71 |
Η αντιληπτικότητα διμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων από φυσικούς και αλλόγλωσσους ομιλητές της ελληνικήςΚουφού, Κωνσταντίνα Ειρήνη 27 April 2009 (has links)
Η παρούσα εργασία διερευνά την αντιληπτικότητα δύο κατηγοριών διμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων του τύπου [φρακτικό + φρακτικό] και [φρακτικό + υγρό] σε αρχικές και ενδιάμεσες, τονισμένες ή άτονες συλλαβές λέξεων της ελληνικής από 26 πληροφορητές, φυσικούς και αλλόγλωσσους (με μητρική γλώσσα την αλβανική και βουλγαρική) ομιλητές της ΚΝΕ. Η εκτεταμένη ποικιλία που χαρακτηρίζει τα εμπειρικά δεδομένα συντελεί στην υιοθέτηση της Θεωρίας του Βέλτιστου σε συνδυασμό με το μοντέλο των Πολλαπλών Παράλληλων Γραμματικών. Μετά την ολοκλήρωση της πειραματικής διαδικασίας κατέστη εμφανές ότι το σύστημα της εκάστοτε μητρικής γλώσσας των αλλόγλωσσων ασκεί επιρροή στην επίτευξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου γλωσσομάθειας της ΚΝΕ είτε ως μητρικής - στην περίπτωση των δίγλωσσων ομιλητών - είτε ως δεύτερης / ξένης γλώσσας. / This paper examines the perception of two-member [obstruent + obstruent] and [obstruent + liquid] consonant clusters in word-initial and word-medial, stressed or non stressed syllables in Modern Greek words by 26 informants, native speakers and Albanian and Bulgarian [as L1] speakers of Greek. Due to the extensive variation of the experimental data we use the frame work of Optimality Theory in combination with the model of Multiple Parallel Grammars. At the end of the experimental process it became obvious that the phonological system of L1 influences the acquisition or learning at the highest possible level (that of an adult native speaker) of Greek either as L1 – in the case of bilingual speakers - either as L2, second / foreign language learning.
|
72 |
Μαθηματικές μέθοδοι στα μικροοικονομικά και χρηματοοικονομικάΑνδριόπουλος, Κωστής 22 December 2011 (has links)
Η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο Μέρος Α' χρησιμοποιούνται μαθηματικές μέθοδοι της Θεωρίας Παιγνίων και των Δυναμικών Συστημάτων για να μελετηθεί η κανονική και χαοτική δυναμική διαφόρων μοντέλων της Μικροοικονομίας. Βασικά αποτελέσματα είναι η μετάβαση σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και η διαφοροποίηση του παραγόμενου προιόντος σε ένα δυοπώλιο-τριοπώλιο. Στο Μέρος Β', κύριος στόχος της έρευνας ήταν να συνδεθούν ορισμένες από τις πλέον γνωστές μερικές διαφορικές εξισώσεις (ΜΔΕ) που χρησιμοποιούνται στα Οικονομικά Μαθηματικά και Χρηματοοικονομικά, με την εξίσωση της θερμότητας της Μαθηματικής Φυσικής, εφαρμόζοντας την κατά Lie συμμετρίες ανάλυση. Επίσης η ανάλυση αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα ισχυρή για την εύρεση αλγεβρικών δομών εξισώσεων που περιγράφουν την τιμολόγηση αγαθών. Έτσι, οδηγούμαστε με συστηματικό τρόπο όχι μόνο στην εύρεση νέων λύσεων αλλά και στην ανακάλυψη κομψών γενικεύσεων των εξισώσεων αυτών. / The thesis is divided into two parts. In Part One we use the mathematical methods of Game Theory and Dynamical Systems to study the stable and chaotic dynamics of various models in Microeconomics. Some of our main results are the route to perfect competition and the differentiation of goods in a duopoly and in a triopoly. In Part Two, our main concern was to link some of the most well-known partial differential equations that are encountered in Economics and Financial Mathematics, with the heat equation of Mathematical Physics, using Lie symmetry analysis. More to that, this analysis proved extremely powerful to the finding of interesting algebraic properties for equations that describe the pricing of commodities. In such way, we succeed in presenting, in a systematic fashion, not only new solutions, but also elegant generalisations of the equations under investigation.
