Spelling suggestions: "subject:"εκπαίδευση"" "subject:"eκπαίδευση""
141 |
Διερεύνηση του τρόπου διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πρακτικής και του συμβολικού ελέγχου κατά την εφαρμογή και ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη σύγχρονη σχολική τάξη του δευτεροβάθμιου σχολείου : το μάθημα της ιστορίαςΔημητρέλου, Αργυρώ 07 December 2010 (has links)
Από τα δεδομένα μιας ποιοτικής προσέγγισης του φαινομένου της εισαγωγής και πιθανής ενσωμάτωσης των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας στο μάθημα της ιστορίας (σχολικό έτος 2009-2010) προκύπτει ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν ανταποκρίνεται στις τάσεις και προκλήσεις που σημειώθηκαν και σημειώνονται στο χώρο της παιδείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανάγκες εκσυγχρονισμού και ευριζωνικότητας παραμένουν ανικανοποίητες. Έτσι, αναδεικνύονται παραδοσιακές μορφές συμβολικού ελέγχου που φαίνεται να κυριαρχούν στο σύγχρονο εκπαιδευτικό χώρο. Ακόμα και σημαντικές πρωτοβουλίες προώθησης της αλλαγής (net book) φαντάζουν στα μάτια των εκπαιδευτικών «αυθαίρετες» εκφράσεις εξουσίας χωρίς αποτέλεσμα. Όσοι εκπαιδευτικοί τόλμησαν την αλλαγή βίωσαν την ανάγκη ξεπαγώματος μιας ισχυρά δομημένης εκπαιδευτικής πρακτικής στο πλαίσιο ανέτοιμων εγκαταστάσεων και συνειδήσεων για την αποδοχή του εμβλήματος της εποχής. Συμπερασματικά λοιπόν, η παγίωση μιας εκπαιδευτικής καινοτομίας δεν εξασφαλίζει μαθησιακά αποτελέσματα με διχοτομήσεις του τύπου κλειστό/ανοικτό σχολείο αντίθετα απαιτείται συντονισμός και συλλογική δράση. / It can be elicited from the qualitative data that the quadric education doesn’t correspond to the tendencies and the challenges that take place in the field of education worldwide. The need for update remains unsatisfied. As a result traditional forms of symbolic control emerge and seem to dominate in the current educational area. Even important initiatives that promote change (net book) have been treated by the educators as arbitrary and ineffective expressions of authority. On the other hand some of those who presumed to launch this change they faced a deeply rooted educational practice underlined by the lack of facilities and the lack of consciousness which in turn discourage the need for change. Concluding, the consolidation of an educational novelty doesn’t provide learning outcomes with dichotomies such as open or close school but on the contrary coordination and collective action is needed.
|
142 |
Καινοτόμες δράσεις μουσειακής και εικαστικής αγωγής στην προσχολική ηλικία : η λαϊκή μορφή τέχνης του Θεάτρου Σκιών πλαισιωμένη από σύγχρονες εικαστικές και μουσειακές πρακτικέςΑγγελοπούλου, Βασιλική 26 November 2010 (has links)
Η συζήτηση για το μουσείο ως εργαλείο εκπαίδευσης στην εικαστική διεργασία εγγράφεται τόσο στο πεδίο της Τέχνης όσο και της Μουσειακής Εκπαίδευσης. Τα ερωτήματα που τίθονται είναι: κατά πόσο μπορεί το μουσείο να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο εικαστικής αγωγής υπερβαίνοντας ή επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο του στο πλαίσιο της αισθητικής αγωγής, στον σχολικό χώρο; Κατά πόσο είναι έτοιμοι ή διατεθειμένοι οι εκπαιδευτικοί προσχολικής αγωγής να υιοθετήσουν μια τέτοια πρακτική; Μπορούν οι καινοτόμες μουσειακές δράσεις να βρουν ευρύτερη εφαρμογή στη διδασκαλίας της εικαστικής αγωγής; Μπορεί η λαϊκή μορφή τέχνης του Θεάτρου Σκιών να αποτελέσει γέφυρα σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν, της παραδοσιακής με τη σύγχρονη εκπαίδευση, της μουσειακής αγωγής με την εικαστική εκπαίδευση; Υπό