• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 123
  • 14
  • Tagged with
  • 137
  • 133
  • 76
  • 36
  • 25
  • 23
  • 15
  • 14
  • 13
  • 11
  • 10
  • 10
  • 9
  • 9
  • 9
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

Μελέτη της επίδρασης αντικαρκινικών χημειοθεραπευτικών φαρμάκων στη ρύθμιση του Cdt1

Σταθοπούλου, Αθανασία 03 July 2009 (has links)
Η μεταβίβαση του γενετικού υλικού στα θυγατρικά κύτταρα απαιτεί αξιοπιστία στην αντιγραφή του DNA, ακρίβεια στην κατανομή των χρωμοσωμάτων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς επιδιόρθωσης, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κληρονομήσιμες μεταλλαγές στο γενετικό υλικό. Τα ευκαρυωτικά κύτταρα, για να πετύχουν αυτή την πιστότητα έχουν αναπτύξει μηχανισμούς επιτήρησης που “παρατηρούν” τις βλάβες στο DNA, ώστε να τις επιδιορθώνουν και να συνεχίζουν τον κυτταρικό κύκλο. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η πρωτεΐνη Cdt1 είναι ένα κρίσιμο και εξελικτικά συντηρημένο μόριο-στόχος του DNA damage checkpoint, καθώς έκθεση σε ιονίζουσα ή UV ακτινοβολία στοχεύει το Cdt1 για πρωτεόλυση. Το Cdt1 είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της αδειοδότησης του κυτταρικού κύκλου (“cell cycle licencing”), και είναι συντηρημένο από τη ζύμη μέχρι τα θηλαστικά. Σε αυτή τη εργασία, μελετάμε την ικανότητα διαφορετικών αντικαρκινικών χημειοθεραπευτικών φαρμάκων να επάγουν το σημείο ελέγχου του κυτταρικού κύκλου που εξαρτάται από το Cdt1. Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι DNA damage που έχει προκληθεί από τα φάρμακα MMS, Cisplatin και Doxorubicin οδηγεί σε άμεση πρωτεολυτική καταστροφή του Cdt1, ενώ χορήγηση Tamoxifen δεν επηρεάζει τα επίπεδα της πρωτεΐνης Cdt1. Βλάβες στο DNA που έχουν προκληθεί από Etoposide έχουν διαφορετική επίδραση στα πρωτεϊνικά επίπεδα του Cdt1, ανάλογα με την κυτταρική σειρά. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αλλαγή στα επίπεδα έκφρασης της Geminin, που είναι αναστολέας του Cdt1. Από τα αποτελέσματά μας προκύπτει ότι οι γενοτοξικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του καρκίνου διαφέρουν ως προς την ικανότητά τους να ενεργοποιούν το σημείο ελέγχου του κυτταρικού κύκλου που εξαρτάται από το Cdt1. / The faithful transmission of the genetic material to the daughter cells requires extreme accuracy in DNA replication, precision in chromosome distribution and effective repair mechanisms to minimize heritable mutations affecting the genetic material. To achieve this fidelity, cells have evolved surveillance mechanisms that monitor the structure of DNA and coordinate repair and cell cycle progression. Recent studies revealed that Cdt1 is a critical and evolutionarily conserved target of the DNA damage checkpoint, since exposure to ionizing or UV radiation targets Cdt1 for degradation. Cdt1 is an essential component of the cell cycle licensing machinery that is conserved from yeasts to mammals. We have examined the ability of several anticancer drugs to act through the Cdt1 dependent cell cycle checkpoint. Our findings indicate that DNA damage induced by MMS, Cisplatin and Doxorubicin leads to rapid proteolytic destruction of Cdt1, whereas treatment with Tamoxifen does not affect Cdt1 protein levels. DNA damage induced by Etoposide has differential effect on Cdt1 protein levels, depending on the cell line. There is no change on Geminin expression levels, the protein inhibitor of Cdt1. Our results suggest that genotoxic therapies used against cancer differ in respect to Cdt1 dependent checkpoint.
22

Μέθοδοι περιορισμού των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και επίδραση τους στην μείζονα πνευμονική εκτομή για καρκίνο