|
73 |
Πρωτοπροσωπική μη-εργαλειακή αλληλεξάρτηση αντίληψης-πράξης / Personal level perception-action non-instrumental interdependenceΠίκολας, Κωνσταντίνος 12 March 2015 (has links)
The goal of the present study is to examine the enactive approaches of Susan Hurley and Alva Noë through the prism of Husserlian temporal constitution. In the first part we offer criticism to Hurley’s notion of ‘non-instrumental interdependence of perception and action’. Her grounding of this interdependence on the subpersonal level constitutional sensory input-motor output interdependence will be viewed as necessary but not sufficient for the first-personal level perception-action interdependence. That sufficiency can only be provided through an exposition of their constitutive interdependence at the first-personal level itself by a phenomenological analysis of perceptual and intentional acts. In the second part we examine Noë’s notion of the ‘virtuality’ of perceptual content. By interpreting his relevant concept of ‘free access’ according to the proposed motif of ‘expectation fulfillment’ we suggest that the problem of the virtuality of content should be interpreted as the problem of the constitution of the temporally enduring perceptual object. We shall work out this issue by appealing to the Husserlian account of perception. By a constructive reading of Husserl’s notions of ‘motivation’ and ‘kinesthesis’ we arrive at the ‘subjective temporal self-relating core’ of perceptual and motor acts. It is this functional temporal self-relatedness, described exclusively on the first-personal descriptive level, that finally offers us the sought after first-personal non-instrumental interdependence of perception and action. We finally suggest that augmented by this notion the sensorimotor approaches can have a better understanding of the neuroscientific explanandum and thus be better informed in their potential epistemological role. Some empirical literature is reviewed at the closure of the study in support of our case. / Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση των κιναισθητηριακών προσεγγίσεων της Σούζαν Χάρλεϋ και του Άλβα Νόε μέσα από το πρίσμα της χουσερλιανής χρονικής σύνθεσης. Στο πρώτο μέρος ασκούμε κριτική στην έννοια της ‘μη-εργαλειακής αλληλεξάρτησης αντίληψης-πράξης’, της Χάρλεϋ. Η θεμελίωση, εκ μέρους της συγγραφέως, της παραπάνω αλληλεξάρτησης στην συγκροτητική αλληλεξάρτηση αισθητηριακών εισόδων-κινητικών εξόδων του υποπροσωπικού επιπέδου περιγραφής θα χαρακτηριστεί ως αναγκαία αλλά όχι επαρκής για την αλληλεξάρτηση αντίληψης-πράξης στο πρώτο-προσωπικό επίπεδο. Η επάρκεια αυτή μπορεί να χορηγηθεί μόνο μέσα από την έκθεση της συγκροτητικής αλληλεξάρτησης τους στο ίδιο το πρώτο-προσωπικό επίπεδο, δια μίας φαινομενολογικής ανάλυσης των αντιληπτικών και προθεσιακών ενεργημάτων. Στο δεύτερο μέρος εξετάζουμε της έννοια της ‘δυνητικότητας’ του αντιληπτικού περιεχομένου, του Νόε. Ερμηνεύοντας της σχετική έννοια του της ‘ελεύθερης πρόσβασης’ με βάση το μοτίβο της ‘πλήρωσης προσδοκιών’ το οποίο εισάγουμε, προτείνουμε πως το πρόβλημα της δυνητικότητας των αντιληπτικών περιεχομένων θα πρέπει να κατανοηθεί ως πρόβλημα συγκρότησης του χρονικά διαρκούς αντιληπτικού αντικειμένου. Καταπιανόμαστε με αυτό το ζήτημα κάνοντας χρήση της χουσερλιανής άποψης περί αντίληψης. Μέσω μίας εποικοδομητικής ανάγνωσης των εννοιών της ‘κινητοποίησης’ (σχέσης-κινήτρων) και ‘κιναίσθησης’, του Χούσερλ, καταλήγουμε στον ‘υποκειμενικό πυρήνα χρονικού αυτοσχετισμού’ των αντιληπτικών και κινητικών ενεργημάτων. Είναι αυτός ο λειτουργικός χρονικός αυτοσχετισμός, η περιγραφή του οποίου γίνεται κατ’ αποκλειστικότητα στο πρώτο-προσωπικό επίπεδο, ο οποίος μας προσφέρει την ζητούμενη πρώτο-προσωπική μη-εργαλιακή αλληλεξάρτηση αντίληψης-πράξης. Καταλήγουμε προτείνοντας, ότι συνεπικουρούμενες από αυτή την έννοια οι κιναισθητηριακές προσεγγίσεις μπορούν να έχουν μία καλύτερη κατανόηση του νευροφυσιολογικού εξηγητέου και συνεπώς να δύναται να καταστούν πιο ενήμερες όσον αφορά τον πιθανό επιστημολογικό τους ρόλο. Η μελέτη κλείνει με μία ανασκόπηση μέρους της σχετικής εμπειρικής βιβλιογραφίας προς υποστήριξη των θέσεων μας.
