Spelling suggestions: "subject:"καρκίνος"" "subject:"καρκίνους""
101 |
Μελέτη της έκφρασης παραγόντων αγγειογένεσης σε σχέση με την απόπτωση και το βαθμό κακοήθειας στο αδενοκαρκίνωμα του προστάτη : ο ρόλος-κλειδί της Κυκλοοξυγενάσης - 2Βούρδα, Αικατερίνη 03 August 2009 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν η ανάδειξη της νεοαγγειογένεσης και ο προσδιορισμός της έκφρασης των VEGF-A, FGF-2, COX-2, AR και BCL-2 στην καλοήθη υπερπλασία και το αδενοκαρκίνωμα του προστάτη.
Το υλικό αφορούσε σε δείγματα προστατικού ιστού μονιμοποιημένα και εγκλεισμένα σε παραφίνη, από 24 περιστατικά καλοήθους υπερπλασίας και 139 περιστατικά προστατικού αδενοκαρκινώματος. Τα τελευταία χωρίστηκαν περαιτέρω σε 3 υποομάδες (Grade I, II και ΙΙΙ) ανάλογα με το βαθμό διαφοροποίησης του νεοπλάσματος κατά Gleason (2-4, 5-7 και 8-10 αντίστοιχα). Χρησιμοποιήθηκε ανοσοϊστοχημική μέθοδος Βιοτίνης-Στρεπταβιδίνης-Υπεροξειδάσης, και εφαρμόστηκε ημιποσοτική μέθοδος για την εκτίμηση της ανοσοϊστοχημικής χρώσης.
Τα ευρήματά μας ανέδειξαν σαφή αύξηση της νεοαγγείωσης (MVD) στο αδενοκαρκίνωμα του προστάτη σε σχέση με την καλοήθη υπερπλασία, η οποία εμφάνισε στατιστικώς σημαντική θετική σχέση με το βαθμό κακοήθειας των προστατικών νεοπλασμάτων (ANOVA p<0.001) και με την έκφραση των VEGF-A και COX-2 (ANOVA p<0.001). Αναδείχθηκε αντίστροφη συσχέτιση της πυρηνικής έκφρασης του ανδρογονικού υποδοχέα (AR) με το βαθμό διαφοροποίησης των νεοπλασμάτων (p<0.0001) και την έκφραση του VEGF-A στο προστατικό στρώμα (p<0.001 Spearman r = -0.312).
Η έκφραση της BCL-2 παρουσιάστηκε αυξημένη στα προστατικά αδενοκαρκινώματα και σχετίστηκε με το βαθμό διαφοροποίησης των νεοπλασμάτων (p<0.001) και την έκφραση των VEGF-A και COX-2 (p<0.001).
Η έκφραση του VEGF-A σε όλα τα περιστατικά αδενοκαρκινώματος του προστάτη εμφάνισε στατιστικώς σημαντική σχέση με το βαθμό διαφοροποίησης των νεοπλασμάτων (p<0.0001). Ωστόσο στα πτωχής διαφοροποίησης αδενοκαρκινώματα η μέση τιμή της έκφρασης του VEGF-A παρουσίασε πτώση. Αντίθετα, η σημασία της COX-2 στον προστατικό καρκίνο αναδείχθηκε με την έκφρασή της τόσο στην καλοήθη υπερπλασία όσο και στα αδενοκαρκινώματα του προστάτη. Η έκφραση παρουσίασε σημαντική σχέση με το βαθμό διαφοροποίησης των νεοπλασμάτων (p<0.01). Η σαφώς αυξημένη έκφραση της COX-2 σε σχέση με τη μείωση της έκφρασης του VEGF-A στα πτωχής διαφοροποίησης νεοπλάσματα πιθανόν υποδηλώνει την ύπαρξη ενός αγγειογενετικού διακόπτη στα νεοπλάσματα αυτά όπου η COX-2 φαίνεται να παίζει σημαντικότερο ρόλο από τον VEGF-A. Η σημαντική αυτή πληροφορία θα μπορούσε να βρει πιθανή θεραπευτική εφαρμογή, καθώς σε πτωχής διαφοροποίησης αδενοκαρκινώματα του προστάτη ίσως η θεραπεία με COX-2 εκλεκτικούς αναστολείς να είχε πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τις αντι-αγγειογενετικές θεραπείες με αναστολείς του VEGF. / The aim of this study was to immunohistochemically evaluate the expression of VEGF-A, FGF-2, COX-2, AR and BCL-2 in benign prostatic hyperplasia (BPH) and prostate carcinoma in relation to microvessel density (MVD) and the Gleason grade of the neoplasms.
A total of 139 cases of primary prostate carcinoma and 24 cases of benign hyperplasia were included in the study. Tumors were graded according to the Gleason grading system and further divided into 3 subgroups (GRADE I, II and III). The immunostaining was performed according to the Streptavidin-Biotin Complex Peroxidase method, in formalin fixed paraffin-embedded tissue.
Mean micro vessel density (MVD) was strongly related to tumor grade, VEGF-A and COX-2 histoscore (ANOVA, p<0.001). The androgen receptor was localized in the nuclei of prostate epithelial cells in 97% of cases. The comparison of AR staining with tumor grade revealed an inverse relationship between these two parameters (ANOVA, p<0,0001). An interesting finding was the inverse relationship of stromal AR expression in relation to VEGF-A immunoreactivity.
BCL-2 expression was correlated with tumor grade in prostate carcinoma cases (p<0.001) and was strongly correlated with COX-2 and VEGF-A expression (p<0.001). These findings suggest that BCL-2 may play a dual role in tumorigenesis, possibly through an angiogenetic axis.
VEGF-A expression was detected in only 17% of BPH cases but all prostate cancer specimens demonstrated some degree of immunoreactivity. COX-2 immunopositivity was present in 54% of BPH specimens and in 99% of primary prostate carcinomas. The increased COX-2 expression correlated significantly with Gleason grade. In our study, high-grade neoplasms presented low to moderate VEGF staining intensity compared to COX-2 expression. These results suggest the activation of an angiogenic switch in poorly differentiated neoplasms, where COX-2 may play a crucial role compared to VEGF and the possible key role of COX-2 in poorly differentiated cancers. According to our findings, anti-VEGF therapy could prove to be more beneficial in patients with low-grade disease, while patients with high-grade prostate carcinoma are more likely to respond to selective COX-2 inhibitors. Immunohistochemical determination of VEGF-A and COX-2 content might prove a useful tool in the design of patient-tailored, anti-angiogenic treatments.