το πρίσμα αυτό θα εστιαστούμε στην εικαστική αγωγή, ως σχολικό μάθημα και στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αναπτύσσουν τα μουσεία στα πλαίσια διαμόρφωσης της καλλιτεχνικής παιδείας, σε μαθητές προσχολικής αγωγής και πως αυτές οι πρακτικές συμβάλλουν στην καλλιέργεια της προσωπικής έκφρασης και ευαισθησίας των παιδιών. / Η ΒKΠ διαθέτει αντίτυπο της διατριβής σε έντυπη μορφή στο βιβλιοστάσιο διδακτορικών διατριβών που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. / The discussion concerning the museum as an educational material in the pictorial process is stated in the field of Arts as well as the Museum Education. The questions posed are the following: to what extend can the museum constitute an effective means of art education outrunning or reassigning its role in the framework of Aesthetic Education(Arts) in the school environment? To what extend are the Pre-school Education Teachers willing to adopt such a technique? Can the innovative museum actions find a broader application on the teaching of pictorial education? Can the folk type of art of the Theatre of Shadows bridge the gap between the past and the present, the traditional and modern education, the museum and the pictorial education? Bearing the above into consideration, we will focus on the pictorial education as a school subject and the teaching activities applied by museums in order to form artistic education to pre-school learners and on how these techniques contribute to the development of children’s personal expression and sensitivity.
|
143 |
Απόψεις, κίνητρα, εμπόδια των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Αχαΐας για την επιμόρφωσή τουςΜακρή, Μάρθα 03 November 2011 (has links)
Η εργασία αυτή διερευνά τις απόψεις, τα κίνητρα και τα εμπόδια των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Αχαΐας σχετικά με το ζήτημα της παρεχόμενης επιμόρφωσής τους με τη βοήθεια της αξιοποίησης της εμπειρίας, που συνεπάγεται η επαγγελματική τους θέση. Ταυτόχρονα στόχο έχει να διαπιστωθούν από τη μελέτη των διαφόρων πτυχών του θέματος οι συγκεκριμένες αιτίες & τα συγκεκριμένα εμπόδια που σχετίζονται με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών & τα είδη, η χρονική τους διάρκεια & οι μορφές που είναι πιθανό να διαφανούν. Είναι γνωστό πως οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα των επιμορφωτικών προγραμμάτων & τη μεγάλη σημασία που έχουν αυτά στην εκτέλεση του εκπαιδευτικού τους έργου, ανεξάρτητα από τις ποικίλες ενστάσεις που ίσως έχουν σχετικά με επιμέρους θέματα της θεσμοθετημένης επιμόρφωσης.
Οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που καλούνται να συμμετάσχουν στα προγράμματα επιμόρφωσης, ως ενήλικοι εκπαιδευόμενοι, όπως φαίνεται στη σχετική βιβλιογραφία, θεωρούν ότι κριτήριο συμμετοχής τους στα προγράμματα αυτά είναι η θεματολογία (γνωστικό αντικείμενο, προβλήματα συμπεριφοράς, οργάνωση / διοίκηση, ειδική αγωγή, νέες τεχνολογίες κλπ.), ο φορέας οργάνωσης, οι πρακτικές ανάγκες του σχολείου, τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα & η χρονική διάρκεια. Ακόμα συναντούν σημαντικά εμπόδια και δυσκολίες μάθησης. Τα εμπόδια αυτά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κυρίως βασικές κατηγορίες: α) Τα εμπόδια που προκύπτουν από το σχεδιασμό, οργάνωση, υλοποίηση και αξιολόγηση των επιμορφωτικών προγραμμάτων. β) Τα εμπόδια που προκύπτουν από αστάθμητους παράγοντες και καταστάσεις. γ) Τα εσωτερικά εμπόδια, που προκύπτουν από την προσκόλληση των εκπαιδευτικών σε παλιές γνώσεις, πρακτικές, συμπεριφορές και σχέσεις και από ψυχολογικούς παράγοντες.