|
74 |
Μια μπουλιανή γενίκευση της απειροστικής ανάλυσης με εφαρμογές στα ασαφή σύνολα / A boolean generalization of non standard analysis with applications to fuzzy setsΜαρκάκης, Γεώργιος 06 May 2015 (has links)
Στη διατριβή αυτή θα ασχοληθούμε με την Μπουλιανή ανάλυση σαν μια κατ'ευθείαν γενίκευση της μη συμβατικής ανάλυσης του Robinson, δηλ. της θεωρίας των Υπεργινομένων και τις εφαρμογές της στη θεωρία των Ασαφών συνόλων. / --
|
75 |
Οι συγκινησιακές διαδικασίες και προκαταλήψεις που απορρέουν από άτομα διαφορετικής εθνικής καταγωγής προς άλλα άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων : μια πειραματική έρευνα σε μαθητές των Α΄, Β΄, Γ΄ τάξεων γυμνασίων σχολείων ΠατρώνΔημοπούλου, Φωτεινή 03 November 2008 (has links)
Η παρούσα έρευνα είναι ένα μέρος ενός ευρύτερου μη χρηματοδοτούμενου ερευνητικού προγράμματος με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Κº Παντελή Γεωργογιάννη και κύριος σκοπός της είναι να διαπιστώσουμε το πόσο επηρεάζει η καταγωγή ενός προσώπου στην αντιμετώπισή του από τους άλλους και ειδικότερα το βαθμό συμπάθειας ή αντιπάθειας που τρέφουν οι άλλοι απέναντί του, σύμφωνα με τη θεωρία των συγκινήσεων. Η έρευνα αυτή πραγματοποιείται σε μαθητές Γυμνασίου σχολείου και στόχο έχει να δείξει την έξαρση του φαινομένου του ρατσισμού στα σχολεία. / The present work is a part of an extended not-sponsored research program with scientific representative and responsible for this program professor Pantelis Georgogiannis. The main aim of the program is to confirm how much someone’s origin may influence people’s behavior towards him. Specifically it aims to distinguish the grade of sympathy and antipathy, according to the theory of emotion. The survey was carried out realized on secondary school students (age 13-15) and its target is to show the extent of racism in schools.
