίος πραγματοποιούσε τις κατ΄ οίκον επισκέψεις και προσωπικές συνεντεύξεις στους νέους ασθενείς, στους μάρτυρες αλλά και στα μέλη των οικογένειών τους. Για την στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων μας, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS (11,0 – 15,0). Από επιδημιολογικές μελέτες προκύπτει ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζουν μια σταθερή μείωση του μέσου όρου επίπτωσης της φυματίωσης το διάστημα 1986-2006, με την Ελλάδα να έχει τις μικρότερες τιμές (4,7/100.000 το 2001 και 6/100.000 το 2007). Με βάση όμως «ενδεικτικές» επιδημιολογικές μελέτες-έρευνες της φυματίωσης στον Ελλαδικό χώρο σε αντίστοιχα διαστήματα, προκύπτει διακύμανση της επίπτωσης από 16 – 73/100.000. Αναφορικά με την έρευνά μας στη Δυτική Ελλάδα, η μέση ετήσια επίπτωση βρέθηκε να είναι 5,4 ανά 100.000 άτομα (4 Αχαΐα, 6 Αιτωλοακαρνανία, 7,2 Ηλεία), ενώ τα επίσημα στοιχεία από το ΚΕΕΛΠΝΟ παρουσιάζουν μόνο 3,8 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμό. Στην μελέτη μυκοβακτηριδιακής διαμόλυνσης για τον μαθητικό πληθυσμό του νομού Ηλείας, συγκρίνοντας τις δύο τριετίες 1994-1996 και 1998-2000, ο Μ.Ο. εξάπλωσης του ΔΜΔ για τους μαθητές του Δημοτικού μειώθηκε από 0,7% σε 0,16%, ενώ στους μαθητές του Γυμνασίου παρατηρήθηκε μια μικρή πτώση, από 2,51% σε 2,41%. Σε επίπεδο γειτονικών νομών (αλλά και αναπτυγμένων χωρών), ο μέσος φυματινικός δείκτης είναι <1%, ενώ ως εκρίζωση κατά την Π.Ο.Υ. νοείται ο περιορισμός του Δ.Δ.<0,1%. Με βάση τις διεθνείς οδηγίες, η θεραπευτική αντιφυματική αγωγή αποτελείται από INH, RIF, PZA και EMB για 2 μήνες και για τους επόμενους 4 μήνες χορηγούνται μόνο INH και RIF. Κατόπιν αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της προοπτικής μας μελέτης υπό το πρόγραμμα DOTS, προκύπτει ότι τα ποσοστά επιτυχούς θεραπείας ήταν 84,6% (προσεγγίζοντας το κατώτερο 85% που έχει θέσει ο WHO), εκ των οποίων 69,2% είχαν αρνητικά πτύελα στο τέλος της θεραπείας και 15,4% ολοκλήρωσαν την θεραπεία χωρίς μικροβιολογική εξέταση πτυέλων (2 αθίγγανοι που δε συνεργάστηκαν). Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένας ασθενής απεβίωσε και ένας εξαφανίστηκε, λόγω αλλαγής πόλης στην οποία εργαζόταν. Αντίθετα, για τους μάρτυρες μόνο το 75,6% επιβεβαιώνουν αποτελεσματικότητα της θεραπείας, το 49% έλαβε 9μηνη αντιφυματική αγωγή και το 36% 12μηνη. Η σημαντικότητα της κατ’ οίκον επιτηρούμενης θεραπείας, πέραν της επιτυχούς θεραπείας των ασθενών, παρουσιάζει οφέλη και για τα μέλη. Πριν την κατ’ οίκον επίσκεψη δεν είχε γίνει η διενέργεια Mantoux στο 43,3%, από τα μέλη των ασθενών, στους οποίους και έγινε κατά την επίσκεψη στις οικίες τους από το Γενικό Ιατρό. Αντίθετα, το ήμισυ από τα μέλη των οικογενειών των μαρτύρων, κατά την διάγνωση του ασθενούς τους, δεν προσήλθαν στο νοσοκομείο για διενέργεια Mantoux. Μετά τις επισκέψεις στις οικίες από τον Γενικό Ιατρό, τηρήθηκε απόλυτα η εφαρμογή των μέτρων πρόληψης και συνθηκών διαβίωσης (αερισμός, φωτεινότητα, καθαριότητα, συγχρωτισμός, κ.τ.