|
102 |
Μελέτη, σχεδίαση και ανάπτυξη εξελιγμένων αλγόριθμων για ψηφιακή ανάλυση και επεξεργασία ιατρικών εικόνων σε ενοποιημένη πλατφόρμα / Medical image digital analysis and processing in unified platformΑποστόλου, Νικόλαος 27 June 2007 (has links)
Η διατριβή σχετίζεται με την επεξεργασία ιατρικών εικόνων για την ευθυγράμμιση και σύντηξη αυτών αλλά και για την ανίχνευση παθολογικών δομών. / The thesis concerns with the medical image processing, for their registration and fusion and for the detection of pathological structures
|
103 |
Το φαινόμενο επιθηλιακής προς μεσεγχυματική μετατροπή κατά την μετάσταση επιθηλιακών καρκινικών κυττάρων / Epithelial to mesenchymal transition and epithelial cancer cell metastasisΓουλιούμης, Αναστάσιος 29 June 2007 (has links)
Η επιθηλιακή προς μεσεγχυματική μετατροπή (EMT – epithelial to mesenchymal transition) είναι ένας τύπος επιθηλιακής πλαστικότητας που χαρακτηρίζεται από μακράς διάρκειας φαινοτυπικές και μοριακές αλλαγές στο επιθηλιακό κύτταρο ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαφοροποίησης προς κύτταρο μεσεγχυματικού τύπου. Η μοριακή αυτή διεργασία φαίνεται πως είναι θεμελιώδης κατά την μετάσταση επιθηλιακών καρκίνων και αποσκοπεί στην απόκτηση από τα καρκινικά κύτταρα φαινοτυπικών χαρακτήρων που τους δίνουν την δυνατότητα διείσδυσης στους ιστούς. Το ΕΜΤ, εκτός από την μετάσταση, αποτελεί βασική διεργασία τόσο στην εμβρυική ανάπτυξη όσο και στις παθολογικές καταστάσεις της φλεγμονής και της επούλωσης. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι μια πλοήγηση μέσα από την βιβλιογραφία που αφορά το φαινόμενο ΕΜΤ και τις επιμέρους διεργασίες που το πλαισιώνουν. Στην πρώτη ενότητα θα γίνει παρουσίαση των μορίων που αναλαμβάνουν τον ρόλο της σηματοδότησης του φαινομένου το οποίο στη συνέχεια εξελίσσεται μέσα από την ενεργοποίηση δεδαλώδων σηματοδοτικών μονοπατιών. Θα παρακολουθήσουμε ακόμα την μετάδοση του σήματος μέσω των κομβικών μορίων αυτών των μονοπατιών ως τον πυρήνα όπου το σήμα απαρτιώνεται αλληλεπιδρώντας με μεταγραφικούς παράγοντες που ρυθμίζουν την έκφραση πρωτεϊνών σχετιζόμενων με την μετατροπή του επιθηλιακού κυττάρου. Στην δεύτερη ενότητα της εργασίας θα γίνει αναφορά στις δομικές και λειτουργικές αλλάγές του επιθηλιακού κυττάρου που του εξασφαλίζουν την μεταναστευτική δυναμική. Πιο συγκεκριμένα θα παρακολουθήσουμε πως το επιθηλιακό κύτταρο χάνει τη συνοχή του με το ‘περιβάλλον’ του εκφεύγοντας ταυτόχρονα της απόπτωσης. Επιπλέον θα εξετάσουμε την αναδιαμόρφωση του κυτταροσκελετού και την έκφραση νέων πρωτεϊνών με σπουδαία συμμετοχή στο φαινόμενο. Τέλος θα γίνει αναφορά στην φαινοτυπική μετατροπή που επιφέρει το φαινόμενο ΕΜΤ στο στρώμα που περιβάλλει τον καρκίνο και πως αυτή με τη σειρά της συνεισφέρει στα δίαφορα μοριακά γεγονότα που συνιστούν το φαινόμενο. Η μετάσταση είναι μια ραγδαία εξέλιξη στην αδυσώπητη πορεία του καρκίνου. Η κατανόησή της λοιπόν σε μοριακό επίπεδο είναι ζήτημα νευραλγικής σημασίας που ξεφεύγει απο τα πλαίσια του απλού ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Ο χειρισμός των μοριακών μηχανισμών για τον έλεγχο της μετάστασης θα μπορεί να αποτελέσει το στοίχημα για την ΄΄μοριακή χειρουργική΄΄ του μέλλοντος. / Epithelial to mesenchymal transition (EMT) is a type of epithelial cell plasticity which is characterized by long lasting phenotypic and molecular modifications of the epithelial cell as a result of a transforming procedure leading to a cell of mesenchymal type. This molecular procedure seems to be pivotal for the metastasis of epithelial cancers and its attribution to the epithelial cells is the gain of phenotypic characters which enable them to invade the tissues. EMT apart from metastasis is also an important molecular phenomenon during embryogenesis and inflammation. The target of this project is a scan through the recent bibliography about EMT. Specifically the project’s first part is going to present the molecules that induce the phenomenon followed by the activation of the complicated signaling pathways of the cell. These paths which are consisted of nodal molecules lead the sing towards the nucleus where it interacts with transcription factors. The conclusion is the regulation of the transcription of some important genes for the phenotypic alteration of the epithelial cell to a cell with mesenchymal characters. The next subject with which this project is going to deal is the thorough presentation of the alterations of the epithelial cell. These include basically the abolishment of the adherence junctions and the reconstruction of the cytoskeleton with the formation of new structures such as filopodia and lamellipodia which endows the cell with the potential of kinesis. Additionally the transformed cells produce new proteins like N-cadherin and vimentin. They also modify the production of a family of proteins with unique importance for the EMT, the so called metalloproteinases. Moreover the cell which has gone through the impact of EMT phenomenon has the ability to induce neovascular formation and at the same time acquires molecular mechanisms to avoid the programmed cell death, known as apoptosis. Finally the transformed epithelial cell implies a phenotypic modification even to the surrounding stroma of the cancer with which the epithelial cells constitute a functional harmonic unit. From one hand the modification of the stroma activates it and the activated stroma from the other hand implies an intense impact to the most molecular subjects that are related to EMT. Metastasis is a rapid development in the ominous course of cancer. The effort to deceive the molecular basis of this phenomenon is not a subject of simple academic interest since the exploit of the molecular mechanisms so as to gain the control of metastasis could be the ‘bet’ for a futuristic ‘molecular surgery’.