Παναγόπουλος, Νικόλαος 14 October 2008 (has links)
Είναι γνωστό ότι οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος ασκούν ανοσοκατασταλτική δράση, ευνοόντας την υποτροπή των καρκινικών όγκων και των μεταστάσεων. Επιπλέον η περιεγχειρητική αναιμία θεωρείται ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ογκολογικές επεμβάσεις. Οι μείζονες θωρακικές επεμβάσεις, όπως αυτές για καρκίνο του πνεύμονα συνοδεύονται από αυξημένες απώλειες αίματος και ανάγκες για μετάγγιση οδηγώντας σε επακόλουθη αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας. Παράλληλα η ευεργετική επίδραση της απροτινίνης είναι ευρέως γνωστή όσον αφορά τις Καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Σκοπό των μελετών μας αποτέλεσε, από τη μία η πιθανή επίδραση των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και της προεγχειρητικής αναιμίας στην απώτερη επιβίωση των ασθενών που υπεβλήθησαν σε εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα και από την άλλη η επίδραση της απροτινίνης στις ανάγκες για μετάγγιση και την αιμορραγική διάθεση, χορηγούμενη σε πολύ χαμηλή δόση σε μείζωνες πνευμονικές εκτομές. Κατά την πρώτη μας μελέτη, 331 ασθενείς (άνδρες/γυναίκες=295/36, μέσης ηλικίας 64 ± 9 έτη), οι οποίοι υπεβλήθησαν σε ριζική εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα, εξετάσθηκαν προοπτικά. Ο μέσος χρόνος μετεγχειρητικής παρακολούθησης ήταν 27,2 μήνες. Η συνολική επιβίωση των ασθενών εξετάσθηκε συγκριτικά με την χορήγηση μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και την περιεγχερητική αναιμία. Οι παράμετροι αυτοί εξετάσθηκαν αρχικά για τον συνολικό πληθυσμό ασθενών και εν συνεχεία ξεχωριστά για τους ασθενείς σταδίου I. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν ανάλογα με την χορήγηση περιεχειρητικής μετάγγισης αίματος στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) και Ομάδα Β (μη μεταγγιζόμενοι) και ανάλογα με το επίπεδο της προεγχειρητικής αιμοσφαιρίνης (Hb) στην Ομάδα 1 (Hb<12 g/dl) και Ομάδα 2 (Hb≥12 g/dl) αντίστοιχα. Κατά τη δέυτερη μας μελέτη, μια υποομάδα 59 ασθενών (μέσης ηλικίας 58 ± 13.25 έτη) οι οποίοι υπεβλήθησαν σε μείζονα θωρακοχειρουργική επέμβαση ταξινομήθηκαν στην ομάδα ελέγχου (Ομάδα Α) και στην ομάδα απροτινίνης (Ομάδα Β). Η δεύτερη ομάδα (n=29) έλαβε κατά την εισαγωγή της αναισθησίας διεγχειρητικά 500.000 I.U απροτινίνης, ακολουθούμενη από μία δεύτερη ισόποση δόση αμέσως μετά το κλείσιμο της θωρακοτομής. Τα αποτελέσματά μας για την πρώτη μελέτη κατέγραψαν ποσοστό μετάγγισης 25,7%. Η μονοπαραγοντική ανάλυση για το σύνολο του πλυθησμού ανέδειξε συνολική επιβίωση μικρότερη στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) (μέση επιβίωση 33.6 μήνες, 5-ετής επιβίωση 25.1%) σε σύγκριση με την Ομάδα B (μέση επιβίωση 48.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 37.3%) (p=0.001). Παρατηρήσαμε επίσης ότι οι ασθενείς με προεγχειρητική τιμή Hb<12 g/dl (Ομάδα 1) (μέση επιβίωση 33.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 21.3%), παρουσίασαν μικρότερη επβίωση συγκρινόμενοι με την Ομάδα 2 (μέση επιβίωση 49.3 μήνες, 5-ετής επιβίωση 40%) (p=0.002). Η πολυπαραγοντική ανάλυση του συνόλου των ασθενών ανέδειξε ότι η προεγχειρητική αναιμία αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την επιβίωση, ενώ η μετάγγιση με μονάδες ομόλογου αίματος όχι. Παρατηρήσαμε επίσης κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση ότι στους ασθενείς του σταδίου I, οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος αποτέλεσαν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την απώτερη επιβίωση, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε για την προεγχειρητική αναιμία. Στην δεύτερη μελέτη μας, η μέση παροχή αιματηρού περιεχομένου που κατεγράφη από τους σωλήνες θώρακος κατά την 1η και 2η μετεγχειρητική ημέρα στην Ομάδα Β (απροτινίνης) ήταν σημαντικά ελαττωμένη (412.6±199.2 έναντι 764.3±213.9 ml, p<0.000 και 248.3±178.5 έναντι 455.0±274.6, p<0.001 αντίστοιχα). Παρομοίως, οι ανάγκες μετάγγισης με φρέσκο κατεψυγμένο πλάσμα ήταν λιγότερες στην Ομάδα της απροτινίνης. Επιπλέον, τόσο ο διεγχειρητικός χρόνος, όσο και η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο ήταν χαμηλότερα υπέρ της Ομάδας Β, χωρίς όμως να αγγίζουν την στατιστική σημαντικότητα (84.6±35.2 έναντι 101.2±52.45 λεπτών και 5.8±1.6 έναντι 7.2±3.6 ημερών αντίστοιχα) (p<0.064). το συνολικό ποσοστό μετάγγισης δεν δέφερε σημαντικά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη χορήγηση της ουσίας. Τα συμπεράσματά μας συνιστούν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος επηρεάζουν αρνητικά την απώτερη επιβίωση των ασθενών με πρώιμο μη μικροκυτταρικό καρκίνο (σταδίου I) του πνεύμονα, χωρίς να παρατηρείται όμως η ίδια επίδραση στην επιβίωση αυτών με χειρουργικά εξαιρέσιμη πιο προχωρημένη νόσο. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος πιθανώς να ασκούν ανοσοτροποποιητική δράση στα πρώιμα στάδια της νόσου, ενώ για τα πιο προχωρημένα το φιανόμενο αυτό δεν είναι προφανές. Επιπλέον, η χορήγηση της απροτινίνης σε πολύ χαμηλή δόση, συνοδεύεται από ελάττωση των μετεγχειρητικών απωλειών αίματος και αναγκών για μετάγγιση των παραγώγων του αίματος. Με βάση τα δεδομένα αυτά θεωρούμε την χορήγηση της απροτινίνης ως ασφαλή και ευεργετική στις μείζονες θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις. / It has been postulated that transfusions have immunosuppressive effects that promote tumor growth and metastasis. Moreover perioperative anaemia is considered an independent prognostic factor on outcome in patients operated for malignancy. Major thoracic operations (such as lung cancer resections) are associated with increased blood losses and transfusion requirements leading to increased mortality and morbidity. In addition, the blood saving effect of aprotinin has been well documented in cardiac surgery. The aims of our studies were to evaluate, on the one hand the possible influence of red blood cell (RBC) transfusions and perioperative anaemia on survival in patients operated for non-small cell lung carcinoma (NSCLC); and on the other hand, we have tested the influence of aprotinin using an ultra-low dose drug regime on major pulmonary operations concerning bleeding diathesis and need for transfusion. In our first study, 331 consecutive patients, male/female=295/36, (mean age 64±9 years), who underwent radical surgery for NSCLC were prospectively enrolled in this cohort and followed up for a mean of 27.2 months. The overall survival of patients was analyzed in relation to RBC transfusions and perioperative anemia. These parameters were analyzed in the whole cohort of patients and separately for stage I patients. Patients were divided according to perioperative transfusion, into Group A (transfused) and Group B (non-transfused) and according to the preoperative haemoglobin (Hb) level into Group 1 (Hb<12g/dl) and Group 2 (Hb≥12gr/dl) respectively. Furthermore in our second study, a subgroup of 59 patients, of mean age 58±13.25 years (mean±SD) undergoing general major thoracic procedures were randomized into placebo (Group A) and treatment–aprotinin group (Group B). The group B (n=29) received 500.000 IU of aprotinin after induction to anesthesia and a repeat dose immediately after chest closure. In our fisrt study, the overall transfusion rate was 25.7%. Univariate analysis showed that in the whole cohort of patients overall survival was significantly shorter in Group A (mean 33.6 months, 5-year survival 25.1%) compared to Group B (mean 48.0 months, 5-year survival 37.3%) (p=0.001). It also showed that patients with preoperative Hb level<12g/dl (Group 1), (mean of 33.0 months, 5-year survival 21.3%) had shorter survival compared to Group 2 patients (mean 49.3 months and 5-year survival 40.0%) respectively (p=0.002). Multivariate analysis in the whole cohort of patients showed that preoperative anemia was an independent risk factor for survival while RBC transfusion was not. In particular for stage I patients, it was shown that RBC transfusion was an independent prognostic factor for long-term survival as detected by multivariate analysis (p=0.043), while anemia was not. In our second study, the two groups were similar in terms of age, gender, diagnosis, pathology, comorbidity and operations performed. The mean drainage of the first and second postoperative day in group B was significantly reduced (412.6±199.2 vs. 764.3±213.9 ml, p<0.000, and 248.3±178.5 vs. 455.0±274.6, p<0.001). Similarly, the need for fresh frozen plasma transfusion was lower in group B, p<0.035. Both the operation time and the hospital stay were also less for group B but without reaching statistical significance (84.6±35.2 vs 101.2±52.45 min. and 5.8±1.6 vs 7.2±3.6 days respectively, p<0.064). The overall transfusion rate did not differ significantly. No side effects of aprotinin were noted Our conclusions suggested that RBC transfusions affect adversely the survival of stage I NSCLC patients, while do not exert any effect on survival of patients with surgically resectable more advanced disease, where preoperative anemia is an independent negative prognostic factor. These findings indicate that RBC transfusion might exert an immunomodulatory effect on patients with early disease while in more advanced stages this effect is not apparent. Additionally perioperative ultra-low dose aprotinin administration was associated with a reduction of total blood losses and blood product requirements. We therefore consider the use of aprotinin safe and effective in major thoracic surgery.
23