Η χρησιμότητα της έρευνας προκύπτει από τη δυνατότητα μελλοντικής αξιοποίησης των συμπερασμάτων της στο σχεδιασμό και την οργάνωση πιο ρεαλιστικών εισαγωγικών επιμορφωτικών προγραμμάτων για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι δυνατότητες αξιοποίησης των συμπερασμάτων της έρευνας παρουσιάζονται στις προτάσεις, που αποτελούν το τελευταίο μέρος αυτής της εργασίας. / This work investigates the opinions, the motives and the obstacles of teachers of primary education of the prefecture Achaia with regard to the question of their provided training with the help of exploitation of experience, that involves their professional place. Simultaneously objective it has are realised by the study of various aspects of subject the particular causes and the particular obstacles that are related with the training of teachers and the types, their time duration and the forms that it is likely they emerge. It is known that the teachers of primary education recognize the usefulness of training programs and the big importance that have these in the implementation of their educational work, independent from the various objections that they perhaps have with regard to individual subjects of enacted training.
The teachers of first degree education, that are called to participate in the programs of training, as adult educated, as she appears in the relative bibliography, consider that their criterion of attendance in this programs is the issues (cognitive object, problems of behavior, organisation/administration, special education, new technologies etc), the institution of organisation, the practical needs of school, personal their interesting and time duration. Still they meet important obstacles and difficulties of learning. This obstacles could be categorized in three mainly basic categories: a) the obstacles that result from the planning, organisation, concretisation and evaluation of training programs. b) the obstacles that result from imponderable factors and situations. g) the internal obstacles, that result from the adherence of teachers in old knowledge, practices, behaviors and [schaseis] and from psychological factors.
The usefulness of research results from the possibility of future exploitation of her conclusions in the planning and the organisation of more realistic introductive training programs for the teachers of first degree education. The possibilities of exploitation of conclusions of research are presented in the proposals, that constitute the last part of this work.
|
144 |
Η προπαγάνδα και η εκπαιδευτική πολιτική των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής στα Επτάνησα (1941-1943)Μάργαρη, Φιλιππίτσα 04 May 2011 (has links)
Στην εργασία αυτή προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής στα Επτάνησα, από τον Απρίλιο του 1941 ως το Σεπτέμβριο του 1943,όχι από τη συνήθη πλευρά των στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων, αλλά από τη σκοπιά της καθημερινής ζωής στα νησιά και τον τρόπο που οι αρχές κατοχής προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σχέδιό τους για την προσάρτηση των νησιών στην Ιταλική επικράτεια.Συγκεκριμένα επικεντρωθήκαμε στο προπαγανδιστικό πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκαν οι αρχές, επιθυμώντας να αφελληνίσουν τις συνειδήσεις των κατοίκων, άλλοτε μέσω της πειθούς και άλλοτε μέσω της βίας και της καταπίεσης. Η εργασία χωρίζεται σε 4 ενότητες: η πρώτη περιλαμβάνει το θεωρητικό πλαίσιο, τα μεθοδολογικά και ερευνητικά ζητήματα και τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς. Η δεύτερη ενότητα καταγράφει το ιστορικό πλαίσιο πριν από την ιταλική κατάληψη των Επτανήσων και αφορά γεγονότα του Μεσοπολέμου στη Ευρώπη και την Ελλάδα, τα οποία προετοίμασαν το Β΄Π Π και ανέδειξαν το Φασισμό, ο οποίος επρόκειτο να εμπλέξει πολεμικά, στα ιμπεριαλιστικά του σχέδια, ολόκληρη σχεδόν την ανθρωπότητα. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τα αντιστασιακά κινήματα των πολιτών και τις περιπτώσεις συνεργασίας Ελλήνων με τον κατακτητή. Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, τα καθαυτό ιστορικά δεδομένα και την εξαγωγή των συμπερασμάτων μας. Ακολουθεί η καταγραφή της σχετικής βιβλιογραφίας, ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης. Ειδικότερα μελετήσαμε τα τεκμήρια που απηχούσαν την προπαγανδιστική πολιτική των Ιταλών, επικεντρώνοντας περισσότερο στο θέμα της αγωγής των νέων, η οποία εξετάστηκε και με τη στενή έννοια του εκπαιδευτικού συστήματος και με την ευρύτερη της διαπαιδαγώγησης. Ανακαλύψαμε ότι στη βάση της της πολιτικής των Ιταλών βρίσκεται το ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας της παρουσίας τους στα Επτάνησα, το οποίο εξυπηρετούσε εξαρχής τη σκοπιμότητα της διαμόρφωσης μιας ανθελληνικής εθνικής συνείδησης, αρχικά στους νέους και κατόπιν σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Οι αναφορές στο παρελθόν και η προβολή ενός καλύτερου μέλλοντος, σε επίπεδο ατομικό και συλλογικό, αποτέλεσαν τα κύρια μέρη της τακτικής τους. Η μετάδοση της επιλεκτικά ιεραρχημένης και κατάλληλα διαμορφωμένης γνώσης από τους εκπαιδευτικούς - υποστηρικτές του φασισμού- θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το σχέδιο των αρχών.Όλα αυτά σε συνδυασμό με το στραγγαλισμό της οικονομίας των νησιών και την τελεία εξαθλίωση του πληθυσμού,ο οποίος θα έπρεπε να εμπιστευτεί το πατερναλιστικό κράτος πρόνοιας των Ιταλών Φασιστών, προκειμένου να επιβιώσει. / In this project wy try to approach the Italian occupation of the Ionian Islands from April 1941 till September 1943, not the military and the political events, but the everyday lives on the islands and the way the authorities used wishing to remove the Greek idenity of the consciousness of people,sometimes by persuasion and sometimes through violence and oppression. The project is divided in four units. The first involves the theoretical framework, the methodological research iusses and concept definitions. The second unit refers to the historical framework of the Ionian Islands before the Italian occupation, and has to do with events of the interwar in Europe and in Greece which prepared World War II and distinguished Fascism, which was going to involve in its imperialistic prans almost all humanity. The third unit includes resistance movements of people and cases of cooperation with the conqueror. The fourth unit contains the results of research which was carried out from primary and secondary sources, the historical facts and our conclusion. A reference of the Greek and foreign bibliography which were used follows. We mainly studied the presumption which reflected the propagandist policy of the Italians, focused more on the issue of treatment for young people, which was examined in a close conception of the educational system and the wider education. We discovered that the ideology of the historical continuation of their presence in the Ionian Islands is found in the basis of the Italian policy, which from the beginning served the feasibility of building the anti-hellenic national consciousness, firstly to the young people and later on all the population. A reference in the past and a showing of a better future in an individual and association level consisted the main parts of their tactics. The spread of the selective hierarchy and suitably formed knowledge from the educators-supporters of fascism could accomplish the plan of the authorities. All this in combination with the strain of economy of the islands and the total improverishment of the population who would have to trust the paternalistic providence-state of the Italian fascism so as to survive.
|
145 |
Το δέντρο ως οικοσύστημα : ανάπτυξη γνώσεων και στάσεων στην προσχολική ηλικίαΒεληβασάκη, Γαλάτεια 22 November 2011 (has links)
Τα τελευταία χρόνια, αν και η Περιββαλοντική Εκπαίδευση στην προσχολική ηλικία εντάσσεται στην ευέλικτη ζώνη, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής θεματολογίας. Στην παρούσα διπλωματική εργασία σκοπός είναι να διερευνηθεί το κατά πόσο τα παιδιά προσχολικής ηλικίας καταννοούν τις τροφικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε ένα οικοσύστημα και συγκεκριμένα στο δέντρο. Ταυτόχρονα, εστιάζουμε στις στάσεις που αναπτύσσουν τα παιδιά ως προς τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο οικοσύστημα. Τέλος, μέσω της διδακτικής παρέμβασης που αποτελείται από 10 δραστηριότητες,επιδιώκουμε να αναπτύξουμε ή και να βελτιώσουμε τις γνώσεις και τις στάσεις που έχουν τα παιδιά σχετικά με τα παραπάνω θέματα. / In recent years, although Environmental Education in early childhood is part of the flexible zone is an integral part of education topics. In this thesis, the goal is to investigate whether preschool children understand food chains that are developed in a specific ecosystem and especially the tree. Simultaneously, we focus on attitudes that children develop towards the human intervention in the ecosystem. Finally, through an instructional intervention that consists of 10 activities, we try to develop or improve their knowledge and attitudes that have children on these issues.