|
104 |
Βιοχημική, κυτταρική και μοριακή μελέτη της επίδρασης του ζολενδρονικού οξέος σε κυτταρικές σειρές από καρκίνο του μαστού και σε οστικά κύτταραΔέδες, Πέτρος 20 October 2010 (has links)
Το οστό αποτελεί ένα ιδανικό περιβάλλον για μετάσταση, καθώς η συνεχής και
δυναμική ανάπλασή του παρέχει μια γόνιμη βάση για την παλιννόστηση και τον
πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Ο μεταβολισμός του οστού αποτελείται
από το στάδιο της απορρόφησης (bone resorption), το στάδιο του σχηματισμού (bone
formation) και το στάδιο της ηρεμίας. Το 65-75% των γυναικών με καρκίνο του
μαστού εμφανίζουν οστικές μεταστάσεις, καθώς τα καρκινικά κύτταρα του μαστού
εμφανίζουν αυξημένο οστεοτροπισμό. Τα καρκινικά κύτταρα του μαστού όταν
μεταναστεύουν στο οστό εκκρίνουν διάφορους αυξητικούς παράγοντες και
κυτταροκίνες, οι οποίοι μέσω των οστεοβλαστών, υπερενεργοποιούν τους
οστεοκλάστες με αποτέλεσμα την διατάραξη της φυσιολογικής ομοιοστασίας του
οστού. Η αυξημένη οστεολυτική δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα την
απελευθέρωση αυξητικών παραγόντων που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο οστό, οι
οποίοι συμβάλλουν στην επιβίωση και τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών
κυττάρων στο περιβάλλον του οστού. Έτσι εγκαθιδρύεται ένας ‘φαύλος κύκλος’
μεταξύ την ενεργοποίησης των οστεοκλαστών και την ανάπτυξης του όγκου στο
περιβάλλον του οστού. Η οστική νόσος στον καρκίνο έχει σημαντικές κλινικές
εκδηλώσεις που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του ασθενή. Αυτές περιλαμβάνουν
πόνο στον σκελετό, εξασθένηση της κινητικότητας, υπερασβεστιαιμία, συχνά
κατάγματα, συμπίεση των νευρικών ριζών και του νωτιαίου μυελού, καθώς και
διαταραχές αιμοποίησης.
Για την αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της οστικής νόσου και γενικότερα των
ασθενειών με αυξημένη οστεοκλαστική δραστηριότητα έχει εγκριθεί από τον FDA η
χορήγηση διφωσφονικών. Τα διφωσφονικά είναι συνθετικά ανάλογα του
πυροφωσφορικού (PPi), όπου οι δύο φωσφονικές ομάδες ενώνονται μέσω
φωσφοαιθερικού δεσμού με ένα κεντρικό άτομο άνθρακα (P–C–P) στο οποίο είναι
ομοιοπολικά συνδεδεμένες δύο πλευρικές αλυσίδες. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες
τα αμινο-διφωσφονικά και τα μη αμινο-διφωσφονικά με διαφορετικούς μηχανισμούς
δράσης. Το ζολενδρονικό ανήκει στην κατηγορία των αμινο-διφωσφονικών και δρα
αναστέλλοντας την συνθάση του πυροφωσφορικού φαρνεσυλίου (FPP) στο μονοπάτι
του μεβαλονικού. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σύνθεσης
των ισοπρενοϊδών λιπδίων FPP και πυροφωσφορικό γερανυλγερανύλιο (GGPP). Τα
FPP και GGPP είναι απαραίτητα για την πρενυλίωση δηλαδή την λιπιδική
τροποποίηση των μικρών GTPασων. Η πρενυλίωση είναι απαραίτητη για την
«αγκυροβόληση» τους στην κυτταροπλασματική πλευρά τις κυτταρικής μεμβράνης
274
και ως εκ τούτου στην λειτουργία των σηματοδοτικών αυτών πρωτεϊνών που είναι
επίσης απαραίτητη για την λειτουργία των οστεοκλαστών.
Αρχικός σκοπός της διατριβής ήταν να εξετάσει την επίδραση του ζολενδρονικού
σε βασικές ιδιότητες των καρκινικών κυττάρων, όπως είναι ο ανεξέλεγκτος
πολλαπλασιασμός και η διήθηση σε γειτονικούς ιστούς. Για τα πειράματα που
πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιήθηκαν δύο καρκινικές επιθηλιακές κυτταρικές
σειρές από ανθρώπινο μαστό, με διαφορετική μεταστατική ικανότητα και
διαφορετική έκφραση οιστρογοϋποδοχέων. Οι πειραματικές μελέτες που
πραγματοποιήθηκαν σε θρεπτικό υλικό παρουσία ορού, ώστε να υπάρχει διέγερση
των κυττάρων από μίγμα αυξητικών παραγόντων που υπάρχει στον ορό, έδειξαν ότι
το ζολενδρονικό ανέστειλε στατιστικώς σημαντικά των κυτταρικό πολλαπλασιασμό
και των δύο κυτταρικών σειρών. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι το ζολενδρονικό
ανέστειλε σε σημαντικό βαθμό την διήθηση και των δύο καρκινικών σειρών είτε
χρησιμοποιήθηκε ως χημειοτακτικό ορός είτε εθισμένο υλικό καλλιέργειας από
ινοβλάστες μαστού.
Για την περαιτέρω μελέτη της ανασταλτικής δράσης του ζολενδρονικού στην
διηθητική ικανότητα των καρκινικών κυττάρων, μελετήθηκε η δράση του σε βασικές
διεργασίες των καρκινικών κυττάρων που συμβάλλουν στην διηθητική τους
ικανότητα, την ικανότητα προσκόλλησης τους στον ECM και την κινητικότητά τους.
Η επώαση των καρκινικών κυττάρων με ζολενδρονικό είχε ως αποτέλεσμα την
σημαντική αναστολή της ικανότητας προσκόλλησης τους σε όλα τα συστατικά του
ECM για την MDA-MB-231 σειρά, ενώ για την MCF-7 παρατηρήθηκε αναστολή της
προσκόλλησης σε όλα τα συστατικά του ECM με μόνη διαφορά ότι η αναστολή αυτή
δεν ήταν στατιστικώς σημαντική για τα κολλαγόνα τύπου Ι και IV.
Η μελέτη της κινητικότητας των καρκινικών κυττάρων μελετήθηκε με δύο
τρόπους, έτσι ώστε να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την δράση του
ζολενδρονικού. Και από τις δύο πειραματικές τεχνικές παρατηρήθηκε ότι η κυτταρική
κινητικότητα αναστέλλεται σημαντικά υπό την επίδραση του ζολενδρονικού για τα
MDA-MB-231 κύτταρα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ανασταλτική δράση
του ζολενδρονικού στην κυτταρική κινητικότητα παρατηρήθηκε και στην
συγκέντρωση των 3μΜ.
Ο εξωκυττάριος χώρος δεν είναι ένα απλό υποστηρικτικό σύστημα μορίων του
συνδετικού ιστού, αλλά αποτελεί μια δομική μονάδα η οποία λαμβάνει μέρος σε
φυσιολογικές αλλά και παθολογικές διεργασίες. Η σημαντικότητα της δομής και
Περίληψη
275
λειτουργικότητας των μορίων του εξωκυττάριου χώρου στις παθοφυσιολογικές
διαδικασίες τον καθιστούν ως ένα από τα σημαντικότερα προς μελέτη πεδία. Είναι
ευρέως γνωστό ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ καρκινικών κυττάρων και των
συστατικών του εξωκυττάριου χώρου, εκτός από την επαγωγή του κυτταρικού
πολλαπλασιασμού, είναι σημαντικές για την πρόοδο του καρκίνου, την
αγγειογέννεση και τη μετάσταση. Με βάση τη σύγχρονη βιβλιογραφία, αλλά και την
μακροχρόνια εμπειρία και το δημοσιευμένο έργο του εργαστηρίου μας, είναι γνωστό
ότι αλλαγές στην έκφραση τριών ο σημαντικών κατηγοριών μορίων του
εξωκυττάριου χώρου, των PGs των MMPs και των ιντεγκρινών, μπορεί να έχουν
σημαντικές συνέπειες στην ανάπτυξη και την πρόοδο του καρκίνου του μαστού. Για
το σκοπό αυτό έγινε εκτενής μελέτη στο επίπεδο της δράσης του ζολενδρονικού στις
κατηγορίες αυτών των μορίων.