Ακτινοθεραπεία οστικών μεταστάσεων σε ασθενείς με καρκίνο, σε συνδυασμό με χορήγηση διφωσφονικών

Βασιλείου, Βασίλειος Π. 29 August 2008 (has links)
Σκοπός της μελέτης: Ο σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του θεραπευτικού αποτελέσματος και της ασφάλειας του συνδυασμού ακτινοθεραπείας και ιβανδρονικού οξέος, σε ασθενείς με οστικές μεταστάσεις από συμπαγείς όγκους. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα διερευνήθηκε τόσο για το σύνολο των ασθενών, όσο και ξεχωριστά για τους ασθενείς με λυτικές, μικτές και σκληρυντικές οστικές μεταστάσεις. Παράλληλα, επιχειρήθηκε ο συσχετισμός της κλινικής ανταπόκρισης των ασθενών με την μέτρηση της μέσης οστικής πυκνότητας των οστικών βλαβών με αξονικό τομογράφο (ΑΤ). Η επανοστεοποίηση διερευνήθηκε και με Μαγνητικό Τομογράφο. Ασθενείς και μέθοδος: 52 ασθενείς (33 άντρες, 19 γυναίκες, μέσης ηλικίας 68.3 έτη) με οστικές μεταστάσεις από διάφορους ιστολογικά επιβεβαιωμένους συμπαγείς όγκους, υποβλήθηκαν σε εξωτερική ακτινοθεραπεία, από τον Νοέμβριο του 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2005. Η συνολική δόση κυμαινότανε από 30 έως 40 Gy και η ημερήσια δόση από 1.8 έως 2.0 Gy. Κατά την πρώτη ημέρα της ακτινοθεραπείας οι ασθενείς υποβάλλονταν και σε ενδοφλέβια έγχυση με 6mg ιβανδρονικό οξύ. Η χορήγηση διαρκούσε μια ώρα και επαναλαμβανόταν κάθε 4 εβδομάδες, με μέγιστο αριθμό χορηγήσεων τις 10. Όλοι οι ασθενείς υποβάλλονταν σε κλινική και ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ κατά την πρώτη ημέρα της συνδυασμένης θεραπείας και τρείς, έξι και δέκα μήνες μετά. Η αξιολόγηση της κλινικής ανταπόκρισης ελάμβανε χώρα με την καταγραφή της κλίμακας πόνου (0-10), της ποιότητας ζωής (ερωτηματολόγιο EORTC-QΟL- κλίμακα φυσικής λειτουργικότητας, 0-100), της φυσικής κατάστασης (Karnofsky Performance Status index, 0-100), της κατανάλωσης αναλγητικών, όπως και της συχνότητας επανάληψης της ακτινοθεραπείας, εμφάνισης παθολογικών καταγμάτων και συνδρόμου συμπίεσης νωτιαίου μυελού. Η ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ περιλάμβανε την μέτρηση της μέσης οστικής πυκνότητας σε κάθε οστική βλάβη, αλλά και κατηγοριοποίηση των οστικών βλαβών σε 3 τύπους: λυτικού, μικτού και σκληρυντικού. Μια οστική μετάσταση χαρακτηριζόταν ως λυτική όταν επικρατούσε η οστεολυτική δραστηριότητα και σκληρυντική όταν επικρατούσε η οστεοβλαστική δραστηριότητα. Σε περιπτώσεις όπου καμία από τις δύο δραστηριότητες δεν επικρατούσε, η βλάβη χαρακτηριζόταν ως μικτού τύπου. Επτά ασθενείς διερευνήθηκαν περαιτέρω με Μαγνητικό Τομογράφο, προ της θεραπείας και τρείς μήνες μετά. Αποτελέσματα: 52 ασθενείς αξιολογήθηκαν κατά το χρονικό σημείο των τριών μηνών, 34 στους έξι μήνες και 30 στους δέκα. Ο μέσος όρος κλίμακας πόνου του συνόλου των ασθενών μειώθηκε από τις 6.3 στις 0.5 μονάδες στους 10 μήνες παρακολούθησης (p<0.001). Στο ίδιο χρονικό σημείο 23/30 ασθενείς, ή ποσοστό 76.7% ανάφεραν ολική ανταπόκριση πόνου (κλίμακα πόνου 0). Ο μέσος όρος ποιότητας ζωής κατά την αρχική αξιολόγηση έφθανε μόλις τις 40.9 μονάδες, ενώ μετά από δέκα μήνες παρακολούθησης ο μέσος όρος ανήλθε στις 88.5 μονάδες (p<0.001). Σημαντική βελτίωση καταγράφηκε και για τη φυσική κατάσταση των ασθενών, αφού δέκα μήνες μετά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας παρατηρήθηκε αύξηση κατά 23.3 μονάδες (p<0.001). Κατά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας, 84.6% των ασθενών ήταν υπό αναλγητική αγωγή με οπιοειδή. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 10% κατά την αξιολόγηση των δέκα μηνών (p<0.001). Εκτός από τη μείωση της ποσοστιαίας κατανάλωσης οπιοειδών αναλγητικών, σημαντική ήταν και η μείωση στην ημερήσια κατανάλωση. Κατά την αξιολόγηση των δέκα μηνών, η μέση οστική πυκνότητα αυξήθηκε κατά 73.2% (p<0.001) (συγκριτικά με τις μετρήσεις προ της έναρξης της θεραπείας). Η αξιολόγηση των οστικών βλαβών με Μαγνητικό Τομογράφο τρείς μήνες μετά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας, ανέδειξε μείωση στην ενίσχυση σήματος σε Τ1 TSE ακολουθίες, η οποία ήταν πιο έντονη μετά από έγχυση παραμαγνητικής ουσίας. Πιο