|
76 |
Περιγραφή και μελέτη προβλημάτων συνοριακών τιμώνΠασχαλίδου, Μαρία 07 July 2010 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση προβλημάτων συνοριακών τιμών. Αρχικά αναφέρονται στοιχεία γραμμικής ανάλυσης και συγκεκριμένα εισάγεται η έννοια ενός τελεστή και τα είδη τελεστών που υπάρχουν, καθώς και η σημασία τους στη Φυσική. Επίσης, δίνεται ο ορισμός της διαφορικής εξίσωσης (Σ.Δ.Ε), ο ορισμός ενός προβλήματος αρχικών τιμών και ο ορισμός ενός προβλήματος συνοριακών τιμών. Έπειτα, αναλύεται η θεωρία Sturm-Liouville και περιγράφονται παραδείγματα συνοριακών τιμών τα οποία επιλύονται με αυτή. Ακόμη, μελετώνται οι συναρτήσεις Green και δίνονται παραδείγματα εφαρμογών τους. Στη συνέχεια εξάγεται η κυματική εξίσωση με τη βοήθεια του μοντέλου της ταλαντούμενης χορδής και επιλύεται με τη μέθοδο του χωρισμού των μεταβλητών για διάφορους τύπους αρχικών και συνοριακών τιμών. Κατόπιν, περιγράφονται μέθοδοι για την επίλυση προβλημάτων συνοριακών τιμών που συνδέονται με την εξίσωση της θερμότητας και μετά αναφέρονται εφαρμογές που προκύπτουν από την επίλυση προβλημάτων διάδοσης θερμότητας. Τέλος αναφέρεται η θεωρία Fredholm και η έννοια της κατανομής και δίνονται παραδείγματα λύσεων των διαφορικών εξισώσεων με την έννοια των κατανομών. Η θεωρία Fredholm είναι ιδιαίτερα σημαντική σε προβλήματα διαφορικών εξισώσεων που είναι μη ομογενή. / In the present project, the initial boundary value problems are analyzed. Firstly, elements of linear analysis are introduced. Particularly the concept of an operator and its types are introduced as well as the importance in the physics sector. Also, the definition of a differential equation and the initial boundary value problems are presented. Additionally, the theory of Sturm-Liouville and its example are described. Moreover, Green function and their applications are introduced. Furthermore, the wave equation was elicited with the basis of vibrating spring model and solved with the method of separating variables. Also with this method and by using Fourier series the heat equation was solved. Finally the theory of Fredholm and the concept of distribution are described. The theory of Fredholm is important in problems of not homogeneous differential equation problems.
|
77 |
Κατανομές σχηματισμών : γενικεύσεις και επεκτάσεις, κατανομές ροών και εφαρμογέςΔαφνής, Σπύρος 20 October 2010 (has links)
Στην παρούσα διατριβή επεκτείνουμε και γενικεύουμε γνωστές κατανομές ροών. Για το σκοπό αυτό μελετούμε κατανομές απλών σχηματισμών χρησιμοποιώντας τη μέθοδο εμφύτευσης σε Μαρκοβιανή αλυσίδα. Με την ίδια μεθοδολογική προσέγγιση μελετούμε τόσο τις μεταβλητές διωνυμικού τύπου, όσο και τις αντίστοιχες χρόνου αναμονής. Στο Πρώτο Κεφάλαιο παρουσιάζουμε μια ανασκόπηση της ερευνητικής δουλειάς των τελευταίων δεκαετιών σε κατανομές ροών. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο μελετούμε κατανομές απλών σχηματισμών, οι οποίες αποτελούν επεκτάσεις και γενικεύσεις κατανομές ροών. Η μελέτη αυτή γίνεται στην περίπτωση που οι δοκιμές είναι ανεξάρτητες. Η υπόθεση αυτή αντικαθίσταται στο Τρίτο Κεφάλαιο από τη γενικότερη υπόθεση δοκιμών που παρουσιάζουν Μαρκοβιανή εξάρτηση πρώτης τάξης και κάτω από αυτό το νέο πλαίσιο μελετούνται κατανομές χρόνου αναμονής. Στο Τέταρτο Κεφάλαιο παρουσιάζεται μια ανασκόπηση των συνεχόμενων συστημάτων στη Θεωρία Αξιοπιστίας. Στη συνέχεια εισάγονται και μελετούνται δύο νέα συστήματα, τα αποία οποία επεκτείνουν και γενικεύουν γνωστά συνεχόμενα συστήματα. Στο Πέμπτο Κεφάλαιο γενικεύεται ένα κλασικό πρόβλημα περιορισμένης χωρητικότητας, το οποίο αναφέρεται συχνά στη Θεωρία Ροών και μας απασχολεί συχνά στο Πρώτο Κεφάλαιο. Νέα αποτελέσματα της διατριβής αυτής δημοσιεύονται στις εργασίες των Dafnis et al. (2007), Dafnis and Philippou (2010), Dafnis et
al. (2010a), Dafnis et al. (2010b) και Dafnis et al. (2010c). / In the present Ph.D. thesis we extend and generalize well-known runs' distributions.
For this purpose, we study exact distributions of simple patterns using the Markov chain
embedding technique. Both binomial-type and waiting-time random variables are treated.