|
146 |
Σχεδιασμός, ανάπτυξη και σύνθεση οντολογιών για την υποστήριξη της εκπαίδευσης στην αντικειμενοστρεφή ανάλυσηΜπαγιαμπού, Μαρία 25 January 2012 (has links)
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές έρευνες οι οποίες δείχνουν πως οι Οντολογίες και οι τεχνολογίες βασισμένες σε οντολογίες, βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στην εκπαίδευση και αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς έρευνας της εκπαιδευτικής τεχνολογίας. Μια οντολογία αποτελεί την τυπική προδιαγραφή κάποιας περιοχής γνώσης (Gruber, 1993). Παρέχει τις βασικές έννοιες του πεδίου γνώσης που περιγράφεται και τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και την ορολογία με την οποία αναφερόμαστε στις έννοιες και τις σχέσεις αυτές. Δηλαδή, μια οντολογία παρέχει τόσο λεξιλόγια και όσο και σχήματα οργάνωσης της γνώσης, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν ως κοινά πλαίσια επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, συστημάτων και οργανισμών, διευκολύνοντας το διαμοιρασμό, την διαλειτουργικότητα και την επαναχρησιμοποίηση πόρων (Uschold & Gruninger, 1996). Οι Οντολογίες συνδέονται στενά με το λεγόμενο Σημασιολογικό Ιστό, που αναφέρεται στη σημασιολογική διασύνδεση των πληροφοριών που υπάρχουν στον Παγκόσμιο Ιστό με τρόπο κατανοητό από μηχανές (Berners Lee et al., 2001). Μια τέτοια διασύνδεση θα έδινε πολύ μεγάλες προοπτικές όσον αφορά στο διαμοιρασμό, ανάκληση και επαναχρησιμοποίηση της πληροφορίας τόσο στην εκπαίδευση όσο σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας.
Η εργασία μας συνίσταται στη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής εφαρμογής για τη διαχείριση μαθησιακού υλικού και μαθησιακών στόχων σχετικών με το αντικείμενο της Αντικειμενοστρεφούς Ανάλυσης και συγκεκριμένα με το γνωστικό πεδίο των Διαγραμμάτων Περιπτώσεων Χρήσης, η οποία βασίζεται σε οντολογίες. Χρησιμοποιούμε οντολογίες για να περιγράψουμε με τυπικό τρόπο τρεις βασικές συνιστώσες της μαθησιακής διαδικασίας: το γνωστικό πεδίο, τα μαθησιακά αντικείμενα και τους μαθησιακούς στόχους, με σκοπό να γίνει δυνατή η αυτόματη επεξεργασία των παραπάνω συνιστωσών από εφαρμογές ηλεκτρονικής μάθησης και να προωθείται η επικοινωνία, η διαλειτουργικότητα και ο διαμοιρασμός πόρων. Ακόμα, ζητούμενο της εφαρμογής μας αποτελεί η ενσωμάτωση σε αυτήν δυνατοτήτων παροχής προσωποποιημένων υπηρεσιών. Αφού κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τη χρήση οντολογιών στην Εκπαίδευση αναφερόμαστε στις Οντολογίες που δημιουργήσαμε και στον τρόπο που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι. Σημειώνουμε ότι στην παρούσα εργασία δεν περιλαμβάνεται η εκπαιδευτική αξιολόγηση του συστήματος (μετά από πιλοτική χρήση), αλλά μόνο η επαλήθευση της λειτουργίας του. / An ontology is a formal specification of a conceptualization (Gruber, 1993). It provides terminology and conceptual schemas concerning a domain, and can be used as a communication framework between humans, software systems and organizations, promoting interoperability and reusability of resources. Our work concerns the creation of an ontology-based educational application that aims at the management of educational resources and instructional goals related to the field of Object-Orient Analysis and specifically the field of Use Case Diagrams. As part of our work, we have used ontologies to formally describe three basic components of the educational process: the learning material, the knowledge domain and the learning goals. We created three ontologies: the use case diagram ontology (domain ontology), the competency ontology (to model the learning goals) and the learning object ontology (to describe the learning material), which we ultimately combined in one application. The inclusion of components like learning objects and competencies in our application, as well as the use of ontologies to formally describe them, are features that can promote interoperability and resource reuse and can be used to provide personalised services.