συγκεκριμένα, προ της θεραπείας η ποσοστιαία ενίσχυση σήματος με παραμαγνητική ουσία έφθανε το 60%, ενώ τρείς μήνες μετά περιορίστηκε στο 15%. Η κατηγοριοποίηση των ασθενών σύμφωνα με τον τύπο των οστικών μεταστάσεων κατά την αρχική αξιολόγηση, έδειξε πως οι ασθενείς των οποίων οι οστικές βλάβες χαρακτηρίζονταν από λυτική δραστηριότητα (λυτικού τύπου), είχαν τον υψηλότερο μέσο όρο οστικού πόνου (8.1 μονάδες) και το χαμηλότερο μέσο όρο ποιότητας ζωής (29.7 μονάδες) και φυσικής κατάστασης (60.9 μονάδες). Η ομάδα αυτή είχε και την υψηλότερη ποσοστιαία και ημερήσια κατανάλωση οπιοειδών αναλγητικών. Το αντίθετο παρατηρήθηκε για την ομάδα των ασθενών με σκληρυντικού τύπου οστικές μεταστάσεις, οι οποίοι είχαν το μικρότερο αρχικό μέσο όρο οστικού πόνου (4.4 μονάδες) και την υψηλότερη βαθμολογία ποιότητας ζωής (52.5 μονάδες) και φυσικής κατάστασης (69.3 μονάδες). Οι ασθενείς με σκληρυντικού τύπου οστικές βλάβες είχαν επίσης την χαμηλότερη ποσοστιαία και ημερήσια κατανάλωση οπιοειδών αναλγητικών. Οι ασθενείς με μικτού τύπου οστικές μεταστάσεις είχαν ενδιάμεσο μέσο όρο αποτελεσμάτων αξιολόγησης. Η ομάδα των ασθενών με λυτικού τύπου οστικές μεταστάσεις είχαν επίσης το χαμηλότερο μέσο όρο οστικής πυκνότητας και οι ασθενείς με σκληρυντικού τύπου βλάβες τον υψηλότερο. Οι διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων κατά την αρχική αξιολόγηση ήταν στατιστικά σημαντικές για όλες τις παραμέτρους που εκτιμήθηκαν. Οι διαφορές αυτές εξομαλύνθηκαν (δηλ. έπαψαν να είναι στατιστικά σημαντικές), από το χρονικό σημείο των τριών μηνών και μετά. Το μεγαλύτερο θεραπευτικό όφελος παρατηρήθηκε για τους ασθενείς με λυτικού τύπου οστικές μεταστάσεις, αφού δέκα μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας σημειώθηκε μείωση στην κλίμακα πόνου κατά 7.6 μονάδες (p<0.001). Κατά το ίδιο χρονικό σημείο, παρατηρήθηκε σημαντικού βαθμού βελτίωση στην ποιότητα ζωής αλλά και φυσική κατάσταση, παραμέτρους για τις οποίες καταγράφηκε αύξηση κατά 57.8 και 24.1 μονάδες αντίστοιχα (p<0.001). Σε σχέση με τη μέτρηση προ της έναρξης της θεραπείας, η μέση οστική πυκνότητα αυξήθηκε κατά 186% 10 μήνες μετά (p<0.001). Το ποσοστό αυτό ήταν και το υψηλότερο των τριών ομάδων. Το μικρότερο θεραπευτικό όφελος (συγκριτικά πάντα με την αρχική αξιολόγηση) παρατηρήθηκε για τους ασθενείς με σκληρυντικού τύπου οστικές μεταστάσεις. Στους δέκα μήνες το θεραπευτικό αποτέλεσμα για τις τρείς ομάδες ήταν ισάξιο, αφού ο μέσος όρος των κλινικών παραμέτρων που αξιολογήθηκαν ήταν συγκρίσιμος. Η διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ των παραμέτρων που διερευνήθηκαν με την δοκιμασία Spearman ανέδειξε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Κατά την αρχική αξιολόγηση η συσχέτιση μεταξύ του οστικού πόνου και της οστικής πυκνότητας ήταν αρνητική και στατιστικά σημαντική (Rs=-0.43). Επίσης ο οστικός πόνος ήταν ο κύριος παράγοντας που επηρέαζε την ποιότητα ζωής και την φυσική κατάσταση αρνητικά (Rs= -0.78 και Rs= -0.38 αντίστοιχα, p<0.05). Κατά τις αξιολογήσεις των τριών, έξι και δέκα μηνών η συσχέτιση μεταξύ του πόνου, φυσικής κατάστασης και ποιότητας ζωής δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Κατά τη διάρκεια της μελέτης δεν υπήρξε οποιαδήποτε επανάληψη ακτινοθεραπείας λόγω υποτροπής πόνου. Καταγράφηκε ένα παθολογικό κάταγμα και ένα επεισόδιο συμπίεσης νωτιαίου μυελού. Επίσης, δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε σοβαρή τοξικότητα. Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός της ακτινοθεραπείας και ιβανδρονικού οξέος βρέθηκε να είναι αποτελεσματικός και ασφαλής για την αντιμετώπιση επώδυνων οστικών μεταστάσεων από διάφορους συμπαγείς όγκους. Παρατηρήθηκε αξιόλογη ύφεση του άλγους, αλλά και βελτίωση στην ποιότητα ζωής και φυσική κατάσταση για το σύνολο των ασθενών. Τη μεγαλύτερη κλινική και ακτινολογική ανταπόκριση είχε η ομάδα των ασθενών με λυτικού τύπου οστικές μεταστάσεις. Η ομάδα αυτή είχε τον υψηλότερο αρχικό μέσο όρο οστικού πόνου και τον χαμηλότερο αρχικό μέσο όρο ποιότητας ζωής και φυσικής κατάστασης. Οι συσχετίσεις μεταξύ των παραμέτρων που