λ.) στα μέλη των ασθενών. Στα δε μέλη των μαρτύρων ούτε εκεί εφαρμόζονταν σωστά (92,3%) μέτρα πρόληψης – προφύλαξης και αυτό συνέβη καθ’ όλη την διάρκεια θεραπείας του ασθενούς. Σχετικά με τη νοσηρότητα των μελών, από τους 30 συγγενείς – μέλη των ασθενών, οι 4 (13,3%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη, ενώ από τους 111 συγγενείς – μέλη των μαρτύρων, οι 14 (12,6%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη και οι 7 (6,3%) νόσησαν και έλαβαν θεραπεία. Συμπερασματικά, η σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος δεν έγκειται μόνο στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αλλά και στην αξιόπιστη καταγραφή των κρουσμάτων που θα μας ευαισθητοποιήσουν στο να αντιληφθούμε την πραγματικά ανησυχητική διάσταση του προβλήματος και να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικότερους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης. Για την πληρέστερη δήλωση των κρουσμάτων, θα πρέπει να υπάρχει ευαισθητοποίηση και ένα εύκολο και προσιτό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ του ΚΕΕΛΠΝΟ, των Νοσοκομειακών αλλά και των ιδιωτών ιατρών, των Κ.Υ. αλλά και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, προκειμένου να κατανοηθεί επακριβώς ο τρόπος καταγραφής και αποστολής των στοιχείων, κατόπιν διάγνωσης των κρουσμάτων. Η άμεσα επιτηρούμενη θεραπεία, στοχεύει όχι μόνο στη σωστή παρακολούθηση και ίαση των ασθενών με φυματίωση, αλλά και στην εκπαίδευση των μελών των οικογενειών τους σε θέματα πρόληψης και βελτίωσης των επιβαρυντικών παραγόντων διαβίωσης, μειώνοντας σημαντικά τη νοσηρότητα του πληθυσμού. / Tuberculosis is an infectious disease transmitted aerogen and caused by bacteria which belong to the Mycobacterium tuberculosis complex. In the past few years it constitutes an increasing problem of public health with a worldwide incidence rate of 139/100 000 population in the year 2007, while in Europe the incidence was 54 and in Greece 5.9, respectively. The accurate recording of cases contributes to the actual mapping of the burden of the disease leading thus to focused therapeutic interventions, which can be also achieved in our country, according to the goals set by WHO, i.e. the decrease of morbidity and mortality from tuberculosis at least the half until 2015, in comparison to 1990 and the eradication of the disease until 2050. In the present research two epidemiologic studies were carried out, concerning a) the epidemiology of tuberculosis in Western Greece and the evaluation of completeness of TB notifications (2000-2003), b) the estimation of tuberculin status in school population in the Prefecture of Ilia (1994-2000). The aim of the studies was to described and analyze the epidemiological characteristics of tuberculosis in Europe in comparison to Greece, to describe and analyze the epidemiology of tuberculosis in Western Greece (Prefectures Ilia, Achaia, Etoloakarnania) and to evaluate the completeness of TB notifications in order to examine the effectiveness of the surveillance system and the effectiveness of disease control and prevention, as well as to evaluate the tuberculin status in the prefecture of Ilia, in order to examine if satisfactory progress has been achieved in the control and prevention of tuberculosis. For these purposes, official data of WHO, KEELPNO (Hellenic Centre of Disease Control), the local and prefectoral self-administrations were used, as well as records of the hospitals in the examined area and of the Health Centre of Gastouni.