Η χορήγηση του ζολενδρονικού στα κύτταρα είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή
της έκφρασης, ενός σημαντικού για την οστική μετάσταση μορίου, της συνδεκάνης-1
τόσο σε γονιδιακό όσο και σε πρωτεϊνικό επίπεδο και στις δύο καρκινικές σειρές.
Επίσης ανέστειλε την γονιδιακή έκφραση της συνδεκάνης -2 στην MCF-7 και MDAMB-
231 παρατηρήθηκε μια τάση αναστολής της. Για την συνδεκάνη-4 δεν επηρέασε
την γονιδιακή της έκφραση στην MDA-MB-231, ενώ στην MCF-7 την ανέστειλε.
6στόσο σε πρωτεϊνικό επίπεδο αύξησε την έκφραση της και στις δύο καρκινικές
σειρές, γεγονός που υποδεικνύει πως καταστέλλει τον μηχανισμό αποικοδόμησής της.
Βάσει πρόσφατων μελετών η αύξηση της έκφρασης της συνδεκάνης-4 έχει ως
αποτέλεσμα την καταστολή της κινητικότητας των κυττάρων, γεγονός που εξηγεί την
παρατηρούμενη από το ζολενδρονικό μείωση στην κινητικότητα των κυττάρων.
Η μελέτη της δράσης του ζολενδρονικού στην έκφραση των MMPs και των
TIMPs έδωσε σημαντικά στοιχεία για την παρατηρούμενη αναστολή της διηθητικής
ικανότητας των καρκινικών κυττάρων, καθώς η έκφραση της των MMPs που
μελετήθηκαν και στις δύο καρκινικές σειρές μειώθηκε σημαντικά, ενώ η έκφραση
των TIMPs αυξήθηκε σημαντικά. Όσον αφορά τις ιντεγκρίνες, των οποίων ο ρόλος
στην κυτταρική προσκόλληση είναι γνωστός, στα κύτταρα MDA-MB-231 το
ζολενδρονικό προκάλεσε στατιστικά σημαντική αναστολή στην έκφραση των
υπομονάδων α1, α4, α5, β1, β2, β6 των ιντεγκρινών, καθώς και στις ιντεγκρίνες αvβ3
και α5β1, προκάλεσε σχεδόν πλήρη αναστολή στην έκφραση των β3 και αvβ5,
επαγωγή στις αv και β4 υπομονάδες και δεν επηρέασε την έκφραση των α2 και α3.
Αντίστοιχα, στα MCF-7 το ζολενδρονικό προκάλεσε αναστολή στην έκφραση των
276
υπομονάδων α2, α3, α5, αν, αvβ3, β1, β2, β3, β6 και των ιντεγκρινών αvβ5 και α5β1.
Προκάλεσε επίσης επαγωγή στην υπομονάδα α1, ενώ δεν επηρέασε την έκφραση των
υπομονάδων α4 και β4. Αξιοσημείωτη είναι η αναστολή της αvβ3, καθώς το
ετεροδιμερές αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην μετάσταση των καρκινικών κυττάρων
στο οστό. Συγκρίνοντας τα πειράματα της κυτταρικής προσκόλλησης και της
έκφρασης των ιντεγκρινών παρατηρείται συμφωνία μεταξύ τους.
Σημαντική επίσης για την αντικαρκινική και αντιμετασταστική δράση του
ζολενδρονικού είναι η παρατηρούμενη αναστολή της έκκρισης του HA και της
έκφρασης του υποδοχέα του, του CD44, καθώς το και τα δύο μόρια ξεχωριστά αλλά
και ως σύμπλοκο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόοδο του καρκίνου και
στην μετάσταση του στα οστά.
Επόμενος σκοπός της διατριβής ήταν να μελετηθεί η επίδραση του ζολενδρονικού
εκεί που κυρίως δίνει μετάσταση ο καρκίνος του μαστού, δηλαδή στα οστά. Για το
λόγο μελετήθηκε η δράση του στην ενεργοποίηση των πρώιμων οστεοκλαστων σε
υπόστρωμα οστού, χρησιμοποιώντας ως δείκτες την TRAP 5b και το NTx, και
διαπιστώθηκε πως το ζολενδρονικό μπορεί να επάγει την αναστολή της
οστεοκλαστογένεσης με μηχανισμό ο οποίος δεν βασίζεται στην υπερέκκριση της
OPG. Επίσης ανέστειλε την έκφραση της ΜΜP-9, η οποία πέρα από την
αποικοδομητική της δράση, αποτελεί και δείκτη της οστεοκλαστικής σειράς. Στην
συνέχεια μελετήθηκε η ενεργοποίηση των οστεοκλαστών σε ένα πειραματικό
μοντέλο που περιλάμβανε την συν-καλλιέργεια πρώιμων οστεοκλαστών και
καρκινικών κυττάρων της σειράς MDA-MB-231 παρουσία και απουσία αυξητικών
παραγόντων που επάγουν την ενεργοποίηση των οστεοκλαστών. Και στις δύο
περιπτώσεις η ωρίμανση των οστεοκλαστών αναστάλθηκε δοσο-εξαρτώμενα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα καρκινικά κύτταρα μπορούν από μόνα τους να
επάγουν την ενεργοποίηση των οστεοκλαστών καθώς και ότι ζολενδρονικό
αναστέλλει την ενεργοποίηση των οστεοκλαστων στην χαμηλή συγκέντρωση των
οστεοκλαστών. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις το ζολενδρονικό μείωσε σημαντικά
το φορτίο των ζελατινασών στο περιβάλλον του οστού μειώνοντας έτσι και την
λυτική τους δραστηριότητα.