διερευνήθηκαν ανέδειξαν ενδιαφέροντα και σημαντικά αποτελέσματα, με κυριότερη τη συσχέτιση μεταξύ πόνου και οστικής πυκνότητας. Η συσχέτιση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική, αρνητική και ισχυρή. Η συνέργια μεταξύ της ακτινοθεραπείας και του ιβανδρονικού οξέως επέφερε αυξημένη επανοστεοποίηση, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μερική ή πλήρη ύφεση του πόνου και τη βελτίωση της κλινικής εικόνας των ασθενών. Τέλος, η ακτινολογική αξιολόγηση με ΑΤ έδωσε την δυνατότητα της αντικειμενικής παρακολούθησης του θεραπευτικού αποτελέσματος και της κλινικής ανταπόκρισης. Η κατηγοριοποίηση των ασθενών με βάση ακτινολογικά κριτήρια έδωσε τη δυνατότητα της μελέτης των διαφορών μεταξύ ασθενών με διαφορετικού τύπου οστικές μεταστάσεις (όσον αφορά τις παράμερους που διερευνήθηκαν), αλλά και τη διερεύνηση των τυχών διαφορών στην ανταπόκριση στη θεραπεία. / Purpose: The purpose of the study was to investigate the effectiveness and safety of the combination of radiotherapy and ibandronate in managing bone metastases form solid tumours. The therapeutic outcome was studied for the total number of patients taking part in the study, as well as for patients with different types of bone metastases: lytic, mixed and sclerotic. The changes in bone density in the metastatic bone lesions were followed by computed tomography (CT). The correlation between bone density and the clinical parameters evaluated in the study was also investigated. Reossification was investigated by using Magnetic resonance imaging (MRI) as well. Patients and methods: 52 patients (33 males, 19 females, mean age 68.3 years) with bone metastases from a variety of solid tumors were involved in the study. All patients underwent radiotherapy, receiving a total dose ranging between 30 to 40 Gy, with a daily fractionation of 1.8 to 2.0 Gy. On the first day of radiotherapy patients received an intravenous infusion of 6mg ibandronate. Each infusion lasted for 1 hour and was repeated monthly for up to a total of 10 cycles. Patients underwent both clinical and radiological evaluations on the first day of radiotherapy and 3, 6 and 10 months post the onset of treatment. Clinical status was assessed by bone pain (pain scale rated from 0 to 10), quality of life (EORTC QOL-Physical functioning, 0-100), and performance status (Karnofsky performance status index, 0-100). Analgesic use was also recorded in detail and opioid consumption transformed in daily oral morphine equivalents. Retreatments and incidences of pathological fractures and spinal cord compression were also recorded. Patients undergoing such events were excluded from the study. The radiological evaluation was carried out by using CT and the bone density of each metastatic bone lesion was measured in Hounsfield units. CT was also used to separate patients into three groups on the basis of the type of their bone metastases. A bone metastasis was characterized as “Lytic” when osteolysis was predominant and “sclerotic” when osteoblastic activity was mainly evident. In cases were none of the above activities was predominant, the lesion was characterized as “mixed” type. Seven patients were also evaluated by using MRI. This was done prior to therapy and 3 moths later. Results: 52 patients were evaluated at the time point of 3 months, 34 at 6 months and 30 at 10 months. The mean pain score at baseline was 6.3 points, being reduced to 0.5 points after 10 months of follow up (p<0.001). At the same time point 23/30 patients (76.7%) experienced a complete pain response (pain score zero). The mean baseline score for quality of life was 40.9 points, reaching 88.5 points at the end of the study (p<0.001). Significant improvement was also recorded for performance status, since the mean Karnofsky performance status score increased by 23.3 points, 10 months post the baseline evaluation (p<0.001). Considerable reduction was also noted for opioid consumption, both in the percentage and mean daily oral morphine equivalents. At 10 months of follow up mean bone density increased by 73.2%, as compared to the baseline evaluation (p<0.001). The MRI evaluation at baseline revealed a low signal in T1 TSE sequences, and enhancement after administration of paramagnetic contrast agent. 