Furthermore, a study was carried out, implementing a Directly Observed Treatment Short Course (DOTS) programme in the prefecture of Ilia (Western Greece) and assessing the efficacy of the WHO-recommended strategy in 13 newly detected pulmonary tuberculosis cases in comparison to 41 TB cases managed conventionally. In collaboration with the clinic of pulmonology of the general hospital of Pyrgos a general practitioner who was educated in DOTS strategy carried out home visits and completed a questionnaire in a face-to-face interview with the newly diagnosed patients, the past treated patients as well as the household members of the patients. All statistical analyses were performed using SPSS for Windows (v.11.0 – v.15.0). According to the results of the epidemiological studies, the countries of the European Union present a steady decline of the average incidence of tuberculosis (<20/100 000), with Greece presenting the lowest rates (4.7/100 000, 2001). Based on other “indicative” epidemiological studies carried out in Greece, the incidence of tuberculosis varies from 16 – 73, respectively. In regard to the study performed in Western Greece, the mean annual incidence was found to be 5.4 (4 in Achaia, 6 in Etoloakarnania and 7.2 in Ilia), respectively, while the official data from KEELPNO for Western Greece revealed only 3.8 cases per 100 000 population. Finally, for the school population in the prefecture of Ilia, comparing the two three-year periods from 1994-1996 and 1998-2000, the mean prevalence of positive tuberculin status in the primary schoolchildren declined from 0.7% to 0.16%, while in the secondary schoolchildren we observed a very small decline, from 2.51% to 2.41%. In the neighboring prefectures (but also in developed countries), the mean prevalence of positive tuberculin status is <1%, while as indicator for eradication WHO determine a positive tuberculin status<0.1%. Based on the international guidelines, the antituberculosis therapy comprises INH, RIF, PZA and EMB for 2 months and for the following next 4 months only INH and RIF are taking. The evaluation of the results of the prospective DOTS study shows treatment success in 84.6% (approximating the lower limit of 85% set by the WHO), out of them 69.2% had negative saliva swab test at the end of treatment and 15.4% completed the treatment without microbiological examination of the saliva (2 gypsies who showed non compliance). One case under DOTS programme died during the study and one was lost to follow-up, because of change of residence. On the contrary, among the past treated cases 75.6% confirmed treatment effectiveness, in 49% after 9 month therapy duration and in the 36% after 12, respectively. The importance of the Directly Observed Treatment Short Course, beyond the successful treatment of patients, presents benefits also for the household members. Before the 1st home visit, Mantoux test was not carried out in 43.3% of the household members, but performed in all members during the 1st home visit by the general practitioner. On the contrary, 50% of the household members of the past treated patients had not carried out Mantoux test after diagnosis confirmation in the past treated patients, since they did not visit the hospital/health center for vaccination. After the doctor’s home visits, the family members adhered to the preventive measures and adequate living conditions (airing, brightness, cleanness, etc.). In the members of past treated patients the preventive measures were not met in 92.3% during the whole treatment period. With regard to the morbidity of the members of DOTS patients, from the 30 household members 4 (13.3%) needed chemoprophylaxis, while from the 111 members of past treated patients, 14 (12.6%) needed chemoprophylaxis and 7 (6.3%) antituberculosis treatment. In conclusion, the adequate confrontation of the problem does not lie only in the early diagnosis and treatment of TB, but also in the reliable notification of cases, in order to create public awareness of the burden and to implement more effective control and prevention measures. For optimal monitoring a more accurate and to all accessible communication network with proper and sincere co-operation between all actors (KEELPNO, hospitals, doctors in private praxis, health centers and prefectoral self-governments) is needed, in order to improve the accuracy of the notification system. The Directly Observed Treatment Short Course aims not only in the appropriate control and cure of the TB patients, but also in the education of the household members, in regard to prevention and improvement of aggravating risk factors, decreasing thus considerably the burden of the disease.
|
Page generated in 0.0382 seconds