Όπως είναι γνωστό όταν τα καρκινικά κύτταρα μεταναστεύουν στο περιβάλλον
του οστού ουσιαστικά εκμεταλλεύονται του μηχανισμούς αποικοδόμησης έτσι ώστε
να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επιβίωσή τους. Για το λόγο αυτό
μελετήθηκε η δράση του ζολενδρονικού στην δραστικότητα ενεργών οστεοκλαστών
Περίληψη
277
καθώς και σε μόρια, όπως η TRAP, η β3 ιντεγκρίνη, η καθεψίνη Κ και οι MMP-1, -9,
-14, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην λειτουργία τους. Τα αποτελέσματα από την
μέτρηση του NTx έδειξαν πως το ζολενδρονικό καταστέλλει την δραστικότητα των
οστεοκλαστών. Όσον αφορά τα μόρια που μελετήθηκαν το ζολενδρονικό ανέστειλε
την έκφραση τους στην συγκέντρωση των 15 μΜ, ενώ στην συγκέντρωση των 3 μΜ
είτε ανέστειλε την έκφραση τους (ΜΜP-1, MT1-MMP, ιντεγκρίνη β3) είτε δεν την
επηρέασε (καθεψίνη Κ, TRAP) είτε την αύξησε (MMP-9). Η μελέτη της πρωτεϊνικής
έκφρασης της ΜΜP- 9 εμφάνισε το ίδιο μοτίβο με την γονιδιακή της έκφραση.
Όπως είναι γνωστό η χημειοθεραπεία στον καρκίνο δεν έγκειται στην χορηγία
ενός μόνο φαρμάκου αλλά σε συνδυασμούς φαρμάκων. Για το λόγο αυτό
αξιολογήθηκε η δράση του ζολενδρονικού με άλλα γνωστά αντικαρκινικά μόρια
(λετροζόλη και STI571), των οποίων η δράση τους έχει μελετηθεί και αξιολογηθεί
από το εργαστήριο Βιοχημείας. Τα μόρια αυτά είναι η λετροζόλη και ο μοριακός
αναστολέας STI571. Παρουσία των δύο ειδικών αναστολέων παρατηρήθηκε
ενίσχυση της ανασταλτικής δράσης του ζολενδρονικού στον κυτταρικό
πολλαπλασιασμό, χωρίς ωστόσο να παρατηρείται συνεργιστική δράση τους.
Συνοψίζοντας το ζολενδρονικό φαίνεται να έχει σημαντική in vitro αντικαρκινική
δράση, καθώς εμφανίζει ανασταλτική δράση στον πολλαπλασιασμό των καρκινικών
κυττάρων και στα επιμέρους βήματα της μεταστατικής διαδικασίας. Επιδρά σε μόρια
που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του όγκου και φαίνεται να μπορεί να
διακόψει το ‘φαύλο κύκλο’ της οστικής νόσου στον καρκίνο του μαστού. Η
χρησιμοποίηση του μαζί με άλλα αντικαρκινικά μπορεί να αυξήσει την ανασταλτική
του ικανότητα. Περαιτέρω μελέτες θα βοηθήσουν στην in vivo επιβεβαίωση των
παραπάνω και συγκεκριμένα ότι το ζολενδρονικό εν δυνάμει θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ως αντικαρκινικός παράγοντας σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού,
έτσι ώστε να αποφευχθούν οι πιθανές μεταστάσεις στα οστά. / In this doctoral thesis the effect of zoledronic acid (zol) on human MDA-MB-
231 and MCF-7 breast cancer cell lines on cell proliferation, invasion, adhesion and
migration were examine. The obtained results demonstrated that zoledronate
effectively reduced cell growth for both cancer cell lines. Moreover the effect of zol
on key matrix molecules that implicated in cell migration, invasion and metastasis,
such as Proteoglycans, Metalloproteinase and integrins were studied. In both cell lines
the inhibition of expression of both protein and gene levels were demonstrated. In
order to evaluated the effect of zol on the activation of osteoclasts, bone particles with
the appropriate growth factors were co-cultured with MDA-MB-231 cells.
Conclusively the result of this thesis demonstrated that zol inhibits migration and
invasiveness of breast cancer cells, which is of crucial importance in preventing the
spread in bone inviroment.
|
105 |
Clinically derived dose-response relations for rectum and penile bulb from combine photon and proton radiotherapy of prostate cancer / Κλινικά προσδιορισμένες σχέσεις δόσης–απόκρισης για το ορθό και το βολβό του πέους σε συνδυασμένη ακτινοθεραπεία φωτονίων και πρωτoνίων στον καρκίνο του προστάτηΒαλιαντή, Χριστιάνα 19 January 2010 (has links)
Recent advances in radiation therapy have provided the possibility of combining different modalities, energies and particles in different parts of the treatment. However, there are very limited data on the clinical effectiveness of these modalities. The purpose of this study was the determination of the parameters D50 and γ for the prostate adenocarcinoma, the rectum and the penile bulb using different radiobiological models, when proton and photon beams are combined. / Πρόσφατες εξελίξεις στην ακτινοθεραπεία παρέχουν την δυνατότητα συνδυασμού διαφόρων μονάδων, ενεργειών και σωματιδίων σε διαφορετικά τμήματα της θεραπείας. Ωστόσο, υπάρχουν πολύ περιορισμένα δεδομένα που αφορούν στην κλινική αποτελεσματικότητα αυτών των συνδυασμών. Ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν ο προσδιορισμός των παραμέτρων D50 και γ για το αδενοκαρκίνωμα του προστάτη το ορθό καθώς και τον βολβό του πέους με τη χρήση διαφόρων ραδιοβιολογικών μοντέλων, στην περίπτωση της συνδυασμένης χρήσης δέσμεων φωτονίων και πρωτονίων.
|
106 |
Μελέτη του διαφορικού ρόλου των υποδοχέων RPTPβ/ζ και ALK στις βιολογικές δράσεις του αυξητικού παράγοντα HARP και πεπτιδίων του, σε κύτταρα καρκινικών σειρών προστάτηΔιαμαντοπούλου, Ζωή 21 March 2011 (has links)
Η HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide), γνωστή και ως πλειοτροπίνη, είναι ένας αυξητικός παράγοντας που η έκφρασή του στα ενήλικα άτομα είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένους ιστούς. Ωστόσο, έκφραση ή υπερέκφρασή της έχει παρατηρηθεί in vivo σε διάφορους όγκους και στον ορό του αίματος ασθενών με διάφορες μορφές καρκίνου, καθώς και in vitro σε διάφορες καρκινικές κυτταρικές σειρές.