3 months after the onset of therapy, T1 TSE signal intensities (with paramagnetic contrast agent) were significantly lower than the corresponding baseline signal intensity values (p<0.01). At the baseline evaluation the patients with Lytic bone lesions had the highest baseline mean bone pain with 8.1 points, the lowest mean quality of life (29.7 points) and the lowest mean performance status with 60.9 points. This group also had the highest percentage and mean daily oral morphine equivalent consumption. On the contrary, the sclerotic group had the least mean bone pain with 4.4 points, the highest mean score for quality of life with 52.5 points, and the highest mean score for performance status with 69.3 points. These patients also had the lowest percentage and mean daily opioid consumption. The group of patients with mixed type bone lesions had intermediate mean assessment values. Mean baseline bone density was the least for the lytic group and the highest for the sclerotic group. For all the evaluated parameters, the differences between the 3 groups at the baseline evaluation were statistically significant. From the evaluation at 3 months and onwards the differences were levelled out (were not statistically significant). The highest clinical response was noted for the lytic group, since at 10 months of follow up the mean bone pain was reduced by 7.6 points as compared to the baseline evaluation (p<0.001). At the same time point significant improvements were also noted for quality of life and performance status, since as compared to the baseline evaluation the mean scores increased by 57.8 and 24.1 points respectively (p<0.001). After 10 months of follow up bone density increased by 186%. This was the highest increase out of the 3 groups. Even though the therapeutic response at 10 months was highest for the lytic group (as compared to the baseline assessments), the overall therapeutic outcome for the 3 groups was equal, since at the end of the study the mean values of the clinical assessments were comparable. The spearman correlation test revealed important associations between the evaluated parameters. At baseline bone pain had a negative, strong and statistically significant correlation with bone density (Rs = -0.43). Bone pain was the main factor influencing quality of life and performance status (Rs = -0.78 and Rs = -0.38 respectively, p<0.05). At the evaluations of 3, 6 and 10 months the correlations between bone pain, performance status and quality of life were not statistically significant. During the 10 months of follow up there was no retreatment due to pain relapse. One pathological fracture and 1 spinal cord compression were recorded. No major toxicity was noted. Conclusions: The combination of radiotherapy and ibandronate for the management of bone metastases, turned out to be effective and safe. The effectiveness was manifested through clinical and radiological parameters. The reduction in bone pain was significant, as well as the improvements in quality of life and performance status of patients. The highest therapeutic response was noted for the lytic group, since out of the 3 groups this group had the highest mean baseline pain, and the lowest baseline mean scores for quality of life and performance status. The correlations between the evaluated parameters were interesting and revealed a strong and negative association between bone pain and bone density. The synergy between radiotherapy and ibandronate resulted in accelerated reossification that brought about an improvement in the clinical parameters that were assessed. CT enabled us to follow the therapeutic response and investigate the differences in the parameters evaluated between the patients with different types of bone metastases. The therapeutic response of each group was investigated separately.
24