In Chapter 1, we review known results on distributions of runs presented over the last
decades. In Chapter 2, we study distributions of simple patterns, which extend and generalize
distributions of runs. The trials are considered to be independent. This assumption is
replaced by the more general one of first order dependence. Under this new framework,
waiting time distributions are studied in chapter 3. In Chapter 4, we first review the research
on consecutive systems in Reliability Theory. Then, we introduce and study two new systems
which are generalizations of consecutive systems extensively studied in literature. Finally,
in Chapter 5, a well-known restricted occupancy problem, applicable to the Theory of Runs
and often met in Chapter 1, is generalized. New results of the thesis are published in the
papers of Dafnis et al. (2007), Dafnis and Philippou (2010), Dafnis et al. (2010a), Dafnis et
al. (2010b) and Dafnis et al. (2010c).
|
78 |
Δραστηριότητες μέτρησης της χωρητικότητας στην προσχολική ηλικίαΜπαλάσογλου, Αθανασία 03 October 2011 (has links)
Στην παρούσα έρευνα επιχειρείται να αναδειχθεί ο παιδαγωγικός ρόλος των δραστηριοτήτων στην οικειοποίηση από παιδιά της προσχολικής εκπαίδευσης μαθηματικών εννοιών, όπως η μέτρηση της χωρητικότητας δοχείων. Ερευνήθηκε η ηλικιακή επίδραση στο επίπεδο κατανόησης της έννοιας της μέτρησης της χωρητικότητας δοχείων. Τέλος προσπαθήσαμε να επαληθεύσουμε αποτελέσματα παρόμοιων ερευνών.
Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 30 υποκείμενα ηλικιών 5–6 που φοιτούσαν το σχολικό έτος 2009-2010 σε δύο ελληνικά δημόσια νηπιαγωγεία και κοινωνικοοικονομικά ανήκαν στα μεσαία στρώματα.
Η έρευνα διεξήχθη σε τρεις φάσεις: στο pre-test, τη διδασκαλία και το post-test. Στο pre-test, ελέγξαμε αν τα παιδιά μπορούν να πραγματοποιήσουν άμεσες (απευθείας μεταξύ δοχείων) και έμμεσες (με τη χρήση κάποιου κοινού μέτρου) συγκρίσεις της χωρητικότητας δοχείων. Στη διδακτική παρέμβαση προτάθηκαν δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούσαν στη δημιουργία κατάλληλων frameworks σχετικά με τις άμεσες και έμμεσες συγκρίσεις. Ενώ περιελάμβανε και μια δραστηριότητα η οποία εισήγαγε τα παιδιά στην έννοια του μέτρου μέτρησης της χωρητικότητας δοχείων. Στο post-test, αξιολογήθηκε η επίδραση της teaching intervention στη βελτίωση της ικανότητας των παιδιών να χειρίζονται θέματα άμεσης και έμμεσης σύγκρισης χωρητικότητας δοχείων, καθώς και της χρήσης ενός αυθαίρετου οργάνου μέτρησης και μιας άτυπης μονάδας μέτρησης της χωρητικότητας.
Τα ευρήματα ανέδειξαν το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το επικοινωνιακό πλαίσιο στη διδασκαλία, που ενισχύει την αυτονομία των μαθητών και συνεισφέρει στην κατάκτηση της νέας γνώσης. / This research attempts to highlight the role of pedagogical activities in the ownership of pre-school children mathematical concepts such as measurement of container capacity. We investigated the age effect on the level of understanding of the concept of measuring the containes measurament. Finally we tried to verify results of similar investigations.
The sample of the study consisted of 30 subjects aged 5–6, who attended the school year 2009-2010 in two Greek state kindergartens with the same social characteristics belonged to middle socioeconomic strata.
The study was conducted in three phases: the pre-test, teaching intervention and post-test. In the pre-test, we examined whether children can perform direct (directly between containers) and indirect (using a common measure) comparisons of the containers capacity. The teaching intervention proposed activities, which aimed to create appropriate frameworks for the direct and indirect comparisons. While it included an activity which introduced children to the concept of measurement of containers capacity. In the post-test, evaluated the effect of teaching intervention to improve children’s ability to handle matters of direct and indirect comparison containers capasity, and the use of an arbitrary gauge and an informal unit of measurement of capacity.