Παρόλο που οι in vivo βιολογικές δράσεις της HARP είναι αδιαμφισβήτητες, δεν έχει διασαφηνιστεί ο μηχανισμός με τον οποίο ασκεί τις δράσεις αυτές. Επίσης, υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τις in vitro βιολογικές της δράσεις. Στη συγκεκριμένη εργασία διερευνήθηκε το εάν η διαφορετική έκφραση των υποδοχέων της HARP, RPTPβ/ζ και ALK, είναι ένας άλλος λόγος για τα αντικρουόμενα αυτά αποτελέσματα. Χρησιμοποιώντας την RNAi τεχνολογία, δημιουργήσαμε DU145 και PC3 κύτταρα (κυτταρικές σειρές από καρκίνο ανθρώπινου προστάτη), τα οποία σταθερά έχουν μειωμένα επίπεδα έκφρασης του RPTPβ/ζ και του ALK. Τα DU145 κύτταρα εκφράζουν μόνο τον RPTPβ/ζ, σε αντίθεση με τα PC3 κύτταρα που εκφράζουν και τους δύο υποδοχείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο RPTPβ/ζ καταστέλλει την επαγόμενη από HARP κυτταρική προσκόλληση και μετανάστευση, ενώ ο ALK επάγει την επαγόμενη από HARP κυτταρική μετανάστευση. Επιπλέον, η μελέτη της μεταγωγής σήματος αυτών των υποδοχέων έδειξε ότι ο RPTPβ/ζ καταστέλλει τα επίπεδα φωσφορυλίωσης της κινάσης Src, της Fak, της Pten/Akt και των Erk1/2, ενώ ο ALK επάγει την ενεργότητα της Akt και των Erk1/2. Επιπρόσθετα, η μείωση της έκφρασης του RPTPβ/ζ σχετίζεται με την επαγωγή EMT φαινοτύπου, αφού καταστέλλει την έκφραση της E-καντερίνης και επάγει την έκφραση της Ν-καντερίνης, των ιντεγκρινών-α5, -αv και β3, καθώς και της MMP9.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι αυξητικοί παράγοντες αποτελούν υπόστρωμα για διάφορα πρωτεολυτικά ένζυμα του κυτταρικού μικροπεριβάλλοντος, με αποτέλεσμα την παραγωγή βιολογικά ενεργών πεπτιδίων που μπορούν να έχουν παρόμοιες ή και αντίθετες δράσεις με το ολικό μόριο. Η πλασμίνη, η τρυψίνη και η MMP2, πέπτουν την HARP και παράγουν πεπτίδια που αναστέλλουν την επαγωγική της δράση. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες, το ενδιαφέρον για την ανακάλυψη πεπτιδίων με αντικαρκινική δράση εντοπίζεται στο καρβοξυτελικό τμήμα της HARP, καθώς και στις δύο κεντρικές περιοχές που παρουσιάζουν ομολογία με τις επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες της θρομβοσπονδίνης-1.
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε ο μηχανισμός δράσης του P(122-131) και οι βιολογικές δράσεις των P(13-39) και P(65-97). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το P(122- 131) μετά την πρόσδεσή του στον RPTPβ/ζ, μειώνει τα επίπεδα φωσφορυλίωσης της κινάσης Src, της Fak, της Pten και των Erk1/2 και καταστέλλει την in vitro προσκόλληση και μετανάστευση των DU145 και LNCaP κυττάρων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι το P(122-131) καταστέλλει αυτές τις διαδικασίες και μετά από τον ανταγωνισμό του με τη HARP για την πρόσδεση όχι μόνο στον ALK, αλλά και σε άλλους υποδοχείς. Τέλος, χρησιμοποιώντας το σύστημα της χοριοαλλαντοϊδικής μεμβράνης εμβρύου όρνιθας, παρατηρήσαμε ότι το P(122-131)
καταστέλλει και την in vivo αγγειογένεση. Παρόμοια με το P(122-131), τα P(13-39) και P(65-97) καταστέλλουν την in vitro προσκόλληση και μετανάστευση των DU145 και PC3 κυττάρων μετά την πρόσδεσή τους στον RPTPβ/ζ.
Συμπερασματικά, στην παρούσα εργασία καταδεικνύεται ο ρόλος των υποδοχέων RPTPβ/ζ και ALK στον μηχανισμό δράσης του αυξητικού παράγοντα HARP και των πεπτιδίων του. Για πρώτη φορά αποδεικνύεται ότι η ανασυνδυασμένη HARP προκαρυωτικής προέλευσης είναι βιολογικά ενεργή και ότι η δράση της εξαρτάται από τη συνισταμένη των δράσεων που έχει κάθε υποδοχέας της, αντικατοπτρίζοντας τον περίπλοκο μηχανισμό δράσης της HARP και των πεπτιδίων της. / HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide), also known as Pleiotrophin, is a growth factor that is thought to be involved in carcinogenesis. Elevated concentrations of this growth factor are found in many types of tumors, as well as in the plasma of patients with different types of cancer. However, contradictory results have been published concerning the in vitro activities of HARP. Here, we investigated whether the differential expression of HARP receptors, namely RPTPβ/ζ and ALK, is another reason for these controversies. Using the RNAi technology, we stably transformed prostate cancer cell lines DU145 and PC3 to knockdown RPTPβ/ζ or ALK expression. DU145 cells express only RPTPβ/ζ, while PC3 cells express both RPTPβ/ζ and ALK. Our results showed that RPTPβ/ζ inhibits HARP-mediated cellular adhesion and migration, while ALK induces HARP-mediated cellular migration. Investigation of the transduction mechanism revealed that RPTPβ/ζ inactivates Src, Fak, Pten/Akt, and Erk1/2, while ALK activates Akt and Erk1/2. In addition, RPTPβ/ζ knockdown promotes a shift in expression form E- to N-cadherin, and induces the expression of integrin-α5, -αv, -β3, and MMP9.
Growth factors can be hydrolyzed by proteases, leading to the production of biological active peptides. Previous studies indicate that HARP is cleaved by enzymes in the extracellular environment, such as plasmin, trypsin, chymotrypsin, and MMP2. Moreover, the resulting peptides exert altered biological functions compared to the whole molecule. Here, we investigated the effect of (P122-131), corresponding to the basic cluster of the C-terminal region of HARP, as well as the effect of P(13-39) and P(65-97) derived from the TSR domains of HARP. Our results demonstrated that P(122-131) interacts with RPTPβ/ζ, inactivates its catalytic activity, and triggers a signal transduction pathway that inhibits DU145 and LNCaP adhesion and migration, while in parallel interferes with ALK or other pleiotrophin receptors inhibiting pleiotrophin-induced cellular adhesion and migration. In addition, P(122-131) inhibits angiogenesis in vivo, as determined by the chicken embryo CAM assay. Furthermore, P(13-39) and P(65-97) interacts with RPTPβ/ζ and inhibits DU145 and PC3 adhesion and migration. Taken together, the results of this study demonstrate the effect of RPTPβ/ζ and ALK on HARP and its peptides-mediated biological actions. Our results support the hypothesis that the overall effect of pleiotrophin depends on the expression profile of its receptors. Concluding, we show that bacterial pleiotrophin is biological active and part of the diversity of pleiotrophin biological actions is due to RPTPβ/ζ and /or ALK and the complex way of their interactions and signaling.
|
107 |
Ανοσοϊστοχημική μελέτη της κατανομής των γεννητικών στεροειδών ορμονών και των ισοενζύμων ΒΒ και ΜΜ της κρεατινοκινάσης σε καρκινώματα της ουροδόχου κύστεωςΠαναγιωτοπούλου, Κωνσταντίνα 23 April 2010 (has links)
- / -
|
108 |
Investigation of the dose dependence of the induction of cellular senescence in a small cell lung cancer cell line : implementation of R.C.R. (repairable-conditionally repairable) model / Διερεύνηση της εξάρτησης της δόσης για την επαγωγή κυτταρικής γήρανσης σε μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα : εφαρμογή του R.C.R. (repairable-conditionally repairable) μοντέλουΜακρής, Νικόλαος 28 September 2010 (has links)
The purpose of this work is to make an attempt to quantify and model various types of cell death for a small cell lung cancer (SCLC) cell line (U1690) after exposure to a 137Cs source and as well as to compare cell survival models, the Linear-Quadratic (LQ) and Repairable Conditionally – Repairable model (RCR).