In this paper, we first describe ontologies and their current uses in the education field according to recent research and then we proceed with the analytic description of our ontologies and our application.
|
147 |
Η απορρόφηση των πτυχιούχων του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου ΠατρώνΚαρολίδης, Γεώργιος 25 January 2012 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εκπόνησης του
μεταπτυχιακού προγράμματος “Νέες Μέθοδοι Διοίκησης Επιχειρήσεων” του τμήματος Διοίκησης
Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών. Αφορά έρευνα με θέμα: “Η απορρόφηση των
πτυχιούχων Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών” και
στόχος της είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον βαθμό,τη ποιότητα και τη διαδικασία ένταξης των αποφοίτων του
εξεταζόμενου τμήματος στην αγορά εργασίας. Η έρευνα αυτή κατατάσσεται στην κατηγορία των
ερευνών “επαγγελματικής ένταξης” και “μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση στην εργασία”. / -
|
148 |
Υπηρεσίες διατροφογονιδιωματικής : απήχηση και κατανόηση του ρόλου τους από το ελληνικό κοινόΜπαράκου, Αγλαΐα 17 September 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια αξιολόγησης της απήχησης των υπηρεσιών Διατροφογονιδιωματικής στην Ελλάδα, που ακόμα είναι ελάχιστα αναπτυγμένες στην χώρα μας.
Στόχος της είναι η κατανόηση των στάσεων και απόψεων του ελληνικού κοινού αναφορικά με τη σχέση γενετικής και διατροφής. Με τη μελέτη αυτή επιδιώκουμε επίσης να εκτιμήσουμε το επίπεδο γνώσεων και το ενδιαφέρον του ευρέος κοινού στους τομείς αυτούς και να σκιαγραφήσουμε τη διάθεσή τους να υποβληθούν σε γενετικές εξετάσεις με στόχο την συσχέτιση του γενετικού τους προφίλ με τη διατροφή τους και την ακόλουθη λήψη διαιτητικών συστάσεων.
Για τους σκοπούς της έρευνας συντάχθηκε ένα Ερωτηματολόγιο με 16 ερωτήσεις κλειστού τύπου. Το δείγμα μας αποτέλεσαν 300 τυχαία επιλεγμένα άτομα στην πόλη της Πάτρας, που δέχτηκαν να απαντήσουν στο Ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις μελετήθηκαν σε σχέση με το Φύλο, την Ηλικιακή Ομάδα και τον Δείκτη Σωματικού Βάρους των ερωτηθέντων, για να ελεγχθεί πιθανή επίδραση των παραγόντων αυτών στις απαντήσεις τους.
Τα αποτελέσματά μας καταγράφουν ότι το ευρύ κοινό στην Ελλάδα εμφανίζεται να γνωρίζει τι είναι DNA και γενετικό υλικό καθώς και το ρόλο των γονιδίων στον καθορισμό της υγείας. Επίσης, φαίνεται να υπάρχει μια καλή θεώρηση της σχέσης μεταξύ διατροφής και υγείας. Υψηλό ποσοστό του κοινού εμφανίζονται ενήμεροι σχετικά με τα πιθανά οφέλη των γενετικών αναλύσεων, αν και το ποσοστό αυτό μειώνεται με την ηλικία.
Τα δεδομένα μας έδειξαν ότι μόνο στο 9.7% από τους ερωτηθέντες έχει προταθεί να υποβληθούν σε μια γενετική εξέταση για τη σχέση γονιδίων και διατροφής, παρόλο που το 84% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να το κάνουν. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού προτιμά την παραπομπή ενός γιατρού για μια τέτοια εξέταση και πολύ λιγότερο τη συμβουλή ενός διατροφολόγου/διαιτολόγου.
Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή αποτελεί την πρώτη κριτική αξιολόγηση των απόψεων του ευρέος κοινού στην Ελλάδα όσον αφορά στις υπηρεσίες γενετικών εξετάσεων με στόχο συμβουλευτική διατροφής.