The findings highlighted the important role of communication within the teaching, enhancing the autonomy of pupils and contribute to the acquisition of new knowledge.
|
79 |
Προσέγγιση των ποιημάτων των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' Γυμνασίου σύμφωνα με τη ρητορική εκδοχή της Αναγνωστικής ΘεωρίαςΓκούβελου, Ελένη 27 June 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην προσέγγιση των ποιημάτων, τα οποία περιέχονται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ τάξης του Γυμνασίου. Η προσέγγιση αυτή επιχειρείται σύμφωνα με τη «ρητορική εκδοχή» της Αναγνωστικής Θεωρίας, τη βάση της οποίας συγκροτούν οι θεωρίες των: Roman Jakobson, Paul de Man και Wayne Booth. Η βασική μας υπόθεση ότι η όλη προσέγγιση των ποιημάτων για την Α΄ τάξη του Γυμνασίου διέπεται και από τη «ρητορική εκδοχή», όχι μόνο από την «ερμηνευτική» που αναφέρει το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (2002), επιβεβαιώθηκε. Από την ανάλυση του υλικού μας, το οποίο περιλαμβάνει δεκαεννέα (19) ποιήματα, προέκυψαν ορισμένα ενδιαφέροντα ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη μας εντόπισε ότι στα ποιήματα της Α΄ τάξης του Γυμνασίου υπάρχουν αρκετοί ρητορικοί τρόποι, όπως, η μετωνυμία, η προσωποποίηση, η ρητορική ερώτηση, το σύμβολο, η αλληγορία, η ειρωνεία, με κυρίαρχη, ωστόσο, τη μεταφορά. Επίσης, στα ποιήματα καταγράφηκαν οι έννοιες του υπονοούμενου συγγραφέα και του υπονοούμενου αναγνώστη, ενώ αρκετές από τις ερωτήσεις/εργασίες που συνοδεύουν κάθε ποίημα στο σχολικό βιβλίο παραπέμπουν σε μεγάλο βαθμό στις θεωρητικές θέσεις των τριών βασικών εκπροσώπων της «ρητορικής εκδοχής» της Αναγνωστικής Θεωρίας. Το κύριο συμπέρασμά μας είναι ότι η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, συγκεκριμένα στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, αξιοποιεί εκτός από την «ερμηνευτική εκδοχή» και τη «ρητορική εκδοχή» της Αναγνωστικής Θεωρίας, εφόσον στηρίζεται και χρησιμοποιεί αρκετές από τις θέσεις, τους όρους και τις έννοιες που συναντούμε στις θεωρίες των βασικών εκπροσώπων της «ρητορικής εκδοχής». Η διαπίστωση αυτή μπορεί να διευρύνει και να εμπλουτίσει ουσιαστικά τις διδακτικές προσεγγίσεις της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. / This paper focuses on the approach of the poems contained in the Texts of Modern Greek Literature, the A΄ class of the Gymnasium. This approach was attempted in accordance with the «rhetoric version» of Reader-Response Theory, the basis of which, is formed by theories of: Roman Jakobson, Paul de Man and Wayne Booth. Our basic assumption that the whole approach of the poems for the first grade of the High school is governed by the «rhetoric version», not only by the «hermeneutic», as described by the Curriculum (2002), confirmed. From the analysis of the material employed, which includes nineteen (19) poems, there are some interesting findings. More specifically, our study found that the poems of A΄ class of high school there are several rhetorical modes, such as metonymy, personification, rhetorical question, symbol, allegory, irony, principal, however, the metaphor. Also, the poems were recorded concepts of implied author and implied reader, while several of the questions/ tasks that accompany each poem in the text book refer largely to the theoretical positions of the three main representatives of the «rhetoric version» of Reader-Response Theory. The main conclusion is that the teaching of Literature in Secondary School, specifically in the first grade of high school, utilizes the «rhetorical version» of Reader-Response Theory, apart from the «hermeneutic» one, since it is based on and uses many of the views, terms and concepts encountered in the theories of fundamentals representatives of the «rhetorical version». This finding can broaden and enrich substantially the teaching approaches of Literature in Secondary Education.
|
80 |
Μελέτη και εφαρμογή της θεωρίας της Decomposability στην εκτίμηση υπολογιστικών συστημάτων / An application of the theory of Decomposability to a computer system performance evaluation problemΝικολακόπουλος, Αθανάσιος Ν. 31 July 2012 (has links)
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της θεωρίας της Near Complete Decomposability (NCD) και η εφαρμογή της στην ανάλυση της απόδοσης ενός υπολογιστικού συστήματος, του οποίου η μοντελοποίηση με παραδοσιακές τεχνικές οδηγεί σε απαγορευτικά μεγάλο χώρο κατάστασης.