This study is based on four different experiments that were taken place at Cancer Centrum Karolinska (CCK). A human small cell lung cancer (SCLC) cell line after the exposure to a 137Cs source was used for the extraction of the clonogenic cell survival curve. Additionally for the determination and quantification of various modes of cell death the method of fluorescence staining was implemented, where we categorized the cell death based on morphological characteristics. As next with the flow cytometry analysis we measured the properties of individual particles and more specifically the percentage of cells in each phase of the cell cycle. The quantification of senescent cells was performed by staining the samples with senescence associated-β-gal solution and then scoring as senescent cells those that had incorporated the substance. These data were introduced into a maximum likelihood fitting to calculate the best estimates of the parameters used by the model in section 2.8. In this model we sorted the modes of cell death into three categories: apoptotic, senescent and other types of cell death (nec/apop, necrotic, micronuclei, giant).
In regards to the clonogenic cell survival assay the RCR model shows a ρ2 value that is equal to 6.10 whereas for the LQ model is 9.61. Moreover from the fluorescence microscopy and senescence assay we observed an initial increase of the probability of three different categories of cell death on day 2 and at higher doses there was saturation. On day 7 a significant induction of apoptosis in a dose and time dependent manner was evident whereas senescence was slightly increased in response to dose but not to time. As for the „other types of cell death‟ category on day 7 showed a higher probability that the one on day 2 and as well as a prominent dose dependence. A dose dependent accumulation of cells in the G2/M phase of the cell cycle was induced by photons on day 2. The accumulation in the G2/M phase on day 2 is released on day 7 and simultaneously an increase of the probability of apoptosis with time was observed.
The RCR model is fitted better to the experimental data rather than the LQ model.
On day 2 there is a slight increase of the apoptotic and senescent probability with dose. On the other hand on day 7 the shape of the curve of apoptosis differs and we observe a sigmoidal increase with dose. At both time points the mathematical model fit the data reasonable well. Due to the fact that the clonogenic survival doesn‟t coincide with the one extracted from the fluorescence microscopy, a more accurate way of quantification of cell death need to be used (e.g. CVTL). / Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι η ποσοτικοποίηση και μοντελοποίηση διαφόρων τύπων κυτταρικού θανάτου μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα μετά από ακτινοβόληση με πηγή Καισίου (137Cs) καθώς και η σύγκριση μοντέλων κυτταρικής επιβίωσης, Linear-Quadratic (LQ) και Repairable Conditionally-Repairable.
Η μελέτη είναι βασισμένη σε τέσσερα ξεχωριστά πειράματα τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο Cancer Centrum Karolinska (CCK). Ανθρώπινος μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της καμπύλης κυτταρικής επιβίωσης μετά από ακτινοβόληση με πηγή Καισίου (137Cs). Επιπρόσθετα για τον προσδιορισμό και την μοντελοποίηση των διαφόρων ειδών θανάτου εφαρμόστηκε η μέθοδος της φθορίζουσας μικροσκοπίας, με την βοήθεια της οποίας κατηγοριοποιήθηκε ο κυτταρικός θάνατος βάσει μορφολογικών χαρακτηριστικών. Στη συνέχεια μέσω της κυτταρομετρίας ροής υπολογίσαμε τις ιδιότητες μεμονομένων σωματιδίων (κυττάρων) και πιο συγκεκριμένα το ποσοστό των κυττάρων σε κάθε φάση του κυτταρικού κύκλου. Η ποσοτικοποίηση των κυττάρων γήρανσης πραγματοποιήθηκε μέσω της χρώσης των δειγμάτων με διάλυμα συσχετιζόμενο με την γήρανση και μετά καταγράφηκαν σαν κύτταρα γήρανσης αυτά τα οποία είχαν ενσωματώσει την ουσία. Τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν σε μια διαδικασία προσαρμογής μέγιστης πιθανοφάνειας (maximum likelihood fitting) ώστε να υπολογιστούν οι βέλτιστες τιμές των παράμετρων που χρησιμοποιούνται από το μοντέλο στην ενότητα 2.8. Στο παρόν μοντέλο έχουμε ταξινομήσει τον κυτταρικό θάνατο σε τρεις κατηγορίες: απόπτωση, γήρανση και άλλοι τύποι κυτταρικού θανάτου (νεκ/αποπ, νέκρωση, μικροπυρήνες και γίγαντες).
Όσον αφορά την κλωνογόνο κυτταρική επιβίωση το RCR μοντέλο παρουσιάζει τιμή χ2 ίση με 6.10 ενώ για το LQ μοντέλο ίση με 9.61. Επιπλέον μέσω της φθορίζουσας μικροσκοπίας και της χημικής δοκιμής για την κυτταρική γήρανση παρατηρήσαμε την 2η μέρα αρχική αύξηση της πιθανότητας και για τις τρεις κατηγορίες κυτταρικού θανάτου ενώ εμφανής ήταν ο κορεσμός στις υψηλότερες δόσεις. Την 7η μέρα παρουσιάστηκε επαγωγή της απόπτωσης με δοσο/χρονο-εξαρτώμενο τρόπο καθώς και το ότι η γήρανση των κυττάρων αυξήθηκε ελάχιστα με την δόση αλλά όχι με τον χρόνο. Σχετικά με την τρίτη κατηγορία ‘άλλοι τύποι κυτταρικού θανάτου’ την 7η μέρα ανέδειξε υψηλότερη πιθανότητα συγκριτικά με την 2η μέρα καθώς και μια έκδηλη εξάρτηση με την δόση. Κατά την ανάλυση του κυτταρικού κύκλου για την 2η μέρα αναδεικνύεται συσσώρευση των κυττάρων με δοσοεξαρτώμενο τρόπο στην φάση G2/M του κυτταρικού κύκλου. Η συσσώρευση των κυττάρων στην φάση G2/M την 2η μέρα απελευθερώθηκε την 7η μέρα με ταυτόχρονη αύξηση της πιθανότητας για απόπτωση συναρτήσει της δόσης.