Μελέτη γλυκοζαμινογλυκανών και πρωτεογλυκανών σε κακόηθες μεσοθηλίωμα

Συρόκου, Αλεξάνδρα 09 March 2010 (has links)
- / -
25

Ανοσοϊστοχημική μελέτη των υποδοχέων ανδρογόνων, οιστρογόνων, προγεστερόνης και ρετινοϊκού οξέος-α στην καλοήθη υπερπλασία και το αδενοκαρκίνωμα του προστάτη

Γυφτόπουλος, Κωνσταντίνος 23 April 2010 (has links)
- / -
26

Ο ρόλος των ενδοκυστικών εγχύσεων ιντερφερόνης στη θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως (συγκριτική μελέτη σχήματος interferon A2 σε σχέση με σχήμα interferon A2 σε σχέση με σχήμα interferon A2 και epirubicin)

Κατσένης, Γεώργιος 23 April 2010 (has links)
- / -
27

Αιτιολογική συσχέτιση της ηπατίτιδας C με το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα

Γκορίτσας, Κωνσταντίνος 12 May 2010 (has links)
- / -
28

Μελέτη των δεικτών πρόγνωσης C-erbB-2, P53, TGFa, καθεψίνη D, αγγειογένεση και iNO-συνθάση στον καρκίνο του μαστού με ανοσοϊστοχημικές μεθόδους

Ραβαζούλα, Παναγιώτα 13 May 2010 (has links)
- / -
29

Βιταμίνη Α και πειραματική καρκινογένεση στο πάγκρεας

Χριστοπούλου-Σπηλιώτη, Αθηνά 13 May 2010 (has links)
- / -
30

Ο ρόλος των κυτταροκινών στη πρόγνωση, πορεία και παθογένεια του πολλαπλού μυελώματος

Κυρτσώνη, Μαρία-Χριστίνα 17 May 2010 (has links)
- / -

Page generated in 0.0545 seconds