Αρχικά, παραθέτουμε τα βασικά σημεία της θεωρίας όπως αυτή θεμελιώνεται μαθηματικά από τον Courtois στην κλασική του μονογραφία (Courtois, 1977), ενώ στη συνέχεια προβαίνουμε στη μοντελοποίηση ενός υποθετικού σταθμού εργασίας κάποιου πολυεπεξεργαστικού συστήματος, στο οποίο εκτελούνται ανά πάσα στιγμή το πολύ Κ έργα. Ο σταθμός εργασίας που μελετάμε διαθέτει buffer πεπερασμένου μεγέθους και είναι επιφορτισμένος με τη συγκέντρωση και το συνδυασμό των επιμέρους υποέργων κάθε έργου και την αποθήκευση του στη μνήμη.
Οι κλασικές τεχνικές μοντελοποίησης του buffer οδηγούν σε ένα μοντέλο με πολύ μεγάλο χώρο κατάστασης. Ωστόσο εμείς μοντελοποιούμε μία συναθροιστική εκδοχή του αρχικού μοντέλου, η οποία υπό αρκετά ρεαλιστικές συνθήκες χαίρει της NCD ιδιότητας. Την ιδιότητα αυτή του μοντέλου μας τη δικαιολογούμε τόσο διαισθητικά, όσο και μαθηματικά.
Επίσης, επιβεβαιώνουμε πως το NCD μοντέλο πετυχαίνει υψηλής ποιότητας εκτίμηση των πιθανοτήτων μόνιμης κατάστασης και μίας σειράς άλλων χρήσιμων μετρικών, με σημαντικά μικρότερο υπολογιστικό κόστος σε σχέση με το αρχικό μοντέλο, εκτελώντας μία σειρά μετρήσεων στο περιβάλλον Matlab. Παράλληλα, η αξιοποίηση του NCD μοντέλου αυξάνει σημαντικά την ικανότητά μας να ερμηνεύσουμε τη δυναμική συμπεριφορά του συστήματος καθώς αυτό οδεύει προς μια κατάσταση στατιστικής ισορροπίας.
Τέλος, επιχειρούμε μία σειρά από “educated guesses” για πιθανές κλάσεις συστημάτων τα οποία θα μπορούσαν να αναλυθούν με μεθοδολογία αντίστοιχη με αυτήν που ακολουθήσαμε εμείς στο παρόν κείμενο. / The purpose of this diploma dissertation is, on one hand the brief study of the theory of Near
Complete Decomposability (NCD), and on the other hand the application of NCD in the analysis of
a system, the modeling of which leads to a prohibitively large state space.
First, we point out the fundamental mathematical principles of NCD as established by Courtois in
his classic monograph (Courtois, 1977). Then, we proceed to the modeling of a hypothetical service
station (R) of a multiprocessing computer system, which executes at most K jobs simultaneously. R
has a finite buffer and its duty is to combine the arriving tasks into a single job and store it to
memory.
The usual modeling techniques applied to this “task buffer”, lead to a model with extremely large
state space. So, we construct a lumped model instead, which enjoys the property of NCD. We prove
this, using intuitive arguments as well as mathematical ones.
Then, we confirm that the NCD model achieves a reliable estimation of the steady state probability
vector and other important metrics, with significantly reduced computational complexity in
comparison with the initial model. Furthermore, the exploitation of the NCD model increases
significantly our ability to understand the dynamics of our system and to interpret aspects of its
transient behavior towards statistical equilibrium.
Finally, we make a number of “educated guesses” about possible classes of systems that could be
analyzed using the same kind of techniques we used in this dissertation.
|
Page generated in 0.031 seconds