Βρέθηκε ότι το RCR μοντέλο προσαρμόζεται καλύτερα στα πειραματικά δεδομένα σε σχέση με το LQ μοντέλο. Την 2η μέρα παρατηρήθηκε πολύ μικρή αύξηση της πιθανότητας για απόπτωση και γήρανση συναρτήσει της δόσης. Ενώ την 7η μέρα η μορφή της καμπύλης της απόπτωσης διαφοροποιήθηκε και παρατηρήθηκε σιγμοειδής αύξηση με την δόση. Το μαθηματικό μοντέλο προσαρμόζεται αρκετά καλά στα δεδομένα για την 2η και 7η μέρα. Ένας πιο ακριβής τρόπος υπολογισμού της ποσοτικοποίησης του κυτταρικού θανάτου θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εξ’αιτίας του γεγονότος ότι η καμπύλη της κλωνογόνου επιβίωσης δεν συμπίπτει με αυτή που παράχθηκε από την μικροσκοπία φθορισμού.
|
109 |
Stem κύτταρα και μικροπεριβάλλον στον καρκίνο των ωοθηκώνΒίτσας, Χαράλαμπος 29 July 2011 (has links)
Τα stem κύτταρα είναι ένας υποπληθυσμός κυττάρων με δύο κύριες ιδιότητες: αυτοανανέωση και διαφοροποίηση. Τα stem κύτταρα διαμένουν σε ένα εξειδικευμένο μικροπεριβάλλον, την φωλεά, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της αυτοανανέωσης και της διαφοροποίησης. Τελευταία δεδομένα εισηγούνται ότι ο καρκίνος αναπτύσσεται από ένα υποσύνολο κυττάρων με ιδιότητες ανάλογες αυτών των φυσιολογικών stem κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά αποκαλούνται καρκινικά stem κύτταρα. Η θεωρία των καρκίνικών stem κυττάρων υποστηρίζει ότι τα καρκινικά stem κύτταρα εγκαινιάζουν και συντηρούν την ανάπτυξη και εξέλιξη του όγκου, ευθύνονται για την κυτταρική ετερογένεια των καρκίνικών κυττάρων του όγκου, είναι υπεύθυνα για τις μεταστάσεις και παραμένουν στους ασθενείς παρά τη χρήση των συμβατικών χημειοθεραπευτικών παραγόντων. Πρόσφατα δεδομένα πιστοποιούν την ύπαρξη καρκινικών stem κυττάρων στην ωοθήκη. / Stem cells are a subpopulation of cells with two key properties: self-renewal and differentiation. Stem cells reside in a specialized microenvironment, i.e. niche, which plays an important role in the balance between self-renewal and differentiation. Recent data suggest that cancer develops from a subset of cells with properties similar to those of normal stem cells.
These cells are called cancer stem cells. Cancer stem cell hypothesis suggest that cancer stem cells initiate and preserve the growth of tumor, they are responsible for cellular heterogeneity and metastasis of tumor and they are, finally, drug-resistant.Latest data suggest the presence of cancer stem cells in the ovary.
|
110 |
Συσχέτιση αλληλομορφών της μικροδορυφορικής θέσης DG8S737 της χρωμοσωμικής περιοχής 8q24 με επιθετικό καρκίνο του προστάτη σε ελληνικό πληθυσμόΚατσένης, Νικόλαος 08 May 2012 (has links)
Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί σημαντικό πρόβλημα της δημόσιας υγείας ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο. Είναι ο πιο συχνός σπλαχνικός καρκίνος και ο δεύτερος πιο θανατηφόρος μετά τον καρκίνο του πνεύμονα.
Η εισαγωγή και χρήση του PSA από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 προσέθεσε ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο στα χέρια των κλινικών, το οποίο αναχαίτισε τη μέχρι τότε αυξητική τάση του αριθμού των θανάτων οφειλομένων στον καρκίνο του προστάτη. Το PSA ωστόσο χαρακτηρίζεται από χαμηλή ειδικότητα αλλά και ευαισθησία, χαρακτηριστικά που επιβάλλουν περιορισμούς στη χρήση του. Εξάλλου δεν προβλέπει το βαθμό της επιθετικότητας ενός αδενοκαρκινώματος του προστάτη, συμβάλοντας στο φαινόμενο της υπερδιάγνωσης αλλά κυρίως της υπερθεραπείας του καρκίνου του προστάτη. Κατά συνέπεια είναι απαραίτητη η ανάπτυξη μοριακών εργαλείων (δεικτών) οι οποίοι θα διαγιγνώσκουν τη νόσο με μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά κυρίως θα μας δίνουν προγνωστικές πληροφορίες για τη βιολογική συμπεριφορά του όγκου, προλαμβάνοντας μια άσκοπη θεραπευτική παρέμβαση.
Ενδιαφέρον πεδίο αναζήτησης τέτοιων δεικτών αποτελεί η χρωμοσωμική περιοχή 8q24. Ο μικροδορυφόρος DG8S737 εδράζεται στην περιοχή 8q24 και έχει δειχθεί, σε διαφορετικούς πληθυσμούς, ότι συγκεκριμένο αλληλόμορφό του σχετίζεται με επιθετικό, κλινικά σημαντικό καρκίνο του προστάτη.
Στη συγκεκριμένη μελέτη ανιχνεύονται οι συχνότητας των αλληλομόρφων του μικροδορυφόρου DG8S737 σε μια ομάδα γενικού πληθυσμού (control) και σε μια ομάδα ασθενών οι οποίοι πάσχουν από επιθετικό καρκίνο του προστάτη.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την τάση του αλληλομόρφου -8 να ανιχνεύεται συχνότερα σε ασθενείς παρά σε υγιείς. Εξάλλου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η ίδια τάση και για το αλληλόμορφο -10.
Αυτά τα αποτελέσματα ενισχύουν το δυναμικό χρήσης του DG8S737 ως δείκτη για το μέτρο της επιθετικότητας του καρκίνου του προστάτη. / Prostate cancer represents a major public health issue in western world. It is the most frequently diagnosed visceral cancer whereas it is second in mortality.
The use of PSA since the late 80s restrained the rising tendency of mortality of prostate cancer. PSA though, lacks in specificity. Besides it contributes to the phenomenon of overdiagnosis which leads to overtreatment of prostate cancer. Consequently it is necessary for novel biomarkers to emerge in order to diagnose more accurately and predict the aggressiveness of prostate cancer.
The 8q24 region of chromosome 8 is a region which could harbor potential biomarkers for prostate cancer. The microsatellite DG8S737 in that region has a number of alleles, one of which has the tendency to be more often detected in patients with aggressive prostate cancer.
We have studied the frequencies of alleles of DG8S737 in a group of patients with aggressive prostate cancer as well as in a group of control volunteers. The results confirm the findings of previous studies. The allele -8 of DG8S737 has been detected more often in patients than in healthy volunteers. A new finding is that allele -10 also is more frequently detected in the patients group rather than the control group.
The results confirm previous findings and enforce the potential use of DG8S737 as novel biomarker for the aggressive prostate cancer.
|
Page generated in 0.0557 seconds