Εφόσον δεν έχει διεξαχθεί άλλη τέτοια έρευνα, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν πρότυπο για να μελετηθούν και άλλοι πληθυσμοί, και να στοχευθούν καλύτερα εκείνοι που: α) έχουν πραγματική ανάγκη τέτοιων αναλύσεων (πχ οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας η καρδιαγγειακών νοσημάτων) και β) είναι επιστημονικά στοιχειωδώς ενήμεροι και φαίνονται διατεθειμένοι να υποβληθούν στις ανάλογες αναλύσεις (άρα έχουν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητά τους). / This research constitutes a first attempt to understand the general public’s knowledge concerning basic notions and services in genetics-based nutrition, as well as reveal their attitudes and perceptions on Nutrigenomics. With this research we also aspire to assess the level of knowledge an interest of the general public in this field and evaluate their willingness to undergo such genetic analyses, in order to correlate their genetic profile with their nutrition and receive dietary recommendations.
For the purposes of this study, we designed a questionnaire of 16 questions and conducted a general public survey. Our sample consists of 300 participants, randomly chosen from the public, in the city of Patras in Greece. The answers were analyzed by grouping them according to Gender, Age group and the BMI of the participants, in order to check for potential influence of these factors on the answers.
Our analysis indicated that the public in Patras appears quite knowledgeable concerning DNA and the role of the genome in determining overall health. Participants also have a good grasp of the relation of nutrition to health conditions. A large proportion of the general public is aware of the existence of gene-based disorders and the potential benefits of genetic testing, although this proportion declines steadily with age.
Our data revealed that only 9.7% of respondents from the general public had been advised to take a genetic test in order to explore the relationship between their genes and their nutritional status. However, 84% of them would be willing to undergo nutrigenomic analysis to correlate their genetic profile with their diet. Interestingly, to do so, the vast majority of the general public would prefer referral from a physician than from a dietitian/nutritionist.
Our study has provided the first critical evaluation of the views of the general public with regard to genetics and genetic testing services in Greece and, since no other such study has been conducted so far, it should serve as a model for replication in other populations, so that we could target the groups that a) are in need of such analyses due to family history of obesity or cardiovascular disease, and b) are fundamentally scientifically aware and seem willing to undergo such tests.
|
149 |
Σύγκριση εκπαιδευτικού υλικού για τη διδασκαλία της γραμματικής σε μη φυσικούς ομιλητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευσηΔρυ, Ιωάννα 17 September 2012 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι ο τρόπος διδασκαλίας της γραμματικής της ελληνικής γλώσσας στους μαθητές που δεν είναι φυσικοί ομιλητές της. Πιο συγκεκριμένα ερευνάται κατά πόσον στα εκπαιδευτικά υλικά που έχουν παραχθεί από το Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής του ΕΚΠΑ και από το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων του ΕΚΠΑ και αφορούν τη διδασκαλία της γραμματικής σε αλλόγλωσσους ακολουθούνται οι αρχές της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας, όπως αυτές καθορίζονται από το Αναλυτικό Πρόγραμμα διδασκαλίας της ελληνικής σε αλλοδαπούς μαθητές. Η σύγκριση αφορά το υλικό που αναφέρεται στη διδασκαλία του επιθέτου (ονοματική φράση) και του μέλλοντα (ρηματική φράση). Βασίστηκε σε ποιοτικά κριτήρια βάσει των οποίων ερευνήθηκε το εκπαιδευτικό υλικό. Στα συμπεράσματα της έρευνας ελήφθησαν υπόψη οι διαφορετικές ανάγκες που κατά περίπτωση καλύπτουν τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά υλικά.
Η έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο του γενικότερου προβληματισμού σχετικά με την παραγωγή κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στους αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν όχι μόνο στα μειονοτικά αλλά και στα υπόλοιπα ελληνικά σχολεία. Ανάλογο εκπαιδευτικό υλικό χρειάζεται να χρησιμοποιείται από τους συναδέλφους όλων των σχολείων με τη μορφή εναλλακτικού ή παράλληλου υλικού, στο πλαίσιο της ενισχυτικής διδασκαλίας ή και της κανονικής σχολικής τάξης για την ενίσχυση της γλωσσομάθειας των αλλοδαπών μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. / -
|
150 |
Dialogue, philosophie, éducation et conscientisationPetimeza, Chrisoula 04 1900 (has links)
No description available.
|
Page generated in 0.0248 seconds